ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΔΟΣΗΣ κ.α. ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, Αρ. Αγωγής: 1603/2016, 27/8/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ                                               Αρ. Αγωγής: 1603/2016

Ενώπιον:  Μ.Π. Μιχαήλ, Προσ. Ε.Δ.

 

Μεταξύ:

  1. ΕΥΘΥΜΙΟΣ ΔΟΣΗΣ
  2. ΔΕΣΠΩ ΣΟΦΡΩΝΙΟΥ

Ενάγοντες

Και

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

Εναγόμενη

Απόφαση

Ημερομηνία: 27/08/24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες 1 και 2: κ. Γ. Τ. Χριστοφίδης για Ορφανίδης, Χριστοφίδης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη: κα Γ. Στυλιανού για Χρυσαφίνης & Πολυβίου ΔΕΠΕ

 

  1. Εισαγωγή:

 

Οι Ενάγοντες είναι δανειολήπτες δυνάμει συμφωνίας στεγαστικού δανείου που συνήφθη στις 12/04/2006 ( και στη συνέχεια τροποποιήθηκε στις 18/05/2011, στις 30/06/2011 και 18/03/2013) με πιστωτή την Εναγόμενη. Το δάνειο λήφθηκε σε ξένο νόμισμα και συγκεκριμένα σε Ελβετικά Φράγκα (CHF). Το ποσό του δανείου ανήλθε στο ποσό των CHF 173,000.00, το οποίο κατά την ημέρα υπογραφής της συμφωνίας αντιστοιχούσε σε Λ.Κ.64,215.26. Η αποπληρωμή του δανείου συμφωνήθηκε όπως γίνεται με το νόμισμα της δανειοδότησης, ήτοι με Ελβετικά Φράγκα.

 

Οι Ενάγοντες θεωρούν ότι ορισμένοι από τους όρους της επίδικης συμφωνίας είναι καταχρηστικοί σύμφωνα με τη σχετική Νομοθεσία, ήτοι τον  περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμο του 1996 (Ν. 93(I)/1996). Εστιάζουν στο ότι το δάνειο λήφθηκε σε ξένο νόμισμα και ακολούθως έπρεπε επίσης να αποπληρώνεται στο ίδιο ξένο νόμισμα. Οι Ενάγοντες προτάσσουν το γεγονός ότι η συμφωνία δανείου καταρτίστηκε χωρίς προηγουμένως να τύχουν ενημέρωσης αναφορικά με το συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο που αυτή συνεπαγόταν για τους ιδίους. 

 

Ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η επίδικη συμφωνία φέρει καταχρηστικούς όρους που σχετίζονται: α) Με τη δυνατότητα μονομερούς μεταβολής του επιτοκίου εκ μέρους της Εναγομένης, β) Τον υπολογισμού του ετήσιου επιτοκίου με βάση τις 360 αντί τις 365 μέρες και γ) Γενικότερα τα ποσοστά επιτοκίου που εφαρμόζονταν στην επίδικη συμφωνία.

 

Ενόψει των ανωτέρω, οι Ενάγοντες αιτούνται απόφαση ως τα αιτητικά Α – ΓΓ της Έκθεσης Απαίτησης τους, τα οποία μπορούν να συνοψιστούν στα εξής:

 

  1. Αναγνωριστική απόφαση ότι συγκεκριμένοι όροι της επίδικης συμφωνίας είναι καταχρηστικοί και άκυροι.
  2. Διάταγμα του Δικαστηρίου για αντικατάσταση των συγκεκριμένων όρων της επίδικης συμφωνίας με συγκεκριμένο λεκτικό.
  3. Διάταγμα υπολογισμού του οφειλόμενου υπολοίπου του δανείου αφαιρώντας τις εν λόγω καταχρηστικές ρήτρες και επιστροφής στους Ενάγοντες οποιουδήποτε επιπλέον καταβληθέντος ποσού

 

Η Εναγόμενη, εν ολίγοις, αρνείται τις αξιώσεις των Εναγόντων, ισχυρίζεται ότι η ίδια ενήργησε καλόπιστα κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, ενώ η επιλογή του συγκεκριμένου τύπου δανείου έγινε από τους ίδιους τους Ενάγοντες, αφού προηγουμένως εξέτασαν όλες τις επιλογές τους.

 

Αποτελεί επίσης κοινή παραδοχή ότι οι Ενάγοντες μέχρι και σήμερα καταβάλλουν κανονικά τις δόσεις τους στο επίδικο δάνειο.

 

 

 

  1. Μαρτυρία: 

 

Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία από έξι συνολικά Μάρτυρες. Από πλευράς Εναγόντων κατέθεσαν τέσσερις μάρτυρες: Η κα Ελένη Κουπεπίδου, λειτουργός στην Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή (στο εξής αναφερόμενη ως Μ. Ε 1), ο κ. Χριστόδουλος Παπάς, λειτουργός στο Τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου ( στο εξής αναφερόμενος ως Μ. Ε 2), ο Ενάγοντας 1, κ. Ευθύμιος Δόσης (στο εξής αναφερόμενος ως Μ. Ε 3) και η κα Άνδρεα Σιακαλλή  (στο εξής αναφερόμενη ως Μ. Ε 4). Από πλευράς Υπεράσπισης κατέθεσαν 2 μάρτυρες. Ο κ. Μάριος Γεωργιάδης, υπάλληλος της Εναγομένης σε υποκατάστημα στην Λάρνακα, όπου διατηρείται ο επίδικος λογαριασμός δανείου των Εναγόντων (στο εξής αναφερόμενος ως Μ. Υ 1), και η κα Μαρία Μιχαήλ, λειτουργός της Εναγομένης κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας δανείου ( στο εξής αναφερόμενη ως Μ.Υ 2).

 

Μ.Ε 1, κα Ελένη Κουπεπίδου:

H Μ.Ε 1, εργάζεται στο Υπουργείο Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας. Κατέχει τη θέση της λειτουργού και τα τελευταία τρία χρόνια προΐσταται του Επαρχιακού Γραφείου στη Λάρνακα, το οποίο διοικητικά υπάγεται στην Υπηρεσία Προστασίας Καταναλωτή. Στο πλαίσιο της μαρτυρίας της κατέθεσε τρεις (3) αποφάσεις του Διευθυντή της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών, οι οποίες λήφθηκαν στο πλαίσιο των αρμοδιοτήτων που αντλεί από τον περί των Αθέμιτων Εμπορικών Πρακτικών των Επιχειρήσεων προς τους Καταναλωτές Νόμος 103(Ι)/2007 και τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος 93(Ι/)96. Συγκεκριμένα κατέθεσε την α) απόφαση υπ’αριθμό 2017/07, ημερομηνίας 17/07/2017, ως Τεκμήριο 1, β) την απόφαση υπ’αριθμό 2017/05, ημερομηνίας 11/04/2017, ως Τεκμήριο 2 και την απόφαση υπ’ αριθμό 2/2015, ημερομηνίας 30/11/2015, ως Τεκμήριο 3

 

 

 

Μ.Ε 2, κ. Χριστόδουλος Παπάς:

Ο Μ.Ε 2, εργάζεται στο τμήμα Εποπτείας και Ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας. Η μαρτυρία του επικεντρώθηκε στην κατάθεση διάφορων εγγράφων (οδηγιών, εγκυκλίων και ανακοινώσεων της Κεντρικής Τράπεζας), ως τεκμηρίων. Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της μαρτυρίας του κατέθεσε ως Τεκμήριο 4 εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 11/10/2006, απευθυνόμενη προς όλες τις Τράπεζες της Κύπρου. Μέσω της συγκεκριμένης εγκυκλίου εκφράζεται η ανησυχία της Κεντρικής Τράπεζας αναφορικά με την αύξηση του δανεισμού από τις Κυπριακές Τράπεζες σε ξένο νόμισμα. Ενόψει μάλιστα του επιτοκιακού και συναλλαγματικού κινδύνου που εμπερικλείει ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα για τους δανειολήπτες, οι Τράπεζες καλούνται να ενημερώνουν λεπτομερώς τους πελάτες τους για τους κινδύνους αυτούς. Η ενημέρωση αυτή θα πρέπει να συνοδεύεται από συγκεκριμένα αριθμητικά παραδείγματα που να επεξηγούν πως θα επηρεαστεί η δόση του δανείου από τυχόν αύξηση στο επιτόκιο αλλά και τυχόν αλλαγή της ισοτιμίας εις βάρος του δανειολήπτη.  Ακολούθως ο δανειολήπτης πρέπει να υπογράφει συγκεκριμένη δήλωση, δείγμα της οποίας επισυνάπτεται στην εγκύκλιο.

Ως Τεκμήριο 5 κατέθεσε ανακοίνωση της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 13/06/2006, μέσω της οποίας εφιστάται η προσοχή στο κοινό για τους συναλλαγματικούς και επιτοκιακούς κινδύνους που εμπερικλείουν τα δάνεια σε ξένο νόμισμα.

Ως Τεκμήριο 6 κατέθεσε την επικαιροποιημένη τον Φεβρουάριο του 2022, «Ενοποιημένη Οδηγία προς τα Πιστωτικά Ιδρύματα για τις Διαδικασίες Χορήγησης Νέων και Αναθεώρησης Υφιστάμενων Πιστωτικών Διευκολύνσεων»

 Ως Τεκμήριο 7 κατατέθηκε εγκύκλιος ημερομηνίας 20/06/2008 συνοδευόμενη από προσχέδιο οδηγίας αναφορικά με τον υπολογισμό της προληπτικής ρευστότητας σε ξένα νομίσματα.

Τέλος, ως Τεκμήριο 8 κατέθεσε δέσμη δύο εγγράφων, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν δύο γραφικές παραστάσεις με τη διακύμανση του Ευρώ έναντι του Ελβετικού Φράγκου και αντίστροφα του Ελβετικού φράγκου έναντι του Ευρώ, για την περίοδο 2006 – 2014.

 

Ο Μ.Ε 3, κ. Ευθύμιος Δόσης – Ενάγοντας 1:

Ο Μ.Ε 3 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α.  Όπως αναφέρει κατά το έτος 2006 ο ίδιος μαζί με τη σύζυγό του, Ενάγουσα 2, απευθύνθηκαν στην Εναγόμενη Τράπεζα, προκειμένου να εξετάσουν το ενδεχόμενο εξασφάλισης στεγαστικού δανείου με σκοπό την αγορά κατοικίας για ιδιοκατοίκηση. Η υπάλληλος της Τράπεζας, κα Μαρία Μιχαήλ, πρότεινε ως ιδανική λύση στους Ενάγοντες τη λήψη δανείου σε ξένο νόμισμα και συγκεκριμένα σε Ελβετικό Φράγκο. Όπως αναφέρθηκε στους Ενάγοντες, το εν λόγω δάνειο έφερε χαμηλό επιτόκιο, συνεπώς η μηνιαία δόση θα ήταν χαμηλή. Περαιτέρω τους διαβεβαίωσαν ότι ήταν μία ασφαλής επιλογή δανεισμού. Ουδεμία αναφορά έγινε από τους υπαλλήλους της Τράπεζας ως προς τους κινδύνους που θα δημιουργούσε η παραχώρηση δανεισμού σε ξένο νόμισμα. Όπως επισημαίνει, ούτε ο ίδιος ούτε η σύζυγος του είχαν οποιαδήποτε γνώση ή προηγούμενη πείρα για οικονομικά ζητήματα και ειδικότερα σε θέματα σχετικά με το δανεισμό σε ξένο νόμισμα.  Συνεπώς κατά την 12/04/2006 συνάφθηκε μεταξύ Εναγόντων 1 και 2 και Εναγομένης στεγαστικό δάνειο σε Ελβετικά Φράγκα ύψους CHF 173.000 το οποίο θα αποδεσμευόταν σε νόμισμα του εγχώριου νομίσματος, δηλαδή σε Λίρες Κύπρου. Σύμφωνα με τη συμφωνία δανείου, το ποσό θα αποπληρωνόταν σε 179 μηνιαίες δόσεις  των CHF 995,02 η κάθε μία και το υπόλοιπο που θα ανερχόταν σε CHF 55.022,01  θα αποπληρωνόταν είτε με μία εφ’ άπαξ δόση στις 05/04/2021 ή στη βάση νέου συμφωνημένου προγράμματος αποπληρωμής. Ο μάρτυρας ισχυρίζεται ότι σχεδόν όλοι οι όροι της συμφωνίας ήταν προδιατυπωμένοι. Οι μόνοι όροι που συμφωνήθηκαν ήταν το ύψος του δανείου και το τρόπο αποπληρωμής.

Η εκταμίευση του ποσού έγινε όπως συμφωνήθηκε δηλαδή σε εγχώριο νόμισμα (Λίρες Κύπρου) με βάση την τρέχουσα τιμή του Ελβετικού Φράγκου έναντι της Κυπριακής Λίρας.

Οι Ενάγοντες κατέβαλλαν ανελλιπώς τις δόσεις τους, εξαιτίας όμως της μεταβολής της ισοτιμίας του Ελβετικού Φράγκου έναντι του Ευρώ, το οφειλόμενο υπόλοιπο τους αυξήθηκε και συνεπακόλουθα αυξήθηκε και το ύψος της δόσης που έπρεπε να καταβάλλουν. Το γεγονός αυτό υποχρέωσε τους Ενάγοντες στις 18/05/2011 να προχωρήσουν με υπογραφή τροποποιητικής συμφωνίας ενώ στις 30/06/2011 υπογράφηκε εκ νέου τροποποιητική συμφωνία η οποία αποσκοπούσε στην τροποποίηση των εξασφαλίσεων.  Ακολούθως και εξαιτίας και πάλι της αύξησης του ύψους των δόσεων, οι Ενάγοντες προχώρησαν  σε νέα τροποποιητική συμφωνία στις 18/03/2013. Σύμφωνα με τη νέα συμφωνία η αποπληρωμή του δανείου παρατάθηκε για 156 μήνες με νέα ημερομηνία εξόφλησης την 05/04/2034. Το ύψος των δόσεων επίσης τροποποιήθηκε καθότι πλέον το ύψος της μηνιαίας δόσης για την περίοδο από 05/03/2013 – 05/03/2034 ανέρχεται στα CHF 797,01, ενώ στις 05/04/2034 προβλέπεται η καταβολή μίας εφάπαξ δόσης ποσού CHF 771,65.  Όπως δηλώνει ο ομνύοντας και οι δύο πιο πάνω συμφωνίες ήταν αποτέλεσμα προδιατυπωμένων όρων, χωρίς να γίνει οποιαδήποτε διαπραγμάτευση.

Το γεγονός της πληρωμής ενός μεγάλου ποσού από τους Ενάγοντες χωρίς ωστόσο να μειώνεται η δανειακή τους υποχρέωση, τους οδήγησε σε αναζήτηση νομικής συμβουλής. Ο Δικηγόρος στον οποίο απευθύνθηκαν απέστειλε επιστολή στις 11/04/2016 στην Εναγόμενη με την οποία την καλούσε να αναγνωρίσει την καταχρηστικότητα συγκεκριμένων όρων της επίδικης σύμβασης. Η Εναγόμενη δεν ανταποκρίθηκε αρχικά με αποτέλεσμα ο Δικηγόρος των Εναγόντων να αποστείλει νέα επιστολή ημερομηνίας 20/05/2016. Η Εναγόμενη τελικά απάντησε στις πιο πάνω επιστολές των Εναγόντων, με επιστολή ημερομηνίας 30/05/2016.

Οι Ενάγοντες καταβάλλουν μέχρι και σήμερα ανελλιπώς τις δόσεις τους, άνευ βλάβης των δικαιωμάτων τους, παρά το γεγονός ότι θεωρούν ότι η Εναγόμενη τους έχει υπερχρεώσει αλλά και ότι δεν τους επεξηγήθηκε ο κίνδυνος που δημιουργεί ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα. 

Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ο Μ.Ε 3 κατέθεσε τα εξής έγγραφα ως Τεκμήρια:

Τεκμήριο 9: Αντίγραφο συμφωνίας Δανείου ημερομηνίας 12/04/2006

Τεκμήριο 10: Αντίγραφο Τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 18/05/2011

Τεκμήριο 11: Αντίγραφο Τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 30/06/2011

Τεκμήριο 12: Αντίγραφο Τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 18/03/2013

Τεκμήριο 13: Αντίγραφο Επιστολής ημερομηνίας 11/04/2016

Τεκμήριο 14: Αντίγραφο Επιστολής ημερομηνίας 20/05/2016

Τεκμήριο 15: Αντίγραφο Επιστολής ημερομηνίας 30/05/2016

 

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας ανάφερε ότι ο ίδιος επαγγελματικά απασχολείται ως Τεχνολόγος Γεωπόνος, ενώ η σύζυγος του, Ενάγουσα 2, ως Οδοντίατρος.  Με την Τράπεζα Κύπρου συνεργάζονται από το 2006. Μάλιστα έχουν ακόμη ένα δάνειο με την Εναγόμενη, το οποίο αποπληρώνεται κανονικά και το οποίο σχετίζεται με τον επαγγελματικό χώρο της Ενάγουσας 2.

 

Ο μάρτυρας ανάφερε ότι όταν απευθύνθηκαν στην Τράπεζα για την εξασφάλιση του επίδικου δανείου, ζήτησαν από την Τράπεζα δάνειο με όσο πιο χαμηλές δόσεις γίνεται για να μπορούν να ανταποκριθούν. Τότε ήταν που οι υπάλληλοι της Τράπεζας τους είπαν ότι σύμφωνα με τα οικονομικά τους δεδομένα το πιο προσιτό για αυτούς δάνειο είναι αυτό σε ξένο νόμισμα. Αυτή δεν ήταν μεν η μόνη επιλογή δανείου που τους προτάθηκε, αλλά όπως τους αναφέρθηκε αυτή ήταν η πιο προσιτή στη βάση των οικονομικών τους δεδομένων. Όπως επίσης τονίζει δεν τους αναφέρθηκε οτιδήποτε περί διακύμανσης ισοτιμίας. Σε ερώτηση που υπέβαλαν προς την υπάλληλο της Τράπεζας ως προς το κατά πόσο ασφαλές είναι, η απάντηση που έλαβαν ήταν ότι είναι ένα σταθερό νόμισμα και δεν έχει κινδύνους. Δεν έλαβαν οι Ενάγοντες οποιαδήποτε συμβουλή από οικονομολόγο, λογιστή ή δικηγόρο πριν συνάψουν την επίδικη σύμβαση.

 

Αναφορικά με τις συνθήκες υπογραφής τόσο της επίδικης συμφωνίας, όσο και των τροποποιητικών συμφωνιών που ακολούθησαν, ο μάρτυρας ισχυρίζεται  ότι τα έγγραφα δεν τους είχαν δοθεί πριν την συμφωνία προκειμένου να τα εξετάσουν. Οι Ενάγοντες μάλιστα ζήτησαν τα έγγραφα αλλά η απάντηση που έλαβαν από την Τράπεζα είναι ότι τα έγγραφα δεν μπορούσαν να φύγουν από την Τράπεζα.  Όπως μάλιστα αναφέρει ο μάρτυρας, δεν τους δόθηκε χρόνος να μελετήσουν τα έγγραφα ούτε την ημέρα της υπογραφής τους. Ωστόσο, μετά την υπογραφή των συμφωνιών εστάλησαν αντίγραφα αυτών στην κατοικία των Εναγόντων.

 

Περαιτέρω, κατόπιν σχετικής υποβολής, ο μάρτυρας συμφώνησε ότι ο μοναδικός λόγος που υπογράφηκε η τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 30/06/2011 ήταν για να αλλάξουν οι εξασφαλίσεις, δηλαδή να υποθηκευτεί το διαμέρισμα προς όφελος της Τράπεζας σε αντικατάσταση και ακύρωση της  Εταιρικής εγγύησης της Εταιρείας η οποία τους πώλησε το διαμέρισμα και της επιπλέον ακύρωσης της Συμφωνίας Εκχώρησης των δικαιωμάτων τους ως αγοραστών τα οποία πηγάζουν από το σχετικό Αγοραπωλητήριο του διαμερίσματος.

 

Το 2013 στο πλαίσιο της τελευταίας τροποποιητικής συμφωνίας οι Ενάγοντες προτίμησαν να παραμείνει η αποπληρωμή του δανείου τους σε ξένο νόμισμα, δηλαδή σε Ελβετικά Φράγκα παρά το δικαίωμα που τους δόθηκε από την Εναγόμενη να το μετατρέψουν σε Eυρώ. Όπως δήλωσε ο μάρτυρας η επιλογή που τους δόθηκε από την Τράπεζα ήταν ουσιαστικά  η μετατροπή του δανείου σε Ευρώ, όμως με την ισοτιμία συναλλάγματος που ίσχυε τη συγκεκριμένη στιγμή, πράγμα που ουσιαστικά θα ισοδυναμούσε με το να βρεθεί να χρωστάει 1,5 φορά το αρχικό δάνειο.

 

Στο μάρτυρα υποβλήθηκε η θέση της Εναγόμενης, ότι δηλαδή:

       Η υπάλληλος της Τράπεζας παρουσίασε στους Ενάγοντες εναλλακτικές λύσεις στεγαστικού δανείου και οι Ενάγοντες ήταν αυτοί που αποφάσισαν να αιτηθούν δανεισμό σε ξένο νόμισμα.

       Ουδέποτε  οι υπάλληλοι της Εναγόμενης πρότειναν ή παρότρυναν τους Ενάγοντες να λάβουν δάνειο σε ξένο νόμισμα.

       Οι Ενάγοντες αποφάσισαν να λάβουν δάνειο σε ξένο νόμισμα, ανεπηρέαστοι, γιατί θεώρησαν ότι ήταν η πιο συμφέρουσα λύση εκείνη την περίοδο.

       Οι ίδιοι οι Ενάγοντες δεν ζήτησαν να δουν τις επίδικες συμφωνίες.

       Οι ίδιοι οι Ενάγοντες δεν ζήτησαν να διαπραγματευτούν τους όρους της συμφωνίας γιατί ήταν ικανοποιημένοι με τους όρους και το περιεχόμενο της συμφωνίας.

       Η συμπεριφορά των υπαλλήλων της Τράπεζας ήταν η δέουσα.

 

Η Μ.Ε 4, κα Άνδρεα Σιακαλλή:

Η Μ.Ε 4 έδωσε μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας. Όπως ισχυρίστηκε είναι κάτοχος πτυχίου ποινικής δικαιοσύνης (“Criminal Justice”) από το St. John's University στη Νέα Υόρκη. Είναι επίσης κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος MBA από το CDA College στην Κύπρο, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος νομικής από το Cardiff Metropolitan University της Ουαλίας και από το 2016 είναι Πιστοποιημένη Εξεταστής Απάτης από το American Association of Certified Fraud Examiners. Όπως ισχυρίστηκε το πιο μεγάλο μέρος του Certificate για fraud examiners  αφορά χρηματοοικονομική λογιστική (financial accounting). Επίσης στο πλαίσιο του μεταπτυχιακού ΜΒΑ, ασχολήθηκε με λογιστική και οικονομικά. Επαγγελματικά δήλωσε ότι έχει εργαστεί ως ερευνητής απάτης σε Ασφαλιστική Εταιρεία. Έχει εργαστεί, όπως δήλωσε, σε Εταιρεία τηλεπικοινωνιών και ως ιδιωτική ερευνήτρια για θέματα οικονομικής απάτης. Τα τελευταία χρόνια εξακολουθεί να είναι ιδιωτική ερευνήτρια, αλλά έχει και τη θέση της Ανώτερης Διευθύντριας σε ένα ιδιωτικό επενδυτικό ταμείο, για θέματα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και χρηματοδότησης τρομοκρατίας. Στο πλαίσιο, τόσο της επιστημονικής αλλά και της πρακτικής της κατάρτισης και εμπειρίας, εξετάζει διάφορες καταστάσεις λογαριασμών σε διάφορες υποθέσεις ενώπιον Δικαστηρίων.

 

Η μάρτυρας, κατόπιν ανάθεσης των Εναγόντων, προχώρησε σε εξέταση της δανειακής τους σύμβασης για πιθανές υπερχρεώσεις και καταχρηστικές ρήτρες. Στο πλαίσιο αυτό κατήρτισε πίνακα τον οποίο κατέθεσε ως τεκμήριο 16. Ο πίνακας αυτός καταρτίστηκε αφού στην μάρτυρα τέθηκε ενώπιον της η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 06/04/2006 ( τεκμήριο 9), η τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 18/05/2011 (τεκμήριο 10)  και οι αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμού της τράπεζας από τις 06/04/2006 – 31/12/2022. Ο συγκεκριμένος πίνακας παρουσιάζει στις πρώτες τρείς (3) στήλες ( Ημερομηνία Αξίας - Χρεώσεις/Πιστώσεις - Υπόλοιπο), την πορεία του δανείου ως  αναγράφεται στις καταστάσεις λογαριασμού της Τράπεζας. Ακολούθως στις επόμενες δύο (2) στήλες (Χρεώσεις/Πιστώσεις – Υπόλοιπο) παρουσιάζεται η πορεία του δανείου με βάση την ορθή κατά τη γνώμη της μεθοδολογία, που θα έπρεπε να ακολουθήσει η Τράπεζα. Στην έκτη κατά σειρά στήλη του πίνακα παρουσιάζεται το συνολικό επιτόκιο το οποίο υπολογίστηκε στη βάση της αρχικής συμφωνίας ημερομηνίας 06/04/2006, η οποία καθόριζε το ποσοστό επιτοκίου της σύμβασης με βάση το επιτόκιο 6 μηνών Libor προσαυξημένο κατά 2%. Κατά συνέπεια κάθε έξι μήνες υπάρχει αλλαγή του επιτοκίου. Οι πληροφορίες αναφορικά με τη διακύμανση του επιτοκίου λήφθηκαν από το eurosystem της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Ακολούθως παρουσιάζεται στήλη με το ημερήσιο συνολικό επιτόκιο, στήλη που παρουσιάζει τις μέρες που μεσολάβησαν από την τελευταία πράξη, στήλη με τον σωρευτικό τόκο σε Ελβετικό φράγκο και στήλη με την διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας μεταξύ Ελβετικού φράγκου και Ευρώ. Όπως αναφέρει η μάρτυρας, οι πληροφορίες αναφορικά με την ισοτιμία του Ελβετικού Φράγκου έναντι του Ευρώ λήφθηκαν από το eurosystem της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Οι τρείς (3) τελευταίες στήλες ( χρεώσεις/πιστώσεις -  υπόλοιπο - τόκος σε Ευρώ) παρουσιάζουν την πορεία του δανείου ωσάν να είχε ληφθεί σε Ευρώ.

Σύμφωνα με τους υπολογισμούς της μάρτυρος, το δάνειο παρουσιάζει κατά τις 31/12/22 CHF1.611,37 τόκους υπερημερίας. Παρουσιάζει επίσης υπερχρέωση τόκων ύψους CHF12.627,52 εις βάρος των Εναγόντων, εξαιτίας της χρησιμοποίησης του διαιρέτη 360 αντί του 365 και 366 κατά τα δίσεκτα έτη.

 

Η μάρτυρας αντεξετάστηκε εκτενώς από τη Δικηγόρο της Εναγομένης. Η μάρτυρας παραδέχτηκε ότι δεν έλαβε υπόψη κατά τη σύνταξη της έκθεσης της, το γεγονός ότι οι Ενάγοντες συμφώνησαν στο πλαίσιο των τροποποιητικών συμφωνιών (ημερομηνίας 18/05/11 και  30/06/11), όπως η προσαύξηση του επιτοκίου του δανείου τους αυξηθεί από 2%  σε  4%. Η απάντηση της μάρτυρος ήταν ότι δεν υπήρχε λόγος αύξησης του επιτοκίου, δεδομένου ότι δεν υπήρχαν καθυστερήσεις από πλευράς Εναγόντων.

 

Αναφορικά με τον υπολογισμό του Συνολικού Επιτοκίου στην έκθεση της, παραδέχθηκε ότι η αναφορά στις 09/04/09 σε επιτόκιο 7,41% οφείλεται σε τυπογραφικό λάθος. Το ορθό επιτόκιο τη συγκεκριμένη ημερομηνία ανερχόταν σε 3,67%. Όπως ανάφερε η μάρτυρας το λάθος αυτό δεν επηρεάζει το συνολικό αποτέλεσμα.

 

Στην μάρτυρα υποβλήθηκε η θέση της Εναγομένης και ειδικότερα:

       ότι κακώς χρησιμοποίησε ως διαιρέτη του τόκου τις 365 μέρες,  καθότι με βάση τη συμφωνία δανείου ο συμφωνηθείς διαιρέτης για υπολογισμό  του τόκου ήταν οι 360 μέρες.

       ότι κακώς στην έκθεση της συμπεριλήφθηκε η ισοτιμία από Ελβετικό Φράγκο σε Ευρώ για την περίοδο από το 2006 – τις 31/12/2007. Όπως υποβλήθηκε στην μάρτυρα ο σωστός υπολογισμός μέχρι τις 31/12/2007 θα έπρεπε να ήταν από Λίρες Κύπρου σε Ελβετικό Φράγκο και ακολούθως από 01/01/2008 και εντεύθεν από Ευρώ σε Ελβετικό Φράγκο.

       ότι η ισοτιμία μεταξύ Ελβετικού Φράγκου και Ευρώ στην οποία στηρίχθηκε για να ετοιμάσει την έκθεση της δεν ήταν ορθή.

 

Ο M. Υ 1,  κ. Μ. Γεωργιάδης:

Ο Μ.Υ 1 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Β. Ο μάρτυρας αναφέρει ότι είναι υπάλληλος της Εναγόμενης από τον Δεκέμβριο του 1993 και είναι τοποθετημένος από το έτος 2017 στο υποκατάστημα Γρηγόρη Αυξεντίου στην Λάρνακα ως προϊστάμενος χορηγήσεων. Μεταξύ των καθηκόντων του   περιλαμβάνεται η αξιολόγηση νέων δανείων και η εποπτεία και έλεγχος των υφιστάμενων χρηματοδοτήσεων των πελατών του υποκαταστήματος, μεταξύ των οποίων και των Εναγόντων.

Στο πλαίσιο της μαρτυρίας του ο μάρτυρας αναφέρθηκε στη συμφωνία δανείου των Εναγόντων ημερομηνίας 12/04/2006 σε Ελβετικό Φράγκο, όπως επίσης και στους όρους της, όπως μάλιστα διαμορφώθηκαν κατόπιν των τροποποιητικών συμφωνιών ημερομηνίας 18/05/2011, 30/06/2011 και 18/03/2013. Αναφέρθηκε επίσης στις εξασφαλίσεις που παρασχέθηκαν στο πλαίσιο της ρηθείσας δανειακής σύμβασης προς όφελος της Εναγόμενης.

Ο μάρτυρας δήλωσε ρητά ότι οι Ενάγοντες καταβάλλουν κανονικά τις δόσεις τους.  

Ο μάρτυρας ανάφερε ότι οι Ενάγοντες δεν υπέγραψαν την οποιαδήποτε δήλωση ότι έχουν ενημερωθεί για τον συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο όταν παραχωρείτο το επίδικο δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο. Όπως ανάφερε η σχετική εγκύκλιος που καθιστούσε υποχρεωτική την υπογραφή της συγκεκριμένης δήλωσης τέθηκε σε εφαρμογή στις 11/10/2016, μετά την υπογραφή των επίδικων συμβολαίων των Εναγόντων με την Τράπεζα. Ο μάρτυρας δήλωσε ότι δεν γνωρίζει εάν η Τράπεζα όφειλε να δώσει στους Ενάγοντες να υπογράψουν τις εν λόγω δηλώσεις στο πλαίσιο των τροποποιητικών συμφωνιών που ακολούθησαν. Αναφορικά με τον τρόπο καταβολής των δόσεων των Εναγόντων, ο μάρτυρας διευκρίνισε ότι ανοίχτηκε καταθετικός λογαριασμός, ο οποίος ήταν αρχικά σε Λίρες Κύπρου ( μέχρι τις 31/12/2007) και αργότερα ( από 01/01/2018) μετετράπηκε σε Ευρώ. Στον συγκεκριμένο λογαριασμό καταθέτονταν τα ανάλογα ποσά από τους Ενάγοντες σε εγχώριο νόμισμα και ακολούθως μετατρέπονταν σε Ελβετικά Φράγκα και αποπλήρωναν τη δόση του δανείου. Οι Ενάγοντες είχαν παράσχει Τραπεζική εντολή μέσω της οποίας μετατρέπονταν τα χρήματα των Εναγόντων από τον συγκεκριμένο λογαριασμό σε Ελβετικά Φράγκα και εμβάζονταν στο λογαριασμό δανείου για αποπληρωμή του χρέους. Ο μάρτυρας δεν γνώριζε αν η Εναγόμενη χρέωνε προμήθεια κάθε φορά που εκτελούσε τη συγκεκριμένη εντολή.

 Ο μάρτυρας επίσης ισχυρίστηκε ότι ο διαιρέτης του τόκου ήταν οι 360 ημέρες μέχρι το έτος 2015. Από το 2016 και μετά, με βάση αλλαγή της νομοθεσία, ο διαιρέτης έγινε 365 ημέρες για τους κανονικούς χρόνους και 366 για τους δίσεκτους.  

Στον μάρτυρα υποβλήθηκε η θέση των Εναγόντων, ότι δηλαδή:

       Η εγκύκλιος της Κεντρικής Τράπεζας ημερομηνίας 11/10/2006 (τεκμήριο 4), καλούσε τις Τράπεζες να εφαρμόσουν τις οδηγίες της και σε υφιστάμενες συμφωνίες δανεισμού, από Κυπριακή λίρα σε ξένο νόμισμα, όπως την επίδικη συμφωνία.

       Η Κεντρική Τράπεζα σε μεταγενέστερο στάδιο λόγω του σοβαρού προβλήματος που διαμορφώθηκε στην Κύπρο από δανεισμούς σε ξένο συνάλλαγμα, κάλεσε τις Τράπεζες να μετατρέψουν τις συμβάσεις τους σε Ευρώ, στη βάση της συναλλαγματικής ισοτιμίας της ημερομηνίας εκταμίευσης.

       Κατά παράβαση των εγκυκλίων της Κεντρικής Τράπεζας δεν είχε η Εναγόμενη επεξηγήσει στους Ενάγοντες τους συναλλαγματικούς κινδύνους του επίδικου δανείου.

       Οι Ενάγοντες έχουν ήδη καταβάλει ποσό μεγαλύτερο από το κεφάλαιο το οποίο δανείστηκαν και ανερχόταν σε 83.000 Λ.Κ

       Η χρησιμοποίηση του διαιρέτη των 360 ημερών στον υπολογισμό τόκου συνιστά καταχρηστική ρήτρα.

       Κατά παράνομο τρόπο η Εναγόμενη προσαύξησε το περιθώριο επιτοκίου χωρίς να υπάρχει αντικειμενικός λόγος και χωρίς να υπάρχει καμία καθυστέρηση από πλευράς των εναγόντων.

 

Προς υποστήριξη των ισχυρισμών του ο Μ.Υ 1 κατέθεσε τα εξής έγγραφα ως Τεκμήρια:

Τεκμήριο 17: Πιστοποιητικά από τον Έφορο Εταιρειών αναφορικά με την Εναγόμενη.

Τεκμήριο 18: Πρωτότυπο συμφωνίας ημερομηνίας 06/04/2006

Τεκμήριο 19: Πρωτότυπο τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 29/04/2011

Τεκμήριο 20: Πρωτότυπο τροποποιητικής  συμφωνίας ημερομηνίας 08/06/2011

Τεκμήριο 21: Πρωτότυπο τροποποιητικής  συμφωνίας ημερομηνίας 11/03/2013

Τεκμήριο 22: Εγγυητήριο ημερομηνίας 12/04/2006.

Τεκμήριο 23: Απόσπασμα συνεδρίας του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Κυριάκος Χήρας ( Εργολάβος Οικοδομών Λτδ), ημερομηνίας 12/04/2006.

Τεκμήριο 24: Δέσμη δύο επιστολών ημερομηνίας 11/04/2006 και 30/06/2006.

Τεκμήριο 25: Σύμβαση και δήλωση υποθήκης ημερομηνίας 30/06/2011 και πιστοποιητικό έγγραφης ακίνητης ιδιοκτησίας ημερομηνίας 30/06/2011.

Τεκμήριο 26: Συμφωνία εκχώρησης δικαιωμάτων ημερομηνίας 12/04/2006

Τεκμήριο 27: Αντίγραφο πωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 11/03/2006, μαζί με απόδειξη κατάθεσής του ημερομηνίας 10/04/2006.

Τεκμήριο 28: Πληρεξούσιο έγγραφο ημερομηνίας 07/04/2006

Τεκμήριο 29: Αναλυτική κατάσταση λογαριασμού μαζί με πιστοποιητικό βάσει του Άρθρου 35 του Περί Αποδείξεως Νόμου.

Τεκμήριο 30: Αντίγραφο ανακοίνωσης στον ημερήσιο τύπο ημερομηνίας 09/04/2009 βάσει της οποίας η Εναγόμενη ενημερώνει το κοινό για αύξηση 2% του περιθωρίου όλων των δανείων που είναι συνδεδεμένα με Euribor/Libor αρχής γενομένης από 09/5/2009.

 

Η M.Y 2, κα Μαρία Μιχαήλ:

Η Μ.Υ 2 κατέθεσε γραπτή δήλωση ως μέρος της κυρίως εξέτασης της, η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Γ.  Η μάρτυρας ήταν η Τραπεζικός λειτουργός, στην οποία κατά τον ουσιώδη χρόνο οι Ενάγοντες υπέβαλαν το αίτημα τους για λήψη του επίδικου δανείου.  Όπως ισχυρίζεται, στο πλαίσιο των καθηκόντων της παρέθεσε στους Ενάγοντες τις επιλογές των διαθέσιμων σχεδίων της Εναγομένης. Η απόφαση για το ποιο σχέδιο ήταν το καταλληλότερο για τους Ενάγοντες άνηκε στους ίδιους. Κατά τον ουσιώδη χρόνο υπήρχε μεγάλη διαφορά στα επιτόκια ανάλογα με το νόμισμα, με αποτέλεσμα πολλοί πελάτες να αξιολογούσαν τον συναλλαγματικό κίνδυνο ως μικρότερο του επιτοκιακού και επέλεγαν δανεισμό σε ξένο νόμισμα. Στην συγκεκριμένη περίπτωση έγινε το ίδιο, δηλαδή οι ίδιοι οι Ενάγοντες αποφάσισαν όπως τους παραχωρηθεί το στεγαστικό δάνειο σε Ελβετικό Φράγκο. Η ίδια υπέγραψε την επίδικη συμφωνία ως μάρτυρας. Ο Ενάγοντας 1 εξ’ όσων θυμάται πήγαινε συχνά στο υποκατάστημα και μάλιστα τον εξυπηρετούσε απαντώντας σε κάθε του ερώτηση..

Κατά το στάδιο της αντεξέτασης της η μάρτυρας ανάφερε ότι ενημέρωναν τους πελάτες τους αναφορικά με το επιτόκιο έκαστου σχεδίου αλλά και σε περίπτωση που το σχέδιο ήταν σε ξένο νόμισμα, την συναλλαγματική ισοτιμία. Όπως ανάφερε υπήρχε διαφορετικό επιτόκιο και μάλιστα αρκετά σημαντικό μεταξύ δανείων σε Ελβετικό Φράγκο και σε Κυπριακές λίρες. Αναφορικά με την σταθερότητα των νομισμάτων, όπως ισχυρίστηκε το 2006 το Ελβετικό Φράγκο θεωρείτο σταθερό νόμισμα. Παρ’ όλα αυτά δεν ήταν μέσα στις δικές της αρμοδιότητες να ενημερώνει τους πελάτες της Τράπεζας για τις ισοτιμίες των νομισμάτων ή τη σταθερότητα τους.

Η Τράπεζα αξιολογούσε τη δυνατότητα των δανειοληπτών να αποπληρώσουν τις δόσεις τους με βάση τα στοιχεία της δεδομένης στιγμής και στη βάση των Λιρών Κύπρου, δηλαδή εάν ο πελάτης μετέτρεπε το δάνειο του σε Λίρες Κύπρου.

Η μάρτυρας επιβεβαίωσε ότι η υπογραφή της επίδικης συμφωνίας έγινε πριν την σχετική εγκύκλιο της Κεντρικής Τράπεζας που υποχρέωνε τους δανειολήπτες σε ξένο νόμισμα να λαμβάνουν ειδική ενημέρωση αναφορικά με τον συναλλαγματικό κίνδυνο που  αναλαμβάνουν. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε κατά το στάδιο της αντεξέτασης:

E.        Και επειδή δεν ξέρετε ούτε μπορούσατε να προβλέψετε την αλλαγή της ισοτιμίας όχι σε 15 την επόμενη μέρα, δεν προβήκατε σε καμία επεξήγηση προς τους πελάτες σας, δεν υποβάλατε στους πελάτες σας και δεν υποβάλατε καμία επεξήγηση των όρων ή του κινδύνου που οι ίδιοι διέτρεχαν χορηγούμενοι δανεισμό σε ξένο συνάλλαγμα.

A.        Δεν ήταν μέσα στα καθήκοντά μας να επεξηγήσουμε.

E.        Εγώ σας υποβάλλω ότι ήταν δικό σας καθήκον όπως σας υπόδειξε η Κεντρική Τράπεζα να υποδεικνύεται ακριβώς στους δανειολήπτες αυτόν τον κίνδυνο.

A.        Η Κεντρική Τράπεζα μας το υπόδειξε μετά από τη χορήγηση αυτού του δανείου.

Ούτε όμως και μετά που τέθηκε σε ισχύ η σχετική οδηγία (τεκμήριο 4) από την Κεντρική Τράπεζα, η Εναγόμενη προχώρησε σε οποιαδήποτε ενημέρωση των Εναγόντων αναφορικά με τους συναλλαγματικούς κινδύνους του δανείου τους. Όπως επί λέξει ανάφερε η μάρτυρας: «Το δάνειο ήταν ήδη σε ελβετικό φράγκο, επληρώνετουν κανονικά γιατί να επισημάνω στον πελάτη τους κινδύνους;»

Η μάρτυρας ανάφερε ότι ο πελάτης μπορούσε ανά πάσα στιγμή να ζητήσει μετατροπή του δανείου του σε οποιοδήποτε άλλο νόμισμα ήθελε, παρά το γεγονός ότι αυτό δεν προβλεπόταν ρητά στην επίδικη συμφωνία δανείου. Όπως μάλιστα ισχυρίστηκε, η ίδια το ανάφερε προφορικά στον Ενάγοντα 1, όταν παραπονέθηκε για τις αυξομειώσεις στις δόσεις του. Βέβαια σε περίπτωση μετατροπής του νομίσματος  ο πελάτης θα έπρεπε να υποστεί τη διαφορά στην συναλλαγματική ισοτιμία που προέκυψε μέχρι τη ημέρα της μετατροπής του δανείου σε Ευρώ.

Η μάρτυρας παρ’ όλα αυτά ανάφερε ότι οι Ενάγοντες λόγω της καταγωγής τους, είχαν εμπειρία από άλλα νομίσματα και συγκεκριμένα την δραχμή. Ήταν επίσης μορφωμένα πρόσωπα. Συνεπώς ήταν σε θέση να αξιολογήσουν τους κινδύνους αυξομειώσεων συναλλαγματικών ισοτιμιών. 

Όσον αφορά τους όρους του δανείου η μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι αυτοί είναι προδιατυπωμένοι και πως ο πελάτης έχει τη δυνατότητα απλά να αρνηθεί την υπογραφή των όρων.

 

  1.  Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα ( βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. v. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924). Σημειώνω ότι είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον κάθε ένα από τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης. Η εντύπωση που αποκόμισα για τον κάθε μάρτυρα, από τις αντιδράσεις τους και τον τρόπο που απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν, είναι με βάση πάγια Νομολογιακή Αρχή, εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας τους. (βλ. C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)

 

Περαιτέρω, κατά την αξιολόγηση εκάστης μαρτυρίας λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο, την ποιότητα και την  πειστικότητα της. Η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα αντιπαραβάλλεται και συγκρίνεται με το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων. (βλ. Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506,  Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Φώτσιου ν Ηροδότου (2010) 1Β ΑΑΔ 1172).

 

Αναφορικά με την Μ.Ε 1, η μαρτυρία της περιορίστηκε στην κατάθεση τριών διοικητικών αποφάσεων της Υπηρεσίας Προστασίας Καταναλωτή του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού. Οι εν λόγω διοικητικές αποφάσεις (τεκμήρια 1 -3), αν και δεν προβλήθηκε η οποιαδήποτε ένσταση στην κατάθεση τους, δεν θεωρώ ότι σχετίζονται με τα επίδικα θέματα στην παρούσα υπόθεση. 

 

Επισημαίνεται ότι το κατά πόσο οι επίδικοι όροι της σύμβασης στην παρούσα υπόθεση είναι καταχρηστικοί ή όχι, αποτελεί ζήτημα που θα κριθεί και θα αποφασιστεί από το παρόν Δικαστήριο ως μέρος του έσχατου συμπεράσματος του (βλέπε σχετικά Νικολάου Χρίστος Σ. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 ΑΑΔ 390). Συνεπώς δεν μπορεί να δοθεί η οποιαδήποτε βαρύτητα σε κρίση ή γνώμη οποιουδήποτε άλλου διοικητικού οργάνου που εκφράστηκε στο πλαίσιο των δικών του αρμοδιοτήτων σε παρόμοιας φύσεως υπόθεση  που τέθηκε ενώπιον του. 

 

Αναφορικά με τον Μ.Ε 2, η μαρτυρία του βασίζεται στο σύνολο της επί εγγράφων τα οποία  περιήλθαν στην κατοχή του λόγω της θέσης που κατέχει στο τμήμα Ελέγχου της Κεντρικής Τράπεζας. Σημειώνεται ότι η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε από πλευράς υπεράσπισης. Η μαρτυρία του γίνεται συνεπώς στο σύνολο της αποδεκτή ως βάση για εξαγωγή ευρημάτων.

Αναφορικά με τον Μ.Ε 3, η μαρτυρία του στο μεγαλύτερο της μέρος υποστηρίζεται από έγγραφα και δεν αμφισβητείται. Στο σύνολο της η μαρτυρία του διέπεται από συνοχή, λογικοφάνεια και πειστικότητα. Ο Μ.Ε 3 θεωρώ ότι ήταν ειλικρινής στις τοποθετήσεις του. Δεν δίστασε να παραδεχτεί ότι δεν παρότρυνε κανείς τον ίδιο και τη σύζυγο του, Ενάγουσα 2, να λάβουν δάνειο σε ξένο νόμισμα. Όπως ο ίδιος ανέφερε,  η υπάλληλος της Τράπεζας τους πρότεινε τη συγκεκριμένη επιλογή δανεισμού, η οποία τους φάνηκε η πιο συμφέρουσα αλλά και η μόνη στην οποία θα μπορούσαν να ανταπεξέλθουν οικονομικά, ενόψει του χαμηλότερου επιτοκίου που έφερε.

 

Ο Μ.Ε 3 σημείωσε ότι εκείνο που ήθελε μαζί με τη σύζυγο του ήταν να λάβουν ένα στεγαστικό δάνειο για την αγορά διαμερίσματος, το κόστος του οποίου θα μπορούσαν με ασφάλεια και ακρίβεια να προϋπολογίσουν. Ο σκοπός της επίδικης δανειακής σύμβασης αλλά και η γενικότερη συμπεριφορά των Εναγόντων δεν αφήνουν περιθώριο για άλλο συμπέρασμα. Χαρακτηριστικό είναι ότι είναι μέχρι και σήμερα παρά το γεγονός ότι θεωρούν καταχρηστικούς μία σειρά όρων και χρεώσεων που τους επιβλήθηκαν στη βάση της επίδικης συμφωνίας, συνεχίζουν να είναι πλήρως τυπικοί με το πρόγραμμα αποπληρωμής των δόσεων τους. Οι τροποποιητικές μάλιστα συμφωνίες που υπέγραψαν οι Ενάγοντες με την Εναγομένη  τα έτη 2011 και 2013, ήταν επίσης αποτέλεσμα της συνέπειας τους στην επίδικη συμφωνία.

 

Ο Μ.Ε 3, δεν αμφισβήτησε ότι σε μεταγενέστερο στάδιο η Εναγόμενη πρότεινε και ήταν διατεθειμένη να τους μετατρέψει το δάνειο τους από Ελβετικό Φράγκο σε Ευρώ.  Οι Ενάγοντες όμως δεν δέχτηκαν. Ο Μ.Ε 3 διευκρίνισε, μάλιστα, τους λόγους που δεν επέλεξε την μετατροπή του δανείου του στο εγχώριο νόμισμα στο πλαίσιο της τροποποιητικής συμφωνίας. Όπως ο ίδιος δήλωσε η μετατροπή του δανείου του σε Ευρώ, κατά το συγκεκριμένο χρονικό σημείο θα γινόταν με βάση την τρέχουσα συναλλαγματική ισοτιμία γεγονός που θα απέβαινε εις βάρος τους. Όπως δήλωσε θα ήταν σαν να χρωστούσε 1,5 φορές το αρχικό δάνειο του.  Συνοψίζοντας κρίνω ότι η μαρτυρία του Μ.Ε 3 περιέχει όλα τα εχέγγυα αξιοπιστίας και μπορεί να αποτελέσει βάση για εξαγωγή ευρημάτων.

Αναφορικά με την Μ.Ε 4, επισημαίνεται ότι κλήθηκε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας. Στο πλαίσιο αυτό παρουσίασε πίνακα με ανάλυση της πορείας του δανείου των Εναγόντων διαπιστώνοντας υπερχρεώσεις σε τόκους, προσπαθώντας επίσης να αναδείξει την διαφορά στο οφειλόμενο ποσό που προέκυψε εξαιτίας της μεταβολής της συναλλαγματικής ισοτιμίας του Ελβετικού Φράγκου έναντι του Ευρώ.

 

Η πλευρά Εναγομένης αμφισβητεί την ίδια την ικανότητα της Μ.Ε 4 να προσφέρει μαρτυρία ως εμπειρογνώμονας, τονίζοντας το γεγονός ότι δεν κατέχει πτυχίο στη Λογιστική. Διαφωνώ με αυτή τη θέση της Εναγομένης. Όπως αναφέρθηκε στην Θεοσκέπαστη Φαρμ Λτδ ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 984  “η εμπειρογνωμοσύνη πάνω σε ένα θέμα δεν βασίζεται μόνο στα ακαδημαϊκά προσόντα, αλλά και στην πραγματική εμπειρία, που αποκτάται πάνω σ΄ αυτό”. Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι η Μ.Ε 4 κατέχει επαρκής γνώση και εμπειρία πάνω στο θέμα που κλήθηκε να καταθέσει ως εμπειρογνώμονας. Όπως η ίδια δήλωσε και δεν αμφισβητήθηκε κατέχει, μεταξύ άλλων, μεταπτυχιακό δίπλωμα ΜΒΑ και είναι επίσης πιστοποιημένη εξετάστρια απάτης ( Certified fraud examiner).  Μάλιστα διευκρίνισε ότι κατέχει γνώσεις λογιστικής καθώς ως ανέφερε και δεν αμφισβητήθηκε “...στο Certificate του Fraud Examiner το πιο μεγάλο κομμάτι αφορά το financial accounting, ως επίσης και μέρος του μεταπτυχιακού του MBA είχε accounting και economics”. Κατέχει επίσης πείρα, μεταξύ άλλων, ως ιδιωτική ερευνήτρια για θέματα οικονομικής απάτης και ως Ανώτερη Διευθύντρια σε ιδιωτικό επενδυτικό ταμείο, για θέματα ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. Στο πλαίσιο μάλιστα της επιστημονικής και πρακτικής της κατάρτισης και εμπειρίας, εξετάζει διάφορες καταστάσεις λογαριασμών σε διάφορες υποθέσεις ενώπιον Δικαστηρίων.

 

Αναφορικά με το περιεχόμενο και την ουσία της μαρτυρίας της Μ.Ε 4 παρατηρώ ότι τα στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζει τα συμπεράσματα της είναι λανθασμένα και ελλιπή.  Τα λανθασμένα στοιχεία μάλιστα που χρησιμοποιήθηκαν είναι τέτοια που καθιστούν εντελώς λανθασμένους τους υπολογισμούς της Μ.Ε 4. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η χρήση λανθασμένου επιτοκίου στον πίνακα που εκπόνησε. Η Μ.Ε 4 χρησιμοποίησε κατά την εκπόνηση του εν λόγω πίνακα επιτόκιο ίσο με Libor 6 μηνών πλέον προσαύξηση 2% ετησίως. Το επιτόκιο αυτό ήταν εκείνο που προνοούσε η αρχική δανειακή συμφωνία ημερομηνίας 12/04/2006. Η προσαύξηση όμως του επιτοκίου μεταβλήθηκε, εκ συμφώνου, σε μεταγενέστερο στάδιο και ανήλθε σε 4% ετησίως. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται ρητά στις τροποποιητικές συμφωνίες ημερομηνίας 17/05/2011 (τεκμήριο 10) και 22/06/2011 (τεκμήριο 11).  Η μεταβολή της προσαύξησης δεν μεταφέρεται όμως στον πίνακα που συνέταξε η Μ.Ε 4.

 

Περαιτέρω, κατά την εκπόνηση του πίνακα που κατέθεσε ως τεκμήριο 16 και στον οποίο στηρίζονται τα συμπεράσματα της, δεν έλαβε υπόψη δύο εκ των επίδικων τροποποιητικών συμφωνιών. Συγκεκριμένα δεν έλαβε καθόλου υπόψη τις τροποποιητικές συμφωνίες ημερομηνίας 30/06/2011 ( τεκμήριο 11) και 18/03/2013 ( τεκμήριο 12). Όπως η ίδια αναφέρει τα έγγραφα που της παραδόθηκαν περιορίζονται στα εξής: “Για σκοπούς της μελέτης, μου παρέδωσαν τη συμφωνία δανείου με ημερομηνία 06/04/06, την τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 06/05/11 και τις αναλυτικές καταστάσεις λογαριασμού από τις 06/04/06 μέχρι 31/12/22.”

 

Το γεγονός αυτό προκαλεί προβληματισμό αναφορικά με την ορθότητα των συμπερασμάτων της Μ.Ε 4. Η μηνιαία δόση των Εναγόντων μειώθηκε εξαιτίας ακριβώς αυτής της τροποποιητικής συμφωνίας ημερομηνίας 18/03/2013 η οποία ήταν και η τελευταία. Εάν η Μ.Ε 4 δεν είχε γνώση αυτής της συμφωνίας, πως είναι δυνατό να κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι Ενάγοντες ήταν: “καθ’ όλα τυπικοί στις δόσεις τους”.

 

Περαιτέρω, η μαρτυρία της Μ.Ε 4 παρουσιάζει και την εξής αντίφαση. Από την μία ισχυρίζεται ότι οι Ενάγοντες δεν παρουσίασαν ούτε μία καθυστερημένη δόση. Όπως επί λέξει αναφέρει κατά την αντεξέταση της: “Μάλιστα, αλλά, όπως έχω δει από τη μελέτη, οι δανειολήπτες δεν είχαν ούτε μίαν καθυστερημένη δόση. Οπότε, δεν μπορώ να δω τον λόγο, που υπήρχε αύξηση του επιτοκίου ή τροποποιητική συμφωνία.” Σε προηγούμενο σημείο όμως στη μαρτυρία της αναφέρει ότι το δάνειο παρουσιάζει τόκους υπερημερίας. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα: “Συνοπτικά, το δάνειο παρουσιάζει 1.611,37 ελβετικά φράγκα τόκους υπερημερίας, ποσό που θα πρέπει να αφαιρεθεί από το υπόλοιπο των καταναλωτών, καθώς η Τράπεζα δικαιούται να χρεώνει τόκους υπερημερίας μόνο αν μπορέσει να αποδείξει ότι έχει υποστεί πραγματική ζημιά.”

 

Πως είναι όμως δυνατόν να έχουν προκύψει τόκοι υπερημερίας στο επίδικο δάνειο, αν όντως οι Ενάγοντες, όπως ισχυρίζεται η Μ.Ε 4, δεν έχουν παρουσιάσει την παραμικρή καθυστέρηση στην καταβολή των δόσεων τους; Το ερώτημα δεν απαντάται όμως από την  Μ.Ε 4, καθιστώντας τα συμπεράσματα της ακροσφαλή. 

 

Η πλευρά της Εναγομένης ανέδειξε και ένα άλλο ζήτημα στο πίνακα που ετοίμασε η Μ. Ε 4 (τεκμήριο 16). Το δάνειο λήφθηκε στις 06/04/2006, ημερομηνία κατά την οποία το εγχώριο νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας ήταν η Κυπριακή Λίρα. Συνεπώς είναι λογική η θέση της Δικηγόρου της Εναγομένης ότι οι υπολογισμοί στους οποίους προβαίνει η Μ.Ε 4 ως αν το δάνειο να είχε ληφθεί σε Ευρώ από την 06/04/2006 δεν έχουν κανένα έρεισμα και δεν δίνεται επαρκής εξήγηση επί τούτου. 

 

Ενόψει των ανωτέρω θεωρώ ότι η μαρτυρία της Μ.Ε 4 και τα συμπεράσματα της είναι ακροσφαλή και δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για εξαγωγή ευρημάτων, ιδιαίτερα όσον αφορά τα ορθά υπόλοιπα του επίδικου δανείου.

 

Αναφορικά με τον Μ.Υ 1, η μαρτυρία του περιορίστηκε στo ιστορικό της συνεργασίας των διαδίκων και στην κατάθεση των σχετικών εγγράφων που περιήλθαν στην κατοχή του εξαιτίας της θέσης του ως υπάλληλος της  Εναγομένης στο υποκατάστημα που τηρείται ο επίδικος δανειακός λογαριασμός των Εναγόντων. Η μαρτυρία του στο σύνολο της ήταν υποστηριζόμενη από έγγραφα, σε κανένα σημείο δεν κλονίστηκε, είναι πλήρως πειστική και γίνεται εξ’ ολοκλήρου αποδεκτή ως αξιόπιστη.

 

Αναφορικά με την Μ.Υ 2, παρατηρώ ότι η μαρτυρία της συνάδει με την ίδια την μαρτυρία των Εναγόντων και στα ουσιώδη σημεία της δεν αμφισβητείται. Η Μ.Υ 2 ήταν η Τραπεζικός λειτουργός στην οποία απευθύνθηκαν οι Ενάγοντες το έτος 2006 για την λήψη του επίδικου δανείου. Αναφέρει ότι ενημέρωσε τους Ενάγοντες αναφορικά με τις επιλογές τους αλλά δεν παρακίνησε τους Ενάγοντες να συνάψουν την επίδικη δανειακή συμφωνία σε ξένο νόμισμα. Συμφώνησε επίσης ότι οι συμφωνίες δανείων είναι προδιατυπωμένες ενώ οι όροι αυτών δεν ήταν διαπραγματεύσιμοι, ούτε και μπορούσαν να αλλάξουν. Οι Ενάγοντες στην προκειμένη περίπτωση είχαν την επιλογή  να μην υπογράψουν. Εν ολίγοις, οι θέσεις που παρέθεσε η Μ.Υ 2 είναι σε πλήρη συμφωνία με τη μαρτυρία των Εναγόντων και δεν τελούν υπό ουσιαστική αμφισβήτηση.  Συνεπώς η μαρτυρία της γίνεται αποδεκτή ως αξιόπιστη.

 

  1. Διατύπωση  Ευρημάτων :

 

Έχοντας ως οδηγό το βάρος και το επίπεδο απόδειξης που εφαρμόζεται στην πολιτική δίκη (βλ. Μαρσέλ ν. Λαϊκής (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858), όπως επίσης και την αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, προχωρώ σε διατύπωση των ακόλουθων ευρημάτων:

 

1.    Οι Ενάγοντες 1 και 2, οι οποίοι είναι μεταξύ τους σύζυγοι, σύναψαν από κοινού συμφωνία στεγαστικού δανείου με την Εναγόμενη 2, Τράπεζα στις 12/04/2006. Ο σκοπός της συμφωνίας ήταν η αγορά κατοικίας από τους Ενάγοντες 1 και 2.

2.    Το δάνειο συνήφθη σε ξένο νόμισμα και συγκεκριμένα σε Ελβετικά Φράγκα.(CHF).

3.    Το ποσό του δανείου ανήλθε σε 173,000.00 Ελβετικά Φράγκα (CHF).

4.    Το δάνειο περιείχε, μεταξύ άλλων, τους εξής ειδικούς και γενικούς όρους ( βλέπε τεκμήριο 9 και 18):

Ειδικοί Όροι:

4.1. Το δάνειο ήταν πληρωτέο σε 179 μηνιαίες δόσεις προς CHF 995,02  η κάθε μία.  Το υπόλοιπο του δανείου ύψους CHF55,022.01 θα αποπληρωνόταν είτε με μία εφάπαξ πληρωμή στις 05/04/21 είτε κατόπιν νέου προγράμματος αποπληρωμής το οποίο θα συμφωνείτο μεταξύ των διαδίκων.

4.2. Το επιτόκιο του δανείου υπολογιζόταν ως το 6 μηνών Libor πλέον 2% προσαύξηση. Κατά την ημερομηνία υπογραφής της συμφωνίας το επιτόκιο ανερχόταν συνολικά σε 3,8% ετησίως, το οποίο συνίστατο σε Libor 6 μηνών ύψους: 1,38% ετησίως, πλέον 2,00% προσαύξηση.

4.3. Ο τόκος θα κεφαλαιοποιείτο κάθε έξι μήνες, την 30η Ιουνίου και 31 Δεκεμβρίου κάθε έτους.

Γενικοί Όροι:

4.4. Ο τόκος υπολογίζεται επί ημερήσιων χρεωστικών υπολοίπων και για τον υπολογισμό του τόκου, οι μήνες θα λογαριάζονται προς όσες μέρες έχει ο καθένας αλλά για να βρεθεί o τόκος θα λαμβάνεται σαν διαιρέτης το εμπορικό έτος που αποτελείται από 360 μέρες. 

4.5. Αν οποιοδήποτε ποσό που καθίσταται πληρωτέο δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, δεν πληρωθεί την ημερομηνία που καθίσταται πληρωτέο ( συμπεριλαμβανομένου και οποιουδήποτε ποσού καθίσταται πληρωτέο, δυνάμει της παρούσας παραγράφου), ο Πελάτης θα πληρώνει τόκο υπερημερίας από την ημερομηνία που το ποσό κατέστη πληρωτέο μέχρι την ημερομηνία εξόφλησης. Το ποσοστό του τόκου υπερημερίας θα ορίζεται από την Τράπεζα και θα κοινοποιείται στον πελάτη και θα είναι ποσοστό ετησίως πέραν του ποσοστού επιτοκίου που κανονικά θα πληρώνεται και θα χρεώνεται.

4.6. Όλες οι πιο πάνω χρεώσεις ( συμπεριλαμβανομένου και του τόκου υπερημερίας) θα κεφαλαιοποιούνται, αν δεν πληρωθούν, σύμφωνα με την συνήθη πρακτική της Τράπεζας από καιρού εις καιρό που τώρα είναι έξι μήνες, και θα ισχύουν πριν και μετά οποιαδήποτε απαίτηση και/ή δικαστική απόφαση.

4.7. Η Εναγόμενη Τράπεζα δικαιούται να μεταβάλλει (είτε να αυξάνει είτε να μειώνει) κατά την κρίση της και οποτεδήποτε, μέσα στα πλαίσια της Νομοθεσίας, των νομισματικών και πιστωτικών κανόνων που ισχύουν κάθε φορά, των συνθηκών της αγοράς και της αξίας του χρήματος, το Βασικό Επιτόκιο, τις προσαυξήσεις, τον Τόκο Υπερημερίας, τις προμήθειες και/ή Τραπεζικά δικαιώματα ( και/ή  να επιβαρύνει το λογαριασμό με ποσοστά προμήθειας και/ή τραπεζικά (ledger) και/ή άλλα δικαιώματα κατά τη κρίση της αν η συμφωνία αυτή δεν προνοεί τέτοιες επιβαρύνσεις) και η αλλαγή και η επιβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον πελάτη, που θα λαμβάνει γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή ειδοποίηση με τον προσφορότερο κατά την κρίση της Τράπεζας τρόπο και θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή ειδοποίηση.  

5.    Μετά την υπογραφή της επίδικης δανειακής σύμβασης και συγκεκριμένα στις 13/06/2006 η Κεντρική Τράπεζα με ανακοίνωση της ενημέρωσε το κοινό αναφορικά με τους κινδύνους που συνεπάγεται ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα. ( βλέπε τεκμήριο 5)

6.    Ακολούθως, στις 11/10/2006 η Κεντρική Τράπεζα Κύπρου με εγκύκλιο της ενημέρωσε τις Τράπεζας ότι προτού παραχωρούν δάνεια σε ξένο νόμισμα θα πρέπει να ενημερώνουν λεπτομερώς τους πελάτες τους για το συναλλαγματικό και επιτοκιακό κίνδυνο που εμπερικλείει ο δανεισμός σε ξένο νόμισμα, παραθέτοντας μάλιστα και αριθμητικά παραδείγματα. Ακολούθως, οι δανειζόμενοι, οι οποίοι παρά την εν λόγω ενημέρωση εξακολουθούν να επιθυμούν να προχωρήσουν σε δανεισμό σε ξένο νόμισμα θα πρέπει να υπογράφουν σχετική τυποποιημένη δήλωση, ότι ουσιαστικά ο εν λόγω δανεισμός σε ξένο νόμισμα γίνεται αφού έχουν ενημερωθεί για τους κινδύνους που αυτός εμπερικλείει. ( βλέπε τεκμήριο 4)

7.    Στην προκειμένη περίπτωση οι Ενάγοντες 1 και 2 δεν ενημερώθηκαν από την Εναγόμενη για τον συναλλαγματικό κίνδυνο που εμπερικλείει η δανειοδότηση σε ξένο νόμισμα πριν υπογράψουν την επίδικη συμφωνία δανείου.

8.    Στις 09/04/2009 η Εναγόμενη δημοσίευσε στον ημερήσιο τύπο ότι προτίθεται από 09/05/2009 να αυξήσει κατά 2% το περιθώριο όλων των δανείων, που ήταν συνδεδεμένα με το Euribor/Libor.

9.    Στις 17/05/2011 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων όπως ανασταλούν οι δόσεις του δανείου για τους μήνες Ιούνιο και Ιούλιο 2011 με αποτέλεσμα να διαφοροποιηθεί το πρόγραμμα αποπληρωμής του δανείου σε 116 μηνιαίες δόσεις προς CHF1.120,98 η κάθε μία και 1 εφάπαξ δόση ύψους CHF 62.615,19 πληρωτέα στις 05/04/2021. Το δάνειο συμφωνήθηκε όπως συνεχίσει να χρεώνεται με επιτόκιο ίσο με έξι μηνών Libor, το οποίο τη δεδομένη στιγμή ανερχόταν σε 0,26% ετησίως, προσαυξημένο κατά 4%. (βλέπε τεκμήρια 10 και 19)

10. Στις 22/06/2011 συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων όπως τροποποιηθούν οι εξασφαλίσεις του επίδικου δανείου, με την εγγραφή Α’ υποθήκης στο Διαμέρισμα 201 στη Πολυκατοικία [ ] 2, προς όφελος της Εναγομένης για το ποσό των €140,000, ταυτόχρονα με τη μεταβίβαση του στο όνομα των Εναγόντων. Επίσης με την υποθήκευση του ακινήτου προς όφελος της Εναγομένης να ακυρωθεί η βεβαίωση ημερομηνίας 11/04/2016, η εγγύηση της εργοληπτικής εταιρείας και η εκχώρηση των δικαιωμάτων επί του πωλητηρίου εγγράφου μεταξύ των Εναγόντων και της εργοληπτικής Εταιρείας. ( βλέπε τεκμήρια 11 και 20)

11. Στις 30/06/2011 το Διαμέρισμα 201 στη Πολυκατοικία [ ] 2, ενεγράφη στα ονόματα των Εναγόντων (κατά ½ μερίδιο στον καθένα) και ακολούθως ενεγράφη η πιο πάνω υποθήκη προς όφελος της Εναγομένης, με αριθμό Υ3227/2011 στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας. ( βλέπε δέσμη τεκμηρίου 25)

12. Στις 18/03/2013 συμφωνήθηκε όπως μειωθεί το ποσό της μηνιαίας δόσης και  τροποποιηθεί το πρόγραμμα αποπληρωμής του δανείου σε 253 μηνιαίες δόσεις προς CHF797,01 η κάθε μία αρχής γενομένης την 05/03/2013 και μία τελευταία δόση προς CHF771,65 στις 05/04/2034, ημερομηνία τελικής εξόφλησης του δανείου. ( βλέπε τεκμήρια 12 και 21)

13. Όλοι όροι των επίδικων συμβάσεων ήταν προδιατυπωμένοι από την Εναγόμενη και κανένας εξ’ αυτών δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης από τους Ενάγοντες.

14. Οι Ενάγοντες καταβάλλουν μέχρι και σήμερα κανονικά τις δόσεις τους και δεν παρουσιάζουν οποιεσδήποτε καθυστερήσεις.

15. Οι Ενάγοντες καταβάλλουν τις δόσεις του δανείου στο εγχώριο νόμισμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Δηλαδή οι δόσεις  αρχικά καταβάλλονταν σε Λίρες Κύπρου και από 01/01/2008 σε Ευρώ. Το ποσό της δόσης κατατίθετο σε λογαριασμό με νόμισμα το Ευρώ. Βάσει πάγιας εντολής αυτό μετατρέπεται σε Ελβετικά Φράγκα σύμφωνα με την τρέχουσα ισοτιμία συναλλάγματος της ημέρας και κατατίθεται στο λογαριασμό δανείου ο οποίος διατηρείται σε Ελβετικά Φράγκα.

16. Η συναλλαγματική ισοτιμία του εγχώριου νομίσματος έναντι του Ελβετικού Φράγκου έχει μεταβληθεί από την ημερομηνία σύναψης του δανείου με τρόπο δυσμενή για τους Ενάγοντες. ( βλέπε τεκμήριο 8)

17. Οι Εναγόμενοι χρησιμοποιούσαν ως διαιρέτη για τον υπολογισμό του τόκου τις 360 ημέρες μέχρι το έτος 2015. Από το 2016 και μετά κατόπιν αλλαγής της Νομοθεσίας, ο διαιρέτης του τόκου που χρησιμοποιήθηκε ήταν οι 365 μέρες για τους κανονικούς χρόνους και οι 366 μέρες για τους δίσεκτους χρόνους.

 

  1. Νομική πτυχή

 

Το νομικό ζήτημα που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει στην παρούσα υπόθεση είναι το κατά πόσο συνιστούν καταχρηστικές ρήτρες οι ακόλουθοι συμβατικοί όροι της επίδικης σύμβασης:

 

Α) Η λήψη του δανείου σε Ελβετικά Φράγκα και με όρο όπως αποπληρωθεί στο ίδιο ξένο νόμισμα, χωρίς προηγουμένως να επεξηγηθεί ο συναλλαγματικός κίνδυνος στους Ενάγοντες.

 

Β) Ο Γενικός όρος 3 της επίδικης σύμβασης που δίνει το δικαίωμα στην Εναγόμενη Τράπεζα για μονομερή μεταβολή της προσαύξησης του επιτοκίου του δανείου όπως επίσης και  ο ειδικός όρος 5 ο οποίος καθορίζει το Βασικό Επιτόκιο της συμφωνίας βάσει του δείκτη Libor/Euribor. 

 

Γ) Ο Γενικός όρος 2 της επίδικης σύμβασης βάσει του οποίου ο τόκος υπολογίζεται με διαιρέτη τις 360 ημέρες ετησίως αντί τις 365 ή τις 366 κατά τα δίσεκτα έτη.

 

Δ) Ο Γενικός όρος 2 της επίδικης σύμβασης που δίνει δικαίωμα στην Εναγόμενη Τράπεζα για μονομερή καθορισμό του τόκου υπερημερίας και κεφαλαιοποίηση των χρεώσεων δύο φορές το χρόνο.

Κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης σύμβασης αλλά και κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας αγωγής, βρισκόταν σε ισχύ ο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος Ν. 93(Ι)/96. Ο εν λόγω Νόμος θεσπίστηκε στο πλαίσιο συμμόρφωσης της Κυπριακής Δημοκρατίας με την Οδηγία 93/13/ΕΟΚ του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Δεν διαλανθάνει την προσοχή μου ότι ο πιο πάνω Νόμος (Ν. 93(Ι)/96) καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμο Ν.112(Ι)/2021. Εντούτοις, ο Ν. 112(Ι)/21 τέθηκε σε ισχύ μεταγενέστερα της ημερομηνίας καταχώρησης της παρούσας αγωγής, συνεπώς κρίνω ότι δεν τυγχάνει εφαρμογής στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Όπως εξάλλου έχει νομολογηθεί το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού διαβήματος (βλέπε σχετικά Δημητρίου v. Δημητρίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 834, Όμηρος Χριστοδουλίδης ν. Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 636).

 

Α. Αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής του Ν. 93(Ι)/96

 

Το πεδίο εφαρμογής του Ν. 93(Ι)/96 καθορίζεται από το άρθρο 3 του εν λόγω Νόμου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 3 (1) του Ν. 93(Ι)/96  η συγκεκριμένη νομοθεσία εφαρμόζεται σε κάθε ρήτρα σύμβασης μεταξύ πωλητή ή προμηθευτή και καταναλωτή, η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης[1].

 

Ωστόσο, το άρθρο 3(2) του Ν. 93(Ι)/16 ( αντίστοιχο άρθρο 4(2) της Οδηγίας 93/13) εισάγει εξαίρεση από το πεδίο εφαρμογής του, ειδικά για ρήτρες που αφορούν α) “ τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης” ή β) “την αντιπροσωπευτικότητα της τιμής ή του ανταλλάγματος για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που πωλήθηκαν ή παρασχέθηκαν”, υπό την προϋπόθεση ότι οι ρήτρες αυτές είναι διατυπωμένες κατά τρόπο “σαφή και κατανοητό”[2]

 

Στην υπόθεση Kásler and Káslerné Rábai, C-26/13 ημερομηνίας 30/04/2014, παράγραφος 42 αναφέρθηκε το εξής: “...δεδομένου ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 εισάγει εξαίρεση στον μηχανισμό ελέγχου ουσίας των καταχρηστικών ρητρών, όπως ο προβλεπόμενος στο πλαίσιο του συστήματος προστασίας των καταναλωτών που καθιερώνει η συγκεκριμένη οδηγία, η διάταξη αυτή πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικώς.”

 

Στην υπόθεση Andriciuc v Banca Românească (C-186/16) ημερομηνίας 20/09/2017 κρίθηκε ότι εμπίπτει στην έννοια του “κύριου αντικειμένου της σύμβασης” ρήτρα σε σύμβαση δανείου συνομολογηθείσα σε ξένο νόμισμα μεταξύ επαγγελματία και καταναλωτή, χωρίς να έχει αποτελέσει αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης και κατά την οποία το δάνειο πρέπει να εξοφληθεί στο ίδιο νόμισμα με εκείνο στο οποίο συνομολογήθηκε. Όπως επί λέξει αναφέρθηκε: “... το γεγονός ότι ένα δάνειο πρέπει να εξοφληθεί σε συγκεκριμένο νόμισμα δεν αποτελεί, κατ’ αρχήν, παρεπόμενο όρο καταβολής, αλλά αφορά καθεαυτή τη φύση της υποχρεώσεως του οφειλέτη, οπότε συνιστά ουσιώδες στοιχείο της συμβάσεως δανείου.”[3] Συνεπώς κρίθηκε ότι “...η εν λόγω ρήτρα δεν μπορεί να θεωρηθεί καταχρηστική, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό.”[4]

 

Αναφορικά με το πότε ικανοποιείται η απαίτηση περί σαφούς και κατανοητής διατυπώσεως της συμβατικής ρήτρας το ΔΕΕ έχει δώσει σαφή καθοδήγηση και μάλιστα ειδικά όσον αφορά δάνεια συνομολογηθέντα σε ξένο νόμισμα. Ιδιαίτερα διαφωτιστική επί του προκειμένου είναι η απόφαση Andriciuc v Banca Românească (C-186/16) ημερομηνίας 20/09/2017 (παράγραφοι 49 - 51) σχετικό απόσπασμα της οποίας παραθέτω επί λέξει :

 

“Εν προκειμένω, όσον αφορά δάνεια συνομολογηθέντα σε ξένο νόμισμα όπως τα επίμαχα στην υπόθεση της κύριας δίκης, πρέπει να υπογραμμισθεί, όπως υπενθύμισε εξάλλου και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Συστημικού Κινδύνου στη σύστασή του CERS/2011/1, της 21ης Σεπτεμβρίου 2011, σχετικά με τον δανεισμό σε ξένο νόμισμα (ΕΕ 2011, C 342, σ. 1), ότι τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα πρέπει να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις, ήτοι πληροφόρηση που πρέπει να περιλαμβάνει κατ’ ελάχιστον τις επιπτώσεις που θα είχε στις δόσεις του δανείου μια σοβαρή υποτίμηση του νόμιμου χρήματος του κράτους μέλους κατοικίας του δανειολήπτη και τυχόν αύξηση του επιτοκίου του ξένου νομίσματος (Σύσταση Α – Ενημέρωση των δανειοληπτών ως προς τους κινδύνους, σημείο 1).

 

Άρα, όπως επισήμανε και ο γενικός εισαγγελέας στα σημεία 66 και 67 των προτάσεών του, αφενός, ο καταναλωτής πρέπει να ενημερωθεί με σαφήνεια για το ότι, συνάπτοντας σύμβαση δανείου σε ξένο νόμισμα, εκτίθεται σε ορισμένο συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο ενδέχεται να δυσκολευτεί να αντεπεξέλθει οικονομικά σε περίπτωση υποτιμήσεως του νομίσματος στο οποίο εισπράττει τα εισοδήματά του. Αφετέρου, ο επαγγελματίας, εν προκειμένω η τράπεζα, πρέπει να εκθέτει τις δυνητικές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και τους κινδύνους που ενέχει η σύναψη δανείου σε ξένο νόμισμα, ιδίως στην περίπτωση που ο δανειολήπτης καταναλωτής δεν εισπράττει τα εισοδήματά του στο εν λόγω ξένο νόμισμα. Επομένως, στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να διερευνήσει εάν ο επαγγελματίας παρέσχε στους καταναλωτές κάθε αναγκαία πληροφορία ώστε να έχουν τη δυνατότητα να αξιολογήσουν τις οικονομικές συνέπειες μιας ρήτρας, όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης, στις οικονομικές τους υποχρεώσεις.

 

Κατόπιν των ανωτέρω, στο δεύτερο ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι το άρθρο 4, παράγραφος 2, της οδηγίας 93/13 έχει την έννοια ότι η απαίτηση μια συμβατική ρήτρα να είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό επιτάσσει, στις περιπτώσεις συμβάσεων δανείου, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να παρέχουν στους δανειολήπτες επαρκή πληροφόρηση ώστε αυτοί να είναι σε θέση να λαμβάνουν συνετές και εμπεριστατωμένες αποφάσεις. Συναφώς, η απαίτηση αυτή συνεπάγεται ότι ρήτρα βάσει της οποίας η εξόφληση του δανείου πρέπει να γίνει στο ίδιο ξένο νόμισμα με εκείνο στο οποίο αυτό συνομολογήθηκε πρέπει να γίνεται κατανοητή από τον καταναλωτή τόσο από τυπικής και γραμματικής απόψεως όσο και ως προς το συγκεκριμένο αποτέλεσμά της, υπό την έννοια ότι ο μέσος καταναλωτής, ο οποίος έχει τη συνήθη πληροφόρηση και είναι ευλόγως επιμελής και ενημερωμένος, δύναται όχι μόνο να γνωρίζει το ενδεχόμενο ανατιμήσεως ή υποτιμήσεως του ξένου νομίσματος στο οποίο έχει συναφθεί το δάνειο, αλλά επίσης να αξιολογεί τις δυνητικά σημαντικές οικονομικές συνέπειες μιας τέτοιας ρήτρας στις οικονομικές του υποχρεώσεις. Στο εθνικό δικαστήριο εναπόκειται να προβεί στους αναγκαίους σχετικούς ελέγχους.”

 

Σε αυτό το σημείο κρίνω σκόπιμο να επισημάνω ότι η διαπίστωση ότι η επίδικη συμβατική ρήτρα δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο “σαφή και κατανοητό”, δεν οδηγεί δίχως άλλο σε κρίση ότι η συγκεκριμένη ρήτρα είναι καταχρηστική. Αντιθέτως, η διαπίστωση αυτή έχει ως αποτέλεσμα να καταστήσει εφικτό τον ουσιαστικό έλεγχο περί καταχρηστικότητας της συγκεκριμένης ρήτρας,  ο οποίος υπό διαφορετικές συνθήκες δεν θα επιτρεπόταν εξαιτίας της εξαίρεσης που θεσπίζει το άρθρο  3(2) του Ν. 93/96.  Παραπέμπω ενδεικτικά στην Zsuzsanna Dunai v ERSTE Bank Hungary Zrt - C-118/17, ημερομηνίας 14/03/2019, όπου το ΔΕΕ αναφέρει το εξής:

 

“Τρίτον, αν το αιτούν δικαστήριο κρίνει ότι η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης ρήτρα συναλλαγματικού κινδύνου δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό κατά την έννοια του εν λόγω άρθρου 4, παράγραφος 2, οφείλει να εξετάσει τον καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας αυτής και, ειδικότερα, να ερευνήσει αν η ρήτρα αυτή δημιουργεί, παρά την απαίτηση καλής πίστεως, σημαντική ανισορροπία μεταξύ των δικαιωμάτων και των υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών εις βάρος του ενδιαφερόμενου καταναλωτή (πρβλ. απόφαση της 26ης Ιανουαρίου 2017, Banco Primus, C-421/14, EU:C:2017:60, σκέψη 64).”

Β. Αναφορικά με τον ουσιαστικό έλεγχο συμβατικής ρήτρας για καταχρηστικότητα:

 

Το πότε μία συμβατική ρήτρα θεωρείται καταχρηστική καθορίζεται στο άρθρο 5(1) του Ν.93(Ι)/2003. Ως αναφέρεται στο εν λόγω άρθρο, καταχρηστική ρήτρα θεωρείται αυτή που παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση[5]. Επίσης, η αξιολόγηση του καταχρηστικού χαρακτήρα της σύμβασης γίνεται στη βάση των κριτηρίων που παρατίθενται στις παραγράφους 2 και 3 του άρθρου 5 του Ν. 93(Ι)/96[6].

 

Όπως έχει αναφερθεί στην Andriciuc v Banca Românească (C-186/16) ημερομηνίας 20/09/2017 “…η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα συμβατικής ρήτρας πρέπει να γίνεται με βάση τον χρόνο συνάψεως της επίμαχης συμβάσεως, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων τις οποίες μπορούσε να γνωρίζει ο επαγγελματίας κατά τον χρόνο αυτόν και οι οποίες μπορούσαν να επηρεάσουν τη μεταγενέστερη εκτέλεση της εν λόγω συμβάσεως. Στο αιτούν δικαστήριο εναπόκειται να αξιολογήσει, λαμβανομένου υπόψη του συνόλου των περιστάσεων της υποθέσεως της κύριας δίκης, και ιδίως λαμβανομένων υπόψη της εξειδικεύσεως και των γνώσεων του επαγγελματία, εν προκειμένω της τράπεζας, σχετικά με τις πιθανές διακυμάνσεις των συναλλαγματικών ισοτιμιών και των εγγενών κινδύνων της συνομολογήσεως δανείου σε ξένο νόμισμα, την ύπαρξη ενδεχόμενης σημαντικής ανισορροπίας, υπό την έννοια της ανωτέρω διατάξεως.”

 

Επισημαίνεται επίσης ότι στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Frakapor Courier Ltd πρώην Frakapor Courrier Ltd και Άλλος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1487, διευκρινίστηκε ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να κριθεί μια συμβατική ρήτρα ως καταχρηστική είναι η κατάρριψη της ύπαρξης καλής πίστης από πλευράς πωλητή/ προμηθευτή.

 

  VI.        Εξέταση των θέσεων των Εναγόντων.

 

Α. Αναφορικά με το αν η λήψη του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα και με όρο όπως αποπληρωθεί στο ίδιο ξένο νόμισμα με το οποίο συνομολογήθηκε  συνιστά καταχρηστική ρήτρα σύμφωνα με τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε καταναλωτικές συμβάσεις Νόμο Ν. 93(Ι)/96

 

Ενόψει των ανωτέρω προχωρώ σε υπαγωγή των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης στην Νομική πτυχή, προκειμένου να εξεταστεί το βάσιμο των αιτιάσεων των Εναγόντων.  

 

Αρχικά διαπιστώνω ότι η επίδικη σύμβαση εμπίπτει κατ’αρχήν στο πεδίο εφαρμογής του Ν. 93(Ι)/96 καθότι συντρέχουν όλες οι προϋποθέσεις που ορίζει το άρθρο 3(1) του Ν. 93(Ι)/96. Συγκεκριμένα, παρατηρώ ότι η Εναγόμενη Τράπεζα κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας στεγαστικού δανείου ενεργούσε ως επαγγελματίας στο πλαίσιο της επιχειρηματικής της δραστηριότητας, ενώ οι Ενάγοντες, σύζυγοι μεταξύ τους, ενεργούσαν ως καταναλωτές, δηλαδή για σκοπούς οι οποίοι είναι άσχετοι με την άσκηση της επαγγελματικής τους δραστηριότητας. Επί της ουσίας, ο σκοπός των Εναγόντων ήταν η εξασφάλιση δανείου για αγορά κατοικίας, προκειμένου να στεγάσουν την οικογένεια τους. Όπως επίσης προκύπτει από την αξιόπιστη μαρτυρία (βλέπε ευρήματα ανωτέρω), όλοι οι όροι της επίδικης σύμβασης (όπως επίσης και των τροποποιητικών συμφωνιών που ακολούθησαν) ήταν προδιατυπωμένοι και κανένας εξ’ αυτών δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης από τους Ενάγοντες.

 

Αναφορικά με το κατά πόσο η επίδικη συμβατική ρήτρα μπορεί να θεωρηθεί ότι αφορά το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, με τους περιορισμούς που αυτό συνεπάγεται για τον έλεγχο της καταχρηστικότητας της σύμφωνα με το άρθρο 3 (2) του Ν. 93(Ι)/96 (άρθρο 4(2) της Οδηγίας 93/13/ΕΟΚ), παρατηρώ τα εξής :

 

Σύμφωνα με την επίδικη σύμβαση οι Ενάγοντες έλαβαν δάνειο ύψους CHF173.000,00. Η αποπληρωμή του δανείου όφειλε να γίνει στο ίδιο ξένο νόμισμα, ήτοι σε Ελβετικά Φράγκα. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την αρχική συμφωνία (ημερομηνίας 12/04/2006) η αποπληρωμή του δανείου έπρεπε να γίνει με 179 μηνιαίες δόσεις προς CHF 995,02 η κάθε μία και μία τελευταία δόση ύψους CHF55.022,01. Αργότερα, με την τροποποιητική συμφωνία (ημερομηνίας 18/03/2013) το πρόγραμμα αποπληρωμής του δανείου άλλαξε, ωστόσο η υποχρέωση καταβολής των δόσεων σε Ελβετικά Φράγκα παρέμεινε. Όπως ακριβώς κρίθηκε στην  Andriciuc v Banca Românească C-186/16 (ανωτέρω)  ο όρος εξόφλησης του δανείου σε συγκεκριμένο νόμισμα αποτελεί ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης.  Συνεπώς η σχετική ρήτρα στην επίδικη σύμβαση, η οποία απαιτεί από τους Ενάγοντες την πληρωμή των δόσεων του δανείου τους σε Ελβετικά Φράγκα, κρίνω ότι αποτελεί ουσιώδη ρήτρα, η οποία καθορίζει το κύριο αντικείμενο της επίδικης σύμβασης σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του Ν. 93(Ι)/96.

 

Όπως έχει επισημανθεί ανωτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του Ν. 93(Ι)/96 ο έλεγχος της καταχρηστικότητας συμβατικής ρήτρας που καθορίζει το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, επιτρέπεται μόνο όταν η συγκεκριμένη ρήτρα δεν είναι διατυπωμένη κατά τρόπο «σαφή και κατανοητό». Στην προκειμένη περίπτωση, η επίδικη ρήτρα θα καθίστατο σαφής και κατανοητή εάν η Εναγόμενη πληροφορούσε επαρκώς τους Ενάγοντες, πριν την υπογραφή της επίδικης αρχικής συμφωνίας, αναφορικά με το συναλλαγματικό κίνδυνο στον οποίο εκτίθενται εξαιτίας ακριβώς της σύναψης του επίδικου δανείου σε ξένο νόμισμα. H Εναγόμενη όφειλε να πληροφορήσει τους Ενάγοντες, με τρόπο κατανοητό στο μέσο δανειολήπτη, για τις οικονομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν για τους ιδίους μία τυχόν υποτίμηση του εγχώριου νομίσματος, έναντι του νομίσματος στο οποίο έπρεπε να αποπληρώνονται οι δόσεις του δανείου τους.

 

Η Εναγόμενη δεν προέβη σε καμία ενημέρωση στους Ενάγοντες. Όπως αναφέρθηκε από τους ίδιους τους μάρτυρες υπεράσπισης, κατά τη στιγμή της υπογραφής της επίδικης αρχικής συμφωνίας, δεν υπήρχε κάποια οδηγία από την Κεντρική Τράπεζα που να υποχρέωνε την Εναγόμενη να προβεί στην εν λόγω ενημέρωση. Η σχετική μάλιστα οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας, προς το σκοπό αυτό εκδόθηκε περί τους 6 μήνες αργότερα, δηλαδή στις 11/10/2006 ( βλέπε τεκμήριο 4).  Συνεπώς, αποτελεί διαπίστωση μου ότι η εν λόγω συμβατική ρήτρα δεν είναι διατυπωμένη με τέτοιο τρόπο ώστε να είναι σαφής και κατανοητή από το μέσο δανειολήπτη αλλά και από τους ίδιους τους Ενάγοντες. Κατ’ επέκταση χωρεί ουσιαστικός έλεγχος της επίδικης ρήτρας για καταχρηστικότητα αν και αυτή αφορά το κύριο αντικείμενο της σύμβασης, σύμφωνα με το άρθρο 3(2) του Ν. 93(Ι)/96.

 

Ενόψει των ανωτέρω προχωρώ σε ουσιαστική εξέταση περί καταχρηστικότητας της επίδικης συμβατικής ρήτρας. Σύμφωνα, λοιπόν με το άρθρο 5(1) του Ν. 93(Ι)/96 καταχρηστική ρήτρα είναι αυτή που: α) Παρά την απαίτηση καλής πίστης, β) δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση.

 

Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί όντως γεγονός ότι δεν επεξηγήθηκε στους Ενάγοντες από την Εναγόμενη ο εγγενής συναλλαγματικός κίνδυνος της επίδικης δανειακής σύμβασης. Η παράλειψη όμως αυτή από πλευράς Εναγόμενης, παρά το γεγονός ότι λαμβάνεται υπόψη, δεν οδηγεί απαρέγκλιτα σε κρίση περί καταχρηστικότητας της επίδικης ρήτρας. Όλες οι περιστάσεις της υπόθεσης πρέπει να ληφθούν υπόψη και να αξιολογηθούν (βλέπε επίσης άρθρα 5 (2) και 5(3) του Ν. 93(Ι)/96).

 

Σημαντικό στοιχείο αποτελεί το γεγονός ότι η Εναγόμενη δεν φαίνεται στην παρούσα περίπτωση να ενήργησε κατά παράβαση κάποιας πάγιας πρακτικής σχετικά με το δίκαιο χειρισμό δανειοληπτών σε ξένο νόμισμα. Όπως προκύπτει από την ενώπιον μου μαρτυρία, η θεσμική καθοδήγηση που υπήρξε από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα Κύπρου αναφορικά με το δίκαιο τρόπο χειρισμού δανειοληπτών σε ξένο νόμισμα από τα Τραπεζικά Ιδρύματα, ήταν μεταγενέστερη της σύναψης της επίδικης σύμβασης. Συγκεκριμένα ακολούθησε 6 μήνες μετά τη σύναψη της επίδικης σύμβασης, στις 11/10/2006 ( βλέπε τεκμήριο 4).

 

Περαιτέρω, αποτελεί διαπίστωση μου ότι οι Ενάγοντες δεν δέχτηκαν την οποιαδήποτε πίεση ή αθέμιτη παρότρυνση από την Εναγόμενη για σύναψη της επίδικης συμφωνίας σε ξένο νόμισμα. Τουναντίον, οι ίδιοι οι Ενάγοντες προτίμησαν και επέλεξαν το συγκεκριμένο δανεισμό, καθότι, κατά το χρόνο σύναψης της επίδικης συμφωνίας, ο δανεισμός σε Ελβετικά Φράγκα έφερε χαμηλότερο επιτόκιο σε σχέση με δανεισμό στο εγχώριο νόμισμα.

 

Δεν έχει τεθεί επίσης ενώπιον μου μαρτυρία που να δείχνει την οποιαδήποτε σκοπιμότητα ή κακοπιστία από πλευράς Εναγομένης.  Αντιθέτως, η συμπεριφορά της Εναγομένης ακόμα και μετά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας δείχνει ακριβώς το αντίθετο.  Ενδεικτικό είναι  εξάλλου το αναντίλεκτο γεγονός ότι η Εναγομένη ενημέρωσε από το έτος 2013 τους Ενάγοντες ότι μπορούν όταν το θελήσουν να προβούν σε μετατροπή του νομίσματος της δανειακής τους σύμβασης από Ελβετικό Φράγκο σε Ευρώ, προκειμένου να εξαλείψουν το συναλλαγματικό ρίσκο που τη διέπει. Η επίδικη σύμβαση δεν προνοεί αυτό το δικαίωμα για τους Ενάγοντες, γεγονός που κατά τη γνώμη μου αναδεικνύει τη διάθεση καλόπιστης συνεργασίας από μέρους της Εναγομένης. Οι Ενάγοντες αρνήθηκαν την εν λόγω πρόταση καθ’ ότι η μετατροπή του νομίσματος θα γινόταν με βάση την ισοτιμία συναλλάγματος που θα ίσχυε τη στιγμή της μετατροπής, πράγμα που κατά τη γνώμη τους δεν τους συνέφερε. Οι Ενάγοντες επέλεξαν να προβούν σε τροποποίηση του προγράμματος αποπληρωμής του δανείου τους, μειώνοντας τη δόση και επεκτείνοντας τη διάρκεια αποπληρωμής του.

 

Επαναλαμβάνω ότι προϋπόθεση για την κρίση ενός όρου ως καταχρηστικού, είναι κατάρριψη της ύπαρξης καλής πίστης από πλευράς Εναγομένης ( βλέπε Frakapor Courier Ltd πρώην Frakapor Courrier Ltd και Άλλος ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 1487). Στην προκειμένη περίπτωση και για τους λόγους που παράθεσα ανωτέρω, κρίνω ότι δεν έχει στοιχειοθετηθεί ότι η Εναγόμενη ενήργησε κατά παράβαση της αρχής της καλής πίστης απέναντι στους Ενάγοντες. Συνεπώς, κρίνω ότι η επίδικη συμβατική ρήτρα δεν μπορεί να κριθεί ως καταχρηστική δυνάμει του άρθρου 5(1) του Ν. 93/96.

 

Β. Αναφορικά με το κατά πόσο το συμβατικό δικαίωμα της Εναγόμενης Τράπεζας για μονομερή μεταβολή της προσαύξησης του επιτοκίου  και η ασάφεια αναφορικά με το Βασικό επιτόκιο συνιστά καταχρηστική ρήτρα.  

 

Σύμφωνα με τον Γενικό όρο 3 της αρχικής συμφωνίας δανείου ημερομηνίας 12/04/2006, η Εναγόμενη Τράπεζα είχε μονομερές δικαίωμα μεταβολής, μεταξύ άλλων, της προσαύξησης του επιτοκίου. Αποτελεί γεγονός ότι η Εναγόμενη Τράπεζα άσκησε το δικαίωμα της αυτό μία φορά, με αποτέλεσμα από τις 09/05/2009 να αυξήσει μονομερώς την προσαύξηση του επιτοκίου της επίδικης αρχικής συμφωνίας από 2% σε 4%.

 

Οι Ενάγοντες στο πλαίσιο των τροποποιητικών συμφωνιών ημερομηνίας 18/05/2011 και 30/06/2011 αποδέχτηκαν τόσο τη προηγηθείσα αύξηση του περιθωρίου όσο και το υπόλοιπο που παρουσίαζε ο λογαριασμός τους κατά την συγκεκριμένη ημερομηνία. Εν ολίγοις, η μονομερής μεταβολή του επιτοκίου, κατέστη συμφωνηθείσα. Όπως επί λέξει συμφωνήθηκε στην τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 18/05/2011:

 

“ Στεγαστικό Δάνειο αρ. [ ] που χορηγήθηκε στις 12/04/2006 για το αρχικό ποσό των CHF173.000 και παρουσιάζει σημερινό υπόλοιπο CHF142.593,72 πλέον τόκοι.”

 

“Το δάνειο θα εξακολουθήσει να χρεώνεται με τόκο προς ποσοστό επιτοκίου έξι μηνών Libor προσαυξημένο κατά 4,00%. Κατά την υπογραφή της παρούσας το επιτόκιο ανέρχεται σε Libor 0,26% ετησίως, Προσαύξηση 4,00% ετησίως. Σύνολο τόκου 4,2% ετησίως.”

 

Οι πιο πάνω όροι της τροποποιητικής συμφωνίας τέθηκαν κατά τρόπο ρητό και σαφή, οι Ενάγοντες τους αποδέχτηκαν και καμία ασάφεια δεν υπάρχει στο περιεχόμενο τους. Επισημαίνεται ότι η προσαύξηση του επιτοκίου του επίδικου λογαριασμού δεν τροποποιήθηκε έκτοτε. Μάλιστα με την τροποποίηση που επέφερε ο Ν. 141(1)/2014 στον Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999, πλέον δεν επιτρέπεται η μονομερής προσαύξηση του επιτοκίου. Επομένως η επίδικη συμβατική ρήτρα, στην έκταση που παρέχει μονομερές δικαίωμα στους Ενάγοντες για  αύξηση του περιθωρίου του επιτοκίου κατέστη ουσιαστικά πλέον ανεφάρμοστη  ( βλέπε άρθρο 3Α(1) Ν. 160(Ι)/99).

 

Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ αλυσιτελή τον έλεγχο καταχρηστικότητας του συγκεκριμένου όρου ( Γενικός όρος 3 της συμφωνίας ημερομηνίας 12/04/2006) σύμφωνα με το Ν. 93(Ι)/96.

 

Περαιτέρω οι Ενάγοντες εγείρουν ζήτημα ασάφειας αναφορικά με το εφαρμοστέο Βασικό επιτόκιο καθ ’ότι στον ειδικό όρο 5 της αρχικής συμφωνίας ημερομηνίας 06/04/2006, γίνεται αναφορά τόσο σε Libor όσο και σε Euribor χωρίς να διευκρινίζεται ποιο από τα δύο θα ισχύει. Το ζήτημα θεωρώ ότι επίσης κατέστη άνευ αντικειμένου αφού με την τροποποιητική συμφωνία που ακολούθησε στις 17/05/2011, πλέον διευκρινίζεται ρητά ότι το Βασικό επιτόκιο θα βασίζεται στο 6 μηνών Libor. Η Μ.Υ 2 επίσης ξεκαθάρισε με τη μαρτυρία της ότι για τα δάνεια σε Ελβετικό Φράγκο, όπως το επίδικο, το Βασικό επιτόκιο καθοριζόταν με βάση το δείκτη Libor ενώ αν ήταν σε Ευρώ με βάση το δείκτη Euribor. Η σχετική αναφορά της Μ.Υ 2 γίνεται αποδεκτή. Συνεπώς δεν θεωρώ ότι έχει οποιοδήποτε έρεισμα η σχετική αξίωση των Εναγόντων. 

 

Γ. Αναφορικά με το αν ο Γενικός όρος 2 της επίδικης σύμβασης βάσει του οποίου ο τόκος υπολογίζεται με διαιρέτη τις 360 ημέρες ετησίως αντί τις 365 ή τις 366 κατά τα δίσεκτα έτη, συνιστά καταχρηστική ρήτρα σύμφωνα με τον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε καταναλωτικές συμβάσεις Νόμο Ν. 93(Ι)/96.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 5(5) του Ν. 93(Ι)/96 θεωρείται καταχρηστική ρήτρα κάθε συμβατική ρήτρα που έχει ως αποτέλεσμα τον υπολογισμό του επιτοκίου στη βάση των 360 ημερών ή άλλου αριθμού ημερών αντί στη βάση των 365 ή 366 ημερών σε περίπτωση δίσεκτου έτους.

 

Η πιο πάνω νομοθετική πρόνοια εισήχθη στο περί Καταχρηστικών Ρητρών σε καταναλωτικές συμβάσεις Νόμο Ν. 93(Ι)/96, με τον τροποποιητικό Νόμο 49(Ι)/2016, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/04/2016 και τέθηκε σε ισχύ 30 ημέρες μετά. Ο εν λόγω τροποποιητικός νόμος είναι ουσιαστικής και όχι δικονομικής υφής, συνεπώς ενόψει της απουσίας ρητής και συγκεκριμένης πρόνοιας περί του αντιθέτου, δεν έχει αναδρομική ισχύ ( βλέπε Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245, Ξιούρουππας Σταύρος και Άλλες ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 2604).

 

Σύμφωνα με την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, η Εναγόμενη εφάρμοζε για τον υπολογισμό τόκου τον διαιρέτη των 360 ημερών μέχρι το έτος 2015, σύμφωνα με όρο της σύμβασης (Γενικός Όρος 2). Σε συμμόρφωση όμως με την πιο πάνω τροποποίηση της Νομοθεσίας από το 2016 και ακολούθως η Εναγόμενη μετέτρεψε το διαιρέτη υπολογισμού τόκου του επίδικου δανείου σε 365 μέρες για τους κανονικούς χρόνους και 366 για τους δίσεκτους.

Δεδομένου ότι ο τροποποιητικός Νόμος 49(Ι)/2016 δεν έχει αναδρομική ισχύ, η χρησιμοποίηση του διαιρέτη των 360 ημερών από πλευράς Εναγομένης, πριν τη θέση σε ισχύ του Ν. 49(Ι)/2016, δεν θεωρώ ότι είναι επιλήψιμη. 

 

Επί του προκειμένου ζητήματος απάντηση δίνει και η απόφαση της κας Λ. Δημητριάδου (Π.Ε.Δ ως ήταν τότε) στην ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. RJ ECO HOMES (CYPRUS) LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 2807/2012, 8/7/2019, απόσπασμα από την οποία παραθέτω ακολούθως και υιοθετώ:

 

“Στην υπόθεση Ζαρτάρ Παχατουριάν ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (2002) 1 Α.Α.Δ. 322, το Δικαστήριο εξέτασε σχετικό όρο υπολογισμού τόκου πανομοιότυπο με αυτόν που περιλαμβάνετο στις επίδικες Συμφωνίες ο οποίος, όπως αναφέρεται στη σελ. 326 της εν λόγω Απόφασης είχε ως εξής:

«Προς υπολογισμό του τόκου θα λογίζονται οι μήνες προς όσας έκαστος τούτων έχει ημέρας, προς εύρεση δε του τόκου θα λαμβάνεται ως διαιρέτη το εκ 360 ημερών εμπορικόν έτος».

 

Τόσο το Πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και το Εφετείο δεν θεώρησαν τον όρο αυτό ως επιλήψιμο.

 

Στην υπόθεση Archbold Investments Ltdκ.α. ν. Λαϊκής Τράπεζας Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ. 1084 υπήρχε επίσης πρόνοια περί τόκου με διαιρέτη το εμπορικό έτος των 360 ημερών και το Δικαστήριο διαπίστωσε ότι ο τρόπος υπολογισμού του τόκου επί 360 ημερών αντί 365 δεν οδηγούσε σε χρέωση πέραν του 9%.

 

Επισημαίνεται ότι στην υπόθεση Archbold (ανωτέρω) διαλαμβάνετο τόκος 8,5% μέχρι την ημερομηνία τερματισμού της Συμφωνίας και 9% από τον τερματισμό της Συμφωνίας.  Το Δικαστήριο έκρινε ότι η χρέωση τόκου με τον πιο πάνω τρόπο υπολογισμού δεν υπερέβαινε το 8,5% μέχρι την ημερομηνία τερματισμού της Συμφωνίας.

 

Όπως προκύπτει από όλα τα πιο πάνω αυτός ο τρόπος υπολογισμού του τόκου, ήτοι με διαιρέτη 360 ημερών, ο οποίος οδηγεί σε χρέωση μεγαλύτερου ποσού τόκου, είναι επιτρεπτός στην έκταση που δεν οδηγεί σε χρέωση πέραν του επιτρεπόμενου ποσοστού επιτοκίου.

 

Στην προκειμένη περίπτωση κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει εφόσον στις επίδικες Συμφωνίες Δανείων τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμος του 1999, Νόμος 160(Ι)/99, ο οποίος κατήργησε τον περί Τόκου Νόμο του 1977, Ν.2(Ι)/1997 και τους περιορισμούς που υπήρχαν σε διάφορα θέματα όπως το ανώτατο επιτόκιο και το θέμα του ανατοκισμού. Με άλλα λόγια, στις επίδικες Συμφωνίες δεν ισχύει οποιοσδήποτε περιορισμός στη χρέωση του τόκου όπως ίσχυε στην περίπτωση Βογαζιανός κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (Αρ.1) 1011 1 Α.Α.Δ. 253, όπου τύγχαναν εφαρμογής οι πρόνοιες του τότε σε ισχύ περί Τόκου Νόμου και η χρέωση με διαιρέτη 360 ημέρες οδήγησε σε χρέωση τόκου που υπερέβαινε το τότε μέγιστο επιτρεπόμενο επιτόκιο του 9%.

Στη βάση των πιο πάνω είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η επιβολή τόκου στους λογαριασμούς δανείου και τρεχούμενου λογαριασμού με τη χρήση του διαιρέτη των 360 ημερών, όπως προνοείται στις σχετικές Συμφωνίες, δεν οδήγησε σε παράνομες χρεώσεις τόκων.”

 

Δ. Αναφορικά με το δικαίωμα της Εναγόμενης Τράπεζας για μονομερή καθορισμό του τόκου υπερημερίας και την κεφαλαιοποίηση των χρεώσεων 2 φορές το χρόνο.

 

Ο Γενικός Όρος 2 της αρχικής συμφωνίας ημερομηνίας 12/04/2016 αναφέρει τα εξής:

 

“Το ποσοστό του τόκου υπερημερίας θα ορίζεται από την Τράπεζα και θα κοινοποιείται στον Πελάτη και θα είναι ποσοστό ετησίως πέραν του ποσοστού επιτοκίου που κανονικά θα πληρώνεται και θα χρεώνεται”.

 

Οι Ενάγοντες δικογραφούν και ισχυρίζονται ότι ο εν λόγω όρος είναι, εν ολίγοις, δυσνόητος, ασαφής ενώ επίσης δίνει το δικαίωμα στην Εναγόμενη για μονομερή καθορισμό του τόκου υπερημερίας (παράγραφος 30 - 31 Έκθεσης Απαίτησης). Ως εκ τούτου καλούν το δικαστήριο να τον κηρύξει παράνομο, καταχρηστικό και άκυρο ( αιτητικά Σ, Φ και Χ της Έκθεσης Απαίτησης).

 

Αρχικά εκείνο που πρέπει να σημειωθεί είναι ότι η συγκεκριμένη επίδικη ρήτρα έχει εκ των πραγμάτων τροποποιηθεί με τις συμφωνίες ημερομηνίας 18/05/2011 και 30/06/2011, βάσει των οποίων ο τόκος υπερημερίας έχει πλέον προσδιοριστεί ρητώς σε ποσοστό 6% επί του ποσού της καθυστέρησης. Συνεπώς στην έκταση που το παράπονο των Εναγόντων αφορά την ασάφεια και την αοριστία του ύψους του τόκου υπερημερίας, αυτό έχει εκλείψει βάσει των εν λόγω τροποποιητικών συμφωνιών. Σε κάθε περίπτωση και ανεξαρτήτως του πιο πάνω συμβατικού καθορισμού του τόκου υπερημερίας, υπενθυμίζεται ότι η επιβολή τόκου υπερημερίας σε δανειακή σύμβαση ρυθμίζεται πλέον νομοθετικά με το άρθρο 3 (1α) και (1β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου Ν. 160(Ι)/99 ως τροποποιήθηκε με τους Νόμους 141(Ι)/2014 και 66(Ι)/2015.  

 

Σημειώνεται, επίσης ότι δεν έχει υποστηριχθεί με αξιόπιστη μαρτυρία ότι ο λογαριασμός των Εναγόντων έχει μέχρι σήμερα επιβαρυνθεί με τον οποιοδήποτε τόκο υπερημερίας. Αντιθέτως αποτελεί από κοινού θέση των μερών ότι οι Ενάγοντες καταβάλλουν κανονικά τις δόσεις τους χωρίς καθυστερήσεις μέχρι σήμερα. 

 

Ενόψει των ανωτέρω, θεωρώ ότι η αξίωση των Εναγόντων αναφορικά με την καταχρηστικότητα του Γενικού Όρου 2 της συμφωνίας είναι όχι μόνο αβάσιμη αλλά και χωρίς ουσιαστικό και πρακτικό αντικείμενο. ( βλέπε σχετικά  S. KOUPANOS DEVELOPERS LIMITED v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 409/2018, 12/9/2023)

 

Οι Ενάγοντες περαιτέρω ισχυρίζονται ότι ο Γενικός Όρος 2 της συμφωνίας  που σχετίζεται με τη κεφαλαιοποίηση των χρεώσεων είναι ασαφής, πολυσήμαντος και καταχρηστικός. Ο συγκεκριμένος όρος έχει ως εξής:

 

“ Όλες οι πιο πάνω χρεώσεις (συμπεριλαμβανομένου και του τόκου υπερημερίας θα κεφαλαιοποιούνται, αν δεν πληρωθούν, σύμφωνα με την συνήθη πρακτική της Τράπεζας από καιρό εις καιρό που τώρα είναι κάθε 6 μήνες και θα ισχύουν πριν και μετά οποιαδήποτε απαίτηση και/ή δικαστική απόφαση”

 

Η θέση των Εναγόντων θεωρώ ότι στερείται βασιμότητας. Τόσο στην αρχική συμφωνία ημερομηνίας 12/04/2006 όσο και στις μεταγενέστερες τροποποιητικές συμφωνίες ορίζεται ρητά και με σαφήνεια στους ειδικούς όρους της συμφωνίας ότι: “Ο τόκος θα κεφαλαιοποιείται κάθε έξι μήνες, την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου κάθε έτους.”

 

Οι πιο πάνω ρήτρες δεν είναι επιλήψιμες δεδομένου ότι διασφαλίζουν ότι  η κεφαλαιοποίηση των τόκων δεν θα ξεπερνά τις δύο φορές το χρόνο, σύμφωνα με τη Νομοθεσία ( βλέπε  άρθρο 3(1)(δ) Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο 160(Ι)/99).

 

  1. Κατάληξη:

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι οι αξιώσεις των Εναγόντων δεν έχουν στοιχειοθετηθεί και απορρίπτονται.

 

Τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και συνεπώς επιδικάζονται υπέρ της Εναγομένης και εναντίον των Εναγόντων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) .........................................

                                                                                                         Μ. Π. Μιχαήλ, προσ. Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

 Πρωτοκολλητής

 

 

 

 



[1]άρθρο 3 (1) του Ν. 93(Ι)/96 : Με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 4, ο παρών Νόμος τυγχάνει εφαρμογής σε κάθε ρήτρα σύμβασης που συνάπτεται μεταξύ πωλητή ή προμηθευτή και καταναλωτή και η οποία δεν αποτέλεσε αντικείμενο ατομικής διαπραγμάτευσης.

[2]άρθρο 3 (2) του Ν. 93(Ι)/96 : Όταν ρήτρα σύμβασης είναι διατυπωμένη κατά τρόπο σαφή και κατανοητό, καμία αμφισβήτηση του θεμιτού χαρακτήρα της δεν επιτρέπεται, εφόσον αυτή αφορά-(α) Τον καθορισμό του κύριου αντικειμένου της σύμβασης· ή (β) την αντιπροσωπευτικότητα της τιμής ή του ανταλλάγματος για τα αγαθά ή τις υπηρεσίες που πωλήθηκαν ή παρασχέθηκαν.

[3] Andriciuc v Banca Românească (C-186/16) ημερομηνίας 20/09/2017, παράγραφος 38

[4] Andriciuc v Banca Românească (C-186/16) ημερομηνίας 20/09/2017, παράγραφος 41

[5] άρθρο 5(1) του Ν. 93(Ι)/96: Για τους σκοπούς του παρόντος Νόμου και τηρουμένων των εδαφίων (2) και (3) του παρόντος άρθρου, “καταχρηστική ρήτρα” θεωρείται κάθε ρήτρα η οποία, παρά την απαίτηση καλής πίστης, δημιουργεί σε βάρος του καταναλωτή σημαντική ανισότητα ανάμεσα στα δικαιώματα και στις υποχρεώσεις των μερών που απορρέουν από τη σύμβαση.

[6] άρθρο 5(2) του Ν. 93(Ι)/96: Η εκτίμηση του καταχρηστικού χαρακτήρα μιας ρήτρας γίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή των υπηρεσιών που αποτελούν το αντικείμενο της σύμβασης, όλες οι κατά το χρόνο της σύναψης της σύμβασης περιστάσεις που περιβάλλουν την εν λόγω σύμβαση, καθώς και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης από την οποία αυτή εξαρτάται.

άρθρο 5(3) του Ν. 93(Ι)/96: Για να διαπιστωθεί κατά πόσο μια ρήτρα ικανοποιεί την απαίτηση καλής πίστης, λαμβάνονται ιδιαίτερα υπόψη τα ακόλουθα-

(α) Η διαπραγματευτική δύναμη των μερών·(β) αν ο καταναλωτής δέχθηκε οποιεσδήποτε παροτρύνσεις, για να συμφωνήσει στη ρήτρα· (γ) αν τα αγαθά ή οι υπηρεσίες πωλήθηκαν ή προμηθεύτηκαν κατόπιν ειδικής παραγγελίας του καταναλωτή· και (δ) ο βαθμός στον οποίο ο πωλητής ή προμηθευτής χειρίστηκαν δίκαια τον καταναλωτή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο