ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ Αρ. Αγωγής: 282/2019
Ενώπιον: Μ.Π. Μιχαήλ προσ. Ε.Δ
Μεταξύ:
Βαρβάρα Δημοσθένους, [ ] 8, Αραδίππου
Ενάγουσα
και
- C.ELLINAS CAR SALES LIMITED, Αρ. Εγγραφής ΗΕ 248238, Κιλκίς 17, Αραδίππου
- Κωνσταντίνος Έλληνας, [ ] 7, Αραδίππου
Εναγομένοι
Ημερομηνία: 14/05/24
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: Αλεξίου Ραφαέλλα δια Γ. Καϊμακλιώτης & Σια ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενη: Αλεξάνδρου & Παπαθεοδώρου ΔΕΠΕ
Απόφαση
I. Εισαγωγή - Δικογραφία :
Με την παρούσα αγωγή η Ενάγουσα, ιδιοκτήτρια ενός Βρεφοπαιδικού Σταθμού, στην Αραδίππου της Επαρχίας Λάρνακας, αξιώνει από τους Εναγόμενους 1 και 2 αποζημιώσεις ύψους €8,973.51 συνεπεία παράβασης προφορικής συμφωνίας, με αντικείμενο την αγοραπωλησία ενός μικρού λεωφορείου ( mini bus) στις 19/07/2017.
Η Εναγόμενη 1, η οποία δραστηριοποιείται επαγγελματικά με την αγοραπωλησία μεταχειρισμένων αυτοκινήτων και ο Εναγόμενος 2, διευθυντής της Εναγόμενης 1, αρνούνται την εναντίον τους απαίτηση και αξιώνουν ανταπαιτητικώς το ποσό των €500, το οποίο ως ισχυρίζονται κατέβαλαν για βελτίωση του επίδικου αυτοκινήτου ( τοποθέτηση ζωνών ασφαλείας και μπογιάτισμα) και το οποίο η Ενάγουσα ανέλαβε να τους αποπληρώσει.
Η υπόθεση, κατόπιν οδηγιών του Δικαστηρίου, ακολούθησε την πορεία της «ταχείας εκδίκασης» σύμφωνα με την Δ.30 θ. 5 και 6 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Στο πλαίσιο αυτό η μαρτυρία τόσο της Ενάγουσας/ Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόμενης όσο και των Εναγομένων/ Εξ’ ανταπαιτήσεως Εναγόντων καταχωρήθηκε γραπτώς και ακολούθως η ακρόαση της υπόθεσης διεκπεραιώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των δύο πλευρών.
II. Μαρτυρία:
Για απόδειξη της παρούσας υπόθεσης η πλευρά της Ενάγουσας προσκόμισε Έγγραφη Μαρτυρία της ίδιας της Ενάγουσας ( στο εξής Μ. Ε. ) ενώ η πλευρά των Εναγομένων προσκόμισε την έγγραφη μαρτυρία του Εναγόμενου 2 ( στο εξής Μ.Υ ).
Η M.E με την μαρτυρία της αναφέρθηκε στο ιστορικό της αγοράς του επίδικου οχήματος από την μάντρα αυτοκινήτων των Εναγομένων. Όπως αναφέρει στις 19/07/2017 πήγε στην μάντρα αυτοκινήτων που διατηρούν οι Εναγόμενοι και συμφώνησε να αγοράσει ένα μικρό λεωφορείο (mini bus) με αρ. εγγραφής [ ], με σκοπό τη μεταφορά παιδιών από και προς το νηπιαγωγείο της. Η Μ.Ε αναφέρει ότι δεν γνώριζε τον πραγματικό ιδιοκτήτη του οχήματος. Ισχυρίζεται ότι αντιλήφθηκε το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης του οχήματος ήταν ένα τρίτο πρόσωπο και όχι οι Εναγόμενοι, κατά την υπογραφή των εντύπων μεταβίβασης. Η ίδια όμως αγόρασε και παρέλαβε το όχημα από τους Εναγόμενους, έναντι του ποσού των €3,000, το οποίο ποσό πλήρωσε σε μετρητά.
Όπως αναφέρει αγόρασε το συγκεκριμένο όχημα επειδή ο Εναγόμενος 2 τη διαβεβαίωσε ότι αυτό ήταν σε πολύ καλή κατάσταση, είχε πιστοποιητικό καταλληλότητας και ότι ήταν γενικά κατάλληλο για το σκοπό που το αγόραζε.
Μετά την παραλαβή του οχήματος, η Μ.Ε διαπίστωσε ότι αυτό αντιμετώπιζε μηχανικά προβλήματα και επίσης δεν μπορούσε να τεθεί σε κυκλοφορία γιατί δεν είχε πιστοποιητικό καταλληλότητας. Η Μ.Ε εξ’ όσων αναφέρει, επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 2, αναφέροντας του τα προβλήματα του οχήματος όπως επίσης και ότι το λιγότερο υπολογιζόμενο κόστος προς επιδιόρθωση του θα ήταν πέραν των €3,000. Τότε, όπως ισχυρίζεται η Μ.Ε, ο Εναγόμενος 2 της υποσχέθηκε ότι θα αποπλήρωνε είτε ο ίδιος, είτε μέσω της Εναγομένης 1, όλο το ποσό που θα κατέβαλλε η Ενάγουσα για επιδιόρθωση των βλαβών. Η Μ.Ε, βασιζόμενη στη ρηθείσα υπόσχεση του Εναγομένου 2, αποδέχτηκε τη μεταβίβαση του οχήματος στο όνομα της και αποτάθηκε άμεσα σε μηχανικό για επιδιόρθωση των μηχανικών βλαβών.
Η Μ.Ε ισχυρίζεται ότι το όχημα παρέμεινε στο μηχανικό μέχρι το τέλος Απριλίου 2018. Το κόστος επισκευής του οχήματος ανήλθε στις €3,213.51 ενώ για την ίδια περίοδο η Μ.Ε αναγκάστηκε να ενοικιάσει άλλο όχημα για τις μεταφορές των παιδιών από και προς το νηπιαγωγείο της. Το κόστος της ενοικίασης άλλου οχήματος για τις 240 μέρες που το επίδικο όχημα ήταν παροπλισμένο στον μηχανικό, ανήλθε σε €5,760.Η Μ.Ε αξίωσε και μέσω επιστολής του δικηγόρου της τα πιο πάνω ποσά, όμως ουδεμία απάντηση έλαβε στη ρηθείσα επιστολή από τους Εναγόμενους.
Προς ενίσχυση των ισχυρισμών της, η Μ.Ε κατέθεσε ως τεκμήρια τα εξής έγγραφα:
Τεκμήριο 1: Αντίγραφο έρευνας από την ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών αναφορικά με την Εναγόμενη 1.
Τεκμήριο 2: Αντίγραφο αίτησης ημερομηνίας 19/07/2017 προς την Αρχή Αδειών για χορήγηση άδειας Ιδιωτικού Λεωφορείου 10 θέσεων και αντίγραφο επιστολής έγκρισης της αίτησης, ημερομηνίας 24/08/2017.
Τεκμήριο 3: Αντίγραφο πιστοποιητικού εγγραφής μηχανοκίνητου οχήματος ημερομηνίας 24/05/2017.
Τεκμήριο 4: Αντίγραφο μεταβίβασης ιδιοκτησίας του επίδικου οχήματος.
Τεκμήριο 5: Δέσμη τριών τιμολογίων ημερομηνίας 05/09/2017,15/11/2017, 01/12/2017
Τεκμήριο 6: Αντίγραφο χειρόγραφης βεβαίωσης από την εταιρεία HELENS SELF DRIVE CARS LTD.
Τεκμήριο 7: Επιστολή από τους Δικηγόρους της Ενάγουσας προς τον Εναγόμενο 2.
Ο Μ.Υ, Εναγόμενος 2, δίνει μία διαφορετική εκδοχή αναφορικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. Εξ’ όσων αναφέρει η Ενάγουσα επισκέφθηκε το υποστατικό της Εναγόμενης 1 περί τον Ιούνιο του 2017, αναζητώντας να αγοράσει ένα μικρό λεωφορείο. Τη δεδομένη στιγμή, όμως δεν υπήρχε στη μάντρα της Εναγομένης 1 λεωφορείο διαθέσιμο προς πώληση. Η Ενάγουσα επέστρεψε στο υποστατικό της Εναγομένης 1, περί τα τέλη Ιουνίου - αρχές Ιουλίου 2017 και τότε ήταν που ο Μ.Υ της ανέφερε ότι υπάρχει διαθέσιμο όχημα προς πώληση, όπως αυτό που έψαχνε σε παρακείμενη μάντρα αυτοκινήτων. Ο Μ.Υ υποστηρίζει ότι η Ενάγουσα είχε δει το συγκεκριμένο όχημα στην παρακείμενη μάντρα, αλλά η τιμή του ξεπερνούσε τα χρήματα που διέθετε. Ο Μ.Υ της πρότεινε εάν ήθελε να μεσολαβήσει με τον πωλητή του επίδικου οχήματος, προκειμένου να της εξασφαλίσει χαμηλότερη τιμή. Όπως αναφέρει ο Μ.Υ αυτό έπραξε, δηλαδή μεσολάβησε με τον πωλητή του επίδικου οχήματος, προκειμένου η Ενάγουσα να το αγοράσει σε καλύτερη τιμή. Ο Μ.Υ αναφέρει ότι ενημέρωσε την Ενάγουσα, πριν αγοράσει το επίδικο όχημα, ότι αυτό ήταν ακινητοποιημένο από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη του και ότι δεν θα έπρεπε να το χρησιμοποιήσει μέχρι να γίνουν οι σχετικοί έλεγχοι και εκδοθούν οι άδειες κυκλοφορίας και το πιστοποιητικό καταλληλότητας. Μάλιστα η Ενάγουσα υπέγραψε και σχετική φόρμα ακινητοποίησης του οχήματος, η οποία θα έπρεπε να κατατεθεί στο Tμήμα Oδικών Mεταφορών προκειμένου να μεταβιβαστεί το όχημα, σε περίπτωση που καθυστερούσε η εξέταση της αίτησης της για χορήγηση άδειας οδικής χρήσης του οχήματος. Αντίγραφο της σχετικής φόρμας επισυνάπτεται στη γραπτή μαρτυρία του Μ.Υ, ως Τεκμήριο Α. Παρά τις πιο πάνω υποδείξεις του Μ.Υ, η Ενάγουσα αφού παρέλαβε το όχημα μετέβη την επόμενη μέρα στην Πάφο, με αποτέλεσμα το όχημα να παρουσιάσει μηχανικό πρόβλημα και να μεταφερθεί σε μηχανικό.
Περαιτέρω, ο Μ.Υ ισχυρίζεται ότι το όχημα δεν διέθετε ζώνες ασφαλείας και ανέλαβε ο ίδιος να τις τοποθετήσει, καταβάλλοντας το ποσό των €150, το οποίο ως ισχυρίζεται του οφείλει η Ενάγουσα. Εν κατακλείδι, ο Μ. Υ ζητά απόρριψη της απαίτησης της Ενάγουσας και έκδοση υπέρ του απόφαση για το ποσό που ανταπαιτεί.
III. Προσδιορισμός επίδικων θεμάτων:
Μέσω της αντιπαραβολής των δικογράφων, της προσκομισθείσας μαρτυρίας αλλά και των αγορεύσεων των δικηγόρων των διαδίκων προκύπτουν ως παραδεκτά γεγονότα τα εξής:
α) Η Ενάγουσα αγόρασε και παρέλαβε το επίδικο αυτοκίνητο περί τις 19/07/2017, ενώ η μεταβίβαση στο όνομα της έγινε στις 14/09/2017.
β) Το όχημα παρουσίασε μηχανική βλάβη αμέσως μετά την παραλαβή του από την Ενάγουσα.
γ) Το όχημα όταν αγοράστηκε δεν είχε πιστοποιητικό καταλληλότητας.
δ) Το επίδικο όχημα ήταν μεταχειρισμένο με ημερομηνία πρώτης εγγραφής την 03/10/2002.
ε) Ο ιδιοκτήτης του επίδικου οχήματος κατά τη στιγμή της πώλησης του προς την Ενάγουσα ήταν κάποιο τρίτο πρόσωπο, μη διάδικος στην παρούσα αγωγή.
στ) Ο Εναγόμενος 2 υπό την ιδιότητα του ως διευθυντής της Εναγόμενης 1 ανέλαβε να πωλήσει το επίδικο όχημα στην Ενάγουσα. ( βλέπε παράγραφο 2 σελίδα 2 και παράγραφο 2 σελίδα 4, της Γραπτής Αγόρευσης Εναγομένων. )
IV. Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα όπως προσδιορίζονται κατωτέρω ( βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. v. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924). Κατά την αξιολόγηση εκάστης μαρτυρίας λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο, την ποιότητα, την πειστικότητα και τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου ( βλ. Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056).
Αναφορικά με το αν η βλάβη που παρουσίασε το επίδικο όχημα προϋπήρχε της αγοράς του από την Ενάγουσα ή προέκυψε μεταγενέστερα, εξ’ υπαιτιότητας της Ενάγουσας, παρατηρώ τα εξής: Αποτελεί ουσιαστικά δεδομένο ότι το επίδικο όχημα παρουσίασε βλάβη σχεδόν αμέσως μετά την αγορά και την παραλαβή του από την Ενάγουσα. Το γεγονός αυτό καθιστά σαφώς πειστική και λογικοφανή τη θέση της Ενάγουσας ότι το όχημα πωλήθηκε στην ίδια φέροντας μηχανικά ελαττώματα, τα οποία εντοπίστηκαν σε σύντομο χρόνο μετά την αγορά του.
Απεναντίας δεν μπορώ να κάνω αποδεκτή τη θέση του Εναγομένου ότι η Ενάγουσα αγόρασε το επίδικο όχημα γνωρίζοντας ότι είχε μηχανικά προβλήματα και δεν έπρεπε να το κυκλοφορήσει παρά μόνο αφού γίνονταν απαιτούμενοι έλεγχοι και λάβει το πιστοποιητικό καταλληλόλητας. Η θέση αυτή του Εναγομένου στερείται πειστικότητας και λογικοφάνειας. Η Ενάγουσα όπως προκύπτει σαφώς από τη μαρτυρία της, ήθελε να αγοράσει το επίδικο όχημα προκειμένου να καλύψει μία επαγγελματική της ανάγκη. Χρειαζόταν συνεπώς ένα λειτουργικό όχημα και όχι ένα όχημα με μηχανικές βλάβες και που να έχρηζε μηχανικές και άλλες επιδιορθώσεις. Επίσης δεν μπορώ να κάνω δεκτή τη θέση του Εναγομένου, η οποία προβάλλεται, εν πολλοίς αόριστα, ότι η Ενάγουσα κυκλοφόρησε την αμέσως επόμενη μέρα που παρέλαβε το όχημα, παρά τις υποδείξεις του, με αποτέλεσμα να προκαλέσει περαιτέρω βλάβες σε αυτό.
Αναφορικά με το αν ο Εναγόμενος 2 υποσχέθηκε στην Ενάγουσα, ότι θα καλύψει είτε ο ίδιος είτε η Εναγομένη 1 το κόστος των επιδιορθώσεων του οχήματος, το οποίο υπολογίστηκε ότι θα ξεπερνούσε τις €3,000, παρατηρώ τα εξής: Η συγκεκριμένη θέση της Ενάγουσας παρουσιάζει ασάφεια και αοριστία σε σημείο που δεν μπορώ να βασιστώ σε αυτή για εξαγωγή ευρήματος. Ο λόγος είναι ο εξής:
Η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος 2 της υποσχέθηκε ότι θα καλύψει είτε ο ίδιος είτε μέσω της Εναγόμενης 1 το κόστος επιδιόρθωσης του οχήματος που όπως του αναφέρθηκε ξεπερνούσε τις €3,000. Ο ισχυρισμός αυτός στερείται πειστικότητας. Το όχημα αγοράστηκε από την Ενάγουσα για το ποσό των €3,000. Πως είναι δυνατόν ο Εναγόμενος 2 να υποσχέθηκε στην Ενάγουσα να καλύψει επιδιορθώσεις στο όχημα που ξεπερνούσαν τις €3,000; Που ξεπερνούσαν δηλαδή το συνολικό τίμημα πώλησης του επίδικου οχήματος.
Αντιπαραβάλλοντας τη θέση της Ενάγουσας με τα τεκμήρια που προσκομίζει η θέση της καθίσταται ακόμα πιο ασαφής. Στην επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 18/09/2017 (τεκμήριο 7), η Ενάγουσα αξίωνε για επιδιόρθωση του οχήματος το ποσό των €1,300 και όχι ποσό πέραν των €3,000 που όπως ισχυρίζεται ήταν η συμφωνία κάλυψης. Περαιτέρω ενώ μέσω της μαρτυρίας ισχυρίζεται ότι την υποχρέωση την ανέλαβε είτε ο Εναγόμενος 2 είτε η Εναγόμενη 1, μέσω της επιστολής τεκμήριο 7 φαίνεται να αναφέρει ότι οι διαβεβαιώσεις προέρχονταν από τον Εναγόμενο 2. Το ζήτημα είναι κατά τη γνώμη μου ουσιώδες. Η προφορικότητα που διέπει την κατ’ ισχυρισμό μεταγενέστερη συμφωνία κάλυψης των επιδιορθώσεων, όφειλε να αποτυπωθεί με σαφήνεια, βεβαιότητα και πληρότητα. Η ασάφεια και η αμφιταλάντευση που διέπει την μαρτυρία της Ενάγουσας τόσο ως προς το ύψος της φερόμενης υπόσχεσης κάλυψης όσο και ως προς το ποιός ακριβώς από τους Εναγομένους ανέλαβε την υποχρέωση, καθιστούν ακροσφαλή τη μαρτυρία της Ενάγουσας στο συγκεκριμένο σημείο με αποτέλεσμα να μην μπορώ να την κάνω αποδεκτή.
Αναφορικά με το κόστος επιδιόρθωσης των μηχανικών προβλημάτων του επίδικου οχήματος, κάνω αποδεκτό μόνο το ποσό των €1,360 που αποτελεί ουσιαστικά το ύψος του τιμολογίου ημερομηνίας 05/09/2017 που προσκομίστηκε ως μέρος του τεκμηρίου 5. Σημειώνω ότι το ποσό αυτό αξιώνεται επίσης μέσω της επιστολής που στάλθηκε από τους Δικηγόρους της Ενάγουσας στις 18/09/2017 και κατατέθηκε ως τεκμήριο 7, ενώ επίσης βρίσκεται χρονικά κοντά στην αγορά και παραλαβή του οχήματος από την Ενάγουσα.
Αναφορικά με τις υπόλοιπες αξιώσεις της Ενάγουσας για επισκευή του οχήματος, επισημαίνω ότι αυτές προκύπτουν από τιμολόγια χρονικά πολύ μεταγενέστερα της μεταβίβασης του οχήματος στην Ενάγουσα, διέπονται έντονα από το στοιχείο της υπερβολής και της ασάφειας με αποτέλεσμα να μην μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
Αναφορικά με το τιμολόγιο ημερομηνίας 15/11/17, τονίζεται το γεγονός ότι σε αυτό, υπό τύπο προσφοράς, αναφέρεται ότι πρέπει να γίνει μία από τις δύο επιδιορθώσεις που περιγράφονται. Η μεν πρώτη αναφέρεται σε «συντήρηση πέκκων» με κόστος €500 ενώ η δεύτερη σε «επισκευή πέκκων & πόμπας πετρελαίου» με κόστος €1,200. Η Ενάγουσα αξιώνει και τα δύο ποσά χωρίς να αναφέρει ποια από τις δύο εργασίες χρειάστηκε να εκτελεστεί. Το κυριότερο όμως, καμία αναφορά δεν γίνεται αν οι εν λόγω βλάβες προϋπήρχαν της αγοράς του οχήματος ή κατά πόσο προέκυψαν μεταγενέστερα.
Αναφορικά με το τιμολόγιο ημερομηνίας 01/12/2017 ύψους €153,51, πέραν του ότι είναι χρονικά απομακρυσμένο από την αγορά του οχήματος δεν διευκρινίζεται αν οι εργασίες που αναφέρονται οφείλονται σε προϋπάρχουσα βλάβη ή αν αποτελούν απλά εργασίες συντήρησης του οχήματος, οι οποίες σε κάποιο βαθμό εύλογα θα ήταν αναμενόμενες δεδομένης της ηλικίας του επίδικου οχήματος.
Αναφορικά με την αποζημίωση που αξιώνει η Ενάγουσα για την κατ’ ισχυρισμό ενοικίαση οχήματος για 240 ημέρες, την οποία αποδίδει στη βλάβη του επίδικου οχήματος, αρκεί να ειπωθεί ότι η μαρτυρία της Ενάγουσας στο συγκεκριμένο σημείο είναι τόσο γενική, υπερβολική και αόριστη που δεν επιτρέπει την εξαγωγή σχετικού ευρήματος. Τονίζεται, αρχικά, ότι το ποσό που αξιώνει η Ενάγουσα και το οποίο ανέρχεται σε €5,760 είναι σαφώς υπερβολικό συγκρινόμενο με το κόστος αγοράς του επίδικου οχήματος, όπως επίσης και με το κόστος επιδιόρθωσης του. Δεν είναι λογικοφανές ούτε πειστικό, ότι το επίδικο όχημα παρέμεινε για 240 μέρες στο συνεργείο για επισκευή. Κυρίως όμως καμία απόδειξη δεν έχει προσκομιστεί από πλευράς Ενάγουσας, ότι όντως προχώρησε στην πληρωμή του ποσού που ισχυρίζεται για την ενοικίαση του κατ’ ισχυρισμού οχήματος.
Αναφορικά με την μαρτυρία του Μ.Υ, επισημαίνω ότι αυτή παρουσιάζει ουσιώδης και εγγενείς αντιφάσεις που καταρρίπτουν κάθε εχέγγυο αξιοπιστίας της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί το γεγονός ότι από τη μία ισχυρίζεται ότι η σχέση που είχαν οι Εναγόμενοι με την πώληση του επίδικου οχήματος, περιορίζεται στην υποβοήθηση της Ενάγουσας να εξασφαλίσει καλύτερη τιμή κατά την αγορά του οχήματος από κάποιο τρίτο άγνωστο πωλητή, τον οποίο ουδέποτε κατονομάζει. Εντούτοις, μέσω της γραπτής αγόρευσης των δικηγόρων των Εναγομένων η εν λόγω θέση εγκαταλείπεται εντελώς και προβάλλεται μία εκ διαμέτρου αντίθετη θέση, ότι υπάρχει έγκυρη συμφωνία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης 1 για την αγορά του επίδικου οχήματος. Παραπέμπω ενδεικτικά στα εξής αποσπάσματα από την γραπτή αγόρευση των δικηγόρων των Εναγομένων:
Σελίδα 4: «Ως εκ τούτου, η σύμβαση πώλησης του επίδικου οχήματος δεσμεύει αποκλειστικά την Εναγόμενη 1 και σε καμία περίπτωση ο Εναγόμενος 2 δεν είναι προσωπικά υπεύθυνος για τα χρέη και τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1…».
Επίσης στη σελίδα 9: « Ως εκ των ανωτέρω, οι Εναγόμενοι τονίζουν πως η μόνη έγκυρη συμφωνία που υπήρξε μεταξύ των διαδίκων ήταν η συμφωνία πώλησης του επίδικου οχήματος.»
Η ανάμειξη του Εναγομένου 2 στην εν λόγω αγοραπωλησία, ακόμα και με βάση τους δικούς του ισχυρισμούς, ήταν ιδιαίτερα έντονη, με αποτέλεσμα να αυτοαναιρείται και να καθίσταται μη πειστικός και λογικοφανής ο αρχικός ισχυρισμός του ότι η συμμετοχή του στην όλη διαδικασία πώλησης περιορίστηκε στην επικοινωνία με τον πωλητή του οχήματος για εξασφάλιση καλύτερης τιμής για την Ενάγουσα. Ενδεικτικό της ανάμειξης του είναι η κατ’ ισχυρισμό κατοχή από μέρους του μέχρι και της υπογεγραμμένης από την Ενάγουσα φόρμας ακινητοποίησης του οχήματος, η οποία απευθυνόταν στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών.
Αναφορικά με την αξίωση των Εναγόμενων για το ποσό των €500 για μπογιάτισμα του οχήματος και για τοποθέτηση ζωνών ασφαλείας, παρατηρώ τα εξής: Μέσω της μαρτυρίας του Μ.Υ γίνεται αναφορά μόνο στο κόστος τοποθέτησης ζωνών ασφαλείας στο όχημα για το ποσό των €150 ( βλέπε παράγραφο 8 (β), της Δήλωσης του Μ.Υ). Η συγκεκριμένη αναφορά παραμένει γενική, αόριστη και μετέωρη, χωρίς να αναφέρει στοιχειώδεις λεπτομέρειες όπως το από που προμηθεύθηκε τις εν λόγω ζώνες και κυρίως χωρίς να συνοδεύεται από σχετική απόδειξη πληρωμής του εν λόγω ποσού. Συνεπώς η εν λόγω αξίωση του Εναγομένου 2, δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται. Όσον αφορά την έτερη δικογραφημένη αξίωση περί μπογιατίσματος του επίδικου οχήματος, αρκεί να σημειώσω ότι καμία αναφορά δεν γίνεται στην μαρτυρία του Μ.Υ. Συνεπώς και αυτή η αξίωση απορρίπτεται ως μη προωθηθείσα.
V. Διατύπωση Ευρημάτων :
Έχοντας ως οδηγό το βάρος και το επίπεδο απόδειξης που εφαρμόζεται στην πολιτική δίκη (βλ. Μαρσέλ ν. Λαϊκής (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858), όπως επίσης και την αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, προχωρώ σε διατύπωση των ακόλουθων ευρημάτων:
α. Η Ενάγουσα αγόρασε το επίδικο αυτοκίνητο από την Εναγόμενη 1, η οποία έχει ως διευθυντή τον Εναγόμενο 2, με σκοπό να το χρησιμοποιεί στο πλαίσιο της εργασίας της.
β. Αποτελούσε όρο της εν λόγω συμφωνίας ότι το αυτοκίνητο θα ήταν σε λειτουργήσιμη κατάσταση και δεν θα έφερε μηχανικά προβλήματα
γ. Το όχημα παρουσίασε μηχανικά προβλήματα αμέσως μετά την αγορά του από την Ενάγουσα.
δ. Η επιδιόρθωση του οχήματος κόστισε στην Ενάγουσα το ποσό των €1,360.
VI. Νομική Πτυχή- Κρίση Δικαστηρίου :
Η βάση της παρούσας αγωγής, όπως προκύπτει από τους δικογραφημένους ισχυρισμούς της Ενάγουσας, αποτελεί η παράβαση συμφωνίας με αντικείμενο τη πώληση οχήματος. Σχετικά επομένως είναι τα άρθρα 37 και 73 του περί Συμβάσεων Νόμου (Κεφ. 149). Η αξίωση της Ενάγουσας βρίσκει επίσης έρεισμα στο άρθρο 16 και δη των εδαφίων (1) και (2) του περί Πωλήσεως Αγαθών Νόμου Ν. 10(Ι)/1994 το οποίο αναφέρει:
16.-(1) Εκτός όπως προνοείται στο άρθρο αυτό και στο άρθρο 17 και τηρουμένων των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου νόμου, δεν υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ή σιωπηρή εγγυητική διαβεβαίωση αναφορικά με την ποιότητα ή την καταλληλότητα, για οποιοδήποτε ειδικό σκοπό, των αγαθών που προμηθεύονται δυνάμει σύμβασης πώλησης.
(2) Όταν ο πωλητής πωλεί αγαθά κατά τη διεξαγωγή των εργασιών του, υπάρχει σιωπηρός ουσιώδης όρος ότι τα αγαθά τα οποία προμηθεύει δυνάμει της σύμβασης είναι αποδεκτής ποιότητας.
Ενόψει των διατυπωμένων ευρημάτων που παρατίθενται ανωτέρω, κρίνω ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει την απαίτηση της στον απαιτούμενο βαθμό απέναντι στην Εναγομένη 1. Το επίδικο όχημα που αγόρασε η Ενάγουσα από την πωλήτρια Εναγόμενη 1, δυνάμει προφορικής συμφωνίας στις 19/07/2017, όφειλε να ήταν αποδεκτής ποιότητας και ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση όφειλε να μην είχε μηχανικά προβλήματα. Κατά παράβαση της πιο πάνω υποχρέωσης της, η Εναγόμενη 1 πώλησε στην Ενάγουσα το επίδικο όχημα το οποίο έφερε μηχανικά προβλήματα και ένεκα τούτου δεν ήταν κατάλληλο για το σκοπό για το οποίο αγοράστηκε. Για την επιδιόρθωση των εν λόγω προβλημάτων η Ενάγουσα ξόδεψε το ποσό των €1,360, το οποίο και της επιδικάζεται ως αποζημίωση από την Εναγόμενη 1. Η αξίωση εναντίον του Εναγομένου 2 δεν στοιχειοθετείται, αφού η συμβατική σχέση της Ενάγουσας για την αγορά του επίδικου οχήματος ήταν με την Εναγόμενη 1 και όχι με το διευθυντή αυτής Εναγόμενο 2.
Αναφορικά με την ανταπαίτηση των Εναγομένων, αυτή δεν στοιχειοθετήθηκε και συνεπώς απορρίπτεται.
VII. Κατάληξη:
Ενόψει των πιο πάνω, εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης 1 για το ποσό των €1,360, πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής μέχρι εξοφλήσεως.
Η απαίτηση εναντίον του Εναγομένου 2 απορρίπτεται ως μη στοιχειοθετηθείσα.
Η ανταπαίτηση των Εναγομένων επίσης απορρίπτεται ως μη στοιχειοθετηθείσα.
Τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα συνεπώς:
Τα έξοδα της απαίτησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης 1 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο στην κλίμακα επιτυχίας της αγωγής. Τα έξοδα της ανταπαίτησης επιδικάζονται, επίσης, υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγομένης 1, δεδομένου όμως της συνεκδίκασης των δύο, η Ενάγουσα θα δικαιούται ένα σετ εξόδων.
Αναφορικά με τον Εναγόμενο 2, λαμβάνω υπόψη το γεγονός ότι είχε κοινή εκπροσώπηση με την Εναγόμενη 1, όπως επίσης και το γεγονός ότι είναι μεν επιτυχών διάδικος στην απαίτηση αλλά αποτυχών διάδικος στο πλαίσιο της ανταπαίτησης. Ως εκ των προρρηθέντων, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως μην επιδικάσω έξοδα μεταξύ Εναγομένου 2 και Ενάγουσας, τόσο σε σχέση με την απαίτηση όσο και την ανταπαίτηση.
(Υπ.) ......................................
Μ. Π. Μιχαήλ Πρ. Ε.Δ
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο