TA MERI FINANCE PVT. LTD ν. IGNACAR SALES LTD κ.α., Αγωγή αρ.: 589/23, 11/4/2024
print
Τίτλος:
TA MERI FINANCE PVT. LTD ν. IGNACAR SALES LTD κ.α., Αγωγή αρ.: 589/23, 11/4/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ                                                          

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.

Αγωγή αρ.:  589/23(i)

Μεταξύ:

TA MERI FINANCE PVT. LTD

ΕνάγοντεςΑιτητές

και

 

1.          IGNACAR SALES LTD

2.          Γεώργιος Ιγνατίου

3.          Παναγιώτα Μιχαήλ

                                                                         Εναγόμενοι – Καθ’ ων η Αίτηση

 

Αίτηση ημερ.10.5.23

 

Ημερομηνία: 12.4.24

Εμφανίσεις:

Για Ενάγoντες - Αιτητές:  κ. Μάρκος Δημοσθένους για Π.Ν.ΚΟΥΡΤΕΛΛΟΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους  -  Καθ΄ ων η αίτηση: κος Πιέρος Ζαπούνη

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με αυτή την αίτηση οι Ενάγοντες - Αιτητές εξασφάλισαν μετά από αίτηση τους μονομερώς τα Διατάγματα σύμφωνα με τα ακόλουθα αιτητικά Γ και Δ της αίτησης ενώ διατάχθηκε η επίδοση των πιο κάτω αιτητικών Α, Β, Ε-Η:

 

Α.        Ενδιάμεσο Συντηρητικό και/ή Απαγορευτικό Διάταγμα του Δικαστηρίου παγκοσμίου βεληνεκούς το οποίο να απαγορεύει στους Εναγόμενους-Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 και/ή στους αντιπροσώπους και/ή υπηρέτες αυτών ομού και/ή οποιωνδήποτε εξ αυτών από του να εμβάσουν και/ή πληρώσουν και/ή αποξενώσουν και/ή διαθέσουν και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο μεταφέρουν οποιοδήποτε ποσό ευρίσκεται κατατεθειμένο σε τραπεζικούς λογαριασμούς είτε οι εν λόγω λογαριασμοί και/ή καταθέσεις βρίσκονται σε τραπεζικά ιδρύματα εντός δικαιοδοσίας είτε ευρίσκονται σε τράπεζες εκτός δικαιοδοσίας μέχρι του ποσού των €167.546,45 (ευρώ εκατό Εξήντα εφτά χιλιάδες πεντακόσια σαράντα έξι και σαράντα πέντε) μέχρι νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου και/ή μέχρι την τελική εκδίκαση και/ή αποπεράτωση της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής (περιλαμβανομένης και τυχόν εφέσεως που ήθελε καταχωρηθεί κατά της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου).

 

Β.         Ενδιάμεσο Συντηρητικό και/ή Απαγορευτικό Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να  απαγορεύεται στους Εναγόμενους-Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 ενεργώντας είτε προσωπικά είτε μέσω των διευθυντών και/ή αξιωματούχων των και/ή πληρεξουσίων αντιπροσώπων και/ή υπηρετών των, από του να πωλήσουν και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιβαρύνουν και/ή αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή δωρίσουν οποιαδήποτε ακίνητη και/ή κινητή περιουσία και/ή περιουσιακά στοιχεία των είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας μέχρι του ποσού των €167.546,45 (ευρώ εκατό Εξήντα εφτά χιλιάδες πεντακόσια σαράντα έξι και σαράντα πέντε)μέχρι πλήρους εκδικάσεως και αποπερατώσεως της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής (περιλαμβανομένης και τυχόν εφέσεως που ήθελε καταχωρηθεί κατά της τελικής απόφασης του Δικαστηρίου).

 

Γ.         Ενδιάμεσο Συντηρητικό και/ή Απαγορευτικό Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να  απαγορεύεται στους Εναγόμενους-Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 ενεργώντας είτε προσωπικά είτε μέσω των διευθυντών και/ή αξιωματούχων των και/ή πληρεξουσίων αντιπροσώπων και/ή υπηρετών των, από του να πωλήσουν και/ή καθ’ οιονδήποτε τρόπο επιβαρύνουν και/ή αποξενώσουν και/ή μεταβιβάσουν και/ή δωρίσουν τα πιο οχήματα τα οποία βρίσκονται στην κατοχή τους και που απαριθμούνται στο Παράρτημα Α της παρούσας.

 

Δ.        Ενδιάμεσο Συντηρητικό και/ή Απαγορευτικό Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να  απαγορεύεται στους Εναγόμενους-Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 ενεργώντας είτε προσωπικά είτε μέσω των διευθυντών και/ή αξιωματούχων των και/ή πληρεξουσίων αντιπροσώπων και/ή υπηρετών των, από του να προβούν σε οποιαδήποτε ενέργεια και/ή διάβημα για την ανάκτηση της κατοχής του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] το οποίο βρίσκεται στην κατοχή των Αιτητών

 

Ε.        Ενδιάμεσο και/ή Επικουρικό και/ή Παρεπόμενο Διάταγμα του Δικαστηρίου διά του οποίου να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 όπως εντός 10 εργάσιμων ημερών από την επίδοση του Διατάγματος αυτού, έκαστος αποκαλύψει μέσω ένορκης δήλωσης του στους Αιτητές και/ή στους δικηγόρους αυτών προς υποβοήθηση του  αιτούμενου απαγορευτικού διατάγματος, υπό των παρακλητικών υπό των παραγράφων (Α) και (Β) ανωτέρω, τα ακόλουθα στοιχεία και/ή πληροφορίες που αφορούν στο πρόσωπο αυτών:

 

  i.         όλους τους τραπεζικούς λογαριασμούς τους οποίους διατηρούν είτε επ’ ονόματι των είτε των οποίων αποτελούν τους πραγματικούς κατόχους και/ή ιδιοκτήτες και/ή τελικούς και/ή απώτερους δικαιούχους (ultimate beneficial owner)  ή άλλως πως τους ανήκουν και οι οποίοι βρίσκονται σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εντός δικαιοδοσίας και/ή εκτός δικαιοδοσίας αναφέροντας τα ποσά, αριθμό και τα στοιχεία του τραπεζικού ιδρύματος στα οποία βρίσκονται κατατεθειμένα.

 

 ii.        όλα τα περιουσιακά στοιχεία  και/ή οποιαδήποτε ακίνητη και/ή κινητή ιδιοκτησία, συμπεριλαμβανομένου και οπουδήποτε μετοχικού κεφαλαίο των οποίων αποτελούν τους πραγματικούς κατόχους και/ή ιδιοκτήτες και/ή τελικούς και/ή απώτερους δικαιούχους (ultimate beneficial owner), που βρίσκονται εντός και/ή εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας επ’ ονόματι τους και/ή δικαιωματικά (beneficially) ή άλλως πως τους ανήκουν είτε αποκλειστικά είτε από κοινού είτε με άλλα πρόσωπα και είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω εμπιστεύματος ή άλλης μορφής δικαιώματος, αναφέροντας την αξία, τοποθεσία και περιγραφή των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων.

 

iii.        Να επισυνάψουν στην ένορκη δήλωση που θα υποβληθεί όλα τα αναγκαία έγγραφα ή πληροφορίες που να τεκμηριώνουν την ύπαρξη και/ή την τοποθεσία των εν λόγω περιουσιακών στοιχείων καθώς και το συμφέρον των σε κάθε ένα από αυτά και όπου είναι εφικτό την αξία τους.

 

ΣΤ.       Οδηγίες του Δικαστηρίου για τις κάτωθι εξαιρέσεις από τα αιτούμενα υπό των παραγράφων Α και/ή Β διαταγμάτων:

 

  i.         Λογικό ποσό που δυνατό να χρειαστούν οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 για την υπεράσπιση της υπόθεσης των, περιλαμβανομένων νομικών συμβουλών, εμφανίσεων στο Δικαστήριο νοουμένου ότι πρώτην εκάστου μηνός θα πληροφορούν το Δικαστήριο και τους δικηγόρους των Αιτητών ενόρκως για τα ποσά που θα καταβάλλονται και την πηγή από την οποία θα προέρχονται.

 

 ii.        Τα εν λόγω διατάγματα δεν θα εμποδίζουν τους Εναγόμενους 1 από του να διεξάγουν οποιαδήποτε συναλλαγή αναφορικά με τα περιουσιακά τους στοιχεία που θα αφορά την συνήθη διεξαγωγή των εργασιών τους και έναντι πραγματικού και ευλόγου ανταλλάγματος νοουμένου ότι θα πρέπει να ληφθεί προηγουμένως άδεια και/ή έγκριση του Δικαστηρίου ή η συγκατάθεση των Αιτητών σε περίπτωση που η αξία του επηρεαζόμενου περιουσιακού στοιχείου και/ή συναλλαγής υπερβαίνει το ποσό των Ευρώ 500.

 

iii.        Τα εν λόγω διατάγματα δεν θα εμποδίζουν τους Εναγόμενους  2 και 3 από του να διεξάγουν οποιαδήποτε συναλλαγή αναφορικά με τα περιουσιακά τους στοιχεία που θα αφορά την συνήθη διαβίωση των και/ή την διαβίωση των εξαρτώμενων των νοουμένου ότι θα πρέπει να ληφθεί προηγουμένως άδεια και/ή έγκριση του Δικαστηρίου ή η συγκατάθεση των Αιτητών σε περίπτωση που η αξία του επηρεαζόμενου περιουσιακού στοιχείου και/ή συναλλαγής υπερβαίνει το ποσό των Ευρώ 750 μηνιαίως.

 

iv.        Τα εν λόγω διατάγματα δεν θα απαγορεύουν σε οποιοδήποτε από τους Καθ’ ων η Αίτηση 1-3 την διενέργεια οποιασδήποτε πράξης αναφορικά με τα περιουσιακά τους στοιχεία αν έχουν προς τούτο εκ των προτέρων εξασφαλίσει την έγγραφη συγκατάθεση των Αιτητών και/ή των δικηγόρων τους.

 

Ζ.        Διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει τους Εναγομένους 1 και/ή 2 και/ή 3 και έκαστον εξ αυτών όπως εντός δέκα (10) ημερών από την επίδοση του διατάγματος σε αυτούς:

 

(1)          Ετοιμάσουν και/ή προβούν σε ένορκη αποκάλυψη και/ή παρουσιάσουν και/ή καταθέσουν στο Δικαστήριο και/ή επιδώσουν στους Δικηγόρους των Εναγόντων Ένορκη Δήλωση η οποία:

 

                                      I.        Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει όλες τις Ενέργειες των Εναγομένων 1 και/ή 2 που πραγματοποίησαν για την υποβολή αίτησης και/ή έγκριση του δανείου ημερομηνίας 12/12/2022 προς τον Παναγιώτη Σιάηλο

 

                                    II.        Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει τα ονόματα οποιονδήποτε άλλον προσώπων εμπλέκονται στην σύναψη του δανείου ημερομηνίας 12/12/2022 προς τον Παναγιώτη Σιάηλο

 

                                   III.        Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει οποιαδήποτε άλλα δάνεια και/ή συναλλαγές και/ή αγοραπωλησίες και/ή εικονικά δάνεια έγιναν και/ή υπογράφτηκαν από τους Εναγόμενους 1 και/ή 2 εκ μέρους των Αιτητών για τα οποία ο εκάστοτε δανειολήπτης δεν παρέλαβε οποιοδήποτε όχημα

 

                                  IV.        Θα δηλώνει και θα αποκαλύπτει τον τρόπο με τον οποίο πραγματοποιήθηκε η μεταβίβαση του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] επ’ ονόματι της Εναγόμενης 3

 

                                    V.        Θα κατονομάζει τα πρόσωπα τα οποία παρείχαν συνδρομή και/ή συνέβαλαν και/ή βοήθησαν τους Εναγόμενους 1 και/ή 2 να επιτύχουν την μεταβίβαση του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] επ’ ονόματι της Εναγόμενης 3

 

Η.        Συμπληρωματικό και/ή επικουρικό Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να επιτρέπει την χρήση οποιωνδήποτε εγγράφων και/ή πληροφοριών και/ή στοιχείων θα αποκαλυφθούν από τους Εναγόμενους – Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 στο πλαίσιο της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής ως και αστικών διαδικασιών που ήθελε καταχωρηθούν και/ή προωθηθούν υπό των Εναγόντων είτε εντός είτε εκτός δικαιοδοσίας.

 

Η Αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.2, Θ.2, Δ.5, Δ.5Α, Δ.6, Θ.Θ.1, 2, 4-9, Δ.9, Θ.Θ.1-13, Δ.16, Θ.9, Δ.19, Θ.Θ.1, 2,10-13, 26, 27, Δ.21, Θ.Θ.1, 2, 7Α, 8-12, 15, Δ.27, Δ.39, Δ.48 Θ.Θ. 1, 2, 3, 4, 7-9, 11-13, Δ.50, Δ.51, Δ.58, Θ.Θ.1-3, Δ.64 Θ.Θ. 1-2, στα Άρθρα 4, 5 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου Κεφ. 6, στα Άρθρα 21, 29, 31, 32 και 68 του περί Δικαστηρίων Νόμου - Ν.14/60 (όπως τροποποιήθηκε), στα Άρθρα 1-10 του περί Επιβαρυντικών Διαταγμάτων Νόμου Αρ. 31(1)/1992, στα άρθρα 70-74, 130-139, 142 - 198 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, στα άρθρα 2, 3, 34, 36, 37, 38 και 39 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, στο Άρθρο 5 του περί Επισήμων Γλωσσών της Δημοκρατίας Νόμου, Ν. 67/88, στα Άρθρα 3 και 7 του  ΚΕΦ. 9, στα άρθρα 27, 29, 73, 105, 109, 111, 113, 113 Α, 158-169 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, στα άρθρα 2, 3,  25-31, 35 -39 και 45 – 57 του περί Επενδυτικών Υπηρεσιών και Δραστηριοτήτων και Ρυθμιζόμενων Αγορών Νόμου του 2017 (87(I)/2017), στα άρθρα  2-5, 11, 14, 19-35, 50-58 και 98-112 του περί της Παροχής και Χρήσης Υπηρεσιών Πληρωμών και Πρόσβασης στα Συστήματα Πληρωμών Νόμου του 2018 (31(I)/2018), στα Άρθρα 1-4, 11, 14, 19,  20-23 28-42, 52-58, 59-81, 99-103 της οδηγίας (ΕΕ) 2015/2366 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 25ης Νοεμβρίου 2015 σχετικά με υπηρεσίες πληρωμών στην εσωτερική αγορά, στα άρθρα 2-5, 10, 11, 15, 19, 27, 29-31, 37 και 47 του περί Ηλεκτρονικού Χρήματος Νόμου του 2012 (81(Ι)/2012), στα άρθρα 1 -18 της οδηγίας 2009/110/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 16ης Σεπτεμβρίου 2009 για την ανάληψη, άσκηση και προληπτική εποπτεία της δραστηριότητας ιδρύματος ηλεκτρονικού χρήματος, στις αρχές επί των διαταγμάτων τύπου Mareva, Norwich Pharmacal/Bankers Trust και/ή των διαταγμάτων ιχνηλάτησης, στο κοινό δίκαιο και το δίκαιο της επιείκειας (equity law), ως και επί της εγγενούς εξουσίας και πρακτικής του Δικαστηρίου

              

Τα γεγονότα τα οποία υποστηρίζουν την αίτηση εκτίθενται στην ένορκη δήλωση της Μιράντας Κωνσταντίνου, Αναπληρωματικής Διευθύνουσας Σύμβουλου των Αιτητών η οποία ως αναφέρει είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τους Ενάγοντες - Αιτητές (οι Αιτητές) όπως προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους τους. Έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αναφέρει και όσα γεγονότα δεν εμπίπτουν στην προσωπική της γνώση είναι αληθινά, αποκαλύπτει δε την πηγή γνώσης της σε κάθε άλλη περίπτωση.

 

Ως αναφέρει η ομνύουσα προκύπτει από το Γενικό Κλητήριο Ένταλμα ότι οι Ενάγοντες εδράζουν μέρος των αξιώσεων τους όχι αποκλειστικά σε ισχυρισμούς παράβασης σύμβασης αλλά στην έκταση που αφορούν ορισμένους των Εναγομένων, σε ισχυρισμούς απτόμενους συνομωσίας, απάτης και δόλου. Οι Αιτητές αποτελούν ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη στην Κύπρο και διατηρούν γραφεία στην Λεμεσό από όπου διεξάγουν τις εργασίες τους. Οι Αιτητές αποτελούν εταιρεία παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανειοδοτήσεων και/ή ενοικιαγοράς (leasing) και/ή συναφών εργασιών με κύριο τομέα δραστηριοποίησης την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων για αγορά και/ή ενοικιαγορά μηχανοκίνητων οχημάτων. Στα πλαίσια των εργασιών των Αιτητών δημιουργούνται συνεργασίες με διάφορους πωλητές και/ή μεταπωλητές καινούργιων και μεταχειρισμένων μηχανοκίνητων οχημάτων μέσω των οποίων οι διάφοροι ενδιαφερόμενοι πελάτες τους μπορούν να συνάπτουν συμφωνίες δανείου και/ή ενοικιαγοράς οχημάτων. Οι ενδιαφερόμενοι πελάτες επιλέγουν το μηχανοκίνητο όχημα της αρεσκείας τους και δηλώνουν το ενδιαφέρον τους για να τους παρέχεται πιστωτική διευκόλυνση για την αγορά του. Οι εξουσιοδοτημένοι συνεργάτες έχουν πρόσβαση στο εξειδικευμένο ηλεκτρονικό σύστημα των Αιτητών, για να δημιουργήσουν και να προωθήσουν την αίτηση δανειοδότησης για κάθε ενδιαφερόμενο πελάτη. Μετά από εξέταση της αίτησης τους, με βάση την προσκόμιση ανάλογων προσωπικών και οικονομικών εγγράφων, και έγκριση της από τους Αιτητές ο ενδιαφερόμενος πελάτης υπογράφει την εκάστοτε τυποποιημένη συμφωνία στο κατάστημα και/ή μάντρα του συνεργάτη των Αιτητών όπου εκ μέρους των Αιτητών υπογράφει ο εκάστοτε συνεργάτης και/ή ιδιοκτήτης του καταστήματος και/ή μάντρας πώλησης μηχανοκίνητων οχημάτων στην βάση πληρεξουσίου εγγράφου και της εταιρικής σφραγίδας των Αιτητών, που του παρέχεται για το σκοπό αυτό.

 

Η Εναγόμενη 1 εταιρεία (στο εξής «η IGNACAR») είναι Κυπριακή εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, η οποία ενεγράφη στις 08/02/2016 με αριθμό 352059. Η εγγεγραμμένη διεύθυνση της είναι η Μιχαήλ Ζένιου, 9, Αραδίππου 7100, Λάρνακα. Ο Εναγόμενος 2, είναι ο αποκλειστικός μέτοχος, διευθυντής και γραμματέας της IGNACAR και η Εναγόμενη 3, εξ΄ όσων γνωρίζει είναι σύζυγος του Εναγόμενου 2 και μητέρα των δύο του παιδιών. Δηλώνει δε ως διεύθυνση διαμονής της την πιο πάνω διεύθυνση.

 

Στα πλαίσια επέκτασης του δικτύου και των εργασιών των Αιτητών, οι τελευταίοι συνεργάστηκαν κατά ή περί το έτος 2022 με τον Εναγόμενο 2 και την εταιρεία του Εναγόμενη 1. Αρχικά η συνεργασία περιορίστηκε στην παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή δανείων προς τους πελάτες της Εναγόμενης 1 και/ή του Εναγόμενου 2. Στη συνέχεια, έπειτα από αίτημα του Εναγόμενου 2 και/ή της Εναγόμενης 1 υπογράφτηκε μεταξύ των Αιτητών και της Εναγόμενης 1 συμφωνία παροχής δανείου προς την Εναγόμενη 1 για την εισαγωγή και/ή αγορά συγκεκριμένων μηχανοκίνητων οχημάτων με σκοπό την μεταπώληση τους. Η συμφωνία δανείου ημερομηνίας 29/06/2022 επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2 (στο εξής «η 1η Συμφωνία Δανείου»).

 

Οι βασικοί όροι της 1ης Συμφωνίας Δανείου ήταν οι εξής:

 

    1. Το ποσό του δανείου καθορίστηκε στις €70.000.
    2. Το δάνειο θα έφερε ετήσιο τόκο ίσο με αναφορά στο επιτόκιο που δημοσιεύεται στην Κρατική Εφημερίδα  κάθε τρείς μήνες. Κατά την σύναψη της συμφωνίας το ετήσιο επιτόκιο δανείου ανέρχετο στο 7,99%.
    3. Η διάρκεια αποπληρωμής του δανείου καθορίστηκε στους 6 μήνες.
    4. Το ποσό του δανείου θα χρησιμοποιείτο για την εισαγωγή και/ή αγορά συγκεκριμένων μηχανοκίνητων οχημάτων ως την λίστα αυτοκινήτων που προνοείτο  στην συμφωνία επιβάρυνσης/εξασφάλισης- Παράρτημα Α της 1ης Συμφωνίας Δανείου.
    5. Οι Αιτητές θα ενεγράφονταν ως συνιδιοκτήτες στα μηχανοκίνητα οχήματα.
    6. Σε περίπτωση που η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 παρέβαιναν οποιοδήποτε όρο της Συμφωνίας, οι Αιτητές θα είχαν την δυνατότητα να παραλάβουν κατοχή των μηχανοκίνητων οχημάτων και να τα πουλήσουν με σκοπό την  αποπληρωμή οποιουδήποτε οφειλόμενου ποσού.
    7. Όλοι οι πρωτότυποι τίτλοι ιδιοκτησίας των οχημάτων θα εκρατούντο από τους Αιτητές στην βάση του Παραρτήματος Β.

 

Η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 παρέδωσαν σχετική λίστα με αυτοκίνητα σύμφωνα με το Παράρτημα Α της 1ης Συμφωνίας Δανείου την 03/08/2022 η οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 3. Τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα δηλώθηκαν από την Εναγόμενη 1 και/ή τον Εναγόμενο 2 ότι αγοράστηκαν με το ποσό του δανείου και θα αποτελούσαν εξασφάλιση προς όφελος των Αιτητών ως προνοείτο στην συμφωνία επιβάρυνσης/εξασφάλισης, Παράρτημα Α. Ο Εναγόμενος 2 εγγυήθηκε προσωπικά την πιστή τήρηση των όρων της 1η Συμφωνίας Δανείου με την υπογραφή σχετικού εγγράφου το οποίο επισυνάπτετο σε αυτήν. Ταυτόχρονα με την υπογραφή της εν λόγω συμφωνίας Δανείου υπογράφτηκε και συμφωνία διαφήμισης και προώθησης της Εναγόμενης 1 και/ή του Εναγόμενου 2 από τους Ενάγοντες, Τεκμήριο 4. Οι βασικοί όροι της Συμφωνίας Διαφήμισης και Προώθησης ήταν οι εξής:

 

    1. Το συμφωνηθέν ποσό που έπρεπε να καταβάλει η Εναγόμενη 1 για τις υπηρεσίες Διαφήμισης και Προώθησης ήταν €1,677.50 πλέον Φ.Π.Α.
    2. Η διάρκειας της Συμφωνίας καθορίστηκε στους 6 μήνες έτσι ώστε να συμβαδίζει με την διάρκεια της 2ης Συμφωνίας Δανείου.

 

Η πρακτική για την αποπληρωμή τέτοιας φύσεως δανείου ήταν με την εκάστοτε πώληση οχήματος που περιλαμβανόταν στην λίστα είτε μέσω δανειοδότησης πελάτη είτε απευθείας πώλησης, οι Αιτητές απόκοπταν το ποσό του κόστους του οχήματος με τον μέχρι την συγκεκριμένη ημέρα συσσωρευμένο τόκο και τις χρεώσεις (στις περιπτώσεις δανειοδότησης πελατών) και ο συνεργάτης κρατούσε το περίσσευμα.

 

Στην περίπτωση της Εναγόμενης 1 και/ή του Εναγόμενου 2 όμως, όπως διαφάνηκε αργότερα, αυτοί πωλούσαν τα οχήματα της λίστας χωρίς να ενημερώνουν τους Αιτητές και αγόραζαν άλλα οχήματα τα οποία μεταπωλούσαν έτσι ώστε να αποκομίζουν μεγαλύτερο κέρδος με δεδομένο ότι ο τόκος που συσσωρευόταν ήταν στο σύνολο μικρότερος από το συνολικό κέρδος.

 

Έτσι έγινε και στην περίπτωση της 1ης Συμφωνίας, όταν αυτή όδευε προς το τέλος της και οι Αιτητές ζήτησαν ενημέρωση για τα αυτοκίνητα που περιλαμβάνονταν στην λίστα. Οι Αιτητές συμφώνησαν να αποκοπούν τρία συγκεκριμένα οχήματα που πωλήθηκαν σε εγκεκριμένους πελάτες για δανειοδότηση τα οποία ήταν εκτός της λίστας, με αποτέλεσμα το συνολικό οφειλόμενο ποσό κατά την 07/12/2022 να μειωθεί.

 

Για να διατηρούν έλεγχο στις διάφορες αγοραπωλησίες οι Ενάγοντες και η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 υπέγραφαν κατά καιρούς Συμφωνίες Συμψηφισμού, Set-Off Agreements, με τις οποίες συμψήφιζαν τις συναλλαγές από τις αγοραπωλησίες οχημάτων. Συγκεκριμένα υπογράφτηκαν 3 Συμφωνίες Συμψηφισμού την 11/11/2022, 29/11/2022 και 07/12/2022 οι οποίες επισυνάπτονται ως Τεκμήρια 5Α, 5Β και , αντίστοιχα.

 

Κατά η περί τον Δεκέμβριο του 2022 η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 αιτήθηκαν επιπρόσθετο δάνειο ύψους €50.000 για να μπορέσουν να εισαγάγουν και/ή αγοράσουν επιπρόσθετα μηχανοκίνητα οχήματα προς μεταπώληση. Οι Αιτητές αφού έλαβαν υπόψη ότι η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 έδειχναν μέχρι εκείνη την στιγμή πρόθυμοι να αποπληρώνουν την 1η Συμφωνία δανείου και προς τούτο τον σκοπό παρουσιάζετο σταθερή αύξηση πελατείας που προωθείτο προς τους Αιτητές για δανειοδότηση, ενέκριναν το αίτημα τους και προς τούτο υπογράφτηκε η 2η Συμφωνία Δανείου ημερομηνίας 07/12/2022, Τεκμήριο 6. Το ποσό του δανείου καθορίστηκε στις €51.996,23 και το δάνειο θα έφερε ετήσιο τόκο με αναφορά στο επιτόκιο που δημοσιεύεται στην Κρατική Εφημερίδα κάθε τρείς μήνες. Κατά την σύναψη της συμφωνίας δανείου ανέρχετο στο 8,29%. Κατά τα λοιπά οι όροι ήταν οι ίδιοι με την πρώτη συμφωνία. Ο Εναγόμενος 2 εγγυήθηκε προσωπικά την πιστή τήρηση των όρων της 2η Συμφωνίας Δανείου με την υπογραφή σχετικού εγγράφου το οποίο επισυνάπτετο σε αυτήν. Ταυτόχρονα με την υπογραφή της 2ης Συμφωνίας Δανείου υπογράφτηκε και συμφωνία διαφήμισης και προώθησης της Εναγόμενης 1 και/ή του Εναγόμενου 2 από τους Ενάγοντες, Τεκμήριο 7. Το αντάλλαγμα της Συμφωνίας Διαφήμισης και Προώθησης συμφωνήθηκε όπως προστεθεί στην 2η Συμφωνία Δανείου και για αυτό τον λόγο το ύψους του δανείου καθορίστηκε στα €51.996,23 (€1.677,50 + Φ.Π.Α. = 1.996,23).  Αντί λίστας με αυτοκίνητα που θα παρείχαν ως εξασφάλιση της 2ης Συμφωνίας Δανείου, σύμφωνα με το Παράρτημα Α, η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 παρέδωσαν στους Αιτητές τίτλους ιδιοκτησίας και τιμολόγια αγοράς 2 αυτοκινήτων συνολικής αξίας €52.000 ποσό που κάλυπτε το ποσό της δανειοδότησης. Αντίγραφα των εν λόγω τίτλων ιδιοκτησίας και τιμολογίων επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 8.

 

Λόγω της λήξης της 1ης Συμφωνίας Δανείου και αφού αυτή είχε κατά τον Δεκέμβριο 2022 υπόλοιπο το οποίο η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 αδυνατούσαν να αποπληρώσουν καθώς και αριθμό άλλων εισπρακτέων συμφωνήθηκε όπως υπογραφεί 3η Συμφωνία Δανείου η οποία ουσιαστικά περιλάμβανε το υπόλοιπο της 1η Συμφωνίας Δανείου και τα λοιπά εισπρακτέα και έδινε ταυτόχρονα παράταση χρόνου στην Εναγόμενη 1 και/ή τον Εναγόμενο 2 για αποπληρωμή των οφειλών τους. Το ποσό του δανείου υπολογίστηκε στα €51.996,23 και περιλάμβανε και την καινούργια Συμφωνία Διαφήμισης και Προώθησης. Αντίγραφα της 3ης Συμφωνίας Δανείου, της Συμφωνίας Διαφήμισης και Προώθησης καθώς και της Συμφωνίας Συμψηφισμού επισυνάπτονται ως Τεκμήρια 9 ,10 και 11, αντίστοιχα.

 

Για την 3η Συμφωνία Δανείου οι Αιτητές υπολόγισαν πως δεν θα χρειαζόντουσαν νέα λίστα με αυτοκίνητα που θα παρέχονταν ως εγγύηση αφού ουσιαστικά η 3η Συμφωνία Δανείου επέκτεινε την 1η Συμφωνία Δανείου για την οποία είχε παρασχεθεί η λίστα Τεκμήριο 3 και τα αυτοκίνητα που περιλαμβάνονταν σε αυτήν.

 

Η 1η αδικοπραξία

Ως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, τα πρώτα προβλήματα στη συνεργασία των Αιτητών προέκυψαν περί τον Δεκέμβριο 2022 όταν ο η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 δεν φαινόταν να είναι σε θέση να εξοφλήσουν τις υποχρεώσεις που προκύπταν από τα δάνεια που τους παραχωρήθηκαν. Περαιτέρω καθυστερούσαν να παραδώσουν στους Αιτητές τους πρωτότυπους τίτλους ιδιοκτησίας των οχημάτων ως προνοούσε το Παράρτημα Β των Συμφωνιών Δανείου και προς τούτο οι Αιτητές οχλούσαν τακτικά τους Εναγόμενους 1 και/ή 2. Κατά ή περί την 30/03/2023 υπάλληλος των Αιτητών επικοινώνησε με τον Παναγιώτη Σιάηλο, πελάτη των Αιτητών, ο οποίος σύναψε συμφωνία δανείου με τους Αιτητές για την αγορά αυτοκινήτου μέσω του Εναγόμενου 2, και ο οποίος καθυστερούσε κατά πολύ στην αποπληρωμή των δόσεων του. Για τον αναφερόμενο πελάτη, ο Εναγόμενος 2 διεξήγαγε κανονικά τις διαδικασίες για την αίτηση δανειοδότησης, με όλα τα σχετικά στοιχεία που χρειάζονταν καθώς και λεπτομέρειες του οχήματος για το οποίο θα γινόταν δανειοδότηση. Κατόπιν έγκρισης της αίτησης δανείου του πελάτη, ο Εναγόμενος 2, προσκόμισε τα απαραίτητα έγγραφα από τον αιτητή, εκτός τους τίτλους ιδιοκτησίας του οχήματος. Ο Εναγόμενος 2, ισχυριζόταν από τον Δεκέμβριο του 2022, περίοδο κατά την οποία υπογράφηκε η Συμφωνία Δανείου με τον πελάτη, μέχρι τον Μάρτιο του 2023 που έγινε η πιο πάνω επικοινωνία ότι είχε διαδικαστικές καθυστερήσεις.

 

Μετά από συνομιλία που η ομνύουσα είχε με τον κ. Σιάηλο διαφάνηκε ότι ο ίδιος ουδέποτε παρέλαβε οποιοδήποτε αυτοκίνητο. Αντ’ αυτού  όσα ο κ. Σιάηλος ανέφερε στους Αιτητές δεικνύουν ότι τόσο ο ίδιος όσο και οι Αιτητές έπεσαν θύμα απάτης στην οποία άμεση εμπλοκή φαίνεται να είχε τόσο ο Εναγόμενος 2 όσο και η Εναγόμενη 1. Συγκεκριμένα ο κος Σιάηλος ανάφερε ότι ο ίδιος ζήτησε προσωπικό δάνειο από τρίτο πρόσωπο ο οποίος τον παρέπεμψε στον Εναγόμενο 2. Φαίνεται ότι χρησιμοποιήθηκε το πληρεξούσιο έγγραφο που δόθηκε στον Εναγόμενο 2 παράνομα με σκοπό την σύναψη εικονικού δανείου προς όφελος τρίτων αντί του κ. Σιάηλου. Ο τελευταίος ανέφερε ότι έλαβε από το τρίτο πρόσωπο ποσό ύψους €3.000 σε μετρητά, αντί κάποιο αυτοκίνητο, ενώ το αυτοκίνητο το οποίο δηλώθηκε ότι πωλήθηκε στον κο Σιάηλο φαίνεται να είναι διαγραμμένο. Όπως εξήγησε, για να του δοθεί το συγκεκριμένο προσωπικό δάνειο του ζητήθηκε να μεταβεί στο κατάστημα και/ή μάντρα της Εναγόμενης 1 όπου συνάντησε τον Εναγόμενο 2 και όπου του ζητήθηκε να υπογράψει κάποια έγγραφα τα οποία όπως αντιλαμβάνονται οι Αιτητές αποτελούν τα έγγραφα του δήθεν δανείου που δόθηκε για την αγορά αυτοκινήτου. Οι Αιτητές ακόμη προσπαθούν να συλλέξουν στοιχεία σε σχέση με την έκταση της συμμετοχής του Εναγόμενου 2 στην ως άνω αδικοπραξία και προς τούτο ζητούν τα Διατάγματα αποκάλυψης.

 

Η 2η αδικοπραξία

Ως περαιτέρω αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, θορυβούμενοι οι Αιτητές από τα γεγονότα που αφορούσαν το δάνειο του κου Σιάηλου, εντατικοποίησαν τις έρευνες τους σχετικά με όλους τους πελάτες που είχαν συμβληθεί μαζί τους μέσω του Εναγόμενου 2. Περαιτέρω απέστειλαν εργοδοτούμενο τους στο κατάστημα της Εναγόμενης 1 και/ή του Εναγομένου 2 έτσι ώστε να παραλάβει τους τίτλους ιδιοκτησίας των αυτοκινήτων που είχε δηλώσει σαν εξασφάλιση των δανείων η Εναγόμενη 1 μέσω του Εναγόμενου 2 καθώς και τίτλους ιδιοκτησίας οχημάτων που αγοράστηκαν για δανειοδότηση άλλων πελατών, τα οποία δεν είχε προσκομίσει μέχρι εκείνη την ημερομηνία. Τους συγκεκριμένους τίτλους όφειλε ο Εναγόμενος 2 να τους παραδώσει στην βάση του Παραρτήματος Β των Συμφωνιών Δανείου πλην όμως σκαρφιζόταν διάφορες δικαιολογίες για να καθυστερεί την παράδοση τους. Ως διαφάνηκε, ο ίδιος είχε μεταπωλήσει τα αυτοκίνητα χωρίς να ειδοποιήσει τους Αιτητές, και συνεπώς δεν είχε στην κατοχή του τους τίτλους ιδιοκτησίας. Αφού παραδέχτηκε την αδικοπραξία του, παρέδωσε τίτλους ιδιοκτησίας και σχετικά έγγραφα εισαγωγής άλλων αυτοκινήτων τα οποία οι Αιτητές μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν ως εξασφάλιση. Κατά την επίσκεψη του εργοδοτούμενου των Αιτητών ο Εναγόμενος 2 παραδέχτηκε τελικά ότι τα δάνεια που αφορούσαν 4 συγκεκριμένα οχήματα τα είχε αναλάβει ο ίδιος αφού επέστρεψαν τα αυτοκίνητα οι πελάτες και κατέβαλλε τις πληρωμές ο ίδιος μέχρι αυτά να πωληθούν.

 

Κατόπιν της πιο πάνω πληροφόρησης των Αιτητών αυτοί βρήκαν από τα αρχεία τους ότι για ένα από τα 4 οχήματα το οποίο δανειοδότηθηκε προς τον κ. Ανδρέα Γιωρκάτζη o Eναγόμενος 2 ζήτησε από εργοδοτούμενο των Αιτητών, το πόσο της ολικής και πρόωρης εξόφλησης του δανείου στις 03/11/2022, καθώς ο πελάτης εκδήλωσε ενδιαφέρον να το πωλήσει και αφού του αποστάληκε θα ενημέρωνε τους Αιτητές ανάλογα. Ο Eναγόμενος 2 ζήτησε από εργοδοτούμενο των Αιτητών το πόσο της ολικής και πρόωρης εξόφλησης και των 4 δανειοδοτημένων οχημάτων. Μετά από εξέταση των αρχείων από τους Αιτητές για το συγκεκριμένο πελάτη, ήρθε πλέον στην αντίληψη των Αιτητών ότι ο Εναγόμενος προσκόμιζε στους Αιτητές αποδείξεις εισπράξεων πληρωμής από τον πελάτη στα οποία παρατηρήθηκε ότι σε αποδείξεις που εκδόθηκαν μετά την 03/11/2023, είτε οι υπογραφές του πελάτη ήταν διαφορετικές από τις υπογραφές του στις υπογραφές Συμφωνίας Δανείου και στις αποδείξεις πριν τις 03/11/2023, είτε είχε γίνει παράλειψη υπογραφών από τους πελάτες.

 

Φαίνεται, ως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, ότι ο Εναγόμενος 2 για να εξαπατήσει τους Αιτητές έτσι ώστε αυτοί να πιστεύουν ότι ο συγκεκριμένος πελάτης αποπλήρωνε κανονικά ο ίδιος τις δόσεις του δανείου του πλαστογραφούσε την υπογραφή του. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 12Α η απόδειξη ημερομηνίας 27/03/2023 (φαίνεται από λάθος γράφτηκε ημερομηνία 27/03/22 αφού το δάνειο για το συγκεκριμένο πελάτη έγινε την 12/05/22) με την υπογραφή που πιθανόν να τοποθετήθηκε από τον Εναγόμενο 2 και ως Τεκμήριο 12Β έντυπο που ετοιμάστηκε από τους Αιτητές με δείγματα των υπογραφών του πελάτη από έντυπα που υπέγραψε ο πελάτης και από την ταυτότητα του.

 

Αντιλαμβανόμενη πλέον ότι ο Εναγόμενος 2 καταχράστηκε το δικαίωμα που του παρείχαν οι Αιτητές για υπογραφή συμφωνιών εκ μέρους τους με το πληρεξούσιο έγγραφο, αδικοπραγώντας ουσιαστικά σε βάρος τους αφού φαίνεται να είχε οικειοποιηθεί το ποσό των 4 δανείων σε πελάτες, την επόμενη μέρα, 31/03/2023, επισκέφθηκε η ίδια με το δικηγόρο των Αιτητών το κατάστημα της Εναγόμενης 1 και/ή του Εναγόμενου 2. Εκεί ο Εναγόμενος 2 παραδέχθηκε τελικά ότι μεταπώλησε τα 4 οχήματα χωρίς να ενημερώσει τους Αιτητές και ανέλαβε ο ίδιος τα δάνεια τους. Σε μια προσπάθεια να λάβουν τουλάχιστον γραπτώς οι Αιτητές τα λεγόμενα του, ετοιμάστηκε επί τόπου μια επιστολή ανάληψης υποχρέωσης την οποία ο Εναγόμενος 2 υπέγραψε, Τεκμήριο 13. Δεσμεύτηκε δε ενώπιον τους ότι θα αποπλήρωνε τα 4 δάνεια εντός των επόμενων 15 ημερών. Στην προσπάθεια της ομνύουσας να εξασφαλίσει τουλάχιστον την αποπληρωμή εκείνων των 4 δανείων αποφάσισε να του παραχωρήσει τις 15 ημέρες που ζητούσε. Περαιτέρω ενημέρωσε τον Εναγόμενο 2 ότι λόγω της πώλησης των συγκεκριμένων αυτοκινήτων που αποτελούσαν μέρος της λίστας που παραδόθηκε στους Αιτητές αναφορικά με την 1η Συμφωνία Δανείου τα δάνεια έμειναν ανεξασφάλιστα και λόγω της παράβασης των όρων των Συμφωνιών Δανείου θα έπρεπε να τερματιστούν και να αποπληρώσει άμεσα ολόκληρα τα ποσά των δανείων.

 

Επειδή ο Εναγόμενος 2 ενημέρωσε ότι δεν θα μπορούσε να εξοφλήσει τα δάνεια άμεσα, του εισηγήθηκε όπως εάν είχε χρησιμοποιήσει τα έσοδα από την πώληση των 4 οχημάτων που βρίσκονταν στην λίστα με τα οχήματα που είχαν προσφερθεί σαν εξασφάλιση για την αγορά άλλων αυτοκινήτων να της παραδώσει τα εν λόγω οχήματα μαζί με οποιοδήποτε άλλο όχημα για να τα παραδώσει σε άλλους συνεργάτες των Αιτητών οι οποίοι θα μπορούσαν να τα πουλήσουν με σκοπό να μειωθεί το χρέος του, στη βάση του όρου 6 του Παραρτήματος Α των Συμφωνιών Δανείου.

 

Ο Εναγόμενος τότε της παρέδωσε τα κλειδιά για ένα αυτοκίνητο μάρκας Infinity με αρ. εγγραφής [ ], μία πλατφόρμα ρυμούλκησης οχημάτων μάρκας ISUZU LORRY με αρ. εγγραφής [ ], και ένα εμπορικό αυτοκίνητο μάρκας IVECO με αρ. εγγραφής  [ ] καθώς και τα κλειδιά του αυτοκινήτου Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] το οποίο αποτελούσε τον αριθμό 2 στην λίστα με τα οχήματα που δόθηκαν σαν εξασφάλιση της 1ης Συμφωνίας Δανείου.

 

Παράλληλα ο Εναγόμενος 2 τους ενημέρωσε ότι ακόμα μια πλατφόρμα μάρκας VAUXHAUL MOVANO με αρ. εγγραφής [ ] για την οποία τους παρέδωσε τα ανάλογα έγγραφα, βρισκόταν σε μηχανικό για επισκευή. Τα υπόλοιπα οχήματα μεταφέρθηκαν στην Λεμεσό πλην της πλατφόρμας ρυμούλκησης οχημάτων με αρ. εγγραφής [ ] η οποία παρουσίασε μηχανικά προβλήματα στον αυτοκινητόδρομο και του εμπορικού οχήματος με αρ. εγγραφής [ ] που επίσης παρουσίασε προβλήματα το οποίο στάθμευσαν σε χώρο στάθμευσης στο χωρίο Αλαμινός πλησίον της οικίας εργοδοτούμενου των Αιτητών.

 

Προ ημερών ο τελευταίος την ενημέρωσε ότι αντιλήφθηκε ότι το εν λόγω όχημα δεν βρισκόταν πλέον στον πιο πάνω χώρο. Αμέσως επικοινώνησε με τον Αστυνομικό Σταθμό Κοφίνου, τους ανάφερε το περιστατικό και τις υποψίες της ότι πιθανόν να κλάπηκε από κάποιον εκ των Εναγομένων λόγω των γεγονότων που έλαβαν χώρα αφού πιθανόν ο Εναγόμενος 2 να έχει στην κατοχή του κλειδιά για το εν λόγω όχημα και δεν υπήρχαν σημάδια παραβίασης στον χώρο. Την ενημέρωσαν ότι πρέπει να επικοινωνήσουν οι ίδιοι οι Αιτητές με τον Εναγόμενο 2. Προς αποφυγή ειδοποίησης του Εναγόμενου 2 για την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές δεν είχαν καταγγείλει το περιστατικό, θα το έπρατταν όμως αμέσως μετά την καταχώρηση της παρούσας.

 

Παράλληλα ο Εναγόμενος 2 ενημέρωσε ότι το όχημα μάρκας LAND ROVER DISCOVERY με αρ. εγγραφής [ ], για το οποίο παρέδωσε τους πρωτότυπους τίτλους ιδιοκτησίας ήταν ήδη πωλημένο και η πράξη θα ολοκληρωνόταν σύντομα. Το εν λόγω όχημα αποτελούσε όχημα που εξασφαλίστηκε μέσω της Συμφωνίας Δανείου 2. Ο Εναγόμενος 2, αρνήθηκε να χρησιμοποιήσει το προϊόν πώλησης του συγκεκριμένου οχήματος για να αποπληρώσει μέρος των οφειλών του παρόλο που ολοκλήρωσε την πώληση και εισέπραξε αμοιβή.

 

Η 3η αδικοπραξία

Κατά ή περί τις αρχές Ιουλίου του 2022, ο Γιώργος Ασιμένος ο οποίος υπήρξε πελάτης των Αιτητών ζήτησε από τους Αιτητές να τον βοηθήσουν να εξεύρει νέο αυτοκίνητο για αγορά. Οι Αιτητές τον παρέπεμψαν στην Εναγόμενη 1 και/ή τον Εναγόμενο 2. 

 

Κατά η περί την 05/07/2022 καταχωρήθηκε αίτηση στο σύστημα των Αιτητών για χρηματοδότηση αγοράς από τον κο Ασιμένο ενός αυτοκινήτου μάρκας Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ].Την 19/07/2022 καταχωρήθηκε νέα αίτηση στο σύστημα των Αιτητών για το ίδιο αυτοκίνητο εκ μέρους του κου Ασιμένου αλλά με διαφορετικούς όρους προκαταβολής. Οι Αιτητές λόγω της διαφοράς που φάνηκε στο σύστημα επικοινώνησαν απευθείας με τον κο Ασιμένο ο οποίος τους εξήγησε ότι ως μέρος της προκαταβολής των €23.000 που απαιτούσαν οι Αιτητές για την δανειοδότηση του είχε συμφωνήσει να παραχωρήσει το προηγούμενο αυτοκίνητο του επίσης μάρκας Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ]. Για το σκοπό αυτό είχε παραδώσει στον Εναγόμενο 2 πρωτότυπο τίτλο ιδιοκτησίας και υπογεγραμμένη φόρμα μεταβίβασης οχήματος.

 

Το εν λόγω αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] ήταν αυτό που ο Εναγόμενος παραχώρησε ως εξασφάλιση στην πρώτη λίστα αυτοκινήτων που αφορούσαν την 1η Συμφωνία Δανείου με δηλωμένη αξία αγοράς €20.000 και το οποίο παραδόθηκε στους Αιτητές κατά την 31/03/2023 μαζί με τον πρωτότυπο τίτλο ιδιοκτησίας και την υπογεγραμμένη φόρμα μεταβίβασης η οποία όπως αντιλήφθηκαν οι Αιτητές κατά την παραλαβή της δεν ήταν πιστοποιημένη. Το γεγονός της μη πιστοποίησης δεν αποτελούσε εμπόδιο για τους Αιτητές αφού ο κος Ασιμένος ήταν παλιός πελάτης των Αιτητών και είχαν την δυνατότητα να του ζητήσουν να υπογράψει νέα φόρμα μεταβίβασης ενώπιον πιστοποιούντα υπαλλήλου που θα μπορούσε να πιστοποιήσει την υπογραφή του για σκοπούς μεταβίβασης.

 

Κατά την 05/04/2023 οι Αιτητές είχαν εξεύρει μέσω συνεργατών τους, ενδιαφερόμενο αγοραστή για το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής MYA 060 για το ποσό των €19.900. Το ποσό της πώλησης το οποίο ανερχόταν στις €20.000 καθορίστηκε με βάση την αξία που είχε δηλωθεί από τον ίδιο τον Εναγόμενο 2 στην λίστα με αυτοκίνητα που είχε παραδώσει στους Αιτητές.

 

Στο μεταξύ ο Εναγόμενος 2 είχε εξεύρει αγοραστή για το αυτοκίνητο μάρκας Infinity με αρ. εγγραφής [ ] το οποίο είχε παραδώσει στους Αιτητές. Η συγκεκριμένη ενδιαφερόμενη είχε εγκριθεί από τους Αιτητές για δανειοδότηση και παρά το ότι τα γραφεία των Αιτητών ήταν κλειστά από τις 13/04/2023 μέχρι την 18/04/2023, εργοδοτούμενος των Αιτητών μετέβηκε στη Λάρνακα για να παραδώσει το συγκεκριμένο αυτοκίνητο στον Εναγόμενο 2 για να τον βοηθήσουν να ολοκληρώσει την πώληση και να μειώσει τις οφειλές του προς τους Αιτητές. 

 

Κατά την παράδοση ο Εναγόμενος 2 ενημέρωσε τον εργοδοτούμενο των Αιτητών ότι μπορεί να είχε εξεύρει ενδιαφερόμενο αγοραστή για το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] και ζήτησε να του παραδοθεί. Ο εργοδοτούμενος των Αιτητών ενημέρωσε τον Εναγόμενο 2 ότι δεν γνώριζε αν είχε πωληθεί ή όχι και ότι θα τον ενημέρωναν με την επιστροφή της ομνύουσας στην Κύπρο (απουσίαζε στο εξωτερικό από τις 09/04/2023 μέχρι τις 18/04/2023).

 

Στις 19/04/2023 ο ίδιος εργοδοτούμενος μετέβηκε στην Λάρνακα, στον Εναγόμενο 2 για τη υπογραφή της Συμφωνίας Δανείου με την ενδιαφερόμενη αγοραστή για το αυτοκίνητο μάρκας Infinity με αρ. εγγραφής [ ] και τα έγγραφα που ήταν απαραίτητα για την εγγραφή του αυτοκινήτου. Εκεί ενημέρωσε τον Εναγόμενο 2 ότι το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] είχε συμφωνηθεί να πωληθεί γεγονός που εξαγρίωσε τον Εναγόμενο 2 ο οποίος άρχισε να φωνασκεί και να λέει ότι οι Αιτητές δεν είχαν δικαίωμα να το πωλήσουν σε τέτοια χαμηλή τιμή και ότι η αξία του αυτοκινήτου ξεπερνούσε τις €30.000. Σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε μαζί του το ίδιο βράδυ ανάφερε ότι όποιος έκανε την μεταβίβαση του Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] θα πήγαινε φυλακή και ρωτούσε επανειλημμένα αν είχε γίνει ήδη η μεταβίβαση. Αρνήθηκε δε να υπογράψει τα έγγραφα για την πώληση του αυτοκινήτου μάρκας Infinity.

 

Την 20/04/2023 ο δικηγόρος των Αιτητών επικοινώνησε με τον Εναγόμενο 2 για να διαπιστώσει ποιο ήταν το πρόβλημα του Εναγομένου 2 αφού ο ίδιος είχε παραδώσει τα κλειδιά των αυτοκινήτων για να μπορέσουν οι Αιτητές να τον βοηθήσουν να τα πωλήσει και να μειώσει το χρέος του. Ο Εναγόμενος 2 ανέφερε ότι η τιμή που πωλείτο το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] ήταν πολύ χαμηλή και ότι ο ίδιος είχε εξεύρει «δήθεν» αγοραστή για το ποσό των €30.000. Ο δικηγόρος των Αιτητών του ανάφερε ότι η τιμή καθορίστηκε έχοντας υπόψη την δική του εκτίμηση. Τότε ο Εναγόμενος 2 ζήτησε να του δοθεί χρόνος μέχρι την 26/04/2023 για να σκεφτεί πως θα προχωρήσει.

 

Την 26/04/2023 ο δικηγόρος των Αιτητών επικοινώνησε με τον δικηγόρο του Εναγόμενου 2 ο οποίος του ανάφερε ότι το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] όχι μόνο είχε πωληθεί από τον Εναγόμενο 2 σε τρίτο πρόσωπο αλλά είχε ήδη εκδοθεί και καινούργιος τίτλος ιδιοκτησίας επ’ ονόματι του αγοραστή. Έκπληκτος ο δικηγόρος των Αιτητών ρώτησε πως ήταν δυνατόν να είχε πωληθεί και μεταβιβαστεί το συγκεκριμένο αυτοκίνητο αφού τόσο αυτό όσο και ο πρωτότυπος τίτλος ιδιοκτησίας με ημερομηνία έκδοσης πρωτοτύπου 12/07/2022, Τεκμήριο 14 βρίσκονταν στην κατοχή των Αιτητών. Τότε ο δικηγόρος του Εναγόμενου 2 απέστειλε μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας αποστολής μηνυμάτων Viber φωτογραφία του τίτλου ιδιοκτησίας ημερομηνίας 05/04/2023 στον οποίο παρουσιαζόταν σαν νέος ιδιοκτήτης η Εναγόμενη 3, Τεκμήριο 15. Κατά την πιο πάνω τηλεφωνική επικοινωνία η Εναγόμενη 3 παρουσιαζόταν ως τρίτος πελάτης και δεν είχε αναφερθεί σχέση της με τον Εναγόμενο 2.

 

Μετά την πιο πάνω ενημέρωση η ενόρκως δηλούσα τηλεφώνησε άμεσα στον προηγούμενο ιδιοκτήτη του αυτοκινήτου, κο Ασιμένο για να ρωτήσει κατά πόσο γνώριζε για την μεταβίβαση ο οποίος την ενημέρωσε ότι περίπου δύο εβδομάδες προηγουμένως τον είχε επισκεφτεί ο Εναγόμενος 2 και του ζήτησε να υπογράψει μια φόρμα μεταβίβασης γιατί, όπως ισχυρίστηκε, την είχε χάσει. Τον ρώτησε κατά πόσο είχε υπογράψει ενώπιον πιστοποιούντα υπαλλήλου και της απάντησε αρνητικά. Επειδή η διεύθυνση που αναγραφόταν στον νέο τίτλο ιδιοκτησίας της φάνηκε γνώριμη, μετά από έλεγχο που έκανε διαπίστωσε ότι ήταν η ίδια με το εγγεγραμμένο γραφείο της Εναγόμενης 1. Στη συνέχεια πραγματοποίησε έλεγχο σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης για την Εναγόμενη 3 και αντιλήφθηκε ότι η αυτή ήταν η σύζυγος και μητέρα των παιδιών του Εναγόμενου 2.

 

Σε αυτό το σημείο άρχισε να αντιλαμβάνεται την έκταση της αδικοπραξίας του Εναγόμενου 2 με την συμμετοχή της Εναγομένης 3. Όπως φαίνεται 5 ημέρες μετά την παράδοση του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής MYA 060 στους Αιτητές, οι οποίοι εξάσκησαν τα δικαιώματα τους με βάση το Παράρτημα Β της Συμφωνίας Δανείου, ο Εναγόμενος 2 με την συνεργασία της συζύγου του, Εναγόμενης 3, έσπευσε να αποξενώσει και να μεταβιβάσει το αυτοκίνητο επ’ ονόματι της με σκοπό την καταδολίευση των Αιτητών. Στη διάπραξη της πιο πάνω απάτης φαίνεται να έχουν διαπραχθεί και σωρεία παρανομιών με την βοήθεια λειτουργών της Δημοκρατίας αφού η υπογραφή του κου Ασιμένου δεν τέθηκε στην παρουσία πιστοποιούντα υπαλλήλου, ούτε εμφανίστηκε κατ’ ιδίαν σε οποιονδήποτε κέντρο για μεταβίβαση του αυτοκινήτου στην Εναγόμενη 3 και συνεπώς πιθανόν να διαπράχθηκαν αδικήματα από πιστοποιών υπάλληλο που ψευδώς πιστοποίησε την υπογραφή του κατά παράβαση του περί Πιστοποιούντων Υπαλλήλων Νόμου του 2012. Περαιτέρω, η μεταβίβαση ενός αυτοκινήτου γίνεται πάντοτε με την προσκόμιση του πρωτότυπου τίτλου ιδιοκτησίας ο οποίος βρισκόταν στην κατοχή των Αιτητών. Για την έκδοση νέου τίτλου ιδιοκτησίας απαιτείται ενημέρωση της αστυνομίας ότι απωλέσθηκε από τον προηγούμενο ιδιοκτήτη. Ο τελευταίος ουδέποτε προέβηκε σε οποιαδήποτε τέτοια ενέργεια και για να γίνει η οποιαδήποτε επανέκδοση πρωτότυπου τίτλου ιδιοκτησίας καταχωρείται ειδική αίτηση.

 

Την 26/04/2023, μετά την τηλεφωνική επικοινωνία του δικηγόρου των Αιτητών με τον δικηγόρο του Εναγομένου 2 ο τελευταίος απέστειλε επιστολή προς τους Αιτητές με την οποία επιβεβαίωνε ότι το αυτοκίνητο το είχε παραδώσει ο ίδιος για να το πωλήσουν οι Αιτητές και απαιτούσε όπως το εν λόγω αυτοκίνητο παραδοθεί άμεσα στον ίδιο για να το παραδώσει στον «νόμιμο» ιδιοκτήτη του. Καμία αναφορά δεν έκανε στην παράνομη μεταβίβαση που πραγματοποίησε προς όφελος της Εναγόμενης 3 από τις 05/04/2023, απειλούσε δε ότι σε αντίθετη περίπτωση θα προχωρούσε με καταγγελία στην Αστυνομία. Ως  αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, ο Εναγόμενος 2 και/ή η Εναγόμενη 3 προχώρησαν με καταγγελία στην Αστυνομία Λάρνακας στο Τμήμα Ανιχνεύσεως Εγκλημάτων.

 

Σε σχέση με τις αιτούμενες θεραπείες η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι το αιτούμενο υπό την παράγραφο Α διάταγμα αφορά σε διάταγμα τύπου Mareva, αντικείμενο του οποίου είναι το ποσό της οφειλής των Εναγομένων 1 και/ή 2 όπως εκτιμήθηκε στην βάση των Συμφωνιών Δανείου την εξόφληση των οποίων ανέλαβε προσωπικά ο Εναγόμενος 2 καθώς και το δάνειο του κου Σιάηλου το οποίο ήταν προϊόν απάτης στην οποία εμπλέκεται ο Εναγόμενος 2, που σήμερα ανέρχεται σε €167.546,45 Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 17 κατάσταση που ετοιμάστηκε από τους Αιτητές με τα πιο πάνω ποσά.

 

Οι Αιτητές γνωρίζουν ότι η Εναγόμενη 1 και/ή ο Εναγόμενος 2 κατέχουν λογαριασμό σε πιστωτικό ίδρυμα εκτός της Κυπριακής Δημοκρατίας και συγκεκριμένα στο Transferwise Βελγίου αφού ο ίδιος ο Εναγόμενος 2 ζήτησε σε συγκεκριμένη πληρωμή να του εμβάσουν χρήματα στο λογαριασμό με όνομα IGNA CAR SALES LTD με αναγνωριστικό αριθμό BIC [ ] και ΙΒΑΝ [ ] και ενόψει τούτου αιτούνται όπως τα Διατάγματα καλύπτουν και πιστωτικά ιδρύματα εκτός της δικαιοδοσίας. Αντίγραφο του εμβάσματος που δείχνει τον σχετικό τραπεζικό λογαριασμό επισυνάπτεται και σημειώνεται ως Τεκμήριο 18.

 

Σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα εν λόγω διατάγματα, είναι απίθανο να μπορεί να έχει αντίκρισμα η οποιαδήποτε απόφαση του Δικαστηρίου υπέρ των Αιτητών καθώς στο μεταξύ οι Εναγόμενοι ευχερώς θα δύνανται να αποξενώσουν ή να αποκρύψουν τα όποια περιουσιακά τους στοιχεία. Υπαρκτός είναι δε ο κίνδυνος αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων λαμβάνοντας ιδίως υπόψιν την απατηλή συμπεριφορά των Εναγομένων στην αποξένωση του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής MYA 060.

 

Σε ότι αφορά τα αιτούμενα διατάγματα της παραγράφου Ε αυτά έχουν επικουρικό/ υποβοηθητικό χαρακτήρα και είναι εύλογες και αναγκαίες παρεπόμενες θεραπείες, προκειμένου να ευδοκιμήσουν τα ουσιαστικά διατάγματα Mareva.

 

Όσον αφορά το Διάταγμα μη αποξένωσης των οχημάτων του Παραρτήματος Α, ως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, οι Αιτητές έχουν ενημερωθεί από δύο πελάτες ότι έχουν επιστρέψει τα οχήματα τους στην μάντρα αυτοκινήτων και/ή στο κατάστημα της Εναγόμενης 1 για την μεταπώληση τους και πρόωρη εξόφληση της δανειοδότησης τους. Το πιο πάνω επιβεβαίωσε και ο Εναγόμενος 2. Πρόκειται για τα οχήματα με αριθμούς εγγραφής [ ] και [ ] αριθμούς 1 και 2 στο Παράρτημα Α. Για την αγορά των εν λόγω αυτοκινήτων οι Αιτητές παραχώρησαν δανειοδότηση και επομένως τα εν λόγω οχήματα ουσιαστικά ανήκουν στους Αιτητές αφού το τίμημα πώλησης τους το κατέβαλαν οι ίδιοι στην Εναγόμενη 1 και/ή στον Εναγόμενο 2 για σκοπούς αγοράς τους εκ μέρους των δανειοληπτών. Ο Εναγόμενος 2 αναγνώρισε τα πιο πάνω και είχε κρατήσει τα αυτοκίνητα για πιθανή πώληση.  Οι Αιτητές είχαν ήδη στην κατοχή τους τους πρωτότυπους τίτλους ιδιοκτησίας αντίγραφα των οποίων επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 19.

 

Λόγω του ότι ο Εναγόμενος 2 έχει ήδη προβεί σε αποξένωση του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ] και επειδή τα εν λόγω οχήματα είναι εγγεγραμμένα επ’ ονόματι των δανειοληπτών, είναι προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως αυτά μη αποξενωθούν από τους Εναγόμενους.

 

Τα οχήματα υπό αριθμούς 3-7 στο Παράρτημα Α, αποτελούν τα οχήματα που ο Εναγόμενος αντικατέστησε στην λίστα αυτοκινήτων που προνοείτο στην συμφωνία επιβάρυνσης/εξασφάλισης - Παράρτημα Α της 1ης Συμφωνίας Δανείου και για τα οποία ο Εναγόμενος 2 παρέδωσε στους Αιτητές τα πρωτότυπα πιστοποιητικά εισαγωγής και τίτλο ιδιοκτησίας τα οποία επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 20.

 

Σε σχέση με το ζητούμενο Διάταγμα Norwich Pharmacal, η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι οι Αιτητές αγνοούν τις περιστάσεις που οδήγησαν στην αδικοπραξία σε βάρος τους, που είχε σαν αποτέλεσμα να υποστούν ζημιές, ούτε δε γνωρίζουν κατά πόσον έχουν αναμιχθεί στην αδικοπραξία και άλλα πρόσωπα πέραν των Εναγομένων. Είναι η θέση τους ότι με βάση το υλικό που είναι στην διάθεση του Δικαστηρίου, ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση διατάγματος αποκάλυψης. Υφίστανται ισχυρές ενδείξεις για αδικοπραξία και μάλιστα σύνθετη υπό την έννοια ότι η αγωγή αφορά σε συνομωσία γενόμενη τόσο με νόμιμα όσο και παράνομα μέσα. Ως αναφέρουν, ο όγκος του υλικού προϊόν της έρευνας των Αιτητών και των δικηγόρων τους σε συνάρτηση με τα γεγονότα τα οποία εκτίθενται δεικνύει ότι έχει διαπραχθεί δίχως άλλο αδικοπραξία εις βάρος τους, την έκταση δε αλλά και όλες τις πτυχές της ωστόσο οι Αιτητές αγνοούν ώστε να έλκει το αίτημα αποκάλυψης των την συνδρομή του Δικαστηρίου. Είναι δε απαραίτητα και αναγκαία τα αιτούμενα στοιχεία και πληροφορίες για σκοπούς δικογράφησης εντός δικαιοδοσίας αλλά και ενδεχόμενης προώθησης δικαστικών μέτρων και για να διαφανεί η εμπλοκή ίσως άλλων τρίτων προσώπων σε σχέση με τις κατ’ ισχυρισμό αδικοπραξίες ώστε να καταστεί δυνατός ο προσδιορισμός όλων των φυσικών και νομικών προσώπων που αναμείχθηκαν ή συνδέθηκαν με οποιονδήποτε τρόπο στην κατ’ ισχυρισμό παράνομη πράξη ή έχουν υποβοηθήσει τον δόλιο σχεδιασμό ειδικά του Εναγομένου 2. Σύμφωνα με τη θέση τους εφόσον οι Αιτητές έχουν πασιφανώς υποστεί ζημιά και απώλειες, εκτός αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα ως ένα ύστατο μέτρο ανάσχεσης μέχρι την διακρίβωση της διαφοράς, θα υποφέρουν έτι περαιτέρω ζημιά αλλά και δεν θα μπορέσουν να λάβουν δικαστικά μέτρα εναντίον τρίτων προσώπων τα οποία ενδεχομένως εμπλέκονται.  Προσθέτει ότι οι Αιτητές δεν έχουν άλλο μέσο ώστε να εξασφαλίσουν τις ζητούμενες πληροφορίες και υφίσταται αδυναμία εντοπισμού λεπτομερειών και στοιχείων, χωρίς τον εξαναγκασμό των Εναγομένων προς τούτο.

 

Σε σχέση με το θέμα του κατεπείγοντος, η ενόρκως δηλούσα εισηγείται ότι λαμβανομένης υπόψη της στάσης και της συμπεριφοράς των Εναγομένων, της περιφρόνησης που επέδειξαν καθώς και των παράνομων ενεργειών τους, εκτός αν χορηγηθούν τα αιτούμενα παρεμπίπτοντα διατάγματα, σε περίπτωση που οι Αιτητές επιτύχουν υφίσταται κίνδυνος πριν από την εκτέλεση οι Εναγόμενοι να προβούν σε ενέργειες τέτοιες ως εκ της φύσης των εργασιών τους που να καθιστούν δυσχερή την εκτέλεση δικαστικής απόφασης. Εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα παγοποίησης, είναι η θέση της ότι θα συνεχίσει από πλευράς των Εναγομένων, η αποξένωση των περιουσιακών τους στοιχείων με δεδομένο ότι ήδη έχουν επιτύχει την παράνομη εγγραφή ενός από αυτών στο όνομα της Εναγόμενης 3. Εκ των γεγονότων προκύπτει ότι η προσβολή των εννόμων δικαιωμάτων των Αιτητών δεν συντελέσθηκε σε ορισμένο χρόνο στιγμιαίο αλλά τελεί κατ’ εξακολούθηση. Λαμβανομένων υπόψη των περιστάσεων ως και της φύσης του αντικειμένου οι Αιτητές ενήργησαν στο δυνατό πλαίσιο οικονομίας χρόνου προκειμένου να προσέλθουν και να θέσουν υπόψη του Δικαστηρίου πλήρη τα γεγονότα και τα διαθέσιμα σε αυτούς στοιχεία αφού η ενημέρωση για την παράνομη μεταβίβαση του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής MYA 060 έγινε μόλις την 26/04/2023.

 

Περαιτέρω, τα αιτούμενα διατάγματα είναι η θέση τους ότι είναι αναλογικά και αναγκαία υπό τις περιστάσεις και η μη έκδοση τους θα προκαλέσει μεγαλύτερη ζημιά στους Αιτητές από αυτήν που έχει ήδη προκληθεί ενώ δεν θα προκληθεί καμία ζημιά στους Εναγόμενους από την έκδοση των διαταγμάτων, εξάλλου δε το αιτούμενο υπό την παρα. ΣΤ διάταγμα προβλέπει για συγκεκριμένες εξαιρέσεις από το βεληνεκές ισχύος του διατάγματος παγοποίησης. Η μη έκδοση των διαταγμάτων θα προκαλέσει μεγάλη αδικία στους Αιτητές γιατί θα επιτρέψει στους Εναγόμενους να εξακολουθήσουν να καρπώνονται τα αποτελέσματα των παράνομων ενεργειών τους ενώ οι Αιτητές ενδεχομένως να υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά και βλάβη, εκτός αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Οι συγκεκριμένοι λόγοι της ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:

 

1. Η αίτηση ημερομηνίας 10/05/2023 και η ένορκη δήλωση που την υποστηρίζει είναι παράτυπη και αντικανονική, δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα ή/και αποτελούν ψευδείς ισχυρισμούς της Αιτήτριας για να παραπλανήσει το Δικαστήριο στην έκδοση του προσωρινού Διατάγματος ή/και η Αιτήτρια απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα τα οποία γνώριζε ή/και όφειλε να γνωρίζει και τα οποία θα επηρέαζαν την απόφαση του Δικαστηρίου.

 

2. Η αιτήτρια στην μονομερή αίτηση της παρέλειψε να αποκαλύψει ως όφειλε όλα τα ουσιώδη γεγονότα ή/και κατά παράβαση του καθήκοντος που είχε έναντι του Δικαστηρίου με την ένορκη δήλωση που παρουσίασε παρέλειψε να παρουσιάσει και αποκαλύψει στο Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα σε σχέση με το αντικείμενο της αίτησης τα οποία όφειλε και θα έπρεπε να γνωρίζει το Δικαστήριο, ανεξάρτητα δε τούτου επιχείρησε να παραπλανήσει το Δικαστήριο μη δίδοντας την πραγματική εικόνα της αληθινής κατάστασης.

 

3. Το Δικαστήριο στην έκδοση του προσωρινού Διατάγματος ημερομηνίας 10/05/2023 παραπλανήθηκε από την Αιτήτρια για το λόγο ότι αυτή απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα τα οποία γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει και τα οποία θα επηρέαζαν την απόφαση του Δικαστηρίου.

 

4. Οι ενάγοντες απέκρυψαν όλα τα πραγματικά γεγονότα από το Δικαστήριο ή/ και δεν αποκάλυψαν τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπόθεση ή/ και δεν προσήλθαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια (with clean hands).

 

5. Η αιτήτρια επικαλείται ισχυριζόμενα γεγονότα στην ένορκη δήλωση της η οποία συνοδεύει την ενδιάμεση αίτηση της ημερομηνίας 10/05/2023 και στην οποία εμπεριέχονται ψευδείς και ανυπόστατοι ισχυρισμοί οι οποίοι δεν ευσταθούν και δεν είναι σε θέση να τους αποδείξει.

 

6. Δεν συνέτρεχαν ούτε συντρέχουν οι απαιτούμενες ή/και οι ελάχιστες προϋποθέσεις για την έκδοση μονομερώς διατάγματος ή/και οι Λόγοι Έκδοσης των Προσωρινών Διαταγμάτων που η Αιτήτρια αιτείται.

 

7. Δεν συντρέχει ούτε υπάρχει, ούτε στοιχειοθετείται το στοιχείο του κατεπείγοντος ούτε και υπάρχουν δεδομένα έκδοσης προσωρινού διατάγματος.

 

8. Δεν υπάρχουν γεγονότα και η Αιτήτρια δεν παρουσιάζει στο Δικαστήριο κανένα πειστήριο ή τεκμήριο ή έστω ένδειξη που να δικαιολογούν τον κατ’ επείγον χαρακτήρα που οφείλει να έχει η αίτηση για έκδοση διατάγματος. 

 

9. Η αίτηση της αιτήτριας αποτελεί κακόπιστο και καταχρηστικό διάβημα καθ’ ότι περιέχει ψευδείς δηλώσεις και παραλείψεις αναφοράς γεγονότων.

 

10. Οι ισχυρισμοί που προβάλλουν οι ενάγοντες είναι προϊόν εκ των υστέρων σκέψης ώστε να επιτύχουν τον αλλότριο σκοπό τους, δηλαδή να εκδιώξουν την εναγόμενη από την μόνιμη κατοικία της (συζυγικό οίκο).

 

11. Δεν δικαιολογείται η έκδοση τους ή/και δεν υπάρχει ισχυρή ή/και καλή αιτία αγωγής ή/και είναι πρόωρη ή/και άνευ αντικειμένου.

 

12. Γενικά η αίτηση είναι νομικά και πραγματικά ανυπόστατη, παράτυπη και νομικά αστήρικτη και ως τέτοια είναι έκθετη σε απόρριψη.

 

13. Οι ενάγοντες με την αίτηση τους παραπλανούν και/ή παραπληροφορούν το Δικαστήριο δια να επιτύχει την έκδοση του Διατάγματος.

 

14. και 17. Δεν υπάρχει «στέρεη μαρτυρία» προς υποστήριξη των ισχυρισμών τους ότι η τυχόν εκδοθείσα απόφαση υπέρ των εναγόντων δεν θα ικανοποιηθεί ή/και δεν δικαιούται σε οποιαδήποτε θεραπεία ή/και δεν υπάρχει καλή ή/και συζητήσιμη υπόθεση εναντίον της εναγόμενης.

 

15. Δεν δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος ή/και θεραπείας υπό όλες τις πιο πάνω περιστάσεις ή/και γεγονότα της υπόθεσης ή/και έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ζητείται καταχρηστικά ή και για σκοπούς πίεσης ή και εκμαίευσης οικονομικού οφέλους εις βάρος της εναγόμενης ή/και η αίτηση καταχωρείται καταχρηστικά.

 

16. Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου ούτε αυτές που τίθενται στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ. 6, άρθρα 4, 5 και 9 για την έκδοση των αιτούμενων Διαταγμάτων.

 

18. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις οι προϋποθέσεις ή/και επιταγές του Νόμου και της Νομολογίας διά την έκδοση των αιτούμενων θεραπειών. 

 

19. Η έκδοση προσωρινού διατάγματος δεν δικαιολογείται ή και σε κάθε περίπτωση θα ήταν αντινομική ή και θα παραβίαζε την αρχή της ίσης μεταχείρισης των διαδίκων αφού συνιστά επιδίκαση της τελικής θεραπείας ή και δίδει την τελική θεραπεία ή και προδικάζει το αντικείμενο της διαδικασίας της κυρίως υπόθεσης.

 

20. Η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος θα ανατρέπει την πρότερα κατάσταση (status quo ante) εις βάρους των συμφερόντων και των δικαιωμάτων του καθ’ ου η αίτηση.

 

21. Δεν αποκαλύπτονται ούτε στοιχειοθετούνται επαρκείς λόγοι για τον νομικό και πραγματικό βάσιμο της αίτησης.

 

Τα γεγονότα της ένστασης στηρίζονται στις επισυνημμένες ένορκες δηλώσεις του Γιώργου Ιγνατίου και Παναγιώτας Μιχαήλ, ημερομηνίας 01/06/2023.

 

Ο Γιώργος Ιγνατίου είναι ο Εναγόμενος/Καθ΄ ου η αίτηση 2 και διευθυντής της Εναγόμενης/Καθ’ ης η αίτηση 1 και γνωρίζει πολύ καλά και από προσωπική γνώση τα γεγονότα που αναφέρει, πλην όσων διαφορετικά εξειδικεύει την πηγή της γνώσης του. Για όσα θέματα είναι νομικής φύσης έλαβε σχετική συμβουλή από τους δικηγόρους του.

 

Είναι η θέση του ότι καμία συνομωσία, απάτη ή/και δόλος έγινε και αναφέρει ότι η Εναγόμενη 3, ήταν πρώην σύζυγος του και μαζί απέκτησαν δύο τέκνα. Κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2022 χώρισαν και ο ίδιος εγκατέλειψε την κατοικία τους.

 

Σε σχέση με την πρώτη συμφωνία δανείου αναφέρει ότι υπέγραψαν τη συμφωνία με αρ. LCC 20220629 667 την 29/06/2022 η οποία μεταξύ άλλων αναφερόταν στο ποσό των €70.000 και η οποία θα είχε ισχύ για περίοδο 6 μηνών από την ημερομηνία της υπογραφής και αφορούσε αυτοκίνητα που θα εισήγαγε η Εναγόμενη 1 από το εξωτερικό χωρίς να αναγράφονται πουθενά τα συγκεκριμένα αυτοκίνητα. Αυτή η συμφωνία αποτελείτο από 11 σελίδες. Μετά που χώρισε και εγκατέλειψε την κατοικία του, απώλεσε αρκετά έντυπα ή/και συμφωνίες μεταξύ άλλων και την παρούσα. Στη συμφωνία που καταχώρησαν ως Τεκμήριο 2 οι Αιτητές  και συγκεκριμένα στις σελίδες 1 μέχρι και 5 συμφωνεί με τις μονογραφές και αναγνωρίζει την υπογραφή του. Στις σελίδες 6, 7 και 8 που είναι για το APPENDIX A, δεν αναγνωρίζει τις μονογραφές και αντιλήφθηκε ότι δεν είναι δικές του και είναι, ως ισχυρίζεται, προϊόν πλαστογραφίας από άγνωστο του άτομο, και ίσως γι’ αυτό το λόγο δεν υπάρχουν οι υπογραφές μάρτυρα της υπογραφής του εγγυητή όπως αναγράφεται στη συμφωνία. Η υπογραφή της σελίδας με αύξων αριθμό 9 είναι δική του. Συνεπώς οι ενδιάμεσες σελίδες είναι προϊόν πλαστογραφίας, δόλου και απάτης, τις αντάλλαξαν με τις κανονικές, έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να τροποποιήσουν το περιεχόμενο των σελίδων αυτών με αύξων αριθμό 6, 7 και 8. Επίσης αναφορικά με τις σελίδες 10 και 11 που αναφέρονται ως APPENDIX A, τις μονογραφές που υπάρχουν σε αυτές, δεν τις αναγνωρίζει, δεν είναι δικές του και είναι προϊόν πλαστογραφίας από άγνωστο του άτομο. Συνεπώς οι σελίδες αυτές είναι προϊόν πλαστογραφίας, δόλου και απάτης, τις αντάλλαξαν με τις κανονικές, έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να τροποποιήσουν το περιεχόμενο των σελίδων αυτών με αύξων αριθμό 10 και 11. Προς απόδειξη των πιο πάνω αποτάθηκε σε εμπειρογνώμονα γραφολόγο, ο οποίος πιστοποίησε ότι δεν είναι οι δικές του μονογραφές. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 1 η έκθεση του εμπειρογνώμονα. Οι πιο πάνω συμφωνίες που κατάθεσαν οι Αιτητές ως Τεκμήριο 2 και ειδικά τα APPENDIX A και Β είναι τα συγκεκριμένα στα οποία το Δικαστήριο στηρίχθηκε και έκδωσε το Διάταγμα, δηλαδή στηρίχθηκε σε πλαστογραφημένα έντυπα, και πέραν αυτών, στηρίχθηκε και σε μια συμφωνία η οποία έχει αποπληρωθεί και εξοφληθεί πλήρως, όπως θα αναλύσει πιο κάτω.

 

Η αναφερόμενη ως 1η συμφωνία η οποία φέρει α/α LCC 20220629 667, για το ποσό των €70.000, πουθενά δεν αναφέρει ότι ή/και ποια συγκεκριμένα αυτοκίνητα είναι δεσμευμένα ή/και έχει οποιαδήποτε τέτοια ρήτρα. Αναφέρουν επίσης οι Αιτητές ότι θα εγγράφονταν ως συνιδιοκτήτες στα μηχανοκίνητα οχήματα. Πουθενά δεν αναφέρεται ποια αυτοκίνητα εννοούν και αν ακόμη θεωρηθεί ότι η θέση τους είναι ορθή, τότε η λέξη συνιδιοκτησία, εννοείται να αναγράφεται στον τίτλο ιδιοκτησίας του κάθε αυτοκινήτου. Επίσης είναι η θέση του ότι όλο το ποσό των €70.000, ξοφλήθηκε πλήρως και συνεπώς, για σκοπούς εντυπωσιασμού και για να παραπλανήσουν το Δικαστήριο, αναφέρουν οι Αιτητές ότι δεν πληρώθηκε. Στο Τεκμήριο 5Α που οι ίδιοι οι Αιτητές καταχώρησαν, ημερ. 11/11/2022 αναγράφει ότι η Εναγόμενη 1, πλήρωσε έναντι της πιο πάνω επίδικης συμφωνίας το ποσό των €21.103,47. Επίσης στο Τεκμήριο 5Γ που οι ίδιοι οι Αιτητές καταχώρησαν, ημερ. 07/12/2023 αναγράφει ότι η Εναγόμενη 1, πλήρωσε έναντι της πιο πάνω επίδικης συμφωνίας το ποσό των €9.834,44. Οι Αιτητές ως ισχυρίζεται δεν ήρθαν με καθαρά χέρια. Παρέλειψαν ή/και απόκρυψαν το έγγραφο πληρωμής ημερ. 12/01/2023 που η Εναγόμενη 1 πλήρωσε και το υπόλοιπο ποσό των €40.774,37 και εξόφλησε την 1η συμφωνία ως το Τεκμήριο 2γ. Επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 2 (2α, 2β και 2γ) και οι τρεις αποδείξεις συμψηφισμού. Το άθροισμα των ποσών των πιο πάνω αντιστοιχεί με το ποσό της 1ης συμφωνίας. Οι Αιτητές απόκρυψαν δολίως από το Δικαστήριο, το σημαντικότερο έγγραφο που αν το ανάφεραν ή/και κατάθεταν τότε καμία επιτυχία θα είχε η αίτηση τους, που συνεπάγεται ότι η 1η συμφωνία που αναφέρονται, ολοκληρώθηκε και δεν ισχύει πλέον από τις 12/01/2023. Πέραν τούτου όμως και με έμμεσο τρόπο κρατώντας στάση σιγής, οι Αιτητές παρουσιάζουν στο Τεκμήριο 17, το συνολικό ποσό που η Εναγόμενη 1 οφείλει. Στην ανάλυση των λογαριασμών διαπιστώνεται ότι η συμφωνία LCC 20220629 667 δεν παρουσιάζει κανένα υπόλοιπο προς εξόφληση.

 

Ο ενόρκως δηλών αρνείται τους ισχυρισμούς των παραγράφων 14 και 15 της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Όπως ανέφερε πιο πάνω οι συμφωνίες που κατάθεσε η Ενάγουσα/Αιτήτρια ως Τεκμήριο 2 και ειδικά τα APPENDIX A και Β είναι πλαστογραφημένες. Πέραν των πιο πάνω, είναι η θέση του ότι το τεκμήριο που κατάθεσαν ημερ. 03/08/2023 καμία σχέση δεν έχει με την 1η συμφωνία. Το Tεκμήριο 3 αναφέρεται στη συμφωνία LCC 20220626 667 και όχι στη συμφωνία LCC 20220629 667 που είναι η 1η συμφωνία. Πέραν τούτου είναι σχήμα οξύμωρο να αναφέρουν ότι έκανε την 1η συμφωνία την 29/06/2022, όπου, μεταξύ άλλων, αναφερόταν σε αυτοκίνητα που θα εισήγαγε η Εναγόμενη 1 από το εξωτερικό, και να τους παραδώσει λίστα με αυτοκίνητα την 03/08/2022 και μάλιστα αυτοκίνητα που ήταν ήδη γραμμένα στην Κύπρο. Συνεπώς με βάση τα πιο πάνω είναι προϊόν δεύτερων σκέψεων για να παραπλανήσουν το Δικαστήριο. Πέραν των πιο πάνω και του ισχυρισμού ότι η πρώτη συμφωνία έχει εξοφληθεί, στο Τεκμήριο 3 που καταχώρησαν οι Αιτητές κανένα αυτοκίνητο δεν είναι ιδιοκτησία της Εναγόμενης 1. Επισυνάπτονται οι τίτλοι ιδιοκτησίας τους ως Τεκμήριο 3. Συνεπώς οι Αιτητές κανένα δικαίωμα ή/και εξουσία έχουν να κινηθούν εναντίον της Εναγόμενης 1, και η οποία καμία σχέση ή/και κατοχή ή/και εξουσία έχει για τα πιο πάνω αυτοκίνητα.

 

Αρνείται τον ισχυρισμό των παραγράφων 16, 17 και 18, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Στη συμφωνία διαφήμισης Τεκμήριο 4 οι μονογραφές στις σελίδες 1 και 2 δεν είναι δικές του, είναι προϊόν πλαστογραφίας από άγνωστο του άτομο, όπως και οι υπόλοιπες. Συνεπώς οι σελίδες αυτές είναι προϊόν πλαστογραφίας, δόλου και απάτης, τις αντάλλαξαν με τις κανονικές, έτσι τους δόθηκε η ευκαιρία να τροποποιήσουν το περιεχόμενο των σελίδων αυτών με αύξων αριθμό 10 και 11. Το Δικαστήριο  έκδωσε το Διάταγμα, στηριζόμενο σε πλαστογραφημένα έντυπα. Παραπέμπει στο Τεκμήριο 1, την έκθεση του εμπειρογνώμονα.

 

Σε σχέση με τις παραγράφους 22 και 24 ως 28, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών που αφορούν τη δεύτερη συμφωνία είναι η θέση του ότι ως αναφέρει η συμφωνία, αυτή έγινε για αυτοκίνητα που θα εισήγαγε η Εναγόμενη 1 από το εξωτερικό και μόνο. Συνεπώς τα αυτοκίνητα που ισχυρίζονται στο Παράρτημα Α, καμία σχέση δεν έχουν με εισαγωγή αλλά, πρόκειται για αυτοκίνητα που ήταν ήδη γραμμένα στην Κύπρο. Καμία λίστα με αυτοκίνητα δεν δόθηκε ή/και συμφωνήθηκε. Επαναλαμβάνει δε, το γεγονός ότι ποτέ δεν αναγράφηκαν οι Αιτητές ως συνιδιοκτήτες παρά μόνο στα δύο αυτοκίνητα που αναφέρονται στην παράγραφο 79 στην ένορκη δήλωση των Αιτητών, Τεκμήριο 19. Αρνείται  επίσης τον ισχυρισμό της παραγράφου 29, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Τα πιο πάνω τιμολόγια και τίτλοι αυτοκινήτων, στα πλαίσια της συνεργασίας τους και επειδή η ενάγουσα, έχει και άλλους συνεργάτες σε όλη την Κύπρο, υπήρχε η δυνατότητα, αυτοκίνητα της Εναγόμενης 1 ή/και αυτοκίνητα πελατών να προωθούνται μέσω της Ενάγουσας και στους άλλους συνεργάτες της για σκοπούς προώθησης και γρηγορότερης πώλησης τους. Στο πιο πάνω πλαίσιο, της προώθησε τα πιο πάνω, Τεκμήριο 8 και για κανένα άλλο λόγο, άλλωστε πουθενά δεν χαρακτηρίζονται με οιονδήποτε τρόπο οι Αιτητές ως ιδιοκτήτης ή και συνιδιοκτήτης στα έγγραφα αυτά. Ο ισχυρισμός της Ενάγουσας ότι προωθήθηκαν ως αναπόσπαστο μέρος της 2ης συμφωνίας, είναι προϊόν δεύτερης σκέψης με σκοπό να παραπλανήσουν Δικαστήριο. Καμία συμφωνία δεν έκαναν για τα αυτοκίνητα που αναφέρονται στο Τεκμήριο 8. Μια επαγγελματική εταιρεία δεν ενεργεί με αυτό τον τρόπο.

 

Σύμφωνα δε με τη 2η συμφωνία, η ημερομηνία λήξης της σύμφωνα με τους όρους της, είναι την 07/05/2023, δηλαδή πριν 3 μέρες μετά την καταχώρηση της παρούσας αίτησης, με όλη την σημασία της.

 

Αρνείται τους ισχυρισμούς των παραγράφων 30 ως 32 της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Πουθενά δεν αναφέρεται η 3η συμφωνία ότι είχε ή/και έχει σχέση με την 1η συμφωνία και ούτε και αναφέρεται ως παράταση της 1ης συμφωνίας. Είναι προϊόν δεύτερης σκέψης των Αιτητών προσπαθώντας να παραπλανήσουν το Δικαστήριο με ψευδείς αναφορές ή/και ισχυρισμούς. Είχαν το θράσος, ως αναφέρει, να καταθέσουν την 3η συμφωνία ως Τεκμήριο 9,10 και 11, που μόνο με την ανάγνωση τους δεν αληθεύουν όσα ισχυρίζονται. Με έντεχνο τρόπο δεν ανάλυσαν ούτε τους όρους της 3ης συμφωνίας, όπως έκαναν και για τις 1η και 2η συμφωνίες, αφού γνωρίζουν ότι καμία σχέση δεν είχε ή/και έχει ή/και αναγράφεται ότι είναι επέκταση της 1ης συμφωνίας. Αναφορικά με την παράγραφο 32 και την λίστα των αυτοκινήτων που καταχώρησαν ως Τεκμήριο 3, επαναλαμβάνει ότι το τεκμήριο που κατέθεσαν ημερ. 03/08/2023 και που αναφέρουν ότι πρόκειται για την 1η συμφωνία καμία σχέση έχει με την 1η συμφωνία. Το Τεκμήριο 3 αναφέρεται στη συμφωνία LCC 20220626 667 και όχι στη συμφωνία LCC 20220629 667 που είναι η 1η συμφωνία, αλλά δεν αναφέρεται ούτε και στην συμφωνία LCC 20231207 904 που είναι η 2η συμφωνία, ούτε και στη συμφωνία LCC 20221229 930 που είναι η 3η συμφωνία. Πέραν τούτου είναι σχήμα οξύμωρο να αναφέρουν ότι έκανε την 1η συμφωνία την 29/06/2022, όπου μεταξύ άλλων αναφερόταν για αυτοκίνητα που θα εισήγαγε η Εναγόμενη 1 από το εξωτερικό, και να τους παραδώσει λίστα με αυτοκίνητα την 03/08/2022 που ήταν ήδη γραμμένα στην Κύπρο. Συνεπώς οι πιο πάνω θέσεις είναι προϊόν δεύτερων σκέψεων για να παραπλανήσουν το Δικαστήριο. Το Τεκμήριο 3 στο οποίο αναφέρονται οι Αιτητές δεν έχει σχέση, σύμφωνα με την εισήγηση του με καμία από τις τρείς συμφωνίες.

 

Επιπλέον των πιο πάνω, δεν είναι δυνατό ο συμψηφισμός και η τελευταία πληρωμή για την 1η συμφωνία να έγινε την 12/01/2023 και η 3η συμφωνία που επικαλούνται ότι έγινε δήθεν για εξόφληση της 1ης να έγινε την 29/12/2022.

 

Σημαντικό είναι, σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα ότι η 3η συμφωνία, σύμφωνα με τους όρους της, λήγει την 29/05/23, δηλαδή 19 ημέρες μετά την καταχώρηση της παρούσας αίτησης και συνεπώς ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία που καταχωρήθηκε τόσο η αγωγή όσο και η αίτηση, συνεπώς η συμφωνία δεν έχει λήξει και οι Αιτητές δεν μπορούν να επικαλούνται ότι με δόλιο τρόπο ή/και απάτη τους ξεγέλασε.

 

Αρνείται τους ισχυρισμούς των παραγράφων 33 - 46 της της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών και αναφέρει ότι ποτέ δεν υπήρχαν προβλήματα στις υποχρεώσεις του, για αυτό το λόγο, ξοφλούσε παλιές συμφωνίες και η Ενάγουσα του έκανε νέες συμφωνίες. Η προθυμία του προς εξόφληση των υποχρεώσεων του, επιβεβαιώνεται μέσω της παραγράφου 23, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Είναι άξιο απορίας σε ποια αυτοκίνητα αναφέρονται και σε ποιες συμφωνίες, για να μπορεί να παραδώσει πρωτότυπους τίτλους ιδιοκτησίας. Αξιοπερίεργο επίσης είναι κατά τη θέση του, ότι αναφέρεται στην παράγραφο 38, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών πως χρησιμοποίησε το πληρεξούσιο έγγραφο με σκοπό την εικονική σύναψη δανείου. Από τα όσα αναφέρονται στις παραγράφους 6 και 7, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών μία πιστωτική διευκόλυνση (σύναψη δανείου) για να εγκριθεί, χρήζει κάποιας διαδικασίας εσωτερικού ελέγχου από τους ίδιους τους Αιτητές. Πως είναι δυνατόν να χρησιμοποίησε ένα πληρεξούσιο για την σύναψη μίας πιστωτικής διευκόλυνσης που θα εγκριθεί και θα πληρωθεί από την Αιτήτρια; Ή μήπως επειδή το συγκεκριμένο δάνειο παρουσίαζε καθυστερήσεις, προσπαθούν να σπιλώσουν και αμαυρώσουν το άτομο του με εικασίες, προσπαθώντας να κερδίσουν την προσοχή του Δικαστηρίου καθώς και να του αποδώσουν ευθύνες που οι ίδιοι θα έπρεπε να αναλάβουν, καθώς έχουν και την τελική έγκριση και ευθύνη της ιδιωτικής πιστωτικής διευκόλυνσης; Είναι πλήρως ατεκμηρίωτοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί τους. Καμία λίστα ή/και συμφωνία με συγκεκριμένα αυτοκίνητα ποτέ δεν έγινε μεταξύ των Αιτητών και της Εναγόμενης 1. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την παράγραφο 32, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Ο ισχυρισμός της παραγράφου 43 της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών ότι σκαρφιζόταν διάφορες δικαιολογίες για να καθυστερήσει την παράδοση των τίτλων έρχεται σε πλήρη αντιπαράθεση με τα όσα αναφέρει η Αιτήτρια στην παράγραφο 32 της ενόρκου δηλώσεως της «…οι Αιτητές υπολόγισαν ότι δεν θα χρειαζόντουσαν νέα λίστα…».  Αρνείται επίσης τους ισχυρισμούς των παραγράφων 47-50 της ενόρκου δηλώσεως. Οι ισχυρισμοί είναι ατεκμηρίωτοι και όφειλαν να αποταθούν σε εμπειρογνώμονα, ως έπραξε και ο ίδιος για να τεκμηριώσουν τους ισχυρισμούς τους. Το συγκεκριμένο ποσό που αναγράφει το Τεκμήριο 12Α, το οικειοποιήθηκε η Ενάγουσα και όχι η Εναγόμενη 1 και ο ίδιος. Αναφορικά με την παράγραφο 48, δεν τον επισκέφθηκαν την 31/03/2023 αλλά την 07/04/2023.  Το Τεκμήριο 13 δεν τους δόθηκε στις 31/03/23 αλλά σε μεταγενέστερο στάδιο, αφού όπως φαίνεται σε αυτό τα υπόλοιπα των πελατών του υπολογίζονται μεταξύ των περιόδων 08/04/2023 και 01/05/2023, στα πλαίσια ανάληψης χρεών των πελατών του, για τα οποία κατέβαλλε μέχρι προσφάτως τις δόσεις τους μετά από συνεννόηση με τους πελάτες του.

 

Αρνείται τους ισχυρισμούς των παραγράφων 51- 56 της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Η ίδια η Ενάγουσα μέσα από την παράγραφο 51 παραδέχεται ότι τα αυτοκίνητα έχουν πωληθεί και ότι το Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ], υπάγεται στην 1η συμφωνία. Με αυτούς τους ισχυρισμούς της, συνεπάγεται ότι δεν τον επισκέφθηκε την 31/03/23 αλλά 07/04/2023, που το εν λόγω αυτοκίνητο είχε ήδη μεταβιβαστεί στην Εναγόμενη 3 την 05/04/2023. Επίσης η παράγραφος 52, αναφέρεται εκ νέου για καταλόγους αυτοκινήτων σε λίστα, και ποτέ δεν παρουσίασαν λίστα ή/και συμφωνία για ποια αυτοκίνητα εννοούν. Ποτέ δεν ανάφερε ότι δεν μπορεί να αποπληρώσει οτιδήποτε. Η παράγραφος 51 με την παράγραφο 53 είναι αλληλοσυγκρουόμενες. Παρόλο που ισχυρίζεται η Ενάγουσα ότι πωλήθηκαν τα αυτοκίνητα και ζήτησαν τον τερματισμό και αποπληρωμή των δανείων, τους δόθηκαν άλλα αυτοκίνητα με σκοπό να τα πωλήσουν μεταξύ άλλων και το Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] που ήταν δήθεν μέρος της 1ης συμφωνίας η οποία έχει πλήρως εξοφληθεί και τερματιστεί στις 12/01/2023. Κανένα ενυπόγραφο έντυπο ή/και συμφωνία δεν έγινε για τα αυτοκίνητα που αναφέρονται στις παραγράφους 53 και 54.

 

Είναι η θέση του ότι το ποσό των €23.000 που ισχυρίζεται η Ενάγουσα ότι ο κ. Ασημένος έδωσε δεν είναι αλήθεια. Η Εναγόμενη 1, αγόρασε το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ], ως προκαταβολή για την αγορά του νέου αυτοκινήτου του κυρίου Ασημένου για €24.000. Επισυνάπτεται τιμολόγιο αγοράς οχήματος υπογραμμένο από τον κύριο Ασημένο, ως Τεκμήριο 4

 

Αρνείται και τους ισχυρισμούς των παραγράφων 59 ως 61 της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών.  Πώς είναι δυνατό να αγοράστηκε το Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] για το ποσό των €24.000 και να ισχυρίζονται οι Αιτητές ότι δηλώθηκε να πωληθεί για το ποσό των €20.000; Το Τεκμήριο 4 δόθηκε στους Αιτητές και ήταν εις γνώσιν τους το ποσό που αγοράστηκε από την Εναγόμενη 1, και ο σκοπός ήταν να πωληθεί πέραν του ποσού των €24.000. Δεν είναι, σύμφωνα με τη θέση του, δυνατό να αγοράζεται χονδρικώς €24.000 και να μεταπωλείται πιο κάτω από την χονδρική αγορά. Σημειώνει ότι, για το συγκεκριμένο όχημα είχαν γίνει κατά τους μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, κάποια πρόσθετα έξοδα συντήρησης του οχήματος, τα οποία αύξησαν το κόστος κτίσης για την Εναγόμενη 1. Μέσα στα πλαίσια της μέχρι τότε συνεργασίας τους το συγκεκριμένο όχημα δόθηκε από την Εναγόμενη 1 στους Αιτητές την 07/04/203 με σκοπό την εξεύρεση πιθανού αγοραστή για το ποσό των €30.000, οι οποίοι για δικούς τους λόγους και χωρίς καμία συγκατάθεση από την Εναγόμενη 1 εκ πρώτης όψεως το πώλησαν για το ποσό των €19.900.  

 

Είναι η θέση του ότι οι Αιτητές δεν βρήκαν ποτέ αγοραστή για το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ]. Από ότι τον πληροφόρησε η Εναγόμενη 3, την 24/04/23 και περί ώρα 20:06 και όταν περιεργαζόταν το διαδίκτυο και συγκεκριμένα το Facebook-Marketplace, τυχαία βρήκε διαφήμιση τη φωτογραφία του αυτοκινήτου της, το οποίο συνοδευόταν από πληροφορίες, και αμέσως κατάλαβε ότι επρόκειτο για το αυτοκίνητο της. Το όχημα της διαφημιζόταν προς πώληση από κάποια Maria Krikova από την Πάφο, το οποίο πωλούσε για το ποσό των €26.000. Τότε έκανε screen shot, με σκοπό να του το αναφέρει. Την επόμενη ημέρα, 25/04/2023 και περί ώρα 22:03, όταν περιεργαζόταν εκ νέου το διαδίκτυο και συγκεκριμένα το Facebook-Marketplace, εντόπισε πάλι τυχαία το πιο πάνω αυτοκίνητο της να διαφημίζεται, αλλά με άλλο όνομα χρήστη και τηλέφωνο. Επρόκειτο για την Miha Antonia. Όπως του ανάφερε, πήρε τηλέφωνο και της απάντησε ένας άνδρας ονόματι Άλεξ, ο οποίος συστήθηκε ως σύζυγος της Miha Antonia και ότι το αυτοκίνητο που διαφημίζει είναι δικό τους και το πωλούν για το ποσό των €26.000. Ρωτώντας τον που μπορεί να τον βρει, της ανάφερε ότι βρισκόταν στην Πάφο περιοχή Πανεπιστημίου. Συνεπώς η Ενάγουσα το πώλησε χωρίς να το μεταβιβάσουν στο όνομα τους, αφού δεν μπορούσαν δια το λόγο ότι το αυτοκίνητο είναι γραμμένο στο όνομα της Εναγόμενης 3. Εκ πρώτης όψεως το αυτοκίνητο φαίνεται να μην είναι καν στην κατοχή τους, αφού πώλησαν ένα όχημα που δεν τους ανήκει και οικειοποιήθηκαν χρήματα και δεν μπορούν τώρα να το μεταβιβάσουν και βρήκαν αυτό τον τρόπο με το διάταγμα για να μπορέσουν να το μεταβιβάσουν. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο 5 τις πιο πάνω δημοσιεύσεις. Ο ίδιος επικοινώνησε με την ενόρκως δηλούσα στην αίτηση και της παραπονέθηκε ότι δεν μπορούν να το διαφημίζουν ή/και πωλήσουν για το ποσό των €26.000 και να το επιστρέψουν άμεσα για να δοθεί στο νόμιμο ιδιοκτήτη του, και του ανάφερε ότι θα ψάξει το θέμα και θα επικοινωνήσει εκ νέου μαζί του, και μέχρι σήμερα δεν έχει καμία άλλη επικοινωνία μαζί της.

 

Αρνείται τους ισχυρισμούς των παραγράφων 62-65 της ενόρκου δηλώσεως της Αιτήτριας και περαιτέρω αναφέρει η Αιτήτρια δεν αναφέρει πότε έγινε η παράδοση. Η παράδοση του αυτοκινήτου Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] στους εργοδοτουμένους της αιτήτριας, έγινε την 07/04/2023 από τον ίδιο και ο ίδιος τους ενημέρωσε ότι το αυτοκίνητο πωλήθηκε και είναι άμεσα διαθέσιμο προς πώληση για το ελάχιστο ποσό των €30.000. Του ανάφεραν ότι μπορούν και οι ίδιοι μέσω των άλλων συνεργατών τους να εξεύρουν αγοραστή και συμφώνησαν να τους το παραδώσει με σκοπό την εξεύρεση πιθανού αγοραστή, εκτός αν βρει ο ίδιος αγοραστή πριν από τους ίδιους, οπόταν και θα του το επέστρεφαν.

 

Επειδή η Εναγόμενη 1, δανείστηκε χρήματα από την Εναγόμενη 3, πρώην σύζυγο του ενόρκως δηλούντα και δεν μπορούσε να την ξοφλήσει ή/και να της δώσει έναντι του χρέους, και ειδικότερα μετά τον χωρισμό τους κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2022, και επειδή η Εναγόμενη 3 ήθελε να νιώθει ασφαλής τουλάχιστο για κάποιο ποσό από την Εναγόμενη 1, της πρότεινε να της μεταβιβάσει το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] στο όνομα της το οποίο, της είχε παραχωρήσει από τον Σεπτέμβριο 2022 με σκοπό να το οδηγήσει και εάν της άρεσε να το κρατήσει ως έναντι της συμφωνίας που είχαν συνάψει τον Απρίλιο 2019, πράγμα το οποίο και έκανε την 05/04/2023 και ακολούθως να του αφήσει το αυτοκίνητο για να εξεύρει αγοραστή και να το πωλήσει και να πάρει χρήματα. Έτσι θα είχε σαν ασφάλεια ότι έχει τουλάχιστο κάποιο περιουσιακό στοιχείο για το ποσό των €30.000. Ο ίδιος την 07/04/2023 παρέλαβε το αυτοκίνητο για να βρει αγοραστή και καμία μεταβίβαση δεν έγινε με δόλιο τρόπο. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο 7 τις συμφωνίες που έκανε με την Εναγόμενη 3, ημερ. 16/04/2019 και βεβαιώσεις είσπραξης 16/04/2019 και 15/02/2023.

 

Για τον ισχυρισμό της παραγράφου 66 της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών δεν γνωρίζει τι λέχθηκε μεταξύ τους. Από ότι τον ενημέρωσε ο δικηγόρος του, μίλησε με κάποιο Μάρκο Δημοσθένους, που εμφανιζόταν ως δικηγόρος των Αιτητών και του ζήτησε να επιβεβαιώσει την μεταβίβαση του αυτοκινήτου, πέραν από ότι ο ίδιος ενημέρωσε τους Αιτητές μέσω των υπαλλήλων τους την 07/04/2023, γιατί όπως του ανάφεραν είχαν προτιθέμενο αγοραστή και να μην γίνει κάποια ασυνεννοησία. Από ότι του είπε ο δικηγόρος του του έστειλε και τον τίτλο ιδιοκτησίας και του ανάφερε ότι μετά την διαβεβαίωση του ότι το αυτοκίνητο μεταπωλήθηκε, θα ενημέρωνε την Αιτήτρια για να ενημερώσουν τους συνεργάτες τους να το επιστρέψουν πίσω. Ο λόγος που δεν ήθελε να το πωλήσει, παρά το γεγονός ότι ο ίδιος τους το έδωσε για να το πωλήσουν, ήταν ότι ήθελαν να το πωλήσουν για το ποσό των €20.000, για το οποίο ποσό δεν συμφωνούσε. Ποτέ όμως δεν απέκρυψε την σχέση του με την Εναγόμενη 3 αλλά ούτε και θεώρησε σημαντικό να αναφέρει σε ποιον έχει πωληθεί. Ούτως η αλλιώς η Εναγόμενη 3, κατήγγειλε το περιστατικό στην Αστυνομία, πριν καν την έκδοση του παρόντος διατάγματος, αναφέροντας πλήρως ποια ήταν και είναι σήμερα η σχέση τους. Στον τίτλο ιδιοκτησίας του αυτοκινήτου αναγράφεται η διεύθυνση της Εναγόμενης 3 και δεν είχε ποτέ και τίποτε να κρύψει.

 

Αρνείται την αναφορά στην παράγραφο 69 ότι την 31/03/2023 παραδόθηκε το αυτοκίνητο της Εναγόμενης 3 Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] ως ψευδή. Το πιο πάνω αυτοκίνητο το είχε υπό τον έλεγχο του, όταν του το παρέδωσε η Εναγόμενη 3 από τις 07/04/2023. Αρνείται δε τον ισχυρισμό ότι η μεταβίβαση έγινε παράνομα. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 6 η επιστολή που τους έστειλε, ημερ. 26/04/2023. Οι Αιτητές δεν έκαναν οτιδήποτε από τότε που τους έστειλε την επιστολή αλλά ανάμεναν μετά που τους ειδοποίησε η αστυνομία για το αυτοκίνητο, να καταχωρήσουν την παρούσα αίτηση 20 ημέρες μετά.

 

Στην αστυνομία κατήγγειλε ότι το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ], παρά το ότι ο ίδιος το έδωσε στην Ενάγουσα με σκοπό την πώληση του, επειδή μετά που ανακάλεσε την άδεια να το κατέχουν, κρατείται παράνομα και χωρίς την συγκατάθεση του. Η αναφορά ότι προετοιμάζονταν για την εν λόγω καταχώρηση, φαίνεται ξεκάθαρα ότι προσπαθεί να παραπλανήσει το Δικαστήριο. Αν πράγματι ήθελαν να κινηθούν με νομικά μέτρα, θα ήταν πιο ορθό να το πράξουν την 26/04/23, μόλις δηλαδή το έμαθαν.

 

Αρνείται τον ισχυρισμό της παραγράφου 73, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών. Παραδέχεται η Ενάγουσα μεταξύ άλλων με το Τεκμήριο 17 την ύπαρξη των συμφωνιών δανείων ως το ίδιο το συμβόλαιο τους που αφορά την Εναγόμενη 1 και συγκεκριμένα τα LCC 20221207 904 και LCC 20221229 930. Η ημερομηνία έναρξης των συμφωνιών σύμφωνα πάντα με τους ίδιους ήταν την 07/12/2022 και 29/12/2022, αντίστοιχα. Στις συμφωνίες αναγράφεται ότι ήταν διάρκειας 6 μηνών και συνεπώς με ημερομηνία λήξης 07/05/2023 και 29/05/2023. Οι Αιτητές κινήθηκαν εναντίον της Εναγόμενης 1 πριν τη λήξη της συμφωνίας. Αναφορικά με τις υπόλοιπες συμφωνίες δανείου, καμία σχέση δεν έχει η Εναγόμενη 1.  Αρνείται επίσης τον ισχυρισμό της παραγράφου 81. Αναφέρονται σε λίστα που προνοείτο στην 1η Συμφωνία και παραδέχονται ότι αντικατέστησε άλλα αυτοκίνητα. Τα αυτοκίνητα που επικαλούνται ως παράρτημα Α, Τεκμήριο 11, ουδέποτε δόθηκαν στα πλαίσια οποιασδήποτε συμφωνίας και ποτέ σε συμφωνία δεν δεσμεύθηκαν ή/και δόθηκαν ως αντάλλαγμα. Ουδέποτε παρουσίασαν οποιοδήποτε τεκμήριο, και ο λόγος είναι ότι δεν υπάρχει ή/και υπήρχε σε όλη την συνεργασία των διαδίκων τέτοια συμφωνία. Αν ακόμη αυτό θεωρηθεί ορθό, τότε το Τεκμήριο 3 που η ίδια η Ενάγουσα κατάθεσε γιατί είναι σε ισχύ; Λογικό θα ήταν να ακυρωθεί αυτόματα αφού ο Εναγόμενη 1 τα αντικατέστησε με άλλα αυτοκίνητα και έγινε αποδεκτό από την Ενάγουσα.

 

Στο Τεκμήριο 20 οι Αιτητές παρουσιάζουν μόνο 4 αυτοκίνητα υπ.αρ. 4, 5, 6 και 7 του Παραρτήματος Α. Δεν παρουσίασαν οτιδήποτε για το αυτοκίνητο υπ. αρ.3. Τα πιο πάνω αυτοκίνητα και τα έντυπα τα οποία είναι στην κατοχή τους, δόθηκαν από την Εναγόμενη 1 προς την Ενάγουσα μόνο για τα αυτοκίνητα υπ.αρ. 4-7, και ο λόγος ήταν ότι η Ενάγουσα έστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα την 26/01/2023 προς την Εναγόμενη 1 ότι αυτοκίνητα πέραν των 10 ετών σε ηλικία, δεν θα μπορεί να χρηματοδοτήσει. Τότε η Εναγόμενη 1, έστειλε τα στοιχεία των πιο πάνω αυτοκινήτων στην Ενάγουσα, που ήταν πέραν των 10 ετών σε ηλικία, για να μπορέσει να χρηματοδοτήσει σε ενδεχόμενους αγοραστές κατ’ εξαίρεση με την πολιτική της. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 8 η εν λόγω ηλεκτρονική επικοινωνία. Αναφορικά με το αυτοκίνητο με αριθμό 4 του Παραρτήματος Α, ο λόγος που κατέχουν τα έντυπα του, είναι γιατί υπογράφτηκε συμφωνία πριν καν η ίδια η Ενάγουσα χρηματοδοτήσει τον ενδιαφερόμενο αγοραστή, η οποία ακυρώθηκε αφού υπαναχώρησε ο τελευταίος. Μόνο για τους πιο πάνω λόγους ήρθαν στην κατοχή τους, τα πιο πάνω έντυπα και για κανένα άλλο λόγο.

 

Πέραν των πιο πάνω ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους με την Εναγόμενη 3, και επειδή αντιμετώπιζε η Εναγόμενη 1, οικονομικά προβλήματα ή και προβλήματα ρευστότητας, δάνεισε χρήματα η Εναγόμενη 3 στην Εναγόμενη 1 με σκοπό να της τα επιστρέψει. Συγκεκριμένα τον Απρίλιο 2019 δάνεισε στην Εναγόμενη 1 το ποσό των €73.000 και δάνεισε εκ νέου χρήματα στην Εναγόμενη 1 το ποσό των €7.000 την περίοδο Μάιο-Ιούνιο 2019.Για τα πιο πάνω ποσά, υπόγραψαν και συμφωνητικό. Ως Τεκμήριο 7 επισυνάπτει τα πιο πάνω αποδεικτικά. Επειδή η Εναγόμενη 1, δεν μπορούσε να ξοφλήσει την Εναγόμενη 3 ή/και να της δώσει έναντι του χρέους της, και ειδικότερα μετά τον χωρισμό τους κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2022, και επειδή ήθελε να νιώθει ασφαλής, της πρότεινε να της δώσει το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ], το οποίο ήδη χρησιμοποιούσε, για το ποσό των €30.000, μεταβιβάζοντας το στο όνομα της, πράγμα το οποίο και έγινε την 05/04/2023 και ακολούθως να προσπαθήσει να εξεύρει αγοραστή και να πάρει τα χρήματα. Έτσι θα είχε σαν ασφάλεια ότι έχει τουλάχιστο κάποιο περιουσιακό στοιχείο για το ποσό των €30.000. Ο ίδιος την 07/04/2023 παρέλαβε από την Εναγόμενη 3, το πιο πάνω αυτοκίνητο με σκοπό να βρει αγοραστή για να το πωλήσει και να της πάρει τα χρήματα.

 

Επίσης πέραν από τα πιο πάνω είναι η θέση τους ότι όλες οι συμφωνίες στις οποίες γίνεται αναφορά από τους Αιτητές είναι άκυρες, για το λόγο ότι υπάρχει ρήτρα που αναφέρει ρητώς ότι πρέπει να χαρτοσημανθούν για να έχουν ισχύ, πράγμα το οποίο δεν έγινε ποτέ.

 

Ως περαιτέρω αναφέρει, για τα αυτοκίνητα που εκδόθηκε το υπό κρίση Διάταγμα στο οποίο επισυνάπτεται και το Παράρτημα Α, με αναφορά σε 7 αυτοκίνητα, εκτός από το αυτοκίνητο υπ.αρ. 7 που είναι ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1, κανένα άλλο αυτοκίνητο δεν είναι ιδιοκτησίας της Εναγόμενης 1 αλλά είναι ιδιοκτησίας ιδιωτών συνεπώς καμία εξουσία ή/και δικαίωμα έχουν οι Αιτητές να τα ζητούν από την Εναγόμενη 1 ή/και τον ίδιο. Καμία σχέση ή/και κατοχή δεν έχουν με τα αυτοκίνητα υπ. αρ. 1 – 6  στο Παράρτημα Α. Επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 11 τόσο το Παράρτημα Α όσο και οι τίτλοι ιδιοκτησίας των αυτοκινήτων 1 - 6.

 

Είναι η θέση τους ότι η μη πλήρης αποκάλυψη όλων των γεγονότων αλλά και η προσπάθεια των Αιτητών να παραπληροφορήσουν και να παραπλανήσουν το Δικαστήριο συνιστούν ουσιώδους σημασίας στοιχεία για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Επίσης σύμφωνα με τη θέση τους με τις αβάσιμες δικαιολογίες που προβάλλουν στην ένορκο τους δήλωση, οι Αιτητές δεν μπορεί να πείσουν το Δικαστήριο για το κατ’ επείγον της αιτήσεως τους. Είναι δίκαιο εύλογο και αναγκαίο όπως το προσωρινό διάταγμα του Δικαστηρίου ακυρωθεί ή/και να μην εξακολουθεί να ισχύει, αφού, ως καταδεικνύεται, δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Νόμου και Νομολογίας δια την έκδοση του, αλλά και η εξακολούθηση της ισχύς του θα του δημιουργήσει οικονομικές δυσκολίες.

 

Στην ένορκη δήλωση της η Παναγιώτα Μιχαήλ, Εναγόμενη/Καθ΄ ης η αίτηση 3 αναφέρει ότι γνωρίζει πολύ καλά και από προσωπική γνώση τα γεγονότα που αναφέρει πλην όσων διαφορετικά εξειδικεύει την πηγή της γνώσης της. Για όσα θέματα είναι νομικής φύσης έλαβε σχετική συμβουλή από τους δικηγόρους της. Είναι βασικά η θέση της ότι δεν γνωρίζει ποια είναι η σχέση μεταξύ της Ενάγουσας/Αιτήτριας με τους Εναγόμενους/Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2. Ο Εναγόμενος 2, ήταν πρώην σύζυγος της και με αυτόν απόκτησαν δύο τέκνα. Κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2022 χώρισαν και διαμένει μόνη της μαζί με τα δύο ανήλικα τέκνα τους στην διεύθυνση στην οδό [ ] 9, [ ], Αραδίππου. Η διεύθυνση της είναι η ίδια με την Εναγόμενη 1 και το γνωρίζει τόσο από την αλληλογραφία που ερχόταν στην οικία της όπου διαμένει και σήμερα αλλά και από τα όσα της ανάφερε ο πρώην σύζυγος της κατά την διάρκεια που ήταν παντρεμένοι. Η αναφορά στην ένορκη δήλωση των Αιτητών ότι την 31/03/2023 την συνάντησαν είναι ψευδής.

 

Αρνείται τον ισχυρισμό της παραγράφου 59, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών αφού δεν αναφέρεται σε ποιο Εναγόμενο απευθύνεται. Δεν έχει γνώση τι λέχθηκε ή/και έγινε μεταξύ της Ενάγουσας και των Εναγομένων/Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2. Η αναφορά ότι την 31/03/2023 παραδόθηκε το αυτοκίνητο της Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ], είναι ψευδής για το λόγο ότι το πιο πάνω αυτοκίνητο το είχε υπό τον έλεγχο της και το οδηγούσε και το παρέδωσε στους Εναγόμενους/Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 την 07/04/2023 μετά που μεταβιβάστηκε στο όνομα της την 05/04/2023, με σκοπό την εξεύρεση αγοραστή και στη συνέχεια να το πωλήσει.

 

Αρνείται επίσης τον ισχυρισμό της παραγράφου 61, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών και είναι η θέση της δεν βρήκαν ποτέ αγοραστή για το αυτοκίνητο της Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ], αφού διαφημίζετο προς πώληση αλλά και εάν βρήκαν, πιθανόν να το είχαν ή/και έχουν πωλήσει χωρίς την συγκατάθεση της. Επαναλαμβάνει επακριβώς όσα ο Εναγόμενος 2 αναφέρει πιο πάνω σε σχέση με τις ενέργειες της σε σχέση με τον εντοπισμό των σχετικών διαφημίσεων. Συνεπώς, πιθανόν η Ενάγουσα το πώλησε χωρίς να μεταβιβάσουν την κυριότητα του οχήματος της στο όνομα τους, αφού δεν ήταν εφικτό, για το λόγο ότι το αυτοκίνητο είναι γραμμένο στο όνομα της. Εκ πρώτης όψεως το αυτοκίνητο φαίνεται να μην είναι καν στην κατοχή των Αιτητών αφού πιθανόν να πήραν χρήματα για ένα όχημα που δεν τους άνηκε και δεν μπορούν τώρα να το μεταβιβάσουν και βρήκαν αυτό τον τρόπο με το διάταγμα για να μπορέσουν να το μεταβιβάσουν. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο 1 τις πιο πάνω δημοσιεύσεις.

 

Αρνείται επίσης τον ισχυρισμό της παραγράφου 69, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών και αναφέρει ότι καμία αδικοπραξία δεν έγινε. Οι Αιτητές στην παράγραφο 51, της ενόρκου δηλώσεως τους, μεταξύ άλλων αναφέρουν «..λόγω της πώλησης των συγκεκριμένων αυτοκινήτων που αποτελούσαν μέρος της λίστας που παραδόθηκε στους Αιτητές αναφορικά με την 1η Συμφωνία….». Παραδέχονται το γεγονός ότι είναι σε γνώση τους η πώληση των οχημάτων της λίστας, εκ των οποίων και του δικού της οχήματος, αφού περιλαμβάνεται στην εν λόγω λίστα. Επιπρόσθετα στην παράγραφο 52, της ενόρκου δηλώσεως τους αναφέρουν ότι «…εάν είχε χρησιμοποιήσει τα έσοδα από την πώληση των 4 οχημάτων που βρίσκονταν στην λίστα…», συνεπώς αναγνωρίζουν ότι μόνο για τα 4 εκ των 5 οχημάτων οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 έχουν εισπράξει έσοδα, αφού για το ένα όχημα (το δικό της που βρισκόταν στη λίστα) οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 είχαν εισπράξει εκ των προτέρων (και η πώληση έγινε έναντι χρέους που της όφειλαν).

 

Δεν παραδέχεται τους ισχυρισμούς της ενόρκου δηλούσας στην αίτηση ημερομηνίας 10/05/2023 που περιέχονται στις παραγράφους 70 και 71 αφού δεν έχει καμία σχέση ή/και γνώση επί των πιο πάνω παραγράφων ή/και ποια ήταν ή/και είναι η σχέση μεταξύ των Αιτητών με τους Εναγόμενους/Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2.  Παραδέχεται τον ισχυρισμό της παραγράφου 72, της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών στην αίτηση. Πήγε στην αστυνομία για να καταγγείλει ότι το αυτοκίνητο της κρατείται από την Ενάγουσα παράνομα και χωρίς την συγκατάθεση της. Η αναφορά ότι προετοιμάζονταν για την εν λόγω καταχώρηση είναι παραπλανητική. Αν πράγματι ήθελαν να κινηθούν με νομικά μέτρα, θα ήταν πιο ορθό να το πράξουν την 26/04/23 μόλις δηλαδή το έμαθαν από τον δικηγόρο της. Επειδή προέβη σε καταγγελία, καταχώρησαν την παρούσα αγωγή και αίτηση. Απορρίπτει τις παραγράφους 73 μέχρι και την 97 της ενόρκου δηλώσεως των Αιτητών στην αίτηση και τα αιτούμενα διατάγματα. Πέραν των πιο πάνω αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους με τον Εναγόμενο 2 και επειδή η Εναγόμενη 1 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα ή και προβλήματα ρευστότητας, της δάνεισε χρήματα με σκοπό να της τα επιστρέψει. Συγκεκριμένα τον Απρίλιο του 2019 δάνεισε στην Εναγόμενη 1 το ποσό των €73.000 (εκ των οποίων οι €56.000 ήταν μεταφορά από τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε με την μητέρα της και τους δύο της αδελφούς) και τον Μάιο και Ιούνιο του ιδίου έτους δάνεισε εκ νέου στην Εναγόμενη 1 το ποσό των €7.000. Για  τα πιο πάνω ποσά υπέγραψαν και συμφωνητικό για το συνολικό ποσό των €80.000, καθώς και βεβαίωση είσπραξης στην οποία αναγράφονταν τα εμβάσματα. Επειδή η Εναγόμενη 1, δεν μπορούσε να την ξοφλήσει ή/και να της δώσει μετρητά έναντι του χρέους της και ειδικότερα μετά τον χωρισμό τους κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2022 και επειδή ήθελε να νιώθει ασφαλής τουλάχιστο για κάποιο ποσό, της πρότεινε ο Εναγόμενος 2, να της δώσει το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ], το οποίο της παραχώρησε και το κρατούσε και το οδηγούσε από τον Σεπτέμβριο του 2022, για το ποσό των €30.000. Έτσι τον Φεβρουάριο του 2023, συμφώνησαν μέσω συμφωνητικού εγγράφου όπως της μεταβιβάσει το εν λόγω όχημα στο όνομα της, όπως και έπραξε την 05/04/2023 και ακολούθως να την βοηθήσει στο να εξευρεθεί αγοραστής να το πωλήσει και να εισπράξει τα χρήματα. Έτσι θα είχε σαν ασφάλεια  τουλάχιστον κάποιο περιουσιακό στοιχείο για το ποσό των €30.000, το οποίο θα θεωρείτο έναντι του ποσού των €80.000 που της όφειλε η Εναγόμενη 1. Την 07/04/2023 του το παρέδωσε για να βρει αγοραστή για να το πωλήσει και να εισπράξει τα χρήματα. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο 2 τη συμφωνία και τις βεβαιώσεις είσπραξης.

 

Είναι η θέση της ότι οι Αιτητές στην ένορκο δήλωση τους προβάλλουν ψευδείς ισχυρισμούς με σκοπό να αμαυρώσουν τη φήμη και την αξιοπρέπεια της και να παραπλανήσουν το Δικαστήριο στο να λάβει λανθασμένη δικαστική απόφαση για τα αιτούμενα διατάγματα προς δικό τους όφελος.

 

Φαίνεται ξεκάθαρα από όλους τους ισχυρισμούς της ένορκης δήλωσης των Αιτητών ότι αφορά αποκλειστικά την Ενάγουσα και την Εναγόμενη 1 και Εναγόμενο 2, για διαφορές που προέκυψαν από την συνεργασία τους. Αναφορικά με την ίδια, και πάντα με τους ισχυρισμούς τους, προέβη σε εγγραφή του επίδικου αυτοκινήτου Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] με δόλιο τρόπο για το ποσό των €20.000.Το ερώτημα είναι ποιο το όφελος σε ένα χρέος που η ίδια η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη 1 οφείλει στην Ενάγουσα για το ποσό των €167.000, να πράξει κάτι τέτοιο για να γλιτώσει η Εναγόμενη 1 μόνον €20.000. Και το χειρότερο κατά τη θέση της είναι ότι οι Αιτητές θέλουν να την εμπλέξουν σε όλο το χρέος των Εναγομένων 1 και 2.

  

Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση. H αίτηση των Αιτητών ημερ.3.08.23 που μεσολάβησε από την καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης, για άδεια για καταχώρηση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης απορρίφθηκε από το Δικαστήριο. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου  και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο. Απαντήσεις στα διάφορα επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει.

 

ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην παρούσα υπόθεση με βάση το αιτητικό (Α) και (Β) επιδιώκεται Διάταγμα παγοποίησης τύπου Mareva αφού με αυτό επιδιώκεται να δεσμευτούν  περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων, τόσο εντός όσο και εκτός δικαιοδοσίας. Στην υπόθεση Seamark Consultancy Services Ltd κ.ά. ν. Joseph P. Lasala (2007) 1 Α.Α.Δ. 162 τονίστηκε ότι, «στην Κύπρο η εξουσία έκδοσης παρεμπιπτόντων διαταγμάτων, περιλαμβανομένων και των διαταγμάτων τύπου Mareva διέπεται από το άρθρο 32(1) του Ν.14/60 του οποίου η εμβέλεια είναι πολύ ευρεία δεδομένου ότι, στα δικαστήρια που ασκούν πολιτική δικαιοδοσία, παρέχεται η εξουσία να εκδίδουν παρεμπίπτοντα διατάγματα σ' όλες τις περιπτώσεις στις οποίες το δικαστήριο κρίνει ότι αυτό είναι δίκαιο ή πρόσφορο …….».

 

Σχετική είναι και η ακόλουθη περικοπή από την υπόθεση JSC Mezhdunarodniy Promyshlenniy Bank & Anr v Pugachev [2015] EWCA Civ 139 όπου υπογραμμίστηκαν τα ακόλουθα αναφορικά με το σκοπό έκδοσης τέτοιας φύσεως διατάγματα:

 

"The principles upon which freezing orders are granted are well-known. The purpose underlying the grant of a freezing order is to prevent a defendant from putting assets beyond the reach of judgment creditors in the event that judgment is entered against himThis has been said on many occasions, and it is unnecessary to cite authority in support of that proposition. Assets may be put beyond the reach of judgment creditors by hiding them, by transferring them abroad, or by dissipating them. But the underlying purpose of the freezing order is always the same. It is because that is the purpose of a freezing order that its scope is normally restricted to assets which would be amenable to execution in aid of a judgment."

 

Η εξουσία έκδοσης τέτοιας φύσεως διαταγμάτων διέπεται από τις πρόνοιες του Άρθρου 32.

 

Υπάρχει πλούσια νομολογία αναφορικά με την εξουσία έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60.  Το εν λόγω άρθρο έχει αναλυθεί με σαφήνεια στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and another (1982) 1 C.L.R. 557, ικανοποίηση δε των τριών κριτηρίων που τίθενται ως προϋποθέσεις αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα του Δικαστηρίου προτού εξετάσει τους υπόλοιπους παράγοντες που θα πρέπει να συνεκτιμηθούν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας (Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263).

 

Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη ικανοποιείται με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα που θα καταδείξουν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.

 

Η δεύτερη προϋπόθεση της ύπαρξης πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης που αφορά την παρουσίαση μιας ορατής πιθανότητας επιτυχίας.  Αυτή η δεύτερη προϋπόθεση συσχετίζει στην ουσία τη νομική θεμελίωση που απορρέει από το καταχωρημένο δικόγραφο με την πραγματική διαθέσιμη μαρτυρία όπως αυτή καταγράφεται στις ένορκες δηλώσεις για να θεμελιώσει την αγωγή.  Αν ο αιτητής μπορεί να δείξει κάτι περισσότερο από την απλή πιθανολόγηση αλλά λιγότερο από το βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, τότε το δεύτερο κριτήριο ικανοποιείται.

 

Η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείται εφόσον καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο - όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία.

 

Αν αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύλογα, τότε η έκδοση του ή η διατήρηση του σε ισχύ, αποκλείεται.  Ακόμη και ασυνήθης δυσκολία στην εκτίμηση των ζημιών δεν δικαιολογεί κατ΄ ανάγκην την έκδοση διατάγματος. (Βλ. ΚΟΤ v. Θεωρή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 255).

 

Εφόσον ληφθούν υπόψη οι πιο πάνω παράγοντες, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το διάταγμα. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό, δεν προχωρεί στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση, είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, δεδομένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (ανωτέρω), αυτό εμπίπτει στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου που εκδικάζει την ουσία της ίδιας της αγωγής. (Βλ. επίσης Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 269-270).

 

Έχει πάγια νομολογηθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί, χωρίς να υπεισέλθει και να εξετάσει την ουσία του προσωρινού διατάγματος, να το ακυρώσει αν διαφανεί ότι έχει γίνει τέτοια απόκρυψη γεγονότων κατά το στάδιο της μονομερούς έκδοσής του, που έχει επηρεάσει το Δικαστήριο το οποίο άλλως θα μπορούσε να μην το είχε εκδώσει.

 

Σύμφωνα με την υπόθεση Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (ανωτέρω), η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ανατρέπει τη βάση του διατάγματος. Στη σελίδα 264 της πιο πάνω υπόθεσης λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η αίτηση αυτή είναι ύψιστης πίστεως (uberrima fides). Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο και μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου.

Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο απαντά:  "δεν σας ακούω πλέον" και ακυρώνει τη διαταγή που έδωσε, χωρίς να εξετάσει την ουσία. Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση.»

 

Τέλος, πρόσφατη νομολογία του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δείξει ότι και ο παράγων του χρόνου μπορεί να είναι σημαντικός από την άποψη ότι ο αιτητής θα πρέπει να δείξει στο μονομερές στάδιο το επείγον του θέματος, παρακάμπτοντας έτσι τη συνήθη διαδικασία της ακρόασης και του άλλου μέρους στη διαφορά, το δε Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει το διάταγμα γι΄ αυτό το λόγο, διότι το στοιχείο του κατεπείγοντος αποτελεί το βάθρο της εξουσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα πάνω σε μονομερή βάση. Απόλυτα διαφωτιστικές είναι οι πολύ πρόσφατες αποφάσεις  Χρίστος Ανδρέου v. Olympic Insurance Company Ltd, Πολ.Εφ.Αρ. Ε396/2016, ημερ.12/10/23 και  Βγενόπουλος κ.ά. vCyprus Popular Bank Public Co Ltd, Πολ.Έφ Αρ. Ε141/2014 και Ε142/2014, ημερ. 13.9.2023.

 

ΚΑΤΕΠΕΙΓΟΝ

 

Κρίνω επιβεβλημένο να εξετάσω πρώτα το θέμα του κατεπείγοντος εφόσον, όπως έχω προαναφέρει, αφορά δικαιοδοτικό όρο, και ανεξάρτητο από την ικανοποίηση των ουσιαστικών προϋποθέσεων του άρθρου 32 του Ν.14/60 (Βλ. Αμβροσιάδου v. Coward (2013)1(A) A.A.Δ. 78). Το ζήτημα του επείγοντος ηγέρθη ως λόγος ένστασης. Σε τέτοια περίπτωση  ανεξαρτήτως της έκδοσης μονομερώς του διατάγματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει εκ νέου κατά πόσο πράγματι συνέτρεχε το στοιχείο του κατεπείγοντος που να δικαιολογούσε τη μονομερή του έκδοση.

 

Αποτέλεσε θέση των Καθ’ ων η αίτηση ότι εσφαλμένα το υπό κρίση Διάταγμα εκδόθηκε μονομερώς εφόσον δεν υπήρχε κανένας λόγος αλλά ούτε και ικανοποιητική μαρτυρία που να δικαιολογεί το κατεπείγον, ενώ αντιθέτως υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώρηση της παρούσας Αίτησης αφού οι υπό κρίση συμφωνίες είχαν τερματιστεί πολλούς μήνες προηγουμένως. Οι Αιτητές, από την άλλη, στην ένορκη δήλωση στην Αίτηση τους προβάλλουν ότι ενήργησαν στο κατά το δυνατό πλαίσιο οικονομίας χρόνου στη βάση των διαθέσιμων σε αυτούς στοιχείων και της φύσης της υπόθεσης λαμβανομένου υπόψη ότι η ενημέρωση τους για την παράνομη μεταβίβαση του αυτοκινήτου Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής MYA060 έγινε στις 26.4.2023.  

 

Στην  Βγενόπουλος (ανωτέρω) επαναλήφθηκε η νομολογιακή αρχή ότι ένας διάδικος που αιτείται μονομερώς θεραπεία από το Δικαστήριο πρέπει να προσκομίσει μαρτυρία σχετικά με τη χρονική στιγμή κατά την οποία περιήλθαν στη γνώση του τα γεγονότα τα οποία επικαλείται και να δείξει ότι κατά την εν λόγω χρονική στιγμή δεν του παρείχετο η δυνατότητα να κινήσει τις νενομισμένες διαδικασίες. Επανερχόμενη στα γεγονότα της παρούσας, υπό το φως των πιο πάνω, θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο οι Αιτητές προσκόμισαν  μαρτυρία η οποία ήταν ικανή να καταδείξει το επείγον της έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, στην προκειμένη των αιτητικών Γ και Δ  της αίτησης, μονομερώς.  Δεν με βρίσκει σύμφωνη η θέση του συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση ότι υπήρξε οποιαδήποτε ολιγωρία από πλευράς των Αιτητών στην προώθηση της παρούσας αίτησης. Προκύπτει με βάση τα ενώπιον μου γεγονότα ότι οι Αιτητές έδρασαν άμεσα, μόλις το κρίσιμο γεγονός της αποξένωσης περιήλθε σε γνώση τους. Εν προκειμένω υπήρχε στέρεη μαρτυρία περί αποξένωσης ενός τουλάχιστον αυτοκινήτου και με βάση τα γεγονότα της υπόθεσης βάσιμοι και εύλογοι φόβοι για ενδεχόμενη περαιτέρω αποξένωση και άλλων αυτοκινήτων.  

 

ΜΗ ΑΠΟΚΑΛΥΨΗ ΟΥΣΙΩΔΩΝ ΓΕΓΟΝΟΤΩΝ

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση διατείνονται ότι οι Αιτητές δεν αποκάλυψαν όλα τα ουσιώδη γεγονότα στο Δικαστήριο, συγκεκριμένα τις ημερομηνίες λήξης των επίδικων συμφωνιών, τους ιδιοκτήτες των επίδικων αυτοκινήτων (τα οποία δεσμεύτηκαν με το Διάταγμα του παρόντος Δικαστηρίου), το γεγονός ότι ουδέποτε δεσμεύτηκαν τα επίδικα αυτοκίνητα με οποιαδήποτε συμφωνία, ότι τα έντυπα που αφορούν την πρώτη συμφωνία είναι προϊόν πλαστογραφίας, τις αποπληρωμές από τους Εναγόμενους 1 και 2 προς την Ενάγουσα. Απόλυτα διαφωτιστική σε σχέση με το καθήκον αποκάλυψης κατά το μονομερές στάδιο της αίτησης είναι η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου INVESTAR SPC LTD V INVESTAR INVESTMENTS LTD, Πολ.Εφ.Αρ. Ε50/21, ημερ.15/2/24. Στην πιο πάνω υπόθεση λέχθηκαν τα εξής :        

 

«Το ζήτημα της εφαρμογής του καθήκοντος πλήρους αποκάλυψης σε περιπτώσεις ως η παρούσα, εξετάστηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Νέστωρας Κυριακίδης (2011) 1 ΑΑΔ 816  όπου το Δικαστήριο διέταξε όπως μονομερής αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, ο καθ' ου η αίτηση καταχώρισε γραπτή ένσταση και εκδόθηκε απαγορευτικό διάταγμα κατόπιν ακρόασης. Με την έφεση τέθηκε ισχυρισμός ότι δεν αποκαλύφθηκε συγκεκριμένο γεγονός. Λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:

 

«Κατ' αρχάς, το Δικαστήριο δεν εξέταζε αίτηση με τη μονομερή διαδικασία, ώστε να εφαρμόζονται σε όλη τους την έκταση οι σχετικές αρχές για πλήρη αποκάλυψη (βλ. Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597 και Ahmad Zein κ.ά. v. Παράσχου Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606). Ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν και οι δύο διάδικοι, οι οποίοι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν του.».

 

Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση του ζητήματος που δεν αποκαλύφθηκε και κατέληξε ότι «Δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραπλανήθηκε καθ' οιονδήποτε τρόπο από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ή ότι έλαβε στοιχεία τα οποία δεν υποστηρίζονταν εκ πρώτης όψεως από μαρτυρία ή ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κατά τρόπο εσφαλμένο.»

 

Διαπιστώνουμε ότι στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε μία διάκριση μεταξύ της εξέτασης του καθήκοντος αποκάλυψης σε περιπτώσεις όπου εξετάζεται ένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, οπόταν και ισχύουν οι αρχές που τέθηκαν στις Zein  και Demstar, και της εξέτασης του όπου η αίτηση κατέστη δια κλήσεως και οι καθ' ου είχαν την ευκαιρία να θέσουν όλα τα ζητήματα ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Υπενθυμίζεται πως στις Zein και Demstar  αποφασίστηκε ότι  σε υποθέσεις όπου εξετάζεται το κατά πόσον θα παραμεριστεί διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, το κριτήριο είναι κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Όπως, όμως, θα αναλύσουμε πιο κάτω, όπου γίνεται επίδοση της μονομερούς αίτησης  το στοιχείο της μη αποκάλυψης εξετάζεται με διαφορετικά κριτήρια.»

 

Διασαφηνίστηκε επίσης ότι όλα τα απαγορευτικά διατάγματα αποτελούν θεραπείες του δικαίου της επιείκειας, είτε αυτά εκδίδονται στο διηνεκές είτε ως παρεμπίπτοντα και είτε εκδίδονται μονομερώς είτε σε διαδικασία inter partes . Οπότε σε όλες τις ως άνω διαδικασίες εξετάζονται από το Δικαστήριο τα αξιώματα του δικαίου της επιείκειας, συνεπώς το αξίωμα ότι «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια»  εφαρμόζεται όπου ο διάδικος επιζητεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας. Η προσοχή εστιάζεται στο παρελθόν, δηλαδή στη μέχρι σήμερον συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τη θεραπεία έναντι του άλλου διαδίκου. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μέχρι σήμερα συμπεριφορά του διαδίκου δεν ήταν η ενδεδειγμένη, το πιθανότερο είναι ότι θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και θα αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας. Η απόκρυψη στοιχείων και η ψευδής ένορκη κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου έχουν θεωρηθεί παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της μη χορήγησης απαγορευτικού διατάγματος.

 

Το θέμα της υποχρέωσης αποκάλυψης των γεγονότων εξετάστηκε στην αγγλική υπόθεση  Brink's – MAT Ltd v. Elcombe and Others [1988] 3 All E.R. 188, στην οποία τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

(1)  Ο αιτητής έχει υποχρέωση να προβαίνει σε πλήρη και δίκαιη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων.

(2)  Τα ουσιώδη στοιχεία είναι εκείνα τα οποία θα πρέπει να γνωρίζει ο Δικαστής όπως αυτά καθορίζονται από το Δικαστή και όχι από τους δικηγόρους των διαδίκων.

(3)  Η υποχρέωση της αποκάλυψης δεν περιορίζεται στα γεγονότα που ήταν γνωστά στον αιτητή, αλλά και σε εκείνα που μπορούσαν να αποκαλυφθούν με μια εύλογη έρευνα.

(4)  Η έκταση της έρευνας που πρέπει να γίνει εξαρτάται από τα περιστατικά της υπόθεσης που περιλαμβάνει τη (i) φύση της υπόθεσης και (ii) το επιζητούμενο διάταγμα και τα επακόλουθα της έκδοσης του για τον εναγόμενο.

(5)  Το Δικαστήριο που διαπιστώνει τη μη αποκάλυψη θα πρέπει να αποστερήσει από τον αιτητή οποιοδήποτε πλεονέκτημα που έχει αποκομίσει.

(6)  Η μη αποκάλυψη που οφείλεται σε αθώα συμπεριφορά ή σε μη ορθή εκτίμηση της σχετικότητας της είναι μια σημαντική πτυχή, αλλά όχι αποφασιστική στην εξέταση της μη αποκάλυψης και

(7)  Κάθε παράλειψη δεν εξυπακούει την άμεση ακύρωση του διατάγματος.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, έχω εξετάσει τις θέσεις των δύο πλευρών επί του πιο πάνω θέματος και καταλήγω ότι οι Αιτητές δεν μπορούν να κριθούν υπόλογοι για απόκρυψη ουσιώδους γεγονότος ή παραπλάνηση του Δικαστηρίου. Οι Αιτητές με την ένορκη δήλωση Κωνσταντίνου που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, προέβαλαν τη δική τους εκδοχή επί των ουσιωδών πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης.  Έχω την άποψη ότι επί αυτών δεν τίθεται θέμα απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων, αλλά πρόκειται για παράθεση των αλληλοσυγκρουόμενων εκδοχών των δύο πλευρών που αφορούν την ουσία της διαφοράς μεταξύ τους, τις οποίες το Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει στο παρόν στάδιο, ούτε και να καταλήξει σε συμπεράσματα σ'  αυτό το στάδιο της διαδικασίας, ως προς την πλήρη εξέταση του πραγματικού καθεστώτος της υπόθεσης.  Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά τη δίκη για την ουσία της διαφοράς τους στα πλαίσια της παρούσας αγωγής. (βλέπε σχετικά την Μιχαηλίδης Φαέθων ν. Παπάκυριακου (2004) 1 Α.Α.Δ. 209).

 

Συνεπώς, κρίνω ότι ο σχετικός λόγος Ένστασης περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων και παραπλάνησης του Δικαστηρίου εκ μέρους των Αιτητών δεν γίνεται αποδεκτός και απορρίπτεται.

 

ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32

 

Οι Αιτητές στο γενικά οπισθογραφημένο ένταλμα τους αξιώνουν αποζημιώσεις για ζημιές τις οποίες υπέστηκαν συνεπεία παράβασης σύμβασης και/ή για αδικαιολόγητο πλουτισμό. Αξιώνουν επίσης αποζημιώσεις για ζημιές που υπέστηκαν συνεπεία δόλου και/ή συνωμοσίας προς διάπραξη απάτης και/ή απάτης και/ή συνωμοσίας με σκοπό την πρόκληση ζημιάς και/ή βλάβης στους Ενάγοντες.

 

Από τα όσα αναφέρονται πιο πάνω διαφαίνεται ότι η αξίωση των Αιτητών στηρίζεται, κατά ένα μέρος, στα αστικά αδικήματα της συνωμοσίας και της απάτης. Στην πολύ πρόσφατη απόφαση Touchstone Snail Technologies Ltd κ.α. ν Κ. Invest Consulting S.A.L. Offshore, Πολ.Έφεση Ε11/21, ημερ.29.3.24, κρίθηκε, με αναφορά σε σχετικά συγγράμματα, ως εσφαλμένη η θεώρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αναγνωρίζεται στο κυπριακό δίκαιο ο δόλος ως αστικό αδίκημα διαφορετικό από το αστικό αδίκημα της απάτης και κατ’ επέκταση ότι ικανοποιούντο η πρώτη και η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 σε σχέση με αυτό.

 

Στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, παρ.15-21, σελ.871 αναφέρονται τα ακόλουθα αναφορικά με την έννοια της συνωμοσίας:

 

«Α conspiracy consists in the agreement of two or more to do an unlawful act, or to do a lawful act by unlawful means.»

 

Eπίσης στο ίδιο σύγγραμμα στην παρ.15-22, σελ.873, αναφέρεται ότι:

 

«The tort requires an agreement, combination, understanding, or concert to injure, involving two or more persons.»

 

Στην υπόθεση Χριστοφόρου κ.α. ν. Barclays Bank Plc (2009) 1 Α.Α.Δ. 25, αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με το αδίκημα της συνωμοσίας:

 

«Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν έχει, μέχρι σήμερα, πραγματευθεί το αστικό αδίκημα της συνωμοσίας.  Σύμφωνα με τον Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Reissue, Tόμος 45(2), τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος, κατά το κοινοδίκαιο, είναι τα ακόλουθα:

 

"697. Εssential ingredients of conspiracy.  In order to make out a case of conspiracy the claimant must establish (1) an agreement between two or more persons; (2) either, where the means are lawful, an agreement the real and predominant purpose of which is to injure the claimant or, where the means are unlawful, an agreement a purpose of which is to injure the claimant; and (3) that acts done in execution of that agreement resulted in damage to the claimant."

 

Σε μετάφραση:

 

«697. Απαραίτητα στοιχεία του αδικήματος της συνωμοσίας.  Για να αποδείξει το αδίκημα της συνωμοσίας ο απαιτών πρέπει να αποδείξει: (1) συμφωνία μεταξύ δύο ή περισσότερων προσώπων (2) είτε, όπου τα μέσα είναι νόμιμα, συμφωνία της οποίας ο πραγματικός και κυρίαρχος σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα είτε, όπου τα μέσα είναι παράνομα, συμφωνία της οποίας ο σκοπός είναι η πρόκληση βλάβης στον ενάγοντα και (3) πράξεις που τελέστηκαν εις εκτέλεση της συμφωνίας είχαν ως αποτέλεσμα την πρόκληση ζημίας στον ενάγοντα.»  

 

Η βασική αγγλική απόφαση επί του θέματος είναι η Crofter Hand Woven Harris Tweed v. Veitch [1942] A.C. 435 HL από την οποία προκύπτει ότι το απαραίτητο συστατικό στοιχείο της συνομωσίας με νόμιμα μέσα συνίσταται στο ότι ο πρωταρχικός σκοπός των κοινών ενεργειών των εναγόμενων ήταν η πρόκληση ζημιάς στον ενάγοντα (predominant purpose to injure the claimant).

 

Το αστικό αδίκημα της απάτης επεξηγείται στο άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«Απάτη συνίσταται σε ψευδή παράσταση γεγονότος, η οποία γίνεται εν γνώσει του ψεύδους αυτής, ή χωρίς πίστη για το αληθές αυτής ή απερίσκεπτα, αδιάφορα του κατά πόσο είναι αληθής ή ψευδής, με σκοπό όπως το πρόσωπο που εξαπατήθηκε ενεργήσει με βάση αυτή:

 

Νοείται ότι καμιά αγωγή δεν εγείρεται σε τέτοια παράσταση εκτός αν αυτή έγινε με σκοπό εξαπάτησης του ενάγοντα και πράγματι εξαπάτησε αυτόν, και αυτός ενέργησε με βάση αυτή και εξαιτίας αυτού υπέστη ζημιά.»

 

 Όπως αναφέρθηκε στην απόφαση Touchstone Snail Technologies Ltd κ.α. (πιο πάνω), η νοητική κατάσταση που απαιτείται από το άρθρο 36 ανωτέρω να έχει το πρόσωπο το οποίο προβαίνει σε ψευδή παράσταση, αναφέρεται μερικές φορές στη νομολογία ως δόλος (fraud). Ο «δόλος» απαντάται δε μερικές φορές στη νομολογία ως συστατικό του αστικού αδικήματος της απάτης.

 

Με βάση τα όσα αναφέρονται πιο πάνω έχω ικανοποιηθεί ότι το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εμπεριέχει αναγνωρισμένες αιτίες αγωγής, πλην, ως έχω προαναφέρει, του δόλου και κατ' επέκταση, αποκαλύπτει μια συζητήσιμη υπόθεση. 

 

Θα προχωρήσω στην εξέταση της δεύτερης προϋπόθεσης του άρθρου 32.  Από προσεκτική μελέτη των γεγονότων της υπόθεσης θα πρέπει να αναφερθεί ότι με βάση το αποδεικτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου στα πλαίσια της υπό συζήτηση αίτησης και τις δικογραφημένες θέσεις των Αιτητών θεωρώ ότι έχουν καταδείξει ορατή προοπτική επιτυχίας τους στις αιτούμενες θεραπείες.  Με το περιορισμένο βάρος που έχoυν για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, οι Αιτητές έχουν θέσει εκείνο το πραγματικό πλαίσιο γεγονότων που να καταδεικνύει τόσο την ύπαρξη όσο και την παράβαση των συμφωνιών που έχουν υπογραφεί μεταξύ των Αιτητών και των Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2. Έχει περαιτέρω καταδειχθεί ότι οι Καθ’ ων η αίτηση μεταπωλούσαν αυτοκίνητα που είχαν δοθεί από αυτούς προς τους Αιτητές ως εξασφάλιση για να αποκομίσουν δικό τους όφελος, με αποτέλεσμα οι Αιτητές να απωλέσουν την εξασφάλιση τους και ότι συνήψαν εικονική συμφωνία δανείου με τρίτους στη βάση πληρεξουσίου εγγράφου που είχε δοθεί στον Καθ’ ου η αίτηση 2 από τους Αιτητές στο πλαίσιο της συνεργασίας τους. Προκύπτει με βάση το πλέγμα της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 2 οικειοποιήθηκε το ποσό τεσσάρων δανείων, το οποίο δεν έχει αποπληρώσει, και ότι με τη συμμετοχή της Καθ’ ης η αίτηση 3 μεταβίβασαν στην τελευταία αυτοκίνητο που ανήκε στους Αιτητές. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω οφείλεται το ποσό του Τεκμηρίου 17. Σε σχέση με την εμπλοκή της Καθ΄ ης η αίτηση 3, εξαιρουμένης της βάσης της παράβασης σύμβασης, έχουν τεθεί επαρκή στοιχεία με βάση το μαρτυρικό υλικό στη βάση των αστικών αδικημάτων του κλητηρίου εντάλματος που να ικανοποιούν τη δεύτερη προϋπόθεση.  Οι ισχυρισμοί των Καθ’ ων η αίτηση στην ένορκη δήλωση τους στην ένσταση, μεταξύ άλλων, ότι η πρώτη από τις τρείς συμφωνίες που συνήψαν με τους Αιτητές έχει εξοφληθεί, οι όποιοι ισχυρισμοί τους για μη τερματισμό των άλλων δύο συμφωνιών και για ακυρότητα της πρώτης συμφωνίας λόγω πλαστογράφησης της δεν μπορούν να οδηγήσουν άνευ άλλου τινός στην εξαφάνιση της προοπτικής και πιθανότητας οι Ενάγοντες να δικαιούνται τις αιτούμενες θεραπείες αφού τα πιο πάνω αποτελούν ζητήματα που δεν θα αποφασίσει το Δικαστήριο στο παρών στάδιο. Δέον να σημειωθεί ότι σε σχέση με τα τέσσερα αυτοκίνητα τα οποία ο Καθ’ ου η αίτηση 2 φέρεται να μεταπώλησε, με ψευδείς παραστάσεις προς τους Αιτητές, υπέγραψε το Τεκμήριο 13, ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής των δανείων προς τους Αιτητές, ποσών τα οποία οικειοποιήθηκε. Με το περιορισμένο βάρος που έχουν για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, οι Αιτητές έχουν θέσει εκείνο το πραγματικό πλαίσιο γεγονότων κατά τρόπο που φαίνεται να ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις.

 

Το Δικαστήριο σε καμία περίπτωση δεν μπορεί, ούτε και πρέπει, να προβεί σε οποιοδήποτε τελικό συμπέρασμα σε σχέση με τα ζητήματα που τελούν υπό αμφισβήτηση. Η διαδικασία έκδοσης προσωρινού διατάγματος δεν προσφέρεται για εξέταση αμφισβητούμενων γεγονότων. (βλ. Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1(B) Α.Α.Δ. 788).  Είναι σαφές ότι η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου γίνεται εκ πρώτης όψεως, χωρίς την ουσιαστική ενασχόληση με τους ισχυρισμούς και κατάληξη σε συμπεράσματα και τελική διάγνωση των δικαιωμάτων των διαδίκων, τα οποία θα απασχολήσουν στα πλαίσια της εκδίκασης της ουσίας της αγωγής. Η παρούσα, είναι η περίπτωση, θεωρώ, που οι αντικρουόμενοι ισχυρισμοί που αναδύονται από τα ενώπιον μου στοιχεία θα πρέπει να εξεταστούν τελεσίδικα κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής.

 

Έρχομαι τώρα στην τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Στη Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολ. Έφεση αρ. Ε203/2013 ημερ. 11.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A360 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η τρίτη προϋπόθεση που πρέπει να πληρείται, σύμφωνα με το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60, για να δικαιολογείται η έκδοση ενός ενδιάμεσου διατάγματος, αφορά στο κατά πόσο, χωρίς την έκδοση του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη, στον αιτητή, σε μεταγενέστερο στάδιο, στην περίπτωση όπου αυτή, επιτύχει στις αξιώσεις του.

 

Στην Κυρίσαββα κ.ά. ν. Κύζη (2001) 1 Α.Α.Δ. 1245 αναφέρθηκε ότι «η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα, μεταβλητά κριτήρια, εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη». (Βλ. επίσης Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231). Η πιο πάνω αντίκριση επαναλήφθηκε και στην υπόθεση Zena Company Ltd v. Demenian Catering Ltd (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848.

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd κ.ά. v. Στέλιου Φυλακτίδη κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 317, «η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σ' αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι οι Εφεσείοντες μπορεί να είναι σε οικονομική κατάσταση που τους επιτρέπει να αποζημιώσουν τους Εφεσίβλητους σε περίπτωση επιτυχίας των Εφεσιβλήτων στην αγωγή, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία στους Εφεσίβλητους-Ενάγοντες, υπό την ευρύτερη έννοια».

 

Αναφορικά με τα αιτούμενα Διατάγματα  (A) και (B) της αίτησης, λόγω της φύσης του διατάγματος Mareva, η τρίτη προϋπόθεση συσχετίζεται με τον σκοπό του που είναι η χρήση του κυρίως ως «βοήθημα στη διαδικασία εκτέλεσης» και στοχεύει στην πρόληψη ενεργειών οι οποίες τείνουν να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας (Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co Ltd (1987) 1 C.L.R. 583). Αυτό που εξετάζεται είναι ουσιαστικά η τυχόν ύπαρξη κινδύνου μετακίνησης ή αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων και κατά συνέπεια κινδύνου μη ικανοποίησης τυχόν μελλοντικής απόφασης ή τέλος η ανάγκη διευκόλυνσης της εκτέλεσης (Διατάγματα, Ερωτοκρίτου και Αρτέμη, Έκδοση 2016, σελ. 215).

 

Στην υπόθεση Poltava Petroleum Co v Mexana Oil Ltd κ.α. (2001) 1 Β ΑΑΔ1301 παρατέθηκε αγγλική νομολογία βάσει της οποίας το διάταγμα Mareva χορηγείται σε σχέση με επαπειλούμενη εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων ευρισκομένων εντός δικαιοδοσίας, καθώς και ότι το σχετικό κριτήριο είναι κατά πόσο λαμβανομένης υπόψιν της μαρτυρίας στο σύνολο της, υπάρχει βάσιμος κίνδυνος ότι η τυχόν εκδοθησομένη απόφαση υπέρ του ενάγοντος θα παραμείνει ανικανοποίητη, χωρίς να είναι απαραίτητο να έχει επιδειχθεί άνομη πρόθεση. Για τη μη αναγκαιότητα κατάδειξης πρόθεσης αποξένωσης υπήρξε παραπομπή στην C. Phasarias (Automotive) Centre Ltd v. Σκυροποιϊα «Λεωνικ» Λτδ (2001) 1 Α.Δ.Δ. 785.

 

Παρά τα πιο πάνω και με αφορμή την υπόδειξη σε αγγλική νομολογία ότι ο ενάγων πρέπει να προσαγάγει «στέρεη μαρτυρία» προς υποστήριξη του ισχυρισμού ότι η απόφαση δεν θα ικανοποιηθεί υπήρξε παραπομπή στο σύγγραμμα "Mareva  Injunctions Law and Practice" των S. Gee και G.M. Andrews από το οποίο παρατέθηκαν αφενός η υπόδειξη ότι εφόσον κάθε υπόθεση εξαρτάται από τα δικά της περιστατικά είναι αδύνατο να τεθούν γενικοί καθοδηγητικοί κανόνες και αφετέρου ορισμένοι από τους κανόνες οι οποίοι δυνατόν να είναι σχετικοί με τέτοια διεργασία, μερικοί εκ των οποίων έχουν ως ακολούθως (σε μετάφραση του Έντιμου Δικαστή Καλλή):

 

        «(1)     Η φύση των περιουσιακών στοιχείων τα οποία συνιστούν το προτεινόμενο αντικείμενο της αγωγής και η ευκολία ή δυσκολία με την οποία θα μπορούσαν να διατεθούν ή εξαφανισθούν. Ο ενάγων μπορεί ευκολότερα να αποδείξει τον κίνδυνο εξαφάνισης ενός τραπεζικού λογαριασμού, ή κινητών αντικειμένων, από τον κίνδυνο διάθεσης ακινήτων π.χ. την κατοικία του ή το γραφείο του ..................

          (2)      Η φύση και οικονομική υπόσταση της επιχείρησης του εναγομένου .....

          (3)      Η διάρκεια της καθιέρωσης της επιχείρησης του εναγομένου. Χρειάζεται ισχυρότερη μαρτυρία για ενδεχόμενη εξαφάνιση όπου ο εναγόμενος είναι μια προ πολλού καθιερωθείσα εταιρεία με εύλογη φήμη στην αγορά παρά εταιρεία για την οποία λίγο ή τίποτε είναι γνωστά ή μπορούν να εξακριβωθούν.

          (4)      Η μόνιμη κατοικία ή διαμονή του εναγομένου ....................................

          (5)      Αν ο Εναγόμενος είναι αλλοδαπή εταιρεία .............

          (6)      Το προηγούμενο ή υφιστάμενο πιστωτικό μητρώο ..........

          (7)      Οποιαδήποτε εκφρασθείσα πρόθεση εκ μέρους του εναγομένου αναφορικά με τις δοσοληψίες του με τα εντός της δικαιοδοσίας περιουσιακά του στοιχεία.

          (8)      Σχέσεις μεταξύ της Εναγομένης εταιρείας και άλλων εταιρειών οι οποίες δεν ικανοποίησαν διαιτητικές αποφάσεις ή δικαστικές αποφάσεις ............................

          (9)      Η συμπεριφορά του εναγομένου έναντι της αξίωσης του ενάγοντα: Σχέδιο υπεκφυγής , ή απροθυμίας να λάβει μέρος στη διαδικασία ή διαιτησία, ή η έγερση αδύνατων υπερασπίσεων μετά την αποδοχή ευθύνης, ή συνολική σιωπή, δυνατόν να είναι παράγοντες που βοηθούν τον ενάγοντα».

 

Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Αιτητών εισηγήθηκαν ότι στη βάση των ενόρκων δηλώσεων στην ένσταση δεν προκύπτει οι Καθ’ ων η Αίτηση 1 και/ή 2 και/ή 3 να έχουν τη δυνατότητα να ικανοποιήσουν απόφαση που ενδεχομένως εκδοθεί εναντίον τους αφού αρκούνται σε γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς. Αντιθέτως προκύπτει, σύμφωνα με τη θέση τους, από τα όσα αναφέρονται στις εν λόγω ένορκες δηλώσεις, ανικανότητα να ικανοποιήσουν τυχόν απόφαση που ενδεχομένως να εκδοθεί εναντίον τους. Επεσήμαναν περαιτέρω ότι ο κίνδυνος αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων είναι υπαρκτός λαμβάνοντας ιδίως υπόψη την απατηλή συμπεριφορά των Εναγομένων στην αποξένωση του αυτοκίνητου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής MYA 060. Από την άλλη ήταν η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση  ότι η τρίτη προϋπόθεση δεν ικανοποιείται ενόψει του ότι οι Αιτητές δεν τεκμηρίωσαν ότι οι Εναγόμενοι/Καθ’ ων η αίτηση είναι αφερέγγυοι, αλλά αντιθέτως παρουσίασαν ότι έχουν και λογαριασμούς στο εξωτερικό. Επίσης εισηγήθηκε ότι κανένα στοιχείο δεν παρουσίασαν μέσα από την ένορκη τους δήλωση οι Αιτητές ότι δεν μπορεί να απονεμηθεί σε μεταγενέστερο στάδιο δικαιοσύνη

 

Ξεκινώντας από το τελευταίο, θα ήθελα να επισημάνω ότι, όπως υποδεικνύει η νομολογία μας, δεν είναι αναγκαία η παρουσίαση μαρτυρίας για πρόθεση αποξένωσης.  Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η όποια επιβάρυνση (Hazlewood Investments  & Finance Ltd v. Manuel κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. Ε14/2017, ημερ. 16.7.2019).  Οι ως άνω αρχές επαναδιατυπώθηκαν στην πιο πρόσφατη υπόθεση Heinrich v. Bank De Binary Limited, Πολ. Έφ. Αρ. Ε148/2016, ημερ. 26.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A556 από την οποία παραθέτω το ακόλουθο απόσπασμα:

 

«Η ύπαρξη περιουσιακών στοιχείων, περιλαμβανομένων χρημάτων κατατεθειμένων σε τράπεζα, δεν αποτελεί, χωρίς άλλο, ικανοποιητική εξασφάλιση ότι δικαστική απόφαση που τυχόν να εκδοθεί σε αγωγή θα τύχει, οπωσδήποτε, ικανοποίησης.  Εάν ο ίδιος ο εξ αποφάσεως οφειλέτης δε δεσμευτεί επαρκώς, ως προς τούτο, το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδώσει διάταγμα, όπως το υπό συζήτηση, για παγοποίηση τέτοιων περιουσιακών στοιχείων, ώστε αυτά να μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τον πιο πάνω σκοπό.  Εν ολίγοις, η ύπαρξη  περιουσιακών στοιχείων και μόνο δεν είναι αρκετή.  ΄Οπως ετέθη στην υπόθεση C. Phasarias (Aut. Centre) Ltd. v. Σκυρ. "Λεωνίκ" Λτδ. (2001) 1 Α.Δ.Δ. 785, σελίδες 789 έως 790:  «Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί.»»  

 

Με λίγα λόγια, στην εξέταση της τρίτης προϋπόθεσης δεν είναι απαραίτητη η παρουσίαση μαρτυρίας για την απόδειξη της πραγματικής πρόθεσης ενός Εναγομένου για τη μεταβίβαση ή επιβάρυνση της περιουσίας του.

 

Τα όσα έχουν προβληθεί από πλευράς Αιτητών είναι επαρκή, σε βαθμό που καθιστούν ορατό τον κίνδυνο να μην ικανοποιηθεί από τους Εναγόμενους οποιαδήποτε απόφαση η οποία τυχόν εκδοθεί προς όφελος των Εναγόντων. Έχει παρουσιαστεί συγκεκριμένη μαρτυρία που να θεμελιώνει τον κίνδυνο αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων. Για σκοπούς πληρότητας, προσθέτω στο σημείο αυτό πως η εισήγηση των συνηγόρων των Αιτητών ότι προκύπτει οικονομική αδυναμία με βάση τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί από τους Καθ’ ων η αίτηση φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στις ένορκες δηλώσεις στην ένσταση αφού ο μεν Καθ’ ου η αίτηση 2 αναφέρεται στο γεγονός ότι η Εναγόμενη 1 δανείστηκε χρήματα από την Εναγόμενη 3 και δεν μπορούσε να την ξοφλήσει ή να της δώσει έναντι του χρέους κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2022 που ήταν και ο λόγος που της πρότεινε να της μεταβιβάσει το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ] στο όνομα της, η δε Καθ’ ης η αίτηση 3 αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια της έγγαμης σχέσης τους με τον εναγόμενο 2 η Εναγόμενη 1 αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα ή και προβλήματα ρευστότητας. Συγκεκριμένα αναφέρει ότι τον Απρίλιο του 2019 δάνεισε στην Εναγόμενη 1 το ποσό των €73.000 και τον Μάιο και Ιούνιο του ιδίου έτους δάνεισε εκ νέου στην Εναγόμενη 1 το ποσό των €7.000. Επειδή η Εναγόμενη 1, δεν μπορούσε να την ξοφλήσει ή/και να της δώσει μετρητά έναντι του χρέους της, κατά το μήνα Δεκέμβριο του 2022 ο Εναγόμενος 2 της παραχώρησε το αυτοκίνητο Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής ΜΥΑ060. Από την ίδια πιο πάνω μαρτυρία προκύπτει και η αποξένωση του πιο πάνω αυτοκινήτου η οποία είναι ενδεικτική της ύπαρξης πρόθεσης αποξένωσης εκ μέρους των Εναγομένων. Το εν λόγω αυτοκίνητο ήταν αυτό που ο Εναγόμενος παραχώρησε ως εξασφάλιση στην πρώτη λίστα αυτοκινήτων που αφορούσαν την 1η Συμφωνία Δανείου με δηλωμένη αξία αγοράς €20.000 και το οποίο παραδόθηκε στους Αιτητές μαζί με τον πρωτότυπο τίτλο ιδιοκτησίας και την υπογεγραμμένη φόρμα μεταβίβασης.

 

Στην προκείμενη περίπτωση η μαρτυρία την οποία παρουσίασαν οι Αιτητές κατέδειξε ότι είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να μην ικανοποιηθεί η απόφαση που δυνατόν να εκδοθεί προς όφελος τους σε περίπτωση αποξένωσης αυτοκινήτων ή άλλων περιουσιακών στοιχείων εκ μέρους των Εναγομένων. 

 

Με βάση τα όσα έχω αναφέρει πιο πάνω καταλήγω ότι η Ενάγουσα πέτυχε να ικανοποιήσει και την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32.  Προχωρώ τώρα στην εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας.

 

Στην υπόθεση Εκδόσεις «Αρκτίνος» Λτδ κ.ά. ν. Λοϊζίδου, Πολ. Έφεση Αρ.  7/2018, ημερ. 21.3.2019 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

«Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.»

 

Στην προκείμενη περίπτωση αφού στάθμισα όλα όσα τέθηκαν ενώπιον μου από τις εκατέρωθεν πλευρές, κατέληξα ότι η πλάστιγγα γέρνει προς την πλευρά των Αιτητών.  Είμαι της άποψης ότι η τυχόν απόρριψη της Αίτησης θα προκαλέσει σε αυτούς  συγκριτικά, πολύ μεγαλύτερη ζημιά από οποιανδήποτε ζημιά την οποία ήθελε προκαλέσει στους Εναγόμενους η οριστικοποίηση των ήδη εκδοθέντων διαταγμάτων και η έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων.  Αξίζει να αναφερθεί ότι στις ένορκες δηλώσεις στην ένσταση κανένας ισχυρισμός δεν προβάλλεται ότι οι Εναγόμενοι θα υποστούν οποιανδήποτε ζημιά από την οριστικοποίηση και έκδοση των διαταγμάτων

 

Ένας επιπρόσθετος λόγος για τον οποίο η πλάστιγγα γέρνει προς όφελος των Αιτητών είναι η διατήρηση του status quo ante, το οποίο πολύ πιθανόν να διαταραχθεί σε περίπτωση που δεν οριστικοποιηθούν ή εκδοθούν τα επίδικα διατάγματα. Κρίνω βάσιμη τη θέση του συνηγόρου των Αιτητών ότι τα οχήματα που έχουν δεσμευτεί με βάση το ήδη εκδοθέν διάταγμα των αιτητικών Γ και Δ  ανήκουν ουσιαστικά στους Αιτητές αφού το τίμημα πώλησης τους το κατέβαλαν οι ίδιοι στην Καθ’ ης η Αίτηση 1 εταιρεία και στον Καθ’ ου η Αίτηση 2 για σκοπούς αγοράς τους εκ μέρους των δανειοληπτών. Στη βάση των πιο πάνω ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 είχε κρατήσει τα αυτοκίνητα για πιθανή πώληση, οι δε Αιτητές είχαν ήδη στην κατοχή τους τους πρωτότυπους τίτλους ιδιοκτησίας, Τεκμήριο 19.

 

Θεωρώ δε απόλυτα σχετικά τα όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση   Seamark vLasala (ανωτέρω) τα οποία παραθέτω αμέσως πιο κάτω: 

 

«Η φύση του διατάγματος ως mareva και ο εγγενής σκοπός του να προστατέψει το status quo, απαγορεύοντας την αποξένωση που άλλως πως θα ήταν εύκολη και δυσδιάκριτη και δεν συσχετίζεται απαραιτήτως με τη φερεγγυότητα, μας οδηγεί στα λεχθέντα υπό του Δικαστή Hoffman στην υπόθεση Films Rover ν. Cannon Film Sales Ltd (1987)1 WLR670, ότι δηλαδή το Δικαστήριο κατά το στάδιο της εξέτασης της προσφορότητας πρέπει να υιοθετήσει κείνη την πορεία η οποία φαίνεται να ενέχει τους μικρότερους κινδύνους αδικίας εάν ήθελε φανεί ότι η απόφαση του ήταν εσφαλμένη.»

 

 

 

ΕΠΙΚΟΥΡΙΚΟ  ΔΙΑΤΑΓΜΑ  ΑΠΟΚΑΛΥΨΗΣ

 

Όπως έχει ήδη αναφερθεί η Ενάγουσα με το αιτητικό της παραγράφου (Ε) αξιώνει την έκδοση διατάγματος ως επικουρικό στα διατάγματα παγοποίησης με το οποίο να διατάσσονται οι Εναγόμενοι όπως ετοιμάσουν και καταχωρήσουν ένορκη δήλωση η οποία να περιλαμβάνει και/ή περιέχει όλες τις λεπτομέρειες των τραπεζικών τους λογαριασμών και λοιπών περιουσιακών τους στοιχείων που βρίσκονται είτε στην Κύπρο είτε στο εξωτερικό.

 

Τα Διατάγματα Αποκάλυψης θεωρούνται επικουρικά (ancillary) για υποβοήθηση των Διαταγμάτων Παγοποίησης. Σκοπός ενός τέτοιου Διατάγματος είναι να καταστήσει αποτελεσματική την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στην έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος παγοποίησης περιουσίας. Συγκεκριμένα με το διάταγμα αποκάλυψης περιουσίας, εξασφαλίζεται η αστυνόμευση (policed) του διατάγματος παγοποίησης ώστε να γνωρίζει ο ενάγοντας ποια ακριβώς περιουσιακά στοιχεία είχε ο Εναγόμενος κατά την επίδοση του διατάγματος παγοποίησης για να είναι σε θέση να ελέγξει σε μεταγενέστερο στάδιο κατά πόσον υπήρξε συμμόρφωση με το διάταγμα παγοποίησης.

 

Η εξουσία έκδοσης διαταγμάτων αποκάλυψής προς υποβοήθηση Διαταγμάτων Παγοποίησης αναγνωρίστηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεσηSeamark Consultancy Services Ltd κ.ά vJoseph PLasala (ανωτέρω). Το πιο κάτω απόσπασμα είναι σχετικό:

 

«Μετά το 1987 η Αγγλική Νομολογία διαφοροποιήθηκε ώστε τα δικαστήρια να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις και τα προβλήματα των καιρών. Έτσι, για παράδειγμα, στην υπόθεση Gidrxslme Shipping vTantomar-Transportes [1994] 4 All E.R. 507 Αγγλικό δικαστήριο έκρινε ότι δυνάμει του άρθρου 37(1) του Supreme Court Act του 1981 συνδυασμένου με το άρθρο 12(6) (f) και (h) του Arbitration Act του 1950, είχε εξουσία να εκδώσει διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων εκτός δικαιοδοσίας με σκοπό την υποβοήθηση της διαδικασίας εκτέλεσης διατάγματος τύπου Mareva

 

Στην πρωτόδικη Απόφαση Joseph P. Lasala κ.ά ν. Λυκούργου Κυπριανού κ.ά. Αγωγή Ε.Δ. Λευκωσίας αρ. 5581/05, ημερ. 20/2/2006, του κ. Στέλιου Ναθαναήλ, Π.Ε.Δ., ως ήταν τότε, η πιο κάτω περικοπή σε σχέση με τα εν λόγω διατάγματα είναι απόλυτα κατατοπιστική:

 

«Μετέπειτα, οι παρεπόμενες αυτές Θεραπείες («ancillary relief»), είναι ενίοτε αναγκαίες για την τελεσφόρο ικανοποίηση των ουσιαστικών διαταγμάτων. Είναι γνωστό, ιδιαίτερα σε Θέματα τύπου mareva, και ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου εμπλέκονται πολλοί παράγοντες, αλλά και μεσάζοντες για τη διοχέτευση και αποξένωση περιουσιακών στοιχείων, εξ ου και η θεραπεία του εντοπισμού («tracing»), ότι η ανεύρεση λεπτομερειών και στοιχείων δεν είναι καθόλου εύκολη και αν δεν αναγκαστεί ο εναγόμενος να δώσει ο ίδιος λεπτομέρειες λογαριασμών, τρόπου απόκτησης περιουσίας, κλπ, δεν είναι δυνατόν, έστω και αν ενάγων κερδίσει την υπόθεση του, να επιτευχθεί ουσιαστική δικαιοσύνη στο τέλος της ημέρας. Τα στοιχεία που καλείται ο εναγόμενος να αποκαλύψει είναι στα πλαίσια της βοήθειας που οφείλει να δώσει προς τη δικαιοσύνη ώστε να αποκαλυφθεί η αλήθεια, έστω και αν δυνατόν να θεωρηθεί ιδιαίτερα δυσχερές να το πράξει.»

 

Στην υπόθεση Malofeev v. VTB Capital plc (2011) EWCA Civ  1252, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

"In order to be effective, the worldwide freezing order, certainly in the context of this litigation, should be accompanied by an order for disclosure of assets".

 

Επίσης στην ίδια υπόθεση τονίστηκε ότι ένα Διάταγμα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων συνήθως συνοδεύει ένα παγκοσμίου εμβέλειας Διάταγμα παγοποίησης και ότι τέτοιας φύσης Διάταγμα είναι αναγκαίο για να προσδώσει στο Διάταγμα παγοποίησης το στοιχείο της αποτελεσματικότητας.

 

Στο Σύγγραμμα Commercial  Injunctions  του  Steven  Gee 6η έκδοση (2016) επεξηγείται ότι η αιτιολογική βάση της έκδοσης διατάγματος αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων ως επικουρικό διάταγμα στο διάταγμα παγοποίησης έγκειται στο γεγονός ότι αφής στιγμής ο Αιτητής αποδείξει πραγματικό κίνδυνο αποξένωσης περιουσιακών στοιχείων κρίνεται κατάλληλο κατά κανόνα να εκδοθεί το διάταγμα αποκάλυψης ούτως ώστε αυτό να υποβοηθήσει στην αποτελεσματικότητα του Διατάγματος παγοποίησης. Σχετική είναι η ακόλουθη αναφορά:

 

"23-013 It has become the usual practice of the court to order disclosure of information about assets as an ancillary order in aid of a freezing injunction, ...... The justification for this is that once the claim has shown a real risk of dissipation of assets it will usually be appropriate to grant relief to assist the claimant make the injunction effective".

 

Όπως προκύπτει, τόσο από τη φύση των αιτουμένων Διαταγμάτων όσο και από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, σκοπός τους είναι η ταυτοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Καθ' ων η Αίτηση και ειδικότερα η διακρίβωση περιουσιακών στοιχείων τα οποία κατέχονται από τρίτους και δεν είναι γνωστά στον Αιτητή ούτως ώστε να μπορεί στη συνέχεια να ελεγχθεί η συμμόρφωσή τους με το διάταγμα παγοποίησης.

 

Kαθοδηγούμενη από τις πιο πάνω αρχές και έχοντας κατά νου τη φύση της υπό κρίση υπόθεσης, με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου καταλήγω ότι η υπό εξέταση υπόθεση αποτελεί κατάλληλη περίπτωση για έκδοση επικουρικού Διατάγματος αποκάλυψης πληροφοριών έτσι ώστε οι Αιτητές να διασφαλίσουν ότι οι Καθ΄ ων η Αίτηση συμμορφώνονται πλήρως με τους όρους των διαταγμάτων παγοποίησης.

 

ΤΑ ΑΙΤΟΥΜΕΝΑ ΔΙΑΤΑΓΜΑΤΑ ΤΥΠΟΥ NORWICH PHARMACAL

 

Με βάση το  αιτητικό της παραγράφου (Ζ) η Ενάγουσα αξιώνει την έκδοση διατάγματος με το οποίο να διατάσσονται οι Εναγόμενοι όπως ετοιμάσουν και καταχωρήσουν ένορκη δήλωση με την οποία να αποκαλύπτουν πληροφορίες που αφορούν τη σύναψη συγκεκριμένου δανείου, τη σύναψη άλλων δανείων που οι Καθ’ ων η αίτηση 1 και 2 υπέγραψαν εκ μέρους των Αιτητών και τη μεταβίβαση του αυτοκινήτου Porsche Cayenne με αριθμό εγγραφής [ ].

  

Οι αρχές με βάση τις οποίες εκδίδεται διάταγμα τύπου Norwich Pharmacal, συνοψίστηκαν στην υπόθεση Mitsui & Co Ltd. v. Nexen Petroleum UK Ltd (2005) EWHC 625, η οποία υιοθετείται στην υπόθεση Avila Management Services Ltd κ.ά. ν. Frantisek Stepanek κ.ά. (2012) 1Β ΑΑΔ 1403.  Οι αρχές αυτές, όπως παρατίθενται στην αμέσως πιο πάνω αναφερόμενη υπόθεση, είναι οι ακόλουθες:

 

«(i) a wrong must have been carried out, or arguably carried out, by an ultimate wrongdoer; (ii) there must be the need for an order to enable action to be brought against the ultimate wrongdoer; and (iii) the person against whom the order is sought must: (a) be mixed up in so as to have facilitated the wrongdoing; and (b) be able or likely to be able to provide the information necessary to enable the ultimate wrongdoer to be sued.»

 

Σε μετάφραση:

 

«(i) πρέπει να έχει λάβει χώραν ή κατ' ισχυρισμόν να έχει λάβει χώραν μια αδικοπραξία από ένα τελικό αδικοπραγούντα, (ii) πρέπει να διαπιστώνεται ανάγκη για την έκδοση διατάγματος ώστε να είναι δυνατή η έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος και (iii) το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση πρέπει: (α) να έχει αναμειχθεί κατά τρόπο που να έχει διευκολύνει την αδικοπραξία και (β) να είναι σε θέση ή πιθανόν να είναι σε θέση να παράσχει τις αναγκαίες πληροφορίες που θα καταστήσουν δυνατή την έγερση αγωγής εναντίον του τελικού αδικοπραγούντος.»

 

Στην υπόθεση Penderhill Holdings Limited κ.ά. ν. Κλούκινα (2014) 1Α  ΑΑΔ 118, καταγράφεται αυτούσιο το ακόλουθο απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση:

 

«Το, βάσει των αυθεντιών, θεμελιωτικό της δικαιοδοσίας έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων, κατά την κρίση μου, είναι στο στάδιο εξέτασης των δύο πρώτων προϋποθέσεων του άρθρου 32, κατά το οποίο ο αιτητής έχει το βάρος να καταδείξει «σοβαρές ενδείξεις δικαιωμάτων» και πρωταρχικά ότι έχει διαπραχθεί σε βάρος του μια αδικοπραξία αφενός και αφετέρου ότι οι εναγόμενοι-καθ' ων η αίτηση εμπλέκονται σ' αυτήν - είτε αθώα είτε όχι.

 

Τα πιο πάνω αγγίζουν τόσο την ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση το οποίο ικανοποιείται με την αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπόθεσης όσο και την θεμελίωση «ορατής πιθανότητας επιτυχίας», νομικών εννοιών που έτυχαν ευρείας νομολογιακής αξιολόγησης διαχρονικά στην ιστορία του Κυπριακού Δικαίου.»

 

Η θεραπεία της αποκάλυψης  βάσει της αρχής της Νorwich Pharmacal παρέχεται από το Δίκαιο της Επιείκειας ως ένα όπλο υποβοήθησης ενός διαδίκου σε εκκρεμούσα δικαστική διαδικασία εναντίον προσώπων τα οποία κατέχουν πληροφορίες λόγω της ανάμειξης ή διευκόλυνσης στην τέλεση της παράνομης πράξης έστω και αν τα ίδια δεν έχουν προσωπική ευθύνη. Δεν περιορίζεται σε υποθέσεις όπου η ταυτότητα του αδικοπραγήσαντος είναι άγνωστη. Μπορεί η θεραπεία να δοθεί ακόμη και εκεί όπου επιδιώκεται αποκάλυψη σημαντικών πληροφοριών ώστε να καταστεί δυνατή η καταχώρηση της απαίτησης ή όπου ο Αιτητής επιζητεί ελλείπων μέρος από τη όλη υπόθεση.

 

Τα διατάγματα Norwich επενεργούν ως βοηθητικό μέσο για την ανεύρεση και εξιχνίαση πληροφοριών που είναι αναγκαίες, τόσο για τη διαπίστωση της ταυτότητας του ή των κατ’ ισχυρισμό αδικοπραγούντων, όσο και την υποβοήθηση ανεύρεσης γεγονότων και μαρτυρίας για την ενδεχόμενη έγερση αγωγής. Στην υπόθεση Carlton Film Distributors Ltd v. VCI PlcVDC Ltd (2003) EWHC 616 (Ch) αναφέρονται τα εξής:

 

 "So, Norwich Pharmacal is not limited simply to the case of finding out of the name of a wrong-doer. It also extends to cases where there is a good indication of wrong-doing, but not every piece of what the claimant needs to plead a case is fully in position".

 

Όσον αφορά το εύρος της καθιερωθείσας από την υπόθεση Norwich αρχής πολύ κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την  πρωτόδικη απόφαση στην υπόθεση LASALA κ.ά. v. Πατσαλίδη κ.ά. Αγωγή αρ. 2952/2006, ημερ. 8/2/2006 του έντιμου Μ. Χριστοδούλου Π.Ε.Δ ( όπως ήταν τότε):

 

«Η πιο πάνω νομική αρχή, όπως αναγνωρίσθηκε στη μεταγενέστερη υπόθεση Asworth Hospital Authority v. MGN LTD (2002) 4 All E.R. 193, αποτελεί μια εύκαμπτη θεραπεία η οποία, λαμβανομένων υπόψη των μεταβαλλόμενων καταστάσεων, θα πρέπει να ασκείται και σε περιπτώσεις που προηγουμένως δεν ασκείτο.  Έτσι, η εφαρμογή της επεκτάθηκε σε υποθέσεις (α) που αφορούσαν παραβάσεις συμβολαίου ή άλλες αδικοπραξίες, (β) όπου ναι μεν η ταυτότητα του αδικοπραγήσαντος ήταν γνωστή, αλλά η αποκάλυψη σημαντικών πληροφοριών ήταν αναγκαία για την ετοιμασία και καταχώρηση της απαίτησης ή όπου ο αιτητής επιζητεί  ελλείπων μέρος από την όλη υπόθεση (βλ.  ΑΧΑ  Equity  &  Law  Life  Assurance  Society  PLC  v.  National Westminster Bank  PLC  (1998)  CLC  1177,  Aoot  Kalmneft  v.  Denton  Wild  Sapte  (2002)1 Lloyd´s Rep. 417 2001 WL 1729042 και (γ) σε υποθέσεις  όπου το τρίτο πρόσωπο, το πρόσωπο δηλαδή από το οποίο ζητούνται πληροφορίες, ενδεχομένως να μην είναι αθώο αλλά να είναι μέρος στην αδικοπραξία (βλ.  CHC  Software  v. Hopkins and Wood (1993) FSR 241).»

 

Υπό το φως των πιο πάνω κρίνω ότι η πρώτη προϋπόθεση, αν δηλαδή έγινε αδικοπραξία από τον βασικό αδικοπραγήσαντα ή αν, από το υλικό που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου, καταδεικνύεται ότι το θέμα είναι συζητήσιμο, δεν παρουσιάζει πρόβλημα. Από το σχετικό υλικό προκύπτει ή, τουλάχιστο, φαίνεται να έγιναν οι αποδιδόμενες στους Καθ' ων η Αίτηση και τους συνεργάτες τους αδικοπραξίες ή άλλες επιλήψιμες πράξεις.  Επομένως, κρίνω ότι η σχετική προϋπόθεση, η οποία αντιστοιχεί στην πρώτη προϋπόθεση του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, ικανοποιείται.

 

 Έχοντας υπόψη τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου διαφαίνεται ότι οι Αιτητές  χρειάζονται να εξασφαλίσουν έγγραφα και μαρτυρία για να αντιληφθούν ακριβώς τη φύση των αδικοπραξιών που διαπράχθηκαν εναντίον τους, να εντοπίσουν όλες τις αδικοπραξίες, να μπορέσουν να δικογραφήσουν την υπόθεση εναντίον όλων των αδικοπραγήσαντων (tortfeasors) που έχουν αναμειχθεί και συμμετάσχει στην απάτη που φαίνεται να διαπράχθηκε σε βάρος των Αιτητών και να εντοπίσουν και να ταυτοποιήσουν (identify) όλους τους αδικοπραγήσαντες που είχαν αναμειχθεί στις ανωτέρω αδικοπραξίες εις βάρος των Αιτητών. Πιο συγκεκριμένα φαίνεται να είναι αναγκαία η εξασφάλιση μαρτυρίας προκειμένου οι Αιτητές να ιχνηλατήσουν τις δοσοληψίες και συναλλαγές δυνάμει των οποίων συνήφθησαν τα δάνεια τα οποία χρηματοδότησαν  και να εξεύρουν άλλους αδικοπραγούντες και για να αποκαλυφθεί η συμμετοχή των αδικοπραγούντων και ο  ρόλος του καθενός στον σχεδιασμό τους.

 

Ειδικότερα με βάση τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου διαφαίνεται ότι  οι Αιτητές δεν έχουν στην κατοχή τους όλη την αναγκαία μαρτυρία προς τον σκοπό απόδειξης της ισχυριζόμενης εικονικότητας του δανείου προς τον Παναγιώτη Σιάηλο και της μεταβίβασης του αυτοκινήτου Porsche Cayenne με αρ. εγγραφής [ ].


Σε ό,τι αφορά το υπό στοιχείο Ζ.(1)ΙΙΙ αιτούμενο Διάταγμα Αποκάλυψης δεν έχει δοθεί οποιοσδήποτε λόγος ή επαρκής  εξήγηση γιατί τα εν λόγω στοιχεία  είναι αναγκαίο να εξασφαλιστούν για τους σκοπούς της παρούσας αγωγής. Η ευρύτητα του είναι τέτοια που επεκτείνεται πέραν των πλαισίων της παρούσας υπόθεσης με κίνδυνο να θεωρηθεί ότι εκμαιεύεται μαρτυρία άσχετη ή μη αναγκαία για σκοπούς δικογράφησης της παρούσας αγωγής.

 

Των πιο πάνω λεχθέντων καταλήγω ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση του υπό στοιχείο Ζ.(1)ΙΙΙ  αιτούμενου Διατάγματός Αποκάλυψης.

 

 

 

 

ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να επεξηγήσω λεπτομερώς πιο πάνω καταλήγω ότι τα εκδοθέντα διατάγματα των αιτητικών Γ και Δ, ημερ.12.5.23 οριστικοποιούνται.

 

Περαιτέρω εκδίδονται διατάγματα ως τα αιτητικά Α και Β της αίτησης, μέχρι  την έκδοση τελικής απόφασης επί της απαίτησης ή την έκδοση νέας διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Επίσης εκδίδεται διάταγμα ως το αιτητικό Ε, με τις ακόλουθες διαφοροποιήσεις, ότι ο χρόνος συμμόρφωσης καθορίζεται σε 30 εργάσιμες μέρες από την επίδοση του διατάγματος, και την προσθήκη της ακόλουθης υποπαραγράφου:

 

 iv. Αν η παροχή οποιασδήποτε από αυτές τις πληροφορίες ενδέχεται να τους ενοχοποιήσει, οι Kαθ’ ων η αίτηση δυνατόν να έχουν το δικαίωμα να αρνηθούν να παράσχουν τις πληροφορίες, συνιστάται όμως όπως λάβουν νομική συμβουλή πριν αρνηθούν να παράσχουν τις πληροφορίες. Η παράνομη άρνηση παροχής των πληροφοριών συνιστά καταφρόνηση του δικαστηρίου και οι Καθ’ ων υπόκεινται σε φυλάκιση ή επιβολή προστίμου ή σε κατάσχεση των περιουσιακών τους στοιχείων

 

Περαιτέρω εκδίδονται διατάγματα ως το αιτητικό Ζ της αίτησης, εξαιρουμένου του αιτητικού Ζ.(1)ΙΙΙ, με τη διαφοροποίηση  ότι ο χρόνος συμμόρφωσης καθορίζεται σε 30 εργάσιμες μέρες από την επίδοση του διατάγματος, καθώς και διάταγμα ως το αιτητικό Η.

 

Σε σχέση με το αιτητικό ΣΤ θα ισχύουν οι ακόλουθες εξαιρέσεις στα διατάγματα Α και Β, πιο πάνω και διαφοροποιείται ως ακολούθως : 

 

Το παρόν Διάταγμα:

 

(α) δεν απαγορεύει στους Καθ’ ων η αίτηση 2 και 3 να δαπανούν € 1.800 μηνιαίως για την κάλυψη των συνήθων εξόδων διαβίωσής τους.

 

(β) δεν απαγορεύει στους Καθ’ ων η αίτηση 1,2 και 3 να δαπανούν ένα εύλογο ποσό για νομική συμβουλή και εκπροσώπηση (υπό την προϋπόθεση ότι ενημερώνουν τους εκπροσώπους των Αιτητών για την προέλευση των εν λόγω χρημάτων).

 

(γ) υπό την επιφύλαξη και τηρουμένων των προνοιών των Διαταγμάτων των αιτητικών Α και Β ανωτέρω το παρόν Διάταγμα δεν απαγορεύει στους  Καθ’ ων η αίτηση 1,2 και 3  να διαχειρίζονται ή να διαθέτουν τα περιουσιακά τους στοιχεία κατά τη συνήθη και κανονική πορεία διεξαγωγής των εργασιών τους.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση μπορούν να συμφωνήσουν εγγράφως με τους δικηγόρους των Αιτητών ότι τα ανωτέρω όρια εξόδων θα πρέπει να αυξηθούν ή ότι το παρόν Διάταγμα θα πρέπει να τροποποιηθεί με οποιονδήποτε άλλο τρόπο.

 

Σημειώνεται ότι σε σχέση με το ποσό (α) πιο πάνω, ελλείψει σχετικής μαρτυρίας, έχει ληφθεί καθοδήγηση από το περί Κατωτάτου Ορίου Μισθών (Τροποποιητικό) Διάταγμα του 2023 και, κατ’ αναλογία, την Ανακοίνωση του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας ημερ. 21.7.22 σε σχέση τα Λογικά Έξοδα Διαβίωσης (ΛΕΔ).

 

Τα έξοδα της Αίτησης όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα  εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων/Αιτητών και εναντίον των Εναγομένων/Καθ' ων η Αίτηση, θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της αγωγής. 

 

 

 (Υπ.):  …………………….

Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟΝ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο