
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 73/20
Αναφορικά με την εταιρεία K. AND Y. THEODOROU INVESTMENTS LIMITED
και
Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο, Κεφ. 113
Μονομερής Αίτηση ημερ. 13.8.24 για άδεια συνέχισης της αγωγής αρ.463/2024 από τον Διαχειριστή της Παναγιώτας Σταφυλάρη, άλλως Παναγιώτας Αργυρού
Ημερομηνία: 4 Οκτωβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για τον Αιτητή: κα Στυλιανού για Γιώργος Α. Βασιλείου Δ.Ε.Π.Ε.
Για τον Καθ’ ου η αίτηση Εκκαθαριστή: ΠΑΝΑΓΟΣ & ΠΑΝΑΓΟΣ Δ.Ε.Π.Ε
ΑΠΟΦΑΣΗ
Με αυτή την Αίτηση η οποία καταχωρήθηκε μονομερώς και διατάχθηκε η επίδοση της ζητείται Διάταγμα του Δικαστηρίου που να επιτρέπει ή/και παραχωρεί άδεια για έναρξη ή/και συνέχιση πολιτικής διαδικασίας ή/και αγωγής ή/και οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας εναντίον της εταιρείας K. AND Y. THEODOROU INVESTMENTS LIMITED η οποία τέθηκε υπό εκκαθάριση δυνάμει δικαστικού διατάγματος εκκαθάρισης ημερομηνίας 14/10/2020 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Η Αίτηση βασίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113, άρθρο 220, στους περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμούς Δ.12. Θ4, Δ.48.θ.1-8, στους περί Εταιρειών Κανονισμούς, στις γενικές αρχές του Νόμου, στους Κανόνες της επιείκειας, στους Κανόνες πρακτικής και στην σύμφυτη εξουσία των Δικαστηρίων.
Όπως έχει συγκεκριμενοποιηθεί στην γραπτή αγόρευση του Αιτητή η ζητούμενη άδεια αφορά μόνο τη συνέχιση της αγωγής – εντύπου απαίτησης υπ’ αριθμό 463/2024(i).
Τα γεγονότα στα στηρίζεται η Αίτηση, φαίνονται στην ένορκη δήλωση της Παρασκευής Καλογήρου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Γιώργος Α. Βασιλείου Δ.Ε.Π.Ε. η οποία, ως αναφέρει, είναι πλήρως εξουσιοδοτημένη από τον Αιτητή να προβεί στην ένορκη δήλωση. Τα γεγονότα τα οποία αναφέρει είναι αληθινά και προέρχονται από πληροφορίες και στοιχεία που περιήλθαν στη γνώση και αντίληψή της τόσο από τον Αιτητή όσο και από πληροφόρηση που έλαβε από τους δικηγόρους που χειρίζονται την παρούσα υπόθεση. Σύμφωνα με την ομνύουσα, ο Αιτητής δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου ημερ. 14/10/2020 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Αίτησης Διαχείρισης Αρ. 114/2024 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, αποτελεί τον νόμιμο Διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας Παναγιώτας Σταφυλάρη άλλως Παναγιώτας Χρυσάνθου Αργυρού, η οποία απεβίωσε στις 11.03.2022. Επισυνάπτεται ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 1 το σχετικό διάταγμα διαχείρισης.
Στα πλαίσια της αίτησης εταιρειών αρ. 73/20 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε στις 14/10/2020, ECLI:CY:AD:2020:D232 διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας K. AND Y. THEODOROU INVESTMENTS LIMITED (εφεξής η Εταιρεία). Κατά την 06/08/2024 καταχωρήθηκε αγωγή – έντυπο απαίτησης Αρ. 4 υπ΄ αριθμό 463/2024(i) από τον Αιτητή ως διαχειριστή της περιουσίας της αποβιώσασας δυνάμει του διατάγματος διαχείρισης, εναντίον της Εταιρείας ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας. Επισυνάπτει ως ΤΕΚΜΗΡΙΟ 3 πιστό αντίγραφο της εν λόγω αγωγής.
Κατά ή/περί την 12/08/24 κατά την ετοιμασία προς επίδοση της πιο πάνω αγωγής διαπιστώθηκε ότι εκ παραδρομής ή/και καλόπιστου λάθους δεν προχώρησε η καταχώρηση της παρούσας αίτησης για λήψη άδειας από το αρμόδιο Δικαστήριο για έγερση-συνέχιση της αγωγής εναντίον της Εταιρείας πριν την καταχώρηση του εντύπου αγωγής. Σημειώνει ότι η αγωγή δεν δόθηκε ακόμα για επίδοση από το γραφείο τους. Οι δικηγόροι που χειρίζονται την εν λόγω αγωγή την ενημέρωσαν ότι απαιτείται από το Κεφ. 113 και συγκεκριμένα συμφώνως του άρθρου 220 η εξασφάλιση άδειας από το Δικαστήριο προκειμένου να συνεχισθεί η εν λόγω αγωγή εναντίον της Εταιρείας λόγω του πιο πάνω εκδοθέντος διατάγματος εκκαθάρισης. Εν όψει των πιο πάνω πιστεύει ότι είναι δίκαιο και ορθό υπό τις περιστάσεις και προς το συμφέρον της δικαιοσύνης όπως το Δικαστήριο δώσει άδεια προκειμένου να συνεχισθεί η αγωγή εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας, καθότι μόνο με την εξασφάλιση της άδειας του Δικαστηρίου θα καταστεί εφικτό και επιτρεπτό για τον Αιτητή να προωθήσει την εν λόγω αγωγή εναντίον της Εταιρείας, και να εξασφαλίσει διατάγματα προς το συμφέρον της αποβιώσασας και της θυγατέρας της. Σε περίπτωση που δεν δοθεί η σχετική άδεια για συνέχιση της διαδικασίας είναι η θέση της ότι πολύ πιθανόν να καταστεί δύσκολη αν όχι αδύνατη η συνέχιση και προώθηση της πιο πάνω αγωγής.
Ο Εκκαθαριστής της υπό εκκαθάριση εταιρείας K. & Y. THEODOROU INVESTMENTS & CONSTRUCTION LTD (εφεξής η Εταιρεία) καταχώρησε ένσταση στην Αίτηση.
Η ένσταση βασίζεται στον περί Εταιρειών Νόμο, άρθρα 90-97, 217, 219, 220, 221, 230-33, 243-251, 298-323, 334-344, στους περί Εταιρειών Κανονισμούς (Companies Rules), Κανονισμοί 1-12, στους περί Εταιρειών (Εκκαθάριση) Κανονισμούς του 1933-1999, Κανονισμοί 4-9, 13, 18-36, 39-77, στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας του 2023 Δ.39, Δ.48, ΘΘ. 1-5 και 7-11, Δ.57, Δ.64 στους περί Εκκαθαρίσεων Εταιρειών Κανονισμούς του 1933, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στο δίκαιο της επιείκειας, στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου και στη σχετική νομολογία.
Οι λόγοι της ένστασης είναι, αυτούσιοι οι ακόλουθοι:
1. Δεν διευκρινίζονται με επάρκεια οι λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής επιδιώκει την ικανοποίηση των αιτούμενων θεραπειών στο σώμα της Αίτησης, ως όφειλε να πράξει και/ή η Αίτηση θα έπρεπε να καταχωρείτο υπό μορφή «PETITION» με αποτέλεσμα, να μην διευκρινίζονται με επάρκεια τα επίδικα θέματα και/ή η Εταιρεία και/ή ο Εκκαθαριστής ως αντιπρόσωπος της Εταιρείας να μην γνωρίζει σε ποιους ακριβώς λόγους έγκειται το αίτημα των Αιτητών και να μην είναι σε θέση να συντάξει την ένσταση του ή να υπερασπιστεί με επάρκεια τις θέσεις του, επηρεάζοντας δυσμενώς το δικαίωμα του σε υπεράσπιση σε δικαστική διαδικασία. Περαιτέρω, η Εταιρεία θα βρεθεί εξ απήνης κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας, εφόσον οι λόγοι επί των οποίων στηρίζονται οι αιτούμενες θεραπείες δεν αναφέρονται στο σώμα της Αίτησης η οποία υπέχει θέση δικογράφου και επομένως δεν πρέπει να δοθεί άδεια συνέχισης διαδικασίας.
2. Ο τίτλος της αίτησης είναι λανθασμένος.
3. Το αιτητικό είναι γενικό και αόριστο και δεν καθορίζεται ή συγκεκριμενοποιείται στο αιτητικό ή η αξιούμενη θεραπεία της Αίτησης, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην γνωρίζει συγκεκριμένα το είδος και ουσία της διαδικασίας η οποία θα αρχίσει ή συνεχίσει ως επιβάλλεται από τη σχετική νομοθεσία, με αποτέλεσμα να μην δύναται να εκδοθεί οιοδήποτε διάταγμα.
4. Δεν αποκαλύπτεται οιαδήποτε συζητήσιμη υπόθεση ή πιθανότητα επιτυχίας σε σχέση την απαίτηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας αρ. 463/2024 και οιαδήποτε διαδικασία μόνο έξοδα και σπατάλη δικαστικού χρόνου καθότι:
4.1. Δεν παρατίθεται μαρτυρία σχετικά με το περιεχόμενο της απαίτησης ή τις αξιώσεις του Αιτητή.
4.2. Το αγώγιμο δικαίωμα της αποβιώσασας Παναγιώτας Σταφυλάρη, η οποία ενεργεί μέσω του διαχειριστή της, δηλαδή του Αιτητή, παραγράφηκε εφόσον έχουν περάσει πέραν των έξι ετών από την ημερομηνία συμπλήρωσης της απαίτησης, όπως προβλέπεται από τα άρθρα 1, 2, 3, 4 και 7 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012.
4.3. Ο Αιτητής δεν μπορεί να αιτείται με έντυπο απαίτησης την εκπρόθεσμη κατάθεση αγοραπωλητηρίων εγγράφων.
4.4. Τα πωλητήρια δεν μπορούν να κατατεθούν προς όφελος της αποβιώσασας, εφόσον εκείνη ήταν ο πωλητής και τα μεταβίβασε στην Εταιρεία.
4.5. Η απαίτηση είναι καταχρηστική εφόσον προωθούνται παράλληλα μέτρα για την επίτευξη του ίδιου σκοπού καθότι, σύμφωνα με το περιεχόμενο της έκθεσης απαίτησης που επισυνάπτεται ως τεκμήριο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, προωθείται η γενική αίτηση αρ. 137/2024.
4.6. Η απαίτηση είναι καταχρηστική εφόσον ο μοναδικός λόγος καταχώρησης της απαίτησης ήταν η εμπόδιση της Gordian Holdings Limited, ενυπόθηκη δανειστής, να προχωρήσει σε πώληση του επίδικου ακινήτου σε τρίτο πρόσωπο δια μέσου της αναγκαστικής πώλησης που προβλέπεται από το Μέρος VIA του Νόμου 9/1965 και/ή υπενεργεί υπό το μανδύα της έφεσης δυνάμει του άρθρου 44Γ του εν λόγω Νόμου.
4.7. Η απαίτηση είναι άνευ ουσίας εφόσον το επίδικο ακίνητο υποθηκεύθηκε σε τρίτο καλόπιστο δανειστή.
4.8. Ο Αιτητής και/ή η αποβιώσασα κωλύονται να εγείρουν την απαίτηση δια το λόγο ότι, γνώριζαν για όλα τα δικαιώματα τους και τα γεγονότα της υπόθεσης, εντούτοις παρέλειψαν να ενεργήσουν εντός εύλογου χρόνου ή ενήργησαν με υπέρμετρη καθυστέρηση ή τουλάχιστον 17 έτη μετά τη συμφωνία των διαδίκων ή την ισχυρισθείσα παράβαση για πώληση των ακινήτων, με αποτέλεσμα να παραιτηθούν των δικαιωμάτων τους ή να κωλύονται να προωθούν την απαίτηση βάσει της αρχής της ολιγωρίας, “Laches” και/ή λόγω υπέρμετρης καθυστέρησης. Δυνάμει της συμπεριφοράς του Αιτητή και/ή της αποβιώσασας η Εταιρεία υποθήκευσε το Ακίνητο προς όφελος τρίτης έναντι ανταλλάγματος, η οποία δεν μπορούσε να γνωρίζει για τα δικαιώματα της αποβιώσασας. Εάν επιτύχει η απαίτηση μετά από τόσα πολλά έτη, η Καθ’ ης η αίτηση θα υποστεί ζημιά, εφόσον θα χαθεί η εξασφάλιση της και/ή δεν υπάρχει επαρκής εξασφάλιση λόγω διόγκωσης του χρέους και/ή δεν μπορεί να εξεύρει την απαραίτητη μαρτυρία που χρειάζεται για την υπεράσπιση της. Περαιτέρω, το χρέος της Εταιρείας προς την ενυπόθηκο δανειστή διογκώνεται λόγω πρόσθεσης περαιτέρω τόκων επί του οφειλόμενου υπολοίπου και η Εταιρεία θα υποστεί ζημιά εάν δεν εκποιηθούν τα ακίνητα.
4.9. Με την απαίτηση, ο Αιτητής επιθυμεί όπως, η αποβιώσασα λάβει προτεραιότητα έναντι του ενυπόθηκου/εξασφαλισμένου πιστωτή και κατά συνέπεια, έναντι των ανεξασφάλιστων πιστωτών αφού με την κατάθεση εμπράγματου βάρους αποκτά πλεονέκτημα.
5. Οποιαδήποτε αξίωση είχε η αποβιώσασα εναντίον της Εταιρείας ή ο Αιτητής όφειλε να την υποβάλει στον Εκκαθαριστή της Εταιρείας δια της διαδικασίας της επαλήθευσης, οπού μέχρι και σήμερα δεν το έπραξε.
6. Δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε λόγος που να αποδεικνύει πως η διαδικασία επαλήθευσης της απαίτησης της αποβιώσασας θα παρουσιάσει οποιεσδήποτε δυσκολίες.
7. Ο Αιτητής και/ή η αποβιώσασα έχει το δικαίωμα σε αποζημιώσεις και συνεπώς οιοδήποτε χρέος ήθελε αποδειχθεί, δύναται να επαληθευτεί με ευκολία και ισοδυναμεί με την αξία των ακινήτων.
8. Η διαδικασία της επαλήθευσης είναι λιγότερο δαπανηρή και συντομότερη.
9. Δεν επιτρέπεται να κατατεθεί οιοδήποτε εμπράγματο βάρος επί της περιουσίας της Εταιρείας, ως η αξίωση της:
9.1. Η κατάθεση σύμβασης επί ακίνητης ιδιοκτησίας συνιστά εμπράγματο βάρος. Σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, τέτοιο εμπράγματο βάρος δεν δύναται να δημιουργηθεί επί οποιασδήποτε περιουσίας της Εταιρείας μετά την έναρξη εκκαθάρισης της και/ή είναι άκυρο αν δεν κατατέθηκε στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη εντός καθορισμένης από το Κεφ.113 χρονικής προθεσμίας.
9.2. Δεν δύναται να δημιουργηθούν νέα εμπράγματα βάρη από την ημερομηνίας έναρξης της διαδικασίας εκκαθάρισης της Εταιρείας.
9.3. Ακόμα και αν επιτραπεί η κατάθεση των επίδικων συμφωνιών πώλησης, διά νόμου θα είναι άκυρες όσο αφορά στους πιστωτές της Εταιρείας και τον Εκκαθαριστή.
10. Υπάρχουν άλλα εμπράγματα βάρη τα οποία προηγούνται, οι δικαιούχοι των οποίων θα επηρεαστούν δυσμενώς. Η Αιτήτρια η οποία δεν είναι πιστωτής της Εταιρείας με την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας δύναται να λάβει προτεραιότητα έναντι των άλλων πιστωτών και/ή ανεξασφάλιστων πιστωτών.
11. Η τυχόν κατάθεση των Πωλητηρίων Εγγράφων ημερ. 25/05/2007 και ημερ. 01/06/2007 («τα Πωλητήρια Έγγραφα») στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας θα επηρεάσει δυσμενώς τους εξασφαλισμένους και/ή ανεξασφάλιστους πιστωτές της Εταιρείας και/ή καταστρατηγεί τα δικαιώματα των πιστωτών και μελών της Εταιρείας και/ή τη διαδικασία εκκαθάρισης της Εταιρείας και/ή τη νομοθεσία που διέπει τις εκκαθαρίσεις και/ή θα δημιουργήσει ανισότητα μεταξύ των πιστωτών της υπό διαχείριση και εκκαθάριση Εταιρείας εφόσον η αποβιώσασα προσπαθεί να αποκτήσει πλεονέκτημα και να καταστεί εξασφαλισμένος πιστωτής.
12. Δεν είναι δίκαιο και εύλογο, για τους τους ανεξασφάλιστους πιστωτές της Εταιρείας εφόσον οιοδήποτε υπόλοιπο από το προϊόν πώλησης των ακινήτων δεν θα διανεμηθεί σε αυτούς αφού, το εμπράγματο βάρος της Εταιρείας θα λάβει προτεραιότητα.
13. Υπήρξε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση και/ή αδράνεια και/ή αδιαφορία στην προώθηση των αιτημάτων και/ή στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων του Αιτητή και/ή στην υποβολή της παρούσας αίτησης και/ή ο Αιτητής παραλείπει να εξηγήσει την αδράνεια του ή της αποβιώσασας να προωθήσει τα δικαιώματα της, η οποία προκαλεί ζημιά, εφόσον, μεταξύ άλλων, εάν δεν εκποιηθούν τα επίδικα ακίνητα θα διογκωθεί το χρέος της Εταιρείας προς τον ενυπόθηκο δανειστή λόγω πρόσθεσης τόκων επί του οφειλόμενου υπολοίπου, θα αυξηθούν τα δικαστικά και δικηγορικά έξοδα και το ποσό που θα διανεμηθεί στους ανεξασφάλιστους πιστωτές θα μειωθεί. Επίσης, κατέστη αδύνατο για την Εταιρεία να συλλέξει πληροφορίες και να υπερασπιστεί τις θέσεις της.
14. Ο Αιτητής και/ή η αποβιώσασα είχε το δικαίωμα να καταθέσει τα Πωλητήρια Έγγραφα και να προωθήσει τις αξιώσεις της αλλά δεν το έπραξε δίδοντας ουδεμία εξήγηση και/ή αιτιολογία και/ή ούτε αποκάλυψε στο Δικαστήριο το δικαίωμα της αποβιώσασας προς τούτο βάσει των τροποποιήσεων του Νόμου, και άρα προσήλθε αιτούμενη την επιείκεια του Δικαστηρίου και/ή το εύλογο και δίκαιο, χωρίς καθαρά χέρια ως προς τις παραλείψεις του.
15. Η Αίτηση είναι νομικά και/ή ουσιαστικά αβάσιμη και/ή καταχρηστική και/ή αστήρικτη και/ή αδικαιολόγητη και/ή ελλιπής και/ή η Ένορκη Δήλωση που τη συνοδεύει είναι γενική και/ή αόριστη και/ή ελλιπής και/ή αβάσιμη διότι δεν περιλαμβάνεται μαρτυρία που να δικαιολογεί ότι ο Αιτητής ή η αποβιώσασα δικαιούται στις αιτούμενες θεραπείες εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
16. Η Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντίθετη με την κείμενη νομοθεσία και/ή νομολογία και/ή δεν είναι δίκαιο και/ή εύλογο υπό τις περιστάσεις να κατατεθεί έκαστο Πωλητήριο Έγγραφο για τους εξής λόγους:
16.1. Ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιαδήποτε και/ή επαρκή αιτιολογία για την καθυστέρηση και/ή παράλειψη κατάθεσης του Πωλητηρίου Εγγράφου εντός της καθορισμένης προθεσμίας ή την προώθηση των αξιώσεων της αποβιώσασας.
16.2. Ο Αιτητής δεν προβάλλει οποιαδήποτε και/ή επαρκή αιτιολογία γιατί είναι δίκαιο και εύλογο να κατατεθούν τα Πωλητήρια Έγγραφα ή τους λόγους που θα επιτύχουν οι αξιώσεις.
16.3. Σύμφωνα με τους όρους των Πωλητηρίων Εγγράφων, η αποβιώσασα είχε υποχρέωση να τα καταθέσει στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας και παρέλειψε να το πράξει.
17. Ο Αιτητής παραλείπει να αποκαλύψει και να αναφέρει επαρκή ή ουσιαστικά γεγονότα τα οποία να επιβεβαιώνουν τους ισχυρισμούς του και που να δικαιολογούν την έκδοση διατάγματος κατάθεσης των Πωλητηρίων Εγγράφων.
18. Η Αίτηση είναι νομικά και/ή ουσιαστικά αβάσιμη και/ή καταχρηστική και/ή αστήρικτη και/ή αδικαιολόγητη και/ή ελλιπής και/ή η Ένορκη Δήλωση που τη συνοδεύει είναι γενική και/ή αόριστη και/ή ελλιπής και/ή αβάσιμη διότι δεν περιλαμβάνεται μαρτυρία που να δικαιολογεί ότι ο Αιτητής δικαιούται στις αιτούμενες θεραπείες εναντίον της Εταιρείας.
19. Δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε καλός λόγος που να δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της έγκρισης της Αίτησης και της έναρξης και/ή συνέχισης της διαδικασίας εναντίον της Εταιρείας.
20. Η αποβιώσασα δεν λογίζεται πιστωτής της Εταιρείας με την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας δύναται να λάβει προτεραιότητα έναντι των άλλων πιστωτών και/ή ανεξασφάλιστων πιστωτών.
21. Η Αίτηση δεν συνοδεύεται από γεγονότα ή μαρτυρία προσώπου που μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα και/ή δεν δίδεται επαρκής εξήγηση για την παράλειψη του Αιτητή να παρουσιάσει γεγονότα, με αποτέλεσμα η Αίτηση να παραμένει αστήρικτη και να υπόκειται σε απόρριψη. Η ένορκη δήλωση γίνεται από μέλος ή συνεργάτη της δικηγορικής εταιρείας που αντιπροσωπεύει τον Αιτητή, με αποτέλεσμα να υπάρχει σύγκρουση συμφέροντος.
22. Η Αίτηση είναι νομικά και/ή ουσιαστικά αβάσιμη και/ή καταχρηστική και/ή αστήρικτη και/ή αδικαιολόγητη και/ή ελλιπής και/ή η Ένορκη Δήλωση που τη συνοδεύει είναι γενική και/ή αόριστη και/ή ελλιπής και/ή αβάσιμη διότι δεν περιλαμβάνεται μαρτυρία που να δικαιολογεί ότι η αποβιώσασα δικαιούται στις αιτούμενες θεραπείες εναντίον της υπό εκκαθάριση Εταιρείας.
Η ένσταση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του Εκκαθαριστή, Πέτρου Ιωαννίδη ο οποίος, ως αναφέρει είναι εγκεκριμένος λογιστής, μέλος του Συνδέσμου Εγκεκριμένων Λογιστών Κύπρου και αδειοδοτημένος Σύμβουλος Αφερεγγυότητας σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία, με εμπειρία σε θέματα διαχειρίσεων και εκκαθαρίσεων. Αναφορικά με το ιστορικό της υπόθεσης το οποίο παραθέτει, η Εταιρεία συστάθηκε και εγγράφηκε στις 25/10/2001 με αριθμό εγγραφής HE 124777, σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113, ως ιδιωτική εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και ασχολείτο μεταξύ άλλων, με κτηματικές επιχειρήσεις. Η Εταιρεία από τις 24/06/2015 μέχρι και σήμερα τελεί υπό διαχείριση. Στις 14/10/2020, εκδόθηκε διάταγμα εκκαθάρισης εναντίον της Εταιρείας και ο ίδιος διορίστηκε ως εκκαθαριστής της.
Στις 24/05/2007, υπογράφηκε μεταξύ της Παναγιώτας Σταφυλάρη (εφεξής η αποβιώσασα) και της Εταιρείας το πωλητήριο έγγραφο με το οποίο η πρώτη πουλούσε στην τελευταία το 68% του μεριδίου του ακινήτου με αριθμού εγγραφής [ ], φ/σχ XL/64.6.I+II, τεμάχιο [ ], στην Επαρχία Λάρνακας (εφεξής το Ακίνητο) έναντι του ποσού των ΛΚ60.000 (εφεξής το Πωλητήριο Έγγραφο 1). Στις 01/06/2007, υπογράφηκε μεταξύ της αποβιώσασας και της Εταιρείας το πωλητήριο έγγραφο με το οποίο η πρώτη πουλούσε στην τελευταία το ακίνητο έναντι του ποσού των ΛΚ80.000 (εφεξής το Πωλητήριο Έγγραφο 2).
Το Ακίνητο μεταβιβάστηκε στην Εταιρεία και ουδέποτε προβλήθηκε κάποιο παράπονο από την αποβιώσασα με βάση τα έγγραφα που έχει στην κατοχή του. Ακολούθως, το Ακίνητο υποθηκεύθηκε προς όφελος της Gordian Holdings Limited μεταξύ άλλων με την υποθήκη υπ’ αριθμό εγγραφής Y6209/2007, η οποία καταχωρήθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας στις 04/09/2007.
Ως ο ενόρκως δηλών αναφέρει, μείζονος σημασίας αποτελεί το γεγονός ότι, δεν διευκρινίζονται με επάρκεια οι λόγοι για τους οποίους ο Αιτητής επιδιώκει την ικανοποίηση των αιτούμενων θεραπειών στο σώμα της Αίτησης, ως όφειλε να πράξει. Ως αποτέλεσμα, δεν διευκρινίζονται με επάρκεια τα επίδικα θέματα και η Αίτηση που περιέχει θέση δικογράφου είναι στην ουσία της εσφαλμένη. Ως εκ τούτου, κατά τη σύνταξη της Ένστασης δεν ήταν σε θέση να υπερασπιστεί με επάρκεια τις θέσεις της Εταιρείας. Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θέση του, λόγω τούτου, η Εταιρεία θα βρεθεί εξ απήνης κατά το στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας. Επιπλέον, το όνομα της Εταιρείας στον τίτλο της Αίτησης δεν αναγράφεται ορθά και δεν θα έπρεπε εξ αρχής να επιτραπεί η καταχώρηση της. Προσθέτει ότι το αιτητικό της Αίτησης είναι γενικό και αόριστο αφού δεν καθορίζεται ή συγκεκριμενοποιείται στο αιτητικό ή η αξιούμενη θεραπεία της Αίτησης, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην γνωρίζει συγκεκριμένα το είδος και ουσία της διαδικασίας η οποία θα αρχίσει ή συνεχίσει, ως επιβάλλεται από τη σχετική νομοθεσία.
Ως η θέση του, αν εκδοθεί το διάταγμα που επιδιώκει ο Αιτητής, ανά πάσα στιγμή θα μπορεί να προωθεί δικαστικές διαδικασίες ή να τις συνεχίζει, χωρίς περαιτέρω άδεια, καταστρατηγώντας την όλη ιδέα της νομοθεσίας, δηλαδή, την αποφυγή εμπλοκής της Εταιρείας σε αχρείαστες διαδικασίες. Το γεγονός ότι, η Αίτηση συνοδεύεται από απαίτηση ως τεκμήριο δεν αλλάζει την κατάσταση πραγμάτων. Σημειώνει ότι έχει επιδοθεί στον ίδιο άλλη αίτηση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας με αριθμό 137/2024 για εκπρόθεσμη κατάθεση συμφωνίας στην οποία γίνεται αναφορά στην παρα.16 της Έκθεσης Απαίτησης.
Σύμφωνα με τον ενόρκως δηλούντα, η απαίτηση είναι καταχρηστική και μοναδικό σκοπό έχει, όπως και η αίτηση αρ. 137/2024 την παρεμπόδιση πώλησης των διαμερισμάτων, μάλιστα, χωρίς ο Αιτητής να ακολουθήσει την ενδεδειγμένη διαδικασία. Περαιτέρω, δεν παρατίθεται μαρτυρία σχετικά με το περιεχόμενο της απαίτησης ή τις αξιώσεις του Αιτητή. Ο Αιτητής είχε καθήκον και υποχρέωση να αποδείξει ότι, έχει συζητήσιμη υπόθεση και πιθανότητα επιτυχίας. Ίχνος στοιχείων δεν παρατίθενται, παρά μόνο μία απαίτηση, η οποία επισυνάπτεται ως τεκμήριο δίχως άλλο. Για παράδειγμα, δεν παρουσιάζονται συμφωνίες πώλησης ή αντιπαροχής, δεν παρουσιάζεται κάποια επικοινωνία της αποβιώσασας με την Εταιρεία. Κατά τα άλλα σε σχέση με το θέμα αυτό ο ομνύων επαναλαμβάνει το περιεχόμενο του λόγου ένστασης 5, όπως πιο πάνω παρατίθεται.
Ανεξάρτητα από τα πιο πάνω, είναι η θέση του ότι φαίνεται από το περιεχόμενο της απαίτησης και των αιτούμενων με αυτή θεραπειών, πως ο Αιτητής, ακόμα και αν επιτύχει στην απαίτηση εναντίον της Εταιρείας, το μόνο που θα επιτύχει είναι το δικαίωμα σε αποζημιώσεις και η ζημιά η οποία μπορεί να προκύψει αποτιμάται σε χρήμα, ήτοι την αξία των διαμερισμάτων, σύμφωνα πάντοτε με τους δικούς του ισχυρισμούς. Επομένως, η απαίτηση του Αιτητή είναι επαληθεύσιμη και μπορεί να διεκπεραιωθεί μέσω της διαδικασίας της επαλήθευσης χρέους. Δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε λόγος που να αποδεικνύει πως η διαδικασία επαλήθευσης της απαίτησης της αποβιώσασας θα παρουσιάσει οποιεσδήποτε δυσκολίες. Τουναντίον, πλέον, με την κατάσταση πραγμάτων, η διαδικασία της επαλήθευσης είναι η πλέον κατάλληλη υπό τις περιστάσεις, ειδικότερα, δια το λόγο ότι, είναι συντομότερη και λιγότερο δαπανηρή.
Προσθέτει επίσης ότι με τη συνέχιση της διαδικασίας, οι υπόλοιποι πιστωτές της Εταιρείας επηρεάζονται δυσμενώς. Η Εταιρεία επωμίζεται σοβαρά δικηγορικά και άλλα έξοδα, ώστε να υπερασπιστεί τις διαδικασίες που λαμβάνουν χώρα, τα οποία καταβάλλονται από την περιουσία της Εταιρείας, με αποτέλεσμα να μειώνεται η περιουσία η οποία θα διαμοιραστεί ανάμεσα στους ανεξασφάλιστους πιστωτές. Περαιτέρω, με τις διαδικασίες που κινεί ο Αιτητής στην ουσία επιζητεί προνομιακή μεταχείριση, εις βάρος των άλλων πιστωτών αφού ενώ προηγείτο υποθήκη και δεν έχει εμπράγματο βάρος επί των διαμερισμάτων επιχειρεί να λάβει μέρος της περιουσίας της Εταιρείας, χωρίς μάλιστα να πληρώσει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης που οφείλει.
Εάν δεν προχωρήσει ο πλειστηριασμός σημαίνει ότι, θα συνεχίσει να υφίσταται η υποθήκη και το ποσό που πιστώθηκε στο λογαριασμό της Εταιρείας θα συνεχίσει να διογκώνεται επειδή θα προστεθούν τόκοι. Συνεπάγεται, πως οι ανεξασφάλιστοι πιστωτές θα εισπράξουν πολύ μικρότερο ποσό, αφού ο ενυπόθηκος δανειστής θα δικαιούται μεγαλύτερο ποσοστό από τους υπόλοιπους από την ανεξασφάλιστη περιουσία της Εταιρείας.
Περαιτέρω, σύμφωνα με τη θέση του, υπήρξε υπέρμετρη και αδικαιολόγητη καθυστέρηση και αδράνεια που φτάνει τα όρια της αδιαφορίας και της κατάχρησης. Ο δε Αιτητής παραλείπει να εξηγήσει την αδράνεια της αποβιώσασας κατά τον ουσιώδη χρόνο να προωθήσει τα δικαιώματα της.
Επαναλαμβάνοντας τον λόγο ένστασης 9, πιο πάνω ο ενόρκως δηλών εισηγείται ότι δεν επιτρέπεται να κατατεθεί οιοδήποτε εμπράγματο βάρος επί της περιουσίας της Εταιρείας, ως η αξίωση του Αιτητή. Περαιτέρω, είναι η θέση του ότι η τυχόν κατάθεση των Πωλητηρίων στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας θα επηρεάσει δυσμενώς τους εξασφαλισμένους και ανεξασφάλιστους πιστωτές της Εταιρείας, ενώ καταστρατηγεί τα δικαιώματα των πιστωτών και μελών της Εταιρείας αφού θα δημιουργήσει ανισότητα μεταξύ τους. Ουσιαστικά, η αποβιώσασα θα αποκτήσει πλεονέκτημα και ενώ είναι ανεξασφάλιστος πιστωτής θα γίνει εξασφαλισμένος, κάτι που δεν είναι δίκαιο και εύλογο για τους ανεξασφάλιστους πιστωτές της Εταιρείας εφόσον οιοδήποτε υπόλοιπο από το προϊόν πώλησης των ακινήτων δεν θα διανεμηθεί σε αυτούς αφού, το εμπράγματο βάρος της Εταιρείας θα λάβει προτεραιότητα.
Είναι επίσης η θέση του ότι ο Αιτητής και η αποβιώσασα είχαν το δικαίωμα να καταθέσουν τα Πωλητήρια Έγγραφα και να προωθήσουν τις αξιώσεις τους αλλά δεν το έπραξαν δίδοντας ουδεμία εξήγηση ή αιτιολογία, ούτε αποκάλυψαν στο Δικαστήριο το δικαίωμα της αποβιώσασας προς τούτο βάσει των τροποποιήσεων του Νόμου.
Τέλος, ο ενόρκως δηλών, αμφισβητεί τη θετική γνώση των γεγονότων της ενόρκως δηλούσας στην ένορκη δήλωση στην Αίτηση εισηγούμενος ότι η εν λόγω ένορκη δήλωση δεν θα πρέπει να ληφθεί υπόψη.
Οι συνήγοροι αγόρευσαν θέτοντας στο Δικαστήριο τις αντίστοιχες θέσεις τους, τις οποίες έχω υπόψη και θα σταθώ σ' αυτές στη συνέχεια όπου κρίνω αναγκαίο.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Το άρθρο 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113 στο οποίο βασίζεται, ουσιαστικά, η υπό κρίση Αίτηση προνοεί τα ακόλουθα:
«220. Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»
Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Pantrans Navigation Ltd v Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της Always Travel Holidays Ltd κ.ά (1992) 1 (Β) ΑΑΔ 900 είναι διαφωτιστικό:
«Τα άρθρα 215 και 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αποσκοπούν στην προστασία της περιουσίας εταιρείας που βρίσκεται υπό διάλυση με απώτερο στόχο την ίση μεταχείριση των πιστωτών τους. Ο Palmer "Company Law" 24η έκδοση παράγραφο 88-69 στις σελ. 1449 και 1450 παρουσιάζει το θέμα ως εξής:
"where a winding-up order has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding up."
Στην παράγραφο 88-75 σελ. 1454 υπό την επικεφαλίδα "Liberty to Proceed" του ίδιου συγγράμματος αναφέρεται ότι η εξουσία χορήγησης άδειας ασκείται συχνά. Και στη συνέχεια εξειδικεύονται περιπτώσεις που κρίθηκε πως ήταν δικαιολογημένη η άδεια για την αποπεράτωση διαδικασιών. Μεταξύ των περιπτώσεων είναι εκείνες δανειστών των οποίων τα χρέη έχουν εξασφαλιστεί. Στην In re Aro Co. Ltd. (1980) 2 W.L.R. 453, τονίστηκε ο χαρακτήρας της εξουσίας του δικαστηρίου ως διακριτικής και η ευχέρεια να παραχωρείται άδεια και σε περιπτώσεις που ο δανειστής δεν έχει ασφάλεια, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Στη σύνοψη του σκεπτικού στη σελ. 454 διαβάζουμε:
"Whether or not leave to proceed with an action was given under section 231 was a matter for the discretion of the court and was not dependent on a claimant having established the status of a secured creditor and in the circumstances, even if it were wrong to regard the plaintiffs as secured creditors at the time of winding up, the court ought to exercise its discretion in their favour."
Βασιζόμενος στην υπόθεση In re Aro, ανωτέρω, ο εκδότης του Palmer παρατηρεί:
"....the discretion conferred by the section gives the court freedom to do what is right and fair in the circumstances."
To θέμα απασχολεί και τον Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση τόμος 6 σελ. 698, παράγραφος 1389
"Proceedings will also be allowed to continue where the company is a necessary party to an action against it and other persons; or where an action is the most convenient method of trying a question."»
Η νομική πτυχή και εφαρμογή του άρθρου 220 του Κεφ. 113 αναλύονται στην απόφαση του Δικαστηρίου στα πλαίσια της Αίτησης 245/2001 Ε. Δ. Λευκωσίας, Αναφορικά με την εταιρεία Maxdata Holdings Ltd, ημερομηνίας 30/11/2011, στην οποία με παρέπεμψαν οι συνήγοροι του Καθ΄ ου η αίτηση και από την οποία άντλησα καθοδήγηση. Στην πιο απόφαση αναφέρθηκαν τα ακόλουθα, τα οποία υιοθετώ:
«Όπως έχει ειπωθεί το λεκτικό του άρθρου 220 προσομοιάζει με εκείνο του άρθρου 231 του αγγλικού Companies Act του 1948. Κατ' επέκταση συγγράμματα και δικαστικές αποφάσεις που αναφέρονται στο άρθρο 231 του αγγλικού νόμου μπορούν να καθοδηγήσουν το Δικαστήριο (βλ. Stefanos & Andreas Cold Stories Trading Limited v. Εταιρείας Αναψυτικών ΚΕΑΝ Λίμιτεδ (αρ. 1) (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1806, 1812).
Ό,τι εξυπηρετεί το άρθρο 231 προσδιορίζεται στο σύγγραμμα Company Law, 4th ed, του Robert R. Pennington. Στη σελίδα 701 αναφέρεται ότι∙ Τhe purpose of the statutory provision is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of expensive litigation, but the provision also applies where there is no such summary procedure available, and so even interpleader proceedings against a company in compulsory liquidation cannot be brought without leave.
Περαιτέρω στο σύγγραμμα Palmer's Company Law, 21st edition, στη σελίδα 768 αναφέρεται∙ The object of the winding-up provisions of the Companies Act 1862, said Lindley L.J. in Re Oak Pitts Colliery Co., "is to put all unsecured creditors upon an equality and to pay them pari passu".
Από τα πιο πάνω συνάγεται ότι σκοπός του αγγλικού άρθρου 231, αλλά και του επίδικου, άρθρο 220, είναι η προστασία της περιουσίας εταιρείας που τελεί υπό εκκαθάριση ούτως ώστε οι πιστωτές της να ικανοποιηθούν εξίσου και ακριβοδίκαια στα πλαίσια μιας συνοπτικής και χαμηλού κόστους διαδικασία, όπως είναι η διαδικασία της επαλήθευσης.
Σημειώνεται περαιτέρω ότι το λεκτικό του άρθρου 220 αναφέρεται σε αγωγή ή διαδικασία που στρέφεται εναντίον της εταιρείας. Στην υπόθεση Stefanos & Andreas (πιο πάνω) έφεση που υπέβαλε η εταιρεία, η οποία είχε στο μεταξύ τεθεί υπό εκκαθάριση, κρίθηκε ότι δεν συνιστούσε διαδικασία εναντίον της εταιρείας. Ανάλογη ήταν η προσέγγιση και στην υπόθεση επί τοις αφορώσι την εταιρεία GENEMP Trading Ltd (2009) 1B A.A.Δ. 1658 σε αυτή όμως την περίπτωση το δικαστήριο διέταξε την εφεσείουσα εταιρεία, η οποία τελούσε υπό εκκαθάριση, να καταθέσει συγκεκριμένο χρηματικό ποσό ως εξασφάλιση για έξοδα που ενδεχομένως να δημιουργούντο σε περίπτωση αποτυχίας της έφεσης.
Εδώ αξίζει να ειπωθεί ότι σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπόθεση αναφορικά με την αίτηση του Ανδρέα Τσαγγάρη (1999) 1Α Α.Α.Δ.326, 331, αρμόδιο δικαστήριο για να αποφασίσει κατά πόσο ενδείκνυται ή όχι χορήγηση άδειας για συνέχιση ή έναρξη αγωγής ή διαδικασίας εναντίον εταιρείας που τελεί υπό εκκαθάριση είναι το δικαστήριο ενώπιον του οποίου βρίσκεται κατατεθειμένος ο φάκελος της υπό εκκαθάριση εταιρείας. Εξαίρεση αποτελεί μόνο η περίπτωση που μνημονεύεται στο άρθρο 215 του Κεφ. 113.
.................................
Στο σύγγραμμα Company Law (πιο πάνω) στη σελίδα 701 αναφέρεται ότι∙ "The court will always give a plaintiff leave to proceed against the company if he has a prima facie case and his claim cannot be dealt with adequately in the winding up, or if the remedy he seeks cannot be given him therein". Περαιτέρω, στον Buckley (πιο πάνω) στη σελίδα 499 αναφέρεται ότι∙ "But, in general, leave to institute or proceed with an action will only be given where some question arises which cannot properly be determined in the winding up, and for whose determination an action is requisite".
Εκ των πιο πάνω συνάγεται ότι για να επιτύχει αίτημα ως το επίδικο ο αιτητής χρειάζεται να ικανοποιήσει το δικαστήριο ότι έχει συζητήσιμη (prima facie) υπόθεση εναντίον της εταιρείας, ότι η φύση της αξίωσής του είναι τέτοια που δεν μπορεί να εξεταστεί με επαλήθευση, και ότι η θεραπεία που αξιώνει δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης.»
Προκύπτει από τα πιο πάνω ότι πρωταρχικός σκοπός του άρθρου 220 του Κεφ.113 είναι η προστασία της περιουσίας της Εταιρείας έτσι ώστε να είναι δυνατή η εξίσου και ακριβοδίκαιη ικανοποίηση των πιστωτών της Εταιρείας στα πλαίσια μιας συνοπτικής και χαμηλού κόστους διαδικασίας, όπως είναι η διαδικασία της επαλήθευσης και οι απαιτήσεις των πιστωτών πρέπει να εξετάζονται εντός του πλαισίου της εκκαθάρισης και όχι εκτός. Μόνο όταν κάποια απαίτηση δεν είναι δυνατό λόγω της φύσης της και αφορά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να επιλυθούν στα πλαίσια της επαλήθευσης ή όταν η θεραπεία που επιζητείται δεν μπορεί να ικανοποιηθεί μέσω της επαλήθευσης, το Δικαστήριο θα δώσει άδεια να συνεχιστεί δικαστική διαδικασία εναντίον εταιρείας που τέθηκε υπό εκκαθάριση. Η υπό αναφορά διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, εξασκείται προς εξισορρόπηση του συλλογικού συμφέροντος της ομάδας των πιστωτών της εταιρείας, έναντι της σχετικής ταλαιπωρίας και αδικίας που μπορεί να υποστεί ένας και μόνο πιστωτής.
Ως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Halsbury's Laws Of England, 5η Έκδοση, Τόμος 17, στην παράγραφο 853, στην σελίδα 153:
«The court will exercise its discretion whether or not to give permission to proceed with or commence a claim or proceeding against a company which is being wound up by the court according to what is right and fair in the circumstances. Proceedings will be allowed to continue where they are to enforce a mortgage or security upon the company's property unless the liquidator offers to give all that the mortgagee can obtain by his proceedings or an order in the winding up has already given him that relief. Proceedings will also be allowed to continue where the company is a necessary party to a claim against It and other persons; or where a claim is the most convenient method of trying a question; or where a shareholder has begun proceedings for rescission and rectification of the register before the winding up; or where the claim is for specific performance or for recovery of possession ...».
Στο Σύγγραμμα του Δρ. Ανδρέα Π. Ποιητή, «Η εκκαθάριση εταιρειών», Δεύτερη έκδοση, Λάρνακα 2015, στη σελ. 83, κάτω από τον τίτλο «Άδεια για προώθηση αγωγής», αναφέρεται ότι με την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης, δεν δημιουργείται απλώς μια σχέση μεταξύ του αιτητή και της εταιρείας, αλλά ένα νέο καθεστώς της εταιρείας, το οποίο ισχύει erga omnes. Αυτό θέτει τους συνεισφορείς και τους μη εξασφαλισμένους πιστωτές σε ίση μοίρα. Γι' αυτό άλλωστε δεν επιτρέπεται η έναρξη ή η προώθηση αγωγών εναντίον εταιρείας χωρίς άδεια του Δικαστηρίου. Παρά ταύτα το Δικαστήριο είναι δυνατό να επιτρέψει μια τέτοια έναρξη ή προώθηση αγωγής υπό ορισμένες προϋποθέσεις. Έτσι, αν ο πιστωτής είναι ενυπόθηκος ή άλλως πως εξασφαλισμένος πιστωτής, τίποτε δεν εμποδίζει την προώθηση της αγωγής του εναντίον της εταιρείας, δεδομένου ότι η έκδοση της απόφασης επί μιας τέτοιας απαίτησης δεν δημιουργεί προτεραιότητα προς όφελος του Ενάγοντος και ασφαλώς δεν επηρεάζει τα συμφέροντα οποιουδήποτε, αφού αυτός είναι ήδη εξασφαλισμένος.
Στη σελ. 84 του ιδίου Συγγράμματος αναφέρεται επίσης ότι «Με τον ίδιο τρόπο θα πρέπει να δοθεί άδεια για προώθηση αγωγής για ειδική εκτέλεση σύμβασης για πώληση ακινήτου. Αν δεν επιτραπεί η έναρξη ή προώθηση μιας τέτοιας αγωγής, το αποτέλεσμα θα είναι η απώλεια του δικαιώματος του αγοραστή και η κατάργηση της έννοιας του εμπράγματου δικαιώματος.».
Περαιτέρω στην ίδια σελίδα αναφέρεται ότι «Η άδεια είναι δυνατό να χορηγηθεί και σε περιπτώσεις που η εταιρεία δεν είναι ο μόνος εναγόμενος, αλλά είναι αναγκαστικός εναγόμενος, μαζί με άλλα πρόσωπα. Αυτό θα συμβεί, π.χ. στην περίπτωση κατά την οποία η εταιρεία έχει αναλάβει κοινή οφειλή μαζί με άλλο πρόσωπο ή ενέχεται σε αδίκημα, όπως π.χ. αμέλεια μαζί με άλλο ή άλλα πρόσωπα. Στην τελευταία περίπτωση θα πρέπει να δοθεί η άδεια στα μέρη να καθορίσουν το ποσοστό ευθύνης εκάστου εναγόμενου προσώπου. Έτσι η άδεια θα παραχωρηθεί, αλλά, συνήθως, υπό τον όρο ότι ο ενάγων θα παράσχει εγγύηση ή θα αναλάβει υποχρέωση ότι δεν θα προχωρήσει με μέτρα εκτέλεσης εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας.».
Έχοντας υπόψη τους δικογραφημένους ισχυρισμούς όπως αυτοί περιέχονται στην Απαίτηση του Αιτητή, η οποία επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση στην Αίτηση, θεωρώ ότι αυτοί στοιχειοθετούν συζητήσιμη υπόθεση αφού αναδεικνύουν θέματα που αφορούν παράβαση σύμβασης συμφωνίας αντιπαροχής η οποία πηγάζει από τα πωλητήρια έγγραφα ημερ.24.5.07 και 1.6.07 καθώς και παράβαση της συμβατικής υποχρέωσης της Εταιρείας να εγγράψει συγκεκριμένα διαμερίσματα στο όνομα της αντισυμβαλλόμενης αποβιωσάσης. Σημειώνεται ότι τα εν λόγω ακίνητα βαρύνονται με υποθήκη/υποθήκες που έχουν παραχωρηθεί από την Εταιρεία στην Gordian. Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών ο Αιτητής αξιώνει, μεταξύ άλλων, αναγνωριστικά Διατάγματα, Διατάγματα που να επιτρέπουν την κατάθεση των πιο πάνω πωλητηρίων εγγράφων στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας καθώς και ειδική εκτέλεση της σύμβασης. Ενόψει των πιο πάνω κρίνω ότι η Εταιρεία καθίσταται αναγκαίος διάδικος στην εν λόγω αγωγή.
Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό ότι δεν παραγνωρίζω ότι ενδεχομένως να εγείρεται θέμα κατάχρησης με βάση τη παρα.16 της Απαίτησης του Αιτητή, από την οποία προκύπτει ότι ο Αιτητής παράλληλα προωθεί την εκπρόθεσμη κατάθεση των εν λόγω πωλητηρίων εγγράφων μέσω της Αίτησης 127/24. Δεν είναι όμως αυτή η βάση και το υπόβαθρο της υπό κρίση αίτησης. Θα μπορεί άλλωστε, αν το ζήτημα εγερθεί στα πλαίσια της αγωγής να αποσύρονταν οι σχετικές αξιώσεις, οπότε το θέμα της κατάχρησης θα έπαυε να είχε αντικείμενο προς εξέταση. Θα πρέπει επίσης να λεχθεί ότι έχουν τεθεί ως λόγοι ένστασης το κώλυμα του Αιτητή να προωθεί την απαίτηση του λόγω ολιγωρίας και η παραγραφή της Απαίτησης, λόγοι που σύμφωνα με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του Καθ’ ου η αίτηση δεν καθιστούν την Απαίτηση συζητήσιμη. Δεν συμφωνώ. Τα πιο πάνω θέματα δεν άπτονται της εξέτασης της υπό κρίση αίτησης η οποία έχει συγκεκριμένο σκοπό, αλλά της εξέτασης της ουσίας της Απαίτησης.
Προχωρώ στη συνέχεια να εξετάσω κατά πόσο η αξίωση του Αιτητή μπορεί να υποβληθεί στα πλαίσια διαδικασίας επαλήθευσης.
Αποτέλεσε εισήγηση του Καθ’ ου η αίτηση ότι η Απαίτηση του Αιτητή σε σχέση με τα πωλητήρια έγγραφα μπορεί να επαληθευτεί.
Το άρθρο 298 του Κεφ. 113 που ρυθμίζει τις απαιτήσεις που μπορούν να επαληθευθούν προνοεί τα ακόλουθα:
«Σε κάθε εκκαθάριση (με την επιφύλαξη, στην περίπτωση αφερέγγυων εταιρειών, της εφαρμογής σύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου αυτού του Νόμου περί Πτωχεύσεως) όλα τα χρέη που είναι πληρωτέα υπό αίρεση, και όλες οι απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, παρούσες ή μελλοντικές, βέβαιες ή υπό αίρεση, εξακριβωμένες ή εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, είναι αποδεχτές ως επαλήθευση εναντίον της εταιρείας, αφού γίνει στο μέτρο που είναι δυνατό δίκαιη εκτίμηση της αξίας των χρεών αυτών ή των απαιτήσεων που είναι υπό αίρεση ή είναι εκφρασμένες μόνο σε αποζημιώσεις, ή που για οποιαδήποτε άλλη αιτία δεν έχουν συγκεκριμένη αξία.»
Ως προς τη διαδικασία επαλήθευσης καθώς και της εκτίμησης του χρέους και αμφισβήτησης σχετικής απόφασης σχετικό είναι το άρθρο 251 του Κεφ. 113.
Το άρθρο 298Β του Κεφ. 113 ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν υπό εκκαθάριση αφερέγγυα εταιρεία ως ακολούθως:
«Σε περίπτωση εκκαθάρισης αφερέγγυας εταιρείας υπερισχύουν και εφαρμόζονται οι εκάστοτε ισχύοντες κανονισμοί βάσει του περί Πτώχευσης Νόμου σχετικά με τις περιουσίες προσώπων που κηρύχθηκαν σε πτώχευση ως προς τα δικαιώματα των ασφαλισμένων και μη ασφαλισμένων πιστωτών, καθώς και για τα χρέη που δύναται να επαληθευθούν και για την εκτίμηση ετήσιων προσόδων και μελλοντικών και υπό αίρεση υποχρεώσεων, και όλα τα πρόσωπα που θα είχαν δικαίωμα να προβούν σε επαλήθευση και να λάβουν μέρισμα από το ενεργητικό της εταιρείας δύνανται να συμμετάσχουν στην εκκαθάριση και να υποβάλουν τέτοιες απαιτήσεις εναντίον της εταιρείας, ως σχετικά προβλέπεται από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.»
Στο σύγγραμμα Palmer's Company Law, 21η έκδοση στην σελ. 759 αναφέρονται τα ακόλουθα σε ότι αφορά ποιοι πιστωτές δικαιούνται να επαληθεύσουν τις απαιτήσεις τους στα πλαίσια εκκαθάρισης εταιρείας:
«The debts for which creditors are entitled to prove are specified in section 316 of the Act. They include all debts payable on a contingency and all claims present and future, certain or contingent, ascertained or sounding only in damages, and, where necessary, a just estimate is to be made of their value. But, where the company is insolvent, this is subject to the rules of bankruptcy as to debts provable (s. 317). Under section 30 of the Bankruptcy Act 1914, demands in the nature of unliquidated damages are not provable unless they arise by reason of a contract, promise or breach of trust. Subject to this limitation, every kind of liability, however difficult of valuation, is provable, unless declared by the court incapable of being fairly estimated, the object of the Act being " to put all unsecured creditors upon an equality, and to pay them pari passu.". Accordingly, not only creditors to whom the company is indebted in sums presently due can prove, but also creditors whose debts are not yet due, and not only creditors but persons who have any claim or who may have any claim against the company, e.g., a person who has a claim for damages for breach of contract, or for the determination of a contract, e.g., a policy of insurance, by the company's going into liquidation, or a passenger on a tramcar claiming damages for injuries under the company's contract of carriage. Any liability, in fact, of the company existing at the commencement of the winding up may be proved, and not merely debts due at the commencement of the winding up. ...».
Με βάση τη φύση της Απαίτησης ως αυτή έχει ανωτέρω επεξηγηθεί, προκύπτει, στη βάση των πιο πάνω ότι η Απαίτηση του Αιτητή δεν είναι τέτοια που μπορεί να επαληθευτεί στα πλαίσια της εκκαθάρισης της Εταιρείας. Δεν θα ήταν δίκαιο, ενόψει, μεταξύ άλλων, της θεραπείας που ζητείται για ειδική εκτέλεση σύμβασης να αποστερηθεί ο Αιτητής της δυνατότητας διεκδίκησης του ιδιοκτησιακού του δικαιώματος, κατατάσσοντας την Απαίτηση ως εκφρασμένη μόνο σε αποζημιώσεις (Βλ. επίσης σχετικά την υπόθεση Re Coregrange Ltd (1984])BCLC 453 στην οποία γίνεται αναφορά από τον Δικαστή Μ.Γ.Λοίζου στην Αίτηση Εκκαθάρισης αρ.66/2013 ημερ. 27/10/16).
Εξετάζοντας την εισήγηση του συνηγόρου του Καθ’ ου η αίτηση ότι σε περίπτωση που δοθεί άδεια και η Απαίτηση του Αιτητή πετύχει, θα δημιουργηθεί νέο εμπράγματο βάρος επί της περιουσίας της Εταιρείας, επηρεάζοντας δυσμενώς τους υπόλοιπους πιστωτές, ενώ σύμφωνα με τον περί Εταιρειών Νόμο, τέτοιο εμπράγματο βάρος δεν δύναται να δημιουργηθεί επί οποιασδήποτε περιουσίας της Εταιρείας μετά την έναρξη εκκαθάρισης της και είναι άκυρο σε ό,τι αφορά στον εκκαθαριστή αν δεν κατατέθηκε στον Έφορο Εταιρειών εντός καθορισμένης χρονικής προθεσμίας, παρατηρώ ότι αυτή άπτεται της ουσίας τόσο της αγωγής όσο και της Αίτησης 127/24. Κρίνω συνεπώς ότι η πιο πάνω εισήγηση δεν μπορεί να τύχει αντιμετώπισης στα πλαίσια της υπό κρίση Αίτησης.
Και κάτι τελευταίο. Έχει τεθεί ισχυρισμός εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση ότι ο τίτλος της Αίτησης είναι λανθασμένος. Διαφαίνεται από τα έγγραφα που έχουν ενώπιον μου προσκομιστεί ότι πράγματι στον τίτλο της Αίτησης αναγράφεται το προηγούμενο όνομα της Εταιρείας. Πρόκειται, ουσιαστικά για λανθασμένη περιγραφή ονόματος της ίδιας Εταιρείας και δεν είναι αντιληπτό με ποιο τρόπο η διαπίστωση αυτή μπορεί να επηρεάσει την ουσία της υπό κρίση Αίτησης ή τα δικαιώματα του Καθ’ ου η αίτηση, ειδικότερα ενόψει του γεγονότος ότι ο Καθ’ ου η αίτηση αντιλήφθηκε ποια Εταιρεία αφορούσε η Αίτηση και καταχώρησε ένσταση σε αυτή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η Αίτηση επιτυγχάνει. Εκδίδεται Διάταγμα με το οποίο επιτρέπεται η συνέχιση της διαδικασίας της αγωγής με αρ. 463/2024(i).
Επιδικάζονται έξοδα προς όφελος του Αιτητή και σε βάρος του Καθ’ ου η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.): ……………………….
Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΉΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο