
ΕΠΑΡΧΙΑΚO ΔΙΚΑΣΤΗΡΙO ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Α.Ε.Δ.
Αγωγή αρ.: 2700/15
Μεταξύ:
1. NEIL THOMAS
2. ANDREW THOMAS
3. DAVID HENDRY THOMAS
Εναγόντων
και
Εναγόμενης
Αίτηση ημερ.19.9.23 για εκδίκαση προδικαστικού σημείου
Ημερομηνία: 19/04/2024
Εμφανίσεις:
Για την Εναγόμενη – Αιτήτρια: Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Ενάγοντες – Καθ΄ ων η αίτηση: κα Μ. Στεφάνου για Έμιλυ Α. Λεμονιάτη Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με βάση την Έκθεση Απαίτησης τους οι Ενάγοντες/Καθ’ ων η Αίτηση, οι οποίοι είναι κάτοικοι Ηνωμένου Βασιλείου, στη βάση έγγραφης συμφωνίας ημερομηνίας 28/1/2007 συμφώνησαν με την Εναγόμενη να αγοράσουν ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου με αριθμό [ ], Μπλοκ Γ, στο συγκρότημα “[ ]”. Δυνάμει της πιο πάνω συμφωνίας η Εναγόμενη ανέλαβε την ανέγερση του εν λόγω διαμερίσματος στη βάση των επισυνημμένων αρχιτεκτονικών σχεδίων και τεχνικών όρων, ήταν δε ρητός όρος της συμφωνίας ότι το διαμέρισμα θα ήταν έτοιμο για παράδοση του κατά τον Δεκέμβριο του 2008. Η Εναγόμενη κατά παράβαση των συμφωνηθέντων παρέδωσε το διαμέρισμα στους Ενάγοντες τον Μάρτιο του 2009. Οι Ενάγοντες κατά το έτος 2010, όταν επισκέφθηκαν το εν λόγω διαμέρισμα, ερχόμενοι για διακοπές, αντιλήφθηκαν, μεταξύ άλλων, ότι σε ολόκληρο το διαμέρισμα υπήρχαν ρωγμές, εσωτερικά, λόγω κακοτεχνίας. Κατόπιν εμπεριστατωμένης έρευνας από ειδικό που διόρισαν οι Ενάγοντες διαφάνηκε ότι ο σχεδιασμός και η κατασκευή του διαμερίσματος παρουσίασαν προβλήματα με αποτέλεσμα να είναι ακατάλληλο προς κατοίκιση, και επιπλέον επικίνδυνο. Οι Ενάγοντες με την παρούσα αγωγή ζητούν αποζημιώσεις και διάταγμα επιστροφής του ποσού που κατέβαλαν βάσει της συμφωνίας πώλησης.
Στην Υπεράσπιση της η Εναγόμενη αρνείται ότι η συμφωνία πώλησης συνήφθη κατά ή περί την 28/1/2007 και αναφέρει ως ημερομηνία σύναψης της την 2/6/2006. Σύμφωνα με τον ισχυρισμό της οι Ενάγοντες τους είχαν ενημερώσει ότι από λάθος τους η συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 2/6/2006 δεν κατατέθηκε έγκαιρα στο Κτηματολόγιο με αποτέλεσμα να χάσουν τη σχετική προθεσμία που προέβλεπε ο Νόμος, έτσι, κατόπιν παράκλησης των Εναγόντων αποδέχτηκε, μόνο για σκοπούς κατάθεσης στο Κτηματολόγιο να τυπωθεί εκ νέου η συμφωνία με μεταγενέστερη ημερομηνία. Ήταν, ως ισχυρίζεται, πάντοτε η πρόθεση των Εναγόντων και η συνεννόηση με την Εναγόμενη ότι η συμφωνία με μεταγενέστερη ημερομηνία δεν θα υπερίσχυε της έγγραφης συμφωνίας πώλησης ημερομηνίας 2/6/2006 η οποία εξακολουθούσε να παραμένει σε ισχύ. Στη βάση της πιο πάνω συνεννόησης δεν συνάφθηκε νέα συμφωνία εκχώρησης. Οι Ενάγοντες είχαν εκχωρήσει στην Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Marfin Popular Bank Public Co Λτδ), στο εξής η Τράπεζα, δυνάμει συμφωνίας εκχώρησης ημερομηνίας 2/7/2006 όλα τα δικαιώματα τους που απορρέουν από την έγγραφη συμφωνία πώλησης ημερομηνίας 2/6/2006 με σκοπό την εξασφάλιση της Τράπεζας η οποία είχε προβεί στην παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων στους Ενάγοντες. Είναι η θέση της ότι η πιο πάνω συμφωνία εκχώρησης είναι καθ’ όλα νόμιμη και εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ. Κατά τα άλλα ισχυρίζεται ότι ο χρόνος παράδοσης του επίδικου διαμερίσματος καθορίστηκε στις 30/12/2008 με δύο μήνες χάρη και ότι εντός της πιο πάνω προθεσμίας κάλεσε τους Ενάγοντες να αποδεχθούν την παράδοση του διαμερίσματος. Οι Ενάγοντες ανταποκρίθηκαν τον Μάρτιο 2009 και η παράδοση ολοκληρώθηκε στις 24/3/2009, με την υπογραφή δήλωσης από τους Ενάγοντες ότι αυτή έγινε σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας και προς πλήρη ικανοποίηση τους. Πρόσθετα, αποτέλεσε θέση της Εναγομένης ότι ουδέποτε οι Ενάγοντες διαμαρτυρήθηκαν για οποιοδήποτε πρόβλημα σε σχέση με το διαμέρισμα. Απορρίπτει δε τις αξιώσεις των Εναγόντων.
Η Εναγόμενη στην Υπεράσπιση της προέβαλε δύο προδικαστικές ενστάσεις, δεν προώθησε όμως προδικαστικά την μία εκ των δύο.
Με αυτή την αίτηση ζητείται Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να επιτρέπεται η εκδίκαση προδικαστικά ή/και προ της ακροάσεως ολόκληρης της Αγωγής, των νομικών σημείων που εγείρονται με την προδικαστική ένσταση της Εναγόμενης στην παράγραφο 1 (β) της Έκθεσης Υπεράσπισης της, η οποία έχει ως εξής:
«1. Οι Εναγόμενοι εγείρουν προδικαστική ένσταση και ισχυρίζονται ότι:
(β) οι ενάγοντες στερούνται ενεργητικής νομιμοποίησης ή/και δεν νομιμοποιούνται ή/και δεν έχουν locus standi ή/και δεν δικαιούνταν ή/και δεν δικαιούνται μόνοι τους να εγείρουν την παρούσα αγωγή εξαιτίας της ρηθείσας εκχώρησης των δικαιωμάτων τους προς την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Marfin Popular Bank Public Co Λτδ, στο εξής «Τράπεζα») ή/και εξαιτίας της συμφωνίας εκχώρησης η οποία κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής είχε ή/και εξακολουθεί να έχει πλήρη ισχύ. Οι Εναγόμενοι αναφέρουν ότι οι Ενάγοντες δεν είχαν το νομικό δικαίωμα να καταχωρήσουν την παρούσα αγωγή η οποία καθίσταται υπό το φως αυτών των δεδομένων υποκείμενη σε απόρριψη.»
Η αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας και ειδικότερα, αλλά χωρίς περιορισμό, στην Δ.27 θ.θ.1 και θ.θ.2, Δ.33 θ.6, Δ.48 θ.θ.1-9, Δ.33 θ.6, Δ.64, στο Άρθρο 30 του Συντάγματος της Κυπριακής Δημοκρατίας, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο Κεφ.6, στον περί Δικαστηρίων Νόμο 14/60 και ειδικότερα, αλλά χωρίς περιορισμό, στα άρθρα 2, 29, 30-32, 39, 43 και 47, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου, στο δίκαιο της επιείκειας και στη σχετική επί του θέματος νομολογία.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση φαίνονται στον φάκελο της υπόθεσης και στην ένορκο δήλωση του κ. Χάρη Πνευματίκα, υπάλληλου στην Εναγόμενη – Αιτήτρια Εταιρεία (στο εξής Αιτήτρια), ο οποίος ως αναφέρει γνωρίζει όλα τα γεγονότα που αφορούν την υπόθεση και είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος από την Αιτήτρια όπως προβεί στην ένορκο δήλωση προς υποστήριξη της αίτησης. Όπου αναφέρεται σε νομικά ζητήματα, είναι κατόπιν πληροφόρησης που έλαβε από τους δικηγόρους της Αιτήτριας.
Είναι η θέση τους ότι, οι Ενάγοντες – Καθ’ ων η αίτηση δεν θεμελιώνουν αγώγιμο δικαίωμα και αιτία Αγωγής εναντίον της Αιτήτριας, λόγω της εκχώρησης των δικαιωμάτων τους που πηγάζουν από το Πωλητήριο Έγγραφο προς την Τράπεζα, με σκοπό την εξασφάλιση του δανείου που είχαν λάβει από αυτή. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο «Α» τη Συμφωνία Εκχώρησης που υπεγράφη μεταξύ των Εναγόντων και της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ (πρώην Marfin Popular Bank Public Co Λτδ) ημερ. 02/07/2006. Οι Ενάγοντες – Καθ’ ων η αίτηση ήγειραν την παρούσα Αγωγή χωρίς να λάβουν υπόψη τα όσα ορίζει το Δίκαιο της Επιείκειας στις περιπτώσεις όπου υπάρχει Συμφωνία Εκχώρησης, παραλείποντας έτσι να προβούν σε όλες τις απαραίτητες ενέργειες πριν την καταχώρηση της Αγωγής τους.
Ως επίσης αναφέρει, οι Ενάγοντες – Καθ’ ων η αίτηση σύνηψαν με την Τράπεζα Συμφωνία Δανείου και προς περαιτέρω και καλύτερη εξασφάλιση, εκχώρησαν στην Τράπεζα τα δικαιώματα τους, ως αυτά απορρέουν από το Πωλητήριο Έγγραφο που σύνηψαν μαζί με την Αιτήτρια για την αγορά του Διαμερίσματος αρ. [ ] στο μπλόκ Γ στο συγκρότημα «[ ]» στην Επαρχία Λάρνακας. Είναι η εισήγηση τους ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνται στην καταχώρηση της παρούσας Αγωγής, καθότι τα δικαιώματα τους από το Πωλητήριο Έγγραφο που αφορά το επίδικο ακίνητο, έχουν εκχωρηθεί στην Τράπεζα μέσω της Συμφωνίας Εκχώρησης. Οι μόνοι, κατά τη θέση τους, οι οποίοι νομιμοποιούνται να εγείρουν τέτοια Αγωγή είναι οι εκδοχείς των δικαιωμάτων, ήτοι η Τράπεζα. Σε κάθε περίπτωση, εάν οι Ενάγοντες – Καθ’ ων η αίτηση, επιθυμούσαν να στραφούν εναντίον της Αιτήτριας, όφειλαν να συνενώσουν στην Αγωγή τους, τους εκδοχείς των δικαιωμάτων που απορρέουν από το Πωλητήριο Έγγραφο που αφορά το επίδικο ακίνητο, ήτοι την Τράπεζα.
Στην προκείμενη περίπτωση, οι Ενάγοντες παρέλειψαν να συνενώσουν τους εκδοχείς των δικαιωμάτων τους στην Αγωγή και ουδέποτε έλαβαν τη ρητή συγκατάθεση τους. Αντιθέτως, καταχρηστικά οι Ενάγοντες ενήγαγαν προσωπικά την Αιτήτρια. Τούτων δοθέντων, είναι η θέση τους ότι οι Ενάγοντες – Καθ’ ων η αίτηση δεν έχουν δικαίωμα να εγείρουν προσωπικά Αγωγή εναντίον της Αιτήτριας. Τέτοιο δικαίωμα θα είχαν εάν συνένωναν στην Αγωγή ως διάδικο και την Τράπεζα, η οποία είναι η δικαιούχος και ελέγχουσα του δικαιώματος Αγωγής. Σύμφωνα με τη θέση τους, οι Καθ’ ων η αίτηση στερούνται locus standi για να ενεργούν ως Ενάγοντες στην παρούσα Αγωγή, καθότι πέραν των ανωτέρω, πουθενά δεν αποδεικνύεται ότι έλαβαν συγκατάθεση από τον εκδοχέα για καταχώρηση της παρούσας Αγωγής.
Οι Ενάγοντες / Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση, η οποία βασίζεται στην ίδια με την αίτηση νομική βάση.
Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η ένσταση, αυτούσιοι, είναι οι ακόλουθοι :
(α) Η ένορκη δήλωση του κ. Χάρη Πνευματίκα που συνοδεύει της Αίτηση είναι παράτυπη και/ή αντικανονική και/ή ανεπαρκής.
(β) Υπάρχει απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων.
(γ) Η Εναγόμενη Αιτήτρια απέκρυψε από το Δικαστήριο ουσιώδη και/ή πραγματικά γεγονότα και/ή στοιχεία της υπόθεσης ούτως ώστε για να επιτύχει από το Δικαστήριο τo αιτηθέν Διάταγμα.
(δ) Η παρούσα αίτηση συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.
(ε) Τα εκτειθέντα γεγονότα και/ή στοιχεία της υπόθεσης δεν δικαιολογούν την έκδοση του αιτηθέντος Διατάγματος.
(ζ) Η προδικαστική ένσταση δεν αποτελεί νομικό σημείο αλλά εμπεριέχει και πραγματικά γεγονότα για τα οποία πρέπει να ακουστεί μαρτυρία και ως εκ τούτου δεν μπορεί να ακουσθεί προδικαστικά.
(η) Με την αίτηση της η Αιτήτρια δεν εγείρει σοβαρό νομικό θέμα.
(θ) Η εν λόγω αίτηση καταχωρήθηκε από την Αιτήτρια με υπέρμετρη καθυστέρηση κατά παράβαση της καλά νομολογημένης αρχής ότι τέτοια αίτηση πρέπει να καταχωρείται κατά τον χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις.
(ι) Η παρούσα Αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου (abuse of the process of the Court), είναι καταπιεστική, ενοχλητική, έγινε για αλλότριους σκοπούς και ειδικότερα για να καθυστερήσει την εκδίκαση της παρούσας Αγωγής.
(κ) Το αιτούμενο Διάταγμα για προδικασία της προδικαστικής Ένστασης της Υπεράσπισης των Εναγομένων έχει ως μόνο σκοπό την καθυστέρηση και/ή εκτροχιασμό και/ή επιβράδυνση της όλης διαδικασίας γεγονός από αποδεικνύεται με την συμπεριφορά της πριν την καταχώρηση της Αγωγής.
(λ) Η παρούσα αίτηση είναι δέον όπως απορριφθεί καθότι δεν συντρέχουν οι απαραίτητες προϋποθέσεις διά την έκδοση του αιτούμενου Διατάγματος και/ή παραχώρησης του επίδικου αιτητικού.
(μ) Υπάρχουν αμφισβητούμενα στοιχεία και/ή γεγονότα που εμποδίζουν την εκδίκαση της προδικαστικής ένστασης. Δεν υπάρχει παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο.
(ν) Εσκεμμένα και/ή κακόπιστα και/ή δόλια οι Εναγόμενοι/Αιτητές καθυστέρησαν την διαδικασία, ήτοι την καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση φαίνονται στο φάκελο της υπόθεσης και στην ένορκη δήλωση της Δώρας Σταυρινού, δικηγορικής υπαλλήλου στο γραφείο των δικηγόρων των Εναγόντων/Καθ’ ων η Αίτηση η οποία ως αναφέρει, γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας αγωγής και είναι εξουσιοδοτημένη από τους Ενάγοντες να προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους τους. Έχει γνώση των όσων εκθέτει από τα έγγραφα που περιέχονται στο φάκελο της παρούσας υπόθεσης και από ενημέρωση που έλαβε από τη δικηγόρο που χειρίζεται την υπόθεση. Όπου αναφέρεται σε νομικά ζητήματα το πράττει κατόπιν πληροφόρησης που έλαβε από τη δικηγόρο των Καθ΄ ων η Αίτηση. Ο λόγος που προβαίνει στην παρούσα ένορκη δήλωση εκ μέρους των Εναγόντων/Καθ’ ων η Αίτηση είναι διότι οι τελευταίοι διαμένουν στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στο Ηνωμένο Βασίλειο και λόγω αυτού και οικονομικών δυσκολιών ήταν δύσκολο να ταξιδέψουν για τον καταρτισμό της ένορκης δήλωσης.
Ως λαμβάνει πληροφόρηση από τους δικηγόρους των Εναγόντων/Καθ’ ων η Αίτηση, από τον φάκελο της υπόθεσης και από τους ίδιους τους Ενάγοντες, τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης σε συντομία είναι τα εξής: Οι Ενάγοντες/Καθ’ ων η Αίτηση στις 28/1/2007 αγόρασαν από την Εναγόμενη ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου με αριθμό [ ] στο συγκρότημα “[ ]”. Σύμφωνα με την εν λόγω συμφωνία ημερ. 28/1/2007 η Εναγόμενη ανέλαβε την ανέγερση του εν λόγω διαμερίσματος και παράδοση του κατά τον Δεκέμβριο του 2008. Η εναγόμενη κατά παράβαση της εν λόγω συμφωνίας παρέδωσε το διαμέρισμα καθυστερημένα και συγκεκριμένα τον Μάρτιο του 2009. Οι Ενάγοντες κατά το έτος 2010, όταν επισκέφθηκαν το εν λόγω διαμέρισμα καθώς δεν διέμεναν μόνιμα στην Κύπρο, αντιλήφθηκαν ότι το διαμέρισμα είχε πολλές ζημιές σε σχέση με την κατασκευή του. Κατόπιν μάλιστα εμπεριστατωμένης έρευνας από ειδικό που διόρισαν οι Ενάγοντες διαφάνηκε ότι ο σχεδιασμός και η κατασκευή του διαμερίσματος ήταν και είναι προβληματική. Ακολούθως, οι Ενάγοντες ήγειραν την παρούσα αγωγή εναντίον της Εναγόμενης για αποζημιώσεις και επιστροφή του ποσού που κατέβαλαν βάσει του πωλητηρίου και για άλλες θεραπείες και διατάγματα.
Η Εναγόμενη με την Υπεράσπιση της ημερ.21/3/2016 ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις τις οποίες ουδέποτε προώθησε μέχρι και την καταχώρηση της επίδικης αίτησης στις 19/9/2023 στην οποία προωθεί μόνο την μία εκ των δύο. Η αγωγή ορίστηκε για Ακρόαση από τις 9/6/2017. Η Αιτήτρια υπέδειξε υπέρμετρη καθυστέρηση στην καταχώρηση σχετικής αίτησης για προώθηση των προδικαστικών ενστάσεων γεγονός το οποίο προδικάζει και την τύχη της αίτησης αφού βάσει των καλά νομολογημένων αρχών και της Δ.27 τέτοιου είδους αιτήσεις όπως και η επίδικη θα πρέπει να καταχωρούνται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Στην παρούσα περίπτωση η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε εφτά χρόνια μετά το κλείσιμο των δικογράφων. Η Αιτήτρια δεν παρέθεσε στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση κάποιο λόγο για την τεράστια καθυστέρηση.
Είναι επίσης η εισήγηση τους ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης των επίδικων διαταγμάτων καθώς τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η Εναγόμενη είναι μη παραδεκτά και αμφισβητούμενα. Περαιτέρω το σημείο που εγείρεται δεν είναι νομικό και μη υπάρχοντος οποιουδήποτε κοινού εδάφους επί του προκείμενου, δεν θα μπορούσε να εκδικαστεί προδικαστικά, αφού βρίσκεται στο επίκεντρο της αντιδικίας ως προς τα πραγματικά γεγονότα και φαίνεται ως αναγκαίο να υπεισέλθει το Δικαστήριο σε αξιολόγηση μαρτυρίας για να καταλήξει σε ευρήματα γεγονότων. Η Εναγόμενη, σύμφωνα με την ομνύουσα, ισχυρίζεται ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνταν να εγείρουν την παρούσα αγωγή καθώς έχουν εκχωρήσει τα δικαιώματα τους που απορρέουν από το αγοραπωλητήριο στην Τράπεζα. Καταρχήν το Τεκμήριο Α που επισυνάπτουν στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι άκυρο καθώς αποσύρθηκε και ακυρώθηκε ένεκα του ότι υπογράφηκε νέο συμβόλαιο μεταξύ Εναγόντων και Εναγόμενης. Αυτό φαίνεται ξεκάθαρα από το ότι η εν λόγω συμφωνία εκχώρησης φέρει ημερομηνία 2/7/2006 και αναφέρεται σε αγοραπωλητήριο ημερ. 2/6/2006. Το μόνο σε ισχύ αγοραπωλητήριο μεταξύ των μερών είναι το αγοραπωλητήριο ημερ. 28/1/2007 το οποίο επισυνάπτει ως Τεκμήριο 1. Επισυνάπτει επίσης ως Τεκμήριο 2 πρόσφατη έρευνα από το Κτηματολόγιο Λάρνακας στην οποία φαίνεται ότι το μόνο σε ισχύ αγοραπωλητήριο για το εν λόγω ακίνητο είναι το αγοραπωλητήριο του 2007. Επίσης, στη σχετική έρευνα δεν αναφέρεται πουθενά ότι υπάρχει καταχωρημένο οιονδήποτε εκχωρητήριο προς όφελος της Τράπεζας. Εν πάση περιπτώσει επισυνάπτουν ως Τεκμήριο 3 και σχετική αλληλογραφία με την Τράπεζα η οποία επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε υποθήκη που να συνδέεται με το διευθετημένο και κλειστό δάνειο των Εναγόντων. Εάν και εφόσον υπήρχε τέτοια εκχώρηση θα έφερε ημερομηνία μετά την υπογραφή του αγοραπωλητηρίου που έγινε το 2007. Εν πάση περιπτώσει και εκχωρητήριο να υπήρχε είναι δεδομένο ότι θα λειτουργούσε ως εξασφάλιση της Τράπεζας για σκοπούς παραχώρησης δανείου και θα ενεργοποιείτο μόνο σε περίπτωση που θα καθίστατο το δάνειο μη πληρωτέο και απαιτητό. Το εν λόγω δάνειο για το συγκεκριμένο ακίνητο έχει εξοφληθεί από τους Ενάγοντες το 2020.
Ως εκ των ανωτέρω αποτελεί θέση τους ότι η επίδικη αίτηση είναι ανυπόστατη και άνευ ουσίας και στηρίζεται σε αμφισβητούμενα γεγονότα για τα οποία απαιτείται να ακουστεί μαρτυρία. Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση είναι ανυπόστατη και περιλαμβάνει αναληθείς ισχυρισμούς. Επίσης η Εναγομένη αποκρύπτει ουσιώδη γεγονότα από το Δικαστήριο. Επιπλέον, το σημείο που εγείρεται δεν είναι αμιγώς νομικό ως προϋποθέτει η νομολογία σε τέτοιες περιπτώσεις.
Είναι η θέση τους ότι η παρούσα αίτηση αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας του Δικαστηρίου (abuse of the process of the Court), είναι καταπιεστική, ενοχλητική, έγινε για αλλότριους σκοπούς και ειδικότερα για να καθυστερήσει την εκδίκαση της παρούσας Αγωγής.
Είναι περαιτέρω η θέση τους ότι το Δικαστήριο σε τέτοιου είδους αιτήσεις ασκεί την διακριτική του ευχέρεια και εκδίδει τέτοιες διαταγές με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις όπου υπάρχει παραδεκτό πραγματικό υπόβαθρο. Η παρούσα περίπτωση δεν είναι τόσο απλή και ξεκάθαρη ούτως ώστε να επιτύχει η Αιτήτρια την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση, χωρίς οι δύο πλευρές να προβούν σε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο. Απαντήσεις στα διάφορα επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει.
ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ
Τόσο η Αίτηση, όσο και η Ένσταση, στηρίζονται στην Δ.27 θ.θ.1-2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι πρόνοιες των Θεσμών 1 και 2 της Δ.27 έχουν ως ακολούθως:
"1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.
2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counterclaim or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just."
Οι νομικές αρχές που διέπουν την προεκδίκαση νομικών σημείων έχουν αποκρυσταλλωθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου με καθοδηγητική την υπόθεση Χ" Οικονόμου ν Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 ΑΑΔ 949, η οποία συνοψίζει τις αρχές που καθορίζουν τα πλαίσια της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου:
«Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής. Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα».
Όπου τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθενται στις έγγραφες προτάσεις, είναι ικανά να δώσουν πλήρη εικόνα στο Δικαστήριο, τότε το Δικαστήριο υιοθετεί την διαδικασία της προδικαστικής επίλυσης. Σε περίπτωση όπου χρειάζεται, όμως, να δοθεί πρόσθετο φως στα γεγονότα με μαρτυρία, είναι ορθότερο όπως η υπόθεση προχωρήσει σε δίκη σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 33 (Grindlays Bank Limited v Christodoulos Demetriades & Co Ltd and others (1987) 1 C.L.R 461). Μόνο καθαρά νομικά ζητήματα μπορούν να τύχουν εξέτασης δυνάμει της Διαταγής 27 θ.1, τα οποία θα είναι καθοριστικά της αντιδικίας μεταξύ των διαδίκων ενώ υποθέσεις μικτού νομικού και πραγματικού θέματος ή μόνο πραγματικού εκδικάζονται κάτω από τη Δ.33 (βλ. Malachtou v Armefti and Another (1984) 1 C.L.R. 548).
Όπως έχει λεχθεί και στην υπόθεση Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ ν Γενικού Εισαγγελέα (1991) 1 C.L.R 225 το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση των γεγονότων και τον καθορισμό των δικαϊκών τους συνεπειών είναι η δίκη, και η επίλυση θέματος προδικαστικά, έξω από το πλαίσιο της δίκης, αποτελεί εξαιρετικό μέτρο προσφυγής, το οποίο δικαιολογείται μόνον εφόσον τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά. Σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση δικαιολογείται η επίκληση της Δ.27 εφόσον το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Τα γεγονότα τα οποία στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου είναι εκείνα τα οποία συνθέτουν την απαίτηση με αποκλειστική πηγή αναζήτησης τους την Έκθεση Απαίτησης. Όπως αναφέρθηκε στην Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ (πιο πάνω), στη σελ. 229:
«...Δικαιολογείται, συνεπώς, η επίκληση της Διάταξης 27 εφόσο το συζητούμενο θέμα αποκρυσταλλώνεται σε καθαρά νομικό θέμα, η λύση του οποίου μπορεί να επιδιωχθεί με την ίδια ευχέρεια σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας.»
Η νομολογία, επίσης, υποδεικνύει ότι η έκδοση διαταγής για προεκδίκαση νομικών σημείων θα πρέπει να γίνεται μόνο σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και να ασκείται με φειδώ. Το Δικαστήριο θα εξετάσει αν το εγειρόμενο ζήτημα είναι αμιγώς νομικό θέμα με αναφορά στα γεγονότα που καταγράφονται στην αγωγή.
Στην υπόθεση Κυπριακός Οργανισμός Τουρισμού ν. 1. Philippa Estates Ltd, κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1431 αναφέρθηκε ότι, η διαδικασία της Δ.27, Θ.1 αποτελεί εξαιρετικό μέτρο, που δικαιολογείται μόνο εφόσον:
(α) τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα και παραδεκτά,
(β) το θέμα μπορεί να αποκρυσταλλωθεί ως αμιγώς νομικό και
(γ) θα επηρεάσει την έκβαση της αγωγής
Ο χρόνος κατά τον οποίο υποβάλλεται η αίτηση για επίλυση νομικού θέματος προδικαστικά, είναι, επίσης, παράγοντας που λαμβάνεται υπ΄ όψιν από το Δικαστήριο στην άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας. Σκοπός της δικονομικής πρόνοιας της Διαταγής 27 είναι η εξοικονόμηση χρόνου και εξόδων, καθιστώντας την ακρόαση, ή ουσιαστικού μέρους αυτής, αχρείαστη. Κατ΄ επέκταση, όπως έχει επανειλημμένα νομολογηθεί, ο ενδεικνυόμενος χρόνος για υποβολή τέτοιου αιτήματος για ορισμό του νομικού ζητήματος για ακρόαση, είναι κατά τον ορισμό της αγωγής για οδηγίες, κατά το κλείσιμο των δικογράφων ή, εν πάση περιπτώσει, εντός σύντομου χρονικού διαστήματος μετά. Οι συνήγοροι δεν είναι ορθό να περιμένουν μέχρι και την ημερομηνία ακροάσεως, επιτυγχάνοντας με τον τρόπο αυτό αναβολή της ακρόασης και προκαλώντας έξοδα, αφού, τέτοια τακτική, ενδεχομένως, να οδηγήσει σε κατάχρηση. Τούτου δεδομένου, αποτελεί ζήτημα το οποίο εμπίπτει στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να αποφασίσει κατά πόσο, με βάση τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης, θα εγκρίνει τέτοια αίτηση και θα ορίσει το νομικό σημείο για ακρόαση, προ της ακροάσεως στην αγωγή.
Αναφέρονται σχετικά τα εξής στην υπόθεση The heirs of the late Theodora Panayi v. The Administrators of the Estate of the late Stylianos Mandriotis (1963) 2 C.L.R. 167:
«We would like to add that in cases where an objection is taken in the defence the interested party must apply to the court to have a particular point of law under Order 27 formulated and set down for hearing before the date of trial, and he should not wait until the day of trial when all the parties and their witnesses are before the Court, when considerable costs may be incurred. An application under Order 27 should normally be made on the summons for directions. »
Διαφωτιστική σε σχέση με τον παράγοντα χρόνου υποβολής της αίτησης ο οποίος λαμβάνεται υπόψη στα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου είναι η υπόθεση Hambou v. Thoma (1987) 1 C.L.R. 370 όπου στη σελ. 374 αναφέρονται τα εξής από το Δικαστή Σαββίδη:
«Counsel should not wait till the case is fixed for trial and shortly before the date of hearing avail themselves of the procedure under Order 27 and thus secure an adjournment of the hearing of the case which otherwise might not have been granted. If this right is left to be exercised without any judicial control then there may be an abuse of it and parties who wish to have the proceedings protracted, may wait till the eve of the hearing to file an application and thus secure an adjournment of the case. It is for this reason that the matter is left within the discretion of the Judge to decide whether in the circumstances of a particular case it is in the interest of justice to grant such application and have the points of law set down for hearing prior to the hearing of the action.»
ΕΞΕΤΑΣΗ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
Κρίνω σκόπιμο να εξετάσω κατά προτεραιότητα την εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση ότι η επίδικη αίτηση είναι σαφές ότι στηρίζεται σε αμφισβητούμενα γεγονότα για τα οποία απαιτείται να ακουστεί μαρτυρία. Με δεδομένο ότι το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση γεγονότων και τον καθορισμό των δικαϊκών τους συνεπειών είναι η ακροαματική διαδικασία σύμφωνα με τις πρόνοιες της Διαταγής 33 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, το ερώτημα που, κατά την εκτίμηση μου, πρέπει να απασχολήσει το Δικαστήριο είναι κατά πόσο η προδικαστική ένσταση που εγείρεται στην Υπεράσπιση της Εναγομένης, αντικείμενο της υπό κρίση Αίτησης, αφορά σε αμιγώς νομικό ζήτημα.
Όπως προκύπτει, η προδικαστική ένσταση που εγείρεται από την Υπεράσπιση, αποτελεί μέρος των ισχυρισμών που η Εναγόμενη προβάλλει στο πλαίσιο της Υπεράσπισης της στην παρούσα αγωγή και δεν βασίζεται επί ενός κοινού υποβάθρου γεγονότων. Το ζήτημα που εγείρει η προδικαστική ένσταση δεν συνιστά, κατά την κρίση μου, αμιγώς νομικό ζήτημα, αλλά αποτελεί το υπόβαθρο της μεταξύ των διαδίκων διαφοράς έτσι ώστε να απαιτείται η διακρίβωση των σχετικών γεγονότων κατόπιν προσκόμισης της αναγκαίας μαρτυρίας. Επισημαίνεται εν προκειμένω ότι στην παρούσα υπόθεση δεν έχει κατατεθεί από τους συνηγόρους παραδεκτό πλαίσιο γεγονότων σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο πρέπει να προσεγγίσει το όλο ζήτημα που τίθεται. Επομένως το ερώτημα που τίθεται προς απάντηση είναι κατά πόσο υπάρχουν ενώπιον του Δικαστηρίου αναντίλεκτα και/ή παραδεκτά γεγονότα, όπως φαίνονται μέσα από τα δικόγραφα, για να μπορέσει το Δικαστήριο να προσεγγίσει το υπό κρίση θέμα. Είναι σαφές, κατά την άποψη μου, ότι η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρνητική. Από την αίτηση και την ένσταση, τις αγορεύσεις των μερών αλλά, κυρίως, τα δικόγραφα που είναι καταχωρημένα στο φάκελο δεν προκύπτει πλαίσιο παραδεκτών ή μη αμφισβητούμενων γεγονότων.
Ταυτόχρονα, προκύπτει σαφέστατα, από το περιεχόμενο των δικογραφημένων ισχυρισμών και των ενόρκων δηλώσεων ότι εγείρονται διαφωνίες αναφορικά με πραγματικά γεγονότα που είναι άμεσα συνυφασμένα με την προδικαστική ένσταση. Ειδικότερα, ενώ η Αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την εκδίκαση του προδικαστικού σημείου ότι οι Ενάγοντες δεν νομιμοποιούνταν να εγείρουν την παρούσα αγωγή καθώς έχουν εκχωρήσει τα δικαιώματα τους που απορρέουν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο στην Τράπεζα, αυτό για να εξεταστεί επί της ουσίας του προϋποθέτει την ύπαρξη παραδεκτών γεγονότων και πιο συγκεκριμένα ότι όντως, υφίστατο έγκυρη συμφωνία εκχώρησης των δικαιωμάτων τους. Η Εναγόμενη εδράζει τον πιο πάνω ισχυρισμό της στη σύναψη της συμφωνίας εκχώρησης που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση στην αίτηση ως Τεκμήριο Α. Οι Ενάγοντες αμφισβητούν την εγκυρότητα του εν λόγω εγγράφου καθώς σύμφωνα με τον ισχυρισμό τους αποσύρθηκε και ακυρώθηκε λόγω του ότι υπογράφηκε νέα συμφωνία πώλησης μεταξύ Εναγόντων και Εναγομένης. Η εν λόγω συμφωνία εκχώρησης ημερομηνίας 2/7/2006 αναφέρεται, σύμφωνα με τη θέση τους, σε συμφωνία ημερ.2/6/2006 ενώ η μόνη σε ισχύ συμφωνία μεταξύ των μερών είναι η συμφωνία ημερομηνίας 28/1/2007, Τεκμήριο 1 στην ένορκη δήλωση στην ένσταση. Οι Ενάγοντες αμφισβητούν, συνεπώς, ότι υφίσταται συμφωνία εκχώρησης. Ακόμη και αν υφίστατο τέτοια συμφωνία είναι η θέση τους ότι δεν θα μπορούσε να ενεργοποιηθεί δεδομένου ότι το δάνειο για το συγκεκριμένο ακίνητο έχει εξοφληθεί από τους Ενάγοντες το έτος 2020. Από την άλλη, σύμφωνα με τη θέση των συνηγόρων της Αιτήτριας, η πιο πάνω εξόφληση υποδεικνύει πως κατά την ημερομηνία καταχώρησης του Κλητηρίου Εντάλματος ήτοι την 04/12/2015, η Τράπεζα ήταν το πρόσωπο που πράγματι νομιμοποιείτο ενεργητικά να εγείρει οποιαδήποτε Αγωγή σε σχέση με το επίδικο ακίνητο. Υποστηρίχτηκε δε ότι η συμφωνία πώλησης ημερ. 2/6/2006 είναι η μόνη δεσμευτική συμφωνία και ότι με την υπογραφή της συμφωνίας 28/1/2007 η συμφωνία εκχώρησης 2/7/2006 συνέχισε να ισχύει.
Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Πιερίδης v. Keshishian κ.ά. (1996) 1(Α) A.A.Δ. 224:
«Τίθεται ζήτημα νομικού σημείου το οποίο μπορεί να εκδικαστεί προκαταρκτικά μόνο πάνω στη βάση παραδεκτού πραγματικού υπόβαθρου. Κάθε δε τέτοιο σημείο υποχρεωτικά κρίνεται με γνώμονα τη δοσμένη πραγματική θεμελίωση του.»
Η ίδια αρχή διατυπώθηκε και στην υπόθεση Karik Banka D.D. v. Χαρίλαος Αποστολίδης Σία Λτδ (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 530, ως εξής:
«Συμφωνούμε με την πρωτόδικη άποψη ότι, εν προκειμένω, νομικό ζήτημα σε σχέση με αυτή θα μπορούσε να εξεταστεί μόνο κατόπιν πλήρους διακρίβωσης του συνόλου των δεδομένων τα οποία συνέθεταν την περίπτωση και τα οποία δεν υπήρχαν στην ολότητά τους ως σταθερό σημείο αναφοράς σε εκείνο το στάδιο.»
Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω νομολογιακές αρχές και όλα τα ενώπιον μου στοιχεία που αφορούν την παρούσα περίπτωση, καθίσταται εμφανές ότι η προδικαστική Υπεράσπιση και/ή ένσταση της Εναγομένης βασίζεται σε πραγματικό υπόβαθρο το οποίο τελεί υπό αμφισβήτηση. Όπως συνάγεται, η παρούσα περίπτωση δεν είναι μια από τις περιπτώσεις όπου τα γεγονότα είναι αδιαμφισβήτητα ή παραδεκτά ώστε τα συζητούμενα θέματα να αποκρυσταλλώνονται σε καθαρά νομικά θέματα.
Κατά συνέπεια και με δεδομένο ότι το πραγματικό υπόβαθρο τελεί υπό αμφισβήτηση δεν θα μπορούσε η προδικαστική ένσταση να ακουστεί έξω από το πλαίσιο της ακροαματικής διαδικασίας αλλά προκύπτει η ανάγκη διεξαγωγής ακροαματικής διαδικασίας προς διαπίστωση των πραγματικών γεγονότων που συνθέτουν την επίδικη διαφορά.
Στη βάση της πιο πάνω κατάληξης μου παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης που έχουν προβληθεί.
Η αίτηση αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα αυτής επιδικάζονται σε βάρος της Αιτήτριας και προς όφελος των Καθ΄ ων η αίτηση, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της δίκης.
(Υπ.): ……………………..
Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο