
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2031/2019
Μεταξύ:
Εναγόντων
-και-
1. ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2.GORDIAN HOLDINGS LIMITED
Εναγόμενοι
Αίτηση ημερομηνίας 24/05/2024 για έκδοση προσωρινού Διατάγματος
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 27 Σεπτεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες – Aιτητές: κος Κ. Μάμαντος για Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους – Καθ΄ ων η αίτηση: κος Π. Μακρίδης για Χρυσαφίνης και Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Οι Ενάγοντες με την παρούσα αγωγή, αξιώνουν εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 τα πιο κάτω:
Α. Απόφαση και/ή Διάταγμα ότι η μεταβίβαση των πιστωτικών διευκολύνσεων που αφορούν τις υποθήκες Y505/1982, Y523/1982, Y2929/1994 και Y1909/87, του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας, από τους Εναγόμενους 1 στους Εναγόμενους 2, είναι άκυρη και/ή παράνομη καθότι παραβιάζει το άρθρο 3 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων Νόμου (Νόμος 169(Ι)/2015), ως έχει τροποποιηθεί.
Β. Απόφαση ότι οι Ενάγοντες ουδέν ποσόν οφείλουν στους Εναγόμενους 2 σε σχέση με τις πιστωτικές διευκολύνσεις που έλαβαν από τη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου Λτδ και/ή σε σχέση με το οφειλόμενο ποσό δυνάμει της απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην Αγωγή 2370/2003, ημερομηνίας 17/12/2008, τα οποία σχετίζονται με τις υποθήκες.
Γ. Απόφαση ότι οι Εναγόμενοι 2 δεν έχουν δικαίωμα να εγείρουν και/ή προωθούν οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία για την είσπραξη των πιο πάνω πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή εξ αποφάσεως χρέους.
Με την υπό κρίση Αίτηση, η οποία καταχωρήθηκε μονομερώς και διατάχθηκε η επίδοση της, οι Ενάγοντες - Αιτητές ζητούν :
Α. Διάταγμα του δια του οποίου να απαγορεύεται στην Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση 2 - GORDIAN HOLDINGS LIMITED και/ή σε οποιοδήποτε αξιωματούχο της και/ή διευθυντή της και/ή αντιπρόσωπό της να αποξενώσει και/ή εκχωρήσει και/ή επιβαρύνει και/ή μεταβιβάσει, σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 5/[ ] Φ./Σχ. 40/560601, Τμήμα 5, Τεμάχιο [ ] στην Λάρνακα το οποίο βαρύνεται με την υποθήκη Υ523/1982 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λάρνακας, ιδιοκτησίας της Ενάγουσας/Αιτήτριας 2, μέχρι την πλήρη ακρόαση και/ή αποπεράτωση της πιο πάνω τίτλο και αριθμό Αγωγής.
Β. Διάταγμα του δια του οποίου να απαγορεύεται στην Εναγόμενη/Καθ’ ης η Αίτηση 2 - GORDIAN HOLDINGS LIMITED και/ή σε οποιοδήποτε αξιωματούχο της και/ή διευθυντή της και/ή αντιπρόσωπό της να προβαίνει και/ή να διατηρεί οποιαδήποτε δημοσίευση για πώληση με οποιοδήποτε τρόπο και/ή να προβαίνει σε προωθητικές ενέργειες για την πώληση σε οποιοδήποτε ενδιαφερόμενο αγοραστή και/ή οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο, του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 5/[ ] Φ./Σχ. 40/560601, Τμήμα 5, Τεμάχιο [ ] στην Λάρνακα το οποίο βαρύνεται με την υποθήκη Υ523/1982 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Λάρνακας, ιδιοκτησίας της Ενάγουσας/Αιτήτριας 2, μέχρι την πλήρη ακρόαση και/ή αποπεράτωση της πιο πάνω τίτλο και αριθμό Αγωγής.
Η Αίτηση βασίζεται στα άρθρα 2, 3, 21, 22, 29, 30 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμoυ τoυ 1960 (Ν. 14/1960), στα άρθρα 2 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου (ΚΕΦ.6), στον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965 (9/1965), άρθρα 2 και 44Α – 44ΚΘ και στο Δεύτερο Παράρτημα αυτού, στο Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2000/C 364/01, άρθρα 20, 21, 47, 52, 53, 54, στο Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας, άρθρο 1Α, 15, 16, 23 και 30, στα άρθρα 6 και 13 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο (ΚΕΦ.224), άρθρα 2, 80 και 81, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.27, Θ. 1- 4, Δ.39 Θ. 1 – 21, Δ.48 Θ. 1, 2, 3, 5, 6, 8 και 9, Δ.50 Θ.1, 2 και 3, Δ.51 Θ.1, 3, 6 και 7, Δ.58 Θ.1, Δ.64 Θ.1 και 2, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στο Κοινοδίκαιο και στο Ευρωπαϊκό κεκτημένο.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η Αίτηση φαίνονται στην ένορκη δήλωση της κας Ειρηνούλλας Αντωνιάδου, Ενάγουσας 2 / Αιτήτριας 2 (εφεξής η Αιτήτρια 2). Ως αναφέρει, είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από τον Ενάγοντα 1/Αιτητή 1 να προβεί στην ένορκη δήλωση και εκ μέρους του. Όλες οι πληροφορίες και τα γεγονότα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση αποτελούν ιδία γνώση, εκτός εκεί όπου αναφέρεται το αντίθετο, αφού γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας αγωγής προσωπικά από έγγραφα που έχει στην κατοχή της αλλά και από προσωπική της εμπλοκή στην υπόθεση αυτή, τα όσα δε αναφέρει είναι εξ’ όσων κάλλιον γνωρίζει και πιστεύει ορθά και αληθινά. Όπου γίνεται παράθεση νομικών θέσεων και ισχυρισμών, έχει λάβει νομική συμβουλή και πληροφόρηση από τον κ. Κωνσταντίνο Μάμαντος, δικηγόρο στο δικηγορικό γραφείο Μιχάλης Βορκάς & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., οι οποίοι ενεργούν ως δικηγόροι των Αιτητών στην αγωγή.
Σύμφωνα με την ομνύουσα, αυτή είναι εγγυήτρια και ενυπόθηκος οφειλέτρια των πιστωτικών διευκολύνσεων που παραχωρήθηκαν από τη Λαϊκή Τράπεζα Κύπρου (στο εξής η Λαϊκή), προκάτοχο της Εναγόμενης 1, στην εταιρεία ΒΕΤΑΛΙΑ ΚΛΟΘΙΝΚ MANΟΥΦΑΚΤΙΑΡΕΡΣ ΛΙΜΙΤΕΔ (στο εξής οι πιστωτικές διευκολύνσεις και η Εταιρεία). Στο πλαίσιο εξασφάλισης των πιστωτικών διευκολύνσεων, συστάθηκαν, μεταξύ άλλων, οι υποθήκες Υ505/82 και Υ523/1982 καθώς και οι υποθήκες Υ1909/87 και Υ2191/94 επίσης του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας.
Ως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα η Εναγόμενη 1, δια μέσω διπλοσυστημένης επιστολής ημερομηνίας 18/02/2019, απέστειλε σε όλους τους Ενάγοντες, τις εκ του Νόμου 9/1965 προβλεπόμενες ειδοποιήσεις υπό τον Τύπο «I», οι οποίες αφορούσαν την Υποθήκη Υ505/1982, Τεκμήριο 3 και την Υποθήκη Υ523/1982, Τεκμήριο 4. Στις 20/06/2019, έλαβε επιστολές ημερομηνίας 31/05/2019 από την Τράπεζα Κύπρου και την Εναγόμενη 2, με τις οποίες ενημερώθηκε ότι οι πιστωτικές διευκολύνσεις και οι Υποθήκες μεταβιβάστηκαν στις 30/05/2019 από την Τράπεζα Κύπρου προς την Gordian. Στις 23/09/2019 παρέλαβαν τις ειδοποιήσεις Τύπου «IΑ», τις οποίες απέστειλε η Gordian, αναφορικά με τις Υποθήκες Υ505/82 και Υ523/1982, με βάση τις οποίες η ημερομηνία πλειστηριασμού των ενυπόθηκων ακινήτων είχε οριστεί στις 29/01/2020. Παράλληλα, η ομνύουσα ως ιδιοκτήτρια των ακινήτων, είχε λάβει από την Gordian και τις ειδοποιήσεις Τύπου «ΙΒ», Τεκμήρια 9 και 10 με τις οποίες είχε κληθεί να διορίσει εκτιμητή με σκοπό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας των ακινήτων. Με τις εν λόγω επιστολές συμμορφώθηκε πλήρως, επιφυλάσσοντας τα δικαιώματα της. Συγκεκριμένα, στις 25/09/2019 επιδόθηκαν στην Gordian επιστολές με τις οποίες ενημερώθηκε η Gordian σχετικά με τον διορισμό συγκεκριμένου εκτιμητή και την 01/11/2019 οι τότε δικηγόροι των Αιτητών απέστειλαν μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος τις εκτιμήσεις αναφορικά με την αξία των ακινήτων. (Τεκμήριο 12)
Ενόψει των πιο πάνω καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή και ταυτόχρονα καταχωρήθηκε ενδιάμεση αίτηση ημερομηνίας 19/12/2019, για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται η πώληση διά πλειστηριασμού των ακινήτων που επιβαρύνονται με τις υποθήκες Υ505/82 και Υ523/1982 και αξίωσαν παρεμπίπτοντα διατάγματα με τα οποία να απαγορεύεται, στο μέλλον, στην Gordian να εκδώσει και να τους αποστείλει οποιανδήποτε ειδοποίηση Τύπου Θ, Ι και ΙΑ, σε σχέση με τις υποθήκες Υ1909/87 και Υ2191/94. Η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε από το Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι δεν πληρείται καμία από τις τρεις προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων.
Στις 18/03/2022 η Gordian ανέκτησε το ενυπόθηκο ακίνητο της υποθήκης Υ523/1982. Το εν λόγω ακίνητο, το οποίο είναι δικής της ιδιοκτησίας, αποτελεί την πρώτη κατοικία της, είναι δηλαδή το σπίτι της, στο οποίο διαμένει εδώ και σαράντα περίπου χρόνια μαζί με τον σύζυγό της – Aιτητή 1. Επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 14 δέσμη εγγράφων, αποτελούμενη από την ειδοποίηση της Gordian για την πώληση του ακινήτου και την διανομή του προϊόντος πώλησης, τα οποία τους απέστειλε η Gordian. Κατόπιν της υπό αναφορά ανάκτησης, πρόσφατα υπέπεσε στην αντίληψη τους ότι, η Gordian επιδιώκει την αποξένωση του εν λόγω ακινήτου της μέσω της πώλησης του σε τρίτα πρόσωπα. Του λόγου το αληθές επιβεβαιώνεται από την σχετική ανάρτηση της ίδιας της Gordian στην ηλεκτρονική ιστοσελίδα που διατηρεί στο διαδίκτυο, δια της οποίας διαφημίζει την οικία της παρουσιάζοντας την ως διαθέσιμη προς πώληση, για το ποσό των €530.000 (Τεκμήριο 15).
Σημειώνει ότι, η θέση τους ήταν και παραμένει πως, η μεταβίβαση των πιστωτικών διευκολύνσεων που σχετίζονται με τις Υποθήκες Υ505/82 και Υ523/1982, καθώς και με τις Υποθήκες Υ1909/87 και Υ2191/94, από την Εναγόμενη 1 – Τράπεζα Κύπρου στην Εναγόμενη 2 – Gordian, πραγματοποιήθηκε κατά παράβαση του άρθρου 3 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμου του 2015 (Ν. 169(I)/2015) ως ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο και πριν την τροποποίηση αυτού (στο εξής ο Ν. 169(I)/2015). Κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας αγωγής ο Ν. 169(I)/2015 είχε εφαρμογή σε πιστωτικές διευκολύνσεις οι οποίες παραχωρούνται σε φυσικά πρόσωπα οι οποίες κατά το χρόνο της εξαγοράς τους, το συνολικό τους υπόλοιπο (των πιστωτικών αυτών διευκολύνσεων) στο φυσικό πρόσωπο ανά πιστωτικό ίδρυμα, δεν υπερβαίνει το €1.000.000. Στην προκειμένη περίπτωση ισχύουν τα εξής:
Στις 17/12/2008 εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας υπ’ αρ. 2370/2003 αντικείμενο της οποίας ήταν, μεταξύ άλλων, οι πιστωτικές διευκολύνσεις, εκ συμφώνου δικαστική απόφαση δυνάμει της οποίας διατάχθηκε όπως οι Αιτητές αλληλέγγυα και κεχωρισμένα καταβάλουν προς τη Λαϊκή Tράπεζα ποσό €854.300,00, πλέον τόκο προς 9% ετησίως από 01/01/2006 μέχρι εξοφλήσεως με ανατοκισμό την 30/6 και 30/12 εκάστου έτους, πλέον δικηγορικά έξοδα και εκποίηση των Υποθηκών Υ505/82 και Y523/1982 καθώς και των Υποθηκών Y1909/87 και Υ2191/94. Επισυνάπτεται η απόφαση 2370/2003 ως Τεκμήριο 16 καθώς και η Έκθεση Απαίτησης ως Τεκμήριο 17. Στις παραγράφους 4 και 7 της Έκθεσης Απαίτησης φαίνονται οι πιστωτικές διευκολύνσεις υπό το τότε καθεστώς της Λαϊκής Tράπεζας. Οι περιστάσεις υπό τις οποίες εκδόθηκε η απόφαση και ειδικότερα, ο ισχυρισμός των Αιτητών περί ύπαρξης παράλληλης δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ τους και της Λαϊκής Tράπεζας, αποτελούν αντικείμενο της αγωγής υπ’ αρ. 63/19 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Ανεξαρτήτως της τελικής έκβασης της αγωγής υπ’ αρ. 63/19, το υπόλοιπο των πιστωτικών διευκολύνσεων, κατά το χρόνο της μεταβίβασης αυτών από την Τράπεζα Κύπρου στην Gordian, υπερέβαινε, συνυπολογιζόμενων των τόκων, το όριο του €1.000.000 ως τίθεται από το Ν. 169(I)/2015. Σύμφωνα με τις πιστωτικές διευκολύνσεις τα υπόλοιπα των λογαριασμών ανέρχονταν στο ποσό των €5.211.728,14 και στο ποσό των €1.692.605,39.
Στη βάση των πιο πάνω εισηγούνται ότι η Gordian έχει αποκτήσει παράνομα και δη κατά παράβαση του άρθρου 3 του Ν. 169(I)/2015, ως ήτο πριν την τροποποίηση αυτού κατά τους ουσιώδεις προς την παρούσα αγωγή χρόνους, τις πιστωτικές διευκολύνσεις που εξασφαλίζονταν με τις Υποθήκες Υ505/82 και Υ523/1982, καθώς και με τις Υποθήκες Υ1909/87 και Υ2191/94 και κατ’ επέκταση δεν νομιμοποιείτο να προχωρήσει στους προγραμματισμένους στις 29/01/2020 πλειστηριασμούς των ακινήτων που καλύπτονται από τις Υποθήκες Υ505/82 και Υ523/1982. Επίσης, σύμφωνα με τη θέση τους δεν νομιμοποιείτο να εκκινήσει διαδικασία εκποίησης των ακινήτων που καλύπτονταν από τις Υποθήκες Υ1909/87 και Υ2191/94 οι οποίες είχαν ως επακόλουθο να καταλήξουν τα επίδικα ακίνητα στην κυριότητα της Gordian.
Περαιτέρω, είναι η θέση τους ότι η Gordian δεν νομιμοποιείται να εκκινήσει την οποιαδήποτε διαδικασία αποξένωσης των επίδικων ακινήτων, διότι παρά τα όσα κρίθηκαν στην απόφαση ημερομηνίας 27/01/2020 για έκδοση προσωρινού διατάγματος, η απόφαση του Εφετείου στην Πολιτική Έφεση Αρ. E86/2022, ημερομηνίας 23/02/2024, ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α. άλλαξε άρδην τα δεδομένα υπέρ τους.
Ως εξηγεί, μετά την απόρριψη της ενδιάμεσης αίτησης τους οι Εναγόμενες καταχώρησαν την ενδιάμεση Αίτηση ημερομηνίας 14/05/2021 δια της οποίας αιτούνταν τον παραμερισμό και την διαγραφή της ως άνω αγωγής ενόψει του ότι, ως ισχυρίζονταν, το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να αποδώσει τις θεραπείες που αξιώνουν. Με απόφαση ημερομηνίας 11/04/2022, Τεκμήριο 19, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκδωσε το αιτούμενο Διάταγμα παραμερίζοντας και διαγράφοντας την αγωγή. Κατά της πιο πάνω απόφασης ασκήθηκε από μέρους τους η Πολιτική Έφεση υπ’ αρ. Ε86/2022, στο ενδιάμεσο δε προχώρησαν στον διορισμό νέων δικηγόρων, οι οποίοι, μεταξύ άλλων, χειρίστηκαν εκ μέρους τους και την ακρόαση της Έφεσης.
Στις 23/02/2024 το Εφετείο προχώρησε στην έκδοση απόφασης στην πιο πάνω Έφεση, με την οποία ανέτρεψε και παραμέρισε την απόφαση ημερομηνίας 11/04/2022 του πρωτόδικου Δικαστηρίου, επαναφέροντας την αγωγή. Ως η εισήγηση τους, σημαντικό είναι ότι το Εφετείο στην απόφαση του προς αιτιολόγηση του σκεπτικού του, αποφάσισε ότι το Διάταγμα με το οποίο μεταβιβάστηκε το εξ' αποφάσεως χρέος και οι επίδικες υποθήκες από την Τράπεζα Κύπρου στην Gordian, δεν εκδόθηκε είτε με τη συγκατάθεση τους, είτε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στην οποία να έχουν λάβει μέρος, ούτως ώστε να κωλύονται εκ της συμπεριφοράς τους να εγείρουν τέτοιο ζήτημα προς εκδίκαση. Όσον αφορά δε, την επίδικη μεταβίβαση, η θέση τους ότι παραβιάζεται το Άρθρο 3 του Ν.169(Ι)/2015, αφ' ενός δεν ηγέρθηκε πριν την έκδοση του διατάγματος, και δεν κρίθηκε κατά την έκδοση του διατάγματος, αφετέρου, πρόκειται για θέση, σύμφωνα με την απόφαση του Εφετείου, προφανώς συνυφασμένη με πρόνοια απαγορευτική, η οποία, κατά την επίμαχη χρονική περίοδο, όντως απαγόρευε την πώληση Πιστωτικών Διευκολύνσεων πέραν του €1.000.000,00. Αυτά τα δεδομένα ήταν αρκούντως ικανοποιητικά για το πρωτόδικο Δικαστήριο, να θεωρήσει ότι με την αγωγή τους ήγειραν σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση.
Επιπλέον είναι η θέση τους ότι το Εφετείο έκρινε ότι, τα όσα εγείρουν με την αγωγή τους προϋποθέτουν την ύπαρξη καλής αιτίας αγωγής με πιθανότητες επιτυχίας. Συνεπώς, εισηγούνται ότι με βάση την απόφαση του Εφετείου κρίνεται ότι οι δύο από τις τρεις προϋποθέσεις έκδοσης προσωρινού διατάγματος πληρούνται στην προκειμένη περίπτωση.
Η προσπάθεια της Gordian να αποξενώσει την κατοικία της, δια της πώλησής της σε τρίτα πρόσωπα, εξόφθαλμα βασίζεται, σύμφωνα με την ομνύουσα, επί παρανομίας, αφού η μεταβίβαση των επίδικων υποθηκών επ’ ονόματι της Gordian από την Τράπεζα Κύπρου, συμπεριλαμβανομένης και της υποθήκης υπ’ αρ. Υ523/1982, η οποία αφορά την κατοικία της, πιθανότατα προσκρούει επί των διατάξεων του Ν.169(Ι)/2015, ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.
Επιπλέον, είναι η θέση τους πως οποιαδήποτε προωθητική ενέργεια της Gordian και διαφημιστική δημοσίευση για πώληση του ακινήτου τους πρέπει να απαγορευθεί μέχρι την έκδοση απόφασης στην παρούσα αγωγή.
Ενόψει των ανωτέρω, σύμφωνα με την εισήγηση τους εάν αφεθεί η Gordian να προβεί σε οποιαδήποτε αποξένωση της επίδικης κατοικίας της, τότε:
(α) Η εξέταση των ισχυρισμών και τα δικαιωμάτων των Αιτητών, ως αυτά απορρέουν από την αγωγή, θα καταστούν άνευ αντικειμένου και σημασίας. Οι δε ισχυρισμοί που εγείρουν ως Αιτητές με την παρούσα και οι οποίοι σχετίζονται με την νομιμοποίηση και δυνατότητα της Gordian να προβαίνει σε οποιαδήποτε ενέργεια εν σχέση με τα επίδικα ακίνητα θα είναι πλέον, χωρίς αμφιβολία, ακαδημαϊκού ενδιαφέροντος.
(β) Η Gordian θα προχωρήσει με την αποξένωση της οικίας της πουλώντας την σε τρίτα πρόσωπα, με την δυνατότητα να προβεί σε μια τέτοια ενέργεια να τελεί υπό αμφισβήτηση, στην δε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής τους, η ίδια θα είναι τελείως εκτεθειμένη και απροστάτευτη, αφού δεν θα μπορεί πλέον να λάβει ξανά την κατοχή της οικίας της.
(γ) Οι Αιτητές δεν θα έχουν ουσιαστική πρόσβαση στο Δικαστήριο σύμφωνα με το κατοχυρωμένο εκ του Άρθρου 30 του Συντάγματος δικαίωμά τους και, εν πάση περιπτώσει, η παρούσα αγωγή δε θα μπορεί πλέον να συνιστά αποτελεσματικό μέσο επιδίωξης λήψης θεραπειών για προστασία των δικαιωμάτων τους.
Περαιτέρω, αποτελεί εισήγηση της ότι εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, τότε στην περίπτωση που Δικαστήριο κατά την εκδίκαση της ουσίας της αγωγής αποφασίσει ότι η μεταβίβαση των πιστωτικών διευκολύνσεων από την Τράπεζα Κύπρου στην Gordian, είναι παράνομη και άκυρη, και συνακόλουθα, η διαδικασία εκποίησης των Υποθηκών Υ505/82 και Υ523/1982 και οποιαδήποτε μετέπειτα ενέργεια αποξένωσης των επίδικων ακινήτων και επιβάρυνσης αυτών, προωθήθηκε και ολοκληρώθηκε από πρόσωπο που δε νομιμοποιείτο να το πράξει, θα προκύψουν, προφανώς, αντιφατικά και δυσανάλογα αρνητικά αποτελέσματα για τους Αιτητές, εφόσον τα ακίνητα θα έχουν ήδη πωληθεί παράνομα από μη νομιμοποιούμενο προς τούτο πρόσωπο, χωρίς να έχουν τη δυνατότητα αποτροπής αυτής της διαδικασίας, έστω και προσωρινά, προς διατήρηση της παρούσας κατάστασης πραγμάτων, μέχρι την εκδίκαση της αγωγής.
Προσθέτει ότι, η έννοια της απονομής πλήρους δικαιοσύνης δεν είναι ταυτόσημη με την αποκατάσταση μόνο της υλικής ζημιάς, αλλά είναι ευρύτερη και σε αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των Αιτητών. Το γεγονός δηλαδή ότι, η Gordian ως εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων δύναται να είναι σε οικονομική κατάσταση που να της επιτρέπει να αποζημιώσει τους Αιτητές, σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγή τους, δεν εξυπακούει αυτόματα ότι δεν θα προκληθεί οποιαδήποτε αδικία σε βάρος τους, υπό την ευρύτερη έννοια. Προσθέτει ότι ο κίνδυνος για αποξένωση της οικίας της είναι πιο ορατός από ποτέ, αφού τούτο ουσιαστικά προμηνύει το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 14 πιο πάνω.
Περαιτέρω, εισηγείται ότι ο συλλογισμός ότι, η Gordian ως εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων έχει την οικονομική δυνατότητα για να τους αποζημιώσει σε περίπτωση επιτυχίας της Αγωγής τους, μόνον σε εκτροχιασμό του ισοζυγίου της ισορροπίας μεταξύ των μερών θα οδηγήσει, και τούτο διότι η χρηματική αποζημίωση όταν και αν θα δοθεί, δεν θα είναι αποκατάσταση για τους Αιτητές, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει με την υπό κρίση αγωγή τους δεν αξιώνουν αποζημιώσεις, αλλά αποκατάσταση της νομιμότητας.
Σε περίπτωση που οι ισχυρισμοί τους κριθούν βάσιμοι, η πρώτη και μοναδική της κατοικία, πιθανότατα θα αποξενωθεί και θα πωληθεί σε τρίτα πρόσωπα, επί τη βάση παράνομων και σε κάθε περίπτωση μη προβλεπόμενων εκ του Ν.169(I)/2015 ενεργειών και πράξεων. Αυτό κατά τη θέση τους αποδεικνύει ότι, η ζημιά δεν θα είναι μόνο χρηματική, καθότι θα έχουν χάσει το δικαίωμα τους να ανακτήσουν το ακίνητο, δικαίωμα που εμπεδώνεται στις αρχές της επιείκειας.
Η ενόρκως δηλούσα προσθέτει ότι παρ' όλο που τίθεται υπό αμφισβήτηση η νομιμότητα της μεταβίβασης των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων και κατ’ επέκταση η νομιμοποίηση της Gordian να ασκεί οποιαδήποτε εξουσία επί του ακινήτου της, η Gordian χωρίς την οποιαδήποτε προειδοποίηση προχώρησε στην ανάρτηση δημοσίευσης για πώληση της κατοικίας της. Αυτό θα είχε το αποτέλεσμα της εξωδικαστηριακής πώλησης του ακινήτου σε τρίτα πρόσωπα, προτού να αποφασιστεί η νομιμότητα της μεταβίβασης των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων και καθοριστεί κατά πόσο νομιμοποιείται η Gordian να ασκεί την οποιαδήποτε εξουσία επί της πρώτης κατοικίας της.
Στη βάση των πιο πάνω σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, η ζημία και η απώλεια που θα προκύψει από το να αφεθεί η Gordian να προβεί σε περαιτέρω αποξένωση της επίδικης περιουσίας της είναι ανεπανόρθωτη, δεν αποτιμάται σε χρήμα και δεν δύναται υπό τις περιστάσεις να αποζημιωθεί σε κατοπινό στάδιο με την έγερση αγωγής εναντίον της Gordian ή της Τράπεζας Κύπρου, για τους λόγους που εξηγεί, στους οποίους θα γίνει αναφορά, στο σχετικό μέρος της απόφασης.
Περαιτέρω, είναι η θέση της ότι τυχόν μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα δημιουργήσει τεχνικό, άνομο και άδικο προβάδισμα υπέρ της Gordian, εφόσον εάν αφεθεί να προβεί σε αποξένωση του επίδικου ακινήτου της, θα έχει με αυτό τον τρόπο δημιουργήσει τετελεσμένα γεγονότα υπέρ της ιδίας, ενώ οι Αιτητές θα είναι υποχρεωμένοι να εγείρουν άλλες διαδικασίες και αξιώσεις εναντίον της Gordian προκειμένου να ανακτήσουν στο μέτρο του δυνατού ζημίες και απώλειες με άγνωστο στο μέλλον αποτέλεσμα ως προς την ενδεχόμενη ικανοποίηση των Αιτητών από την Gordian. Χωρίς να παραγνωρίζει ότι το ακίνητο της επιβαρύνεται με την Υποθήκη Υ523/1982, αναφέρει ότι εντούτοις, η σχετική σύμβαση υποθήκης συνάφθηκε μεταξύ της και της Λαϊκής Τράπεζας. Ουδέποτε συναίνεσε, ούτε μπορεί να εκληφθεί ότι, όταν υπέγραφε την σύμβαση, θεώρησε ως πιθανό το ενδεχόμενο πώλησης του Ακινήτου της από κάποιο τρίτο πρόσωπο, το οποίο δεν αποτελεί τραπεζικό οργανισμό και το οποίο, όπως προκύπτει ξεκάθαρα από το λεκτικό του άρθρου 3 του Ν. 169(I)/2015, δεν νομιμοποιείτο να αποκτήσει τις πιστωτικές διευκολύνσεις που εξασφαλίζονται με την Υποθήκη Υ523/1982 και κατ' επέκταση την δυνατότητα να πωλήσει με συνοπτικές διαδικασίες το ακίνητο.
Περαιτέρω, η ανάγκη να περιοριστούν οι ενέργειες της πλευράς της Gordian διαφαίνεται και από την καταχώριση της Αγωγής αρ. 1431/2022 δια της οποίας εξαιτούνται την έξωση τους από το ακίνητο τους.
Σημειώνει, για σκοπούς πληρότητας, ότι κινήθηκαν όσο το δυνατό ταχύτερα στην προώθηση της Αίτησης, αμέσως με την διαπίστωση της διαφημιστικής δημοσίευσης για αποξένωση του επίδικου ακινήτου της, και κατόπιν της απόφασης του Εφετείου ημερομηνίας 23/02/2024 στην Πολιτική Έφεση υπ’ αρ. Ε86/2022.
Εισηγείται επίσης ότι το ισοζύγιο των πιθανοτήτων τείνει υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και ότι έχουν προβεί σε πλήρη και έντιμη αποκάλυψη όλων των συναφών πληροφοριών που εξασφάλισαν και είχαν στην κατοχή τους.
Μετά από άδεια του Δικαστηρίου η ενόρκως δηλούσα καταχώρισε ΣΕΔ στην οποία αναφέρει ότι η έκδοση των αιτουμένων Διαταγμάτων καθίσταται αναγκαία και επείγουσα λόγω του ότι έχουν τεθεί ενώπιον τους βάσιμες πληροφορίες οι οποίες συνδέονται και με προγενέστερα γεγονότα, από τις οποίες προκύπτει ότι η πρώτη και μοναδική της κατοικία κινδυνεύει ανά πάσα στιγμή να βρεθεί στα χέρια κάποιου τρίτου, πιθανότατα καλόπιστου προσώπου. Συγκεκριμένα, μετά την καταχώριση της αρχικής της ένορκης δήλωσης και ενώ βρισκόταν στο σπίτι της μαζί με τον σύζυγο της κτύπησε την πόρτα τους κάποιος άγνωστος ο οποίος τους ανέφερε ότι ενημερώθηκε ότι το σπίτι τους διαφημιζόταν προς πώληση, ότι πρόθεση του ήταν να το αγοράσει, ότι βρισκόταν σε προχωρημένες διαπραγματεύσεις προς τούτο και ζητούσε να ενημερωθεί κατά πόσο είχαν πρόθεση να παραδώσουν ελεύθερη κατοχή του και αν ναι, πότε. Όταν τον ενημέρωσαν ότι βρίσκονταν στα Δικαστήρια με την Τράπεζα και σχετικά με τα δικαιώματα τους αυτός αποχώρησε. Τα πιο πάνω, σύμφωνα με τη θέση της δεικνύουν το επείγον της περίπτωσης και ότι ο κίνδυνος αποξένωσης του επίδικου ακινήτου σε τρίτο αγοραστή είναι ορατός και ότι αν δεν εκδοθούν μονομερώς τα Διατάγματα, ενδέχεται ανά πάσα στιγμή να βρεθούν στο δρόμο.
Οι Εναγόμενοι 2/ Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην Αίτηση.
Οι λόγοι ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι εξής:
1. Με δεδομένη την ανάκτηση του επίδικου Ακινήτου από την Καθ’ ης η Αίτηση και/ή την εγγραφή αυτού επ’ ονόματι της Καθ’ ης η Αίτηση, η Αίτηση είναι παράτυπη και/ή λανθασμένη καθ’ ότι τα αιτούμενα διατάγματα και/ή το λεκτικό αυτών αναφέρεται σε Ακίνητο ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 2 με το επίδικο Ακίνητο να μην είναι εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της.
2. Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και αστήρικτη και/ή καταχρηστική και/ή οι Αιτητές καταχώρησαν και/ή προωθούν την παρούσα αγωγή καταχρηστικά και/ή έχοντας ως αυτοσκοπό την έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων και/ή οι Αιτητές όφειλαν να εγείρουν τις όποιες αξιώσεις και/ή ισχυρισμούς έχουν και/ή θεωρούν ότι έχουν εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση στα πλαίσια της προγενέστερης αγωγής 63/19 και/ή της αγωγής 1431/22 που ήδη υφίστανται και/ή εκκρεμούν μεταξύ των διαδίκων και/ή των Αιτητών και της Καθ’ ης η Αίτηση.
3. Η Αίτηση είναι νόμω και ουσία αβάσιμη και αστήρικτη και/ή καταχρηστική και/ή δεν μπορεί να εγκριθεί και/ή επιτύχει καθ’ ότι στηρίζεται κατ’ ουσίαν στην ίδια πραγματική και/ή νομική βάση στην οποία στηριζόταν η έτερη και/ή πανομοιότυπη αίτηση ημερομηνίας 19/12/2019 η οποία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο.
4. Οι Αιτητές καθυστέρησαν υπέρμετρα στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής και/ή ενδιάμεσης αίτησης και/ή λόγω της ολιγωρίας που οι Αιτητές επέδειξαν στην καταχώρηση και/ή προώθηση της παρούσας αγωγής και/ή ενδιάμεσης αίτησης και/ή των αιτούμενων διαταγμάτων, δεν δικαιούνται σε οποιεσδήποτε θεραπείες του Δικαίου της Επιείκειας και/ή στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.
5. Οι Αιτήτες κωλύονται από το να αμφισβητούν την διαδικασία του ιδιωτικού πλειστηριασμού και/ή την ανάκτηση του επίδικου Ακινήτου από τους Καθ’ ων η Αίτηση καθ’ ότι με τις πράξεις και/ή παραλείψεις τους έδωσαν στους Καθ’ ων η Αίτηση την εύλογη υπό τις περιστάσεις εντύπωση ότι αποδέχονται και/ή δεν αμφισβητούν την διαδικασία του ιδιωτικού πλειστηριασμού και/ή λόγω της συμμετοχής των Αιτητών στην διαδικασία και της συμμόρφωσης τους με την απαίτηση για διορισμό εκτιμητών οι Αιτήτες κωλύονται από το να αμφισβητούν την ανάκτηση του επίδικου Ακινήτου από τους Καθ’ ων η Αίτηση.
6. Οι Αιτήτες κωλύονται από το να αμφισβητούν την διαδικασία του ιδιωτικού πλειστηριασμού και/ή την ανάκτηση του επίδικου Ακινήτου από τους Καθ’ ων η Αίτηση καθ’ ότι η νομιμότητα και/ή εγκυρότητα και/ή εκτελεστότητα των Συμβάσεων Υποθηκών και/ή των Εγγράφων Υποθήκης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας και/ή καθ’ ότι η νομιμότητα και/ή εκτελεστότητα των επίδικων Συμβάσεων Υποθηκών και/ή των Εγγράφων Υποθήκης έχει τελεσίδικα αποφασισθεί μέσα από την απόφαση η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής 2370/2003.
7. Δεν πληρούνται σωρευτικά οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/1960 αναφορικά με την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων και/ή δεν έχει τεκμηριωθεί με μαρτυρία η στοιχειοθέτηση των προϋποθέσεων του άρθρου 32 και/ή τα επίδικα ζητήματα της Αγωγής και/ή οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί των Αιτητών.
8. Η Καθ’ ης η Αίτηση νόμιμα και νομότυπα ανέλαβε και/ή απέκτησε και/ή μεταφέρθηκαν και/ή εκχωρήθηκαν σε αυτήν οι πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή εξασφαλίσεις και/ή οι Συμβάσεις και Έγγραφα Υποθηκών που οι Αιτήτες είχαν υπογράψει και/ή εγγράψει υπέρ της Τράπεζας Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (Τράπεζα), και/ή νόμιμα και/ή νομότυπα και/ή δικαιωματικά η Καθ’ ης η Αίτηση ξεκίνησε και/ή ολοκλήρωσε την διαδικασία του ιδιωτικού πλειστηριασμού ανακτώντας το επίδικο Ακίνητο την οποία μεταβίβαση και/ή εκχώρηση οι Αιτητές εμμέσως πλην σαφώς παραδέχθηκαν και ουδέποτε αμφισβήτησαν μέσω της συμμετοχής τους στην διαδικασία του ιδιωτικού πλειστηριασμού.
9. Η ανάληψη και/ή απόκτηση και/ή εκχώρηση και/ή μεταφορά στην Καθ’ ης η Αίτηση του εξ’ αποφάσεως χρέους και/ή των πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή εξασφαλίσεων και/ή Συμβάσεων και Εγγράφων Υποθήκης που οι Αιτήτες υπέγραψαν και/ή ενέγραψαν υπέρ της Τράπεζας, εγκρίθηκε και/ή έγινε αποδεκτή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με την έκδοση στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης υπ. αριθμό 372/19 Επί τοις αφορώσι την Bank of Cyprus Public Co Ltd κ.α. Διατάγματος ημερομηνίας 23/05/2019 με το οποίο επικυρώθηκε με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 το Σχέδιο Διακανονισμού με το οποίο μεταφέρθηκαν και/ή εκχωρήθηκαν από την Καθ’ ης η Αίτηση 1 στην Καθ’ ης η Αίτηση 2 το εξ’ αποφάσεως χρέος και/ή οι πιστωτικές διευκολύνσεις και/ή εξασφαλίσεις και/ή οι Συμβάσεις και Έγγραφα Υποθηκών που οι Αιτήτες είχαν υπογράψει και/ή εγγράψει υπέρ της Τράπεζας.
10. Το παρόν Δικαστήριο στερείται δικαιοδοσίας και/ή εξουσίας να εξετάσει την νομιμότητα της εκχώρησης και/ή μεταφοράς στην Καθ’ ης η Αίτηση του εξ’ αποφάσεως χρέους και/ή των πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή εξασφαλίσεων και/ή Συμβάσεων και Εγγράφων Υποθήκης που οι Αιτήτες υπέγραψαν και/ή ενέγραψαν υπέρ της Τράπεζας και/ή λόγω της έγκρισης και/ή αποδοχής από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας της εκχώρησης και/ή μεταφοράς στην Καθ’ ης η Αίτηση του εξ’ αποφάσεως χρέους και/ή των πιστωτικών διευκολύνσεων και/ή εξασφαλίσεων και/ή Συμβάσεων και Εγγράφων Υποθήκης που οι Αιτήτες υπέγραψαν και/ή ενέγραψαν υπέρ της Τράπεζας μέσω της έκδοσης του διατάγματος ημερομηνίας 23/05/2019 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης υπ. αριθμό 372/19 Επί τοις αφορώσι την Bank of Cyprus Public Co Ltd κ.α. Διατάγματος ημερομηνίας 23/05/2019 τυχόν εξέταση της νομιμότητας της εν λόγω εκχώρησης και/ή μεταφοράς είναι ανεπίτρεπτη.
11. Η δικονομική και/ή άλλως πως συμπεριφορά των Αιτητών είναι κακόπιστη και/ή παραπλανητική και/ή είναι τέτοιας φύσεως που δεν τους επιτρέπει να αξιώνουν θεραπείες του δικαίου της επιείκειας.
12. Οι Αιτήτες ηθελημένα και/ή εσκεμμένα επιχείρησαν να παραπλανήσουν το Δικαστήριο και/ή δεν προέβηκαν σε ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων τα οποία όφειλαν να αποκαλύψουν στο Δικαστήριο και/ή εσκεμμένα παρουσίασαν στο Δικαστήριο μία παραπλανητική και/ή αναληθή κατάσταση πραγμάτων.
13. Οι αξιώσεις των Αιτητών είναι χρηματικής φύσεως και/ή αποτιμώνται σε χρήμα και/ή η Καθ’ ης η Αίτηση έχει την οικονομική επιφάνεια και/ή δυνατότητα να καταβάλουν τυχόν επιδικασθείσες αποζημιώσεις στους Αιτητές σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής, ούτε και έχει προσκομιστεί θετική μαρτυρία και/ή οιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με τη φερεγγυότητα της Καθ’ ης η Αίτηση, παράγων ο οποίος οδηγεί σε απόρριψη της παρούσας Αίτησης.
14. Με δεδομένη την ανάκτηση του επίδικου Ακινήτου από την Καθ’ ης η Αίτηση και/ή την εγγραφή αυτού επ’ ονόματι της Καθ’ ης η Αίτηση, τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ουσιαστικά θα αποστερήσει από την Καθ’ ης η Αίτηση την διαχείριση της περιουσίας της για μεγάλο και/ή απροσδιόριστο χρονικό διάστημα και/ή θα επιφέρει δυσμενείς και/ή ανεπανόρθωτες συνέπειες στα έννομα συμφέροντα της.
15. Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και της απόρριψης της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης.
Η Ένσταση βασίζεται στον περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Νόμο 9/65 ως έχει τροποποιηθεί και ειδικότερα στα άρθρα 5, 27, 36, 44 Α – 44ΙΑΑ, 44ΚΣΤ και παραρτήματα αυτού, στους περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Κανονισμούς, ΚΔΠ 185/2015, στον περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμο, Κεφ. 224, στους περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Κανονισμούς, στα άρθρα 21, 29, 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου Ν. 14/1960, στον περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμο, Κεφ. 6 άρθρα 5, 6, 7, 8 και 9, στον περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμο Ν. 169(Ι)/2015, άρθρα 3, 18 και 19, στον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113 άρθρα 198, 199 και 200, στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.32, Δ.38, Δ.39, Δ.48, Δ.64, στους γενικούς κανόνες επιεικείας και στην πρακτική και τις σύμφυτες εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία βασίζεται η ένσταση παρατίθενται στην ένορκη δήλωση του Παύλου Δημητρίου. Ως ο τελευταίος αναφέρει, από τον Ιούλιο του 2014 άρχισε να εργάζεται ως Λειτουργός στο Τμήμα Ανάκτησης Χρεών της Bank of Cyprus Public Company Ltd / Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λίμιτεδ (εφεξής η Τράπεζα) και από τις 18/01/2020 έχει εργοδοτηθεί στην υπηρεσία της εταιρείας Gordian Holdings Limited (εφεξής η Gordian ή Καθ’ ης η Αίτηση) ενώ από τις 02/05/2022 έχει μεταφερθεί ως υπάλληλος στο αντίστοιχο τμήμα της εταιρείας GORDIAN SERVICING LIMITED (στο εξής η Gordian Servicing), η οποία δυνάμει σχετικής συμφωνίας παροχής υπηρεσιών και διαχείρισης δανείων/πιστωτικών διευκολύνσεων, μεταξύ της Gordian και της Gordian Servicing, ενεργεί δια λογαριασμό της Gordian και έχει αναλάβει τη διαχείριση αριθμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων, συναφών συμφωνιών εξασφαλίσεων, εγγυήσεων, υποθηκών και συναφών θεμάτων, περιλαμβανομένων και των επίδικων ζητημάτων στην παρούσα αγωγή. Τα θέματα και ζητήματα τα οποία παρατίθενται στην ένορκη δήλωση είναι εντός της προσωπικής του γνώσης λόγω της εργασίας και των καθηκόντων του, καθώς επίσης και από πληροφόρηση που έχει λάβει και από τους συναδέλφους του οι οποίοι εργάζονται στα αρμόδια τμήματα και έχουν ασχοληθεί με τις πιστωτικές διευκολύνσεις, εξασφαλίσεις αλλά και διαδικασία εκποίησης των ακινήτων που αφορούν τους Αιτητές. Είναι δεόντως εξουσιοδοτημένος από την Καθ’ ης η Αίτηση να προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους της. Όπου δε αναφέρεται σε στοιχεία που του παρασχέθηκαν από άλλους, αναφέρεται η πηγή τέτοιων στοιχείων. Κατά την προετοιμασία της ένορκης δήλωσης έχει λάβει συμβουλή από τους δικηγόρους των Καθ’ ων η Αίτηση.
Σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης και συγκεκριμένα τη μεταφορά των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων από την Τράπεζα στην Καθ’ ης η Αίτηση, καταρχάς διευκρινίζει ότι έχουν μεταβιβασθεί από την Τράπεζα στην Καθ’ ης η Αίτηση ορισμένες πιστωτικές διευκολύνσεις, εξ αποφάσεως χρέη, εξασφαλίσεις, νομικές διαδικασίες και άλλα στοιχεία, ανάμεσα στις οποίες συγκαταλέγονται και αυτές που αφορούν τους Αιτητές, δηλαδή τις συμβάσεις παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων, τις παραχωρηθείσες εξασφαλίσεις από τους Αιτητές προς την Τράπεζα αλλά και το εξ’ αποφάσεως χρέος των Αιτητών, κατ’ εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 18 και 19 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα Νόμου του 2015 (Ν. 169(Ι)/2015) ως έχει τροποποιηθεί και συγκεκριμένα δυνάμει των προνοιών Σχεδίου Διακανονισμού το οποίο επικυρώθηκε στις 23/05/2019 από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 30/05/2019.
Κατά συνέπεια της έκδοσης του εν λόγω Διατάγματος και σύμφωνα με τις ρητές πρόνοιες του άρθρου 18 του Νόμου, οι Καθ’ ων η Αίτηση απέστειλαν σε όλους τους Ενάγοντες σχετικές ειδοποιήσεις με τις οποίες τους ενημέρωναν για την εν λόγω μεταφορά των πιστωτικών διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων από την Τράπεζα προς την Καθ’ ης η Αίτηση, γεγονός το οποίο είναι παραδεκτό από τους Αιτητές.
Στη βάση των πιο πάνω, μεταξύ άλλων, οι επίδικες Συμβάσεις Υποθηκών υπ. Αριθμό Υ505/82 και Υ523/82, συμπεριλαμβανομένων των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων του ενυπόθηκου δανειστή αναφορικά με αυτές έχουν πλέον μεταβιβασθεί στην Καθ’ ης η Αίτηση, η οποία από τις 30/05/2019, προωθεί τα συμφέροντά της στη βάση των όσων αναφέρονται ανωτέρω, ωσάν να επρόκειτο για την Τράπεζα, η οποία δεν διατήρησε οποιοδήποτε δικαίωμα το οποίο να πηγάζει είτε από τις συμφωνίες πιστωτικών διευκολύνσεων είτε από τις επίδικες υποθήκες.
Σημειώνει ότι, είναι παραδεκτό από τους Αιτητές ότι τους γνωστοποιήθηκε το γεγονός της μεταβίβασης μέσω επιστολών οι οποίες παραλήφθηκαν στις 20/06/2019, με τους Αιτητές να μην προβαίνουν σε οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή έστω αντίδραση για την εν λόγω μεταβίβαση, αδράνεια η οποία καταδεικνύει την ανεπιφύλακτη αποδοχή τους για την εν λόγω μεταβίβαση με αποτέλεσμα, αυτοί να κωλύονται να αμφισβητούν την εν λόγω μεταβίβαση.
Όσον αφορά τις επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις αρχικά αυτές παραχωρήθηκαν στους Αιτητές και σε κάποια εταιρεία Vetalia Clothing Manufacturers Limited από την Marfin Popular Bank Public Co Ltd και πριν από την μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων των Αιτητών από την Τράπεζα προς την Καθ’ ης η Αίτηση, από την 29η Μαρτίου 2013 με βάση το διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 5 (12) (α) 7 (1) και 9 του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων ιδρυμάτων Νόμου του 2013, το οποίο αναφέρεται ως το Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Διάταγμα του 2013 και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ΚΔΠ 104/2013 είχαν μεταβιβαστεί περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της εν λόγω Marfin Popular Bank Public Co Ltd στην Τράπεζα, και ακολούθως από την 30ην Μαΐου 2019 προς την Καθ’ ης η Αίτηση. Ως εκ των ανωτέρω, οι αναφορές του σε Τράπεζα θα πρέπει να ερμηνεύονται ότι αναφέρονται (α) στην πρώην Λαϊκή μέχρι τις 28/03/2013 και (β) στην Τράπεζα από τις 29/03/2013 μέχρι και τις 30/05/2019.
Σε σχέση με τα γεγονότα που οδήγησαν στην έκδοση της εκ συμφώνου απόφασης και στην ανάκτηση του επίδικου ακινήτου από την Καθ’ ης η Αίτηση ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι οι Αιτητές καθ’ όλους τους ουσιώδεις ως προς την παρούσα αγωγή χρόνους ήταν πελάτες της Τράπεζας στην οποία διατηρούσαν διάφορους λογαριασμούς και δάνεια, μεταξύ των οποίων και οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις που παραχωρήθηκαν στην εταιρεία Vetalia Clothing Manufacturers Limited, καθώς και άλλους λογαριασμούς όπως δύο χρεωστικοί λογαριασμοί με πρωτοφειλέτη των Αιτητή 1, οι οποίοι εξασφαλίζονταν με διάφορες υποθήκες και προσωπικές εγγυήσεις των Αιτητών 2, 3 και 4.
Οι πιο πάνω πιστωτικές διευκολύνσεις προς την εταιρεία Vetalia Clothing Manufacturers Limited παραχωρήθηκαν στη βάση, μεταξύ άλλων εξασφαλίσεων, των προσωπικών εγγυήσεων των Αιτητών 1 και 2 και του Γεώργιου Γεωργίου, από την πρώην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ, οι οποίες τον Μάρτιο του 2013 μεταφέρθηκαν στη Τράπεζα δυνάμει των προνοιών του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, Κ.Δ.Π. 104/2013.
Προς περαιτέρω εξασφάλιση των πιο πάνω πιστωτικών διευκολύνσεων, μεταξύ άλλων εξασφαλίσεων, οι Αιτητές 1 και 2 και ο Γεώργιος Γεωργίου εγγυήθηκαν προσωπικά τις υποχρεώσεις της εταιρείας Vetalia Clothing Manufacturers Limited και επίσης, οι Αιτητές 2 και 4 παραχώρησαν μεταξύ άλλων προς όφελος της Τράπεζας την Υποθήκη Υ.505/1982 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας για το ποσό των ΛΚ15.000, πλέον τόκους, επί οικοπέδου ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 2, την Υποθήκη Υ.523/1982 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας για το ποσό των ΛΚ60.000, πλέον τόκους επί δύο ακινήτων ιδιοκτησίας της Αιτήτριας 2 και την Υποθήκη Υ.2920/1994 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας για το ποσό των ΛΚ30.000, πλέον τόκους επί ακινήτου ιδιοκτησίας των Αιτητών 3 και 4.
Κατά παράβαση των συμβατικών της υποχρεώσεων όπως αυτές προκύπτουν από την επίδικη Συμφωνία Πιστωτικών Διευκολύνσεων, την Συμφωνία Εγγύησης και τα Έγγραφα Υποθήκης η εταιρεία Vetalia Clothing Manufacturers Limited και οι Αιτητές δεν συμμορφώθηκαν με τις υποχρεώσεις τους προς την Τράπεζα και ως εκ τούτου, στις 16/04/2002 η Τράπεζα τερμάτισε την επίδικη συμφωνία και απαίτησε την άμεση εξόφληση ολόκληρου του οφειλόμενου ποσού που κατά την ημερομηνία τερματισμού της συμφωνίας ανερχόταν στο ποσό των ΛΚ143.734,98, πλέον συμφωνηθέντες τόκους. Ακολούθως, λόγω της μη πληρωμής οποιουδήποτε ποσού προς την Τράπεζα, στις 19/06/2003 η Τράπεζα προχώρησε στη καταχώρηση εναντίον των Αιτητών της αγωγής υπ’ αρ. 2370/2003 ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.
Στις 05/10/2005 το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας εξέδωσε απόφαση υπέρ της πρώην Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ και εναντίον της Αιτήτριας 3 στη πιο πάνω αγωγή για το ποσό των ΛΚ442.885,10 πλέον τόκους και έξοδα. Στις 17/12/2008 το Δικαστήριο εξέδωσε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της πρώην Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ και εναντίον των Αιτητών 1 και 2 αλληλέγγυα ή/και κεχωρισμένα για το ποσό των €854.300 πλέον τόκους και απόφαση υπέρ της πρώην Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ και εναντίον όλων των Εναγομένων στην αγωγή αλληλέγγυα ή/και κεχωρισμένα για τα έξοδα της αγωγής.
Ταυτόχρονα με την έκδοση της πιο πάνω απόφασης, οι Αιτητές συμφώνησαν στην έκδοση Διατάγματος πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων των Αιτητών 2, 3 και 4 τα οποία βαρύνονταν με τις επίδικες Υποθήκες Υ.505/1982, Υ.523/1982 και Υ.2920/1994 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας που είναι οι ίδιες υποθήκες για τις οποίες προωθήθηκε από την Καθ’ ης η Αίτηση η διαδικασία εκποίησης. Αντίγραφο της πιο πάνω απόφασης επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2 . Η εν λόγω δικαστική απόφαση προνοούσε, μεταξύ άλλων και αναστολή της εκτέλεσης της μέχρι τις 1/12/2009, νοουμένου ότι οποιοσδήποτε εκ των Εναγόμενων κατέβαλλε μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία το ποσό των €800.000 πλέον τόκους προς 9% από 1/12/2008, πλέον τα δικηγορικά έξοδα της αγωγής, πλην όμως λόγω μη συμμόρφωσης των Εναγόμενων με τους πιο πάνω όρους αναστολής το ποσό της απόφασης κατέστη άμεσα πληρωτέο και απαιτητό.
Σημειώνει ότι μετά την έκδοση της απόφασης και ενώ οι Αιτητές και οι εταιρεία Vetalia δεν είχαν προχωρήσει στην εξόφληση της, από τις 29/03/2013 με βάση το διάταγμα του Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου το οποίο εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 5(12)(α) 7(1) και 9 του Περί Εξυγίανσης Πιστωτικών και άλλων Ιδρυμάτων Νόμου του 2013, το οποίο αναφέρεται ως το Περί Πώλησης Ορισμένων Εργασιών της Cyprus Popular Bank Public Co Ltd (όπως είχε μετονομασθεί η Marfin) Διάταγμα του 2013 και δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας ως ΚΔΠ 104/2013 έχουν μεταβιβαστεί περιουσιακά στοιχεία, τίτλοι ιδιοκτησίας, δικαιώματα και υποχρεώσεις της στην Τράπεζα, με αποτέλεσμα η Τράπεζα να αναλάβει τα δικαιώματα και υποχρεώσεις της πρώην Marfin που πήγαζαν από τις διάφορες πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν δοθεί στους Αιτητές, υποχρεώσεις οι οποίες μεταφέρθηκαν προς την Καθ’ ης η Αίτηση. Λόγω ακριβώς της μη εξόφλησης του εξ’ αποφάσεως χρέους των Αιτητών, η Τράπεζα απέστειλε μέσω συστημένου ταχυδρομείου στις 21/02/2019 τις Ειδοποιήσεις «Ι» και «Θ» (αναφορικά με τις επίδικες υποθήκες που είχαν εγγραφεί ως εξασφάλιση της εταιρείας Vetalia) οι οποίες παραλήφθηκαν, ως γίνεται παραδεκτό από όλους τους Αιτητές.
Ακολούθως και αφού δεν υπήρξε οποιαδήποτε ανταπόκριση και ενώ μεσολάβησε η μεταβίβαση όλων των εξασφαλίσεων, υποχρεώσεων αλλά και του εξ’ αποφάσεως χρέους των Αιτητών από την Τράπεζα προς την Καθ’ ης η Αίτηση 2, η τελευταία απέστειλε στους Αιτητές και σε όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη τις Ειδοποιήσεις ΙΑ και ΙΒ ημερομηνίας 30/08/2019 ενημερώνοντας τους αφενός μεν ότι ο πλειστηριασμός των επίδικων ενυπόθηκων ακινήτων είχε προγραμματισθεί για τις 29/01/2020 και αφετέρου ενημερώνοντας την Αιτήτρια 2 μέσω της σχετικής Ειδοποίησης ΙΒ ότι θα είχε δικαίωμα να διορίσει εκτιμητή για καθορισμό της επιφυλαχθείσας τιμής πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων. Οι Αιτητές συμμορφώθηκαν με την απαίτηση για διορισμό Εκτιμητή ενημερώνοντας παράλληλα την Καθ’ ης η Αίτηση 2 μέσω των δικηγόρων τους για την συμμόρφωση τους αυτή. Ενόψει αυτής της συμμόρφωσης είναι η θέση του ότι οι Αιτητές κωλύονται από το να αμφισβητούν την διαδικασία των ιδιωτικών πλειστηριασμών.
Στη βάση των εκτιμήσεων τόσο της Καθ’ ης η Αίτηση όσο και της πλευράς των Αιτητών, αποστάληκαν και παραλήφθηκαν από τους Αιτητές και όλα τα Ενδιαφερόμενα Μέρη τα Δελτία Α. Ειδικότερα όσον αφορά το επίδικο ακίνητο, το οποίο βαρυνόταν με την υποθήκη Υ. 523/1982, ο πλειστηριασμός αυτού είχε αρχικά προγραμματισθεί για τις 29/01/2020 όμως ακυρώθηκε και εν τέλει έλαβε χώρα στις 21/02/2020 χωρίς όμως επιτυχή κατάληξη, επειδή δεν υπήρξε ενδιαφέρον.
Εν τέλει, η Καθ’ ης η Αίτηση στις 18/03/2022 προχώρησε η ίδια στην αγορά / ανάκτηση και εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ’ ονόματι της με τιμή πώλησης / ανάκτησης €689.000,00, ποσό το οποίο καθορίσθηκε ως ο μέσος όρος της Έκθεσης Εκτίμησης που ετοιμάσθηκε εκ μέρους της Αιτήτριας 2 και του ανεξάρτητου εκτιμητή που διορίσθηκε από το ΕΤΕΚ, λόγω του ότι υπήρχε απόκλιση πέραν του 25%, μεταξύ των δύο Εκθέσεων Εκτίμησης.
Λίγες ημέρες μετά την ανάκτηση του επίδικου ακινήτου (και συγκεκριμένα στις 28/03/2022), εξωτερικοί συνεργάτες της Καθ’ ης η Αίτηση επισκέφθηκαν το επίδικο ακίνητο και άφησαν επ’ αυτού επιστολή προς τον κάτοχο του καλώντας τον όπως εγκαταλείψει την κατοχή του ακινήτου. Ακολούθως, επειδή οι Αιτητές 1 και 2 αρνήθηκαν να εγκαταλείψουν την κατοχή, λειτουργοί της Καθ’ ης η Αίτηση επικοινώνησαν με τους (τότε) δικηγόρους των Αιτητών σε μία προσπάθεια εξεύρεσης συμβιβαστικής λύσης, υπό την μορφή είτε παράδοσης της κατοχής είτε επαναγοράς του ακινήτου. Εν τέλει οι δικηγόροι των Αιτητών ενημέρωσαν την Καθ’ ης η Αίτηση ότι οι πελάτες τους δεν προτίθενται είτε να παραδώσουν την κατοχή είτε να υποβάλλουν πρόταση για επαναγορά του επίδικου ακινήτου, και ως εκ τούτου και αφού προηγήθηκε η αποστολή επιστολής απαίτησης από τους δικηγόρους της Καθ’ ης η Αίτηση καταχωρήθηκε η αγωγή 1431/22, η οποία είναι ορισμένη για Ακρόαση στις 17/09/2024.
Όσον αφορά τους υπόλοιπους ισχυρισμούς στην ένορκη δήλωση στην αίτηση, ο ενόρκως δηλών σημειώνει ότι η Αιτήτρια προφανώς εσκεμμένα και με παραπλανητικό σκοπό δεν αναφέρει ότι στα πλαίσια της αγωγής 63/19 την οποία οι Αιτητές καταχώρησαν εναντίον της Τράπεζας στις 21/01/2019 οι Αιτητές προχώρησαν στις 30/05/2019 στην καταχώρηση ενδιάμεσης αίτησης με παρόμοια Αιτητικά με την παρούσα αίτηση με σκοπό την αναστολή του πλειστηριασμού της υποθήκης Υ2920/94. Επίσης δεν γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στο γεγονός ότι στην εν λόγω αγωγή η Καθ’ ης η Αίτηση (συνεπεία της μεταβίβασης που εγκρίθηκε από το ΕΔ Λευκωσίας μέσω του Διατάγματος ημερομηνίας 30/05/2019) αντικατέστησε την Τράπεζα ως Εναγόμενη, χωρίς οι Αιτητές να αμφισβητήσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την εν λόγω μεταβίβαση και αντικατάσταση. Η πιο πάνω αίτηση απορρίφθηκε με αιτιολογημένη απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 13/11/2019, Τεκμήριο 9 το οποίο προέβηκε σε ευρήματα ότι οι Αιτητές δεν απέδειξαν ορατή πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή τους αλλά ούτε και θα υποστούν ανεπανόρθωτη βλάβη από την μη έγκριση των αιτούμενων διαταγμάτων.
Σε σχέση με τη θέση για παράνομη μεταβίβαση των πιστωτικών διευκολύνσεων και υποθηκών από την Τράπεζα προς την Καθ’ ης η Αίτηση, ο ομνύων σημειώνει ότι είναι το λιγότερο αντιφατικό η Αιτήτρια να προωθεί την εν λόγω θέση όταν οι ίδιοι οι Αιτητές μέσω των δικηγόρων τους αφενός μεν ουδέποτε αμφισβήτησαν την μεταβίβαση είτε αφού έλαβαν την σχετική ενημέρωση τον Ιούνιο του 2019 είτε στα πλαίσια της αγωγής 63/19 και αφετέρου αντάλλαξαν αλληλογραφία με την Καθ’ ης η Αίτηση χωρίς ουδέποτε να θέσουν οποιοδήποτε ζήτημα παρανομίας. Λόγω ακριβώς της συμπεριφοράς τους αυτής εισηγείται ότι οι Αιτητές κωλύονται να αμφισβητούν είτε την νομιμότητα της επίδικης εκχώρησης είτε το δικαίωμα της Καθ’ ης η Αίτηση να προωθεί τους επίδικους πλειστηριασμούς.
Ανεξάρτητα από την πιο πάνω θέση του εισηγείται ότι από την στιγμή που η εκχώρηση και μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων έχει επικυρωθεί με το Διάταγμα ημερομηνίας 23/05/2019, το παρόν Δικαστήριο στερείται εξουσίας και δικαιοδοσίας είτε να εξετάσει είτε να αμφισβητήσει τη νομιμότητα της εν λόγω εκχώρησης και μεταβίβασης καθ’ ότι εάν το πράξει ουσιαστικά θα ενεργήσει ως Εφετείο ομόβαθμου του Δικαστηρίου. Είναι η θέση του ότι η εκχώρηση και μεταβίβαση όλων των διευκολύνσεων και εξασφαλίσεων έγινε νόμιμα και νομότυπα αφού η ορθή ερμηνεία των άρθρων 3, 18 και 19 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και για Συναφή Θέματα Νόμο Ν. 169(Ι)/2015 είναι ότι όταν Αδειοδοτημένο Πιστωτικό Ίδρυμα πωλεί και μεταβιβάζει πιστωτικές διευκολύνσεις, δεν εφαρμόζεται το όριο του €1.000.000,00 ενώ υπάρχει η απαραίτητή προϋπόθεση αποστολής των Ειδοποιήσεων περί πώλησης και μεταβίβασης όπως αυτές καταγράφονται εξαντλητικά στα άρθρα 18 και 19 του σχετικού Νόμου.
Τέλος, όσον αφορά την θέση της Αιτήτριας ότι μόλις πρόσφατα διαπίστωσε ότι η Καθ’ ης η Αίτηση διαφημίζει προς πώληση το επίδικο ακίνητο, κατ’ αρχάς σημειώνει ότι εσκεμμένα η Αιτήτρια δεν προσδιορίζει επ’ ακριβώς την χρονική στιγμή που οι Αιτητές αντιλήφθηκαν ότι το επίδικο ακίνητο διαφημίζετο προς πώληση, διαφημίσεις αλλά και προωθητικές ενέργειες οι οποίες ξεκίνησαν ήδη από τις 11/01/2023 όταν το ακίνητο αναρτήθηκε στην ιστοσελίδα τη Καθ’ ης η Αίτηση, γεγονός το οποίο οι Αιτητές προφανώς γνώριζαν ή έστω όφειλαν να γνωρίζουν.
Σε συνέχεια της πιο πάνω θέσης του αναφέρει ότι υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για την αγορά του επίδικου ακινήτου, όμως όλες οι συζητήσεις και διαπραγματεύσεις που γίνονταν με τους επίδοξους αγοραστές ναυαγούσαν λόγω ακριβώς της παράνομης διατήρησης της κατοχής του.
Αναφερόμενος στη συνέχεια ειδικότερα στους λόγους ένστασης του ο ομνύων ισχυρίζεται περαιτέρω ότι οι Αιτητές καθυστέρησαν υπέρμετρα στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας αίτησης αφού γνώριζαν ήδη από τον Απρίλιο του 2022 αναφορικά με την ανάκτηση / αγορά του επίδικου ακινήτου από την Καθ’ ης η Αίτηση, γνώριζαν ήδη από τον Σεπτέμβριο του 2022 ότι η Καθ’ ης η Αίτηση απαιτούσε την κατοχή του επίδικου ακινήτου προφανώς για πώληση αυτού ενώ οι προωθητικές και διαφημιστικές ενέργειες για την πώληση του ακινήτου χρονολογούνται ήδη από τον Ιανουάριο του 2023. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι και τον Μάιο του 2024 (ήτοι σχεδόν 2 έτη μετά), οι Αιτητές σε καμία ενέργεια ή διάβημα δεν προέβηκαν με σκοπό την προστασία των εννόμων συμφερόντων τους παρά μόνο ανέμεναν την έκβαση της Πολ. Έφεσης Ε86/22 και αφού πέτυχαν την επαναφορά της παρούσας αγωγής, τότε και μόνο τότε προχώρησαν στην καταχώρηση της παρούσας αίτησης.
Λόγω ακριβώς του διαρρεύσαντος χρόνου, του γεγονότος ότι οι Αιτητές ουδεμία δικαιολογία ή αιτιολογία δίδουν για τον λόγο για τον οποίο δεν προχώρησαν άμεσα και χωρίς καθυστέρηση στην αμφισβήτηση του δικαιώματος της Καθ’ ης η Αίτηση να προχωρήσει στην πώληση του επίδικου ακινήτου αλλά και του γεγονότος ότι το επίδικο ακίνητο είναι μέχρι και σήμερα εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της Καθ’ ης η Αίτηση εισηγείται ότι οι Αιτητές ολιγώρησαν και ως εκ τούτου δεν δικαιούνται σε οποιεσδήποτε θεραπείες του Δικαίου της Επιείκειας.
Πρόσθετα, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι η παρούσα αγωγή έχει καταχωρηθεί καταχρηστικά με μόνο σκοπό της την έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων αφού πέραν από την καθυστέρηση στην έγερση της, οι Αιτητές όφειλαν να εγείρουν τις όποιες αμφισβητήσεις και αξιώσεις θεωρούν ότι έχουν εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση στα πλαίσια της προγενέστερης αγωγής 63/19 ή έστω στα πλαίσια της εκκρεμούσας αγωγής 1431/22. Οι Αιτητές όχι μόνο δεν αμφισβήτησαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο την μεταβίβαση από την Τράπεζα στην Καθ’ ης η Αίτηση αλλά δεν έγειραν καν ζήτημα παρανομίας αυτής στην προγενέστερη αγωγή 63/19 αλλά έτι περαιτέρω προχώρησαν στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής ενώ θα μπορούσαν πολύ εύκολα να εγείρουν ζήτημα παρανομίας της μεταβίβασης στα πλαίσια της προγενέστερης αγωγής 63/19.
Ο ομνύων απορρίπτει τον ισχυρισμό των Αιτητών ότι εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα υποστούν ανεπανόρθωτες βλάβες για τους λόγους που αναφέρουν.
Σημειώνει ότι είναι παραδεκτό και μη αμφισβητούμενο ότι οι Αιτήτες οφείλουν κάποια ποσά στη βάση δικαστικής απόφασης τα οποία αρνούνται να εξοφλήσουν και άρα το ουσιώδες επίδικο ζήτημα δεν είναι η νομιμότητα ή μη μεταβίβασης του εξ’ αποφάσεως χρέους τους αλλά το ύψος αυτού και ως εκ τούτου εάν επιτύχουν οι Αιτήτες στην αγωγή τους τα εξ’ αποφάσεως χρέη τους θα συνεχίζουν να υφίστανται. Περαιτέρω, εισηγείται ότι ο κίνδυνος απώλειας των ενυπόθηκων ακινήτων υπήρχε πάντοτε από την αρχή της συμβατικής σχέσης των διαδίκων (κίνδυνο τον οποίο η Αιτήτρια αποδέχθηκε) και δεν προέκυψε πρόσφατα αφού το συμβατικό αλλά και εκ του Νόμου δικαίωμα της Τράπεζας το οποίο εκχωρήθηκε και ασκεί τώρα η Καθ’ ης η Αίτηση να προχωρήσει στην πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων και εν τέλει στην ανάκτηση αυτού, σε περίπτωση υπερημερίας υπήρχε πάντοτε και ήταν και εξακολουθεί να είναι ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ενυπόθηκοι δανειστές αποδέχονται εμπράγματες εξασφαλίσεις τις οποίες μπορούν να εκποιήσουν για να εισπράξουν το λαβείν τους σε περίπτωση που ο ενυπόθηκος οφειλέτης δεν εξοφλεί και δεν εκπληρώνει τις συμβατικές του υποχρεώσεις, όπως ακριβώς πράττουν και οι Αιτήτες.
Περαιτέρω, έστω και αν γίνουν αποδεκτοί οι ισχυρισμοί τους περί δήθεν παράνομης μεταβίβασης του εξ’ αποφάσεως χρέους των Αιτητών, αυτό δεν θα οδηγήσει στην ακύρωση της εκ συμφώνου απόφασης παρά μόνο το εξ’ αποφάσεως χρέος των Αιτητών θα επαναφερθεί στην Τράπεζα, και άρα ουδέν πρακτικό ή άλλο όφελος ενδεχομένως να υπάρχει για τους Αιτητές.
Εν πάση περιπτώσει εισηγείται ότι οι οποιεσδήποτε ζημιές τυχόν υποστούν οι Αιτήτες από την μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, μόνο χρηματικές μπορούν να είναι και ως εκ τούτου ανακτήσιμες μέσω επιδικασθέντων αποζημιώσεων εάν και εφόσον οι Αιτήτες επιτύχουν στην αγωγή τους. Αυτές μπορούν με ευκολία να καθορισθούν (είτε μέσω της τιμής πώλησης είτε μέσω διενέργειας εκτίμησης της αξίας τους) και η Καθ’ ης η Αίτηση δύναται και είναι σε θέση να τις καλύψει πλήρως.
Σημειώνει επίσης ότι οι Αιτητές δεν αμφισβητούν την οικονομική δυνατότητα και φερεγγυότητα της Καθ’ ης η αίτηση ως μίας προφανώς εύρωστης οικονομικά αδειοδοτημένης και εποπτευόμενης Εταιρείας Εξαγοράς Πιστώσεων να καταβάλει τις όποιες αποζημιώσεις τυχόν επιδικασθούν υπέρ τους σε περίπτωση επιτυχίας τους στην αγωγή.
Περαιτέρω, και ειδικότερα σε σχέση με την οικονομική κατάσταση της Καθ’ ης η Αίτηση, σημειώνει ότι αυτή διαθέτει περιουσιακά στοιχεία συνολικής αξίας ύψους €612.725.843,00 εκ των οποίων €57.456.885,00 αφορούν ρευστά διαθέσιμα σε Τραπεζικά Ιδρύματα ενώ το μετοχικό κεφάλαιο της ανέρχεται σε €1.000.000 και η αξία του «υπέρ του άρτιο» ποσού («Share Premium») ανέρχεται στο ποσό των €44.000.000. Τα όσα αναφέρει επιβεβαιώνονται από τον λογαριασμό της χρηματοπιστωτικής θέσης της Καθ’ ης η Αίτηση τον οποίο επισυνάπτει ως Τεκμήριο 10 και αποτελεί μέρος των οικονομικών καταστάσεων της Καθ’ ης η Αίτηση για το έτος που έληξε στις 31.12.2023.
Προσθέτει επίσης ότι με δεδομένη την εγγραφή του επίδικου ακινήτου επ’ ονόματι της Καθ’ ης η Αίτηση με την τυχόν έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων η Καθ’ ης η Αίτηση θα στερηθεί και θα της απαγορευθεί η άσκηση του δικαιώματος διαχείρισης και εκμετάλλευσης της εγγεγραμμένης επ’ ονόματι της ακίνητης ιδιοκτησίας, περιουσία η οποία συνεχίζει να είναι εγγεγραμμένη επ’ ονόματι της ανεξαρτήτως των όποιων αμφισβητήσεων προβάλλουν οι Αιτητές με την εγγραφή αυτή να δημιουργεί δικαιώματα προς όφελος της Καθ’ ης η Αίτηση αλλά και έννομα αποτελέσματα.
Για όλους τους λόγους, θέσεις και ισχυρισμούς που αναφέρει αλλά και λόγω της κακόπιστης και καταχρηστικής συμπεριφοράς των Αιτητών οι οποίοι καθυστέρησαν υπέρμετρα στην καταχώρηση και προώθηση της παρούσας αίτησης και εσκεμμένα παρουσίασαν μία παραπλανητική και ελλιπή εικόνα πραγμάτων, εισηγείται ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και επίσης ότι δεν είναι ορθό και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Ιδιαίτερα όσον αφορά το ισοζύγιο της ευχέρειας, προβάλλει τη θέση ότι οι Αιτητές είναι ένοχοι παράνομης αλλά και περιφρονητικής προς τα συμφέροντα της Καθ’ ης η Αίτηση συμπεριφοράς, λαμβάνοντας υπόψιν το γεγονός ότι διατηρούν παράνομα την κατοχή του επίδικου Ακινήτου και αρνούνται να παραδώσουν αυτήν στον νόμιμο ιδιοκτήτη της, έστω και εάν έχουν ενημερωθεί και γνωρίζουν ήδη από τον Μάρτιο του 2022 ότι το επίδικο Ακίνητο δεν τους ανήκει, εξαναγκάζοντας την Καθ’ ης η Αίτηση να προχωρήσει σε δικαστικές διαδικασίες για να τους εξαναγκάσει να παραδώσουν την κατοχή του ακινήτου που κατακρατούν παράνομα και χωρίς την συγκατάθεση και έγκριση της Καθ’ ης η Αίτηση. Λόγω ακριβώς της συμπεριφοράς τους αυτής, είναι η θέση του ότι οι αιτητές δεν δικαιούνται σε οποιεσδήποτε θεραπείες του Δικαίου της Επιείκειας.
Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση, χωρίς οι δύο πλευρές να προβούν σε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο. Απαντήσεις στα διάφορα επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει.
Υπάρχει πλούσια νομολογία αναφορικά με την εξουσία έκδοσης προσωρινού διατάγματος με βάση το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60. Το εν λόγω άρθρο έχει αναλυθεί με σαφήνεια στην υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and another (1982) 1 C.L.R. 557, ικανοποίηση δε των τριών κριτηρίων που τίθενται ως προϋποθέσεις αποτελεί το πρωταρχικό μέλημα του Δικαστηρίου προτού εξετάσει τους υπόλοιπους παράγοντες που θα πρέπει να συνεκτιμηθούν κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας (Jonitexo v. Adidas (1984) 1 C.L.R. 263).
Η προϋπόθεση για ύπαρξη σοβαρού ζητήματος για εκδίκαση κατά τη δίκη ικανοποιείται με αναφορά στα καταχωρημένα δικόγραφα που θα καταδείξουν την ύπαρξη συζητήσιμης υπόθεσης.
Η δεύτερη προϋπόθεση της ύπαρξης πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, ικανοποιείται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσης που αφορά την παρουσίαση μιας ορατής πιθανότητας επιτυχίας. Αυτή η δεύτερη προϋπόθεση συσχετίζει στην ουσία τη νομική θεμελίωση που απορρέει από το καταχωρημένο δικόγραφο με την πραγματική διαθέσιμη μαρτυρία όπως αυτή καταγράφεται στις ένορκες δηλώσεις για να θεμελιώσει την αγωγή. Αν ο αιτητής μπορεί να δείξει κάτι περισσότερο από την απλή πιθανολόγηση αλλά λιγότερο από το βαθμό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων, τότε το δεύτερο κριτήριο ικανοποιείται.
Η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείται εφόσον καταδειχθεί ότι χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο - όπου οι αποζημιώσεις θεωρούνται ότι δεν αποτελούν ικανοποιητική θεραπεία.
Αν αποτίμηση σε χρήμα μπορεί να γίνει εύλογα, τότε η έκδοση του ή η διατήρηση του σε ισχύ, αποκλείεται. Ακόμη και ασυνήθης δυσκολία στην εκτίμηση των ζημιών δεν δικαιολογεί κατ΄ ανάγκην την έκδοση διατάγματος. (Βλ. ΚΟΤ v. Θεωρή (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 255).
Εφόσον ληφθούν υπόψη οι πιο πάνω παράγοντες, το Δικαστήριο θα πρέπει να αποφασίσει κατά πόσο είναι δίκαιο ή πρόσφορο να εκδώσει το διάταγμα. Το Δικαστήριο στο στάδιο αυτό, δεν προχωρεί στην κατάληξη συμπερασμάτων αναφορικά με την πλήρη εξέταση, είτε του πραγματικού είτε του νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, δεδομένου ότι, όπως υποδείχθηκε στην υπόθεση Jonitexo v. Adidas (ανωτέρω), αυτό εμπίπτει στη σφαίρα εξέτασης του Δικαστηρίου που εκδικάζει την ουσία της ίδιας της αγωγής. (Βλ. επίσης Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 269-270).
Έχει πάγια νομολογηθεί ότι το Δικαστήριο μπορεί, χωρίς να υπεισέλθει και να εξετάσει την ουσία του προσωρινού διατάγματος, να το ακυρώσει αν διαφανεί ότι έχει γίνει τέτοια απόκρυψη γεγονότων κατά το στάδιο της μονομερούς έκδοσής του, που έχει επηρεάσει το Δικαστήριο το οποίο άλλως θα μπορούσε να μην το είχε εκδώσει.
Σύμφωνα με την υπόθεση Γρηγορίου v. Χριστοφόρου (ανωτέρω), η μη αποκάλυψη γεγονότων εξ αντικειμένου ουσιώδους σημασίας για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, ανατρέπει τη βάση του διατάγματος. Στη σελίδα 264 της πιο πάνω υπόθεσης λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Η διαδικασία με μονομερή αίτηση επιβάλλει στον αιτητή την αποκάλυψη στο Δικαστήριο όλων των ουσιαστικών γεγονότων που μπορεί να ασκήσουν επιρροή στη δικαστική κρίση. Η αίτηση αυτή είναι ύψιστης πίστεως (uberrima fides). Ο αιτητής έχει καθήκον να φέρει σε γνώση του Δικαστηρίου οποιαδήποτε γεγονότα γνωρίζει, ή που με εύλογη επιμέλεια θα εγνώριζε, τα οποία μπορεί να είναι ευνοϊκά για τον απόντα διάδικο και μπορεί να ασκήσουν επιρροή στην κρίση του Δικαστηρίου.
Παράλειψη παρουσίασης ουσιαστικών γεγονότων ενώπιον Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση θεωρείται ως είδος εξαπάτησης του Δικαστηρίου και το Δικαστήριο απαντά: "δεν σας ακούω πλέον" και ακυρώνει τη διαταγή που έδωσε, χωρίς να εξετάσει την ουσία. Τα γεγονότα πρέπει να είναι ουσιώδη για την απόφαση του Δικαστηρίου στη μονομερή αίτηση.»
(Βλέπε επίσης: Resola (Cyprus) Ltd v. Χρήστου (1998) 1 Α.Α.Δ. 598).
Τέλος, πρόσφατη νομολογία του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει δείξει ότι και ο παράγων του χρόνου μπορεί να είναι σημαντικός από την άποψη ότι ο αιτητής θα πρέπει να δείξει στο μονομερές στάδιο το επείγον του θέματος, παρακάμπτοντας έτσι τη συνήθη διαδικασία της ακρόασης και του άλλου μέρους στη διαφορά, το δε Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει το διάταγμα γι΄ αυτό το λόγο, διότι το στοιχείο του κατεπείγοντος αποτελεί το βάθρο της εξουσίας του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα πάνω σε μονομερή βάση. Απόλυτα διαφωτιστικές είναι οι πολύ πρόσφατες αποφάσεις Χρίστος Ανδρέου v. Olympic Insurance Company Ltd, Πολ.Εφ.Αρ. Ε396/2016, ημερ.12/10/23 και Βγενόπουλος κ.ά. v. Cyprus Popular Bank Public Co Ltd, Πολ.Έφ Αρ. Ε141/2014 και Ε142/2014, ημερ. 13.9.2023.
ΔΙΚΑΣΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΕΣ ΠΟΥ ΠΡΟΗΓΗΘΗΚΑΝ ΤΗΣ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
Στις 27.1.20 Δικαστήριο υπό άλλη σύνθεση απέρριψε αίτηση των Αιτητών για έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να εμποδίζεται η πώληση διά πλειστηριασμού των ακινήτων που επιβαρύνονται με την υποθήκη Y505/1982. Αρχικά ζητείτο Διάταγμα που αφορούσε και την υποθήκη Y523/1982, αίτημα το οποίο τελικά απεσύρθη στο στάδιο των αγορεύσεων. Αξιώνονταν επίσης με την αίτηση παρεμπίπτοντα διατάγματα με τα οποία να απαγορεύεται στους Εναγόμενους 2 να εκδώσουν και να αποστείλουν στους Ενάγοντες οποιανδήποτε ειδοποίηση Τύπου Θ, Ι και ΙΑ, σε σχέση με τις υποθήκες Y2929/1994 και Y1909/87. Εξετάστηκε πρωτίστως το θέμα κατά πόσο το Δικαστήριο είχε δικαιοδοσία να εξετάσει αν οι Καθ' ων η αίτηση 1 νομιμοποιούνταν να μεταφέρουν τα δικαιώματα που πηγάζουν από το εξ αποφάσεως χρέος εναντίον της Αιτήτριας προς τους Καθ' ων η αίτηση 2. Όπως προέκυψε από την ένορκη δήλωση της Ενάγουσας 2, επί της οποίας βασίστηκε η Αίτηση, η μόνη βάση αγωγής αλλά και αξίωση των Αιτητών έγκειτο στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της μεταβίβασης του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Καθ΄ ης η αίτηση 1 στην Καθ' ης η Αίτηση 2. Αποτέλεσε δε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η εκχώρηση και η μεταβίβαση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων και υποθηκών είχε επικυρωθεί με διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 23/05/2019, το οποίο συνεχίζει να βρίσκεται σε ισχύ. Σύμφωνα με τη θέση των Καθ΄ων η Αίτηση το Δικαστήριο στερείτο εξουσίας και δικαιοδοσίας είτε να εξετάσει είτε να αμφισβητήσει την νομιμότητα της εν λόγω εκχώρησης και μεταβίβασης καθ' ότι εάν το έπραττε ουσιαστικά θα ενεργούσε ως Εφετείο ομόβαθμου του Δικαστηρίου. Εξετάζοντας την εν λόγω εισήγηση, το Δικαστήριο παραπέμποντας σε σχετική νομολογία επί του θέματος ανέφερε τα ακόλουθα:
«Αποτελεί βασική αρχή της νομολογίας μας ότι Δικαστήριο δεν μπορεί να αναθεωρεί αποφάσεις ομόβαθμου Δικαστηρίου. Τούτο, θα αποτελούσε εξέλιξη ανεπίτρεπτη και αντινομική. Το θέμα εξετάσθηκε πρόσφατα, σε βάθος, στην Αίτηση 32/2019 Λοϊζίδη, Παραλήπτη και Διαχειριστή ν. Περατικού, ημερομηνίας 17.04.2019, από το Σ. Ναθαναήλ Δ. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα στο οποίο γίνεται εκτενής αναφορά σε σχετική νομολογία.
« ... Επί της ουσίας, η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου συγκλίνει στο ότι δεν είναι δυνατό για ένα Δικαστήριο να αναθεωρεί αποφάσεις ομοβάθμου Δικαστηρίου με δεδομένο ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο θεωρείται ενιαίο για σκοπούς απονομής της δικαιοσύνης και δεν έχει σχέση, ούτε και θα μπορούσε νόμιμα να αποτελούσε παράγοντα που επηρεάζει μια απόφαση, η κατά περίπτωση σύνθεση του κατωτέρου Δικαστηρίου. Δεν μπορεί, με άλλα λόγια, εφόσον έχει αποφασιστεί ένα ορισμένο ζήτημα κατά ένα τρόπο, στη συνέχεια ένα άλλο ομόβαθμο Δικαστήριο στο οποίο αναλόγισε η υπόθεση στην πορεία της διαδικασίας, να αποφασίζει κατά άλλο τρόπο.»
Η αναίρεση δικαστικής απόφασης από ισόβαθμο δικαστήριο, θα συνιστούσε έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας πράγμα που θα εξουδετέρωνε την αποτελεσματικότητα της απονομής της δικαιοσύνης. Δεν είναι συνεπώς δυνατό για ένα Δικαστήριο να αναθεωρηθεί αποφάσεις του ιδίου Δικαστηρίου έστω και αν διατηρεί εντελώς διαφορετική άποψη επί του θέματος. Σχετικές επί του θέματος είναι και οι αποφάσεις στις υποθέσεις Ματθαίου ν. Σολομώντος (2010) 1 Α.Α.Δ. 1201, Κυριάκου ν. Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού (1993) 1 Α.Α.Δ. 1020, κ.ά., Μάριου ν. Κοσμά (2014) 1 Α.Α.Δ. 698, Russel ν.Ritchie (2008) 1 Α.Α.Δ. 639 και Γεωργίου ν. Χατζηαλεξάνδρου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366).»
Στη βάση των πιο πάνω το Δικαστήριο κατέληξε ότι :
«το Δικαστήριο δεν κέκτηται καν εξουσίας να εξετάσει την εισήγηση των Αιτητών περί παρανομίας του διατάγματος εκχώρησης των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων. Επί της πιο πάνω εισήγησης εδράζεται η αγωγή των Εναγόντων - Αιτητών. Καταλήγω ότι δεν πληρούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις που θέτει το άρθρο 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, η Αιτήτρια απέτυχε να καταδείξει ότι υπάρχει συζητήσιμη υπόθεση και πιθανότητα να δικαιούται σε θεραπεία».
Η αίτηση απερρίφθη, αφού κρίθηκε ότι ούτε η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 ικανοποιήθηκε με βάση την προσκομισθείσα μαρτυρία. Σημειώνεται ότι η εν λόγω απόφαση δεν εφεσιβλήθηκε.
Ακολούθησε εκ μέρους των Εναγομένων μετά την καταχώριση της Έκθεσης Απαίτησης, αίτηση ημερ.14.05.2022 για διαγραφή της αγωγής. Εγκρίνοντας την αίτηση το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) εξέδωσε απόφαση με την οποία παραμέρισε και διέγραψε την αγωγή. Έκρινε πως το γεγονός ότι το διάταγμα, ημερομηνίας 23.05.2019, με το οποίο μεταβιβάστηκε το εξ αποφάσεως χρέος και συναφείς υποθήκες στην Καθ’ ης η αίτηση 2, εφ' όσον δεν είχε εφεσιβληθεί, και επομένως ήταν σε ισχύ, οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η αγωγή των Καθ’ ων η αίτηση δεν θα είχε επιτυχία και το αποτέλεσμα της ήταν προδικασμένο. Το υπόβαθρο, στο οποίο στηρίχθηκε το Δικαστήριο, ως κοινό έδαφος μεταξύ των διαδίκων, ήταν ότι η μόνη βάση αγωγής αλλά και αξίωση των εναγόντων εναντίον των εναγόμενων έγκειτο στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της μεταβίβασης του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian και ότι οι θεραπείες που αξιώνονται επιδιώκουν ουσιαστικά την ακύρωση και παραμερισμό της μεταβίβασης του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian ως παράνομης. Επίσης ότι η εν λόγω μεταβίβαση του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian εγκρίθηκε και έγινε αποδεκτή από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας στις 23/05/22019 στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης υπ. αριθμό 372/19 Επί τοις αφορώσι την Bank of Cyprus Public Co Ltd κ.α. όπου και εκδόθηκε σχετικό διάταγμα ημερομηνίας 23/03/2019 (το οποίο τέθηκε σε ισχύ στις 30/05/2019) μέσω του οποίου επικυρώθηκαν οι πρόνοιες σχετικού Σχεδίου Διακανονισμού με βάση τα άρθρα 198, 199 και 200 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113 και η εν λόγω μεταβίβαση η οποία έγινε κατ' εφαρμογή των προνοιών των άρθρων 18 και 19 του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα του 2015 (Ν. 169(Ι)/2015) όπως έχει τροποποιηθεί.
Το σκεπτικό του Δικαστηρίου, το οποίο το οδήγησε στην κατάληξη του να απορρίψει την αγωγή, ήταν το ακόλουθο:
«Το ερώτημα που προκύπτει είναι το κατά πόσο το παρόν Δικαστήριο έχει εξουσία και δικαιοδοσία να εξετάσει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Καθ' ων η αίτηση και να εκδώσει τις αιτούμενες θεραπείες, αναγνωρίζοντας ουσιαστικά ότι η μεταβίβαση του εξ' αποφάσεως χρέους των Καθ' ων η αίτηση αλλά και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα προς την Gordian είναι παράνομη;
Στο ερώτημα αυτό κατά την άποψη μου η απάντηση δεν μπορεί να είναι καταφατική καθώς:
(α) Στη βάση των ρητών παραδοχών των Αιτητών οι οποίες έγιναν μέσω της ένορκης δήλωσης της Καθ' ης η Αίτηση 2 στην Ε.Δ. ημερ.19.12.2019 και η οποία είναι δεσμευτική για αυτούς (βλ. Τ. Ηλιάδη και Ν. Σάντη «Το Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές» σελίδα 279 αλλά και την Union des Cooperatives Agricoles de Cereales de Semences ν. Apak Agro Industries Ltd. κ.ά. (1998) 1 Α.Α.Δ. 542), η μόνη ουσιαστικά βάση αγωγής που έχει παραμείνει και μπορούν να επικαλεστούν οι Καθ' ων η αίτηση είναι αποκλειστικά η αμφισβήτηση της νομιμότητας μεταβίβασης του εξ' αποφάσεως χρέους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στην Gordian, η οποία τονίζεται και πάλι ότι έχει επικυρωθεί και αναγνωρισθεί δικαστικά από το Ε.Δ. Λευκωσίας μέσω της έκδοσης του Διατάγματος Επικύρωσης του Σχεδίου Διακανονισμού ημερομηνίας 23.05.2019.
(β) Επομένως, το παρόν Δικαστήριο δεν έχει εξουσία να εξετάσει τους δικογραφημένους ισχυρισμούς των Καθ' ων η αίτηση με ενδεχόμενο και προοπτική να εκδώσει τις αιτούμενες θεραπείες αφού εάν το πράξει ουσιαστικά θα έχει επενεργήσει ως εφετείο ομόβαθμου Δικαστηρίου παραμερίζοντας και ανατρέποντας το Διάταγμα ημερομηνίας 23.05.2019 του Ε.Δ. Λευκωσίας με το οποίο επικυρώθηκε και κρίθηκε ουσιαστικά ως παντελώς νόμιμη και νομότυπη η μεταβίβαση, πράγμα εντελώς ανεπίτρεπτο στην Κυπριακή Έννομη τάξη αφού η ερμηνεία, αμφισβήτηση και ενδεχομένως διαφοροποίηση των αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων γίνεται αποκλειστικά και μόνο από το Ανώτατο Δικαστήριο στα πλαίσια της δευτεροβάθμιας δικαιοδοσίας του.
(γ) Δεν μπορεί να παραγνωριστεί ότι το παρόν Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) στην απόφαση του ημερομηνίας 27.01.2020 έκρινε ότι οι Καθ' ων η αίτηση δεν έχουν καλή βάση αγωγής (ήτοι δεν έχουν αιτία αγωγής γνωστή στο Νόμο) αναφέροντας χαρακτηριστικά τα εξής στην σελίδα 9 της απόφασης του:
«Με βάση όλα τα πιο πάνω καταλήγω ότι το Δικαστήριο δεν κέκτηται καν εξουσίας να εξετάσει την εισήγηση των Αιτητών περί παρανομίας του διατάγματος εκχώρησης των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων. Επί της πιο πάνω εισήγησης εδράζεται η αγωγή των Εναγόντων -Αιτητών».
Πρόσθετα με βάση τα όσα έχουν αναφερθεί από το παρόν Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) στην απόφαση του με ημερομηνία 27.01.2020 αλλά και του ευρήματος περί ανυπαρξίας καλής βάσης αγωγής, θεωρώ ότι αυτά είναι δεσμευτικά για το παρόν Δικαστήριο και δεν υπάρχει η δυνατότητα να μην ακολουθηθούν.»
Οι Αιτητές στην υπό κρίση αίτηση εφεσίβαλαν επιτυχώς την απόφαση για παραμερισμό και διαγραφή της αγωγής τους. Σχετική είναι η Πολ.Εφ.Αρ.Ε86/2022, ΑΝΔΡΕΑΣ ΑΝΤΩΝΙΑΔΗ κ.α. v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α., ημερ.23.02.2024. Η κατάληξη του Εφετείου ήταν, αυτούσια, η ακόλουθη:
«1. Όσον αφορά στο συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι αυτό δεν νομιμοποιούνταν να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος ημερομηνίας 23.05.2019, και συνεπώς δεν είχε εξουσία να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες, κρίνουμε πως το σκεπτικό του δεν ήταν εύλογο υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης. Κατ' αρχήν ξεκαθαρίζουμε ότι η νομολογία, στην οποία αναφέρθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι μεν σαφής, ωστόσο διατηρούμε επιφυλάξεις αν έχει εφαρμογή στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης, και δη στο στάδιο όπου το Δικαστήριο έκανε αποδεκτή την αίτηση των εφεσίβλητων. Το εν λόγω διάταγμα (έγκρισης του Σχεδίου Διακανονισμού μεταξύ των εφεσίβλητων 1 και 2) δεν εκδόθηκε είτε με τη συγκατάθεση των εφεσειόντων είτε κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας στην οποία αυτοί να έλαβαν μέρος, ούτως ώστε να κωλύονται εκ της συμπεριφοράς τους να εγείρουν τέτοιο ζήτημα προς εκδίκαση. Όσον αφορά στο Σχέδιο Διακανονισμού που εγκρίθηκε, η θέση των εφεσειόντων, ότι παραβιάζεται το Άρθρο 3 του Ν.169(Ι)/2015, αφ' ενός δεν ηγέρθηκε πριν την έκδοση του διατάγματος, και δεν κρίθηκε κατά την έκδοση του διατάγματος, αφετέρου, πρόκειται για θέση προφανώς συνυφασμένη με πρόνοια απαγορευτική, η οποία, κατά την επίμαχη χρονική περίοδο και δη πριν τον τροποποιητικό Ν.129(Ι)/2022, όντως απαγόρευε την πώληση πιστωτικών διευκολύνσεων πέραν του €1.000.000,00 που ήταν, και το ύψος των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων, κατ' ισχυρισμό, διατυπωμένου στην Έκθεση Απαίτησης τους. Αυτά τα δεδομένα ήταν αρκούντως ικανοποιητικά για το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει ότι με την αγωγή τους οι εφεσείοντες ήγειραν σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση. Δηλαδή ότι εκ πρώτης όψεως ήταν ενδεχόμενο το διάταγμα να συμπεριέλαβε λανθασμένα τις επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις, και πως οι εφεσείοντες είχαν δικαίωμα να εγείρουν τη σχετική θέση τους, με την αγωγή τους, αφού δεν ήταν μέρος της διαδικασίας έκδοσης του διατάγματος. Δεν φαίνεται όμως να απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο οι προαναφερόμενοι παράμετροι. Προφανώς επικέντρωσε το σκεπτικό του στην ύπαρξη και μόνο του διατάγματος ημερομηνίας 23.05.2019. Κατέληξε ως εκ τούτου πως δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα του διατάγματος, οπότε οδηγήθηκε στην απόρριψη της αγωγής. Δεν επρόκειτο όμως για θέμα δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αλλά για πιθανότητες επιτυχίας στην αγωγή, έστω εν όψει του διατάγματος, κάτι όμως που ήταν πρόωρο να αποφασισθεί. Συνεπώς η αγωγή, κλητήριο ένταλμα και Έκθεση Απαίτησης, στην οποία δίδονταν λεπτομέρειες ότι, κατ' ισχυρισμό των εφεσειόντων, έχει παραβιαστεί το Άρθρο 3 του Ν.169(Ι)/2015 σ' ότι τους αφορά, αλλά και πως οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις δεν εμπίπτουν στον ορισμό και/ή την έννοια του Άρθρου 2 του Ν.169(Ι)/2015 ήγειραν ασφαλώς καλή αιτία αγωγής. Προφανώς η πρόταξη του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, αναμενόμενο ήταν να αποτελεί μία εκ των πιθανών υπερασπιστικών γραμμών των εφεσίβλητων, στην αγωγή που απορρίφθηκε, όμως, η απόρριψη της αγωγής, πριν την καταχώριση υπεράσπισης, για την οποία ενδεχομένως να δικαιολογείτο η εκδίκαση νομικού σημείου, δυνάμει της Δ.27 Κ.1 και 2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν ήταν ορθή. Το θεμελιώδες δικαίωμα των εφεσειόντων να ακουσθούν επί της ουσίας της αγωγής τους παραβιάστηκε. Υπενθυμίζεται πως, σύμφωνα με τα νομολογηθέντα, μια αγωγή δεν απορρίπτεται ακόμη και αν προβάλλουν λίγες οι πιθανότητες επιτυχίας.
Το γεγονός και μόνο ότι υπήρχε ισχυρισμός των εφεσειόντων, στην Έκθεση Απαίτησης, πως οι εφεσίβλητοι εξασφάλισαν το διάταγμα, ημερομηνίας 23.05.2019, παράνομα, αποτελούσε σοβαρό θέμα προς εξέταση και εκδίκασης του, επί της ουσίας, και όχι απόρριψης της αγωγής, πριν καν εγερθεί τέτοιο ζήτημα στην υπεράσπιση που δεν είχε καταχωριστεί.
2. Όσον αφορά στη διαπίστωση, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η μόνη βάση για την αγωγή των εφεσειόντων ήταν η νομιμότητα του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, κρίνουμε, επίσης, με το δέοντα σεβασμό στον ευπαίδευτο πρωτόδικο Δικαστή, πως η Έκθεση Απαίτησης αποκάλυπτε, σε συνδυασμό με σχετική θεραπεία σ' αυτήν αλλά και στο κλητήριο ένταλμα, και έτερη βάση αγωγής. Πρόκειται για τον ισχυρισμό ότι οι εφεσείοντες είχαν αποδεχθεί την έκδοση απόφασης, στις 17.12.2008, σε άλλη αγωγή, την 2370/03, με την παράλληλη συμφωνία ότι η Λαϊκή Τράπεζα, που ήταν η ενάγουσα, και την οποία διαδέχθηκε στη συνέχεια η Τράπεζα Κύπρου, ανέλαβε όπως μη προωθήσει μέτρα εκτέλεσης της εκ συμφώνου απόφασης, ημερομηνίας 17.12.2008, εναντίον των εφεσειόντων, προτού ασκηθούν και εξαντληθούν όλα τα μέσα και/ή μέτρα εκτέλεσης εναντίον τρίτου, κατονομαζόμενου, προσώπου που ήταν εγγυητής σε άλλη απόφαση ημερομηνίας 05.10.2005. Μέχρι και τον Μάρτιο του 2013 η Λαϊκή Τράπεζα δεν είχε πάρει μέτρα εκτέλεσης. Το 2018, και δεδομένου ότι η Τράπεζα Κύπρου είχε αναλάβει το ενεργητικό της Λαϊκής Τράπεζας, από τον Μάρτιο του 2013, κατά παράβαση της παράλληλης συμφωνίας, ως ισχυρίζονται οι εφεσείοντες, η Τράπεζα Κύπρου απάλλαξε πλήρως το τρίτο πρόσωπο από το εξ αποφάσεως χρέος (απόφασης ημερομηνίας 05.10.2005) ενώ έλαβε μέτρα εκτέλεσης για την πληρωμή της εκ συμφώνου απόφασης ημερομηνίας 17.12.2008. Λόγω των προαναφερόμενων εξελίξεων, και λόγω της επιχειρούμενης εκποίησης υποθηκών, οι εφεσείοντες καταχώρησαν την αγωγή 63/19 εναντίον της εφεσίβλητης 1, (η οποία στη συνέχεια αντικαταστάθηκε από την εφεσίβλητη 2), η οποία μέχρι την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης εκκρεμούσε. Δεν παραγνωρίζουμε πως η έγερση της τελευταίας αγωγής ενδεχομένως να εγείρει θέμα κατάχρησης διαδικασίας, εφ' όσον ήθελε εξετασθεί και κριθεί ότι πρόκειται για τα ίδια γεγονότα και ίδιες θεραπείες μεταξύ των ίδιων διαδίκων. Δεν εξετάστηκε όμως πρωτόδικα τέτοιο ζήτημα επειδή δεν ήταν αυτή η βάση και το υπόβαθρο της σχετικής αίτησης. Θα μπορούσε άλλωστε, αν το ζήτημα εγειρόταν να αποσυρόταν η αγωγή 63/19, οπότε το θέμα της κατάχρησης θα έπαυε να είχε αντικείμενο προς εξέταση. Η καίρια θέση των εφεσίβλητων ήταν ότι λόγω του διατάγματος, ημερομηνίας 23.05.2019, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να αποδώσει τις αιτούμενες θεραπείες. Αναμφίβολα όμως από τα πιο πάνω προκύπτει ότι συνυπήρχε ακόμη μία βάση αγωγής, που αν αποδεικνυόταν θα αποτελούσε ικανοποιητικό υπόβαθρο για παροχή σχετικής αιτούμενης θεραπείας. Ως έχει προαναφερθεί, μέσα από τα νομολογηθέντα, το ποσοστό πιθανότητας επιτυχίας της αγωγής σε τέτοιο στάδιο δεν συνυπολογίζεται στην κρίση και τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.»
ΟΙ ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 32
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ’ ων η αίτηση στην αγόρευση του επικέντρωσε το επιχείρημα του ότι οι Αιτητές απέτυχαν να αποδείξουν τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 32 στο γεγονός ότι με βάση τη μαρτυρία που έχουν προσκομίσει σε σχέση με την υπό κρίση αίτηση αποκλειστική βάση της αγωγής τους είναι η θέση ότι η μεταβίβαση του εξ αποφάσεως χρέους τους και των επίδικων υποθηκών από την Τράπεζα στους Καθ’ ων η αίτηση είναι παράνομη και άκυρη καθ’ ότι έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 3 του Ν.169(Ι)/2015. Με δεδομένη την εν λόγω ρητή παραδοχή των Αιτητών και ενόψει της μαρτυρίας του ενόρκως δηλούντα στην ένσταση ότι η εν λόγω μεταβίβαση έγινε στη βάση του του διατάγματος ημερομηνίας 23/05/2019 το οποίο εκδόθηκε στα πλαίσια της Γενικής Αίτησης υπ. αριθμό 372/19 Επί τοις αφορώσι την Bank of Cyprus Public Co Ltd κ.α. Διατάγματος ημερομηνίας 23/05/2019, εισηγούνται ότι αυτό που επιδιώκουν οι Αιτητές από το Δικαστήριο είναι να αγνοήσει το εν λόγω εν ισχύ Διάταγμα και να εκδώσει τα αναγνωριστικά της κατ’ ισχυρισμό παρανομίας Διατάγματα, ανατρέποντας στην ουσία το διάταγμα ημερομηνίας 23/05/2019. Τέτοια ενέργεια θα είχε ως αποτέλεσμα, προτείνουν, το Δικαστήριο να ενεργήσει ως εφετείο ομόβαθμου του Δικαστηρίου, ήτοι του Ε.Δ. Λευκωσίας το οποίο εκδίδοντας το Διάταγμα ημερομηνίας 23.05.2019 επικύρωσε και έκρινε ουσιαστικά ως παντελώς νόμιμη και νομότυπη την επίδικη μεταβίβαση.
Αντικρούοντας το πιο πάνω προβαλλόμενο επιχείρημα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών επικαλέστηκε την πρόσφατη απόφαση του Εφετείου στην Πολ.Εφ.Αρ.Ε86/2022 (πιο πάνω). Συνάγεται, πράγματι στη βάση των όσων λέχθηκαν στην πιο πάνω Εφετειακή απόφαση, τα οποία δεσμεύουν το παρών Δικαστήριο ότι δεν ενδείκνυται να το απασχολήσει το θέμα της δικαιοδοσίας, τουλάχιστον στο παρόν στάδιο. Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι σε διαδικασία εκδίκασης αίτησης για Προσωρινό Διάταγμα, το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης. Αυτό εναπόκειται στην κρίση του Δικαστηρίου κατά την δίκη της ουσίας της υπόθεσης (βλ. Φαέθων Μιχαηλίδης ν. Κυριάκος Άγγελου Παπακυριακού (2004) 1 Α.Α.Δ.209). Για τον πιο πάνω λόγο είναι που το αποτέλεσμα που είχε το εν λόγω διάταγμα και η νομιμότητα του, δεν μπορεί να εξεταστεί στο παρόν στάδιο. Για τον ίδιο δε πιο πάνω λόγο καθίσταται πρόωρο το εγχείρημα του συνηγόρου των Καθ’ ων η αίτηση να δώσει με την αγόρευση του στην υπό κρίση αίτηση απάντηση επί της ουσίας της θέσης των Αιτητών αναφορικά με την ερμηνεία του Άρθρου 3 του Ν.169(Ι)/2015.
Από μελέτη των γεγονότων της υπόθεσης, ευθύς εξ’ αρχής θα πρέπει να αναφερθεί ότι με βάση το αποδεικτικό υλικό που τέθηκε ενώπιον μου στα πλαίσια της υπό συζήτηση αίτησης και τις δικογραφημένες θέσεις των Εναγόντων όπως αυτές είναι ήδη καταχωρημένες στο φάκελο της διαδικασίας, θεωρώ ότι οι Ενάγοντες έχουν αποκαλύψει συζητήσιμη υπόθεση, με ορατή μάλιστα την προοπτική επιτυχίας της στις αιτούμενες θεραπείες σε σχέση και με τις δύο αιτίες αγωγής τους. Όσον αφορά την πρώτη, με βάση τους ισχυρισμούς των Αιτητών, έχει παραβιαστεί το Άρθρο 3 του Ν.169(Ι)/2015 σ' ότι τους αφορά. Πρόσθετα εγείρεται θέμα κατά πόσο οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις εμπίπτουν στον ορισμό και/ή την έννοια του Άρθρου 2 του Ν.169(Ι)/2015. Με το περιορισμένο βάρος που έχουν για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, οι Ενάγοντες έχουν θέσει εκείνο το πραγματικό πλαίσιο γεγονότων κατά τρόπο που φαίνεται να ικανοποιούνται οι δύο πρώτες προϋποθέσεις. Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με τη δεύτερη αιτία αγωγής. Προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι οι Αιτητές είχαν αποδεχθεί την έκδοση απόφασης, στις 17.12.2008, σε άλλη αγωγή, την 2370/03, με την παράλληλη συμφωνία ότι η Λαϊκή Τράπεζα, που ήταν η Ενάγουσα, και την οποία διαδέχθηκε στη συνέχεια η Τράπεζα Κύπρου, ανέλαβε όπως μη προωθήσει μέτρα εκτέλεσης της εκ συμφώνου απόφασης, ημερομηνίας 17.12.2008, εναντίον των Αιτητών προτού ασκηθούν και εξαντληθούν όλα τα μέσα και/ή μέτρα εκτέλεσης εναντίον τρίτου, κατονομαζόμενου, προσώπου που ήταν εγγυητής σε άλλη απόφαση ημερομηνίας 05.10.2005. Μέχρι και τον Μάρτιο του 2013 η Λαϊκή Τράπεζα δεν είχε πάρει μέτρα εκτέλεσης. Το 2018, και δεδομένου ότι η Τράπεζα Κύπρου είχε αναλάβει το ενεργητικό της Λαϊκής Τράπεζας, από τον Μάρτιο του 2013, κατά παράβαση της παράλληλης συμφωνίας, ως ισχυρίζονται οι Αιτητές, η Τράπεζα Κύπρου απάλλαξε πλήρως το τρίτο πρόσωπο από το εξ αποφάσεως χρέος (απόφασης ημερομηνίας 05.10.2005) ενώ έλαβε μέτρα εκτέλεσης για την πληρωμή της εκ συμφώνου απόφασης ημερομηνίας 17.12.2008.
Παρέμεινε προς εξέταση η τρίτη προϋπόθεση. Όπως είναι νομολογημένο, το βασικό κριτήριο για να κριθεί ότι η έκδοση του διατάγματος είναι απαραίτητη για να καταστεί δυνατή ή να διευκολυνθεί η απονομή της δικαιοσύνης, είναι το κατά πόσο αν τελικά ο Ενάγοντας επιτύχει στην αγωγή του, θα είναι αρκετή η κατοχύρωση των δικαιωμάτων του με επιδίκαση αποζημιώσεων. Αν η απάντηση είναι καταφατική, τότε η έκδοση Προσωρινού Διατάγματος δεν είναι απαραίτητη. Η επιδίκαση αποζημιώσεων κρίνεται ότι αποτελεί επαρκή θεραπεία όταν η φύση της υπόθεσης επιτρέπει δίκαιο υπολογισμό της ζημιάς. Αν ο υπολογισμός είναι δύσκολος ή αδύνατος, τότε θα είναι δύσκολη ή αδύνατη η απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Πρέπει επίσης εδώ να αναφερθεί ότι το τρίτο κριτήριο, της ανεπανόρθωτης ζημιάς, περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια, πέραν της δυνατότητας αποζημίωσης, όπως υπεδείχθη και στην υπόθεση Παπαστράτης ν. Πιερίδη (1979) 1 Α.Α.Δ. 231. Στην υπόθεση Highgate Primary School Ltd ν. Φυλακτίδη (2009) 1 Α.Α.Δ. 317, λέχθηκε ότι η έννοια της πλήρους δικαιοσύνης δεν συναρτάται μόνο με την αποκατάσταση της υλικής ζημιάς αλλά είναι ευρύτερη και σε αυτήν περιλαμβάνεται και η προστασία των δικαιωμάτων των αιτητών. Η υπόθεση Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd Πολιτική Έφεση αρ. Ε203/2013, ημερομηνίας 11.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A360 υπέμνησε ότι, ότι το θέμα αυτό, δεν εξετάζεται αορίστως, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το περιεχόμενο των στοιχείων που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου και συμπεριλαμβάνονται μέσα στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση.
Στην ένορκη δήλωση της η Αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η ζημία η οποία θα προκύψει αν αφεθεί η Gordian να προβεί σε περαιτέρω αποξένωση της επίδικης περιουσίας της είναι ανεπανόρθωτη, δεν αποτιμάται σε χρήμα και δεν δύναται υπό τις περιστάσεις να αποζημιωθεί σε κατοπινό στάδιο με την έγερση αγωγής εναντίον της Gordian ή της Τράπεζας Κύπρου. Ειδικότερα, η Αιτήτρια προβάλλει ότι θα αποστερηθεί μόνιμα περιουσιακά της στοιχεία αφού το ακίνητο που καλύπτεται από την υποθήκη Υ523/1982 είναι η πρώτη και μοναδική της κατοικία, στην οποία διαμένει με το σύζυγο της, Αιτητή 1, τα τελευταία 38 χρόνια. Τόσο η ίδια, όσο και ο σύζυγος της είναι συνταξιούχοι, η ίδια είναι 83 ετών και ο σύζυγος της 86 ετών, με μοναδικό εισόδημα τη σύνταξη τους, ύψους €1025 μηνιαίως (εκάστου), και χωρίς οποιαδήποτε άλλη οικονομική δυνατότητα, σε περίπτωση απώλειας της οικίας τους, εξεύρεσης νέας κατοικίας. Σε σχέση με την αξία του ακινήτου της, ως αναφέρει, προκύπτει με βάση το Τεκμήριο 12 ότι, η εκτιμηθείσα αγοραία αξία του εν λόγω ακινήτου ανέρχεται σε €650.000 και η καταναγκαστική αξία σε €485,000. Προσθέτει ότι, σύμφωνα με εκτίμηση που διενεργήθηκε από το Επιστημονικό Τεχνικό Επιμελητήριο Κύπρου (ΕΤΕΚ), η εκτιμηθείσα αγοραία αξία της οικίας της ανέρχεται σε €728.000 και η καταναγκαστική αξία σε € 509.600.Τέλος, εισηγείται ότι ακόμη και εάν στο μέλλον εκδοθεί απόφαση στην αγωγή υπέρ των Αιτητών, η μη έκδοση των αιτουμένων διαταγμάτων θα έχει ήδη δημιουργήσει οριστικά αποτελέσματα, με ουσιαστικές οικονομικές συνέπειες σε βάρος της, ενόψει ιδιαίτερα της πρόθεσης της Gordian για πώληση του ακινήτου. Επισημαίνει, περαιτέρω, η Αιτήτρια ότι σε περίπτωση που η ακίνητη περιουσία της εκποιηθεί σε τρίτους καλόπιστους αγοραστές, αυτή δεν θα μπορεί να της επιστραφεί με αποτέλεσμα την κατάφορη παραβίαση του θεμελιώδους ανθρώπινου της δικαιώματος στην ιδιοκτησία της και στην κατοχή και απόλαυση της περιουσίας που της ανήκει. Ως επί λέξει αναφέρει στην ένορκη δήλωση της:
«Τίποτε λοιπόν δεν μπορεί να αποκαταστήσει τα δικαιώματα μου στην ακίνητη περιουσία μου η οποία είναι κληρονομική, η δε απώλεια της κατοικίας μου και η σωματική και ψυχολογική ταλαιπωρία την οποία θα υποστούμε εγώ και ο σύζυγος μου-Αιτητής 1, ως ηλικιωμένοι άνθρωποι, δεν δύναται να αποτιμηθεί σε χρήμα, τη στιγμή μάλιστα που η υπόθεση μας είναι πασίδηλα ισχυρή».
Αντίθετα, o ευπαίδευτος συνήγορος των Καθ' ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι ακόμη και στην περίπτωση που οι Αιτητές επιτύχουν στην αγωγή τους τότε η ζημιά η οποία θα υποστούν είναι καθαρά οικονομική, εύκολα υπολογίσιμη σε χρήμα και θα είναι επαρκής η κατοχύρωση των δικαιωμάτων τους με επιδίκαση αποζημιώσεων. Σημείωσε, περαιτέρω, ότι οι Αιτητές δεν αμφισβήτησαν την οικονομική κατάσταση των Καθ’ ων η αίτηση ούτε και ισχυρίστηκαν ότι οι τελευταίοι δεν είναι σε θέση να ικανοποιήσουν χρηματικά, τυχόν απόφαση προς όφελος τους.
Εν πρώτοις θα ήθελα να αναφέρω η θέση των Αιτητών ότι θα είναι δύσκολο αν όχι αδύνατο να ανακτήσουν από τους Εναγόμενους την οποιαδήποτε ζημιά θα υποστούν, με βάση τα στοιχεία που έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου δεν με βρίσκει σύμφωνη. Θεωρώ ότι οι λόγοι που επικαλούνται στην ένορκη δήλωση στην Αίτηση τους είναι χρηματικής φύσεως και μπορούν να αποτιμηθούν και αποζημιωθούν σε χρήμα.
Τονίζεται περαιτέρω, ότι δεν έχει προβληθεί από τους Αιτητές ισχυρισμός ότι οι Καθ' ων η αίτηση είναι αφερέγγυοι ή ότι δεν είναι σε θέση να τους αποζημιώσουν για οποιαδήποτε ζημιά ήθελε υποστούν από την απώλεια του επίδικου ακινήτου τους (βλ. Ιπποδρομική Αρχή v Χατζηβασίλη (1989) 1 ΑΑΔ 152, 155 και Ανδρέου Αντώνης v Colossos Signs Ltd (Αρ.2) (2008) 1 ΑΑΔ 626). Αντίθετα οι Καθ' ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι αποτελούν μία εύρωστη οικονομικά αδειοδοτημένη και εποπτευόμενη Εταιρεία Εξαγοράς Πιστώσεων και έχουν την οικονομική δυνατότητα να αποζημιώσουν τους Αιτητές, στην περίπτωση που θα εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση προς όφελος τους, κάτι που οι Αιτητές δεν αμφισβήτησαν με οποιοδήποτε τρόπο. Αντίθετα, στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση παρατίθενται λεπτομερή στοιχεία από τα οποία διαφαίνεται η οικονομική ευρωστία των Καθ' ων η αίτηση και η ικανότητα τους να αποζημιώσουν οποιαδήποτε ζημιά την οποία ήθελε υποστούν οι Αιτητές σε μεταγενέστερο στάδιο.
Όσον αφορά τον ισχυρισμό των Αιτητών ότι θα αναγκαστούν να εγκαταλείψουν την οικογενειακή τους κατοικία την οποία θα απωλέσουν και θα υποστούν ταλαιπωρία και έξοδα, θα πρέπει να επισημάνω ότι παρόμοιο ζήτημα εξετάστηκε στην υπόθεση Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (ανωτέρω) στην οποία είχε προβληθεί ισχυρισμός από τους εκεί Εφεσείοντες ότι σε περίπτωση που δεν εκδίδονταν τα αιτούμενα απαγορευτικά διατάγματα θα ήταν αδύνατη η παραμονή της ιδιοκτησίας στο όνομα των Εναγόμενων (Τράπεζας), αφού υπήρχε σοβαρός και άμεσος κίνδυνος πώλησης των ακινήτων τους σε τρίτα πρόσωπα και σε περίπτωση αποξένωσης τους δεν θα υπήρχε δυνατότητα επιστροφής τους. Το Ανώτατο Δικαστήριο σχολιάζοντας τους ανωτέρω ισχυρισμούς, ανέφερε επί λέξη τα ακόλουθα:
«Είναι έκδηλο από το περιεχόμενο της πιο πάνω παραγράφου ότι η επίκληση της «παραμονής της ιδιοκτησίας» στους εφεσείοντες, ως παράγοντας έκδοσης του συντηρητικού διατάγματος, είναι ασαφής, αόριστη και ελλιπής. Δεν επεκτείνεται, με οποιοδήποτε τρόπο, και δεν ικανοποιείται η αναγκαία βάση για την «ζημιά» την οποία θα υποστούν οι εφεσείοντες σε περίπτωση μη έκδοσης του συντηρητικού διατάγματος. Η «παραμονή» της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες με δική τους συγκατάθεση έχει, εκ των προτέρων, τεθεί υπό αμφισβήτηση καθότι τα συγκεκριμένα ακίνητα έχουν αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης. Με αυτό τον τρόπο οι ίδιοι οι εφεσείοντες έχουν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης.»
(Η υπογράμμιση είναι δική μου)
Έπεται πως οι ισχυρισμοί που εγείρει η Αιτήτρια στην ένορκη δήλωση της ότι το ακίνητο αποτελεί την οικογενειακή της κατοικία και η επίκληση από μέρους της συναισθηματικών λόγων ή ταλαιπωρίας, δεν μπορούν να θεωρηθούν σύμφωνα με τη Νομολογία ότι ικανοποιούν την τρίτη προϋπόθεση. Ούτως ή άλλως η υποθήκευση του ακινήτου ως έγινε δεικνύει απεμπόληση του δικαιώματος επίκλησης τέτοιων λόγων, όταν μάλιστα δεν υπάρχει προσπάθεια συμμόρφωσης με την εγγυητική της υποχρέωση.
Την απόφαση στην Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.ά. ν. Hellenic Bank Public Company Ltd (ανωτέρω) υιοθέτησε το Εφετείο στην πρόσφατη απόφαση του στην υπόθεση ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΙΜΙΤΕΔ v ALPHA BANK CYPRUS LTD, Πολιτική έφεση Αρ. Ε202/2018, ημερ.17.10.23, κρίνοντας ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ικανοποιείτο η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του Ν.14/60 εφόσον λανθασμένα επικεντρώθηκε στην ενδεχόμενη πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων τα οποία δεν μπορούσαν να αντικατασταθούν, ενώ δέχθηκε ότι τυχόν ζημιά μπορεί να υπολογισθεί σε χρήμα. Πυρήνας της πιο πάνω κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσε η διαπίστωση ότι «κύριο γνώρισμα σε αυτή την περίπτωση και ουσιαστικό είναι τα όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως και σχετίζονται με τα ιδιοκτησιακά και περιουσιακά δικαιώματα των αιτητών και τις δυσμενείς συνέπειες από τυχόν μη έκδοση του διατάγματος...». Ανατράπηκε επίσης η ακόλουθη κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα: «Όσον αφορά τις αποζημιώσεις ως αναφέρεται και ανωτέρω, δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο σε αυτή την αγωγή. Το ζήτημα εδώ είναι καθαρά ιδιοκτησιακών και περιουσιακών δικαιωμάτων, που αν και μπορεί να αποτιμηθεί η ζημιά σε χρήμα, η τυχόν πώληση των ενυπόθηκων ακίνητων, οδηγεί, χωρίς επιστροφή, στην απώλεια αυτών από τους αιτητές με δυσμενείς συνέπειες για αυτούς...».
Πέραν των πιο πάνω, θα ήθελα ακόμα να επισημάνω ότι στη βάση της ενώπιον μου μαρτυρίας προκύπτει ότι στα πλαίσια της αγωγής 2370/2003, στις 05/10/2005 το Ε.Δ. Λάρνακας εξέδωσε απόφαση υπέρ της πρώην Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ και εναντίον της Αιτήτριας 3 για το ποσό των ΛΚ442.885,10 πλέον τόκους και έξοδα ενώ στις 17/12/2008 εκδόθηκε εκ συμφώνου απόφαση υπέρ της πρώην Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ και εναντίον των Αιτητών 1 και 2 αλληλέγγυα ή/και κεχωρισμένα για το ποσό των €854.300 πλέον τόκους και έξοδα. Παράλληλα, εκδόθηκε εκ συμφώνου Διάταγμα πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων των Αιτητών 2, 3 και 4 τα οποία βαρύνονταν με τις επίδικες Υποθήκες Υ.505/1982, Υ.523/1982 και Υ.2920/1994 του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας σε σχέση με τις οποίες προωθήθηκε από τους Καθ’ ων η Αίτηση η διαδικασία εκποίησης. Η εν λόγω δικαστική απόφαση προνοούσε, αναστολή της εκτέλεσης της μέχρι τις 1/12/2009, νοουμένου ότι οποιοσδήποτε εκ των Εναγόμενων κατέβαλλε μέχρι την πιο πάνω ημερομηνία το ποσό των €800.000 πλέον τόκους και έξοδα. Οι Αιτητές δεν συμμορφώθηκαν με τους πιο πάνω όρους αναστολής. Προκύπτει με βάση τα πιο πάνω ότι οι ίδιοι οι Αιτητές συναίνεσαν όχι μόνο στην ενδεχόμενη πώληση των ακινήτων τους μέσω της υποθήκευσης τους αλλά συναίνεσαν και σε δικαστικό Διάταγμα πώλησης των εν λόγω ακινήτων, επισφραγίζοντας, μέσω της ισχύος του τελευταίου την απεμπόληση της δικής τους απόλυτης ιδιοκτησίας.
Με βάση τα όσα έχω παραθέσει πιο πάνω καταλήγω ότι οι Αιτητές απέτυχαν να ικανοποιήσουν την τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Καθίσταται, επομένως περιττή η εξέταση του ισοζυγίου της ευχέρειας.
Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του Δικαστηρίου σαφώς καθορίζουν και την πορεία της αίτησης, χωρίς να καθίσταται αναγκαία η ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους ένστασης και τα άλλα ζητήματα που εγείρονται στην παρούσα.
Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση απορρίπτεται. Δεν υπάρχει λόγος απόκλισης από τον καθιερωμένο κανόνα όπως τα έξοδα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ των Καθ' ων η αίτηση και εναντίον των Αιτητών, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πληρωτέα στο τέλος της δίκης.
(Υπ.) ……………………………
Μ. Παπαϊωάννου, Α.Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο