CAC CORAL LIMITED ως αντικαταστάτης /υποκαταστάτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. M.P HUTTON GARDENS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 421/2016, 30/10/2024
print
Τίτλος:
CAC CORAL LIMITED ως αντικαταστάτης /υποκαταστάτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. M.P HUTTON GARDENS LTD κ.α., Αρ. Αγωγής: 421/2016, 30/10/2024

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ                                               Αρ. Αγωγής: 421/2016

Ενώπιον:  Μ.Π. Μιχαήλ, Ε.Δ.

 

Μεταξύ:

CAC CORAL LIMITED ως αντικαταστάτης /υποκαταστάτης της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, από τη Λευκωσία

Ενάγοντες

Και

 

1.   M.P HUTTON GARDENS LTD, (H/E 55076), από την Αγία Βαρβάρα

2.   ΙΩΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ, (Δ.Τ. [ ]), από την Αγία Βαρβάρα

3.   ΓΕΩΡΓΙΑ ΓΙΑΝΝΑΚΗ ΠΑΠΑΠΕΤΡΟΥ, ( Δ.Τ [ ]), από την Αγία Βαρβάρα

4.   J. PAPAPETROU (IMPORTS – EXPORTS) LTD, (H/E 53120), από τη Λευκωσία

5.   J.P.P ENTERPRISES LTD, (H/E 49945) υπό εκκαθάριση εταιρεία μέσω του εκκαθαριστή Χριστάκη Ιακωβίδη, από τη Λευκωσία

Εναγόμενους

ΑΠΟΦΑΣΗ

Ημερομηνία: 31/10/2024

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες: CHRYSES DEMETRIADES & CO LLC

Για Εναγόμενους 1 - 4: κ.  Κ. Παπαντωνίου για ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΠΑΠΑΝΤΩΝΙΟΥ & ΣΙΑ ΔΕΠΕ

 

  1. Εισαγωγή:

 

Η παρούσα αγωγή καταχωρίστηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ( Κύπρου) ΛΤΔ ( στο εξής “η Τράπεζα”), την οποία αντικατέστησε και υποκατέστησε στις 21/12/2018 η  CAC CORAL LIMITED, η οποία ενεργεί πλέον ως οι Ενάγοντες. Σχετική ειδοποίηση καταχωρίστηκε στο φάκελο του Δικαστηρίου στις 31/01/2019, σύμφωνα με τα άρθρα 18 (4) και (6) του Ν. 169(Ι)/15

 

Με την παρούσα αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 29/02/2016, οι Ενάγοντες αξιώνουν αποζημιώσεις δυνάμει παράβασης σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, συγκεκριμένα Τρεχούμενου Λογαριασμού, που παραχωρήθηκε στην Εναγόμενη 1/ Πρωτοφειλέτιδα Εταιρεία στις 21/08/1995. Η αξίωση των Εναγόντων ανέρχεται σε €12.092,50 πλέον τόκους 11,50% ετησίως επί του ποσού αυτού από 26/11/2015 μέχρι εξοφλήσεως, με κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο, ήτοι την 30ην  Ιουνίου και 31ην  Ιανουαρίου εκάστου έτους.

 

Οι Εναγόμενοι 2 – 4 ενάγονται ως εγγυητές των υποχρεώσεων της Εναγόμενης 1 που πηγάζουν από τη ρηθείσα πιστωτική διευκόλυνση. Ο Εναγόμενος 2 ήταν κατά πάντα ουσιώδη χρόνο διευθυντής των Εναγόμενων Εταιρειών 1 και 4 και σύζυγος της Εναγόμενης 3. Επισημαίνεται επίσης ότι εναντίον της Εναγόμενης 5 έχει ήδη εκδοθεί απόφαση στις 28/06/2017, ερήμην της, λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης από μέρους της.  

 

  1. Μαρτυρία: 

 

Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία από τρεις μάρτυρες. Από πλευράς Ενάγουσας κατέθεσαν δύο μάρτυρες. Η κα Μάρθα Γεωργίου, υπάλληλος στο τμήμα ανάκτησης χρεών της DOVALUE CYPRUS LIMITED, Εταιρεία η οποία  έχει αναλάβει τη διαχείριση των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων της Ενάγουσας (στο εξής αναφερόμενη ως Μ. Ε 1) και η κα Μαρία Κασιούρη επίσης υπάλληλος στο τμήμα ανάκτησης χρεών της DOVALUE CYPRUS LIMITED (στο εξής αναφερόμενη ως Μ. Ε 2). Από πλευράς Υπεράσπισης κατέθεσε ένας μάρτυρας και συγκεκριμένα ο Εναγόμενος 2 (στο εξής αναφερόμενος ως Μ.Υ1).

 

Η M. Ε 1  κα Μάρθα Γεωργίου:

H Μ.Ε 1, μέσω της γραπτής της δήλωσης, η οποία σημειώθηκε ως έγγραφο Α,  αναφέρθηκε στο πως ξεκίνησε και εξελίχθηκε η συμβατική σχέση της Τράπεζας με τους Εναγομένους μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής.  Όπως ανέφερε η μάρτυρας, η γνώση της αναφορικά με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης πηγάζει από το φάκελο της υπόθεσης που έχει στην κατοχή της και τα έγγραφα που αυτός περιέχει.

H μάρτυρας αναφέρθηκε στη πιστωτική συμφωνία Τρεχούμενου Λογαριασμού, ημερομηνίας 21/08/1995, υπό την εγγύηση αρχικά του Εναγόμενου 2 και ενός τρίτου προσώπου, του κ. Κ. Παπαπέτρου. Η συμφωνία αρχικά παρείχε πίστωση μέχρι του ποσού των Λ.Κ 5,000 (€ 8,543.01). Ακολούθησαν τροποποιητικές συμφωνίες μέσω των οποίων αυξομειωνόταν το όριο πίστωσης ως εξής:

 

Στις 12/03/96 αυξήθηκε το όριο του Τρεχούμενου Λογαριασμού από ΛΚ 5,000 σε ΛΚ 20,000 και στις 09/10/97 από Λ.Κ 20,000 σε Λ.Κ 40,000. Περαιτέρω στις 18/11/98, το όριο του τρεχούμενου μειώθηκε από Λ.Κ 40,000 σε Λ.Κ 20,000  και παράλληλα η Τράπεζα αποδέχθηκε την εξάλειψη της υποθήκης του ακινήτου του κ. Κ. Παπαπέτρου, λόγω της επικείμενης αποχώρησης του τελευταίου από την Εναγόμενη 1/ Εταιρεία.

 

Στις 04/12/97 η Εναγόμενη 4,  δυνάμει εγγράφου εγγύησης και αποζημίωσης,  εγγυήθηκε αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, μετά των υπολοίπων εγγυητών, τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1 απέναντι στην Ενάγουσα μέχρι του ποσού των Λ.Κ160,000.

 

Στις 19/10/99 η Εναγόμενη 3 με έγγραφο εγγύησης και αποζημίωσης, εγγυήθηκε αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, μετά των υπολοίπων εγγυητών, τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 προς την Ενάγουσα μέχρι του ποσού των Λ.Κ. 90,000 (€153,774.13). Περαιτέρω, με δεύτερη συμφωνία εγγύησης ημερομηνίας 19/10/99 οι Εναγόμενοι 2-5 εγγυήθηκαν αλληλέγγυα και κεχωρισμένα κάθε ποσό που θα οφείλεται από την Εναγόμενη 1 προς την Ενάγουσα.

 

Επίσης στις 19/10/1999 η Τράπεζα απάλλαξε τον Κ.Α Παπαπέτρου από την προσωπική εγγύηση που παρείχε για τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1, αφού προηγουμένως λήφθηκε η συγκατάθεση των συνεγγυητών του, Εναγομένων 2,4 και 5 .

 

Ο Τρεχούμενος Λογαριασμός χρεωνόταν με σταθερό επιτόκιο 8,5% από την έναρξη λειτουργίας του μέχρι την 01/01/2001 όπου το επιτόκιο μεταβλήθηκε από την Τράπεζα σε 10% ( το οποίο συνίστατο σε Βασικό επιτόκιο προς 7% και πρόσθετο επιτόκιο προς 3%). Η μετατροπή του επιτοκίου έγινε ρητά αποδεκτή από την Εναγόμενη 1/Πρωτοφειλέτιδα εταιρεία, με την υπογραφή της επιστολής ημερομηνίας 14/02/2001.

 

Στις 14/10/2002 η Τράπεζα με επιστολή της προς την Εναγόμενη 1 και κοινοποίηση προς τους Εναγόμενους 2- 5 κάλεσε αυτούς όπως εντός 15 ημερών να ανταποκριθούν θετικά ως προς τη διευθέτηση του υπολοίπου του Τρεχούμενου Λογαριασμού.

 

Στις 30/01/2003 η Τράπεζα με επιστολή της προς την Εναγόμενη 1 και κοινοποίηση προς τους Εναγόμενους 2 -5 ενημέρωσε αυτούς ότι ανακαλεί την επίδικη σύμβαση πίστωσης και κλείνει τον Τρεχούμενο Λογαριασμό. Επίσης η Τράπεζα κάλεσε τους Εναγόμενους να εξοφλήσουν, εντός 7 ημερών,  το υπόλοιπο του λογαριασμού, το οποίο τη δεδομένη στιγμή ανερχόταν σε Λ.Κ20,966.08 ήτοι €35,822.67. Ενημέρωσε επίσης τους Εναγόμενους ότι ο λογαριασμός θα επιβαρυνόταν με επιτόκιο 11,50% ( ήτοι 5,00% Βασικό και 6,50% πρόσθετο επιτόκιο) με κεφαλαιοποίηση των τόκων 2 φορές το χρόνο, ήτοι την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους.

 

Η μάρτυρας ανέφερε ότι σε περίπτωση που οι επιστολές που ταχυδρομούνται από την Τράπεζα σε πελάτες με σύνηθες ταχυδρομείο, επιστρέφονται, τοποθετούνται στο φάκελο της υπόθεσης του πελάτη.  Όπως ανέφερε η μάρτυρας από έρευνα που διενήργησε στο φάκελο της υπόθεσης δεν βρήκε ότι επιστράφηκαν οι πιο πάνω επιστολές.

 

Στις 28/05/2003 η Τράπεζα καταχώρησε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας την αγωγή 2018/2003 με την οποία αξίωνε και από τους 5 Εναγόμενους  τα οφειλόμενα ποσά από τις πιο πάνω Τραπεζικές διευκολύνσεις. Στις 08/02/2007 η αγωγή αποσύρθηκε άνευ βλάβης. Από το ποσό των εξόδων που επιδικάστηκε εναντίον της Τράπεζας, συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί μόνο το ποσό των Λ.Κ 500. Το υπόλοιπο ποσό των εξόδων συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί μόνο εάν καταχωρηθεί νέα αγωγή εναντίον των Εναγομένων με το ίδιο αντικείμενο. Το ποσό αυτό των εξόδων καταβλήθηκε στις 28/12/2015.

Η Εναγόμενη 1 στις 31/08/2004 πλήρωσε έναντι του επίδικου Τρεχούμενου Λογαριασμού το ποσό των €21,479.91.

 

Η μάρτυρας ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι οφείλουν στην Ενάγουσα το ποσό των €12,092.50 πλέον τόκο προς 11,50% ετησίως από 26/11/2015 κεφαλαιοποιημένου την 30η Ιουνίου και 31η  Δεκεμβρίου κάθε χρόνου, μέχρι εξόφλησης.

 

Προς υποστήριξη των ισχυρισμών της η Μ.Ε 1 κατέθεσε τα εξής έγγραφα ως Τεκμήρια:

Τεκμήριο 1: Εξουσιοδότηση ημερομηνίας 14/09/2023 από την Ενάγουσα προς την μάρτυρα να την εκπροσωπεί ενώπιον Δικαστηρίου σε οιανδήποτε Δικαστική διαδικασία στην Κυπριακή Δημοκρατία. 

Τεκμήριο 2: Πιστοποιητικό Σύστασης της Ενάγουσας.

Τεκμήριο 3: Δέσμη ειδοποιήσεων και δημοσιεύσεων ημερομηνίας 26/10/18 και 28/12/18.

Τεκμήριο 4: Δέσμη επιστολών περί της πρόθεσης και της μεταβίβασης της επίδικης πιστωτικής διευκόλυνσης.

Τεκμήριο 5: Διάταγμα Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας στην Γενική Αίτηση 947/18 αναφορικά με την επικύρωση του Σχεδίου Διακανονισμού της Τράπεζας με την Ενάγουσα.

Τεκμήριο 6: Σύμβαση Πίστωσης ημερομηνίας 21/08/95

Τεκμήριο 7: Σύμβαση Αύξησης Πιστώσεως ημερομηνίας 12/03/96

Τεκμήριο 8: Συνεδρία Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγομένης 1 ημερομηνίας 26/01/96, αναφορικά με την αύξηση της πιστώσεως της Εναγομένης 1.

Τεκμήριο 9: Σύμβαση Αύξησης Πιστώσεως ημερομηνίας 09/10/97.

Τεκμήριο 10: Συνεδρία Διοικητικού Συμβουλίου της Εναγομένης 1 ημερομηνίας 03/09/97, αναφορικά με την αύξηση της πιστώσεως της Εναγομένης 1.

Τεκμήριο 11: Έγγραφο Εγγύησης και Αποζημίωσης της Εναγομένης 4, μέχρι ποσού Λ.Κ160,000 ημερομηνίας 04/12/97

Τεκμήριο 12:Πρωτότυπο επιστολής ημερομηνίας 18/11/98. 

Τεκμήριο 13: Έγγραφο Εγγύησης και Αποζημίωσης της Εναγομένης 3, μέχρι ποσού Λ.Κ90,000, ημερομηνίας 19/10/99

Τεκμήριο 14: Έγγραφο Εγγύησης και Αποζημίωσης των Εναγομένων 2-5, ημερομηνίας 19/10/99.

Τεκμήριο 15:Επιστολή κ. Κ. Παπαπέτρου προς Τράπεζα ημερομηνίας 19/10/99, για εξάλειψη των προσωπικών του εγγυήσεων.

Τεκμήριο 16: Απαντητική επιστολή Τράπεζας προς τον κ. Κ. Παπαπέτρου ημερομηνίας 19/10/99 και κοινοποίηση σε Εναγόμενους 1, 2,4 και 5.

Τεκμήριο 17: Προειδοποιητική επιστολή ημερομηνίας 14/10/02

Τεκμήριο 18: Επιστολή Τερματισμού ημερομηνίας 30/01/03.

Τεκμήριο 19: Δέσμη επιστολών στην οποία συμπεριλαμβάνεται επιστολή των δικηγόρων της Τράπεζας ημερομηνίας 17/12/15 προς τους δικηγόρους των Εναγομένων και απαντητική επιστολή των δικηγόρων των Εναγομένων. 

Τεκμήριο 20: Επιστολή ημερομηνίας 26/11/2015 προς Εναγόμενη 1 και κοινοποίηση προς Εναγόμενους 2 -5, μαζί με ένορκες δηλώσεις επίδοσης της εν λόγω επιστολής στους Εναγομένους 1 - 5.

Τεκμήριο 21: Καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού.

Τεκμήριο 22: Δέσμη εγγράφων με α) Επιστολή ημερομηνίας 14/02/2001 από την Τράπεζα προς την Εναγόμενη 1, με την οποία την ειδοποιούσε ότι μεταβαλλόταν ο τόκος και οι χρεώσεις του επίδικου λογαριασμού και β) Αντίγραφα ανακοινώσεων στο τύπο μεταξύ των ημερομηνιών 13/08/2001 - 16/12/2002, για την μεταβολή και διακύμανση των επιτοκίων της Τράπεζας.

 

Αντεξέταση Μ.Ε 1

Κατά την αντεξέταση της η μάρτυρας ανέφερε ότι ο πρώτος Τερματισμός της πιστωτικής  συμφωνίας έγινε στις 30/01/2003. Ακολούθησε η καταχώρηση της πρώτης αγωγής εναντίον των Εναγομένων, η οποία και αποσύρθηκε. Στις 26/11/2015, όπως ανέφερε έγινε εκ νέου επιστολή Τερματισμού. Ερωτώμενη η μάρτυρας γιατί χρειάστηκε να ξανατερματίσουν το 2015, απάντησε ως εξής:

 

«Λόγω του ότι καταχωρήθηκε η αγωγή και αποσύρθηκε υπήρχε ισχυρισμός της άλλης πλευράς ότι δεν είχαν παραλάβει την επιστολή τερματισμού. Κάτι τέτοιο δεν ίσχυε από τη δική μας πλευρά, γιατί επιδόθηκαν οι επιστολές, όμως γι' αυτόν τον σκοπό αποσύρθηκε η αγωγή και έγινε ξανά επιστολή τερματισμού 26/11/2015.»

 

Η μάρτυρας ανέφερε επιπλέον ότι ο επίδικος λογαριασμός λειτουργούσε κανονικά και τερματίστηκε το 2015. Κατά τη διάρκεια της επανεξέτασης της η μάρτυρας διευκρίνισε ότι με το «λειτουργούσε κανονικά», εννοούσε ότι ο λογαριασμός παρέμεινε ανοιχτός, δηλαδή δεν είχε εξοφληθεί και εξακολουθούσε να χρεώνεται με τόκους και έξοδα. Όπως ανέφερε ο λογαριασμός χρεωνόταν με επιτόκιο 11,50%.

 

Αναφορικά με το υπόλοιπο του πιστωτικού λογαριασμού οι εγγυητές ενημερώθηκαν από την Τράπεζα μέσω της προειδοποιητικής επιστολής ημερομηνίας 14/10/2002 και μέσω της επιστολής τερματισμού, τεκμήρια 17 και 18. Η μάρτυρας ανέφερε ότι οι ρηθείσες επιστολές εστάλησαν στην τελευταία γνωστή διεύθυνση των Εναγομένων.   Ερωτώμενη σχετικά, η μάρτυρας δήλωσε ότι δεν γνωρίζει εάν ενημερώθηκαν οι εγγυητές για το υπόλοιπο που παρέμεινε στον επίδικο λογαριασμό μετά που η Εναγόμενη 1 κατέβαλε το ποσό των Λ.Κ21,479.91 το έτος 2004.

 

       Στην μάρτυρα υποβλήθηκε η θέση ότι ο λόγος που αποσύρθηκε η αγωγή το 2007 ήταν γιατί αποδέχτηκε η Τράπεζα να της καταβληθεί κάποιο ποσό για διευθέτηση της αγωγής.

       Υποβλήθηκε η θέση ότι συμφωνήθηκε όπως με το ποσό των Λ.Κ 21.479,91 που πιστώθηκε στις 31/08/2004 ο επίδικος λογαριασμός από τους Εναγόμενους θα εξοφλείτο το επίδικο χρέος.

       Υποβλήθηκε η θέση ότι η χρέωση τόκου υπερημερίας πέραν των 2% είναι καταχρηστική.

       Υποβλήθηκε η θέση ότι αφαιρουμένων των υπερχρεώσεων τα χρήματα που έχουν καταθέσει οι Εναγόμενοι για τον επίδικο λογαριασμό ήταν υπεραρκετά για να εξοφληθεί το υπόλοιπο.

       Υποβλήθηκε η θέση ότι ο Εναγόμενος 2 ήταν σε διάσταση με τη σύζυγο του κατά την ημερομηνία επίδοσης στην τελευταία των επιστολών ημερομηνίας 26/11/2015 (τεκμήριο 20). Ως εκ τούτου ο Εναγόμενος 2 δεν έλαβε γνώση αυτών.

Εν συντομία, η μάρτυρας αρνήθηκε τις υποβολές και αντέτεινε ότι οι Εναγόμενοι ουδέποτε εξόφλησαν τον επίδικο λογαριασμό. Το κατά πόσο ο τόκος υπερημερίας που χρεώθηκε ο λογαριασμός είναι καταχρηστικός η μάρτυρας ανέφερε ότι αυτό επαφίεται στο Δικαστήριο να το κρίνει. Ενώ αναφορικά με τη θέση που της υποβλήθηκε περί διάστασης του Εναγόμενου 2 με τη σύζυγο του Εναγόμενη 3, η μάρτυρας δήλωσε άγνοια.

Η M. Ε 2  κα Μαρία Κασιούρη:

H Μ.Ε 2, μέσω της γραπτής της δήλωσης, η οποία σημειώθηκε ως έγγραφο Β, επιχείρησε να εξηγήσει την επιτοκιακή επιβάρυνση του επίδικου λογαριασμού.

Όπως ανέφερε, η Τράπεζα είχε συμβατικό δικαίωμα τροποποίησης του επιτοκίου, σύμφωνα με τον όρο 3 της συμφωνίας ημερομηνίας 21/08/1995 ( τεκμήριο 6). Κατά την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας το επιτόκιο ήταν σταθερό και ανερχόταν σε 8,5%.  Στις 09/10/1997 το επιτόκιο μειώθηκε από 8,5% σε 8% στη βάση της συμφωνίας ημερομηνίας 09/10/97, η οποία υπογράφηκε από τους Εναγόμενους 1 και 2.

Στις  14/02/2001 η Τράπεζα με επιστολή της προς τους Εναγόμενους 1, ενημέρωσε τους τελευταίους αναφορικά με την μεταβολή του επιτοκίου του επίδικου λογαριασμού σε 7% Βασικό Επιτόκιο, προσαυξημένο κατά 3%, επί των ημερήσιων χρωστικών υπολοίπων,  καταλογιζόμενου στους Εναγόμενους 1, την 30η Ιουνίου και 31η Δεκεμβρίου εκάστου έτους. Η μεταβολή αυτή έγινε αποδεκτή από τους Εναγόμενους 1.

Το επιτόκιο ακολούθως μεταβλήθηκε με σχετικές ανακοινώσεις στον τύπο ως εξής:

Στις 13/08/2001 σε 9,50% ( 6,50% Βασικό + 3% πρόσθετο)

Στις 20/09/2001 σε 9,00% ( 6% Βασικό + 3% πρόσθετο)

Στις 05/11/2001 σε 8,50% ( 5,50% Βασικό + 3% πρόσθετο)

Στις 16/12/2002 σε 8,00% ( 5% Βασικό + 3% πρόσθετο)

Στις 30/01/2003 με την επιστολή τερματισμού γνωστοποιήθηκε στους Εναγόμενους η μεταβολή του επιτοκίου σε 11,50%  ( 5% Βασικό + 3% πρόσθετο + 3,50% τόκο υπερημερίας).

Αντεξέταση Μ.Ε2:

Κατά την αντεξέταση της Μ.Ε 2, υποβλήθηκαν σε αυτή οι θέσεις των Εναγομένων, όπως, μεταξύ άλλων, ότι:

     Η  αγωγή 2018/03 αποσύρθηκε από την Τράπεζα εναντίον των Εναγομένων γιατί θεωρήθηκε ότι δεν έγινε σωστά τερματισμός της επίδικης συμφωνίας.

     Στο ποσό που αξιώνουν υπάρχουν υπερχρεώσεις που δεν δικαιολογούνται.

     Με το ποσό που κατέβαλαν οι Εναγόμενοι έχουν πληρώσει όλο το ποσό που όφειλαν, χωρίς τις υπερχρεώσεις. Αν μάλιστα αφαιρεθούν οι τόκοι και οι υπερτοκισμοί οι Εναγόμενοι έχουν καταβάλει και μεγαλύτερο ποσό από το οφειλόμενο.

     Οι Εναγόμενοι 2,3 και 4 δεν είναι υπόχρεοι να καταβάλουν κανένα ποσό μετά τη συμφωνία ημερομηνίας 14/02/2001.

 

Η μάρτυρας ανέφερε, εν ολίγοις, ότι η Εναγόμενη 1 υπέγραψε και αποδέχτηκε την τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 14/02/2001. Όπως επίσης διευκρίνισε μετά τον τερματισμό της συμφωνίας στις 30/01/2003 η Τράπεζα επιβάρυνε το λογαριασμό με 3,5% τόκο υπερημερίας. Δεν γνωρίζει αν τα επιπλέον κόστη της Τράπεζας δικαιολογούν τον αυξημένο τόκο υπερημερίας.  Σημείωσε ότι η θέση της Ενάγουσας είναι ότι οι Εναγόμενοι έλαβαν την επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 30/01/2003. Σε κάθε περίπτωση μάλιστα ισχυρίζεται ότι οι Εναγόμενοι έλαβαν και γνώση του τερματισμού με την αγωγή που καταχωρήθηκε το 2003. Διαφώνησε με την υποβολή ότι υπάρχουν υπερχρεώσεις όπως επίσης και με τη θέση ότι οι Εναγόμενοι δεν οφείλουν το οποιοδήποτε ποσό στην Ενάγουσα.

 

Ο M.Y 1 κ. Ιωάννης Παπαπέτρου:

Ο Μ.Υ 1 μέσω της μαρτυρίας του (Έγγραφο Γ) ανέφερε εν ολίγοις και περιληπτικά τα εξής:
Ο ίδιος είναι διευθυντής των Εναγομένων 1, 4 και 5, όπως επίσης και ο σύζυγος της Εναγομένης 3. Όπως ισχυρίζεται, μετά από διαβουλεύσεις της Ενάγουσας με τον ίδιο και τις Εναγόμενες 1, 4 και 5, κατέβαλε κάποια χρήματα προς εξόφληση του λογαριασμού. Η Ενάγουσα αποδέχτηκε μεν το ποσό που κατέβαλε αλλά συνεχίστηκαν οι διαβουλεύσεις προκειμένου, όπως αναφέρει, να καταβάλει ο ίδιος κάποιο επιπλέον ποσό με σκοπό να διευθετηθούν όλες οι υποθέσεις εξωδίκως. Τελικά η Ενάγουσα απέσυρε την αγωγή 2018/03 εναντίον των Εναγομένων.

Ο μάρτυρας ισχυρίζεται ότι οι αγωγές που καταχωρήθηκαν τότε εναντίον των Εναγομένων, ήταν εκδικητικές και καταχρηστικές διότι σταμάτησε να συνεργάζεται με την Τράπεζα, εξαιτίας ζημιάς που του προκάλεσε η τελευταία.   O ίδιος θεώρησε ότι οι υποθέσεις αυτές είχαν τελειώσει γιατί οι εταιρείες έδωσαν όλα τα χρήματα τους προς εξόφληση των υποχρεώσεων τους προς την Τράπεζα. Όπως αναφέρει η Τράπεζα από το 2007 ουδέποτε τους ενόχλησε ξανά για τα εν λόγω χρέη.

Ο μάρτυρας περαιτέρω αναφέρει ότι ως εγγυητής ουδέποτε παρέλαβε κάποιο λογαριασμό ούτε αποδέχτηκε κάποιο χρέος της Ενάγουσας. Ειδική επίσης αναφορά κάνει στη καθυστέρηση που παρατηρείται από πλευράς Ενάγουσας στην έγερση της παρούσας αγωγής. Ακολούθως ο μάρτυρας αναφέρει ότι η αγωγή είναι πρόωρη καθότι δεν επήλθε νομότυπος τερματισμός της επίδικης συμφωνίας. 

Όπως ισχυρίζεται η εγγύηση που έδωσαν οι εταιρείες Εναγόμενες 4 και 5 είναι παράνομη διότι αντίκειται στους σκοπούς του ιδρυτικού τους.

Αναφορικά με την Εναγόμενη 3, ισχυρίζεται ότι ουδέποτε υπέγραψε οποιαδήποτε προσωπική εγγύηση για όλες τις υποχρεώσεις των Εναγομένων 1 για το ποσό των Λ.Κ 90,000.

Εγείρει επίσης ζήτημα ενημέρωσης των Εναγομένων εγγυητών αναφορικά με την αλλαγή του επιτοκίου.

Αντεξέταση Μ.Υ 1.

Κατά την αντεξέταση του Μ.Υ 1, υποβλήθηκαν σε αυτόν οι θέσεις της Ενάγουσας, όπως, μεταξύ άλλων, ότι:

       Με βάση τη συμφωνία 21/08/95 (τεκμήριο) 6 και τη συμφωνία 09/10/97 τεκμήριο 9 συμφώνησε με τους όρους της Τράπεζας σε ότι αφορά την μετατροπή των επιτοκίων.

       Με την επιστολή ημερομηνίας 21/02/2001 την οποία υπέγραψε αποδέχτηκε ως διευθυντής της Εναγομένης 1 την μεταβολή του επιτοκίου που αναφέρεται σε αυτή.

       Οι Εναγόμενοι έλαβαν γνώση των αλλαγών του επιτοκίου

       Οι μεταβολές του επιτοκίου μετά την 14/02/2001, γνωστοποιήθηκαν στους Εναγόμενους μέσω δημοσίευσης στο τύπο.

       Με βάση το ιδρυτικό και καταστατικό Έγγραφο της Εναγομένης 4  μπορούσε η Εναγόμενη 4 εταιρεία να δίνει εγγυήσεις.

       Λάμβανε καταστάσεις λογαριασμού για τον επίδικο λογαριασμό.

       Με βάση τη συμφωνία 21/08/95 τεκμήριο 6 η Τράπεζα είχε δικαίωμα όχι υποχρέωση να τηρεί το όριο.

       Μετά την πληρωμή του ποσού των Λ.Κ21,479.91 από τους Εναγόμενους στον επίδικο λογαριασμό παρέμεινε υπόλοιπο.

       Στις 12/03/16 ο Εναγόμενος 2 διέμενε μαζί με τη σύζυγο του Εναγόμενη 3.

       Οι Εναγόμενοι έλαβαν γνώση των επιστολών τερματισμού ημερομηνίας 30/01/2003 και 26/11/2015 ( τεκμήρια 18 και 20)

       Όλες οι χρεώσεις των λογαριασμών ήταν με βάση τους συμβατικούς όρους.

       Οι εγγυητές παραιτήθηκαν του οποιουδήποτε δικαιώματος είχαν από τους εκάστοτε Νόμους, με βάση τον όρο 11 του εγγράφου εγγύησης ημερομηνίας 19/10/99 (τεκμήριο 14).

 

  1. Αξιολόγηση Μαρτυρίας

 

Προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα ( βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. v. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924). Σημειώνω ότι είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον κάθε ένα από τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης. Η εντύπωση που αποκόμισα για τον κάθε μάρτυρα, από τις αντιδράσεις τους και τον τρόπο που απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν, είναι με βάση πάγια Νομολογιακή Αρχή, εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας τους. (βλ. C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)

 

Περαιτέρω, κατά την αξιολόγηση εκάστης μαρτυρίας λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο, την ποιότητα και την  πειστικότητα της. Η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα αντιπαραβάλλεται και συγκρίνεται με το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων. (βλ. Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506,  Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Φώτσιου ν Ηροδότου (2010) 1Β ΑΑΔ 1172).

 

Αναφορικά με τους μάρτυρες της Ενάγουσας Μ.Ε 1 και Μ. Ε2, σημειώνεται ότι οι εντυπώσεις που αποκόμισα είναι σε γενικές γραμμές θετικές. Η μαρτυρία τους βασίζεται στο σχετικό φάκελο που διατηρεί η Ενάγουσα και τα έγγραφα που περιέχονται εκεί. Ως επί το πλείστον οι ισχυρισμοί τους υποστηρίζονται από έγγραφα που κατατέθηκαν ως τεκμήρια (βλέπε τεκμήρια 1 – 22). Συνεπώς θεωρώ ότι η μαρτυρία των Μ.Ε 1 και Μ.Ε 2 παρέχει τα απαραίτητα εχέγγυα αξιοπιστίας και μπορώ να βασιστώ σε αυτή για εξαγωγή ευρημάτων. Αναφορικά με τα επιμέρους επίδικα θέματα, η κρίση μου επί της μαρτυρίας των Μ.Ε 1 και Μ.Ε 2 έχει ως ακολούθως:

 

1.    Αναφορικά με την εγγύηση των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 από την Εναγόμενη 3, η οποία τέθηκε υπό αμφισβήτηση μέσω της μαρτυρίας του Μ.Υ1, η Μ.Ε 1 κατέθεσε σχετικά έγγραφα εγγύησης και αποζημίωσης, ημερομηνίας 19/10/1999 τα οποία φέρουν την υπογραφή της Εναγόμενης 3 (τεκμήρια 13 και 14). 

 

Σύμφωνα με το τεκμήριο 13 η Εναγόμενη 3, εγγυάται την οφειλέτιδα, Εναγόμενη 1 για οφειλές της προς την Τράπεζα,  μέχρι του ποσού των Λ.Κ 90,000. Σύμφωνα με το τεκμήριο 14 η Εναγόμενη 3, εγγυάται την οφειλέτιδα, Εναγόμενη 1 για κάθε ποσό που θα οφείλει προς την Τράπεζα, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με τους Εναγόμενους 2,4 και 5.  Οι πιο πάνω θέσεις δεν έχουν κλονιστεί καθ’ οιονδήποτε τρόπο. Συνεπώς οι πιο πάνω αναφορές της Μ. Ε 1 γίνονται στο σύνολο τους αποδεκτές.

 

2.    Αναφορικά με τον τερματισμό του επίδικου λογαριασμού, αυτός διέπεται από τους όρους της επίδικης σύμβασης ημερομηνίας 21/08/95, η οποία κατατέθηκε από την Μ.Ε1 ως τεκμήριο 6. Συγκεκριμένα οι όροι 5 και 12 της σύμβασης καθορίζουν επ’ ακριβώς το τρόπο τερματισμού της σύμβασης και του κλεισίματος του Τρεχούμενου λογαριασμού. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί τους εν λόγω όρους:

 

Όρος 5: Η πίστωσις αυτή θα είναι αορίστου χρονικής διάρκειας, θα δικαιούται όμως «η Τράπεζα» να ανακαλή την πίστωσιν ταύτην και να κλείη «τον λογαριασμόν» καθ’οιονδήποτε χρόνον και κατά την απόλυτον κρίσιν αυτής. Το κλείσιμον «του λογαριασμού» θα γίνηται δι’ εγγράφου ειδοποιήσεως «της Τραπέζης» προς τον «οφειλέτην» δι ‘ης θα καλή τούτον να πληρώση αμέσως το οφειλόμενον χρεωστικόν υπόλοιπον «του Λογαριασμού» του, πλέον τόκους, προμήθειαν και έξοδα μέχρι της ημέρας πληρωμής, άμα δε τη λήψει της εν λόγω εγγράφου ειδοποιήσεως « ο οφειλέτης» αναλαμβάνει την ευθύνην και την υποχρέωσιν να καταβάλη αμέσως εις «την Τράπεζαν» το ούτω οφειλόμενον ποσόν προς εξόφλησιν.

 

Όρος 12: «Πάσα ειδοποίησις αποστελλόμενη υπό «της Τραπέζης» εις «τον οφειλέτη» δυνάμει της παρούσης συμφωνίας θα θεωρήται ως δεόντως ληφθείσα υπό «του οφειλέτου» και κατά την ημέραν της παραδόσεως ταύτης είτε προσωπικώς προς αυτόν είτε εις τον συνήθη τόπον εργασίας αυτού είτε εις την συνήθην κατοικίαν αυτού ή 24 ώρας μετά την ταχυδρόμησιν ταύτης εις την ακόλουθον διεύθυνσιν του «οφειλέτου»: χωρίον Αγία Βαρβάρα, Λευκωσία.»    

 

Κατόπιν συνδυαστικής ανάγνωσης των πιο πάνω όρων 5 και 12 της επίδικης συμφωνίας, το κλείσιμο του Τρεχούμενου λογαριασμού και συνεπώς ο τερματισμός της επίδικης σύμβασης μπορούσε να λάβει χώρα με έγγραφη ειδοποίηση της Τράπεζας προς την Εναγόμενη 1, η οποία θα θεωρείται ως δεόντως ληφθείσα από την Εναγόμενη 1 εάν αυτή παραδιδόταν με ένα από τους ακόλουθους τρόπους: 

α) παράδοση προσωπικά στην Εναγόμενη 1, 

β)  παράδοση στον συνήθη τόπο εργασίας της Εναγόμενης 1,

γ) παράδοση στο συνήθη τόπο κατοικίας της Εναγόμενης 1,

δ) εντός 24 ωρών μετά τη ταχυδρόμηση αυτής στη διεύθυνση «χωρίον Αγία Βαρβάρα, Λευκωσία».

 

Οι Μ.Ε 1 και Μ.Ε 2, ανέφεραν ότι η Τράπεζα απέστειλε επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 30/01/2003 στην Εναγόμενη 1 με κοινοποίηση στους Εναγόμενους 2 - 5. Η σχετική επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 30/01/2003, κατατέθηκε ως τεκμήριο 18. Η διεύθυνση αποστολής της επιστολής είναι ταχυδρομική θυρίδα στην Λάρνακα, συγκεκριμένα: «Τ.Θ [ ], 6352 Λάρνακα».

 

Είναι προφανές ότι η διεύθυνση στην οποία εστάλη η επιστολή δεν είναι αυτή που καταγράφεται επί της επίδικης συμφωνίας χωρίον Αγία Βαρβάρα, Λευκωσία»). Η αναφορά της Μ.Ε 1, ότι αυτή αποτελούσε την τελευταία γνωστή διεύθυνση των Εναγομένων, δεν εξηγείται από που προκύπτει και ως εκ τούτου δεν γίνεται δεκτή. Συνεπώς, ακόμα και να δεχόμουν ότι η επίδικη επιστολή είχε όντως σταλεί στην διεύθυνση που καταγράφεται επί της επιστολής, η αποστολή της δεν θα ήταν σύμφωνη με τις πρόνοιες της ρηθείσας συμφωνίας. Σημειώνεται όμως ότι δεν μπορώ να προβώ ούτε σε εύρημα ότι όντως έλαβε χώρα η αποστολή της ρηθείσας επιστολής, έστω στην Ταχυδρομική Θυρίδα που καταγράφεται στο σώμα της. Ο λόγος είναι ότι δεν κατατέθηκε το οποιοδήποτε αποδεικτικό αποστολής της επιστολής τερματισμού ημερομηνίας 30/01/2003. Ο ισχυρισμός των Μ.Ε 1 και 2, ότι η εν λόγω επιστολή εστάλη, δεν μπορεί παρά να στηρίζεται σε ένα υποθετικό συλλογισμό, με μόνο υπόβαθρο το ότι αντίγραφο αυτής της επιστολής βρισκόταν εντός του φακέλου της υπόθεσης που έχουν στην κατοχή τους. Υπό τις περιστάσεις δεν μπορώ να κάνω δεκτό το συμπέρασμα των Μ.Ε 1 και Μ.Ε 2. Εξάλλου, αποτελεί κοινό έδαφος ότι και η ίδια η Τράπεζα απέσυρε την αγωγή υπ’ αριθμό 2018/2003 ( τεκμήριο 23)  που αρχικά καταχώρησε εναντίον των Εναγομένων, για τον ίδιο επίδικο λογαριασμό, ενόψει του ισχυρισμού των Εναγομένων για κακή επίδοση της επιστολής τερματισμού ημερομηνίας 30/01/03. Το μόνο λογικό συμπέρασμα που μπορεί να εξαχθεί από την εν λόγω απόσυρση της αγωγής με έξοδα μάλιστα εναντίον της Τράπεζας είναι ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός αξιολογήθηκε ως βάσιμος και από την ίδια την Τράπεζα. Δεν πείθει επομένως η θέση των Μ.Ε 1 και 2 ότι η θέση της Τράπεζας ήταν ότι ο τερματισμός του λογαριασμού επήλθε με την αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 30/01/03.  Συνοψίζοντας τα ανωτέρω δεν κάνω δεκτή τη θέση των Εναγόντων ότι η επίδικη σύμβαση τερματίστηκε με την αποστολή της επιστολής ημερομηνίας 30/01/03.

 

Η θέση που προβάλλει διαζευκτικά η πλευρά των Εναγόντων, ότι ουσιαστικά επήλθε τερματισμός του λογαριασμού, σε κάθε περίπτωση, με την καταχώρηση της πρώτης αγωγής υπ’ αριθμό 2018/2003 (τεκμήριο 23), με βρίσκει σύμφωνο. Η καταχώρηση αγωγής αποτελεί τουλάχιστον σαφή εκδήλωση της πρόθεσης των Εναγόντων να τερματίσουν την μεταξύ των μερών συμφωνία και να απαιτήσουν πληρωμή του οφειλομένου ποσού (βλέπε σχετικά ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗΣ v. ΕΘΝΙΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 2/2016, 18/10/2024).  Στην προκειμένη περίπτωση δεδομένης της σαφούς πρόνοιας στη μεταξύ των μερών συμφωνία ότι ο τερματισμός του λογαριασμού μπορεί να λάβει χώρα με έγγραφη ειδοποίηση, θεωρώ ότι  αυτή η ειδοποίηση έλαβε χώρα με την επίδοση της αγωγής στους Εναγόμενους και όχι απλά με την καταχώρηση της αγωγής στις 28/05/2003.  Δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία σχετικά με το πότε έλαβε χώρα η επίδοση της αγωγής στους Εναγομένους. Σύμφωνα με την μαρτυρία η μόνη γνωστή ημερομηνία κατά την οποία οι Εναγόμενοι έλαβαν γνώση της εναντίον τους αγωγής είναι η ημερομηνία κατά την οποία η εν λόγω αγωγή αποσύρθηκε από πλευράς Εναγόντων με την επιφύλαξη για καταχώρηση νέας αγωγής με το ίδιο αντικείμενο. Η απόσυρση αυτή έλαβε χώρα στις 08/02/2007, στην παρουσία των δικηγόρων των Εναγομένων. Συνεπώς, θεωρώ ότι μπορώ να προβώ σε εύρημα ότι ο τερματισμός του λογαριασμού έλαβε χώρα στις 08/02/2007, ημερομηνία που χωρίς αμφιβολία οι Εναγόμενοι είχαν λάβει γνώση της εναντίον τους αγωγής.

 

3.    Αναφορικά με το οφειλόμενο υπόλοιπο κατά την ημερομηνία τερματισμού, να σημειωθεί ότι δεν μπορώ να βασιστώ στην κατάσταση λογαριασμού η οποία κατατέθηκε ως τεκμήριο 21. Ο λόγος είναι ότι αυτή στηρίζεται σε λανθασμένο υπόβαθρο, ότι δηλαδή ο τερματισμός του λογαριασμού επήλθε στις 30/01/03. Συνεπώς περιείχε τόκο υπερημερίας ύψους 3,5% από 30/01/03, πράγμα που δεν δικαιούται η Ενάγουσα δεδομένης της διαπίστωσης μου ότι δεν είχε νομοτύπως τερματιστεί ο λογαριασμός από τότε.

 

Ενόψει των ανωτέρω, βασιζόμενος στην αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά την ημερομηνία τερματισμού, δηλαδή στις 08/02/2007, συνίστατο στο ποσό των Λ.Κ 20,966.08 ( €35,822.67) πλέον τόκο 8% ετησίως από 30/01/03 μέχρι 8/02/2007 με κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο. Νοείται ότι κατά τον υπολογισμό θα πρέπει να αφαιρεθεί κατά την 31/08/2004 η πληρωμή ύψους Λ.Κ 21,479.91 (€36,700.61) που έγινε από πλευράς Εναγομένων.

 

4.    Αναφορικά με το επιτόκιο που φέρει  το οφειλόμενο υπόλοιπο από την ημερομηνία τερματισμού, ήτοι την 08/02/2007, θεωρώ ορθό όπως αυτό περιοριστεί στο συμβατικό επιτόκιο ύψους 8%, χωρίς δηλαδή επιδίκαση τόκου υπερημερίας που όπως αναφέρθηκε από την Μ.Ε 2 αυτός ανέρχεται σε ποσοστό 3,5% ( παράγραφο 10 Εγγράφου Β). Επί του προκειμένου πρέπει να σημειωθεί ότι η ύπαρξη πραγματικής ζημιάς που να συνδέεται με την καθυστέρηση πληρωμής του χρέους των Εναγομένων μετά τον τερματισμό της επίδικης σύμβασης, δεν έχει αποδειχθεί. Η μαρτυρία των Μ.Ε 1 και 2 δεν επιτρέπει την εξαγωγή τέτοιου συμπεράσματος. Το ζήτημα σχετίζεται με την ερμηνεία των σχετικών διατάξεων του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου, Ν.160(Ι)/99, ως έχει τροποποιηθεί με τους Ν.141(Ι)/2014 και Ν. 66(Ι)/2015. 

 

Στην απόφαση του Χ.Β Χαραλάμπους Α.Ε.Δ (ως ήταν τότε) στην Τραπέζης Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ ν. Σιαμπτάνη, Αρ. Αγωγής: 10027/2010, 22/5/2020, αναφέρεται το εξής, το οποίο με βρίσκει απόλυτα σύμφωνο και το οποίο υιοθετώ:

 

«Κατά τον τερματισμό στις 15.10.10 η Ενάγουσα είχε προσθέσει τόκο υπερημερίας ύψους 5,25% με το Τεκμήριο 11 στηριζόμενη στον Κατάλογο Προμηθειών και Χρεώσεων ο οποίος επισυνάπτετο στη συμφωνία δανείου (Τεκμήρια 2, 3) και στην Τροποποιητική Συμφωνία (Τεκμήριο 4). Είναι αυτό τον τόκο τον οποίο περιόρισε στην αναδομημένη κατάσταση Τεκμήριο 9 ο Μ.Ε.1 σε 2%. Το θέμα αυτό ρυθμίζεται από το άρθρο 3(1)(β) του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Ν.160(1)/99 το οποίο έχει ως εξής:

 

«(1β) Σε περίπτωση σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, η οποία ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκε κατά ή πριν από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικού) Νόμου του 2015, η επιβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία επί καθυστερημένης δόσης ή σε οποιοδήποτε ποσό καθυστέρησης ή υπέρβασης ορίου οποιασδήποτε άλλης μορφής σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης, δημιουργεί μαχητό τεκμήριο για το πιστωτικό ίδρυμα, το οποίο έχει το βάρος αποδείξεως ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική του ζημιά:

 

Νοείται ότι, σε περίπτωση μη απόδειξης των πιο πάνω από το πιστωτικό ίδρυμα, πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερημερίας δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις για το ποσό που έχει καταβάλει και το πιστωτικό ίδρυμα έχει την υποχρέωση να αποκαταστήσει το όφελος που προσπορίστηκε ή να καταβάλει αποζημίωση στο πρόσωπο που ζημιώθηκε από τη χρέωση αυτή.»

 

Πέραν της δυσκολονόητης έως ακατανόητης αναφοράς σε μαχητό τεκμήριο για το ίδρυμα με τον τρόπο που είναι διατυπωμένο το εδάφιο είναι πιθανόν να θεωρηθεί εκ πρώτης όψεως πως με τον όρο «αυξημένος τόκος» εννοείται τόκος πέραν του 2% αλλά η προσεκτικότερη μελέτη καταδεικνύει πως δεν ήταν αυτός ο σκοπός του Νομοθέτη, ούτε και το νόημα του άρθρου. Αυτό επιβεβαιώνεται πρώτον εξ αντιδιαστολής από το ότι υπήρχε τέτοια επεξήγηση στον προηγούμενο τροποποιητικό Ν.141(1)/14 («. αυξημένου τόκου από την υπερημερία . ο οποίος υπερβαίνει το ποσό που αντιστοιχεί στις δύο εκατοστιαίες μονάδες .»), η οποία δεν έχει συμπεριληφθεί στον μεταγενέστερο Ν.66(1)/15 και δεύτερον από την επιφύλαξη του υφιστάμενου εδ.(1β) ως πιο πάνω.

 

Έχω την άποψη πως οι δύο φράσεις «αυξημένου τόκου από την υπερημερία» και πιο κάτω «ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας» δεν μπορούν να ερμηνευτούν ως να σημαίνουν τον τόκο υπερημερίας ο οποίος υπερβαίνει το 2%. Αυτό επιβεβαιώνεται τελειωτικά από την επιφύλαξη του εδ.(1β) η οποία και πάλι αναφέρει γενικά πως «πρόσωπο το οποίο έχει καταβάλει τόκο υπερημερίας δύναται να διεκδικήσει αποζημιώσεις» (στην περίπτωση που δεν αποδειχθεί ότι ο επιβληθείς τόκος υπερημερίας αντιπροσωπεύει την πραγματική ζημιά του πιστωτικού ιδρύματος).

 

Έχει τη σημασία του πως η πρόνοια αυτή εφαρμόζεται μόνο για τις συμβάσεις που ήταν σε ισχύ ή τερματίστηκαν πριν από τον Ν.66(1)/15 και όχι για τις μεταγενέστερες (νέες) συμβάσεις, καθότι απαγορεύοντας με το εδ.(1α) την επιβολή επιτοκίου υπερημερίας πέραν του 2% ο Νομοθέτης δεν απαίτησε την απόδειξη ότι τέτοιο επιτόκιο σε νέες συμβάσεις αντιπροσωπεύει την πραγματική ζημιά. Κάτι τέτοιο όμως απαιτείται ρητώς για τις παλαιές συμβάσεις οποτεδήποτε επιβλήθηκε αυξημένος τόκος από την υπερημερία και ανεξαρτήτως ποσοστού.

 

Στην παρούσα περίπτωση δεν έχει προσφερθεί οποιαδήποτε μαρτυρία η οποία τείνει να παράσχει έστω κάποια ένδειξη και πολύ περισσότερο να αποδείξει ότι ο επιβληθείς ή έστω ο διεκδικούμενος τόκος «αντιπροσωπεύει την πραγματική ζημιά της Ενάγουσας». Κατά συνέπειαν η Ενάγουσα δικαιούται σε απόφαση για το οφειλόμενο κεφάλαιο στις 24.8.10 με τόκο 5% και όχι με τον αυξημένο τόκο που επέβαλε λόγω της υπερημερίας.

 

Καταλήγω λοιπόν ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο είναι ως το έχει παραθέσει ο Μ.Ε.1 μέσω του Τεκμηρίου 9, για το οποίο και δικαιούται απόφαση, όπως και το σχετικό διάταγμα.»

 

Σημειώνεται ότι αντίστοιχη ερμηνεία δίνεται από τον κ. Χ. Μαλαχτό (ΠΕΔ ως ήταν τότε) στην

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. FIORDALISO TRADING LTD κ.α., Αρ.αγωγής: 1480/2013, 28/8/2015.

 

Συνεπώς, στην προκειμένη περίπτωση δεδομένου ότι ο τερματισμός των επίδικων δανείων έλαβε χώρα το έτος 2007, τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 3(1β) του Ν. 160(Ι)/99, το οποίο απαιτεί τη συσχέτιση του απαιτούμενου τόκου υπερημερίας με πραγματική ζημιά που υπέστη το πιστωτικό ίδρυμα εξαιτίας των καθυστερημένων ποσών. Ενόψει της απουσίας ευρήματος περί ύπαρξης πραγματικής ζημιάς των Εναγόντων που να σχετίζεται με τις καθυστερήσεις των Εναγομένων, δεν μπορεί να επιδικαστεί τόκος υπερημερίας στην παρούσα υπόθεση.

 

Αναφορικά με τη μαρτυρία του M. Y 1, αυτή κρίνεται αρνητικά. Θεωρώ ότι δεν παρέχει τα ελάχιστα απαιτούμενα εχέγγυα αξιοπιστίας. Κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του διαφάνηκε ότι δεν προσήλθε στο Δικαστήριο προκειμένου να πει την αλήθεια, αντιθέτως ήταν έκδηλη και συνεχής η προσπάθεια του να παραπλανήσει.

 

Ενδεικτικά, παραπέμπω στη ρητή αναφορά του ( παράγραφος 13 εγγράφου Γ) ότι η εγγύηση που παρέσχε η Εναγόμενη 4 δεν τη δεσμεύει γιατί μεταξύ άλλων αντίκειτο στους σκοπούς του Ιδρυτικού της εγγράφου. Κατά την αντεξέταση του όμως και αφού του υποδείχθηκε το Ιδρυτικό της Εναγόμενης 4 ( τεκμήριο 24) στο οποίο προνοείτο ρητά η δυνατότητα της Εναγόμενης 4 να παράσχει εγγυήσεις σε οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο( σκοπός 15 και 17), ο μάρτυρας άλλαξε εντελώς τη θέση του και ανάφερε ότι δεν έχει ιδέα και καθότι ουδέποτε διάβασε το καταστατικό της Εναγόμενης 4.  Η αλλαγή αυτή της θέσης του δεν μπορεί να δικαιολογηθεί και να αποδοθεί σε οτιδήποτε άλλο παρά σε σκόπιμη προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου. Να σημειωθεί ότι ο ίδιος ο Μ.Υ 1 (Εναγόμενος 2) ήταν ο διευθυντής της Εναγόμενης 4 και αυτός που όπως δήλωσε υπέγραψε τις συμβάσεις εγγύησης εκ μέρους της Εναγομένης 4 ( τεκμήρια 11 και 14).

 

Η θέση επίσης του Μ.Υ 1 επί ουσιωδών ισχυρισμών του, στερείται λογικής και πειστικότητας.  Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί  ο ισχυρισμός του ότι με το ποσό των Λ.Κ 21,479.91 που κατέβαλε στον επίδικο λογαριασμό στις 31/08/2004, ο λογαριασμός έχει εξοφληθεί. Αν όμως ο λογαριασμός όντως είχε εξοφληθεί με την καταβολή του πιο πάνω ποσού και το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων εναντίον των Εναγομένων είχε εκλείψει, γιατί τότε η αγωγή 2018/13 αποσύρθηκε στις 08/02/2007 άνευ βλάβης και μάλιστα στην παρουσία της Δικηγόρου των Εναγομένων ( βλέπε τεκμήριο 23); Είναι προφανές θεωρώ ότι η αγωγή αποσύρθηκε άνευ βλάβης καθότι παρέμενε κάποιο ανεξόφλητο υπόλοιπο από πλευράς Εναγομένων και αυτό μάλιστα αποτελούσε κοινό έδαφος. Μάλιστα γνωρίζοντας και οι δύο πλευρές ότι η επανακαταχώρηση αγωγής με το ίδιο αντικείμενο εναντίον των Εναγομένων είναι πιθανό ενδεχόμενο τέθηκε και όρος όπως από τα επιδικασθέντα έξοδα ύψους Λ.Κ979,50 της αγωγής 2018/03, θα καταβληθεί στους Εναγομένους μόνο το ποσό των Λ.Κ500, ενώ το υπόλοιπο ποσό των εξόδων θα καταβληθεί μόνο εάν καταχωρηθεί νέα αγωγή εναντίον των Εναγομένων με το ίδιο αντικείμενο.

 

Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Μ.Υ 1, ότι η σύζυγος του και Εναγόμενη 3, ουδέποτε υπέγραψε οποιαδήποτε προσωπική εγγύηση για όλες τις υποχρεώσεις της Εναγομένης 1, υφιστάμενες ή μελλοντικές μέχρι ποσού Λ.Κ 90,000, πλέον τόκους, επιβαρύνσεις και έξοδα, αυτός ουδέποτε συγκεκριμενοποιήθηκε με αποτέλεσμα να παραμείνει ένας αόριστος και μετέωρος ισχυρισμός στον οποίο δεν μπορεί να προσδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα. Σε κάθε περίπτωση ο συγκεκριμένος ισχυρισμός καταρρίπτεται από τη μαρτυρία των Εναγόντων (Μ.Ε 1) και ειδικότερα μέσω του προσκομισθέντος τεκμηρίου 13, δηλαδή του εγγράφου εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 19/10/99, που φέρει την υπογραφή της Εναγομένης 3.

 

  1. Διατύπωση Τελικών Ευρημάτων:

 

Έχοντας ως οδηγό το επίπεδο απόδειξης που εφαρμόζεται σε αστικές υποθέσεις ( βλέπε Μαρσέλ Μπούλος και Άλλοι ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ. (2001) 1 ΑΑΔ 1858 ), όπως επίσης και την αξιόπιστη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου, η οποία είναι  και η μόνη που μπορεί να ληφθεί υπόψη ( βλέπε Αθανασίου κ. ά. ν. Κουνούνη (1997) 1Β Α. Α. Δ.  614) προχωρώ σε συγκεντρωτική διατύπωση των ακόλουθων ευρημάτων σε συνάρτηση με τα επίδικα ζητήματα:

       Η Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος ( Κύπρου) Λτδ, χορήγησε πίστωση στην Εναγόμενη 1, σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας ημερομηνίας 21/08/1995, υπό τη μορφή τρεχούμενου λογαριασμού. Το αρχικό όριο του τρεχούμενου λογαριασμού ανερχόταν στις Λ.Κ 5,000. Τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1, εγγυήθηκαν αρχικά ο Εναγόμενος 2 και ένα τρίτο πρόσωπο, ο κ. Κ.Α Παπαπέτρου. Η σχετική σύμβασης όπως και η αρχική συμφωνία εγγύησης κατατέθηκαν ως τεκμήριο 6 και η υπογραφή αυτών από τους Εναγόμενους 1 και 2, δεν αμφισβητήθηκε.

       Ακολούθησαν τροποποιητικές συμφωνίες, με τις οποίες ουσιαστικά αυξομειωνόταν το όριο της πίστωσης του τρεχούμενου λογαριασμού, ως ακολούθως:

Στις 12/03/96 αυξήθηκε το όριο του τρεχούμενου λογαριασμού από ΛΚ 5,000 σε ΛΚ 20,000.

Στις 09/10/97 το όριο του τρεχούμενου λογαριασμού αυξήθηκε περαιτέρω από Λ.Κ 20,000 σε Λ.Κ 40,000.

Στις 18/11/98, το όριο του τρεχούμενου μειώθηκε από Λ.Κ 40,000 σε Λ.Κ 20,000  και επίσης εξαλείφθηκε η υποθήκη επί ακινήτου του Κ. Α. Παπαπέτρου, λόγω της επικείμενης αποχώρησης του από την Εναγόμενη 1.

       Στις 04/12/97 η Εναγόμενη 4 δυνάμει έγγραφου εγγυήσεως και αποζημιώσεως, το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο 11, εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 προς την Τράπεζα μέχρι ποσού Λ.Κ 160,000.  

       Στις 19/10/99 η Εναγόμενη 2 δυνάμει έγγραφου εγγυήσεως και αποζημιώσεως, το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο 13, εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις της Εναγόμενης 1 προς την Τράπεζα μέχρι ποσού Λ.Κ 90,000

       Στις 19/10/99 οι Εναγόμενοι 2, 3, 4 και 5, δυνάμει έγγραφου εγγυήσεως και αποζημιώσεως το οποίο κατατέθηκε ως τεκμήριο 14, εγγυήθηκαν κάθε ποσό που οφείλεται από την Εναγομένη 1 απέναντι στην Τράπεζα.

       Ο τρεχούμενος λογαριασμός χρεωνόταν με επιτόκιο 8,5% από την έναρξη λειτουργίας του μέχρι την 01/01/2001 όταν και  το επιτόκιο μεταβλήθηκε από την Τράπεζα σε 10% ( το οποίο συνίστατο σε Βασικό επιτόκιο προς 7% και πρόσθετο επιτόκιο προς 3%). Η μετατροπή του επιτοκίου έγινε ρητά αποδεκτή από την Εναγόμενη 1/Πρωτοφειλέτιδα εταιρεία, με την υπογραφή της επιστολής ημερομηνίας 14/02/2001 ( τεκμήριο 22). Μεταξύ άλλων έγινε επίσης αποδεκτό από την Εναγόμενη 1, όπως η Τράπεζα δικαιούται να προβαίνει σε ανατοκισμό σύμφωνα με την εκάστοτε νομοθεσία, όπως επίσης και να χρεώνει επιπλέον επιτόκιο 1,75% ετησίως επί του ποσού της υπέρβασης και με  1,75% ετησίως επί του ποσού των καθυστερήσεων.

       Ακολούθως η διακύμανση του επιτοκίου μεταβλήθηκε ως ακολούθως:

13/08/2001 – 19/09/2001 -  9,50%

20/09/2001 – 04/11/2001 – 9,00%

05/11/2001 – 15/12/2002 – 8,50 %

16/12/2002 – 29/01/2003 – 8,00 %,

       Στις 30/01/2003 ο επίδικος λογαριασμός παρουσίαζε σαν  οφειλόμενο υπόλοιπο Λ.Κ 20,966.08 (€35,822.67).

       Στις 28/05/2003 καταχωρήθηκε η αγωγή 2018/2003 από την Τράπεζα εναντίον των Εναγομένων αναφορικά με τον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό, αξιώνοντας το ποσό των Λ.Κ 20,966.08 πλέον τόκους προς 11,5% ετησίως από 30/01/03 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο.

       Οι Εναγόμενοι στις 31/08/2004 πλήρωσαν έναντι του επίδικου τρεχούμενου λογαριασμού το ποσό των Λ.Κ 21,479.91 (€36,700.61). Παρά την πληρωμή του εν λόγω ποσού, ο λογαριασμός λόγω συσσωρεύσεως τόκων δεν εξοφλήθηκε.

       Στις 08/02/2007 η Τράπεζα, στην παρουσία της δικηγόρου των Εναγομένων, απέσυρε την αγωγή εναντίον των Εναγομένων άνευ βλάβης και με έξοδα Λ.Κ 979,50 (€1.673,58) πλέον τόκους και Φ.Π.Α υπέρ των Εναγομένων και εναντίον της Τράπεζας. Από το ποσό των εξόδων συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί μόνο το ποσό των Λ.Κ 500. Το υπόλοιπο ποσό των εξόδων συμφωνήθηκε όπως καταβληθεί μόνο εάν καταχωρηθεί νέα αγωγή εναντίον των Εναγομένων με το ίδιο αντικείμενο. ( βλέπε τεκμήριο 23)

       Στις 09/12/2015 επιδόθηκε στους Εναγόμενους 1 - 4 νέα επιστολή τερματισμού ημερομηνίας 26/11/2015. ( βλέπε τεκμήριο 20)

       Το υπόλοιπο του λογαριασμού κατά την ημερομηνία τερματισμού, δηλαδή στις 08/02/2007, ημερομηνία που απεσύρθη η αγωγή, συνίστατο στο ποσό των Λ.Κ20,966.08 (€35,822.67) πλέον τόκο 8% ετησίως από 30/01/03, με κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο. Νοείται ότι κατά τον υπολογισμό πρέπει να αφαιρεθεί η πληρωμή ύψους Λ.Κ 21,479.91 (€36,700.61) που έγινε από πλευράς Εναγομένων στις 31/08/04.

       Στις 17/12/2015 στάλθηκε μέσω τηλεομοιότυπου στους δικηγόρους των Εναγομένων από τους δικηγόρους της Τράπεζας επιστολή μέσω της οποίας τους ενημέρωναν ότι προτίθενται να τους πληρώσουν το υπόλοιπο των εξόδων της αποσυρθείσας αγωγής 2018/03 Ε.Δ Λάρνακας, προκειμένου να καταχωρήσουν νέα αγωγή στους Εναγομένους με το ίδιο αντικείμενο. Οι δικηγόροι των Εναγομένων αποδέχτηκαν τον υπολογισμό των εξόδων που τους προτάθηκε ( βλέπε Τεκμήριο 19).

 

 

 

  1. Νομική πτυχή

 

Η βάση της παρούσας απαίτησης είναι η παράβαση σύμβασης. Σχετικά επομένως είναι τα άρθρα 37 και 73 -75 του περί Συμβάσεως Νόμου (Κεφ. 149) . Ειδικότερα, σε περιπτώσεις παράβασης σύμβασης πιστωτικής διευκόλυνσης τραπεζικού ιδρύματος, τα βασικά στοιχεία τα οποία πρέπει να αποδείξουν οι Ενάγοντες προκειμένου να  επιτύχει η αξίωση τους είναι τα εξής :

(α) Η σύναψη της συμφωνίας δανείου, χρηματοδότησης ή πιστωτικών διευκολύνσεων και οι όροι της.

(β) Η παράβαση ουσιώδους όρου της Συμφωνίας.

(γ) Ο τερματισμός της Συμφωνίας και

(δ) Το οφειλόμενο υπόλοιπο.

(βλέπε σχετικά Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Χαραλάμπους κ.α. (2010) 1 Α.Α.Δ. 829)

 

Αναφορικά με την αξίωση απέναντι στην πρωτοφειλέτιδα Εναγόμενη 1:

 

Στην προκειμένη περίπτωση και με βάση τις ανωτέρω διαπιστώσεις μου ως προς το πραγματικό υπόβαθρο της παρούσας υπόθεσης κρίνω ότι η αξίωση των Εναγόντων εναντίον της Εναγομένης 1, πρωτοφειλέτιδας εταιρείας, έχει στοιχειοθετηθεί καθότι έχει αποδειχθεί τόσο η σύναψη της σύμβασης Τρεχούμενου λογαριασμού με όριο στις 21/08/95, οι όροι της οποίας τροποποιήθηκαν με τις τροποποιητικές συμφωνίες ημερομηνίας 12/03/96, 09/10/97, 18/11/98 και 14/02/01.

 

Ο νομότυπος τερματισμός του επίδικου λογαριασμού αποτέλεσε κεντρικό ζήτημα αμφισβήτησης στην παρούσα υπόθεση. Σύμφωνα με τη Νομολογία Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1465“Στην περίπτωση τρεχούμενου λογαριασμού χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων ο τερματισμός του λογαριασμού συνιστά πράξη προσδιοριστική του χρέους και συναφώς των αντίστοιχων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων.  Επομένως ο τερματισμός του και ο καθορισμός του ποσού αποτελούν πράξη προσδιοριστική του ποσού το οποίο καθίσταται απαιτητό. Η απουσία μαρτυρίας επί του προκειμένου έχει καταλυτικές συνέπειες για την αξίωση των εφεσειόντων.”

 

Στην προκειμένη περίπτωση αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός τερματίστηκε νομότυπα, και σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας 21/08/95, στις 08/02/2007 ημερομηνία κατά την οποία με βεβαιότητα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι Εναγόμενοι 1 - 4 είχαν λάβει γνώση της καταχώρισης της εναντίον τους αγωγής, η οποία αγωγή εξομοιούται υπό τις περιστάσεις με ειδοποίηση τερματισμού και αξίωση πληρωμής του οφειλομένου υπολοίπου.

 

Η Εναγόμενη 1 παρέλειψε να εξοφλήσει το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού συμπεριλαμβανομένων κεφαλαίου, τόκων, προμήθειας και έξοδα, αμέσως μετά την ειδοποίηση τερματισμού του λογαριασμού, ως όφειλε σύμφωνα με τον όρο 5 της συμφωνίας ημερομηνίας 21/08/95. 

 

Το οφειλόμενο χρεωστικό υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού, το οποίο κατέστη απαιτητό κατά την ημερομηνία τερματισμού κρίνω ότι είναι το αναφερόμενο στην αγωγή 2018/2003  ποσό πλέον τόκοι, ήτοι το αξιούμενο ποσό των Λ.Κ 20,966.08 (€35,822.67) πλέον τόκο 8% ετησίως από 30/01/03 – 08/02/2007, με κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο και νοουμένου ότι αφαιρεθεί η πληρωμή ύψους Λ.Κ 21,479.91 (€36,700.61) που έγινε από πλευράς Εναγομένων στις 31/08/04. 

 

Νοείται ότι ο τόκος υπερημερίας που αξιώνεται από πλευρά Εναγόντων δεν γίνεται δεκτός καθ’ ότι δεν έχει διαπιστωθεί η συνάρτηση του τόκου αυτού με ζημιά από πλευράς Εναγόντων ως απαιτείται από το άρθρο 3(1)(β) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο 160(Ι)/99.

 

 

 

Αναφορικά με την αξίωση απέναντι στους εγγυητές Εναγόμενους 2 - 4:

 

Αναφορικά με την ευθύνη των Εναγομένων 2 - 4 αυτή είναι αλληλέγγυα και προσωπική και πηγάζει από τις συμβάσεις εγγύησης και αποζημίωσης που σύναψαν προς όφελος της Τράπεζας και προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1. Συγκεκριμένα, ο Εναγόμενος 2 με τις συμβάσεις εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 21/08/1995 και 19/10/1999. Η Εναγόμενη 3 με δύο συμβάσεις εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 19/10/1999. Η Εναγόμενη 4 με τις συμβάσεις εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 04/12/1997 και 19/10/1999.

 

Η Νομολογία δέχεται ότι η ευθύνη του εγγυητή να αποπληρώσει το χρέος είναι επάλληλη με αυτή του Πρωτοφειλέτη. Η στοιχειοθέτηση της ευθύνης του Πρωτοφειλέτη για πληρωμή του χρέους καθιστά παράλληλα υπόλογο και τον εγγυητή χωρίς κατ’ αρχήν να παρίσταται ανάγκη για περαιτέρω ειδοποίηση προς τον τελευταίο, εκτός αν υπάρχει ρητή πρόνοια περί του αντιθέτου στη μεταξύ των μερών συμφωνία.  Όπως αναφέρθηκε στην Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1465 “…εφόσον το χρέος καταστεί πληρωτέο από τον πρωτοφειλέτη ο εγγυητής καθίσταται παράλληλα υπόλογος για την αποπληρωμή του χωρίς να παρίσταται ανάγκη  εκτός αν γίνεται πρόνοια περί του αντιθέτου υποβολής αξίωσης από τον δανειστή προς τον εγγυητή να το αποπληρώσει.  Και τούτο γιατί σύμφωνα με την αγγλική νομολογία την οποία το Δικαστήριο πραγματεύεται σε έκταση η υποχρέωση του εγγυητή έγκειται κατά πρώτο λόγο στη διασφάλιση της εκπλήρωσης των υποχρεώσεων του πρωτοφειλέτη.  Εφόσον στοιχειοθετείται η υποχρέωσή του καθίσταται υπόλογος και ο εγγυητής να εξασφαλίσει την αποπληρωμή της οφειλής του.  Μπορεί όμως όπως αναγνωρίζεται και στην Savvides v. Christofides όπως και στην Bradford Old Bank v. Sutcliffe (ανωτέρω) τα μέρη να καταστήσουν την παροχή ειδοποίησης από το δανειστή στον εγγυητή να αποπληρώσει το χρέος μέρος της συμφωνίας για την ανάκτησή του.  Και σε εκείνη την περίπτωση η παροχή ειδοποίησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την γένεση του δικαιώματος αλλά δευτερεύοντα όρο για την εκτελεστότητα του χρέους δηλαδή της ευχέρειας ανάκτησής του.”

Στην προκειμένη περίπτωση οι συμφωνίες εγγύησης προνοούν ότι η υποχρέωση του εγγυητή προς πληρωμή ξεκινά από την υποβολή σχετικής αξίωσης από τον δανειστή προς τον εγγυητή ( βλέπε συγκεκριμένα όρο 9 τεκμηρίων 6, 11 και 13 και όρο 3 του τεκμηρίου 14).

 

Σύμφωνα με τα ευρήματα που παρατίθενται ανωτέρω κρίνω ότι η καταχώρηση και επίδοση της αγωγής υπ’ αριθμό 2018/03 προς τους εγγυητές αποτελεί επαρκή υποβολή ειδοποίησης προς τους τελευταίους για πληρωμή. Συνεπώς, κρίνω ότι το οφειλόμενο υπόλοιπο έχει καταστεί απαιτητό για τους Εναγόμενους 2 – 4, από την 08/02/2007, ημερομηνία κατά την οποία με βεβαιότητα μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η εν λόγω αγωγή περιήλθε σε γνώση των Εναγομένων. 

 

Αναφορικά με επιμέρους ζητήματα που εγείρουν οι Εναγόμενοι και χρήζουν ειδικής εξέτασης:

 

1)            Κατά πόσο η επίδικη πιστωτική συμφωνία περιέχει καταχρηστικές ρήτρες κατά παράβαση του περί Προστασίας του Καταναλωτή Νόμου Ν. 112(Ι)/21 ( Μέρος VII) ή/και του περί Καταχρηστικών Ρητρών σε Καταναλωτικές Συμβάσεις Νόμος Ν.93(Ι)/96

 

Αρχικά πρέπει να σημειωθεί ότι το ζήτημα της ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στην επίδικη συμφωνία και η αξίωση οποιασδήποτε σχετικής θεραπείας από πλευράς Εναγομένων, ουδόλως δικογραφείται στο δικόγραφο τους. Η υποχρέωση των διαδίκων να προβαίνουν σε σαφή δικογράφηση των ζητημάτων που εγείρουν και επιθυμούν να καταστήσουν επίδικα, απαιτείται τόσο από τους Θεσμούς πολιτικής Δικονομίας  (βλέπε  Δ.19 θ.13 των Θεσμών Πολιτική Δικονομίας) όσο και από τη Νομολογία. Παραπέμπω ενδεικτικά στην  Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 ΑΑΔ 24, όπου αναφέρθηκε το εξής:

 

«Οι αρχές του δικονομικού δικαίου περιορίζουν τα επίδικα θέματα σε εκείνα τα οποία προσδιορίζονται από τη δικογραφία· δηλαδή την απαίτηση, την υπεράσπιση και την απάντηση όπου υπάρχει. Ο επακριβής προσδιορισμός των επίδικων θεμάτων συναρτάται άμεσα με το αντιπαραθετικό σύστημα δίκης που ισχύει στο δικαιϊκό μας σύστημα και απόρροια της φυσικής δικαιοσύνης που επιβάλλει τη διασφάλιση του δικαιώματος διαδίκου για ουσιαστική ευκαιρία απάντησης στις θέσεις και ισχυρισμούς του αντιδίκου του. Η δίκη δρομολογείται, όπως επιγραμματικά ανάφερε ο τότε Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου κ. Βασιλειάδης στην υπόθεση Homeros Τh. Courtis and Others v. Panos K. Iasonides (1970) 1 C.L.R. 180, (βλέπε επίσης  Christakis Loucaides  v.  CD. Hay and Sons Ltd (1971) 1 C.L.R. 134) κατά μήκος των γραμμών που οριοθετεί η δικογραφία και η δίκη διατρέχει την ίδια πορεία όπως και το τραίνο κατά μήκος των προκαθορισμένων γραμμών της διαδρομής. Αν τους παρείχετο η ευκαιρία απάντησης στους ισχυρισμούς του εφεσείοντα, οι εφεσίβλητοι θα είχαν τη δυνατότητα να εκθέσουν ενώπιον του δικαστηρίου, εισηγήθηκε ο δικηγόρος τους, ότι η είσπραξη προμήθειας από τον αγοραστή ήταν εν γνώσει και έγινε με τη συγκατάθεση του εφεσείοντα καθώς και σύμφωνα με τη χρηματιστηριακή πρακτική. 0 δικηγόρος του εφεσείοντα παραδέχθηκε ότι ο λόγος που προβλήθηκε προς υποστήριξη της έφεσης δεν είχε εγερθεί ρητά με την υπεράσπιση. Εισηγήθηκε όμως, ότι είχε εγερθεί έμμεσα με τη γενική άρνηση της απαίτησης των εναγόντων και των ισχυρισμών που διατυπώθηκαν στην απαίτηση προς υποστήριξή της· όπως επίσης και με την αναφορά, που έγινε, ομολογουμένως συμπτωματική, κατά τη διάρκεια της δίκης. Δε συμφωνούμε. Η γενική άρνηση των ισχυρισμών που προσδιορίζουν την απαίτηση δεν εξυπακούει και την προβολή άλλων θετικών γεγονότων, τα οποία είτε την αποδυναμώνουν ή την καθιστούν ανεδαφική. Περαιτέρω η άρνηση της απαίτησης με τη διατύπωση της σε ξεχωριστή παράγραφο δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το πλαίσιο της υπεράσπισης το οποίο στοιχειοθετείται από το σύνολο των ισχυρισμών που εκτίθενται στο σχετικό κείμενο της δικογραφίας. Στην προκείμενη περίπτωση ο εφεσείων εκτός από την άρνηση της απαίτησης προσδιόρισε και τα θετικά γεγονότα τα οποία την καθιστούσαν ανεδαφική.»

 

Ειδικότερα αναφορικά με την ανάγκη ρητής δικογράφησης τυχόν επίκλησης των διατάξεων του Νόμου 93(Ι)/96 περί Καταχρηστικών Ρητρών, σχετική είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην  Περικλέους ν. Ellinas Finance Ltd κ.α., ECLI:CY:AD:2015:A170, Πολ. Έφ. 283/10, ημερομηνίας 10/03/2015, όπου αναφέρθηκε το εξής:

 

«Όπως διαπιστώνεται από την εκτεταμένη ΄Εκθεση Απαίτησης της Αιτήτριας στην πρωτόδικη διαδικασία, δεν δικογραφούνται ισχυρισμοί, ούτε και γίνεται οποιαδήποτε αναφορά σε ύπαρξη καταχρηστικών ρητρών, παρά μόνο παρενθετική επίκληση ετεροβαρών όρων (παράγραφος 9(ε) της Εκθεσης Απαίτησης). Κατά προέκταση ούτε και στην πρωτόδικη απόφαση κρίθηκε τέτοιο ζήτημα. Τελικά η αξίωση της Εφεσείουσας, όπως προκύπτει από τις δικογραφημένες θέσεις της, εδράζεται σε πληθώρα αιτιών αγωγής, οι οποίες περιστρέφονται γύρω από επίκληση παράβασης συμφωνίας εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, παράλειψής τους να ενεργήσουν σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην επίδικη συμφωνία και παράβασης, εκ μέρους τους, εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων και/ή υποχρεώσεων τους ως θεματοφυλάκων και/ή επιτρόπων και/ή εμπιστευματοδόχων και/ή αντιπροσώπων της Εφεσείουσας. Περαιτέρω, διαζευκτικά, διεκδικούνται αποζημιώσεις στη βάση δόλου, απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων των Εφεσιβλήτων. Συνεπώς ούτε επίκληση ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών εντοπίζεται στην Εκθεση Απαίτησης, αλλά ούτε και αξιώνονται θεραπείες στη βάση αυτή.»

 

Η μη δικογράφηση του εν λόγω ζητήματος από πλευράς Εναγομένων είναι καθοριστική για την τύχη του, οδηγώντας το αναπόδραστα σε απόρριψη.

 

Σε κάθε περίπτωση όμως η συγκεκριμένη αξίωση των Εναγομένων είναι και επί της ουσίας της αβάσιμη. Το παράπονο των Εναγομένων, ως προσδιορίζεται στην Τελική Γραπτή τους Αγόρευση, εστιάζεται στη χρήση του εμπορικού έτους των 360 ημερών για τον υπολογισμό του τόκου, σύμφωνα με συμβατική πρόνοια. Ως προς το ζήτημα αυτό, επισημαίνεται ότι η σχετική Νομοθετική πρόνοια που καθιστά το διαιρέτη των 360 ημερών καταχρηστικό εισήχθη στον περί Καταχρηστικών Ρητρών σε καταναλωτικές συμβάσεις Νόμο Ν. 93(Ι)/96, με τον τροποποιητικό Νόμο 49(Ι)/2016, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 22/04/2016 και τέθηκε σε ισχύ 30 ημέρες μετά. Ο εν λόγω τροποποιητικός νόμος είναι ουσιαστικής και όχι δικονομικής υφής, συνεπώς ενόψει της απουσίας ρητής και συγκεκριμένης πρόνοιας περί του αντιθέτου, δεν έχει αναδρομική ισχύ ( βλέπε Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245, Ξιούρουππας Σταύρος και Άλλες ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 2604). Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 29/02/2016, πριν καν τεθεί σε εφαρμογή ο πιο πάνω τροποποιητικός Νόμος. Συνεπώς, καμία επιλήψιμη χρέωση δεν θεωρώ ότι προέκυψε στον επίδικο λογαριασμό εξαιτίας του συμφωνηθέντα όρου για χρήση του εμπορικού έτους των 360 ημερών ως διαιρέτη για υπολογισμό του τόκου.

 

2)            Κατά πόσο οι εγγυητές, Εναγόμενοι 2 – 4, πρέπει να απαλλαγούν των υποχρεώσεων τους σύμφωνα με το άρθρο 91 και 97 του Κεφ. 149, εξαιτίας δυσμενούς μεταβολής των όρων της κύριας πιστωτικής συμφωνίας.

 

Οι Εναγόμενοι 2 - 4 υποστηρίζουν ότι η συμφωνία ημερομηνίας 14/02/2001 (τεκμήριο 22), τροποποίησε τους αρχικούς όρους του τρεχούμενου λογαριασμού (τεκμήριο 6) καθιστώντας τους δυσμενέστερους. Οι Εναγόμενοι εστιάζουν ουσιαστικά στην αύξηση του επιτοκίου που επέφερε η συμφωνία ημερομηνίας 14/02/2001. Όπως αναφέρουν ουδέποτε συγκατατέθηκαν στην αύξηση του επιτοκίου της πίστωσης.

 

Οι σχετικές αξιώσεις των Εναγομένων 2 - 4 είναι χωρίς έρεισμα, καθότι οι ίδιοι ρητώς παραιτήθηκαν, μέσω των ίδιων των συμβάσεων εγγύησης που υπέγραψαν, από οποιοδήποτε δικαίωμα έχουν ως εγγυητές σύμφωνα με τον περί Συμβάσεως Νόμο αλλά και ειδικότερα εξαιτίας της άνευ συναινέσεως τους μεταβολή των όρων της αρχικής συμφωνίας. Παραθέτω ενδεικτικά τους ακόλουθους όρους από τις συμβάσεις εγγύησης που υπέγραψαν οι Εναγόμενοι 2-4, προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 σχετικά με την αρχική συμφωνία τρεχούμενου λογαριασμού ημερομηνίας 21/08/1995:

i.        Στο έγγραφο εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 21/08/1995 που υπογράφεται από τον Εναγόμενο 2 ως εγγυητή ( τεκμήριο 6) αναφέρεται το εξής στον όρο 12:

 

«Παραιτούμαι οιωνδήποτε προνομίων ή δικαιωμάτων τα οποία τυχόν έχω ως εγγυητής είτε δυνάμει του εκάστοτε εν ισχύει Περί Συμβάσεων Νόμου είτε άλλως πως και συμφωνώ ότι η ευθύνη μου δυνάμει της παρούσης ουδόλως επηρεάζεται είτε δια της υφ’ υμών παραχωρήσεως χρόνου εις τον οφειλέτην είτε δια την άνευ συναινέσεως μου μεταβολήν των όρων της μετά του οφειλέτου συμβάσεως, είτε εν περίπτωσει συμβιβασμού, παρατάσεως του χρόνου εκπληρώσεως ή συμφωνίας  περί μη εγέρσεως αγωγής κατά του πρωτοφειλέτου, είτε άλλως πως,….»

 

ii.        Στο έγγραφο εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 04/12/1997 που υπογράφεται από την Εναγόμενη 4 ως εγγυήτρια ( τεκμήριο 11) αναφέρεται το εξής στον όρο 12:

 

« Ο εγγυητής παραιτείται από οποιαδήποτε προνόμια ή δικαιώματα που τυχόν έχει σαν εγγυητής είτε σύμφωνα με τον εκάστοτε ισχύοντα περί Συμβάσεων Νόμο, είτε άλλως πως, και συμφωνεί πως η ευθύνη μου δυνάμει της παρούσας δεν επηρεάζεται καθόλου είτε με την παραχώρηση από την τράπεζα χρόνου στον οφειλέτη είτε με την μεταβολή χωρίς τη συναίνεση μου , των όρων της σύμβασης…»

 

iii.        Πανομοιότυποι όροι περιέχονται στα δύο έγγραφα εγγύησης και αποζημίωσης ημερομηνίας 19/10/1999 που υπογράφεται το μεν πρώτο από την Εναγόμενη 3 ως εγγυήτρια ( βλέπε όρος 12 τεκμηρίου 13), το δε δεύτερο από τους Εναγόμενους 2-4 (βλέπε όρο 11 τεκμηρίου 14).

 

3)            Κατά πόσο η Ενάγουσα παραβίασε τις πρόνοιες του Ν. 197(Ι)/2003 και συγκεκριμένα του άρθρου 12(1), λόγω μη έγκαιρης ενημέρωσης των εγγυητών για τις καθυστερήσεις που παρατηρούνταν.

 

Ο περί της Προστασίας Ορισμένης Κατηγορίας Εγγυητών Νόμος N. 197(I)/2003, τέθηκε σε ισχύ στις 31/12/2003, με τη δημοσίευση του στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας. Σύμφωνα με το άρθρο 13(1) του εν λόγω Νόμου η έκταση εφαρμογής του περιοριζόταν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, αποκλειστικά και μόνο σε σχέση με συμβάσεις εγγύησης που συνάπτονταν μετά την ημερομηνία έναρξης του. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το εν λόγω άρθρο ως ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο:

 

 «13. (1) Οι διατάξεις του παρόντος Νόμου εφαρμόζονται μόνο σε σχέση με συμβάσεις εγγύησης που συνάπτονται μετά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του, περιλαμβανομένων συμβάσεων εγγύησης που συνάπτονται μετά την ημερομηνία έναρξης ισχύος του αλλά αφορούν συμφωνίες δανείου που είχαν συναφθεί προ της εν λόγω ημερομηνίας, και δεν επηρεάζουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο, οποιεσδήποτε υποχρεώσεις ή δικαιώματα οποιουδήποτε προσώπου που είναι πρωτοφειλέτης, πιστωτής και εγγυητής σε σχέση με σύμβαση εγγύησης που συνάφθηκε πριν την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του παρόντος Νόμου.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση οι επίδικες συμβάσεις εγγύησης που δεσμεύουν τους Εναγομένους 2-4 είχαν όλες συνομολογηθεί πολύ πριν την έναρξη ισχύος του εν λόγω  Νόμου. Συνεπώς δεν εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του.

 

4)            Κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα των Εναγόντων έχει παραγραφεί ή κατά πόσο οι Ενάγοντες εμποδίζονται λόγω ολιγωρίας να προωθούν την παρούσα αγωγή.

 

Οι Εναγόμενοι δικογραφούν ( παράγραφοι 2Α, 2Δ και 2Ε της  Έκθεσης Υπεράσπισης), ότι οι Ενάγοντες εμποδίζονται να προωθούν την παρούσα αγωγή λόγω παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος, λόγω ολιγωρίας και υπέρμετρης καθυστέρησης στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής, η οποία καθυστέρηση φτάνει μέχρι του σημείου της παραίτηση των Εναγόντων από το δικαίωμα τους να εγείρουν την παρούσα αγωγή. Οι εν λόγω θέσεις των Εναγομένων φαίνεται να εγκαταλείπονται και να μην προωθούνται καθότι ουδεμία αναφορά γίνεται στην Τελική τους Αγόρευση προς αυτή την κατεύθυνση.

 

Σε κάθε περίπτωση ενόψει των ενώπιον μου δεδομένων, κρίνω ότι δεν τίθεται ζήτημα παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων. Όπως ορθά αναφέρουν οι Δικηγόροι των Εναγόντων, το ζήτημα της παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος της παρούσας αγωγής πρέπει να κριθεί με βάση το νομοθετικό καθεστώς που ίσχυε κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας αγωγής (βλέπε σχετικά Δημητρίου Ανδρέας, άλλως Ανδρέας Δημητρίου Στυλιανού ν. Αικατερίνης Δημητρίου (2012) 1 ΑΑΔ 834). Στην προκειμένη περίπτωση, στις 29/02/2016, όταν καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή, βρισκόταν σε ισχύ ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου 66(Ι)/2012. Σύμφωνα με το άρθρο 7 του εν λόγω Νόμου ο χρόνος παραγραφής για αγωγή που αφορά σύμβαση είναι 6 έτη από την ημερομηνία συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής. Σύμφωνα όμως με την επιφύλαξη που εισήχθη με τον τροποποιητικό Νόμο 207(Ι)/2015 «ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016». Δεν τίθεται συνεπώς ζήτημα παραγραφής του αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων.

 

Ούτε και τίθεται ζήτημα εφαρμογής της υπεράσπισης της καθυστέρησης ( laches) καθότι όπως έχει αναφερθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Xριστοφίδου Nάσα Παταπίου ν. Δημήτρη Παπαχρυσοστόμου, ως διαχειριστή της περιουσίας της Θεοφίλης Παπαδοπούλου (2009) 1 ΑΑΔ 1360, η υπεράσπιση της καθυστέρησης «…επιτρέπεται μόνον εκεί όπου δεν προνοείται παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος, από το Νόμο. Αν προνοείται, από το Νόμο, παραγραφή του αγώγιμου δικαιώματος μετά από την παρέλευση κάποιου συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος τότε ο ενάγοντας δικαιούται στην πλήρη χρονική περίοδο, την οποίαν προβλέπει ο Νόμος, πριν καταστεί η αξίωση του μη προωθήσιμη (unenforceable)».

 

Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω ρυθμίζεται Νομοθετικά το ζήτημα της παραγραφής του επίδικου αγώγιμου δικαιώματος των Εναγόντων, με το άρθρο 7 του Ν.66(Ι)/2012, συνεπώς δεν μπορεί να τύχει επιτυχούς επίκλησης η υπεράσπιση της καθυστέρησης. 

 

  1. Κατάληξη:

 

Υπό το φως των ανωτέρω, κρίνω ότι οι Ενάγοντες έχουν αποδείξει την απαίτηση τους στον απαιτούμενο βαθμό και συνεπώς εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων 1 - 4, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, για το ποσό των Λ.Κ 20,966.08 (€35,822.67) πλέον τόκο 8% ετησίως από 30/01/03 – 31/08/2004, με κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο, μείον η πληρωμή που έγινε από την Εναγόμενη 1 στις 31/08/2004 ύψους Λ.Κ21,479.91 (€36,700.61). Αναφορικά με το ποσό που θα προκύψει επιδικάζεται τόκος 8% από 01/09/2004 μέχρι εξοφλήσεως με κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο, μέχρι εξόφλησης. 

 

Τέλος, τα έξοδα, πλέον ΦΠΑ, ακολουθούν το αποτέλεσμα και συνεπώς επιδικάζονται υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγομένων 1 - 4, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) .........................................

                                                                                                         Μ. Π. Μιχαήλ, Ε.Δ.

 

Πιστόν Αντίγραφο

 

 Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο