ΜΙΧΑΛΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΤΟΟΥΛΟΥ ν. ISMAEL MEHMET SIAKIR, Αρ. Αγωγής: 2515/07, 14/11/2024
print
Τίτλος:
ΜΙΧΑΛΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ΤΟΟΥΛΟΥ ν. ISMAEL MEHMET SIAKIR, Αρ. Αγωγής: 2515/07, 14/11/2024

ΣΤΟ  ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ. ΠΑΠΑΙΩΑΝΝΟΥ, Π.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2515/07

Μεταξύ:

 

ΜΙΧΑΛΗ  ΝΕΟΦΥΤΟΥ  ΤΟΟΥΛΟΥ

Ενάγοντας

-και-

                                                                                                                                     

ISMAEL  MEHMET  SIAKIR

 Εναγόμενος

 

Αίτηση ημερ. 7/10/24 για παράταση εγγραφής ΜΕΜΟ

 

Ημερομηνία: 15 Νοεμβρίου, 2024

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Αιτητή: κ. Κ. Κότροφος για ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑΣ Π.ΠΟΙΗΤΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε. 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με αυτή την αίτηση ο Ενάγοντας ζητά Διάταγμα που να παρατείνει την προθεσμία για καταχώριση της παρούσας αίτησης καθώς και Διάταγμα με το οποίο να παρατείνεται η ισχύς της εγγραφής του ΜΕΜΟ 2265/2014 για 10 χρόνια από την ημερομηνία λήξης του. Τη νομική βάση της αίτησης αποτελούν τα άρθρα 55 – 56 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6, η Δ.64, η Δ.48 ΘΘ1 - 4, 8, 9, η Δ.57 Θ.2 και η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου.

 

Η αίτηση υποστηρίζεται από ένορκη δήλωση υπαλλήλου που εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο που εκπροσωπεί σήμερα τον Ενάγοντα. Ως αναφέρει η ενόρκως δηλούσα, στην παρούσα υπόθεση, εκδόθηκε στις 15/10/07 απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον του Εναγόμενου για ποσό €17.086,01 και €170.861 πλέον τόκοι και έξοδα. Την απόφαση αυτή ο Ενάγοντας ενέγραψε στις 29/10/14 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας ως επιβάρυνση (ΜΕΜΟ με αρ. ΕΒ 2265/2014) επί της ακίνητης ιδιοκτησίας του Εναγόμενου. Το εν λόγω ΜΕΜΟ λήγει στις 29/10/24. Ως αναφέρει επί λέξει η ομνύουσα :

 

«Εκ παραδρομής η παρούσα αίτηση δεν καταχωρήθηκε εντός της προθεσμίας που επιτάσσει η σχετική νομοθεσία. Ο λόγος που ο Ενάγων καθυστέρησε να καταχωρίσει την παρούσα αίτηση ήταν επειδή την υπόθεση χειριζόταν άλλο δικηγορικό γραφείο και αποτάθηκε κοντά μας μόλις στις 04.10.2024 και μας ζήτησε να προβούμε στην ανανέωση του ως άνω ΜΕΜΟ. Όπως με συμβουλεύουν οι δικηγόροι του Ενάγοντος, το Δικαστήριο στη βάση της συμφυούς του δικαιοδοσίας και εξουσίας, δύναται να παρατείνει το χρόνο κατά τον οποίο θα πρέπει να υποβληθεί μια τέτοια αίτηση. Εάν δοθεί τέτοια παράταση ουδείς θα βλαβεί.  Όμως, είναι ο Ενάγων που θα υποστεί ανεπανόρθωτη αποστέρηση των δικαιωμάτων του που απορρέουν από την εμπράγματη εξασφάλιση που του παρέχει το ΜΕΜΟ.»

 

Κρίνω σκόπιμο στο σημείο αυτό να αναφέρω ότι η υπό κρίση αίτηση επιδόθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας το οποίο έφερε ένσταση στην ανανέωση του ΜΕΜΟ «καθότι η αίτηση για ανανέωση του καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα σύμφωνα με το άρθρο 56(2)(α) του ΚΕΦ.6 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου.

 

O ευπαίδευτος συνήγορος του Ενάγοντα, με την εμπεριστατωμένη γραπτή αγόρευση του, αφού αποδέχτηκε ότι η αίτηση δεν υπεβλήθη τουλάχιστον ένα μήνα πριν από τη λήξη της ισχύος του προαναφερόμενου ΜΕΜΟ, αλλά 24 μέρες προηγουμένως, υποστήριξε ότι στη βάση του γεγονότος ότι οι υπόλοιπες, σοβαρότερες προϋποθέσεις ικανοποιούνται και επειδή η αίτηση υπεβλήθη με μόνο επτά μέρες καθυστέρηση το Δικαστήριο έχει εξουσία να παρατείνει την προθεσμία καταχώρησης της υπό κρίση αίτησης, παρά την απουσία νομοθετικής πρόνοιας που να ρυθμίζει το θέμα αυτό. Σύμφωνα με τον συνήγορο στη βάση του δεδομένου ότι το άρθρο 56(2) του Κεφ.6 δεν απαγορεύει την επέκταση του χρόνου που προνοείται, το Δικαστήριο μπορεί και πρέπει να ασκήσει τη σύμφυτη του εξουσία λειτουργώντας ως Δικαστήριο δικαίου και να εγκρίνει την αίτηση, αποτρέποντας το αποτέλεσμα να απωλέσει ο Ενάγοντας την εξασφάλιση του. Ο κ. Κότροφος έκανε αναφορά σε σχετική νομολογία προς υποστήριξη της άποψης του. Έχοντας θέσει υπόψη μου όλα όσα ο συνήγορος έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου, προχωρώ να εξετάσω την υπο κρίση αίτηση.

 

Το Άρθρο 56 του Κεφ. 6 καθορίζει τις προϋποθέσεις με βάση τις οποίες παρατείνεται η εγγραφή δικαστικής απόφασης.  Καθόσον δε αφορά το χρόνο εντός του οποίου επιτρέπεται η καταχώρηση αίτησης για ανανέωση της εγγραφής το εδάφιο (2) (α) του Άρθρου 56 διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

 «(2) Δεν εκδίδεται διάταγμα παράτασης της εγγραφής, εκτός αν:-

 

(α) η αίτηση γι’ αυτό υποβληθεί έναν τουλάχιστο μήνα πριν από τη λήξη της υφιστάμενης χρονικής περιόδου, για την οποία είναι εγγεγραμμένη η δικαστική απόφαση»

 

Διαφωτιστική επι του εγειρόμενου θέματος, δηλαδή κατά πόσο το Δικαστήριο έχει την εξουσία να παρατείνει τον χρόνο εντός του οποίου επιτρέπεται η καταχώρησηη αίτησης για ανανέωση της εγγραφής δικαστικης απόφασης είναι η απόφαση της Λ.Δημητριάδου, Π.Ε.Δ., ως ήταν τότε, στην υπόθεση Alpha Bank Cyprus Ltd ν. G.J. Metaxas Jewellery Gallery Ltd κ.α., Αρ. Αγωγής: 8221/2004,ημερ. 6/4/2020 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Η Δ.57, θ.2 προνοεί τα εξής:…

 

Όπως ξεκάθαρα προκύπτει από το ίδιο το λεκτικό της εν λόγω Διάταξης, παρέχεται η εξουσία στο Δικαστήριο να επεκτείνει το χρόνο, πλην όμως αυτή η εξουσία περιορίζεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο χρόνος καθορίζεται από τους ίδιους τους διαδικαστικούς Κανονισμούς ("the time appointed by these Rules"). Είναι επομένως φανερό ότι η Δ.57, θ.2 αφορά και αναφέρεται σε προθεσμίες διαδικαστικής φύσης και όχι προθεσμίες ουσιαστικού δικαίου, όπως είναι η υπό εξέταση περίπτωση όπου ο χρόνος καθορίζεται αποκλειστικά από το Νόμο.

 

Αυτό έχει αποφασισθεί στις υποθέσεις Λυρατζής ν. Χαραλάμπους κ.ά (1989) 1 Α.Α.Δ. 193 και Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.2) (1990) 1 Α.Α.Δ. 159. Και στις αυτές υποθέσεις τονίσθηκε ότι η Δ.57, θ.2 παρέχει εξουσία στο Δικαστήριο, μεταξύ άλλων, να παρατείνει τις χρονικές προθεσμίες που καθορίζονται από τους ίδιους τους Θεσμούς.

 

Σχετική είναι η ακόλουθη περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα (Αρ.2) (πιο πάνω) όπου με αναφορά στους Κανονισμούς του Ειδικού Δικαστηρίου Καθορισμού Αποζημιώσεων λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Συνεπώς, αφού γι' αυτά τα θέματα υπάρχει πρόνοια στους Κανονισμούς αυτούς, το Διάταγμα 57, Θεσμός 2, των Διαδικαστικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, δεν εφαρμόζεται αν και μπορεί να ειπωθεί πως και στην περίπτωση αυτή η παράταση χρόνου αφορά και πάλι τον χρόνο που προσδιορίζεται στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας και δεν έχει να κάμει τίποτε με οποιοδήποτε χρόνο που προσδιορίζεται ή καθορίζεται από το Νόμο».

 

Ο αντίστοιχος στη Δ.57, θ.2 Αγγλικός δικονομικός Κανονισμός ήταν το Order 64, rule 7. Στο Annual Practice του 1952 αναφέρονται στη σελίδα 1371 τα ακόλουθα σχετικά με το Order 64, rule 7:

 

"It applies, by virtue of J.A., 1925, s.99 (1), Pt. IX, Div. I, to the time fixed by previously existing statutes, where the time for doing any act has been fixed by a Rule of Court. Such a Rule is not ultra vires, as it deals with a matter of procedure, and the power to enlarge applies to any time fixed by Rule. With that exception the Court has no power to extend time fixed by statute (Re Oliver and Scott's Arbitration, 43 Ch. D. 310)."

 

Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Αυξεντίου ν. Σάββα (2003) 1 Α.Α.Δ.1963 στην οποία με παρέπεμψε ο ευπαίδευτος συνήγορος των Αιτητών, σύμφωνα με την Αγγλική νομολογία ο πιο πάνω Αγγλικός Κανονισμός έχει εφαρμογή μόνο όπου ο χρόνος καθορίζεται από νομοθετική ρύθμιση, όπως οι θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας και όχι σε άλλες περιπτώσεις.

 

Έπεται ότι η εισήγηση του ευπαίδευτου συνηγόρου των Αιτητών για εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση των προνοιών της Δ.57, θ.2 δεν γίνεται αποδεκτή και απορρίπτεται.

 

Ήταν, περαιτέρω, η εισήγηση του δικηγόρου της Αιτήτριας πως το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει τον χρόνο ασκώντας τη σύμφυτη του εξουσία. 

 

Στην υπόθεση Τουβλοποιεία Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ.1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109 στη σελ. 112 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά με το θέμα της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου:

 

«Η φύση και τα όρια της σύμφυτης δικαιοδοσίας του δικαστηρίου εξετάστηκαν στη Sofocli v. Leonidou (1988) 1 C.L.R. 584. Όπως προκύπτει, σύμφυτη είναι η δικαιοδοσία του δικαστηρίου η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το δικαστήριο και της αναγκαιότητας ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου. Δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την εταιρεία Evand Promotions Ltd κ.α (1998) 1 Α.Α.Δ. 736 τονίσθηκε ότι  η σύμφυτη εξουσία (inherent power) του Δικαστηρίου, η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισής της με το Δικαστήριο και τις ανάγκες της ύπαρξής της για τη λειτουργία του δικαστηρίου ως δικαστηρίου δικαίου, δεν επεκτείνεται πέραν του ορίου που προσδιορίζεται από την αναγκαιότητα της ίδιας της ύπαρξής της ούτε, κατά κανόνα, αποτελεί πηγή εξουσίας ανεξάρτητη από το νόμο και τους θεσμούς. Όπως δε υπογραμμίστηκε, η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου, εκεί όπου δεν υπάρχει ειδική πρόνοια, είτε στο νόμο είτε στους θεσμούς, δεν μπορεί, κατά κανόνα, να αποτελέσει από μόνη της, με την απλή επίκλησή της, αυτοδύναμη δικαιοδοτική βάση για ένα συγκεκριμένο διάβημα. Κατ΄ εξαίρεση, απλή επίκληση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου είναι επιτρεπτή μόνο στην περίπτωση που η τυχόν άρνηση εξουσίας ή δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου θα ισοδυναμούσε με αποστέρηση συνταγματικά κατοχυρωμένου δικαιώματος διαδίκου.

 

Απόλυτα κατατοπιστική αναφορικά με το πεδίο εφαρμογής αλλά και τα όρια της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου αποτελεί η υπόθεση Σοφοκλέους ν. Τσεσμέλογλου (Αρ.2) (2012) 1 Α.Α.Δ. 158 στην οποία λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Περιγραφή της φύσης της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου και της ενάσκησής της έγινε, μεταξύ άλλων, και στην πρόσφατη απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην JSC BTA Bank v. Paul Kythreotis (2011) 1 Α.Α.Δ. 779, ως ακολούθως:

 

"Η σύμφυτη εξουσία του Δικαστηρίου και οι προεκτάσεις της εξετάστηκαν σε σωρεία υποθέσεων. Αυτό που προκύπτει από τη σχετική νομολογία είναι πως δεν πρόκειται για ανεξάρτητη πηγή εξουσίας, αλλά εξουσίας η οποία ενυπάρχει λόγω της ταύτισης της με το Δικαστήριο. Η ύπαρξη της είναι αναγκαία για τη λειτουργία του Δικαστηρίου σαν Δικαστηρίου δικαίου, η επίκληση της όμως πρέπει να γίνεται με εξαιρετική φειδώ. Ενδεικτικό της επί του προκειμένου θέσης της νομολογίας μας, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου Ρόπας (2009) 2 Α.Α.Δ. 235, στο οποίο αναφέρθηκε με επιδοκιμασία η Ολομέλεια στην απόφαση της στην υπόθεση Ευάγγελος Εμπεδοκλής και άλλοι (Αρ. 3) (2009) 1 Α.Α.Δ. 529 (πιο πάνω):

 

"Η σύμφυτη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου έρχεται αρωγός εκεί όπου η χρήση της είναι αναγκαία για αυτή ταύτη τη λειτουργία του ίδιου του συστήματος και της αποτελεσματικής άσκησης των δικαιοδοσιών του, εντός των υφισταμένων και γνωστών δικαιϊκών αρχών, απορρέουσες και πλαισιούμενες, ως στυλοβάτες, από το Σύνταγμα και τους Νόμους της πολιτείας. (Σχετικές είναι οι υποθέσεις Α. Αντωνίου ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 339 και Αχιλλέας Κορέλλης (1999) 1 Α.Α.Δ. 1122).""

 

Όπως είχε τονισθεί και στην απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Ιερόθεος Χριστοδούλου άλλως Ρόπας ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 226, οι συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου είναι "το απόθεμα εκείνο των εξουσιών (reserve power) του Δικαστηρίου, τις οποίες μπορεί να ασκεί εκεί όπου αν απέφευγε να το πράξει θα οδηγούμεθα σε αδικία. Μπορούν δε να ασκηθούν είτε σε συνδυασμό με την ύπαρξη σχετικών διαδικαστικών κανονισμών και/ή ανεξάρτητα από τους διαδικαστικούς κανονισμούς."

 

Στην υπόθεση Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών ν. Παπαγεωργίου κ.ά. (2000) 3 Α.Α.Δ. 151, η Ολομέλεια, στη σελίδα 155, ανέφερε σχετικά τα ακόλουθα:

 

"Η σύμφυτη δικαιοδοσία δεν πηγάζει ούτε από νόμο ούτε από κανονισμό αλλά από τη φύση της δικαστικής λειτουργίας. Γι' αυτό και προσδιορίζεται με το επίθετο «σύμφυτη». Η βασική εκδήλωση της εξουσίας αυτής είναι η ρύθμιση των θεμάτων που άπτονται των δικαστικών διαδικασιών. Περιλαμβάνει δε τομείς του δικαίου των οποίων η νομολογία αναγνώρισε την ύπαρξη. Όμως έχουν τεθεί όρια και αυτοπεριορισμοί για να διαφυλαχθεί η αποτελεσματική λειτουργία αυτής της εξουσίας στις ορθές διαστάσεις της. Όπως παρατήρησε εύστοχα ο καθηγητής M.SDockray στο άρθρο του «The Inherent Jurisdiction to Regulate Civil Proceedings (1997) 113 Law Quarterly Review, σελ. 120, στην οποία σχολιάζει στη σελ. 130, περιπτώσεις όπου τα δικαστήρια δε διέγνωσαν σύμφυτη εξουσία σε συγκεκριμένα θέματα:

 

«These decisions are quite inconsistent with the idea that the inherent jurisdiction is an unlimited reservoir from which new powers can be fashioned at will.»"

 

Υποστηρίχθηκε συναφώς ότι τυχόν ενάσκηση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου θα συμπλήρωνε με εύλογο τρόπο το όλο πλαίσιο που αφορά στην εφαρμογή της Νομοθεσίας έτσι ώστε να μπορέσει η Τράπεζα να προχωρήσει στην καταχώρηση της Αίτησης ανανέωσης του ΜΕΜΟ προς εκτέλεση της προς όφελος της δικαστικής Απόφασης προς διασφάλιση των δικαιωμάτων της και προς είσπραξη του λαβείν της «λαμβάνοντας  μάλιστα υπόψη το γεγονός ότι απουσιάζει οιαδήποτε ρητή πρόνοια στον Νόμο ότι η περίοδος του 1 μηνός για καταχώρηση αίτησης ανανέωσης δεν παρατείνεται.» Επιπλέον προβλήθηκε ότι θα πρέπει να προσμετρήσει υπέρ της έκδοσης των αιτουμένων Διαταγμάτων «η κυπριακή πραγματικότητα με τις δυσχέρειες εκτέλεσης μιας δικαστικής απόφασης και τις συνεπαγόμενες μεγάλες καθυστερήσεις».

 

Με δεδομένο ότι στη σχετική νομοθετική πρόνοια καθορίζεται ρητώς το χρονικό στάδιο εντός του οποίου μία αίτηση για καταχώρηση ανανέωσης θα πρέπει να υποβάλλεται, συνιστώντας με αυτό τον τρόπο μία από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται για να μπορεί το Δικαστήριο να εκδώσει διάταγμα παράτασης της εγγραφής, το Δικαστήριο θεωρεί πως δεν μπορεί να επικαλεστεί τη σύμφυτη εξουσία του και,  ουσιαστικά, να παρατείνει αυτή την προθεσμία.

 

Ούτε η επίκληση της ύπαρξης εξαιρετικών περιστάσεων από πλευράς των Αιτητών μπορεί να βοηθήσει στην προκειμένη περίπτωση. Όπως προέκυψε από τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, τόσο μέσω της αρχικής ένορκης δήλωσης όσο και της συμπληρωματικής, η μη καταχώρηση εγκαίρως της αίτησης για ανανέωση του ΜΕΜΟ οφείλετο σε λάθος και παραδρομή των δικηγόρων των Αιτητών και λόγω ασθένειας της υπαλλήλου που χειρίζετο την υπόθεση αυτή στο γραφείο των δικηγόρων των Αιτητών.

 

Σχετική είναι η παράγραφος 2 της αρχικής ένορκης δήλωσης όπου αναφέρονται τα εξής:

 

2.     Εκ λάθους και παραδρομής δικής μας και λόγω ασθένειας της υπαλλήλου που χειρίζεται την παρούσα υπόθεση στο γραφείο μας, η αίτηση για ανανέωση του εν λόγω εμπράγματου βάρους δεν καταχωρήθηκε 30 ημέρες πριν την λήξη της ισχύος του πιο πάνω MEMO, όπως προβλέπει ο Νόμος, ήτοι πριν την 19/3/2020

 

Μόλις αυτό έγινε αντιληπτό, ετοιμάστηκε η παρούσα αίτηση για καταχώρηση σήμερα (24/3/20) με σκοπό την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και με σκοπό την καταχώρηση της αίτησης ανανέωσης των MEMO μόλις τα παρόντα διατάγματα εκδοθούν από το Σεβαστό Δικαστήριο.

 

Δεν διαφεύγει δε την προσοχή του Δικαστηρίου ότι στην αρχική ένορκη δήλωση δεν γίνεται αναφορά σε οποιαδήποτε άλλη αιτία ή λόγο που οδήγησε στην μη έγκαιρη καταχώρηση της αίτησης για ανανέωση του ΜΕΜΟ. Είναι στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση που γίνεται για πρώτη φορά αναφορά στην έκτακτη κατάσταση που δημιουργήθηκε λόγω της πανδημίας του κορωνοιού και στην Ανακοίνωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 16/3/2020 για αναστολή της εκδίκασης και περαιτέρω προώθησης των υποθέσεων που εκκρεμούν στο Δικαστήριο.

 

Εκείνο το οποίο διαπιστώνεται είναι ότι ενώ από τη μια στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση αναφέρεται ότι λόγω ασθένειας της υπαλλήλου που χειρίζετο την υπόθεση αυτή στο γραφείο των δικηγόρων των Αιτητών δεν κατέστη εφικτός ο έγκαιρος εντοπισμός της υπόθεσης για την έγκαιρη υποβολή της Αίτησης στο Δικαστήριο, χωρίς να καθορίζεται πότε τελικά εντοπίστηκε ο φάκελος της υπόθεσης, στη συνέχεια γίνεται αναφορά στην Ανακοίνωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις 16/3/20, ήτοι χρονικό στάδιο 3 ημερών πριν την εκπνοή της προθεσμίας υποβολής της Αίτησης ανανέωσης. Με δεδομένο ότι δεν καθορίστηκε το χρονικό στάδιο εύρεσης του φακέλου, δεν είναι αντιληπτή η διασύνδεση του όλου θέματος που γίνεται στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση με το ότι είχαν μεσολαβήσει τα γεγονότα που αναφέρονται στις 16/3/2020. Εν ολίγοις δεν προσδιορίστηκε κατά πόσο κατά το χρονικό διάστημα που απέμενε, ήτοι μεταξύ 16/3/20 μέχρι 19/3/20, ενώ η πλευρά των Αιτητών ήταν σε θέση να καταχωρήσει την Αίτηση εντούτοις στο διάστημα αυτό είχε προκύψει οτιδήποτε που την εμπόδιζε να προβεί στην καταχώρηση της.

 

Η ουσία του ζητήματος παραμένει ότι η Αίτηση θα έπρεπε να είχε υποβληθεί το αργότερο μέχρι τις 19/3/2020.

 

Η επίκληση είτε λάθους, είτε παραδρομής, είτε ασθένειας υπαλλήλου των δικηγόρων των Αιτητών, γιατί αυτοί φαίνεται να είναι τελικά οι λόγοι που οδήγησαν στην μη έγκαιρη καταχώρηση της Αίτησης, δεν αποτελούν, κατά την κρίση μου, λόγους για ενάσκηση της σύμφυτης εξουσίας του Δικαστηρίου και μη εφαρμογής των ρητών προνοιών της σχετικής νομοθεσίας.»

 

Η πιο πάνω προσέγγιση με βρίσκει απόλυτα σύμφωνη και την υιοθετώ πλήρως.

 

Παρόμοια ήταν η προσέγγιση του Ι. Ιωαννίδη, Α.Ε.Δ ως ήταν τότε, στην απόφαση Τράπεζας Μπάρκλεϋς PLC ν. Λουκή Θεοδώρου Λουκή κ.α., Αρ. Αγωγής: 1627/96, ημερ. 2.4.2007, όπου είχε τεθεί πανομοιότυπο αίτημα, στην οποία εξετάστηκαν και κάποιες απο τις αποφάσεις στις οποίες βασιστηκε ο συνήγορος προς υποστήριξη των θέσεων του. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:

 

«Ο κ. Κουκούνης αγορεύοντας, αρχικά εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να παρατείνει τον χρόνο υποβολής της εν λόγω αίτησης, βάσει της Δ.57 Θ.2 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.   Ωστόσο, στη συνέχεια είχε το θάρρος να δεχθεί ότι η πιο πάνω διάταξη, επί της οποίας βασίζεται η υπό εκδίκαση αίτηση, δεν παρέχει τέτοια εξουσία στο Δικαστήριο.   Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση  Γεωργίου ν. Θεμιστοκλέους κ.ά.  2002 (1)(Γ) Α.Α.Δ. 1498, στην οποία παρέπεμψε η κα Κορφιώτη (σελ.1502),

 

«... Οι πρόνοιες των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας παρέχουν δυνατότητα παράτασης του χρόνου για τη λήψη διαδικαστικών μέτρων, όπως η Δ.57∙έχουν ως αποκλειστικό αντικείμενο την παράταση του χρόνου ο οποίος καθορίζεται από τους ίδιους τους θεσμούς.   Δεν παρέχουν τη δυνατότητα παράτασης προθεσμιών, οι οποίες τάσσονται από το νόμο ως καθοριστικές για την άσκηση δικαιώματος προσφυγής στο δικαστήριο.»

             (Η υπογράμμιση γίνεται από το Δικαστήριο.)

 

Παρόλο που ουσιαστικά ο κ. Κουκούνης δέχθηκε ότι η νομική βάση της υπό εκδίκαση αίτησης δεν επιτρέπει την χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας, εισηγήθηκε ότι το Δικαστήριο έχει διακριτική ευχέρεια να παρατείνει προθεσμίες που τάσσονται από Νόμους, και προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης του παρέπεμψε σε τρεις αποφάσεις. Πρόκειται για τις Eleftheriades & Another v. Mavrellis & Another (1985) 1 C.L.R. 436, Κολλάτου ν. Παναγιώτου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 895 και R. v. Bloomsbury CC (1976) 1 All E.R. 897.  

 

Έχω μελετήσει πολύ προσεκτικά και τις τρεις αποφάσεις στις οποίες έκανε αναφορά ο κ. Κουκούνης, αλλά δεν μπορώ να συμφωνήσω με την πιο πάνω εισήγηση του.  Στην Κολλάτου (πιο πάνω)  η Εφεσείουσα ζήτησε με αίτηση της, η οποία υποβλήθηκε πριν από την εκπνοή της ταχθείσας προθεσμίας, την παράταση του χρόνου για την υποβολή του περιγράμματος της.  Το Ανώτατο Δικαστήριο εγκρίνοντας την αίτηση ανέφερε ότι «Το συμφέρον της δικαιοσύνης αποτελεί το γνώμονα για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου να εγκρίνει την παράταση των προθεσμιών που τίθενται είτε από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας είτε από διαταγή του δικαστηρίου για τη λήψη διαδικαστικών μέτρων.» 

 

 Στη Mavrellis (πιο πάνω) εξετάστηκε η εφαρμογή της Δ.30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.   Γίνεται επίσης αναφορά στις ευρείες εξουσίες του Δικαστηρίου να ρυθμίζει την ενώπιον του διαδικασία.   Θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω ένα μικρό απόσπασμα από τη σελ.445 της απόφασης:

 

             «In matters of procedure and practice, the Court has wide discretion in exercise of its powers to regulate proceedings before it.  It is perfectly legitimate for the Court, both under the rules and in exercise of inherent powers, to regulate proceedings before it, for the Court to issue all necessary directions in order to make possible adjudication upon the substance of the case.  The trial should centre on the substantive dispute of the parties, if justice is to be done.   Procedural irregularities should, so far as possible, be remedied before the trial so that adjudication on the merits is not deflected by procedural side issues.   Ord.30 specifically aims to institutionalize the exercise of this jurisdiction of the Court; r.2(g) in particular confers power to make any order with respect to the proceedings that seems necessary or desirable with a view to saving time and expense."

             (υπογράμμιση γίνεται από το Δικαστήριο.)

 

Στην Bloomsbury (πιο πάνω), στην οποία παραπέμπει η Mavrellis, αναφέρεται στη σελ.900 ότι «Every court has inherent power to control its own procedure, even though there is nothing in the rules about it.» Ουσιαστικά επαναλαμβάνονται τα όσα λέχθηκαν στην υπόθεση Mavrellis.

 

Σε καμιά από τις πιο πάνω αποφάσεις δεν αναφέρεται ότι τα Δικαστήρια μπορούν να παρατείνουν τις προθεσμίες που τάσσονται από Νόμους και στους οποίους (Νόμους) δεν γίνεται αναφορά σε τέτοια παράταση.   Υιοθέτηση των θέσεων του κ. Κουκούνη θα ισοδυναμούσε με εξουσία του Δικαστηρίου να τροποποιεί τους Νόμους.   Τα Δικαστήρια όμως έχουν καθήκον να εφαρμόζουν τους Νόμους και όχι να τους τροποποιούν.

 

Ως εκ τούτου η αίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία.»

 

Στη βάση των πιό πάνω η αίτηση απορρίπτεται. Ενόψει του ότι η υπο κρίση αίτηση ήταν μονομερής και ενόψει και της φύσης της δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα. 

 

 

 

 

(Υπ.):  …………………………

Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο