ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ν. SEAPRIME SHIPPING, Αρ. Αγωγής: 296/2018, 12/3/2025
print
Τίτλος:
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ ν. SEAPRIME SHIPPING, Αρ. Αγωγής: 296/2018, 12/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 296/2018

Μεταξύ:

ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΝΕΟΦΥΤΟΥ

Ενάγοντας

και

SEAPRIME SHIPPING, HE XXXXX

Εναγόμενη

Ημερομηνία: 12/3/2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγοντα: κ. Ανδρέας Αναστασίου

Για Εναγόμενη: κ. Χρίστος Πουτζιουρής για Χρίστο Πουτζιουρή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ι. Εισαγωγή

1.    Με την παρούσα αγωγή ο Ενάγοντας αξιώνει το ποσό των €70.000 πλέον νόμιμο τόκο από τις 7/10/2011 ως ποσό οφειλόμενο δυνάμει παράβασης σύμβασης.

 

 

ΙΙ. Δικογραφημένες θέσεις

 

2.    Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης ο Ενάγοντας, ισχυρίζεται, ότι κατά τις 10/7/2011 δυνάμει ρητής συμφωνίας που έγινε στη Λάρνακα, η Εναγόμενη μέσω του μοναδικού διευθυντή της Ανδρέα Σωφρονίου (ΑΣ) συμφώνησε με τον Ενάγοντα, κατόπιν σχετικού αιτήματος της πρώτης, ο τελευταίος να της δανείσει το ποσό των €70.000 (στο εξής το “επίδικο ποσό” και το “επίδικο δάνειο”). Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η Εναγόμενη συμφώνησε και ανέλαβε την υποχρέωσε να επιστρέψει το εν λόγω επίδικο ποσό στον Ενάγοντα με την πρώτη απαίτηση του μετά τις 10/7/2012 πλέον νόμιμο τόκο από τη χορήγηση του εν λόγω ποσού.

 

3.    Ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι κατά τις 7/10/2011 εξέδωσε επιταγή της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας με αριθμό XXXX για το ποσό των €70.000 την οποία κατέθεσε στο λογαριασμό με αριθμό XXXXστην Τράπεζα Πειραιώς κατόπιν προτροπής του ΑΣ. Ακολούθως αναφέρει ότι κατά τις 8/10/2011 η Εναγόμενη, δια του ΑΣ έδωσε σχετική επιστολή στην οποία δηλώνει ότι η Εναγόμενη οφείλει το επίδικο ποσό στον Ενάγοντα.

 

4.    Ακολούθως ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι μετά τις 10/7/2012 επανειλημμένως και σε διάφορα χρονικά διαστήματα απαιτούσε το επίδικο ποσό από την Εναγόμενη, η οποία μέσω του ΑΣ τον διαβεβαίωνε ότι εντός σύντομου χρονικού διαστήματος θα του το επέστρεφε.

 

5.    Κατά τις 29/12/2017 η Εναγόμενη, δια μέσου του ΑΣ διαβεβαίωσε τον Ενάγοντα ότι θα αποπληρώσει πλήρως τον Ενάγοντα μέχρι τις 15/1/2018. Ο ΑΣ, μοναδικός διευθυντής της Εναγόμενης απεβίωσε την 1/1/2018. Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του Ενάγοντα προς την Εναγόμενη και αντιπροσώπους της για αποπληρωμή του επίδικου ποσού η τελευταία αρνήθηκε ή αμέλησε να το εξοφλήσει. Ενόψει της άρνησης της Εναγόμενης να εξοφλήσει το επίδικο ποσό, ο Ενάγοντας υπέστη ζημιά, ήτοι το επίδικο ποσό πλέον νόμιμο τόκο από τις 7/10/2011.

 

6.    Η Εναγόμενη αρνείται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα και ισχυρίζεται ότι ουδέποτε σύναψε συμφωνία με τον Ενάγοντα και ουδέποτε έλαβε οποιοδήποτε ποσό από τον Ενάγοντα και ουδέποτε ανέλαβε οποιαδήποτε υποχρέωση πληρωμής οποιουδήποτε ποσού. Ισχυρίζεται ότι ο ΑΣ διευθυντής της Εναγόμενης κατά τον ουσιώδη χρόνο απεβίωσε την 1/1/2018 και πριν το θάνατο του ουδέποτε ανέφερε οτιδήποτε αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα για το επίδικο δάνειο και ούτε συμπεριέλαβε στα τότε λογιστικά βιβλία της Εναγόμενης το επίδικο ποσό και ούτε ανέφερε οτιδήποτε στους λογιστές και ελεγκτές της Εναγόμενης. Περαιτέρω η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ουδέποτε κατατέθηκε το επίδικο ποσό σε τραπεζικό λογαριασμό της Εναγόμενης και ουδέποτε η Εναγόμενη διατηρούσε λογαριασμό με αριθμό XXXXX. Η Εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ο Ενάγοντας ουδέποτε της απαίτησε οποιοδήποτε ποσό και οτι αυτά αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις του Ενάγοντα εκμεταλλευόμενος το θάνατο του ΑΣ. Η Εναγόμενη αρνείται τις αξιώσεις του Ενάγοντα και καλεί σε αυστηρή απόδειξη των ισχυρισμών της. Ισχυρίζεται ότι η Αγωγή πρέπει να απορριφθεί με έξοδα εναντίον του Ενάγοντα.

 

ΙΙΙ. Διαδικασία και ακρόαση

 

7.    Προς απόδειξη των αξιώσεων του Ενάγοντα, κατέθεσαν ο Μιχάλης Θεμιστοκλέους (ΜΕ1), ο Μάριος Νεοφύτου (ΜΕ2), ο ίδιος ο Ενάγοντας (ΜΕ3), η Άντρια Μπύρου (ΜΕ4) και ο Μάριος Μαρκίδης (ΜΕ5). Για να προωθήσει την υπεράσπιση της Εναγόμενης, κατέθεσε ο Ζαχαρίας Πουτζιουρής (ΜΥ1). Οι μάρτυρες κατέθεσαν τις γραπτές τους δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους πλην των ΜΕ4 και ΜΕ5 όπου η κυρίως εξέταση τους έγινε προφορικά και αντεξετάστηκαν από τους συνηγόρους της άλλης πλευράς. Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας, η δε έγγραφη και πραγματική μαρτυρία είναι καταχωρημένη ως Τεκμήρια.

 

8.    Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια που έδιναν μαρτυρία ενώπιον μου και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.

 

9.    Παραθέτω πιο κάτω συνοπτικά τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ακολούθως το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας θα αξιολογηθεί. Περιορίζομαι στην καταγραφή των κύριων σημείων της μαρτυρίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της ως αυτή βρίσκεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά της υπόθεσης (βλ. Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. ν. Α. Σταθιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Άντρης Ηρακλέους Π.Ε. 7332 ημερομηνίας 12/1/2005).

 

 

IV. Προσαχθείσα μαρτυρία

 

Μιχάλης Θεμιστοκλέους (ΜΕ1)

 

10. Σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του ΜΕ1 ο ίδιος αναφέρει ότι κατά τις αρχές Ιουνίου 2018 στη προσπάθεια του να πωλήσει ένα σκάφος αντιλήφθηκε ότι το εν λόγω σκάφος το οποίο αγόρασε από τον ΑΣ άνηκε σε εταιρεία. Κατόπιν ενημέρωσης από τον Ενάγοντα ότι διαχειριστής της περιουσίας του ΑΣ ήταν ο κ. Ζαχαρίας Πουτζιουρής (ΜΥ1) αναφέρει ότι μετέβη στο γραφείο του δικηγόρου της Εναγόμενης και μίλησε με τον ΜΥ1 σχετικά με το θέμα της μεταβίβασης του εν λόγω σκάφους. Ακολούθως ο ΜΕ1 ισχυρίστηκε ότι ο ΜΥ1 τον ενημέρωσε ότι θα επικοινωνήσει με τον γιο του αποβιώσαντα -ΑΣ- και θα τον ενημερώσει σχετικά. Επιπλέον κατά την εν λόγω ημερομηνία ο ΜΕ1 ισχυρίστηκε ότι ο ΜΥ1 του είπε να συμβουλεύσει τον Ενάγοντα να πιάσει €35.000 μείον €5.000 για δικηγορικά έξοδα για να μην τα χάσει όλα στο τέλος, αναφερόμενος στην παρούσα υπόθεση. Κατά την αντεξέταση του ο ΜΕ1 επέμενε στα όσα ανέφερε στη γραπτή του δήλωση.

 

Μάριος Νεοφύτου (ΜΕ2)

 

11. Σύμφωνα με τη γραπτή δήλωση του ΜΕ2, ο ίδιος αναφέρει ότι έχει προσωπική γνώση της υπόθεσης λόγω της άμεσης εμπλοκής του στα γεγονότα. Αναφέρει ότι κάποιες μέρες πριν τον θάνατο του ΑΣ και διευθυντή της Εναγόμενης συζητήθηκε το επίδικο ποσό που δάνεισε ο Ενάγοντας στην εταιρεία του ΑΣ, δηλαδή την Εναγόμενη και ότι ΑΣ απεβίωσε λίγες μέρες αργότερα. Επιπλέον ο ΜΕ2 κατέθεσε ως τεκμήριο Β3 αντίγραφο απόδειξης από CAVAWAY και ως Τεκμήριο Β4 αντίγραφο στο οποίο αναγράφονται διάφορες εταιρείες, οι οποίες ως ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του αποτελούν εταιρείες του ΑΣ. Επιπλέον κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΕ2 ανέφερε ότι γνώριζε πολύ καλά τον ΑΣ και ότι, μεταξύ άλλων, είχε δουλέψει και ως προσωπικώς του σωματοφύλακας από το 2010 μέχρι το 2013. Σημειώνει δε ότι το επίδικο ποσό που οφείλεται στον Ενάγοντα/πατέρα του το θυμάται πολύ καλά καθότι το χρειάστηκε για τις σπουδές του ιδίου και δεν μπορούσε να τον βοηθήσει.

 

12. Κατά την αντεξέταση του ο ΜΕ2 επανέλαβε τα όσα ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του. Σε ερώτηση του δικηγόρου της Εναγόμενης σχετικά με τον τρόπο που πληρωνόταν όταν τον εργοδοτούσε ο ΑΣ και κατά πόσον τον πλήρωνε μέσω κάποιας εταιρείας, ο ΜΕ2 απάντησε ότι τον πλήρωνε ο ΑΣ από την τσέπη του.

 

Ενάγοντας (ΜΕ3)

 

13. Σύμφωνα με τη γραπτή μαρτυρία του Ενάγοντα ο ίδιος αναφέρει ότι ο μοναδικός διευθυντής και γραμματέας της Εναγόμενης ήταν ο ΑΣ. Επιπλέον αναφέρει ότι ο ΑΣ ήταν και κουμπάρος του και μέχρι το θάνατό του, ήτοι την 1/1/2018, διατηρούσαν άριστες σχέσεις. Ότι στις 10/7/2011 δυνάμει ρητής συμφωνίας που έγινε στην Λάρνακα μεταξύ του ιδίου και της Εναγόμενης δια του μοναδικού διευθυντή της, ΑΣ, ο ίδιος συμφώνησε να χορηγήσει στην τελευταία το επίδικο ποσό υπό μορφή δανείου - επίδικο δάνειο-  και το οποίο η Εναγόμενη θα επέστρεφε όποτε αυτό καταστεί απαιτητό μετά το πέρας ενός έτους από την ημερομηνία συνομολόγησης της αναφερόμενης συμφωνίας ήτοι από την 10/7/2012.

 

14. Περαιτέρω αναφέρει ότι ήταν ρητός όρος του επίδικου δανείου ότι θα του επιστρεφόταν το επίδικο ποσό με νόμιμο τόκο προς 5.5% ετησίως. Επιπλέον αναφέρει ότι ο ΑΣ τον πληροφόρησε ότι χρειαζόταν το επίδικο ποσό για τη συντήρηση του σκάφους, το οποίο άνηκε στην Εναγόμενη (το “Σκάφος”). Αναφέρει δε ότι θυμάται ότι ο ΑΣ του είχε δείξει και κάποια τιμολόγια που είχαν εκδοθεί προς την Εναγόμενη για διάφορα έξοδα του Σκάφους για ασφάλιστρα και για συντήρηση.

 

15. Κατά τις 7/10/2011 η Εναγόμενη του ζήτησε διά του διευθυντή της (ΑΣ) και εξέδωσε επιταγή της Συνεργατικής Κεντρικής Τράπεζας με αριθμό 28947184 για το επίδικο ποσό την οποία κατέθεσε στο λογαριασμό με αριθμό 3004991100015 στην τράπεζα Πειραιώς κατόπιν προτροπής του ΑΣ. Αντίγραφο της εν λόγω επιταγής κατατέθηκε στη διαδικασία ως Τεκμήριο Γ1. Αναφέρει δε ότι ο ΑΣ του ζήτησε να καταθέσει την πιο πάνω επιταγή σε συγκεκριμένο λογαριασμό στην Τράπεζα Πειραιώς ενόψει του ότι η Εναγόμενη δεν διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό στην Κύπρο.

 

16. Κατά τις 8/10/2011 η Εναγόμενη διά του ΑΣ έδωσε στον Ενάγοντα διά χειρός επιστολή υπογεγραμμένη εκ μέρους της πρώτη διά της οποίας η Εναγόμενη δηλώνει ότι οφείλει στον Ενάγοντα το ποσό των €70.000, ήτοι το επίδικο ποσό. Η εν λόγω πρωτότυπη επιστολή κατατέθηκε ως Τεκμήριο Γ2.

 

17. Αναφέρει δε ότι σε διάφορα χρονικά διαστήματα μετά τις 10/7/2012, μεταξύ άλλων, τον Οκτώβριο του 2017 και στις 29/12/2017, ζήτησε το επίδικο ποσό από τον ΑΣ, και ο τελευταίος τον διαβεβαίωνε ότι θα του το επέστρεφε εντός σύντομου χρονικού διαστήματος. Την τελευταία φορά, ήτοι στις 29/12/2017 ο ΑΣ τον διαβεβαίωσε ότι θα αποπληρώσει το επίδικο ποσό το αργότερο μέχρι τις 15/1/2018. Ο ΑΣ απεβίωσε την 1/1/2018.

 

18. Η Εναγόμενη ήταν ιδιοκτήτρια του Σκάφους με αριθμό εγγραφής XXXX με το όνομα Aphrodite Plaza, μάρκας Azimut S.P.A. Ιταλικής κατασκευής, έτους και λιμανιού εγγραφής XXXX, με διεθνή ταυτότητα κλήσης XXXXX, με έτος κατασκευής το 2002, αριθμός πλαισίου XXXXX. Σχετικό πιστοποιητικό εγγραφής του Σκάφους κατατέθηκε ως τεκμήριο Γ3. Αναφέρει ότι ο ίδιος ήταν ο εγγεγραμμένο καπετάνιος του Σκάφους προσκομίζοντας το επίσημο ναυτολόγιο - Τεκμήριο Γ4-. Αναφέρει επίσης ότι η Εναγόμενη κατά καιρούς εξέδιδε γενικό πληρεξούσιο στον ίδιο για το Σκάφος (Τεκμήρια Γ5, Γ6, Γ7).

 

19. Κατόπιν θανάτου του ΑΣ, ο Ενάγοντας σε συνάντηση με τον γιο του ΑΣ (Στήβεν Σωφρονίου) στις 8/3/2018 ρώτησε πότε θα του εξοφληθεί το επίδικο ποσό και ο τελευταίος του ανέφερε ότι με την πώληση του Σκάφους θα του αποπλήρωναν μέρος του επίδικου ποσού. Ακολούθως σε συνάντηση με το ΜΥΙ ο οποίος είχε αναλάβει ως διευθυντής της Εναγόμενης, ο τελευταίος διαβεβαίωσε ότι θα εξοφλήσουν ένα μέρος του επίδικου ποσού. Ακολούθως ο ΜΥ1 και μέσω τρίτων ατόμων προσπαθούσαν να πείσουν τον Ενάγοντα να αποδεχτεί εξόφληση μέρος του επίδικου ποσού. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού του Ενάγοντα ότι το επίδικο ποσό θα ξοδευόταν σε διάφορα έξοδα του Σκάφους, για παράδειγμα ασφάλιστρα και συντήρηση, ο ίδιος προσκόμισε έγγραφο ανανέωση ασφάλισης όσον αφορά την ασφάλεια του Σκάφους η οποία φαίνεται να λήγει στις 28/5/2014 (Τεκμήριο Γ13) και έγγραφο το οποίο έχει εκδοθεί από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας, το οποίο αναφέρει τη κατάσταση συγκεκριμένων συσκευών ημερομηνίας 25/2/2014 (Τεκμήριο Γ14).

 

20. Κατά την αντεξέταση του ο ΜΕ3 επανέλαβε σε μεγάλο βαθμό τα όσα ανέφερε κατά την κυρίως εξέταση του. Σε ερώτηση του δικηγόρου της Εναγόμενης προς τον ίδιο γιατί το επίδικο θέμα προέκυψε μετά το θάνατο του ΑΣ, ο Ενάγοντας απάντησε ότι πριν το θάνατο του ΑΣ, ο τελευταίος επανελλειμένα τον διαβεβαίωνε ότι θα του επιστρέψει το επίδικο ποσό. Επιπλέον κατά την αντεξέταση του ο Ενάγοντας επιβεβαίωσε ότι η Εναγόμενη κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν είχε τραπεζικό λογαριασμό και ότι κατόπιν προτροπής του ΑΣ το επίδικο ποσό κατατέθηκε σε προσωπικό λογαριασμό του ΑΣ. Στη συνέχεια αναφέρει ότι ο ΑΣ του είχε δώσει συγκεκριμένο λογαριασμό για να καταθέσει τα λεφτά ενώ δεν ήξερε εάν αυτός ο λογαριασμός άνηκε σε κάποια από τις εταιρείες που ανήκουν στον ΑΣ. Αναφέρει δε ότι το επίδικο ποσό χρησιμοποιήθηκε για την μετατροπή του Σκάφους σε επιβατικό και σε διάφορα άλλα έξοδα της Εναγόμενης. Επιβεβαίωσε δε ότι το επίδικο ποσό το χρωστούσε η Εναγόμενη και όχι ο ΑΣ προσωπικά. Όσον αφορά τη Βεβαίωση (Τεκμήριο Γ2) όταν ο Ενάγοντας ρωτήθηκε για την ημερομηνία που δόθηκε ο ίδιος απάντησε ότι δεν θυμάται ακριβώς ποιά ημερομηνία υπογράφτηκε και ότι του δόθηκε μετά που κατέθεσε το επίδικο ποσό στην τράπεζα. Επιπλέον σε υποβολές που του έγιναν από το δικηγόρο της Εναγόμενης ότι το επίδικο ποσό δεν συμπεριλήφθηκε στα λογιστικά της Εναγόμενης και ότι ο λογιστής της εταιρείας κ. Ιάκωβος Ιακώβου δεν γνώριζε για το επίδικο δάνειο, ο ίδιος ανέφερε ότι δεν ξέρει κατά πόσο ο ΑΣ ενημέρωσε τον λογιστή για το επίδικο δάνειο και ότι οι ασχολίες του ιδίου επικεντρώνονταν στο Σκάφος. Επιπλέον ο Ενάγοντας ανέφερε ότι η πρώτη φορά που απαίτησε το επίδικο ποσό, γραπτώς με επιστολή ήταν το 2018. Ο ΑΣ σε σχετική ερώτηση του συνηγόρου της Εναγόμενης ανέφερε ότι δεν προέβη σε οποιαδήποτε ενέργεια πριν το 2018 όσον αφορά το επίδικο ποσό ενόψει του ότι ο ΑΣ τον διαβεβαίωνε συστηματικά ότι θα το επέστρεφε.

 

Άντρια Μπύρου (ΜΕ4)

 

21. Η ΜΕ4 κατά την κυρίως εξέταση της ανέφερε ότι είναι τραπεζικός υπάλληλος στην ASTROBANK, στο υποκατάστημα Μακαρίου Λάρνακας. Βλέποντας το Τεκμήριο Γ1 ανέφερε ότι η εν λόγω επιταγή κατατέθηκε σε λογαριασμό με αριθμό 92986, αντίγραφο του οποίου κατατέθηκε ως Τεκμήριο Γ15. Εξήγησε ότι στο Τεκμήριο Γ15 φαίνεται ότι η επιταγή η οποία αφορά το επίδικο ποσό κατατέθηκε σε λογαριασμό της εταιρείας LARIX MANAGEMENT LTD (“LARIX”). Επιπλέον κατά την κυρίως εξέταση της κατάθεσε τη καρτέλα υπογραφών της LARIX,  καθώς και σχετική κατάσταση λογαριασμού της LARIX και του ΑΣ (Τεκμήρια Γ16, Γ17 και Γ18 αντίστοιχα). Κατά την αντεξέταση της ανέφερε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο η LARIX είναι εγγεγραμμένη εταιρεία στην Κύπρο, ούτε εάν κατά τον επίδικο χρόνο ο ΑΣ ήταν διευθυντής ή μέτοχος της και ότι στο Τεκμήριο Γ16 φαίνεται ότι αξιωματούχος της LARIX είναι μια άλλη εταιρεία την οποία δεν γνωρίζει, ωστόσο ανέφερε ότι ο υπογραφέας (signatory) της εν λόγω εταιρείας φαίνεται να είναι ο ΑΣ. Επιπλέον συσχετίζοντας τα Τεκμήρια Γ17 και Γ18 εξηγεί πώς το επίδικο ποσό κατατέθηκε από τον τραπεζικό λογαριασμό της LARIX σταδιακά σε τραπεζικό λογαριασμό του ΑΣ. Επιπλέον ανέφερε ότι δεν γνωρίζει για πιο σκοπό κατατέθηκε το επίδικο ποσό στην LARIX ούτε για οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.

 

Μάριος Μαρκίδης (ΜΕ5)

 

22.      Ο Μάριος Μαρκίδης, ΜΕ5, εμπειρογνώμονας γραφολόγος κατέθεσε ως Τεκμήριο Δ την έκθεση που ετοίμασε για το θέμα της υπογραφής του ΑΣ, στη Βεβαίωση (Τεκμήριο Γ2) καθώς και τεκμήριο Δ.1 δέσμη εγγράφων για τον περιορισμένο σκοπό των υπογραφών του ΑΣ. Ως αναφέρεται στο Τεκμήριο Δ ο ΜΕ5 κατόπιν οδηγιών του Ενάγοντα διενήργησε γραφολογική εξέταση της υπογραφής που φαίνεται πάνω από το όνομα “Αντρέας Σωφρονίου”, στην πρωτότυπη Βεβαίωση και σύγκρινε αυτήν με δείγματα υπογραφής ανύποπτου χρόνου του ΑΣ. Τα εν λόγω δείγματα αναφέρει ότι καλύπτουν περίοδο 10 χρόνων από το 2007 μέχρι και το 2017. Σύμφωνα με το Τεκμήριο Δ ο ΜΕ5 αναφέρει ότι εξετάζοντας και συγκρίνοντας τα 11 δείγματα υπογραφής του ΑΣ παρουσιάζεται ευρύ φάσμα φυσιολογικών παραλλαγών. Αναφέρει ότι σε όλα τα δείγματα υπογραφών του ΑΣ υπάρχει και επαναλαμβάνεται με συνέπεια κοινός συνδυασμό ιδιαίτερων γραφολογικών γνωρισμάτων ο οποίο σε συνάρτηση με το στοιχείο της επανάληψης προδίδουν έντονη ατομικότητα. Καταλήγει δε ότι είναι πεπεισμένος ότι έχει ενώπιον του γνήσιες υπογραφές του ΑΣ.

 

23.      Αντεξεταζόμενος από το συνήγορο της Εναγόμενης ο ΜΕ5 ανέφερε ότι ως εμπειρογνώμονας χρησιμοποιεί τη συγκριτική αναλυτική μέθοδο, η μέθοδος αυτή είναι διαπιστευμένη βάσει ISO17025 από το 2007 στην Κύπρο και βασίζεται στις θεμελιώδεις αρχές της δικαστικής γραφολογίας, αρχή της ατομικότητας, αρχή του αυτοματισμού της γραφής και η αρχή της ποικιλίας των γραφικών κινήσεων. Στη βάση αυτών ανέφερε ότι ετοίμασε και το Τεκμήριο Δ. Επιπλέον ως προς την διαφορετικότητα των υπογραφών που φαίνονται στα δείγματα ο ΜΕ5 εξήγησε ότι το ανθρώπινο χέρι δεν παράγει ίδια αποτελέσματα, στα δείγματα υπογραφών υπάρχει ποικιλία και ο ρόλος του εξετάζοντας τα εν λόγω δείγματα είναι να εξετάσει στο πλαίσιο που φαίνονται οι παραλλαγές κατά πόσο υπάρχει αδικαιολόγητη διαφορά στην οποία θα προβληματιστεί ένας ειδικός. Επιβεβαίωσε δε ότι ο συνδυασμός της υπογραφής του ΑΣ υπάρχει και επαναλαμβάνεται σε όλα τα δείγματα και στην αμφισβητούμενη υπογραφή (Τεκμήριο Β2- Βεβαίωση). Σε σχετική ερώτηση του συνήγορου της Εναγόμενης ο ΜΕ4 ανέφερε ότι δεν μπορεί να γνωρίζει πότε υπογράφτηκε το εν λόγω έγγραφο. Σε απάντηση της υποβολής του συνηγόρου της Εναγόμενης ότι το Τεκμήριο Γ2 φαίνεται ξεκάθαρα ότι είναι προσπάθεια απομίμησης της υπογραφής του ΑΣ απάντησε με παραπομπή στο Τεκμήριο Δ (σελίδα 12) ότι κατόπιν αξιολόγησης της αμφισβητούμενης υπογραφής ανέφερε ξεκάθαρα ότι η εν λόγω υπογραφή είναι γραμμένη ελεύθερα με ταχύτητα και δεν υπάρχουν οποιαδήποτε στοιχεία προσπάθειας αντιγραφής ή απομίμησης και ότι επίσης η υπογραφή σαν χάραξη σχηματίζεται από φυσικότητα και αυθορμητισμό. Ακολούθως αναφέρει ότι η επίδικη υπογραφή περιλαμβάνει μια τεχνική και ένα βάλσαμο διαφόρων τρόπων σχηματισμού της. Ο συνδυασμός αυτό των γραφολογικών γνωρισμάτων είναι αδύνατον να αντιγραφεί από ένα πρόσωπο και κατά τον ίδιο χρόνο με την ίδια ταχύτητα χωρίς οποιαδήποτε στοιχεία εμφανέστατη προσπάθειας αντιγραφής ή απομίμησης.

 

Ζαχαρίας Πουτζιουρής (ΜΥ1)

 

24. Ο ΜΥ1 υιοθέτησε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του την ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 3/4/2018, η οποία υποστήριζε την ένσταση της Εναγόμενης στο πλαίσιο αίτησης του Ενάγοντα για ενδιάμεσα διατάγματα, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο Ε. Σύμφωνα με το Τεκμήριο Ε ο ΜΥ1 αναφέρει ότι ο ΑΣ ήταν ο μοναδικός διευθυντής της εταιρείας από τις 5/12/2006 μέχρι και την ημερομηνία που απεβίωσε, ήτοι 1/1/2018. Ο ΜΥ1 αναφέρει ότι μετά το θάνατο του ΑΣ, διευθυντής της Εναγόμενης ήταν η εταιρεία VCS Valuable Solutions Ltd, της οποίας ο ίδιος ήταν διευθυντής. Επιπλέον ανέφερε ότι εξ όσων γνωρίζει δεν αληθεύουν οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα ήτοι ότι ο Ενάγοντας έδωσε το επίδικο ποσό στην Εναγόμενη υπό μορφή δανείου. Επιπλέον ότι ο ΑΣ ουδέποτε όσο ήταν εν ζωή του ανέφερε οτιδήποτε για το επίδικο δάνειο. Μέρος του Τεκμηρίου Ε αποτελούν οι οικονομικές καταστάσεις της Εναγόμενης για τα έτη 2011 και 2012, στις οποίες ως ανέφερε ο ΜΥ1 δεν αποκαλύπτουν ότι η Εναγόμενη οφείλει οποιοδήποτε ποσό στον Ενάγοντα. Επιπλέον δηλώνει ότι η Εναγομενη ουδέποτε είχε τραπεζικό λογαριασμό μεταξύ των ετών 5/12/2006 μέχρι 31/12/2014 (Τεκμήριο Ε) και ότι δεν θα μπορούσε να λάβει το επίδικο ποσό. Ως προς τη Βεβαίωση ο ίδιος αναφέρει ότι δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο καθότι δεν περιέχει ημερομηνία σύνταξης, ούτε μάρτυρες υπογραφών και δεν είναι χαρτοσημασμένη. Ισχυρίζεται ότι από το 2012 μέχρι το θάνατο του ΑΣ ενώ ο Ενάγοντας ισχυρίζεται ότι επανειλημμένα απαίτησε το επίδικο ποσό, δεν έστειλε οποιαδήποτε επιστολή απαίτησης και ότι οι παρούσες απαιτήσεις εναντίον της Εναγόμενης αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις με σκοπό ο Ενάγοντας να αποσπάσει χρήματα από την Εναγόμενη. Αναφέρει επίσης ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο οι σχέσεις του Ενάγοντα και του ΑΣ ήταν άριστες αφού ουδέποτε ο ΑΣ του είχε αναφέρει κάτι τέτοιο.

 

25. Κατά την αντεξέταση του ΜΥ1 ο ίδιος ανέφερε ότι δεν έχει καμία γνώση για το επίδικο δάνειο, το έμαθε όταν τον ενημέρωσε ο Ενάγοντας και ο ίδιος του ζήτησε να φέρει αποδεικτικά στοιχεία τα οποία ο τελευταίος ουδέποτε προσκόμισε. Επιπλέον επιβεβαίωσε ότι είχαν γίνει προσπάθειες εξεύρεσης λύσης της απαίτησης του Ενάγοντα χωρίς η Εναγόμενη να αποδέχεται το χρέος ή οποιαδήποτε ευθύνη. Σε σχετική ερώτηση του συνηγόρου του Ενάγοντα, ο ΜΥ1 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο η υπογραφή που φαίνεται στο Τεκμήριο Γ2 είναι αυθεντική.

 

26. Κατά την ακροαματική διαδικασία της Αγωγής, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών υιοθέτησαν τις γραπτές αγορεύσεις τις οποίες ετοίμασαν προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου. Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και θα αναφερθώ σε αυτές στη συνέχεια όπου κρίνω σκόπιμο.

 

 

 

 

 

 

V. Νομική Πτυχή

 

27. Επί του παρόντος σημειώνω ότι με τις αγορεύσεις τους οι συνήγοροι και των δύο πλευρών ασχολήθηκαν και με τη νομική πτυχή της φύσης της συγκεκριμένης υπόθεσης για την οποία πτυχή αναφέρω τα εξής:

 

28. Είναι πάγια νομολογημένο ότι στις πολιτικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα το βάρος απόδειξης της υπόθεσης το φέρει ο ενάγοντας στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Το κριτήριο δεν είναι εάν η θέση του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι πιο πιθανή από εκείνη του αντιδίκου του, αλλά κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι η δική του θέση ή εκδοχή είναι πιο πιθανή παρά όχι (βλ. Κουκουλή κ.α ν. Παπαδημήτρη Π.Ε. 378/10 ημερ.29.1.16, Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χρυσάνθου κ.ά. v. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295).

 

29. Το άρθρο 25 του περί Συμβάσεων Νόμου (ΚΕΦ.149) αναφέρει:

 

“Συμφωνία που συνάφθηκε χωρίς αντιπαροχή είναι άκυρη, εκτός αν-

(α) καταρτιστεί γραπτώς και υπογραφτεί από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής και συνάπτεται λόγω φυσικής αγάπης και στοργής μεταξύ των μερών, οι οποίοι έχουν στενή συγγένεια μεταξύ τους~ ή εκτός αν

(β) είναι υπόσχεση αποζημίωσης, εν όλω ή εν μέρει, προσώπου το οποίο ήδη έπραξε κάτι εκούσια για τον οφειλέτη ή έπραξε κάτι το οποίο ο οφειλέτης θα μπορούσε νομικά να υποχρεωθεί να πράξει~ ή εκτός αν

(γ) είναι υπόσχεση, που παρέχεται γραπτώς και υπογράφεται από το μέρος που φέρει το βάρος αυτής, για ολική ή μερική καταβολή χρέους, την καταβολή του οποίου ο πιστωτής θα μπορούσε να επιβάλει ελλείψει οποιουδήποτε νόμου που ισχύει εκάστοτε και αφορά την παραγραφή.

Σε κάθε τέτοια περίπτωση η συμφωνία συνιστά σύμβαση (...).”

30.      Σχετικά επίσης είναι τα ακόλουθα τα οποία λέχθηκαν στην υπόθεση Λεωνίδας Μιχαηλίδης v. Λήδα Γρηγορίου, Πολιτική Έφεση αρ. 364/18, 17/4/2024:

“Είναι σαφές από την νομολογία ότι πρόσωπο που λαμβάνει χρήματα υπό μορφή δανείου, οφείλει να τα επιστρέψει εκτός αν αποδείξει ότι αυτά δόθηκαν χαριστικά και χωρίς την πρόθεση των μερών για έγκυρη σύναψη δανειακής σύμβασης. Σχετική είναι η υπόθεση Volpi and another v Volpi [2022] EWCA Civ 464 στην οποία λέχθηκαν τα πιο κάτω:

«Under normal circumstances in English law, where A receives money from B the money is prima facie repayable unless B can establish that the money was a gift:  Seldon v Davidson [1968] 1 WLR 1083»

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Υπό κανονικές συνθήκες στο αγγλικό δίκαιο, όταν ο Α λαμβάνει χρήματα από τον Β, τα χρήματα είναι εκ πρώτης όψεως επιστρεπτέα, εκτός εάν ο Β μπορεί να αποδείξει ότι τα χρήματα ήταν δώρο: Seldon v Davidson [1968] 1 WLR 1083»

Η έννοια της σύμβασης δανείου και ο τρόπος απόδειξης της, καθορίζεται ως εξής στο σύγγραμμα Bullen & Leake & Jacob's Precedents of Pleadings, Volume 2, 19th Ed. Page 309:

«A contract of loan of money is a contract whereby one person lends or agrees to lend a sum of money to another, in consideration of a promise express or implied to repay that sum on demand, or at a fixed or determinable future time, or conditionally upon an event which is a certainly. A claim for money lent is a claim for debt. Where it can be shown (by proof or admission) that A has paid money to B, then in the absence of any presumption of advancement, there is prima facie an obligation to repay upon B; the onus is upon B to establish that the money was intended as a gift».

Σε ελεύθερη μετάφραση:

«Η σύμβαση δανεισμού χρημάτων είναι μια σύμβαση με την οποία ένα πρόσωπο δανείζει ή συμφωνεί να δανείσει ένα χρηματικό ποσό σε άλλο, έναντι μιας υπόσχεσης ρητής ή σιωπηρής αποπληρωμής αυτού του ποσού σε πρώτη ζήτηση, ή σε καθορισμένο ή προσδιορίσιμο μελλοντικό χρόνο, ή υπό όρους από ένα γεγονός που είναι καθορισμένο. Μια απαίτηση για χρήματα που δανείζονται είναι απαίτηση για αποπληρωμή χρέους. Όταν μπορεί να διαφανεί (με απόδειξη ή παραδοχή) ότι ο Α κατέβαλε χρήματα στον Β, τότε, ελλείψει του τεκμηρίου δωρεάς, υφίσταται εκ πρώτης όψεως υποχρέωση επιστροφής στον Β· Ο Β φέρει το βάρος να αποδείξει ότι τα χρήματα προορίζονταν ως δώρο».

31.      Κατατοπιστικό επί της νομικής πτυχής του επίδικου δανείου είναι και τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Chitty on Contracts, Sweet and Maxwell, 2017, παρα. 39-258, στην οποία αναφέρονται τα εξής:

 

“A contract of loan of money is contract whereby one person lends or agrees to lend a sum of money to another, in consideration of promise express or implied to repay that sum on demand, or at a fixed or determinable future time or conditionally upon an event which is bound to happen, with out without interest. In many circumstances, the question whether a particular transaction, is in law, a “loan” or not will be immaterial since the transaction will take effect according to the intention of the parties, however the contract may be classified.”

 

VΙ. Αξιολόγηση Mαρτυρίας

 

32.      Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πρωτίστως στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και με γνώμονα τις καλά καθιερωμένες νομολογιακές αρχές (βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Χρ.Παπαδόπουλου (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1924 Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974, Mirza Feiz Hasan v. Μιχάλη Ανδρέου, Π.Ε 2/2011, ημερομηνίας 2.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A803, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Εφεση Αρ. 185/2012, 19/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A179, Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329, Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612, Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266 και Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 391).

 

33.      Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, παρακολουθώντας παράλληλα τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως επίσης και την δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ.Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).Υπό το φως των ανωτέρω αρχών προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.

 

34.      Έχω μελετήσει το περιεχόμενο της μαρτυρία που προσκόμισε κάθε πλευρά, δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην πειστικότητα, λογική και συνοχή της μαρτυρίας και το βαθμό στον οποίο συνάδει με τις δικογραφημένες θέσεις και το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.

 

35. Θεωρώ σημαντικό να ξεκινήσω από το Τεκμήριο Γ2 λόγω του ότι φέρεται να συνιστά κατ’ ισχυρισμό γραπτή παραδοχή της Εναγόμενης ότι οφείλει το ποσό των €70.000 στον Ενάγοντα. Το περιεχόμενο του εν λόγω εγγράφου φαίνεται από την όψη του και μόνο να παρουσιάζει την Εναγόμενη να αποδέχεται εγγράφως δια του κοινός αποδεκτού αξιωματούχου της κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι του ΑΣ, ότι οφείλει στον Ενάγοντα το ποσό των €70.000. Επειδή κατά την ακρόαση επιχειρήθηκε να αμφισβητηθεί και η αποδεκτότητα αλλά και η βαρύτητα της Βεβαίωσης αυτής, στη βάση του ότι ο αξιωματούχος της Εναγόμενης που παρουσιάζεται να υπογράφει για τη τελευταία έχει αποβιώσει, και επειδή τυχόν απόδοση πλήρους βαρύτητας στο εν λόγω έγγραφο θα έχει καθοριστική σημασία για τις εκατέρωθεν θέσεις κρίνω σκόπιμο όπως προχωρήσω με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που περιβάλλει και σχετίζεται με το εν λόγω έγγραφο.

 

36. Αρχής γενομένης ο ΜΕ5 υπενθυμίζω, είχε κληθεί από την πλευρά του Ενάγοντα υπό την ιδιότητα του εμπειρογνώμονα γραφολόγου και η εμπειρογνωμοσύνη του όπως και τα προσόντα του δεν έχουν αμφισβητηθεί από την Εναγόμενη. Αποδέχομαι συνεπώς τον εν λόγω μάρτυρα ως εμπειρογνώμονα γραφολόγο. Ο ΜΕ5 ισχυρίστηκε ότι κατόπιν έρευνας που διεξήγαγε με βάση την εμπειρογνωμοσύνη του η συγκεκριμένη Βεβαίωση συνιστά γνήσιο έγγραφο υπό την έννοια ότι φέρει τη γνήσια υπογραφή του προσώπου που δεν αμφισβητείται ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν διευθυντής της Εναγόμενης και είχε την εξουσία να δεσμεύει την Εναγόμενη με τις πράξεις του, ήτοι του ΑΣ.

 

37. Όσον αφορά τη μαρτυρία του ΜΕ5 σημειώνω ότι ο μάρτυρας προς υποστήριξη της πιο πάνω θέσης κατέθεσε μια πολυσέλιδη έκθεση (Τεκμήριο Δ) στην οποία ανέλυσε με λεπτομέρεια πώς και γιατί κατέληξε στα συμπεράσματα του παραθέτοντας με την ίδια λεπτομερή εξήγηση και τη κάθε ενέργεια στην οποία προέβη αλλά και το επιστημονικό υπόβαθρο των ενεργειών του αυτών.

 

38. Ο μάρτυρας έδωσε πλήρεις και λεπτομερείς επιστημονικές εξηγήσεις για το πώς δικαιολογείται να υπάρχουν μικροδιαφορές στις υπογραφές χωρίς αυτό να σημαίνει είτε ότι δεν είναι γνήσια η υπογραφή είτε ότι το πρόσωπο που έχει υπογράψει δεν είναι το ίδιο. Προς αντίκρουση των επιστημονικών θέσεων του ΜΕ5, η υπεράσπιση δεν παρουσίασε καμία αναλόγου βαρύτητα μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Παρέμειναν δηλαδή επιστημονικά μετέωρες οι υποβολές που η Υπεράσπιση έθεσε προς τον εμπειρογνώμονα- ΜΕ5 όπως και παρέμεινε άνευ επιστημονικής αντίκρουσης η κατά τα άλλα λεπτομερής και εξειδικευμένη έκθεση του τελευταίου. Πέραν και ανεξάρτητα αυτού θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Υπεράσπιση η οποία αμφισβήτησε την ορθότητα της έκθεσης του ΜΕ5, δηλαδή το Τεκμήριο Δ περιορίστηκε στο να υποβάλει μόνο εξ όψεως ότι η επίμαχη υπογραφή δεν είναι γνήσια, η θέση αυτή της Υπεράσπισης δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα και αυτό βεβαίως μέσα από τα μάτια ενός μη εμπειρογνώμονα.

 

39. Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω τις αρχές που διέπουν την μαρτυρία εμπειρογνώμονα παραπέμποντας σχετικά στην υπόθεση Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1 ΑΑΔ 746 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

 

“Η ιδιότητα του πραγματογνώμονα επιτρέπει παρέκκλιση από τους κανόνες ως προς την απόδειξη. Αυτή όμως η παρέκκλιση σχετίζεται μόνο με τη δυνατότητα έκφρασης γνώμης. Ο πραγματογνώμονας, κατ' εξαίρεση προς το γενικό κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητάς του. (Βλ. Vassilico Cement Works v. Stavrou (1978) 1 CLR 389, Constantinides (Akinita) Ltd v. Mavrogenis (1983) 1 CUR 663). Σε τέτοια περίπτωση, όπως έχει εξηγηθεί επανειλημμένα, ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του έτσι που να μπορέσει ο δικαστής να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων πάνω στα γεγονότα που αποδεικνύει η μαρτυρία. (Βλ. Davie ν. Edimborough Magistrates (1953) S.C. 34, Andreas Anastassiades v. Republic (1977) 2 CLR 97, Pouris and Another v. Republic (1983) 2 CLR 170, Philippou v. Odysseos (1989) 1 CLR 1.)

 

Κατά τα άλλα, οι κανόνες που διέπουν τη μαρτυρία όλων των μαρτύρων, διέπουν και τη μαρτυρία των πραγματογνωμόνων.”

(η έμφαση έχει προστεθεί)

 

40.      Κατατοπιστικά είναι και τα όσα λέχθηκαν στην πρόσφατη υπόθεση FEDERAL BANK OF LEBANON (SAL) v. ΝΙΚΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 132/2021, 5/12/2024 τα οποία παραθέτω πιο κάτω:

 

“Στην Ψάλτης ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 113, λέχθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα, εδράζεται στις ίδιες αρχές με βάση τις οποίες αξιολογείται η μαρτυρία και των υπολοίπων μαρτύρων. Ως εκ τούτου, το Δικαστήριο υποχρεούται να αξιολογήσει τέτοια μαρτυρία και να προβεί στην κατάληξη του, αναφορικά με την αξιοπιστία του μάρτυρος, είτε αποδεχόμενο εξ ολοκλήρου τη μαρτυρία του ή μέρος αυτής, είτε απορρίπτοντας τη στο σύνολο της (βλ. Μιχαήλ ν. Δημοκρατίας (2005) 2 Α.Α.Δ. 692). Είναι σαφές από την πιο πάνω νομολογία ότι η εκτίμηση της μαρτυρίας εμπειρογνώμονα δεν διαφέρει από την αντιμετώπιση άλλων μαρτύρων.”

 

41. Στη βάση των πιο πάνω και σε συνδυασμό με τη καλή εντύπωση που μου έκανε ο ΜΕ5 ως μάρτυρας, αποδέχομαι την μαρτυρία του ΜΕ5 ως αξιόπιστη και αποδέχομαι ότι η Βεβαίωση αποτελεί γνήσιο έγγραφο υπογεγραμμένο από τον κατά τον ουσιώδη χρόνο μοναδικό διευθυντή της Εναγόμενης εταιρείας εκ μέρους της ίδιας, ήτοι τον ΑΣ, όπως και αποδέχομαι και ως αξιόπιστο και το συμπέρασμα του ΜΕ5.

 

42. Προχωρώ τώρα να εξετάσω το θέμα της βαρύτητας που δύναται να δοθεί στη Βεβαίωση υπό το φως της ανωτέρω αποδοχής ότι πρόκειται για γνήσιο έγγραφο. Σημειώνω κατ’ αρχήν ότι μια σημαντική πτυχή που πρόβαλε η Υπεράσπιση είναι ότι η Βεβαίωση υπογράφεται από πρόσωπο το οποίο έχει αποβιώσει. Επί αυτής της θέση όμως σημειώνω τα ακόλουθα:

 

43. Πρώτον η συγκεκριμένη Βεβαίωση πρόκειται για έγγραφο το οποίο ασχέτως του φυσικού προσώπου που το υπογράφει συνιστά έγγραφο που προέρχεται από την Εναγόμενη εταιρεία. Δεν πρόκειται δηλαδή για έγγραφο που παρουσιάζεται να δεσμεύει τον αποβιώσαντα - ΑΣ- προσωπικά αλλά την Εναγόμενη εταιρεία που ο ίδιος εκπροσωπούσε κατά τον ουσιώδη για την παρούσα υπόθεση χρόνο, η οποία μέχρι και σήμερα είναι υπαρκτό νομικό πρόσωπο.

 

44. Κατά δεύτερον το εν λόγω έγγραφο παρουσιάζει την Εναγόμενη να δηλώνει ότι όντως οφείλει να πληρώσει στον Ενάγοντα το επίδικο ποσό που ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι της δάνεισε, πρόκειται δηλαδή για παραδοχή εναντίον συμφέροντος (admission against interest/ adverse admission). Θα ήταν άλλωστε παράλογο κατά την κρίση μου να μπορούσε να θεωρηθεί ότι όταν ένας υπάλληλος ή αξιωματούχος αποβιώσει τότε αυτό συνεπάγεται με αδυναμία απόδειξης όλων των πράξεων μέσω του εν λόγω υπαλλήλου ή αξιωματούχου, όπως για παράδειγμα η απόδειξη τήρησης λογιστικών βιβλίων από εσωτερικό λογιστή της εταιρείας, όταν αυτός αποβιώσει.

 

45. Τρίτον, ακόμη και αν ήθελαν εφαρμοστούν οι αρχές που σχετίζονται με τα θέματα εξ ακοής μαρτυρία που περιβάλλουν δηλώσεις αποβιώσαντα και πάλι η επί του προκειμένου θέση της Υπεράσπισης δεν θα μπορούσε να επιτύχει και αυτό αφενός γιατί το περιεχόμενο της Βεβαίωσης αποτελεί δυσμενή αποδοχή (adverse admission) της Εναγομένης το οποίο αποτελεί νομολογιακή εξαίρεση του κοινοδικαίου ως προς την αποδοχή εξ ακοής μαρτυρίας. Κατατοπιστικά είναι τα ακόλουθα που αναφέρονται στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England > Civil Procedure (Volume 11 (2020), paras 1–496; Volume 12 (2020), paras 497–1206; Volume 12A (2020), paras 1207–1740) > 18. Evidence > (10) Hearsay Evidence > (ii) Admissibility under the Civil Evidence Act 1995 > D. Evidence Formerly Admissible at Common Law:

 

“Under the common law, an informal admission adverse to a party to the proceedings, whether made by that party or by another person, might be given in evidence against that party for the purpose of proving any fact stated in the admission; and that rule was effectively preserved by the Civil Evidence Act 1968. The justification for the rule was that there was clearly a likelihood of truth in a statement adverse to the interests of its maker, which was not the case with statements made in his own favour.

 

The common law rule preserved by the 1968 Act is, however, superseded by the provisions of the Civil Evidence Act 1995. Adverse admissions are thus admissible as hearsay evidence subject to the safeguards contained in the 1995 Act.

 

Informal admissions may be by conduct as well as by statement. Thus payment of money by one party to another would be an admission by the former that the money was due to the latter; and an admission of a debt due under a written agreement may be inferred from conduct in order to support a claim upon an account stated.

 

As the value of an admission depends on the circumstances in which it was made, evidence of such circumstances will affect the weight of the admission. Thus, the party against whom it is tendered may show that it was made under an erroneous view of the law, or in ignorance of the facts, or when his mind was in an abnormal condition, or he may be otherwise able to explain it away.”

(η έμφαση έχει προστεθεί)

 

46.      Αφετέρου διότι η συγκεκριμένη Βεβαίωση αποτελεί δήλωση εναντίον συμφέροντος και δε χρηματικού, ως επίσης και δήλωση παραδοχής. Κατατοπιστικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα “Το Δίκαιο της Απόδειξης” Τ. Ηλιάδης & Ν. Γ. Σάντης (Β’ ΕΚΔΟΣΗ), σελ.297:

 

“(δ) Δηλώσεις Εναντίον Συμφέροντος

Προφορική ή γραπτή δήλωση που γίνεται από πρόσωπο εναντίον συμφέροντος του- για παράδειγμα, χρηματικού ή περιουσιακού (Κωνσταντίνου ν Αθανασίου και Άλλων (2012) 1(Γ) ΑΑΔ 2012)- μπορεί να γίνει αποδεκτή ως μαρτυρία για απόδειξη του γεγονότος στο οποίο αναφέρεται (Awake Security Services Limited και Άλλου ν. Μαυρομμάτη και Άλλης (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1257).

 

(i) Δηλώσεις εναντίον Χρηματικού Συμφέροντος

Δήλωση που έχει μορφή καταχώρισης σε βιβλίο λογαριασμών θεωρείται ως δήλωση εναντίον χρηματικού συμφέροντος όταν αναγνωρίζει την καταβολή ποσού στον αποβιώσαντα έναντι χρέους που του οφειλόταν, ή τον χρεώνει με πληρωμή οποιουδήποτε ποσού για το οποίο ήταν υπόλογος σε τρίτο πρόσωπο. Δήλωση που μαρτυρεί εξόφληση χρέους, γίνεται αποδεκτή όχι μονάχα για το γεγονός της εξόφλησης αλλά και για άλλα συνδεδεμένα με αυτό θέματα. Στην Higham v Ridway (1808) 10 East 109, δήλωση από γιατρό ότι τα έξοδα ΄γεννας είχαν πληρωθεί, έγινε δεκτή όχι μόνο για να αποδείξει το γεγονός της εξόφλησης αλλά και την ημερομηνία γέννησης του παιδιού.

(...)

 

(ζ) Δηλώσεις Παραδοχών

Επιζήμιες δηλώσεις παραδοχών από διάδικο μπορεί να γίνουν αποδεκτές για απόδειξη της αλήθειας του περιεχομένου τους (Χατζηγιάννης ν. Κουμάση και Άλλου (1995) 1 ΑΑΔ 150). Ο κύριος λόγος αποδοχής τέτοιας μαρτυρίας- όπως και των δηλώσεων εναντίον συμφέροντος τις οποίες συζητούμε πιο πάνω- είναι ότι, σε γενικές γραμμές, κανένας δεν προβαίνει σε δηλώσεις που είναι επιβαρυντικές για τον ίδιον εκτός αν είναι αληθείς. Αυτές οι δηλώσεις γίνονται αποδεκτές ασχέτως αν είναι εξ ακοής (Kayat Trading Limited v Genzyme Corporation (2011) 1(Γ) ΑΑΔ 2330, Γαβριήλ ν Κυπριακής Δημοκρατίας (2009) 2 ΑΑΔ 693, Awake Security Services Limited και Άλλου ν. Μαυρομμάτη και Άλλης (2006) 1(Β) ΑΑΔ 1257). (...)”

 

47. Κρίνω τέλος σκόπιμο να παραθέσω και αυτούσιο απόσπασμα από την υπόθεση Αγρότου Αντωνάκη Βασιλική και Άλλη ν. Ιωάννας Αντωνάκη Αγρότου (2016) 1 ΑΑΔ 1325 όπου το θέμα εξετάστηκε με παραπομπή στις υποθέσεις Aluminium Industries Ltd κ.ά. v. Alsaco Aluminium Ltd κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 1481, A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 415, Pakistan Cables Ltd v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 A.A.Δ. 1711:

 

“Αφής στιγμής το Δικαστήριο ορθά έκανε αποδεκτή την εν λόγω μαρτυρία (Τεκμήρια 2, 26 και 11) θα έπρεπε στη συνέχεια να την προσεγγίσει και να την εξετάσει υπό το φως των παραμέτρων που θέτουν τα Άρθρα 26 και 27 του Νόμου. Archbold Criminal Pleading, Evidence and Practice, 2009, σ.1425-26, παράγρ. 11-18Α, όπου εξετάζεται το ζήτημα αποδοχής μαρτυρίας προσώπου που έχει αποβιώσει σε συνάρτηση με τις αρχές της διασφάλισης της δίκαιης δίκης (A. Panayides Contracting Ltd v. Χαραλάμπους (2004) 1 Α.Α.Δ. 415, όπου εξετάστηκαν οι ως άνω αρχές, με την παρατήρηση βέβαια ότι η τροποποίηση του περί Αποδείξεως Νόμου ακολούθησε την απόφαση).

 

Παρατηρούμε ότι το Τεκμήριο 11 υπογραφόταν από τον αποβιώσαντα και τις δύο του θυγατέρες, εφεσείουσα 2 και εφεσίβλητη, τα δε άλλα δυο Τεκμήρια (Τεκμήρια 2 και 26) δεν αφορούσαν καν χειρόγραφες σημειώσεις, ήσαν έγγραφα τα οποία υπογράφησαν ενώπιον αρμοδίων προσώπων και μαρτύρων και κατατέθησαν κατά την ημερομηνία των επίδικων μεταβιβάσεων. Το Δικαστήριο όφειλε λοιπόν, εφόσον επέτρεψε την κατάθεση τους, να αξιολογήσει μόνο τη βαρύτητα που θα τους πρόσδιδε ως εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο των περιστάσεων από τις οποίες μπορούσε εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της, στο πλαίσιο και τις παραμέτρους που το ίδιο το Άρθρο 27 του Νόμου ορίζει:

 

«27.-(1) Κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που θα προσδοθεί σε εξ ακοής μαρτυρία, το Δικαστήριο λαμβάνει υπόψη το σύνολο των περιστάσεων, από τις οποίες μπορεί εύλογα να συναχθεί συμπέρασμα αναφορικά με την αποδεικτική αξία της εν λόγω μαρτυρίας.

 

(2) Ειδικότερα, και χωρίς επηρεασμό της γενικότητας του εδαφίου (1), το Δικαστήριο θα λαμβάνει υπόψη τα πιο κάτω:

 

(α) Κατά πόσο θα ήταν εύλογο και εφικτό ο διάδικος, που έχει προσαγάγει τη μαρτυρία, να είχε κλητεύσει ως μάρτυρα στη διαδικασία το πρόσωπο που έκαμε την αρχική δήλωση·

(β) το χρονικό διάστημα μεταξύ της αρχικής δήλωσης και του γεγονότος στο οποίο αυτή αναφέρεται·

(γ) το βαθμό της εξ ακοής μαρτυρίας, δηλαδή κατά πόσο η μαρτυρία περιλαμβάνει εξ ακοής μαρτυρία πέραν του πρώτου βαθμού·

(δ) κατά πόσο οποιοδήποτε εμπλεκόμενο πρόσωπο είχε οποιοδήποτε κίνητρο να αποκρύψει ή να παραποιήσει τα γεγονότα·

(ε) κατά πόσο η αρχική δήλωση μεταφέρθηκε επακριβώς ή όχι·

(στ) το πλαίσιο μέσα στο οποίο, ή οποιοσδήποτε σκοπός για τον οποίο έγινε η αρχική δήλωση·

(ζ) κατά πόσο η εξ ακοής μαρτυρία είναι ουσιωδώς διαφορετική από την αρχική δήλωση·

(η) κατά πόσο, υπό τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες προσάγεται η εξ ακοής μαρτυρία, φαίνεται ότι δεν διευκολύνεται η ορθή αξιολόγηση της βαρύτητας της μαρτυρίας ή γίνεται προσπάθεια παρεμπόδισης της ορθής αξιολόγησης της βαρύτητας της μαρτυρίας.

 

(3) Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος άρθρου,  κατά την αξιολόγηση της βαρύτητας που προσδίδεται από το Δικαστήριο σε εξ ακοής μαρτυρία, λαμβάνεται ιδιαίτερα υπόψη το κατά πόσο ο διάδικος θα μπορούσε να προσκομίσει την καλύτερη δυνατή μαρτυρία και δεν το έπραξε.»

 

Είναι εδώ που υπεισέρχεται η επιφύλαξη που θέτει το Άρθρο 24 και το δικαίωμα του διαδίκου (εδώ της εφεσίβλητης) να εξετάσει αποβιώσαντα μάρτυρα και η ενδεχόμενη αδυναμία της να προστατεύσει τα δικαιώματα της (Άρθρο 6.3 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Άρθρο 30.2 του Συντάγματος, Blackstone's Criminal Practice, 2007, σ. 33-4, §A 7-76, και οι Kostovski v. The Netherlands [1990] 12 EHRR 434 και Doorson v. The Netherlands [1996] 22 EHRR 330, στις οποίες παραπέμπουν οι συνήγοροι των εφεσειουσών), ζητήματα που θεωρούμε ότι ιδιαιτέρως επιφυλάσσονται σε ποινική διαδικασία. Όπως αναφέρθηκε και στην Pakistan Cables Ltd v. NSB General Trading (Overseas) Co Ltd κ.ά. (2012) 1 A.A.Δ. 1711, σ.1719:

 

«Η εξ ακοής μαρτυρία είναι η εξαίρεση στον κανόνα της αναγκαιότητας της παρουσίασης του μάρτυρα ώστε αυτός να υποστεί τη βάσανο της κριτικής αντεξέτασης. Η μη παρουσίαση του επιτρέπεται μόνο για καλό λόγο και σ'αυτό στόχευε η τροποποίηση που επέφερε ο νομοθέτης με το Νόμο υπ' αρ. 32(Ι)/2004, ώστε να άρει πιθανές αδικίες από την αυστηρή εφαρμογή των κανόνων της εξ ακοής μαρτυρίας, όπως προηγουμένως αυτοί ίσχυαν..»”

          (η έμφαση έχει προστεθεί)

 

48. Υπό το φως των πιο πάνω θεωρώ ότι δικαιολογείται να δοθεί πλήρης βαρύτητα στη συγκεκριμένη Βεβαίωση και δεν θεωρώ ότι επειδή το άτομο που έχει υπογράψει το εν λόγω έγγραφο εκ μέρους της Εναγόμενης εταιρείας έχει αποβιώσει αυτό θα πρέπει να επενεργήσει εις βάρος του Ενάγοντα αφού ως έχω εξηγήσει, η Βεβαίωση αυτή συνιστά βεβαίωση η οποία προέρχεται από την Εναγόμενη η οποία είναι ξεχωριστή νομική οντότητα. Το αν τώρα η Εναγόμενη δεν μπορεί να προσφέρει οποιαδήποτε εξήγηση για τους λόγους που δόθηκε η εν λόγω Βεβαίωση στον Ενάγοντα ή εάν θεωρεί ότι δεν τηρήθηκαν οι εσωτερικές της διαδικασίες που θα έπρεπε να τηρηθούν για την έκδοση μιας τέτοιας βεβαίωσης, αυτό δεν είναι θέμα που αφορά τον Ενάγοντα ή που μπορεί να ενεργήσει σε βάρος του, ιδιαίτερα από τη στιγμή που η Βεβαίωση έχει κριθεί γνήσια (βλ. Αγγελίδης ν. ΣΠΕ Παλουριώτισσας (1997)1 Γ Α.Α.Δ. 1771).

 

49. Προχωρώ τώρα να εξετάσω την υπόλοιπη μαρτυρία.

 

50. Ο Ενάγοντας αναφέρθηκε με απλότητα και χωρίς υπερβολές στα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης διευκρινίζοντας ξεκάθαρα για ποια γεγονότα είχε προσωπική γνώση και για ποια όχι και σε κανένα σημείο δεν επιχειρήσε να προωθήσει ισχυρισμούς για θέματα που δεν γνωρίζει. Εξήγησε δε λεπτομερώς το πώς κατέληξε να δανείσει το επίδικο ποσό στην Εναγόμενη και οι θέσεις του αυτές οι οποίες είχαν συνοχή και ήταν λογικοφανείς, δεν κλονίστηκαν κατά την αντεξέταση του. Άλλωστε η ουσία των ισχυρισμών του Ενάγοντα επιβεβαιώνεται και από τη γραπτή παραδοχή που προέβη η Εναγόμενη μέσω της Βεβαίωσης- Τεκμήριο Γ2- για την αξιολόγηση της οποίας έχω ήδη αναφερθεί πιο πάνω. Στο σημείο αυτό όμως να αναφέρω ότι η θέση του Ενάγοντα ότι η επίδικη συμφωνία δανείου με την Εναγόμενη προνοούσε και για πληρωμή τόκου δεν φαίνεται να βρίσκει έρεισμα στα ότι τέθηκαν ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου και δη στη Βεβαίωση/ Τεκμήριο Γ2 η οποία παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Ενάγοντα να συνιστά τη γραπτή αποτύπωση των όσων είχαν συμφωνηθεί προφορικά. Άλλωστε καμία εύλογη εξήγηση δεν έχει δοθεί ως προς το γιατί να καταρτιστεί η εν λόγω Βεβαίωση προκειμένου να παρέχει βεβαίωση στον Ενάγοντα ότι θα του επιστρεφόταν το επίδικο ποσό με την ανοχή και συγκατάθεση του Ενάγοντα και να μη συμπεριλαμβάνεται σε αυτή επιπλέον χρέωση τόκου. Αυτή λοιπόν τη πτυχή της εκδοχής του Ενάγοντα δεν την αποδέχομαι και την απορρίπτω.

 

51. Όσον αφορά τον ΜΕ1 το μόνο σχετικό με τα επίδικα θέματα που ο εν λόγω μάρτυρας ανέφερε ήταν μόνο ότι ο ΜΥ1 του είπε να συμβουλεύσει τον Ενάγοντα να αποδεχτεί το ποσό των €35.000 μείον €5.000 για δικηγορικά έξοδα για να μην τα χάσει όλα στο τέλος. Η μαρτυρία του συνεπώς κρίνεται δευτερεύουσας σημασίας. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το ΜΕ2 του οποίου η μαρτυρία περιορίστηκε ουσιαστικά σε αναφορές για τη στενή σχέση του Ενάγοντα και του ΑΣ και σε επανάληψη των όσων ο Ενάγοντας του ανέφερε για το δανεισμό του επίδικου ποσού. Υπενθυμίζω ότι ούτε ο ΜΕ1 ούτε ο ΜΕ2 δήλωσαν να είχαν προσωπική γνώση για τα επίδικα γεγονότα της υπόθεσης. Έστω λοιπόν και αν οι εν λόγω μάρτυρες φάνηκε να κατέθεσαν την αλήθεια, η μαρτυρία τους κρίνεται άνευ ουσιαστικής σημασίας για σκοπούς των επίδικων θεμάτων.

 

52. Η ΜΕ4 για την οποία δεν αμφισβητείται ότι συνιστά ανεξάρτητο πρόσωπο στην υπόθεση και ότι η εμπλοκή της έγινε στο πλαίσιο αυτής της ανεξάρτητης ιδιότητας που είχε ως τραπεζικός, η ίδια περιορίστηκε στο να εξηγήσει την κίνηση που οι τραπεζικές καταστάσεις της εταιρείας LARIX και του ΑΣ δείχνουν σε σχέση με τη κατάθεση του επίδικου ποσού από τον Ενάγοντα. Αν και η ΜΕ4 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει οτιδήποτε για το λόγο και σκοπό για το οποίο το επίδικο ποσό κατατέθηκε από τον Ενάγοντα στην εταιρεία LARIX, στην οποία όπως εξήγησε δικαίωμα υπογραφής φαίνεται να είχε ο ΑΣ και ακολούθως κατέληξε σταδιακά σε λογαριασμό του τελευταίου εντούτοις η μαρτυρία της ως προς το πώς κινήθηκε το επίδικο ποσό κρίνεται, ενόψει και της καλής εντύπωσης που έκανε προς στο Δικαστήριο, ως πλήρως αξιόπιστη.

 

53. Στρέφομαι τώρα στη μαρτυρία του ΜΥ1 ο οποίος ήταν και ο μόνος μάρτυρας της Εναγόμενης. Για την εν λόγω μαρτυρία δεν χρειάζεται να αναφερθούν πολλά προκειμενου να καταλήξω ότι τίποτα στην ουσία δεν προσέφερε στην υπόθεση ή στην προώθηση της Υπεράσπισης της Εναγομένης. Αυτό όχι γιατί ο ΜΥ1 δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας αλλά ως ο ίδιος ανέφερε καμία γνώση δεν είχε αυτός είτε σε σχέση με το επίδικο δάνειο είτε με την υπογραφή της Βεβαίωσης -Τεκμήριο Γ2- εφόσον ούτε εκείνος ούτε και η εταιρεία του VCS Valuable Solutions Ltd είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο εμπλοκή με την Εναγόμενη. Για τους ίδιους λόγους όπως οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ανωτέρω η μαρτυρία του ΜΥ1 κρίνω να είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας για την υπόθεση.

 

 

VΙΙ. Ευρήματα & Συμπεράσματα

 

54. Λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της ανωτέρω μαρτυρίας, τις εκατέρωθεν δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τις θέσεις που προωθήθηκαν από τους δικηγόρους τους στο πλαίσιο των γραπτών τους αγορεύσεων, έχω καταλήξει στα ακόλουθα ευρήματα:

 

55. Ο ΑΣ ήταν κατά τον ουσιώδη για τη παρούσα Αγωγή χρόνο ο μοναδικός διευθυντής της Εναγόμενης.

 

56. Στις 10/7/2011 ο Ενάγοντας συμφώνησε με την Εναγόμενη, μέσω του τότε μοναδικού διευθυντή της -ΑΣ-, όπως ικανοποιήσει το αίτημα της να της δανείσει το ποσό των €70.000 και το οποίο ποσό η τελευταία υποσχέθηκε να του το επιστρέψει με την πρώτη απαίτηση του Ενάγοντα μετά τις 10/7/2012.

 

57. Στη βάση αυτής της συμφωνία ο Ενάγοντας κατέβαλε το επίδικο ποσό σε λογαριασμό που του υποδείχθηκε από πλευράς της Εναγομένης, εφόσον η ίδια δεν διατηρούσε τραπεζικό λογαριασμό και η τελευταία αναγνώρισε και παραδέχτηκε γραπτώς -μέσω της Βεβαίωσης- ότι έλαβε το εν λόγω επίδικο ποσό από τον Ενάγοντα και ότι οφείλει να του το επιστρέψει.

 

58. Αφού παρήλθε ένας χρόνος από την καταβολή του επίδικου ποσού από τον Ενάγοντα προς την Εναγόμενη, η τελευταία παρέλειψε να το επιστρέψει όταν αυτό έγινε απαιτητό από τον Ενάγοντα μετά τις 10/7/2012, ως είχε δηλώσει γραπτώς ότι όφειλε να πράξει οπότε και ο Ενάγοντας προσπάθησε ανεπιτυχώς να αξιώσει με προφορικές εκκλήσεις το επίδικο ποσό πριν να καταχωρίσει την παρούσα Αγωγή.

 

59. Σημειώνω τέλος ότι δεν έχω παραγνωρίσει την προδικαστική ένσταση που εγείρει με την Υπεράσπιση της η Εναγόμενη, εφόσον όμως η εν λόγω ένσταση αφορούσε αποκλειστικά το κατά πόσο είχε γίνει η όχι η επίδικη συμφωνία το θέμα αυτό έχει ήδη απαντηθεί προς όφελος του Ενάγοντα με την αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας.

 

60. Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων μου κρίνω ότι ο Ενάγοντας απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεση του εναντίον της Εναγόμενης όσον αφορά ότι η τελευταία του οφείλει το ποσό των €70.000. Συνακόλουθα κρίνω ότι η Εναγόμενη οφείλει να καταβάλει στον Ενάγοντα το ποσό των €70.000 που αυτός της δάνεισε δυνάμει της συμφωνίας ημερομηνίας 10/7/2011 και το οποίο αυτή αποδέχθηκε γραπτώς ότι οφείλει να το επιστρέψει.

 

61. Υπό το φως όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στα δικόγραφα ή στις αγορεύσεις των μερών παρέλκει.

 

62. Σχετικά με τα έξοδα της Αγωγής δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης τους από το γενικό κανόνα που ισχύει για την επιδίκαση τους.

 

 

VIII. Κατάληξη

 

63. Υπό το φως των πιο πάνω εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγομένης για ποσό των €70.000 πλέον νόμιμο τόκο από  την ημερομηνία έκδοσης της παρούσας απόφασης.

 

 

64. Τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται προς όφελος του Ενάγοντα και εναντίον της Εναγόμενης ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

 

(Υπ.) .................................................

Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.

 

 

ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο