
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 459/2023(i)
Μεταξύ:
CCSRE REAL ESTATE COMPANY LTD
Ενάγουσας
-και-
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΙ/Η ΓΙΩΡΓΟΣ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΗ
Εναγόμενος
Αίτηση ημερ. 08/02/2024 για συνοπτική απόφαση
Ημερομηνία: 13 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για την Αιτήτρια: κα Θ. Κκαϊλή για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ
Για τον Καθ΄ ου η αίτηση: Θ. Θωμά & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την υπό κρίση Αίτηση ζητείται συνοπτική απόφαση εναντίον του Εναγόμενου ως η αξίωση στην Έκθεση Απαίτησης της Ενάγουσας στην υπό τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο αγωγή.
Η αίτηση βασίζεται στους παλιούς Θεσμούς Περί Πολιτικής Δικονομίας Δ.18 και Δ.48 Θ.1, 2 , 3, 4, Δ.2 Θ.6, στο Άρθρο 30 (2) και (3) του Συντάγματος στη διακριτική ευχέρεια, την πρακτική και τις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου.
Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η αίτηση φαίνονται στην ένορκη δήλωση της Φρόσως Σάββα η οποία αναφέρει τα ακόλουθα:
Είναι εξουσιοδοτημένη υπάλληλος της ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT (CYPRUS) LTD η οποία είναι αντιπρόσωπος της ΣΕΔΙΠΕΣ και της θυγατρικής εταιρείας της, CCSRE Real Estate Company Ltd και είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη από την Ενάγουσα όπως προβεί στην ένορκη δήλωση. Ως εξηγεί, από την 01/12/2021 έχει αναλάβει τα καθήκοντα λειτουργού της Υπηρεσίας Διαχείρισης Ενοικιάσεων της ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT CYPRUS LTD. Στην πιο πάνω Υπηρεσία ασχολούνται με τη σύναψη ενοικιαστηρίων συμβολαίων και την είσπραξη και ανάκτηση κατοχής ακινήτων και οφειλόμενων ενοικίων από νομικά και φυσικά πρόσωπα τα οποία είχαν συμβληθεί με διάφορα Συνεργατικά Ιδρύματα και τα οποία στην συνέχεια συγχωνευτήκαν με την Συνεργατική Κυπριακή Τράπεζα Λτδ η οποία πλέον έχει μετονομαστεί σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων («ΣΕΔΙΠΕΣ») και μαζί με την θυγατρική της εταιρεία CCSRE Real Estate Company Ltd, έχουν αναθέσει τη διαχείριση των ακινήτων τους στην ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT (CYPRUS) LTD. Στα πλαίσια των καθηκόντων της έχει στην κατοχή της έγγραφα, ή αντίγραφα εγγράφων που αφορούν τη σύναψη ενοικιαστηρίων συμβολαίων, την είσπραξη και ανάκτηση κατοχής ακινήτων και οφειλόμενων ενοικίων.
Δηλώνει ότι γνωρίζει τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα αγωγή από προσωπική της γνώση μέσω του χειρισμού και της παρακολούθησης της υπόθεσης και μέσω των εγγράφων τα οποία έχει στην κατοχή της. Όπου αναφέρεται σε γεγονότα που ενδεχομένως έχουν θέσει υπόψιν της τρίτα πρόσωπα αναφέρει την πηγή της πληροφόρησης της, όπου δε αναφέρεται σε νομικές έννοιες, έλαβε νομική συμβουλή από τους δικηγόρους της Ενάγουσας – Αιτήτριας. Δηλώνει επίσης ότι όποια έγγραφα επισυνάπτονται ως τεκμήρια και είναι αντίγραφα, αποτελούν έγγραφα τα οποία στην πρωτότυπη τους μορφή βρίσκονται υπό τη φύλαξη και τον έλεγχο της και έχει προσωπική γνώση αυτών λόγω των καθηκόντων της. Όπου καταθέτει αντίγραφα τα σύγκρινε με την αρχική τους μορφή και διαπίστωσε την ορθότητα τους.
Η Ενάγουσα – Αιτήτρια (εφεξής «η Αιτήτρια») προβαίνει στην παρούσα αίτηση καθότι στην Υπεράσπιση την οποία καταχώρησε o Εναγόμενος – Καθ’ ου η Αίτηση (εφεξής «ο Καθ’ ου η Αίτηση ) στις 27/11/2023 και βρίσκεται στον φάκελο του Δικαστηρίου, φαίνεται ξεκάθαρα ότι δεν υπάρχει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση και ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση δεν προβάλλει ουσιαστικά καλόπιστη ή οποιαδήποτε Υπεράσπιση στη παρούσα υπόθεση, αντιθέτως έχει καταχωρήσει αυτή με μόνο σκοπό την καθυστέρηση της αγωγής και παράλληλα την καθυστέρηση έκδοσης απόφασης υπέρ της Αιτήτριας.
Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, η Αιτήτρια ήταν η ιδιοκτήτρια της κατοικίας εντός του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/8159 Φ/Σχ.--/2-261-372, Τμήμα 5, Τεμάχιο 4, τοποθεσία «ΒΕΡΚΙ», της κοινότητας Πύλας, της Επαρχίας Λάρνακας (εφεξής «το ακίνητο») και ο Καθ’ ου η αίτηση κατέχει το ακίνητο παράνομα, χωρίς άδεια, χωρίς την έγκριση και συγκατάθεση της Αιτήτριας. Η μεταβίβαση του προαναφερόμενου ακινήτου στην Αιτήτρια, έγινε κατά τον Ιανουάριο του 2022 και κατά την 02/06/2022 εκδόθηκε τίτλος ιδιοκτησίας επ’ ονόματι της Αιτήτριας, καθιστώντας την ως την μοναδική νόμιμη κάτοχο, εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια και νομέα του 20/57 μεριδίου του ακινήτου. Προς τούτο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 2, έντυπο μεταβίβασης Ν313 και απόδειξη κτηματολογίου και ως Τεκμήριο 3, τίτλος ιδιοκτησίας.
Κατά τον Μάιο του 2022 η Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λίμιτεδ, θυγατρική εταιρεία της Ενάγουσας, προέβη σε κατάρτιση και υπογραφή Συμφωνίας Διανομής με τους συνιδιοκτήτες του ακινήτου καταθέτοντας αυτήν στο μητρώο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λάρνακας στην οποία αναφέρεται ρητώς ότι είναι η ιδιοκτήτρια του 20/57 μεριδίου του όλου το ακινήτου. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 4, η συμφωνία διανομής και η αίτηση κατάθεσης της εν λόγω συμφωνίας.
Ως περαιτέρω αναφέρει η ομνύουσα, κατά τον Ιανουάριο του 2022 αντιπρόσωποι και υπάλληλοι της Αιτήτριας μετέβησαν στο ακίνητο όπου διαπίστωσαν ότι ο Εναγόμενος παράνομα επεμβαίνει, χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το ακίνητο, χωρίς τη συγκατάθεση και συναίνεση της Αιτήτριας, ως νόμιμης ιδιοκτήτριας. Η Αιτήτρια, περί του χρονικού διαστήματος μεταξύ Ιανουαρίου του 2022 και μέχρι σήμερα μέσω των αντιπροσώπων και υπαλλήλων της προέβη σε επαναλαμβανόμενες προφορικές, γραπτές και δια ζώσης οχλήσεις προς τον Καθ’ ου η αίτηση καλώντας τον όπως παραδώσει ελευθέρα και κενή την κατοχή του ακινήτου προς την Αιτήτρια. Παρόλες τις οχλήσεις και ειδοποιήσεις της τελευταίας, ο Καθ’ ου η αίτηση αρνείται και παραλείπει και μέχρι σήμερα να παραδώσει ελευθέρα και κενή την κατοχή του ακινήτου.
Λόγω μη συμμόρφωσης του Καθ’ ου η αίτηση με τις επανειλημμένες οχλήσεις της Αιτήτριας, η Αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 23/03/2022, Τεκμήριο 5, μέσω των δικηγόρων της προς τον παράνομο χρήστη του ακινήτου, ήτοι τον Καθ’ ου η αίτηση, η οποία του επιδόθηκε δεόντως την 29/03/2022, τον ενημέρωσε ότι παράνομα επενέβαινε και κατείχε το ακίνητο χωρίς τη συγκατάθεση και συναίνεση της νόμιμης ιδιοκτήτριας αυτού. Παράλληλα η Αιτήτρια ενημέρωσε τον Καθ’ ου η αίτηση ότι κατά την 03/05/2022 μέσω των υπαλλήλων και αντιπροσώπων της θα προέβαινε στην ανάκτηση κενής και ελευθέρας κατοχής του ακινήτου. Ο Καθ’ ου η αίτηση μέχρι και σήμερα αρνείται να παραδώσει κενή και ελευθέρα την κατοχή του ακινήτου και συνεχίζει να μην συμμορφώνεται και να κατέχει παράνομα, να εκμεταλλεύεται, να χρησιμοποιεί και να επεμβαίνει εντός του ακινήτου και να καρπώνεται εσόδων εις βάρος της Αιτήτριας.
Περί τον Αύγουστο του 2022 η Αιτήτρια ανέθεσε σε ιδιωτική εταιρεία εγκεκριμένων εκτιμητών την ετοιμασία εντύπου εκτίμησης του ακινήτου βάσει της οποίας η αγοραία αξία του ακινήτου καθορίστηκε και/ή κυμαίνεται στις €905.000,00 και η ενοικιαστική αξία του ακινήτου καθορίστηκε και/ή κυμαίνεται στο ποσό των €13.200,00 ετησίως ήτοι σε €1.100,00 μηνιαίως. Προς τούτο επισυνάπτεται ως Τεκμήριο 6 έκθεση εκτίμησης.
Ένεκα της παράνομης επέμβασης και αδικαιολόγητης κράτησης, κατοχής και εκμετάλλευσης του ως άνω αναφερόμενου ακινήτου από τον Καθ’ ου η αίτηση, η Αιτήτρια υπόκειται σε συνεχόμενη ζημιά και απώλεια εισοδημάτων και διαφυγόντων κερδών τα οποία συνίστανται στην απώλεια εκμετάλλευσης, δυνατότητας ενοικίασης και πώλησης του ακινήτου για το χρονικό διάστημα από τις 03 Μαΐου του 2022 μέχρι την καταχώρηση της παρούσας αγωγής ήτοι 11 μήνες και οι οποίες, βάσει της ενοικιαστικής αξίας αυτού υπολογίζονται στο ποσό των €12.100,00.
Ακολούθως, η ίδια η ομνύουσα προσωπικά, όντας πλήρως εξουσιοδοτημένη από την Ενάγουσα – Αιτήτρια περί το έτος 2023 μετέβηκε και επιθεώρησε προσωπικά το ακίνητο, όπου διαπίστωσε ότι ο Καθ’ ου η αίτηση, συνεχίζει παράνομα να επεμβαίνει, χρησιμοποιεί και εκμεταλλεύεται το ακίνητο, χωρίς την συγκατάθεση και συναίνεση της Αιτήτριας ως νόμιμης ιδιοκτήτριας.
Η ομνύουσα αναφέρει επίσης ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση με την Υπεράσπιση την οποία καταχώρησε δεν εγείρει οποιοδήποτε ζήτημα ή υπεράσπιση κατά της Απαίτησης της Αιτήτριας που να μπορεί να εξεταστεί από Δικαστήριο και φαίνεται ξεκάθαρα μέσα από την Υπεράσπιση του αλλά και τα Τεκμήρια τα οποία έχει παρουσιάσει, ότι δεν υπάρχει αμφισβήτηση σχετικά με πραγματικά ζητήματα τα οποία να εγείρουν εύλογη αμφιβολία κατά πόσον η Ενάγουσα δικαιούται σε έκδοση απόφασης. Σύμφωνα με τη θέση τους η Υπεράσπιση του Καθ’ ου η Αίτηση βασίζεται σε ισχυρισμούς οι οποίοι είναι άσχετοι με τα επίδικα γεγονότα οι οποίοι δεν δύνανται να εξεταστούν στα πλαίσια της παρούσας αγωγής και προβάλλονται με μοναδικό σκοπό την καθυστέρηση της διαδικασίας. Συνεπώς, εισηγείται ότι είναι ξεκάθαρο πως οι ισχυρισμοί του, προβάλλονται κακόπιστα και με σκοπό την καθυστέρηση της ανάκτησης κατοχής του ακινήτου από την Αιτήτρια καθώς από τη στιγμή που ο ίδιος ο Καθ΄ ου η Αίτηση ήταν ο προηγούμενος ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου και δεν άσκησε τα εκ του Νόμου δικαιώματα του για να προσβάλει την διαδικασία του πλειστηριασμού, δεν του παρέχεται δικαίωμα να το πράξει στα πλαίσια της παρούσης υπόθεσης. Καταλήγει ότι, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω και με βάση τα έγγραφα τα οποία κατατέθηκαν ως Τεκμήρια δεν υπάρχει κάποιο ζήτημα το οποίο θα πρέπει να εξεταστεί στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας.
Ως εκ τούτου η Αιτήτρια εξαιτείται ως ακολούθως:
Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον τον Εναγόμενο και/ή τους υπαλλήλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους του και/ή άλλως πως όπως παραδώσουν προς την Ενάγουσα εντός 30 ημερών από την επίδοση του Διατάγματος, κενή και ελεύθερη κατοχή του ακινήτου και/ή υποστατικού και/ή κατοικίας και/ή χωραφιού με αριθμό εγγραφής 0/[ ] Φ/Σχ.--/2-261-372, Τμήμα 5, Τεμάχιο 4, τοποθεσία «ΒΕΡΚΙ», της κοινότητας Πύλας, της επαρχίας Λάρνακας.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να εμποδίζεται και/ή απαγορεύεται στον Εναγόμενο και/ή τους υπάλληλους και/ή υπηρέτες και/ή αντιπροσώπους του και/ή άλλως πως από του να εισέρχονται και/ή να επεμβαίνουν παράνομα εντός του ακινήτου και/ή υποστατικού και/ή κατοικίας και/ή χωραφιού με αριθμό εγγραφής 0/[ ] Φ/Σχ.--/2-261-372, Τμήμα 5, Τεμάχιο 4, τοποθεσία «ΒΕΡΚΙ», της κοινότητας Πύλας, της επαρχίας Λάρνακας.
Γ. Δήλωση και/ή Απόφαση του Δικαστηρίου ότι ο Εναγόμενος και/ή υπάλληλοι και/ή υπηρέτες και/ή αντιπρόσωποι του ή άλλως πως παράνομα κατέχουν, καρπώνονται και εκμεταλλεύονται το ακίνητο και/ή υποστατικό και/ή κατοικίας και/ή χωραφιού με αριθμό εγγραφής 0/[ ] Φ/Σχ.--/2-261-372, Τμήμα 5, Τεμάχιο 4, τοποθεσία «ΒΕΡΚΙ», της κοινότητας Πύλας, της επαρχίας Λάρνακας.
Δ. Αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και/ή τιμωρητικές αποζημιώσεις και/ή ενδιάμεσα κέρδη και/ή διαφυγόντα κέρδη και/ή άλλως πως για την παράνομη και αδικαιολόγητη κράτηση και/ή κατοχή και/ή εκμετάλλευση του ακινήτου και/ή υποστατικού και/ή κατοικίας και/ή χωραφιού με αριθμό εγγραφής 0/[ ] Φ/Σχ.--/2-261-372, Τμήμα 5, Τεμάχιο 4, τοποθεσία «ΒΕΡΚΙ», της κοινότητας Πύλας, της επαρχίας Λάρνακας.
Ε. Οιανδήποτε άλλη θεραπεία ήθελε κρίνει δίκαια το Σεβαστό Δικαστήριο.
ΣΤ. Νόμιμο Τόκο.
Ζ. Έξοδα, πλέον έξοδα επιδόσεως, πλέον Φ.Π.Α.
Ο Εναγόμενος - Καθ’ ου η Αίτηση καταχώρησε ένσταση στην αίτηση. Οι λόγοι ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι (διατηρείται η ορθογραφία και η σύνταξη):
1) Η Ενάγουσα-Αιτήτρια με τα όσα αναφέρει στην αίτηση της ημερομηνίας 08/02/2024 και στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει, δεν μπορεί να ικανοποιήσει τις απαιτήσεις της Δ.18 Θ.1 (α) του περί Πολιτικής Δικονομίας Κανονισμού και/ή τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Νόμος για την Ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας έκδοσης συνοπτικής απόφασης.
2) Η Ενάγουσα-Αιτήτρια με τα όσα αναφέρει στην αίτηση της ημερομηνίας 08/02/2024 και στην ένορκη δήλωση που την συνοδεύει και στα επισυναπτόμενα τεκμήρια, δεν αποδεικνύει την υπόθεση της ως θα έπρεπε δια να μπορεί να τυγχάνει εφαρμογής η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης και/ή τα στοιχεία και/ή λεπτομέρειες και/ή γεγονότα που έχουν τεθεί στο Δικαστήριο είναι ανεπαρκή και δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση για την έγκριση της αίτησης.
3) Η Ενάγουσα-Αιτήτρια κωλύεται να εγείρει την παρούσα αγωγή και δη την παρούσα αίτηση ενόψει κατάχρησης της διαδικασίας αφού εγέρθηκε και η αγωγή 596/2023 ενώπιον του Επαρχιακού δικαστηρίου Λάρνακας στην οποία η ΣΕΔΙΠΕΣ θα μπορούσε να αξιώνει τις κατ’ ισχυρισμό θεραπείες της στα πλαίσια μιας αγωγής γεγονός το οποίο απέφυγε να πράξει με αποτέλεσμα να δημιουργείται πολλαπλότητα αγωγών και ως εκ τούτου η παρούσα αγωγή αποτελεί καταφανή περίπτωση κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας
4) Η σχετική ένορκη δήλωση δεν επιβεβαιώνει επαρκώς την αιτία αγωγής. Η απλή αναφορά στις λεπτομέρειες της απαίτησης όπως διατυπώθηκαν στο ειδικός οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, δεν επιβεβαιώνει την αιτία αγωγής όπως απαιτείται από τους θεσμούς, αφού μεταξύ άλλων οι εν λόγω απαιτήσεις δεν είναι επαρκώς δικογραφημένες στην Έκθεση Απαίτησης και/ή ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση είναι ελλιπής.
5) Δεν υπάρχει ίχνος μαρτυρίας που να επιβεβαιώνει τα αίτια της αγωγής και/ή τις αξιώσεις και/ή απαιτήσεις (Α), (Β), (Γ), (Δ), (Ε), (ΣΤ) και (Ζ) της Ενάγουσας-Αιτήτριας και ως εκ τούτου σε καμία περίπτωση τα απαιτούμενα ποσά δεν οφείλονται από τον Εναγόμενο – Καθ’ ου η Αίτηση.
6) Η παρούσα υπόθεση δεν είναι ούτε καθαρή ούτε και αδιαμφισβήτητη και ως εκ τούτου δεν είναι από τις υποθέσεις που δεικνύετε η χρήση των δικονομικών κανόνων περί εκδόσεως συνοπτικής απόφασης. Η Ενάγουσα-Αιτήτρια σε καμία περίπτωση δεν έχει αποδείξει και/ή δεν μπορεί να αποδείξει τις αξιώσεις της ξεκάθαρα σε αυτό το στάδιο.
7) Εγείρονται νομικά και πραγματικά ζητήματα τα οποία δεν μπορούν να αποφασιστούν χωρίς να δοθεί η δυνατότητα παρουσίασης αυτών ενώπιον του Δικαστηρίου. Υπάρχει σοβαρή αντίθεση μεταξύ των ισχυρισμών που τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου πράγμα το οποίο καθιστά την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης ανεπίτρεπτο διάβημα και/ή εσφαλμένο νομικό διάβημα.
8) Η νομική βάση πάνω στην οποία στηρίζεται η αίτηση της Ενάγουσας-Αιτήτριας είναι λανθασμένη, ελλειπής και δεν είναι επαρκής, σχετική και ικανή να στηρίξει την αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης. Δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις έκδοσης του ζητούμενου διατάγματος όπως καθορίζονται από την νομολογία και τη νομοθεσία καθώς η αίτηση είναι νομικά αβάσιμη και δικονομικά λανθασμένη. Ο Ενάγοντας-Αιτητής αναφέρει ψευδή, παραπλανητικά και ασαφές γεγονότα για να εξασφαλίσει το αιτούμενο διάταγμα.
9) H Ενάγουσα-Αιτήτρια επέδειξε καταφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των συνταγματικώς κατοχυρωμένων δικαιωμάτων του Εναγόμενου- Καθ’ ου η Αίτηση. Περαιτέρω η Ενάγουσα-Αιτήτρια με την αίτηση της ημερομηνίας 08/02/2024 καταστρατηγεί τις αρχές της δίκαιης δίκης, την αρχή της ισότητας των όπλων και τη φυσική δικαιοσύνη. Τα αιτούμενα διατάγματα θα είχαν ως μοναδικό σκοπό να πλήξουν την απονομή της δικαιοσύνης και δεν θα ήταν ορθό και δίκαιο να δοθούν υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης.
10) Η αίτηση της Ενάγουσας-Αιτήτρια ημερομηνίας 08/02/2024 έχει υποβληθεί σε προδήλως καθυστερημένο στάδιο υπό τις περιστάσεις.
11) Η Ενάγουσα-Αιτήτρια σκοπίμως και/ή έντεχνος αποκρύπτει τα πραγματικά γεγονότα τα οποία γνωρίζει ή οφείλει να γνωρίζει, με πρόθεση να παραπλανήσει το Σεβαστό Δικαστήριο ώστε να επιτύχει απόφαση εναντίον του Εναγόμενου-Καθ’ ου η Αίτηση, χωρίς να του δοθεί η δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του.
12) Ο Καθ' ου η αίτηση έχει καλή Υπεράσπιση σε σχέση με τους ισχυρισμούς της Ενάγουσας της οποίας η βασιμότητα δύναται να διαπιστωθεί αποκλειστικά και μόνο με την εισαγωγή μαρτυρίας.
13) Η αίτηση της Ενάγουσας - Αιτήτριας ημερομηνίας 08/02/2024 αποτελεί προδήλως κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας.
14) Τυχόν έγκριση της αίτησης θα απολήξει σε στέρηση του δικαιώματος ακροάσεως του Εναγόμενου-Αιτητή ή/και του δικαιώματος του σε δίκαιη δίκη ή/και της πρόσβασης του στο Δικαστήριο.
15) Στην αίτηση της Ενάγουσας-Αιτήτριας ημερομηνίας 08/02/2024 απουσιάζει το αναγκαίο μαρτυρικό υπόβαθρο για έκδοση συνοπτικής απόφασης γιατί τα τεκμήρια που επισυνάπτονται δεν ικανοποιούν τις προϋποθέσεις που τάσσει ο Περί Αποδείξεως Νόμος Κεφάλαιο 9.
Η ένσταση βασίζεται στην ίδια νομική βάση με την Αίτηση, υποστηρίζεται δε από την ένορκη δήλωση του Γεώργιου Χατζηαντώνη, Εναγόμενου-Καθ’ ου η Αίτηση ο οποίος ως αναφέρει, γνωρίζει τα γεγονότα καλώς και έχει προσωπική γνώση αυτών από την προσωπική του εμπλοκή στην υπόθεση ενώ για όσα θέματα είναι νομικής φύσεως έχει λάβει νομική συμβουλή από τους δικηγόρους του. Διαφωνεί πλήρως με το περιεχόμενο της ενόρκου δηλώσεως που υποστηρίζει την αίτηση της Αιτήτριας καθότι δεν αντικατοπτρίζει την πραγματικότητα.
Αρχικά αναφέρει ότι σήμερα διαμένει στην επαρχία Λάρνακας μαζί με την γυναίκα του, Αναστασία Χατζηαντωνίου, τη θυγατέρα του, Άντρη Χατζηαντωνίου και τα εγγόνια του. Περαιτέρω αναφέρει ότι προσωπικά αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα υπερτασική καρδιοπάθεια. Ως προς τούτο επισυνάπτει ως Τεκμήριο Α ενημερωτικό σημείωμα του γενικού νοσοκομείου νοσημάτων θώρακος Αθηνών, ιατρικά πιστοποιητικά του Δρ. Κυριάκου Πουργουρίδη, ως Τεκμήριο Β καθώς επίσης και ενημερωτικό σημείωμα, εξιτήριο ασθενούς του γενικού Νοσοκομείου Λάρνακας, ως Τεκμήριο Γ. Επιπρόσθετα αναφέρει ότι η γυναίκα του αντιμετωπίζει επίσης σοβαρά προβλήματα υγείας ήτοι υπερθυρεοειδισμό ή δε θυγατέρα του είναι διαζευγμένη καθώς επίσης και μονογονιός. Ως προς τα ανωτέρω επισυνάπτει σχετικά ιατρικά πιστοποιητικά του Δρ. Κυριάκου Πουργουρίδη ημερομηνίας 20/01/2023, ως Τεκμήριο Δ καθώς επίσης και σχετική βεβαίωση της υπηρεσίας διαχείρισης επιδομάτων πρόνοιας ημερομηνίας 20/07/2023, ως Τεκμήριο Ε.
Αρνείται και απορρίπτει πλήρως το περιεχόμενο των παραγράφων 1 μέχρι 4 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει στην αίτηση και ως αναφέρει, ενώ η ομνύουσα ισχυρίζεται ότι είναι δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση, δεν επισυνάπτει την οιαδήποτε εξουσιοδότηση προς ενίσχυση των ισχυρισμών της. Σαφέστατα, σύμφωνα με τη θέση τους η ομνύουσα δεν υποδεικνύει την ακριβή της σχέση με την παρούσα υπόθεση. Επιπροσθέτως η ομνύουσα έχει προσληφθεί σχετικά πρόσφατα στην υπηρεσία της ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT (CYPRUS) LTD, ήτοι τον Δεκέμβριο του 2021 ενώ το Τεκμήριο 1, το οποίο επισυνάπτει, ουδέν αναφέρει περί οιασδήποτε εξουσιοδότησης προς την τελευταία για να προβεί σε οιανδήποτε ένορκη δήλωση ως προς τον σκοπό και είναι οφθαλμοφανές ότι η ενόρκως δηλούσα δεν αποτελεί πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκιστεί θετικά. Το Τεκμήριο 1 είναι καθόλα γενικό και δεν φέρει καν ημερομηνία κατάρτισης του, γεγονός που δημιουργεί αμφιβολία. Διερωτάται δε αν έχει γίνει επί σκοπού η παρουσίαση του εν λόγω τεκμηρίου άνευ υπογραφής. Σύμφωνα με τη θέση του, η ομνύουσα δεν αναφέρει καν από πότε της ανατέθηκε η παρούσα υπόθεση από την Αιτήτρια. Σημειώνει την απουσία αναφοράς ως προς τον τρόπο απόκτησης της κατ’ ισχυρισμό γνώσης που προσπαθεί να προβάλει η ομνύουσα, παραμένει δε άγνωστος προς αυτόν, ως αναφέρει, ο τρόπος που περιήλθαν τα γεγονότα εις γνώση της από τρίτα πρόσωπα. Η αναφορά της ομνύουσας σε προσωπική γνώση που πηγάζει από τον χειρισμό και παρακολούθηση της παρούσας υπόθεσης είναι καθόλα γενικός και αόριστος. Δεν αναφέρει από πότε ή πώς παρακολουθεί την υπόθεση. Δεν είναι δυνατόν, είναι η θέση του, να λάβει η ομνύουσα θετική γνώση μόνο μέσα από τα έγγραφα ή από τρίτα πρόσωπα χωρίς να χειρίζεται προσωπικά την παρούσα υπόθεση. Δεν παρουσιάζεται από πλευράς της ομνύουσας κανένα έγγραφο που να δεικνύει την εμπλοκή της στη παρούσα υπόθεση, ήτοι να ετοίμασε οποιοδήποτε λογαριασμό ή να υπόγραψε προσωπικά οποιοδήποτε έγγραφο της υπόθεσης, συνεπώς η προσωπική εμπλοκή της ομνύουσας στην υπόθεση παραμένει μετέωρη. Οι απλές αναφορές από πληροφορίες δεν μπορούν να βοηθήσουν στην επιτυχία της παρούσας αίτησης. Σαφέστατα στην παράγραφο 3 της ένορκης της δήλωσης η ομνύουσα δεν αναφέρει ότι είναι το μοναδικό άτομο που χειρίζεται τη παρούσα υπόθεση αφήνοντας όλα τα πιθανά ενδεχόμενα ανοικτά.
Η προσωπική γνώση της ομνύουσας ως προς το γεγονός ύπαρξης ή μη υπεράσπισης στο δικόγραφο που καταχωρήθηκε εκ μέρους του στις 27/11/2023 αμφισβητείται από πλευράς του ενόρκως δηλούντα. Επιπρόσθετα η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι γνωρίζει τα γεγονότα της αγωγής από την προσωπική της εμπλοκή γεγονός το οποίο δεν ισχύει στην πραγματικότητα αφού είναι εμφανές ότι ουδέν εκ των γεγονότων δεν γνωρίζει ενώ η ένορκη δήλωση στην οποία προβαίνει αποτελεί έντυπο με προδιατυπωμένο περιεχόμενο το οποίο χρησιμοποιεί η πλευρά της Ενάγουσας-Αιτήτριας στις πλείστες περιπτώσεις που προβαίνει σε αίτηση για συνοπτική απόφαση. Περαιτέρω όσον αφορά τα κατ’ ισχυρισμό αντίγραφα των τεκμηρίων των οποίων επισυνάπτει η ομνύουσα σε καμία των περιπτώσεων δεν αναφέρει που βρίσκονται τα πρωτότυπα έγγραφα.
Προσθέτει, σε σχέση με τον ισχυρισμό της ενόρκως δηλούσας ότι δεν προκύπτει ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση στην υπεράσπιση του, ότι ο ισχυρισμός αυτός είναι εκτός πραγματικότητας και προϊόν δευτέρων σκέψεων. Στην προκειμένη περίπτωση έχουν τεθεί θέσεις στη βάση των οποίων προκύπτει ξεκάθαρα και ειλικρινά ότι εκ μέρους του υπάρχει πραγματική και καλόπιστη υπεράσπιση, την οποία θα πρέπει κατά την κρίση του να του δοθεί η ευκαιρία να προβάλει.
Πέραν των πιο πάνω ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι στα πλαίσια της υπεράσπισης του προωθεί και αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, ουσιαστικά την κακόπιστη και καταχρηστική έγερση της παρούσης αγωγής εναντίον του σε συνάρτηση με την ύπαρξη άλλων υποθέσεων. Προφανώς η Αιτήτρια σε μια προσπάθεια της να πείσει το Δικαστήριο ότι δεν υπάρχει καλή υπεράσπιση εκ μέρους του, προβαίνει σε ισχυρισμούς οι οποίοι δεν αντικατοπτρίζουν την πραγματικότητα. Το αν υπάρχει υπεράσπιση ή όχι είναι ξεκάθαρα θέμα που θα αποφασισθεί από το Δικαστήριο και όχι από τους ανυπόστατους και ψευδείς ισχυρισμούς της Αιτήτριας η οποία δεν έχει καμία νομική γνώση. Αποτελεί ξεκάθαρη θέση του ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή και ότι αποκαλύπτει γεγονότα τα οποία πιστεύει του παρέχουν το δικαίωμα να προβάλει την Υπεράσπιση του.
Αρνείται και απορρίπτει πλήρως το περιεχόμενο των παραγράφων 5 και 6 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση και περαιτέρω καλεί την Αιτήτρια σε περαιτέρω απόδειξη των ισχυρισμών της. Προσθέτει ότι η Αιτήτρια ουδέποτε κατέστη μέχρι και σήμερα η ιδιοκτήτρια και δικαιούμενη σε εγγραφή του ακινήτου με αρ. εγγραφής Φ/Σχ.--/2-261-[ ], Τμήμα 5, Τεμάχιο 4, τοποθεσία Βερκί της κοινότητας Πύλας στην επαρχία Λάρνακας αφού ουδέποτε είχε συμβληθεί μαζί του για οιοδήποτε λόγο και ως εκ τούτου δεν νομιμοποιείται για οιαδήποτε εγγραφή περιουσίας επ’ ονόματι της κατόπιν σύναψης ενοικιαστηρίου εγγράφου και/ή άλλως πώς. Επιπρόσθετα, ακόμα και σε περίπτωση που το έπραξε αυτό τότε πρόκειται για διαδικασία παράνομη και παράτυπη αφού στα πλαίσια του ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/8159 και δη του όλου τρέχει και η αγωγή 596/2023 η οποία πραγματεύεται το ως άνω ακίνητο. Περαιτέρω δε είναι η θέση του ότι ακόμη και να έχει καταστεί η Ενάγουσα ιδιοκτήτης των 20/57 μεριδίου, τότε απλά αφορά μερίδιο του όλου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ] και όχι όλο το ακίνητο και δεν μπορεί να καθοριστεί ότι εντός αυτού του μεριδίου βρίσκεται η κατοικία της οποίας επιζητείται η ανάκτηση κατοχής. Πέραν των πιο πάνω, ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι ο ιδιοκτήτης επί του όλου ακινήτου ως ανωτέρω περιγράφεται είναι ο ίδιος προσωπικά. Σε αντίθεση με τα όσα επικαλείται η Αιτήτρια αναφέρει ότι κατέχει και διαμένει στο εν λόγο ακίνητο ως ο νόμιμος κάτοχος και ιδιοκτήτης του μαζί με την οικογένεια του και τα ανήλικα εγγόνια του. Είναι 78 ετών και πάντοτε διέμενε και διαμένει στην ίδια κατοικία με την οικογένεια του.
Αρνείται επίσης και απορρίπτει πλήρως το περιεχόμενο των παραγράφων 7 και 8 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση. Περαιτέρω, εις αντίκρουση των όσων αναφέρει η Ενάγουσα, αναφέρει ότι ουδένας τίτλος ιδιοκτησίας εκδόθηκε προς όφελος και/ή επ’ ονόματι της όσον αφορά ολόκληρο το ακίνητο στη βάσει του ότι στο εν λόγο μερίδιο υπάρχει αριθμός συνιδιοκτητών και τον εν λόγω τεμάχιο παραμένει ακόμα αδιανέμητο και/ή δεν έχουν εκδοθεί ξεχωριστοί τίτλοι ιδιοκτησίας και ως εκ τούτου ακόμα και εις περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί ότι η Ενάγουσα κατέχει τέτοιο τίτλο ιδιοκτησίας, τότε πρόκειται για έγγραφο το οποίο παρανόμως και/ή με τεχνάσματα απέσπασε και/ή έχει στην κατοχή της. Προσθέτει ότι, το κατ’ ισχυρισμό ιδιοκτησιακό καθεστώς που αναφέρει η Ενάγουσα ότι κατέχει είναι μερίδιο 20/57 επί του όλου ακινήτου με αρ. εγγραφής 0/[ ] Φ/Σχ.--/2-261-372 και σε καμία περίπτωση δεν γίνεται αναφορά για την οιαδήποτε οικία και/ή δεν καθορίζεται σε κανένα σημείο και/ή δεν εκδόθηκε ξεχωριστός τίτλος επί τούτου. Το Τεκμήριο 3 στην περιγραφή του ακίνητου αναγράφει ξεκάθαρα ΧΩΡΑΦΙ. Πουθενά δεν αναγράφει και ή δεν περιγράφει την οικία της οποίας ζητείται η ανάκτηση κατοχής. Επιπροσθέτως, η εκτιμημένη αξία του κτηματολογίου για το έτος 2018 φαίνεται στο Τεκμήριο 3 ότι είναι €1.441.300, ενώ στο Τεκμήριο 2 η τιμή πώλησης φαίνεται να είναι €950.000 και διερωτάται γιατί προκύπτει αυτή η οικονομική διαφορά. Είναι δε η θέση του ότι το Τεκμήριο 2 στην ένορκη δήλωση της Αιτήτριας αποτελεί έγγραφο προφανώς κατασκευασμένο και συμπληρωμένο από την ίδια χωρίς βεβαίως να αναγράφει τα ορθά στοιχεία, ενώ εξ’ όσων προκύπτει αποτελεί αντίγραφο εγγράφου για το οποίο δεν δίνεται η οιαδήποτε εξήγηση και δικαιολογία ως προς το που βρίσκεται το πρωτότυπο. Επίσης, τα επισυνημμένα επί της ενόρκου δηλώσεως Τεκμήρια 3 και 4 ουσιαστικά επιβεβαιώνουν ότι σε περίπτωση που η Ενάγουσα-Αιτήτρια αποδείξει ότι είναι δικαιούμενη σε εγγραφή τότε αφορά μερίδιο 20/57 επί του όλου και ως επακόλουθο αυτού δεν νομιμοποιείται να αξιώνει τις αναφερόμενες θεραπείες οι οποίες ως εκτίθενται αφορούν όλο το ακίνητο και μία κατοικία η οποία δεν παρουσιάζεται στον τίτλο ιδιοκτησίας. Άξιο απορίας είναι το γεγονός ότι το Τεκμήριο 4 που συνοδεύει την ένορκη δήλωση της της Αιτήτριας φέρει ως ημερομηνία κατάρτισης την 04/05/2022, δηλαδή ημερομηνία προγενέστερη της έκδοσης του κατ’ ισχυρισμό τίτλου ιδιοκτησίας, ήτοι το Τεκμήριο 3.
Είναι η θέση του ομνύοντα ότι ουδέποτε επισκέφθηκε το επίδικο ακίνητο ο οιοσδήποτε υπάλληλος της τράπεζας και ότι δεν χρησιμοποιεί το ακίνητο παράνομα και πόσο μάλλον δεν χρειάζεται η οιαδήποτε συγκατάθεση από την Αιτήτρια η οποία κατέχει μερίδιο επί του όλου ακινήτου και όχι όλο το ακίνητο. Αποτελεί περαιτέρω θέση του ότι ουδέποτε οχλήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από την Ενάγουσα και ότι ουδέποτε ενημερώθηκε με οποιοδήποτε τρόπο από την Ενάγουσα, αναφορικά με την κατ’ ισχυρισμό παράνομη κατοχή του ως άνω ακινήτου. Σε σχέση με το Τεκμήριο 5 αναφέρει ότι προκύπτει ξεκάθαρα ότι η επίδοση δεν έγινε στον ίδιο προσωπικά και συνεπεία αυτού ουδέποτε είχε λάβει γνώση του περιεχομένου της επιστολής ημερομηνίας 23/03/2022. Επιπρόσθετα, από το περιεχόμενο της επιστολής αντιπρόσωπος φαίνεται να είναι μια εταιρεία ALTAMIRA ASSET MANAGEMENT και όχι η Αιτήτρια ενώ λανθασμένα αναφέρεται σε κατοχή του ακινήτου από τον Ιανουάριο του 2022 αντί Ιούνιο του 2022, ως φαίνεται στο Τεκμήριο 2.
Προσθέτει ο ομνύων ότι κατέχει και διαμένει στο εν λόγο ακίνητο ως ο νόμιμος κάτοχος και ιδιοκτήτης του. Περαιτέρω αναφέρει ότι ουδεμία υποχρέωση έχει να παραδώσει το επίδικο υποστατικό αφού η Ενάγουσα ουδέποτε κατέστη νόμιμη ιδιοκτήτρια της κατοικίας εις την οποία διαμένει και εις περίπτωση που κάτι τέτοιο έλαβε χώρα τότε έγινε με παράνομο και παράτυπο τρόπο γεγονός για το οποίο πρέπει να ακουστεί μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου στα πλαίσια ζωντανής διαδικασίας. Επιπρόσθετα και πέραν των ψευδών ισχυρισμών που η Αιτήτρια παραθέτει, δεν παραλείπει να ισχυρίζεται ότι καρπούται εσόδων από το ακίνητο γεγονός άγνωστο στον ίδιο προσωπικά ενώ δεν προβάλλει και δεν επισυνάπτει οιονδήποτε τεκμήριο προς απόδειξη των ισχυρισμών της.
Αρνείται επίσης και απορρίπτει πλήρως το περιεχόμενο των παραγράφων 13 και 14 της ένορκης δήλωσης στην αίτηση. Σύμφωνα με τη θέση του κανένας λόγος δεν υπήρχε ως προς την εξουσιοδότηση εκτιμητή για εκτίμηση του ακινήτου αφού δεν είναι η ιδιοκτήτρια και/ή δικαιούμενη σε εγγραφή της οικίας στην οποία διαμένει. Επιπρόσθετα ακόμα και στην περίπτωση που για λόγους άλλους το έπραξε, αποτελεί θέση του ότι οι αριθμοί που αναφέρονται επί του Τεκμηρίου 6 σε καμία περίπτωση δεν αντιπροσωπεύουν την αξία του ακινήτου και ως εκ τούτου η οιαδήποτε εκτίμηση η οποία έγινε από εκτιμητή της επιλογής της Ενάγουσας δεν μπορεί να είναι ορθή. Ενδεικτικά αναφέρει ότι η Ενάγουσα έχει προχωρήσει εσκεμμένα, σε λανθασμένη εκτίμηση αξίας του ως άνω ακινήτου αφού βάση της διαδικτυακής πύλης του κτηματολογίου την 01/01/2021 η αξία του ακινήτου ανέρχετο στο €1,470,300.00 για σκοπούς άλλους που αφορούν άλλες διαδικασίες. Επισυνάπτεται ως Τεκμήριο ΣΤ αντίγραφο της ανάλυσης δανείου από οικονομικό σύμβουλο βάσει της οποίας υποστηρίζονται τα ως άνω ποσά. Περαιτέρω οι ενέργειες στις οποίες έχει προβεί η Ενάγουσα έγιναν με απώτερο σκοπό την παράνομη εκποίηση του ακινήτου. Είναι δε δεδομένο ότι προέβησαν κακόπιστα σε μειωμένη τιμή σε σχέση με την πραγματική αξία του ακινήτου αγνοώντας παντελώς την διαδικτυακή πύλη του κτηματολογίου επί σκοπού. Τονίζει ότι εντός του ακινήτου που κατ’ ισχυρισμό κατέχει η Αιτήτρια δεν εμπίπτει η κατοικία στην οποία διαμένει. Περαιτέρω, όσον αφορά την ενοικιαστική αξία στην οποία γίνεται αναφορά από την Ενάγουσα αναφέρει ότι δεν μπορεί να ανέρχεται σε €1.100,00 μηνιαίως αφού πρόκειται περί παλαιού κτηρίου και/ή ακινήτου το οποίο επίσης έχει φθορές και σε καμία των περιπτώσεων δεν μπορεί να αντιπροσωπεύει την ως άνω ενοικιαστική αξία. Επισημαίνει ότι μία από τις επίδικες διαφορές τους είναι ότι το ακίνητο στο οποίο διαμένει δεν τους ανήκει. Το Τεκμήριο ΣΤ στην ένορκη του δήλωση μιλά σύμφωνα με τη θέση του αφ’ εαυτού και επεξηγεί πλήρως τον λόγο που δεν μπορεί η παρούσα αίτηση να επιτύχει καθότι παραμένουν αδιευκρίνιστα γεγονότα μέσα από τα οποία θα παρουσιαστεί η διαφορά που προκύπτει μεταξύ της Ενάγουσας και του ιδίου. Το χρεωστικό υπόλοιπο που αφορά το ακίνητο που κατ’ ισχυρισμό ανήκει στην Αιτήτρια είναι υπερχρεωμένο κατά €151.369,42 με αποτέλεσμα να δημιουργήθηκε πραγματική ζημιά προς τον ίδιο. Αυτό συνδέεται και με το γεγονός ότι η παρούσα αγωγή είναι καταχρηστική ενόψει της ύπαρξης της αγωγής υπ’ αριθμό 596/2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, της οποίας επισυνάπτεται η έκθεση υπεράσπισης και ανταπαίτησης ως Τεκμήριο Ζ. Στην πιο πάνω αγωγή εμπερικλείονται επίσης προδικαστικές ενστάσεις στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτηση, εκ των οποίων η μία είναι ότι δημιουργείται πολλαπλότητα και κατάχρηση με την ξεχωριστή καταχώριση των αγωγών. Επιπρόσθετα αναφέρει ότι έχει εκτίμηση επί του ακινήτου το έτος 2019 από τον ίδιο εκτιμητή σύμφωνα με την οποία η αγοραία αξία αυτού ανέρχετο στο €1.065.000,00. Επισυνάπτει ως Τεκμήριο την εν λόγω εκτίμηση. Επί καιρώ κόβιντ-19 ενόψει της πανδημίας οι τιμές ήταν και/ή θα έπρεπε να ήταν κατά πολύ χαμηλότερες.
Περαιτέρω, αναφέρει ότι η ομνύουσα ουδέποτε επισκέφτηκε το ως άνω ακίνητο με αποτέλεσμα τα όσα αναφέρει να παραμένουν μετέωρα και ανεδαφικά. Ούτε καν πότε μετέβηκε ακριβώς για επιθεώρηση η ομνύουσα δεν γνωρίζει με αποτέλεσμα να αναφέρεται γενικά στο έτος 2023. Δεν αναφέρεται τι έπραξε στην επιθεώρηση, πώς αντιλήφθηκε ότι ο καθ’ ου η αίτηση διαμένει στη συγκεκριμένη οικία ή πώς φαίνεται ότι η οικία εμπίπτει στα 20/57 τα οποία κατ’ ισχυρισμό έχουν εγγραφεί στο όνομα της Αιτήτριας.
Προσθέτει ότι σε ουδεμία καθυστέρηση της διαδικασίας έχει πρόθεση να προβεί αλλά αντιθέτως το μόνο που επιθυμεί είναι να προβάλει την υπεράσπιση του ως τα συνταγματικά του δικαιώματα. Πέραν των πιο πάνω αναφέρει ότι στα πλαίσια της υπεράσπισης του προωθεί και αριθμό προδικαστικών ενστάσεων, μεταξύ των οποίων και την κακόπιστη και καταχρηστική έγερση της παρούσης αγωγής εναντίον του. Το αν υπάρχει υπεράσπιση ή όχι είναι ξεκάθαρα θέμα που θα αποφασισθεί από το Δικαστήριο. Αποτελεί θέση του ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή και ότι αποκαλύπτει γεγονότα τα οποία πιστεύει του παρέχουν το δικαίωμα να υπερασπισθεί τον εαυτό του. Υπό τις περιστάσεις ελλείπουν στοιχεία και ή ικανοποιητική μαρτυρία, τα οποία θα μπορούσαν να καθορίσουν πλήρως τα επίδικα θέματα που απασχολούν το Δικαστήριο. Περαιτέρω αναφέρει ότι τα τεκμήρια που παρουσιάζει η Αιτήτρια είναι καθ’ όλα γενικά και αόριστα και δεν τα συνοδεύει οποιοδήποτε επεξηγηματική μαρτυρία.
Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι ο Εναγόμενος καταχώρησε Υπεράσπιση στις 27/11/2023.
Η ακρόαση της υπόθεσης διεξήχθη στη βάση των ενόρκων δηλώσεων που συνοδεύουν, αντίστοιχα, την αίτηση και την ένσταση. Και οι δυο πλευρές υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους με την υποβολή εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων, το περιεχόμενο των οποίων λαμβάνω υπόψη μου και θα αναφερθώ σε αυτό όπου το κρίνω απαραίτητο. Απαντήσεις στα διάφορα επιχειρήματα θα δοθούν με το σκεπτικό του Δικαστηρίου που θα ακολουθήσει. Σημειώνεται ότι με την αγόρευση της η συνήγορος της Αιτήτριας εγκατέλειψε την αξίωση της για διαφυγόντα κέρδη, (Δ) στην ένορκη δήλωση στην Αίτηση της.
ΝΟΜΟΛΟΓΙΑ
Οι αρχές με βάση τις οποίες εξετάζονται αιτήσεις όπως η παρούσα έχουν συνοψιστεί στην πρόσφατη απόφαση του νέου Εφετείου Σάββας Πασιουρτίδης κ.ά.v. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, Πολ.Εφ.Αρ. Ε95/2021,ημερ.8.2.24, ως ακολούθως:
«Η αίτηση για συνοπτική απόφαση στηρίχθηκε στην Δ.18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η Νομολογία επί της οποίας είναι πλούσια. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της πιο πάνω Διαταγής, και έχει καθιερωθεί από τη Νομολογία, για την έκδοση συνοπτικής απόφασης πρέπει να ικανοποιηθούν τρεις προϋποθέσεις, ήτοι η αγωγή να έχει καταχωριστεί σε κλητήριο ειδικά οπισθογραφημένο, να έχει καταχωριστεί Εμφάνιση από τον εναγόμενο και η αίτηση να υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση από τον ίδιο τον ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, να επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και να δηλώνει ότι, καθώς πιστεύει, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Η τήρηση των εν λόγω προϋποθέσεων σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, η δε μη ικανοποίηση τους στερεί το Δικαστήριο από τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Αφού ο ενάγοντας ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις αυτές, το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του εναγομένου να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής ή να αποκαλύψει γεγονότα που να μπορούν να θεωρηθούν ικανά να του επιτρέψουν να υπερασπιστεί (βλ. μεταξύ άλλων Χριστόδουλος Μεττή κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου, (2002) 1 Α.Α.Δ. 417, Kyprianides v. Ioannou (1966) 1 C.L.R. 265, Christodoulou v. Erotocritou XXI C.LR. 175).
Συμφωνούμε ότι η Νομολογία που παραθέτει και η πλευρά των Εφεσειόντων, καταδεικνύει ότι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις μπορεί Δικαστήριο να αποστερήσει από διάδικο το να προβάλει την υπεράσπιση του. Η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης είναι κατ' εξαίρεση διαδικασία που παρακάμπτει την κανονική διαδικασία της ακρόασης των αγωγών, αφού ουσιαστικά, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, αποκλείει τον εναγόμενο από του να αμφισβητήσει την εναντίον του αξίωση. (βλ. Ιουλία Μαγγλή ν. C.B.C.I Cyprus - Balkan Consulting and Investment Ltd,(2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 896, Zervos v Euroinvestment & Finance Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 1968). Η όλη δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην αφαιρεί από διάδικο το δικαίωμα να εγείρει υπεράσπιση. (βλ.Trans Middle East (Trading) (TMET) Ltd v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 339). Η δε άδεια για υπεράσπιση πρέπει να παρέχεται στον εναγόμενο ακόμα και όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Ο εναγόμενος όμως, δεν πρέπει να προβάλλει απλά γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, αλλά η ένσταση πρέπει να περιέχει λεπτομερώς τις θέσεις του (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. ν. Νέστωρα Χ' Νέστωρος (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 204). Περαιτέρω, σε τέτοιες αιτήσεις, η συζήτηση του κατά πόσο υπάρχει ή όχι υπεράσπιση γίνεται σε επίπεδο ισχυρισμών μόνο, και το Δικαστήριο δεν προχωρεί σε αξιολόγηση μαρτυρίας.»
Στην επίσης πρόσφατη απόφαση του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου MUKHTAR MOHAMED AL NWILI V. MAREMONTE INVESTEMENTS LTD, Πολ.Εφ.Αρ. Ε95/2021, ημερ.9.1.24, παραμερίστηκε η πρωτόδικη απόφαση στην οποία είχε εκδοθεί συνοπτική απόφαση και δόθηκε άδεια στον Εφεσείοντα να καταχωρίσει υπεράσπιση στην αγωγή. Η υπόθεση αφορούσε συμφωνία πώλησης κατοικίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε εκδώσει συνοπτική απόφαση αναγνωρίζοντας ότι η επίδικη συμφωνία είχε νόμιμα τερματιστεί και διέταξε τη διαγραφή της από το Κτηματολόγιο, παράλληλα επιδικάζοντας αποζημιώσεις σε μηνιαία βάση μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας.
Κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι οι περιστάσεις της υπόθεσης, όπως καταφαίνονταν από το Κλητήριο και την ίδια την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση, αποκάλυπταν την ύπαρξη ανταπαίτησης του Εφεσείοντα που προέκυπτε από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και διασυνδεόταν άμεσα με την αξίωση. Η ανταπαίτηση αφορούσε στην προκαταβολή που δόθηκε, στην επιστροφή της οποίας δικαιούτο ο Εφεσείων, υπό την αίρεση των απαιτήσεων της Εφεσίβλητης για αποζημιώσεις, ώστε να αποφευχθεί ο άδικος πλουτισμός της τελευταίας σε βάρος του με την παράδοση της κατοικίας και τη διαγραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο. Οι πιο πάνω περιστάσεις καταδείκνυαν ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να επιλυθεί συνοπτικά και θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη που θα επέτρεπε στον Εφεσείοντα να προβάλει την ανταπαίτηση του, και τη διεξαγωγή δίκης στην οποία και η ίδια η Εφεσίβλητη θα προωθούσε τις αξιώσεις της για αποζημιώσεις. Το γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε πληρώσει στην Εφεσίβλητη το ποσό των €100.000, ήταν αδιαμφισβήτητο. Προέκυπτε από το περιεχόμενο του Κλητηρίου και επιβεβαιωνόταν με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση. Τεκμηριωνόταν έτσι μια ανταπαίτηση, που ο Εφεσείων θα μπορούσε να προωθήσει. Έγινε αναφορά στην απόφαση στην υπόθεση Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, 28, στην οποία αναφέρθηκε ότι:
«Είναι καθιερωμένο ότι όπου εγείρεται καλή τη πίστει ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται τέτοια άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση (Βλέπε: Morgan & Son Ltd. v. S. Martin Johnson & Co. [1949] 1 K.B. 107). Η ανταπαίτηση είναι αγωγή (cross action) αλλά για τους σκοπούς της Δ.18 πρέπει να θεωρείται ως Υπεράσπιση (Βλέπε: Zoedone Co. v. Barrett [1882] 26 S.J. 657).»
Περαιτέρω, επαναλήφθηκε ότι η βασική αρχή που προκύπτει από τις αυθεντίες είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη δήλωση του αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή εγείρει θέμα σε απάντηση της απαίτησης που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα (CY.E.M.S. Co. v. Central Co-Operative Industries (1982) 1 Α.Α.Δ. 897, 902-και Τrans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, 243-4).
ΕΞΕΤΑΣΗ ΥΠΟ ΚΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
Από το περιεχόμενο του φακέλου της υπόθεσης, διαπιστώνω ότι το Κλητήριο Ένταλμα που καταχωρίστηκε είναι ειδικά οπισθογραφημένο και ότι ο Εναγόμενος καταχώρησε Σημείωμα Εμφάνισης.
Σε σχέση με την προϋπόθεση της θετικής γνώσης των γεγονότων από το άτομο το οποίο ορκίστηκε, ηγέρθη ως λόγος ένστασης από τον Καθ’ ου η αίτηση ότι η Ένορκη Δήλωση της Φρόσως Σάββα, ημερομηνίας 08/02/2024, η οποία υποστηρίζει την αίτηση δεν ικανοποιεί τις προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 Θ.1. Ο εν λόγω ισχυρισμός εξειδικεύτηκε στην παράγραφο 5 της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η αίτηση και στην αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου του. Βασικά, αμφισβητήθηκε το κατά πόσο η ομνύουσα μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης και/ή η εξουσιοδότηση της να ορκιστεί θετικά ως προς τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης.
Αρχίζοντας από το τελευταίο σημείο σημειώνεται ότι το θέμα της εξουσιοδότησης έχει επιλυθεί στην υπόθεση M.A. GOODVALUE SUPPLIERS LTD κ.α. ν. BARCLAYS BANK PLC (2001) 1Β Α.Α.Δ. 1038 όπου κρίθηκε ότι για να δοθεί κάποια μαρτυρία στο Δικαστήριο δεν απαιτείται εξουσιοδότηση από οιονδήποτε αφού ο κάθε μάρτυρας που παρουσιάζεται καταθέτει για τα γεγονότα που ο ίδιος γνωρίζει. Στην υπό κρίση περίπτωση η αίτηση για συνοπτική απόφαση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση της ομνύουσας η οποία δηλώνει ότι είναι εξουσιοδοτημένη από την Αιτήτρια και λειτουργός του τμήματος το οποίο διαχειρίζεται, μεταξύ άλλων, την ανάκτηση της κατοχής των ακινήτων τα οποία βρίσκονται στην ιδιοκτησία της Αιτήτριας. Γνωρίζει τα γεγονότα που αφορούν την παρούσα αγωγή είτε από προσωπική της γνώση μέσω του χειρισμού και της παρακολούθησης της υπόθεσης είτε μέσω των εγγράφων τα οποία έχει στην κατοχή της στα πλαίσια των καθηκόντων της. Κρίνω, συνεπώς ότι είναι πρόσωπο που μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα, αφού είναι άμεσα εμπλεκόμενη σε αυτά. Η υπόθεση Αθηνούλλα Δημητρίου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ.782 καταγράφει ότι, στην περίπτωση, όπως η προκείμενη, όπου η Ενάγουσα-Αιτήτρια είναι νομικό πρόσωπο, κάποιο φυσικό πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτό πρέπει να ορκιστεί στη θέση της, για να καταλήξει πως το ζήτημα κρίνεται με βάση τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραματίζει η φύση της αξίωσης. (Βλ. επίσης Stavrinides v Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972)1 C.L.R.130 και ΜΑΡΚΟΣ ΦΟΡΟΥ v EΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ, Πολ.Εφ.Αρ. 425/2016, ημερ.8.2.24).
Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η ενόρκως δηλούσα στην Αίτηση έχει θετική γνώση των γεγονότων και αυτό προκύπτει και από τις λεπτομέρειες που καταγράφει στην ένορκη δήλωση της, ενώ ταυτόχρονα θέτει ενώπιον του Δικαστηρίου τα έγγραφα που υποστηρίζουν την αξίωση.
Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων κρίνω ότι πληρούνται οι τρείς προϋποθέσεις που θέτει η Δ.18 για την ενεργοποίηση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να εξετάσει την παρούσα Αίτηση. Συνεπώς το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του Εναγομένου – Καθ’ ου η Αίτηση να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που να μπορούν να θεωρηθούν ικανά να του επιτρέψουν να υπερασπιστεί την υπόθεση του (βλ. Hermes Insurance Co Ltd v. Joulios Theodorides (1983) 1 C.L.R. 333). Έχει καθιερωθεί νομολογιακά ότι η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση όταν το βάρος μετατοπιστεί στους ώμους του Εναγομένου, πρέπει να περιέχει τέτοιες λεπτομέρειες που να τεκμηριώνουν τους ισχυρισμούς του για την ύπαρξη υπεράσπισης και ότι η απλή αναφορά σε ισχυρισμούς γενικούς και αόριστους στερεί από τον Εναγόμενο το δικαίωμα να τύχει άδειας από το Δικαστήριο για να καταχωρίσει υπεράσπιση. Στο εγχείρημα της προβολής καλής υπεράσπισης, ο Εναγόμενος οφείλει να εκθέτει με επάρκεια και ικανοποιητική λεπτομέρεια τα γεγονότα με βάση τα οποία να δικαιολογείται η θέση του για ύπαρξη καλής υπεράσπισης. Γενικές αρνήσεις, αόριστοι, ατεκμηρίωτοι ή γενικοί ισχυρισμοί που εκτίθενται στην ένορκη δήλωση εκ μέρους του δεν είναι ικανοποιητικοί.
Στην υπόθεση Κυριάκου ν. Αναστασίου (2013) 1 Α.Α.Δ.148 όπου αναλύεται ο σκοπός της Δ.18 λέχθηκαν τα ακόλουθα σε σχέση με τον τρόπο προσέγγισης του ερωτήματος κατά πόσο η προβαλλόμενη Υπεράσπιση είναι τέτοια που να δικαιούται ο Εναγόμενος να ακουστεί αναφορικά με αυτήν :
«Έχει υποδειχθεί στη N.V. Caterchef Ltd v. P.C.P. Electronics Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 1912 και έχει επιβεβαιωθεί εκ νέου στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, ότι το δικαίωμα υπεράσπισης χωρίς όρους δεν «.. ικανοποιείται χωρίς την παροχή λεπτομερειών σε λογική έκταση διαφορετικά, θα ήταν εύκολο σε σχεδόν κάθε περίπτωση να εξασφαλίζεται άδεια με γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς με αποτέλεσμα την αχρήστευση του.». Το τι αναμένεται από ένα εναγόμενο όταν αντιμετωπίζει αίτηση για συνοπτική απόφαση έχει διαχρονικά επιβεβαιωθεί από τη φράση «condescend upon particulars». Στο Annual Practice 1970 σελ. 127, παρ. 14/3-4/4, αναφέρονται τα εξής:
«The defendant's affidavit must "condescend upon particulars", and should, as far as possible, deal specifically with the plaintiff's claim and affidavit, and state clearly and concisely what the defence is, and what facts are relied on as supporting it. It should also state whether the defence goes to the whole or part of the claim, and in the latter case it should specify the part.
... if a legal objection is raised, the facts and the point of law arising thereon must be clearly stated.
Indeed, in all cases, sufficient facts and particulars must be given to show that there is a bona fide defence. »
Στην παρούσα περίπτωση η Ενάγουσα προωθεί την αγωγή της στη βάση ιδιοκτησιακού δικαιώματος της προβάλλοντας ότι ο Εναγόμενος κατέχει το επίδικο ακίνητο παράνομα, αρνούμενος να το παραδώσει και εξακολουθώντας να το κατέχει χωρίς την άδεια ή συγκατάθεση της, διαπράττοντας παράνομη επέμβαση για την οποία βασικά ζητά την παράδοση ελεύθερης κατοχής. Σύμφωνα με τον Νόμο παράνομη επέμβαση συνίσταται σε παράνομη είσοδο ή σε παράνομη παρέμβαση στην ιδιοκτησία άλλου (άρθρο 43 του Κεφ.148). Η βάση της αγωγής της Ενάγουσας βασίζεται στους δικογραφημένους ισχυρισμούς ότι η Ενάγουσα είναι η ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου (20/57 μεριδίου) από τον Ιανουάριο του 2022 και ότι ο Εναγόμενος κατέχει το επίδικο ακίνητο παράνομα χωρίς να έχει την άδεια ή συγκατάθεση της Ενάγουσας.
Ο ισχυρισμός ότι η Ενάγουσα είναι η ιδιοκτήτρια του ακινήτου υποστηρίζεται από τα Τεκμήρια 2, έντυπο μεταβίβασης, και το Τεκμήριο 3, τίτλο ιδιοκτησίας, στην ένορκη δήλωση της Ενάγουσας στην αίτηση. Στην ένορκη δήλωση στην ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι το Τεκμήριο 2 αποτελεί έγγραφο κατασκευασμένο και συμπληρωμένο από την από την ίδια την Αιτήτρια, αμφισβητώντας ουσιαστικά την γνησιότητα του. Περαιτέρω, σε σχέση με το Τεκμήριο 3, ο Καθ’ ου η Αίτηση αμφισβητεί την ορθότητα των στοιχείων που αναγράφονται σε αυτό, καλώντας παράλληλα την Αιτήτρια να αποδείξει περαιτέρω τους ισχυρισμούς της. Σημειώνεται συναφώς ότι τα Τεκμήρια 2 και 3 αποτελούν πιστοποιητικά κυβερνητικού μητρώου, εφόσον συνιστούν επίσημα έγγραφα του Κτηματολογίου, και δεν μπορεί να τεθεί ως προς αυτά θέμα προσκόμισης πρόσθετης μαρτυρίας προς απόδειξη του περιεχομένου τους. Σύμφωνα με τον περί Αποδείξεως Νόμο, Κεφ. 9, άρθρο 35(3) πιστοποιητικό αρχείου επιχείρησης δημόσιας ή εκκλησιαστικής αρχής που εκδίδεται και υπογράφεται από αρμόδιο λειτουργό, θεωρείται κατά μαχητό τεκμήριο ότι ετοιμάστηκε και υπογράφτηκε δεόντως από αυτόν. Ο όρος δημόσια αρχή, περιλαμβάνει οποιαδήποτε κρατική υπηρεσία.
Έρχομαι τώρα στον δικογραφημένο ισχυρισμό της παράνομης διαμονής του Καθ’ ου η αίτηση εντός του επίδικου ακινήτου. Ο Καθ’ ου η αίτηση προβάλλει μέσω της ένορκης του δήλωσης του τον ισχυρισμό ότι ο ίδιος είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης και κάτοχος του όλου ακινήτου και ότι ουδέποτε έχει οχληθεί από την Αιτήτρια. Διαζευκτικά τίθεται ο ισχυρισμός ότι ακόμη και εάν η Αιτήτρια έχει καταστεί ιδιοκτήτρια του 20/57 μεριδίου επί του ακινήτου αυτό αφορά απλώς μερίδιο του όλου ακινήτου και περαιτέρω, ότι δεν μπορεί να εξαχθεί με βεβαιότητα ότι εντός αυτού βρίσκεται η εν λόγω κατοικία στην οποία διαμένει ο Καθ’ ου η αίτηση και ότι στο Τεκμήριο 3, ήτοι τον τίτλο ιδιοκτησίας, αναγράφεται στην περιγραφή η λέξη χωράφι και πουθενά δεν αναγράφεται ή περιγράφεται η κατοικία για την οποία ζητείται η ανάκτηση κατοχής. Σε σχέση με τον τελευταίο, διαζευκτικό ισχυρισμό που προβάλλεται, σημειώνω στο σημείο αυτό ότι στη βάση του Τεκμηρίου 3 στην ένορκη δήλωση στην υπό κρίση αίτηση υπάρχουν εντός του ακινήτου κτήρια που δεν αναγράφονται στην εγγραφή ενώ στο Τεκμήριο 6, έκθεση εκτίμησης του ακινήτου, στην ένορκη δήλωση στην αίτηση, συγκεκριμένα στην σελίδα 8, παράγραφο 4.2 με τίτλο ‘Περιγραφή Ακινήτου’ αναφέρεται ότι «Το υπό εξέταση ακίνητο με αρ. τεμαχίου 4 αποτελεί οικιστικό χωράφι το οποίο έχει άδεια διαίρεσης γης σε 12 οικόπεδα. Το υπό εξέταση ακίνητο αποτελεί μια διώροφη ανεξάρτητη κατοικία στο μερίδιο 20/57 το οποίο αντιστοιχεί στο υπό διαχωρισμό οικόπεδο 12». Περαιτέρω, με βάση τη Συμφωνία Διανομής του ακινήτου, Τεκμήριο 4, η Αιτήτρια κατέχει το οικόπεδο με αρ.12 το οποίο φαίνεται στο ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Α (ΣΧΕΔΙΟ ΔΙΑΝΟΜΗΣ) το οποίο συνοδεύει το εν λόγω έγγραφο. Στη βάση των πιο πάνω, ο ισχυρισμός του Καθ’ ου η αίτηση παρέμεινε ατεκμηρίωτος και μετέωρος. Επισημαίνω ότι ο Καθ’ ου η αίτηση παραδέχεται στην ένορκη δήλωση του στην ένσταση ότι κατέχει το επίδικο ακίνητο και διαμένει σε αυτό. Παραλείπει όμως να προβάλει οποιαδήποτε θέση ως προς το πού στηρίζει τον ισχυρισμό του ότι ο ίδιος είναι ο νόμιμος ιδιοκτήτης του ακινήτου, δεδομένης και της μη τεκμηριωμένης ή της όποιας κατά τα άλλα αμφισβήτησης των στοιχείων που έχει παρουσιάσει η Αιτήτρια. Το ίδιο ατεκμηρίωτη παρέμεινε και η θέση του περί μη όχλησης του από την Αιτήτρια, δεδομένης της παρουσίασης του Τεκμηρίου 5.
Όλοι οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Καθ’ ου η αίτηση παρέμειναν γενικόλογοι και αόριστοι. Είναι προφανές πως μέσω της ένορκης δήλωσης του δεν έχει παραθέσει οποιαδήποτε στοιχεία η γεγονότα τα οποία μπορούν να κριθούν ως επαρκή για να υποστηρίξουν τους ισχυρισμούς του και τα οποία δυνητικά θα μπορούσαν να κριθούν ως ουσιώδες ζήτημα για εκδίκαση, τουλάχιστον για το ζήτημα της ιδιοκτησίας και την κατοχή του ακινήτου χωρίς άδεια ή συγκατάθεση. Πέραν τούτου δεν έχει αντικρούσει με οποιοδήποτε τρόπο το περιεχόμενο των Τεκμηρίων που επισυνάπτονται στην ένορκη δήλωση στην αίτηση.
Πριν ολοκληρώσω, θα αναφερθώ επιγραμματικά σε κάποιους από τους υπόλοιπους λόγους ένστασης που προβάλλονται. Ξεκινώ από τη θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εναγόμενου ότι η αίτηση έχει πρόδηλα υποβληθεί καθυστερημένο στάδιο. Από τον φάκελο της υπόθεσης προκύπτει ότι η Υπεράσπιση του Καθ’ ου η Αίτηση καταχωρήθηκε την 27/11/2023 και η υπό κρίση αίτηση την 08/02/2024, δηλαδή 2 μήνες περίπου αργότερα.
Η Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας δεν προνοεί ρητά συγκεκριμένο χρόνο εντός του οποίου πρέπει να καταχωρείται αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης αλλά περιορίζεται στην αναφορά ότι αυτή καταχωρείται μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης. Στην παρούσα περίπτωση, η Αίτηση καταχωρίστηκε μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφάνισης καθώς και της Έκθεσης Υπεράσπισης του Καθ’ ου η Αίτηση. Σχετική είναι η υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ.408, όπου αναφέρθηκαν τα εξής:
«Η καταχώρηση υπεράσπισης από ένα εναγόμενο δεν μπορεί να αποστερήσει τον ενάγοντα από το δικαίωμα του να υποβάλει αίτηση για συνοπτική απόφαση, στην κατάλληλη περίπτωση όπως ήταν η προκείμενη».
Σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd (ανωτέρω), αίτηση για συνοπτική απόφαση μπορεί να υποβληθεί ακόμη και μετά την καταχώρηση υπεράσπισης. Ο Καθ’ ου η αίτηση δεν αναφέρει οτιδήποτε στη μαρτυρία του προς υποστήριξη του ισχυρισμού του περί καθυστέρησης στην καταχώρηση της Αίτησης. Πρόκειται περί αόριστου και ατεκμηρίωτου ισχυρισμού. Εν πάση περιπτώσει, κρίνω ότι στη βάση των γεγονότων της υπόθεσης, δεν υπάρχει οποιοδήποτε κώλυμα και/ή εμπόδιο στην καταχώρηση της Αίτησης τον χρόνο που καταχωρίστηκε. Επομένως ο σχετικός λόγος ένστασης απορρίπτεται.
Έχει επίσης εγερθεί από τον Καθ’ ου η Αίτηση η θέση ότι η υπό κρίση αίτηση προωθείται καταχρηστικά λόγω του ότι εκκρεμεί η αγωγή υπ΄ αριθμό 596/2023 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, στην οποία, σύμφωνα με τη θέση του, αμφισβητεί την παράνομη εκποίηση του επίδικου ακινήτου καθώς και το χρεωστικό υπόλοιπο του Καθ’ ου η αίτηση. Παρά το γεγονός ότι το κλητήριο ένταλμα της πιο πάνω αγωγής δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου διαφαίνεται ότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται στην Έκθεση Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης η οποία επισυνάπτεται στην ένσταση του Καθ’ ου η αίτηση αφορούν βασικά την αμφισβήτηση το οφειλόμενου υπόλοιπου του Καθ’ ου η αίτηση προς την Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων ΛΤΔ και την αξία του εκποιηθέντος ενυπόθηκου ακινήτου της υποθήκης υπ’ αριθμό Υ1872/13. Είναι εμφανές ότι στη βάση της πιο πάνω διαπίστωσης κάθε άλλο παρά υπάρχει ταύτιση των επίδικων θεμάτων στην παρούσα αγωγή, η οποία βασίζεται στο αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης, με την αγωγή υπ΄ αριθμό 596/2023 η οποία αφορά διαφορετικές αξιώσεις. Κρίνω συνεπώς πως δεν εντοπίζεται μέσα από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση οτιδήποτε που να καταδεικνύει κατάχρηση εκ μέρους της Ενάγουσας.
Για τους πιο πάνω λόγους κρίνω ότι η Ενάγουσα δικαιούται σε συνοπτική απόφαση εναντίον του Εναγομένου. Εκδίδεται συνεπώς συνοπτική απόφαση ως οι αξιώσεις Α-Γ της Έκθεσης Απαίτησης. Οι υπόλοιπες αξιώσεις απορρίπτονται.
Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.): ……………………..
Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο