ΤΑΣΟΣ ΑΡΕΣΤΗ ν. LINETOUCH HOLDINGS LIMITED κ.α., Αγωγή αρ.: 507/2019, 7/3/2025
print
Τίτλος:
ΤΑΣΟΣ ΑΡΕΣΤΗ ν. LINETOUCH HOLDINGS LIMITED κ.α., Αγωγή αρ.: 507/2019, 7/3/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ,  Π.Ε.Δ.

Αγωγή αρ.:  507/2019

Μεταξύ:  

                                                           

ΤΑΣΟΣ ΑΡΕΣΤΗ

            Ενάγοντα

και

 

1.         LINETOUCH HOLDINGS LIMITED

2.         ΛΟΥΚΑΣ   ΠΑΠΑΛΕΟΝΤΙΟΥ

3.         ΧΡΙΣΤΟΣ ΣΑΒΒΑ

4.         ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ  ΒΕΣΣΗΣ 

Εναγόμενων

 

Αίτηση  ημερ. 20.06.24 για αναστολή εκτέλεσης απόφασης

 

Ημερομηνία:  7 Μαρτίου, 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:

Για Ενάγοντα - Αιτητή: κος Χ. Ευαγγέλου για Γιώργος Α. Βασιλείου ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενη 1 - Καθ΄ ης η Αίτηση  1: κα Χ. Πατσιά για Γεώργιος Θ. Κούμα

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την υπό κρίση αίτηση ημερομηνίας 20/06/24, ο Ενάγοντας – Αιτητής (εφεξής ο Αιτητής) αξιώνει  την έκδοση διατάγματος αναστολής εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 29/05/23, ως το πρακτικό του Δικαστηρίου για απόρριψη της ως άνω αριθμό και τίτλο Αγωγής και της μετέπειτα απόφασης ημερομηνίας 23/02/24, για επαναφορά της και/ή οποιουδήποτε άλλου μέτρου εκτέλεσης μέχρι την πλήρη αποπεράτωση και εκδίκαση της αίτησης Ενοικιοστασίου με αρ. 07/24 Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεως, Τμήμα Δικαστηρίου Λάρνακας. Η αίτηση, η οποία αρχικά αφορούσε και τους Εναγόμενους 2-4 στις 4.2.25 απεσύρθη σε σχέση με αυτούς.  

 

Η αίτηση βασίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.35 θ.2, 18 και 19, Δ.40 θ.11, Δ.48, Κ. 1, 2, 3, 8 και 9, στο άρθρο 31 και 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, 14/60 και στα άρθρα 4, 5, 6 και 9 του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, στις συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου, στις αρχές του Κοινοδικαίου, της επιείκειας, της Erinford και στη νομολογία.

 

Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση του Αιτητή ο οποίος αναφέρει ότι ο δικηγόρος του έχει καταχωρήσει την αίτηση Ενοικιοστασίου με αρ. 7/24 αξιώνοντας οφειλόμενα ενοίκια ή και αποζημιώσεις ύψους €59.090 πλέον έξοδα εναντίον της Εναγόμενης 1 και των Εναγόμενων 2 – 4 ως εγγυητών της, μέχρι το χρονικό σημείο που έλαβε κατοχή των υποστατικών του. 

 

Αναφέρει ο ενόρκως δηλών ότι η πιο πάνω αίτηση Ενοικιοστασίου αποτελεί το ίδιο αντικείμενο και διαφορά που προωθείτο και υφίστατο στα πλαίσια της αγωγής που απορρίφθηκε, διαφορά ως αυτή διαμορφώθηκε, υφίστατο και μέχρι σήμερα υφίσταται μετά την ανάληψη της κατοχής των υποστατικών του στις 22/3/2022. Περαιτέρω, ως αναφέρει, η αίτηση Ενοικιοστασίου με αρ. 07/24 Λάρνακας που σήμερα εκκρεμεί αφορά την ίδια ακριβώς θεραπεία ή και αξίωση μεταξύ των ιδίων ακριβώς διαδίκων της παρούσης αγωγής.

 

Προσθέτει ότι οι Εναγόμενοι έχουν προβεί σε διαβήματα και μέτρα εκτέλεσης αξιώνοντας έξοδα που επιδικάστηκαν προς όφελος τους στα πλαίσια της παρούσας αγωγής, γνωρίζοντας την υφιστάμενη διαφορά τους.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, δεν έχει λάβει οποιοδήποτε ποσό από την Εναγόμενη 1 ενώ έχουν αναγνωριστεί οι αξιώσεις του από την Εναγόμενη 1. Προσθέτει ότι οι Εναγόμενοι δεν έχουν ουσιαστική υπεράσπιση στην αξίωση του και ότι το ποσό για το οποίο οι Εναγόμενοι προωθούν μέτρα εκτέλεσης προς είσπραξη δεν ξεπερνά το ποσό της Απαίτησης του, η οποία υπερκαλύπτει κατά πολύ το ποσό που προσπαθούν να εισπράξουν από αυτόν. Σύμφωνα με τη θέση του καμία ζημιά δεν θα υποστούν οι Εναγόμενοι από την έκδοση του διατάγματος και μέχρι να περατωθεί η αίτηση  Ενοικιοστασίου.

 

Σε περίπτωση που καταβληθούν τα χρηματικά ποσά που οι Εναγόμενοι προσπαθούν να εισπράξουν θα είναι αδύνατο ο ίδιος να εισπράξει με την αποπεράτωση της αίτησης Ενοικιοστασίου, αφού η εταιρεία δεν είναι φερέγγυα.   

 

Είναι σε θέση, ως αναφέρει, να υπογράψει οποιαδήποτε εγγύηση και να αποδεχθεί τυχόν όρους υποβληθούν από το Δικαστήριο σε περίπτωση έκδοσης του διατάγματος.

   

Η Εναγομένη 1 - Καθ’ ης η Αίτηση 1 (εφεξής Καθ’ ης η Αίτηση) καταχώρησε ένσταση στην αίτηση .

 

Η ένσταση στηρίζεται στις Δ.38 Κ.18, Δ.40 Κ. 7,11,15 και Δ.48 Κ. 2(1),4(1) (2), 8(1)(ii) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, στα άρθρα 30, 31 και 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στους Κανόνες της Επιείκειας, στις εξουσίες του Δικαστηρίου και στην νομολογία. Οι λόγοι ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:

 

1.         Η Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την Αίτηση είναι αντικανονική, παράτυπη και άκυρη. 

 

2.         Η παρούσα διαδικασία συνιστά κατάχρηση και καταφρόνηση του Δικαστηρίου καθότι για τα ίδια ζητήματα ο Αιτητής έχει καταχωρήσει πολλαπλές διαδικασίες στις οποίες αιτείται ίδιες ή παρόμοιες θεραπείες και/ή διατάγματα.

 

3.         Δεν συντρέχουν οι κατάλληλες συνθήκες που να δικαιολογούν ή/και που να επιτρέπουν την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Σεβαστού Δικαστηρίου, υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης ημερομηνίας 29/05/2023.

 

4.         Δεν έχει καταδειχθεί εκ πρώτης όψεως καλή αιτία αγωγής και/ή πιθανότητα επιτυχίας.

 

5.         Η αίτηση δεν ικανοποιεί τις νομοθετικές και νομολογιακές προϋποθέσεις ή/και δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.

 

6.         Δεν υπάρχει και/ή δεν εγείρεται νομικό υπόβαθρο που να δικαιολογεί και/ή να δίδει εξουσία στο Δικαστήριο να εκδώσει τα αιτούμενα διατάγματα.

 

7.         Οι λόγοι που προβάλλονται προκειμένου να πείσουν το Σεβαστό Δικαστήριο, να αναστείλει την εκτέλεση της απόφασης ημερομηνίας 29/05/23 δεν είναι ειλικρινείς. Οι εξηγήσεις που δίνονται δεν είναι ικανοποιητικές και πραγματικά οι λόγοι που τίθενται είναι εκ των υστέρων σκέψεις του Αιτητή, προκειμένου να παραπλανήσει το Σεβαστό Δικαστήριο και να πετύχει την Αιτούμενη Θεραπεία.

 

8.         Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, παρουσιάζει σημαντικές ανακρίβειες σε σύγκριση με τα πραγματικά γεγονότα και ειδικότερα δεν αποκαλύπτει εκ πρώτης όψεως ή/και συζητήσιμη απαίτηση, στη βάση της οποίας θα μπορούσε το Σεβαστό Δικαστήριο, εξασκώντας τη διακριτική του εξουσία να εκδώσει τις Αιτούμενες Θεραπείες.

 

9.         Τα όσα προβάλλει ο Αιτητής ως λόγους αναστολής της διαδικασίας είναι αβάσιμα και ανεδαφικά.

 

10.       Η παρούσα διαδικασία εγείρεται κακόπιστα και καταχρηστικά, με μοναδικό σκοπό, την αποφυγή πληρωμής των δικηγορικών εξόδων που επιδικάστηκαν στην απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, ημερομηνίας 29/05/23.

 

11.       Η υπό εξέταση αίτηση είναι νομικά, ουσιαστικά και πραγματικά αβάσιμη.

 

Τα γεγονότα στα οποία στηρίζεται η ένσταση φαίνονται στην ένορκη δήλωση του Αντώνη Ορθοδόξου, εκ των διευθυντών της Καθ’ ης η Αίτηση, ο οποίος αναφέρει ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων που αναφέρει ενώ σε κάθε άλλη περίπτωση, αποκαλύπτει την πηγή της γνώσης του. Είναι η θέση τους ότι η υπό εξέταση αίτηση είναι νομικά, ουσιαστικά και πραγματικά αβάσιμη και ότι λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται στην ΕΔ του Αιτητή δεν αποκαλύπτονται επαρκή και/ή ικανοποιητικά ουσιαστικά γεγονότα, που να δικαιολογούν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου προς έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Περαιτέρω, ότι το πραγματικό και/ή νομικό υπόβαθρο στο οποίο στηρίζεται η αίτηση δεν δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και/ή τα αιτούμενα διατάγματα δεν ευρίσκουν έρεισμα στις οικείες νομικές αρχές. Η αίτηση δε, δεν υποστηρίζεται από καμία μαρτυρία η οποία να δικαιολογεί την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Παραδέχεται τους ισχυρισμούς στις παραγράφους 1, 2, 3 και 4 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή στην αίτηση ημερομηνίας 20/06/24. Απορρίπτει τους ισχυρισμούς στις παραγράφους 5, 6, 7 και 8 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή και τον θέτει σε αυστηρή απόδειξη τους. Περαιτέρω, είναι η θέση τους ότι η παρούσα διαδικασία συνιστά κατάχρηση και καταφρόνηση του Δικαστηρίου από πλευράς του Αιτητή, καθότι για τα ίδια ζητήματα έχει καταχωρήσει πολλαπλές διαδικασίες, στις οποίες αιτείται ίδιες ή παρόμοιες θεραπείες και/ή διατάγματα. Συγκεκριμένα κατά την 22/04/19 καταχωρήθηκε Κλητήριο Ένταλμα, το οποίο ωστόσο απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης την 29/05/23. Αξιοσημείωτο δε, είναι το γεγονός ότι οι δικηγόροι του Αιτητή, μετά την απόρριψη καταχώρησαν αίτηση επαναφοράς, στην οποία η απόφαση ήταν απορριπτική. Μετά την απόρριψη και της αίτησης επαναφοράς, οι δικηγόροι του Αιτητή προέβησαν στην καταχώρηση της αίτησης Ενοικιοστασίου υπ’ αριθμό 07/24, Λάρνακας. Όλα τα ανωτέρω φανερώνουν, κατά την άποψη του, μια απέλπιδα προσπάθεια του Αιτητή να χρησιμοποιήσει όσες και όποιες δικαστικές διαδικασίες μπορεί, προκειμένου να επιτύχει το σκοπό του, που δεν είναι άλλος από την καθυστέρηση της εκτέλεσης της απόφασης του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 29/05/23. Εξάλλου στην παράγραφο 8 της ένορκης δήλωσης του στην παρούσα αίτηση ο Αιτητής παραδέχεται ότι η αίτηση Ενοικιοστασίου υπ’ αριθμό 07/24, Λάρνακας που σήμερα εκκρεμεί, αφορά την ίδια ακριβώς θεραπεία ή/και αξίωση και τους ίδιους διαδίκους, που αφορούσε και το Κλητήριο Ένταλμα.

 

Αναφορικά με τους ισχυρισμούς στις παραγράφους 9 μέχρι 18 της ένορκης δήλωσης του Αιτητή είναι η θέση τους ότι ο Αιτητής με αυτούς ουσιαστικά, προωθεί το συμψηφισμό των επιδικασθέντων στην Αγωγή εξόδων με τα ποσά που ζητά με την αίτηση Ενοικιοστασίου 07/24, Λάρνακας. Τούτο όμως δεν μπορεί να επισυμβεί καθότι οι δύο διαδικασίες είναι ξεχωριστές και ουδεμία σχέση έχουν μεταξύ τους, ασχέτως εάν τα αιτητικά και στις δυο διαδικασίες προσομοιάζουν. Η αγωγή έχει απορριφθεί και δεν εκκρεμεί σε αντίθεση με την αίτηση Ενοικιοστασίου. Ως εκ τούτου τα επιδικασθέντα επί της απόφασης ημερομηνίας 29/05/23 έξοδα, θα πρέπει να καταβληθούν ασχέτως εάν ο Αιτητής, προχώρησε και με την καταχώρηση αίτησης Ενοικιοστασίου.

 

H ακρόαση της αίτησης διεξήχθη στη βάση των αγορεύσεων των συνηγόρων.

 

ΔΙΚΟΝΟΜΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

 

Ως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης το ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής, καταχωρήθηκε την 22/04/2019. Η αγωγή επιδόθηκε στην Καθ’ ης η Αίτηση 1, η οποία καταχώρησε εμφάνιση μέσω των δικηγόρων της στις 10/05/2019. Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρησε την Υπεράσπιση της στις 18/11/2019 και στις 14/01/2020 καταχωρήθηκε Απάντηση στην Yπεράσπιση από τον Αιτητή.

 

Μετά την καταχώρηση ενόρκων δηλώσεων αποκάλυψης εγγράφων και Ονομαστικών Καταλόγων Μαρτύρων και Σύνοψης Μαρτυρίας, η υπόθεση ορίστηκε για ακρόαση σε διάφορες ημερομηνίες. Στις 29/05/2023 η παρούσα αγωγή ήταν ορισμένη για Ακρόαση στις 10:30π.μ.. Με βάση το πρακτικό του Δικαστηρίου φαίνεται ότι ενώ οι δικηγόροι όλων των Εναγομένων βρίσκονταν εντός της αίθουσας του Δικαστηρίου, οι δικηγόροι του Ενάγοντα και ο Ενάγοντας δεν εμφανίστηκαν κατά την καθορισμένη ώρα. Συνεπεία τούτου, τόσο η δικηγόρος της Εναγομένης 1 όσο και η δικηγόρος των Εναγομένων 2, 3 και 4, ζήτησαν την απόρριψη της αγωγής με έξοδα υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του Ενάγοντα. Ως εκ τούτου και αφού η ώρα είχε ήδη προχωρήσει, με την πλευρά του Ενάγοντα να συνεχίζει να μην εμφανίζεται, το Δικαστήριο η ώρα 11:00π.μ. απέρριψε την αγωγή, λόγω μη προώθησης της με έξοδα υπέρ των Εναγομένων και εναντίον του Ενάγοντα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

Στη συνέχεια, στις 30/05/2023, εκ μέρους του Αιτητή, καταχωρήθηκε αίτηση, δια της οποίας αξίωνε την έκδοση διατάγματος επαναφοράς (Reinstatement), της αγωγής. Με απόφαση του την 23/02/24 το Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω αίτηση. Όπως προκύπτει από το φάκελο της υπόθεσης τα έξοδα που επιδικάστηκαν στις 29/5/23 και τα έξοδα της πιο πάνω αίτησης έχουν εγκριθεί από το Δικαστήριο.

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Εξουσία για αναστολή εκτέλεσης απόφασης παρέχεται από τις πρόνοιες της Δ.40 Θ.7 η οποία διαλαμβάνει τα εξής:   

 

"7. Every person to whom any sum or money or any costs shall be payable under a judgment or order shall, so soon as the money or costs shall be payable, be entitled to apply for the issue of writs to enforce payment thereof, subject nevertheless as follows: -

(a)           If the judgment or order is for payment within a period therein mentioned, no writ shall be issued until after the expiration of such period;

(b)           The Court or Judge may, at or after the time of giving judgment or making an order, stay execution until such time as they or he shall think fit".

 

Σύμφωνα δε με τη νομολογία μας η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με βάση τη Δ.40 Θ.7(β) ασκείται κατ΄αναλογίαν των αρχών που διέπουν τη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου με βάση τη Δ.35 Θ.18.

 

Προκύπτει, συνεπώς, ότι η έκδοση σχετικού διατάγματος ανάγεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Τα κριτήρια που λαμβάνονται υπόψη στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου έχουν αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων του Ανώτατου Δικαστηρίου. Θεμελιακή επί του προκείμενου είναι η απόφαση  Ναυτικός Όμιλος Πάφου ν. Αρχής Λιμένων Κύπρου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1147, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

 

«Η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, αφενός, και της αποτελεσματικότητας του δικαιώματος για άσκηση έφεσης, αφετέρου, συνιστούν τους κατεξοχή παράγοντες που επενεργούν στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η εξισορρόπηση των συγκρουόμενων δικαιωμάτων επιβάλλει τη στάθμιση κάθε γεγονότος που σχετίζεται τόσο με τις επιπτώσεις της αναστολής, όσο και τη ζωτικότητα του δικαιώματος για την άσκηση έφεσης. Οι προοπτικές επιτυχίας της έφεσης είναι μεν παράγοντας σχετικός, αλλά οριακής σημασίας στις πλείστες περιπτώσεις. Το πλαίσιο για τη διάγνωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα σε συνάρτηση με την αποτίμηση των λόγων της έφεσης είναι η ακρόαση της έφεσης. Μόνο όπου μπορεί να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα ως προς την επιτυχία ή αποτυχία της έφεσης, χωρίς περαιτέρω συζήτηση του θέματος, ο παράγοντας αυτός αποκτά σπουδαιότητα στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου».

 

Οι πιο πάνω αρχές επαναδιατυπώθηκαν σε σειρά μεταγενέστερων αποφάσεων. Ενδεικτικά παραπέμπω στην απόφαση Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (2001) 1Γ Α.Α.Δ 1978.

 

Η ουσία των σχετικών νομολογιακών αρχών συνοψίσθηκε στην απόφαση Βογαζιανός v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 591, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα :

 

"Το ορθό κριτήριο για την παροχή δικαστικής αναστολής έγκειται στην εξισορρόπηση δύο παραγόντων. Πρώτον, της φυσιολογικής προσδοκίας του ενάγοντα να δρέψει άμεσα τους καρπούς της νίκης του στο δικαστικό αγώνα που διεξήγαγε. Και, δεύτερον, την ανάγκη η ενδεχόμενη επιτυχία της έφεσης να μη χάσει τη σημασία της μένοντας χωρίς κανένα αντίκρυσμα.»

 

Το πλαίσιο της πιο πάνω στάθμισης έχει επεξηγηθεί στην σχετικά πρόσφατη απόφαση Χ''Ιωάννου v. Gordian Holdings Limited, ECLI:CY:AD:2020:A298, Πολιτική Έφεση 273/2019, ημερομηνίας 8.9.2020, ECLI:CY:AD:2020:A298, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«δεν είναι η προοπτική του επιτυχόντα διάδικου να εισπράξει το ποσό της απόφασης που εξισορροπείται με το ενδεχόμενο να μην μπορέσει ο αποτυχών διάδικος να επανακτήσει το ποσό που θα πληρώσει αν η εκτέλεση της απόφασης δεν ανασταλεί.  Είναι η διασφάλιση του τελεσφόρου της πρωτόδικης απόφασης, δηλαδή η ικανοποίηση του επιτυχόντα διαδίκου τώρα και όχι στο μέλλον.  Η πληρωμή του ποσού της απόφασης στο Δικαστήριο ή η παροχή άλλης εξασφάλισης μπορεί να τεθεί ως όρος από το Δικαστήριο για την χορήγηση της αναστολής.»

 

Στην πιο πάνω απόφαση τονίστηκε ότι αυτό που ενδιαφέρει είναι η προοπτική επιστροφής μεγάλου ποσού της απόφασης στον Εφεσείοντα σε περίπτωση επιτυχίας της έφεσης, στη βάση της οικονομικής δυνατότητας του Εφεσείοντα, στο βαθμό που μπορεί να προβλεφθεί. Σε σχέση δε με το βάρος απόδειξης του πιο πάνω ζητήματος το Εφετείο, με παραπομπή στην απόφαση National Industrial Credit Bank Ltd v. Aquinas Francis Wasike and Others, Civil Application No.238/2005 του Εφετείου της Ναϊρόμπι της Κένυας, υπέδειξε πως όταν ο εξ αποφάσεως οφειλέτης προβάλει ένα λογικό φόβο ότι ο εξ αποφάσεως πιστωτής δεν θα μπορέσει να πληρώσει πίσω το ποσό της απόφασης, το μαρτυρικό βάρος απόδειξης πρέπει τότε να μεταφέρεται στον τελευταίο να καταδείξει τι πόρους έχει, εφόσον το ζήτημα βρίσκεται στη δική του αποκλειστική γνώση.

 

Όσον αφορά την αναστολή εκτέλεσης της απόφασης  αναφορικά με τα έξοδα της διαδικασίας, σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η Έκδοση, Τόμος 17, σελ. 272, παραγρ. 455 όπου αναφέρει τα εξής:

 

«As a rule, a stay of execution as to costs pending an appeal is not granted when the respondent's solicitor undertakes to repay the costs paid to him if the applicant is successful on the appeal but this practice is not invariable.»

 

Στο Annual Practice 1958 στη σελίδα  1698  στην παράγραφο με το τίτλο "Terms on which a stay is ordered" αναφέρονται τα εξής:

 

«Terms on which a stay is ordered - These are in the discretion of the Court, but in regard to the payment of costs under the judgment or order appealed from they are usually that the costs shall be paid to the solicitor on the other side on his personal undertaking to return them if the appeal is successful (Grant v. Banque Franco-Egyptienne (1878) 3 C. P. D. 202; Hood-Barrs v. Crossman, (1897) A.C. 172; Swyny v. Hardland (1894) 1 Q.B. per Lopes, L.J. at p.709).»

 

Η υπόθεση Χαραλάμπους ν. A. Panayides Contracting Ltd (πιο πάνω) είναι επίσης διαφωτιστική σε σχέση με το θέμα καταβολής των εξόδων από αποτυχόντα διάδικο :  

 

«Καθόσον αφορά το ζήτημα της μη συμπερίληψης στους όρους αναστολής της καταβολής των εξόδων που έχουν επιδικαστεί υπέρ του εφεσείοντα, είναι γεγονός ότι η πρακτική που ακολουθούν τα Επαρχιακά Δικαστήρια σε παρόμοιες περιπτώσεις είναι ανάλογη προς ό,τι εφαρμόζεται στην Αγγλία πάνω στο ίδιο θέμα. Βλ. Annual Practice 1956, Ord. 58 r.16. Ο αποτυχών διάδικος καταβάλλει τα έξοδα που το δικαστήριο επιδίκασε εναντίον του και ο δικηγόρος που εισπράττει το ποσό, αναλαμβάνει ρητή υποχρέωση συμμόρφωσης με οποιαδήποτε οδηγία ή διαταγή του Εφετείου αναφορικά με τα έξοδα στα πλαίσια εκδίκασης της έφεσης. Δεν έχουμε διαπιστώσει την ύπαρξη οποιουδήποτε αποχρώντος λόγου γιατί να μην τηρήσει το πρωτόδικο δικαστήριο αυτή την πρακτική και στην παρούσα περίπτωση.»

 

 

 

ΕΞΕΤΑΣΗ  ΥΠΟ  ΚΡΙΣΗ  ΑΙΤΗΣΗΣ

 

Ένας από τους βασικούς λόγους ένστασης είναι ότι η υπό κρίση αίτηση δεν στηρίζεται επί των ορθών διατάξεων του Νόμου ή/και Κανονισμών.  Ενόψει της κεφαλαιώδους σημασίας που ενέχει το ζήτημα αυτό στην έκβαση της αίτησης, θεωρώ ορθό όπως ασχοληθώ πρωτίστως με αυτό. 

 

Όπως είναι νομολογημένο, μια ενδιάμεση αίτηση πρέπει απαραιτήτως να προσδιορίζει τις δικονομικές διατάξεις πάνω στις οποίες στηρίζεται.  Αυτό σημαίνει ότι η αίτηση θα πρέπει να στηρίζεται στην ορθή δικονομική και/ή νομική διάταξη.  Αν η διάταξη στην οποία στηρίζεται είναι εντελώς άσχετη, τότε η νομική της βάση είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη (Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης κ.α. (1990) 1 Α.Α.Δ. 965Σάββα ν. Κυπριακές Αερογραμμές (1992) 1 Α.Α.Δ. 1146Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λ. Ιορδάνους Λτδ. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 743 και Φλουρέντζου κ.α. ν. Cashgrove Betting Ltd κ.α. (2007) 1 Α.Α.Δ. 393).

 

Στην απόφαση Ashot Egiazaryan κ.ά. ν. Denoro Investments Ltd κ.ά. (2013) 1 ΑΑΔ 409 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

 

“…ιδιαιτέρως διότι η νομολογία είναι αποκαλυπτική στο ότι οποιαδήποτε αίτηση θα πρέπει να αναφέρει το νόμο και τους κανονισμούς στους οποίους βασίζεται ως απαραίτητο στοιχείο εγκυρότητας του δικονομικού μέτρου. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Κούππα ν. Βασιλειάδη (1981) 1 J.S.C. 120, Μαχλουζαρίδης ν. Ιωαννίδης (1990) 1 Α.Α.Δ. 965 και Χριστοφόρου ν. Οικοδομικές Επιχειρήσεις Λοΐζος Ιορδάνους Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 743, στην οποία μάλιστα λέχθηκε ότι η παράλειψη αναφοράς στους ορθούς κανονισμούς και, βέβαια, το νόμο δεν χωρεί διόρθωσης στη βάση των προνοιών της Δ.64. Η σημασία της τήρησης των Θεσμών τονίστηκε και στις πρόσφατες αποφάσεις Τσεσμέλογλου ν. Σοφοκλέους, (2013) 1 Α.Α.Δ. 64και Κοντού ν. Global Capital Ltd, (2013) 1 Α.Α.Δ. 192.”

 

Στην υπό κρίση αίτηση στη νομική βάση της αίτησης, αναφέρονται οι Δ.35 Θ.2, 18 και 19 και Δ.40 Θ.11. Αποτέλεσε θέση της συνηγόρου της Καθ’ ης η αίτηση ότι στην εν λόγω νομική βάση δεν συμπεριλαμβάνονται οι δύο βασικές διατάξεις, συγκεκριμένα, η Δ.40, Θ. 7, των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και το άρθρο 47 του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60.

 

Η Διαταγή 40 θ.11, η οποία συμπεριλαμβάνεται στη νομική βάση της υπό κρίση αίτησης, προνοεί τα εξής:

 

«11: Any party against whom judgment has been given on an order made may apply to the Court or a Judge for a stay of execution or other relief against such judgment upon the ground of facts which have arisen too late to be pleaded; and the Court or Judge may give such relief and upon such terms as may be just. »

 

Όπως έχει νομολογηθεί η δικαιοδοσία η οποία παρέχεται από τις πρόνοιες της Δ.40 Θ.11 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας για την αναστολή εκτέλεσης περιορίζεται στα θέματα  τα οποία εξειδικεύονται από τις διατάξεις αυτής. Αφορά δε αναστολή εκτέλεσης με βάση γεγονότα που προέκυψαν καθυστερημένα και δεν μπορούσαν να περιληφθούν στα δικόγραφα. Όπως έχει επισημανθεί στην υπόθεση Stavrou & Another v. Christopoulos (1985) 1 C.L.R. 449  η πιο πάνω διάταξη δεν παρέχει ευχέρεια αναστολής διαδικασίας άλλης από εκείνη η οποία αποτελεί το αντικείμενο της έφεσης. Η επίκληση της Δ.40 Θ.11 μπορεί  να γίνει λόγω της εκκρεμότητας της αποπεράτωσης της έφεσης.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση η απόφαση για την οποία επιζητείται η αιτούμενη, με βάση τη Δ.40 Θ.11 θεραπεία δεν αποτελεί αντικείμενο έφεσης. Με βάση τα όσα καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την υπό κρίση αίτηση ο Αιτητής δεν επιδιώκει την αναστολή των μέτρων εκτέλεσης λόγω και ενόψει της ύπαρξης εκκρεμότητας σε ασκηθείσα κατά της απόφασης στην παρούσα αγωγή έφεσης - η οποία έχει ήδη τελεσιδικήσει - αλλά προς το σκοπό διασφάλισης των συμφερόντων του σε άλλη διαδικασία η οποία έχει στο μεταξύ μεσολαβήσει, ήτοι την αίτηση Ενοικιοστασίου υπ’ αριθμό 07/24.

 

Στην υπόθεση Stavrou v. Christopoulos (πιο πάνω) είχε εκδοθεί εκ συμφώνου διάταγμα έξωσης εναντίον του Εφεσείοντα. Στη συνέχεια καταχωρήθηκε αγωγή για παραμερισμό του διατάγματος  με τον ισχυρισμό ότι είχε εκδοθεί λόγω δόλου του Εφεσίβλητου. Η αγωγή απορρίφθηκε όπως και η έφεση εναντίον της  απόρριψης. Παρά το τελεσίδικο διάταγμα έξωσης οι Ενάγοντες καταχώρησαν αίτηση για αναστολή του διατάγματος εκείνου. Η αίτηση για αναστολή βασίστηκε στη Δ.40 Θ.11 και στο άρθρο 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60. Η αναστολή επιδιώχθηκε για να διασφαλιστεί η θέση των Εφεσειόντων σε άλλη διαδικασία εντελώς ανεξάρτητη από τη διαδικασία που κατέληξε στην έκδοση του διατάγματος έξωσης.

  

Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα εξής στη σελ. 451 της απόφασης του:

  

"The learned trial Judge dismissed the application as unfounded.  We are wholly in agreement. We cannot visualize any circumstances under which a Court of Law may interfere, in the indirect way sought in these proceedings, with the finality of a judgment of a Court of competent jurisdiction. O.40, r.11 is specifically intended to confer jurisdiction to stay a judgment or order pending the determination of an appeal in the proceedings. It is therefore, irrelevant to the present proceedings. Nor does s.47 of the Court of Justice Law confer jurisdiction to impeach in the way sought in these proceedings the finality of a judgment.

  

Though unnecessary to explore the ambit of s.47 for the purposes of this judgment we can certainly conclude that it does not confer jurisdiction to interfere with the finality of judgment or order in the manner sought in these proceedings."

 

Έχοντας λοιπόν καταλήξει ότι με την παρούσα αίτηση ο Αιτητής δεν επιδιώκει την αναστολή των μέτρων εκτέλεσης λόγω εκκρεμότητας της αποπεράτωσης έφεσης, κρίνω ότι η Δ.40 Θ.11  δεν τυγχάνει εφαρμογής.

 

Για τον πιο πάνω λόγο και μόνο κρίνω ότι η αίτηση είναι καταδικασμένη σε απόρριψη.

 

Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου, για σκοπούς πληρότητας θα προχωρήσω να εξετάσω τα υπόλοιπα θέματα που εγείρονται στην ένσταση. Σύμφωνα με την εισήγηση της ευπαίδευτης συνηγόρου της Καθ’ ης η αίτηση οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία, ως αυτές έχουν αναφερθεί ανωτέρω, δεν πληρούνται στην υπό κρίση περίπτωση.

 

Στην πρόσφατη απόφαση του Εφετείου Παναγιώτης Σάρδος ν. GORDIAN  HOLDINGS  LTD Πολ. Έφ. αρ. Ε52/24, ημερ. 3/12/2024, λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Έχει επίσης νομολογηθεί ότι δυνατότητα αναστολής απόφασης ή διατάγματος, παρέχεται μόνο όπου το διάταγμα επιδέχεται εκτέλεσης. Επιπλέον, αναστολή εκτέλεσης χωρεί σε σχέση μόνο με την εκτέλεση απόφασης και όχι με τη συνέχιση της εξέλιξης της μη συμπληρωθείσας διαδικασίας. Κάτω από αυτή την έννοια, απόφαση σε αγωγή που απορρίπτει την απαίτηση  δεν αποτελεί αντικείμενο αναστολής, με εξαίρεση μόνο για το μέρος της απόφασης που αφορά τα έξοδα. 

Χαρακτηριστικό είναι το πιο κάτω απόσπασμα στην υπόθεση Re Γρηγόρη Θαλασσινού (1995) 1 Α.Α.Δ 290.

«Η απόρριψη δικαστικής διαδικασίας φέρει 'πειν αγωγής είναι δυνατόν να ανασταλεί μόνον στην περίπτωση που η απορριπτική απόφαση επιβάλλει κάποια θετική και άμεση υποχρέωση στον Εφεσείοντα η οποία μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο αναστολής. Παράδειγμα αποτελεί το μέρος τέτοιας απορριπτικής απόφασης που αφορά την πληρωμή εξόδων.»

(βλ. επίσης Λαϊκή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ ν. Λύρα κ.α (1997) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1384 και Αντζολέττα Χατζηιωσήφ ν. Άννας Πετρίχου (1998) 1 Α.Α.Δ. 364).»

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω η απόρριψη της αγωγής και της αίτησης επαναφοράς δεν επιδέχονται εκτέλεσης.

 

Πρέπει εντούτοις να σημειωθεί ότι αυτό που κυρίως ζητά ο Αιτητής με την αίτηση του είναι η αναστολή εκτέλεσης της διαταγής για τα έξοδα. Δεν επικαλείται δική του οικονομική αδυναμία να πληρώσει τα έξοδα που επιδίκασε εναντίον του το Δικαστήριο αλλά οικονομική αδυναμία της Καθ’ ης η αίτηση στην περίπτωση που η αίτηση Ενοικιοστασίου επιτύχει να του καταβάλει το ποσό της απόφασης στην τελευταία, το οποίο υπερκαλύπτει το ποσό των επιδικασθέντων εξόδων. Στη βάση δε της αγόρευσης του ευπαίδευτου συνηγόρου του Αιτητή διαφαίνεται ότι θα προωθηθεί συμψηφισμός των επιδικασθέντων εξόδων με τα ποσά τα οποία αξιώνει με την αίτηση Ενοικιοστασίου 07/24, Λάρνακας.    

 

Προχωρώντας στην εδώ εξέταση των σχετικών παραγόντων το μόνο το οποίο μπορεί να λεχθεί, είναι, ότι, είναι αδύνατο να γίνει πρόγνωση με βεβαιότητα σε ότι αφορά την έκβαση της αίτησης Ενοικιοστασίου. Δεν πρόκειται για περίπτωση που βοά, έτσι ώστε να είναι πρόδηλο στον καθένα ότι η αίτηση οπωσδήποτε θα πετύχει. Μόνο σε μια τέτοια περίπτωση, θα διαδραμάτιζε σημαίνοντα ρόλο στην κρίση του Δικαστηρίου αυτός ο παράγοντας. Σημειώνω συναφώς ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν  γίνεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη επεξήγηση του γιατί ο Αιτητής θεωρεί βέβαιη την επιτυχία της αίτησης. Αόριστα, μόνο, επικαλείται τη μη ύπαρξη ουσιαστικής υπεράσπισης στην αίτηση .

 

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, και αφού εξέτασα το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, κρίνω ότι δεν έχει αποδειχθεί από τον Αιτητή κανένας λόγος που να δικαιολογεί την στέρηση από την Καθ’ ης η αίτηση  που ήταν ο επιτυχών διάδικος, των δικηγορικών εξόδων που επιδικάστηκαν υπέρ της. Σημειώνεται ειδικά ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι εκτέλεση της απόφασης με την πληρωμή των εξόδων θα καταστήσει άνευ αντικειμένου την αίτηση Ενοικιοστασίου 07/24 αφού δεν έχει αποδειχθεί αδυναμία της Καθ’ ης η αίτηση να πληρώσει οποιαδήποτε ποσά επιδικαστούν εναντίον της σε περίπτωση επιτυχίας της αίτησης Ενοικιοστασίου. Τα όσα τέθηκαν στην ένορκη δήλωση στην αίτηση σε σχέση με το γεγονός ότι η εταιρεία έπαψε να δραστηριοποιείται διέπονται από αοριστία και απουσιάζει η όποια τεκμηρίωση τους. Περαιτέρω, η αναφορά σε αφερεγγυότητα της εταιρείας συσχετίζεται με τα επίδικα στην αίτηση ενοικιοστασίου οφειλόμενα, χωρίς αναφορά σε αδυναμία της Καθ’ ης η αίτηση να πληρώσει το ποσό της απόφασης σε περίπτωση που η αίτηση Ενοικιοστασίου επιτύχει.

 

Ο κανόνας, υπενθυμίζω, είναι οι δικαστικές αποφάσεις να εκτελούνται και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις να διατάσσεται αναστολή της εκτέλεσης. Στην προκειμένη περίπτωση ουδόλως έχει καταδειχθεί ότι θα πρέπει να τύχει εφαρμογής η εξαίρεση και όχι ο κανόνας.   

 

Εν όψει των πιο πάνω κρίνω ότι η Αίτηση είναι ολωσδιόλου αβάσιμη και ως τέτοια απορρίπτεται. Τα έξοδα, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο επιδικάζονται υπέρ της Καθ' ης η αίτηση και εναντίον του Αιτητή.

  

 

 

 

(Υπ.): …………………...........

Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.

 

 

 

 

ΠΙΣΤΟ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο