
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ Αρ. Αγωγής: 808/2016
Ενώπιον: Μ.Π. Μιχαήλ Ε.Δ
Μεταξύ:
SEMOSKO INDUSTRIAL & ENERGY PROJECTS LTD, HE 290349
Ενάγουσα
και
1. BIOTEK CYPRUS LTD. HE 318953
2. JOANNOU & PARASKEVAIDES LIMITED, HE274
3. JOANNOU & PARASKEVAIDES (OVERSEAS) LTD
Εναγομένων
Και ως τροποποιήθηκε δυνάμει διατάγματος δικαστηρίου ημερομηνίας 10/10/2017
Μεταξύ:
SEMOSKO INDUSTRIAL & ENERGY PROJECTS LTD, HE 290349
Ενάγουσα
και
1. BIOTEK CYPRUS LTD. HE 318953
2. J&P AND J AND J&P(O) - VASILIKO OIL TANK JV,
ΒΥΡΩΝΟΣ 1, 1096 ΛΕΥΚΩΣΙΑ
Εναγομένων
ΑΠΟΦΑΣΗ
Ημερομηνία: 15/01/25
Εμφανίσεις:
Για Ενάγουσα: κα Σπυρούλα Χατζηαυξέντη για Αντώνης Α. Παπαλλής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενη 2: κα Χρυσάνθη Επιφανίου για Δρ. Κ. Χρυσοστομίδης & Σια ΔΕΠΕ και Γιώργος Παμπορίδης ΔΕΠΕ
- Εισαγωγή:
Με την παρούσα αγωγή η Ενάγουσα αξιώνει από την Εναγόμενη 2 το ποσό των €67,761.96 ως οφειλόμενο δυνάμει προφορικής συμφωνίας εγγύησης και κάλυψης και δυνάμει των διατάξεων περί αδικαιολόγητου πλουτισμού.
Το πλαίσιο γεγονότων που δεν αμφισβητείται και είναι εξαιρετικά βοηθητικό στο να γίνει κατανοητή η διαφορά που προέκυψε μεταξύ των διαδίκων έχει ως εξής:
● Η Εναγόμενη 2, η οποία αποτελεί κοινοπραξία εταιρειών, ανέλαβε ως «Κύριος Ανάδοχος» την κατασκευή του έργου «2012-0001V-JETTY-VASILIKO OIL TANK PROJECT», το οποίο ουσιαστικά αφορούσε την κατασκευή τερματικού εισαγωγής καυσίμων στο Βασιλικό. Εργοδότης του έργου ήταν η εταιρεία VTT VASILIKO LTD. Η κύρια συμφωνία εκτέλεσης του έργου υπογράφηκε μεταξύ Εναγομένης 2 και του Εργοδότη του έργου στις 23/03/2012.
● Στο πλαίσιο της εκτέλεσης του πιο πάνω έργου η Εναγόμενη 2, συμβλήθηκε με σειρά υπεργολάβων, μεταξύ αυτών και με την Εναγόμενη 1 με τη συμφωνία ημερομηνίας 01/08/2013.
● Η Εναγόμενη 1 με τη σειρά της σύναψε στις 15/05/2014 συμφωνία υπεργολαβίας με την Ενάγουσα για την εκτέλεση συγκεκριμένων εργασιών, η οποία προϋπολογίστηκε σε €502,000. Από την εν λόγω συμφωνία, η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εκκρεμεί ένα υπόλοιπο από την αμοιβή της, ύψους €67,761.96. Είναι αυτό το ποσό που αξιώνει η Ενάγουσα με την παρούσα αγωγή. Σημειώνεται, ότι εναντίον της Εναγόμενης 1 έχει ήδη εκδοθεί απόφαση στις 23/09/2016, ECLI:CY:AD:2016:D147, λόγω μη καταχώρησης σημειώματος εμφάνισης.
● Η αγωγή προχώρησε σε ακρόαση εναντίον της Εναγόμενης 2. Η θέση της Ενάγουσας είναι ότι η Εναγόμενη 2 εγγυήθηκε, προφορικά, την πληρωμή της αμοιβής της Ενάγουσας από τη πιο πάνω συμφωνία που η τελευταία σύναψε με την Εναγόμενη 1. Αυτό αποτελεί και το κύριο αμφισβητούμενο ζήτημα της παρούσας υπόθεσης.
- Μαρτυρία:
Στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης δόθηκε μαρτυρία από δύο μάρτυρες. Από πλευράς Ενάγουσας κατέθεσε ο κ. Στέργιος Στρατέλης (στο εξής Μ. Ε ), ο οποίος ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε Γραπτή Δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Α και τα τεκμήρια 1 -15. Από πλευράς Εναγομένης 2 κατέθεσε ο κ. Νίκος Γαβαλάς ( στο εξής Μ.Υ ), ο οποίος ως μέρος της κυρίως εξέτασης του κατέθεσε Γραπτή Δήλωση η οποία σημειώθηκε ως Έγγραφο Β και τα τεκμήρια 16 – 29. Η μαρτυρία και των 2 μαρτύρων επικεντρώθηκε στο κατά πόσο υπήρξε οποιαδήποτε ανάληψη υποχρέωσης από πλευράς Εναγομένης 2 για να καταβάλει την αμοιβή της Ενάγουσας που προκύπτει από τη σύμβαση υπεργολαβίας μεταξύ της τελευταίας και της Εναγόμενης 1.
Ο Μ.Ε ισχυρίζεται, εν περιλήψει, ότι κατά την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης 1 (τεκμήριο 4), η Ενάγουσα γνώριζε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Εναγόμενη 1, για το λόγο αυτό ζήτησε εγγυήσεις από την Εναγόμενη 2 (Κύριο Ανάδοχο του έργου), όσον αφορά τις πληρωμές της. Επίσης ζήτησε και προκαταβολή του 20% επί του συνολικού ποσού της αμοιβής της για να ξεκινήσει τις εργασίες. Στις αρχές του Μαΐου του 2014, η Ενάγουσα ενημερώθηκε ότι υπάρχει συμφωνία μεταξύ Εναγομένης 1 και Εναγομένης 2, σύμφωνα με την οποία η τελευταία ανέλαβε τις πληρωμές των εργασιών της Ενάγουσας, τοποθετώντας την μάλιστα στην δική του κατάσταση πληρωμών. Οι πληρωμές που έγιναν ακολούθως στην Ενάγουσα προέρχονταν μάλιστα όλες από την Εναγόμενη 2. Συγκεκριμένα στις 20/05/2014, η Εναγόμενη 2 κατέβαλε στην Ενάγουσα την προκαταβολή των €100,000 (βλέπε σχετικά τεκμήριο 5). Ακολούθησε η πληρωμή ημερομηνίας 05/08/14 ύψους €160,000 και πάλι από την Εναγόμενη 2 (βλέπε σχετικά τεκμήριο 7) και η πληρωμή ημερομηνίας 23/10/14 ύψους €57,976.80 (βλέπε σχετικά τεκμήριο 8). Όπως αναφέρει ο μάρτυρας οι πληρωμές γινόντουσαν κατόπιν επιστολών που απέστελλε η Εναγόμενη 1 προς την Εναγόμενη 2, μέσω των οποίων δίνονταν οδηγίες στην Εναγόμενη 2 αναφορικά με το οφειλόμενο ποσό της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα και τον αριθμό λογαριασμού στον οποίο έπρεπε να γίνει το έμβασμα ( Δέσμη τέτοιων επιστολών κατατέθηκαν ως τεκμήριο 6 και 9). Αυτή μάλιστα η πρακτική ακολουθείτο και με τους υπόλοιπους υπεργολάβους της Εναγομένης 1, δηλαδή η πληρωμή τους διεκπεραιωνόταν από την Εναγόμενη 2, κατόπιν σχετικών επιστολών της Εναγομένης 1 ( βλέπε σχετικά τεκμήριο 13)
Ο μάρτυρας ισχυρίζεται περαιτέρω ότι περί τον Αύγουστο 2014, ο ίδιος ήταν παρών σε τηλεφωνική συνομιλία που είχε ο κ. Σαλακίδης ( διευθυντής της Εναγόμενης 1) με τον κ. Καφαρίδη ( Εργοταξιάρχη), σε ανοιχτή ακρόαση. Κατά την εν λόγω συνομιλία ο μάρτυρας αναφέρει ότι άκουσε τον κ. Καφαρίδη, ο οποίος σήμερα έχει αποβιώσει, να αναφέρει «…ότι κανείς υπεργολάβος δεν θα χάσει τα χρήματα του από τον Εναγόμενο 2», λέγοντας τους μάλιστα να συνεχίσουν τις εργασίες και ότι θα πληρωθούν από τον Εναγόμενο 2.
Ο μάρτυρας αναφέρθηκε περαιτέρω στις καθυστερήσεις στην αποπεράτωση του έργου, προερχόμενες όχι από δική του υπαιτιότητα, οι οποίες όπως ισχυρίζεται προκάλεσαν ζημιές στην Ενάγουσα.
Μετά την ολοκλήρωση των εργασιών της Ενάγουσας στις 30/12/2014 και αφού λήφθηκε και η τελική πιστοποίηση των εργασιών ημερομηνίας 21/01/2015, η Ενάγουσα ζήτησε επανειλημμένως την εξόφληση του υπολοίπου της αμοιβής της που παρέμενε απλήρωτο. Από το κατ’ ισχυρισμό υπόλοιπο των €97,761.96, η Εναγόμενη 2 κατέβαλε μόνο το ποσό των €30,000, (με δύο δόσεις των €12,000 και €18,000 στις 10/09/2015 και 05/11/2015 αντίστοιχα - βλέπε τεκμήριο 12), το οποίο ήταν και το μόνο που υποστηριζόταν από σχετική επιστολή οδηγιών της Εναγομένης 1 προς την Εναγόμενη 2 ( τεκμήριο 9). Το υπόλοιπο ποσό που παρέμεινε ύψους €67,761.96, η Εναγόμενη 2 αρνήθηκε να το καταβάλει, επισημαίνοντας ότι η ίδια δεν έχει συμβατική σχέση με την Ενάγουσα. Σχετική επιστολογραφία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης 2 κατατέθηκε ως τεκμήρια 10 και 11, ακολουθούμενη από αλληλογραφία των δικηγόρων των δύο πλευρών η οποία κατατέθηκε ως τεκμήρια 14 και 15.
Εν κατακλείδι, ο μάρτυρας υποστηρίζει ότι η όλη συμπεριφορά της Εναγόμενης 2 τεκμηριώνει και υποστηρίζει τη θέση του, ότι αυτή εγγυήθηκε και ανέλαβε τις πληρωμές υποχρεώσεων της Εναγομένης 1 προς την Ενάγουσα. Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει στην γραπτή του δήλωση: “Είναι η θέση της Ενάγουσας Εταιρείας ότι η συστηματική και η αποκλειστική πληρωμή από τον Εναγόμενο 2, συνιστά τεκμήριο της ύπαρξης συμφωνίας τόσο μεταξύ των Εναγομένων 1 και 2 όσο και της συμφωνίας που είχε γίνει προφορικά μεταξύ της Ενάγουσας και του Εναγομένου 2, κατόπιν δικών του δεσμεύσεων. Είναι για εμάς ξεκάθαρο πως ο Εναγόμενος 2 αποδέχτηκε εξ αρχής τον ρόλο του ως “εγγυητής” της Εναγομένης 1.”
Ο Μ. Υ στο πλαίσιο της μαρτυρίας του ανέφερε ότι ήταν κατά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας υπόθεσης, δηλαδή από Φεβρουάριο 2013 μέχρι Νοέμβριο 2015, ανεξάρτητος εργολάβος της Εναγομένης 2 (ως ιδιοκτήτης της εταιρείας N.G MOMENTUM LIMITED) . Ο μάρτυρας ισχυρίζεται ότι στη βάση των καθηκόντων του στο επίδικο έργο (μεταξύ άλλων ετοιμασία ενδιάμεσων διατακτικών πληρωμής, πληρωμή υπεργολάβων και διαχείριση διαφόρων απαιτήσεων των υπεργολάβων) γνωρίζει τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης. (βλέπε σχετικά τεκμήρια 16 και 17)
Όπως αναφέρει ο μάρτυρας, η Εναγόμενη 2 είχε συμβληθεί με αριθμό υπεργολάβων μεταξύ των οποίων και η Ελληνική Εταιρεία ΒΙΟΤΕΚ Α.Τ.Ε.Β.Ε, με το συμβόλαιο ημερομηνίας 04/10/2012 (τεκμήριο 20). Το εν λόγω συμβόλαιο τροποποιήθηκε δυνάμει τροποποιητικής συμφωνίας, στις 08/10/2013, με σκοπό την έκτακτη χρηματοδότηση της ΒΙΟΤΕΚ ΑΤΕΒΕ με το συνολικό ποσό των €2,800,000, υπό τύπο πρόσθετης προκαταβολικής πληρωμής ( βλέπε τεκμήριο 21).
Περαιτέρω, κατά την 01/08/13, υπογράφηκε μεταξύ της Εναγομένης 2, της ΒΙΟΤΕΚ Α.Τ.Ε.Β.Ε και της ΒΙΟΤΕΚ CYPRUS LTD (Εναγομένης 1) συμφωνία εκχώρησης, δυνάμει της οποίας η ΒΙΟΤΕΚ Α.Τ.Ε.Β.Ε εκχώρησε μέρος των εργασιών του συμβολαίου υπεργολαβίας ημερομηνίας 04/10/2012 στην Εναγόμενη 1 ( τεκμήριο 22).
Ακολούθως η ΒΙΟΤΕΚ CYPRUS LTD (Εναγόμενη 1) διόρισε την Ενάγουσα ως υπεργολάβο της για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών που εκχωρήθηκαν σε αυτήν από την ΒΙΟΤΕΚ Α.Τ.Ε.Β.Ε σύμφωνα με την συμφωνία εκχώρησης ημερομηνίας 01/08/2013. Η Εναγόμενη 2 καμία ανάμειξη δεν είχε και καμία υποχρέωση δεν ανέλαβε προς την Ενάγουσα από τη συμφωνία υπεργολαβίας που η τελευταία σύναψε με την Εναγόμενη 1. Ούτε και η Εναγόμενη 2 εγγυήθηκε την πληρωμή των εργασιών της Ενάγουσας τοποθετώντας την στη δική του κατάσταση πληρωμών.
Οι πληρωμές στην Εναγόμενη 1 από την Εναγόμενη 2 γίνονταν κατόπιν μηνιαίων αιτήσεων πληρωμής, οι οποίες αιτήσεις αφού εγκρίνονταν, πληρώνονταν έναντι λογαριασμού της Εναγομένης 1. Σχετικές μάλιστα αιτήσεις πληρωμής ημερομηνίας 25/02/13, 31/03/13 και 30/04 κατατέθηκαν ως τεκμήριο 23.
Ο μάρτυρας ανέφερε επίσης ότι εξαιτίας προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετώπιζε η Εναγόμενη 1, ζήτησε περί τον Μάιο του 2014 από την Εναγόμενη 2 όπως καταβάλει η τελευταία συγκεκριμένο αριθμό πληρωμών απευθείας προς συγκεκριμένους υπεργολάβους της Εναγομένης 1, για το επίδικο έργο.
Η Εναγόμενη 2 αποδέχθηκε το αίτημα της Εναγόμενης 1. Όπως όμως ανέφερε οι πληρωμές προς τους υπεργολάβους της Εναγομένης 1, γίνονταν στη βάση ρητών εξουσιοδοτήσεων πληρωμής της Εναγομένης 1, όπως αυτές του Τεκμηρίου 6. Οι εν λόγω εξουσιοδοτήσεις εκδίδονταν μόνο αφού η Εναγόμενη 2 ενέκρινε τις παρεχόμενες εργασίες που όφειλε να παρέχει η Εναγόμενη 1 και αφού προηγείτο η έκδοση Ενταλμάτων Πληρωμής Υπεργολαβιών (τεκμήριο 25) και αντίστοιχων τιμολογίων ( τεκμήριο 26) .
Όπως τόνισε οι πληρωμές γίνονταν για λογαριασμό της Εναγομένης 1 και πιστώνονταν έναντι του λογαριασμού της Εναγομένης 1. Μάλιστα καταχώρησε ως τεκμήριο 24 την κατάσταση λογαριασμού της ΒΙΟΤΕΚ ΑΤΕΒΕ η οποία δείχνει ως ισχυρίζεται όλες τις πληρωμές που γίνονταν εκ μέρους της Εναγομένης 1 από την Εναγόμενη 2. Κατέθεσε επίσης ως τεκμήριο 27, έγγραφο τραπεζικής μεταφοράς από την Εναγόμενη 2 προς την Ενάγουσα το οποίο καταγράφει ότι η πληρωμή ημερομηνίας 23/10/24 γίνεται εκ μέρους της ΒΙΟΤΕΚ (Εναγομένης 1).
Ο μάρτυρας αναφέρει επίσης ότι η Εναγόμενη 2 προχώρησε σε πληρωμές και άλλων υπεργολάβων της Εναγομένης 1, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο και χωρίς να έχει την οποιαδήποτε συμβατική υποχρέωση προς τους υπεργολάβους της Εναγομένης 1. Προς επίρρωση του ισχυρισμού του μάλιστα παρουσίασε ως τεκμήριο 29 εξουσιοδοτήσεις της Εναγομένης 1 προς την Εναγόμενη 2 για πληρωμή και άλλων υπεργολάβων της.
- Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Προχωρώ σε αξιολόγηση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα ( βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. v. Παπαδόπουλου (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1924). Σημειώνω ότι είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω τον κάθε ένα από τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης. Η εντύπωση που αποκόμισα για τον κάθε μάρτυρα, από τις αντιδράσεις τους και τον τρόπο που απαντούσαν στις ερωτήσεις που τους τέθηκαν, είναι με βάση πάγια Νομολογιακή Αρχή, εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας τους. (βλ. C & A Pelecanos Associates Ltd v. Ανδρέα Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273)
Περαιτέρω, κατά την αξιολόγηση εκάστης μαρτυρίας λαμβάνω υπόψη το περιεχόμενο, την ποιότητα και την πειστικότητα της. Η μαρτυρία του κάθε μάρτυρα αντιπαραβάλλεται και συγκρίνεται με το σύνολο της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον μου και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων. (βλ. Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 ΑΑΔ 506, Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056, Φώτσιου ν Ηροδότου (2010) 1Β ΑΑΔ 1172).
Ο Μ.Ε υποστήριξε μετ’ επιτάσεως ότι η Εναγομένη 2 εγγυήθηκε προφορικά την αποπληρωμή της αμοιβής της Ενάγουσας από τη ρηθείσα συμφωνία υπεργολαβίας με την Εναγόμενη 1. Αυτό αποτελεί και το κύριο επίδικο ζήτημα της παρούσας υπόθεσης. Η κρίση μου επί της εν γένει αξιοπιστίας του μάρτυρας αλλά και της πειστικότητας της εκδοχής που προβάλλει παρατίθεται στη συνέχεια.
Αρχικά σημειώνω ότι δεν είναι πειστικός ο ισχυρισμός του Μ.Ε περί ύπαρξης οποιασδήποτε προφορικής συμφωνίας μεταξύ Εναγομένης 2 και Ενάγουσας. Όπως προκύπτει από τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον μου και δεν αμφισβητήθηκαν, οι συμφωνίες των εμπλεκομένων μερών στο επίδικο έργο διατυπώνονταν γραπτώς. Παραπέμπω επί του προκειμένου στη συμφωνία υπεργολαβίας μεταξύ Εναγόμενης 1 και Ενάγουσας (τεκμήριο 4), την συμφωνία παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών μεταξύ Εναγόμενης 2 και Ν.G. MOMENTUM LTD, ( τεκμήριο 16), τη συμφωνία υπεργολαβίας μεταξύ Εναγομένης 2 και ΒΙΟΤΕΚ. S.A (τεκμήριο 20) και την τροποποιητική συμφωνία ημερομηνίας 08/10/2013 (τεκμήριο 21), εκχώρηση μέρους της συμφωνίας υπεργολαβίας μεταξύ ΒΙΟΤΕΚ ΑΤΕΒΕ και Εναγόμενης 1 (τεκμήριο 22). Εν ολίγοις, η πρακτική των μερών δείχνει ότι όλες οι συμφωνίες για το υπό εκτέλεση έργο, καταρτίζονταν γραπτώς. Εξάλλου το μέγεθος του επίδικου έργου, το οποίο ανερχόταν σε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ (βλέπε ενδεικτικά τεκμήριο 17), όπως επίσης και η τεχνική φύση του, θεωρώ ότι δεν άφηναν λογικό περιθώριο σύναψης προφορικών συμφωνιών. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο γραπτών και αναλυτικών συμφωνιών που καθόριζαν επακριβώς τις υποχρεώσεις των μερών, δεν καθίσταται πειστικός ο ισχυρισμός του Μ.Ε ότι υπήρξε και μία επιπλέον συμφωνία εγγύησης μεταξύ Ενάγουσας και Εναγόμενης 2, η οποία όμως, ουδέποτε διατυπώθηκε γραπτώς, αλλά παρέμεινε προφορική.
Περαιτέρω, η μαρτυρία του Μ.Ε ως προς τις περιστάσεις σύναψης της προφορικής συμφωνίας κάλυψης και εγγύησης μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης 2, είναι τουλάχιστον ασαφής, γενική και αόριστη. Ακόμα και στο ίδιο το ερώτημα του πότε χρονικά υπήρξε η κατ’ ισχυρισμό προφορική συμφωνία, η θέση του Μ.Ε είναι συγκεχυμένη. Αναφορά γίνεται σε δύο χρονικές περιόδους. Η πρώτη είναι τον Μάιο του 2014, κατά τη διάρκεια δηλαδή της σύναψης της συμφωνίας υπεργολαβίας με την Εναγόμενη 1 και η δεύτερη τον Αύγουστο του 2014 στο πλαίσιο συζητήσεων που προέκυψαν εξαιτίας των καθυστερήσεων στην εκτέλεση του έργου. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο πλαίσιο της αγόρευσης των δικηγόρων της Ενάγουσας φαίνεται να προκρίνεται η θέση ότι η συμφωνία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης 2 συντελέστηκε τον Μάιο του 2014 (βλέπε σελ. 17 Γραπτής Αγόρευσης Ενάγουσας).
Αναφορικά με τις διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις που ισχυρίζεται ο μάρτυρας ότι δόθηκαν στην Ενάγουσα περί τον Μάϊο του 2014, από την Εναγόμενη 2, να σημειωθεί ότι αυτές αποτελούν ένα αυθαίρετο συμπέρασμα του Μ.Ε που έχει τη βάση του σε μία προφορική πληροφόρηση που έλαβε η Ενάγουσα για ύπαρξη συμφωνίας μεταξύ Εναγόμενης 1 και Εναγόμενης 2 για πληρωμή της Ενάγουσας κατευθείαν από την Εναγόμενη 2 (βλέπε παράγραφο 9 και 10 ανωτέρω). Αξίζει μάλιστα να τονιστεί ότι η εν λόγω πληροφορία δεν λήφθηκε καν κατευθείαν από την Εναγομένη 2. Λήφθηκε από εκπρόσωπο της Εναγόμενης 1, τον κ. Σαλακίδη. Εν ολίγοις, χωρίς καν να υπάρχει μαρτυρία για απευθείας επικοινωνία και συνεννόηση της Ενάγουσας με την Εναγόμενη 2, ο Μ.Ε καταλήγει στο συμπέρασμα ότι δόθηκαν διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις από την Εναγόμενη 2 για πληρωμή της αμοιβής του. Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από τη γραπτή δήλωση του Μ.Ε (παράγραφοι 9 και 10).
«9. Κατά την υπογραφή του Συμφωνητικού, η Ενάγουσα γνώριζε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Εναγόμενη 1 και γι’ αυτό ζήτησε από τον Κύριο Ανάδοχο, δηλαδή τον Εναγόμενο 2 εγγυήσεις πληρωμής καθώς και προκαταβολή 20% επί του συνολικού ποσού για να ξεκινήσει τις εργασίες. Περί τις αρχές Μαΐου του 2014, η Ενάγουσα ενημερώθηκε προφορικά ότι υπήρχε συμφωνία μεταξύ της Εναγόμενης 1 και του Εναγομένου 2, σύμφωνα με την οποία ο Εναγόμενος 2 ανέλαβε την πληρωμή των εργασιών της Ενάγουσας, τοποθετώντας την μάλιστα στη δική του κατάσταση πληρωμών. Διάφορες ενέργειες που ακολούθησαν και πράξεις του Εναγομένου 2, επιβεβαίωναν τα όσα αναφέρω ακριβώς ανωτέρω.»
«10. Οι διαβεβαιώσεις και οι εγγυήσεις που δόθηκαν στην Ενάγουσα ότι οι πληρωμές της θα γίνονταν από τον Κύριο Ανάδοχο, ήτοι τον Εναγόμενο 2, βάσει της συμφωνίας που είχε γίνει μεταξύ του εναγόμενου 1 και 2, στην οποία αναφέρθηκα ανωτέρω, έγιναν πράξη, καθώς στις 20/05/2014 ο Εναγόμενος 2 ήταν αυτός που πλήρωσε την προκαταβολή….»
Το συμπέρασμα του μάρτυρα περί δέσμευσης της Εναγομένης 2 απέναντι στην Ενάγουσα δεν μπορεί να υποστηριχθεί σε καμία περίπτωση από τα πιο πάνω δεδομένα. Το γεγονός ότι η Ενάγουσα δεν συμμετείχε, αλλά μόνο έλαβε προφορική πληροφόρηση της συμφωνίας μεταξύ Εναγόμενης 1 και 2 αναφορικά με τις πληρωμές των υπεργολάβων της Εναγόμενης 1, καταδεικνύει ότι καμία υποχρέωση και καμία δέσμευση δεν αναλήφθηκε απέναντι στην Ενάγουσα από την Εναγόμενη 2. Εν ολίγοις, το συμπέρασμα του μάρτυρα περί ανάληψης δέσμευσης της Εναγόμενης 2 απέναντι στην Ενάγουσα είναι αυθαίρετο και μη υποστηριζόμενο από το ίδιο το υπόβαθρο των γεγονότων στο οποίο τη βασίζει.
Η κατ’ ισχυρισμό δεύτερη διαβεβαίωση περί πληρωμής της Ενάγουσας από την Εναγόμενη 2, λήφθηκε κατά τη διάρκεια τηλεφωνικής συνομιλίας, περί τις αρχές Αυγούστου 2014. H εν λόγω τηλεφωνική συνομιλία τόσο δικογραφικά όσο και στο πλαίσιο της γραπτής δήλωσης του μάρτυρα αναφέρεται ότι έγινε μεταξύ του κ. Καφαρίδη (εργοταξιάρχη) και του κ. Σαλακίδη (διευθυντή της Εναγόμενης 1). Χωρίς δηλαδή την παρουσία εκπροσώπου της Ενάγουσας. Η μόνη λανθασμένη, προφανώς, αναφορά στο δικόγραφο της Ενάγουσας είναι ότι παρουσιάζει τον κ. Σαλακίδη ως διευθυντή της Ενάγουσας, αντί της Εναγόμενης 1. Παραπέμπω στην παράγραφο 19 του Εγγράφου Α που αναφέρει το εξής:
«19. Ο Εναγόμενος 2 απάντησε στην Ενάγουσα σε σχέση με τα ως άνω μέσω του εργοταξιάρχη του κ. Καφαρίδη. Συγκεκριμένα, ο κ. Καφαρίδης σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον κ. Σαλακίδη ( ο οποίος ήταν Διευθυντής της ΒΙΟΤΕΚ και ο οποίος υπέγραφε τις πιστοποιήσεις του έργου) του ανέφερε ότι κανείς υπεργολάβος δεν θα χάσει τα χρήματα του από τον Εναγόμενο 2, λέγοντας του χαρακτηριστικά μάλιστα να συνεχίσουμε τις εργασίες και ότι θα πληρωθούμε από τον Εναγόμενο 2.»
Ενώ στην παράγραφο 14 της Έκθεσης Απαίτησης:
«14 Ο Κύριος Ανάδοχος απάντησε στην Ενάγουσα μέσω του Εργοταξιάρχη του κ. Καφαρίδη ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον κ. Σαλακίδη ( εκ των διευθυντών της Ενάγουσας) του ανέφερε ότι κανείς υπεργολάβος δεν θα χάσει τα χρήματα του από τον κύριο Ανάδοχο, λέγοντας του χαρακτηριστικά συνεχίστε τις εργασίες και θα πληρωθείτε από τον Κύριο Ανάδοχο.»
Κατά το στάδιο της αντεξέτασης του όμως ο Μ.Ε αναφέρει για πρώτη φορά ότι ήταν και ο ίδιος παρών στην συγκεκριμένη τηλεφωνική επικοινωνία, ότι η τηλεφωνική επικοινωνία γινόταν σε ανοιχτή ακρόαση και ότι κ. Καφαρίδης προχώρησε και ο ίδιος σε διαβεβαιώσεις απευθείας προς τον Μ.Ε. Παραπέμπω στο συγκεκριμένο απόσπασμα:
Μάρτυρας: «Θέλω να καταλήξω κάπου. Γίνεται λοιπόν το εξής. Εγώ ζήτησα τα δεδομένα γιατί δεν έχω εμπιστοσύνη, ήδη έχουν επενδύσει πολλά πράγματα, δεν είμαι ένα στέλεχος μεγάλης εταιρείας. Με φωνάζει λοιπόν ο κύριος Σαλακίδης στο γραφείο του και μιλάει με ανοικτή ακρόαση παρουσίας δικής μου, με τον κύριο Καφαρίδη, παρουσίας δικής μου και του κυρίου Σαλακίδη και του κυρίου Στέρπη.
(…)
Μάρτυρας: «Και εκεί πέρα στη συνεννόηση της κουβέντας να πούμε, με διαβεβαιώνει ο κύριος Καφαρίδης, ότι εμείς έχουμε αναλάβει την υποχρέωση να πληρώσουμε το έργο και δεν πρέπει να σταματήσει το έργο, και στις 05/08 πληρώνει η Εναγόμενη 2, το ποσό των 160.000 ευρώ…»
Ο ισχυρισμός ότι ο Μ.Ε ήταν και ο ίδιος παρών στην εν λόγω τηλεφωνική συνδιάλεξη θεωρώ ότι είναι ουσιώδης. Ο λόγος είναι ότι επιχειρείται η εισαγωγή προφορικής συζήτησης που διημείφθη πριν 11 χρόνια. Μάλιστα, μιας συζήτησης που κατά τη θέση της Ενάγουσας κατέληξε σε συμφωνία εγγύησης και ανάληψη υποχρέωσης πληρωμής της αμοιβής της Ενάγουσας από την Εναγόμενη 2. Η παρουσία αντιπροσώπου της Ενάγουσας στην εν λόγω τηλεφωνική συνομιλία είναι συνεπώς ουσιώδης. Είναι επίσης σημαντικό αν ο ίδιος ο Μ.Ε ήταν αυτήκοος μάρτυρας της συζήτησης ή μεταφέρει εξ’ ακοής προφορική μαρτυρία. Για τους πιο πάνω λόγους, η μη δικογράφηση της παρουσίας του Μ.Ε, τη στιγμή που δικογραφείται η παρουσία των άλλων δύο συνομιλητών, του κ. Καφαρίδη και του κ. Σαλακίδη, θεωρώ ότι είναι καθοριστική. Όχι μόνο δεν επιτρέπει ανάλογο εύρημα, αλλά πλήττει και την ίδια την αξιοπιστία του Μ.Ε. Εξάλλου, η προσπάθεια του μάρτυρα να προσθέσει το γεγονός ότι ήταν και ο ίδιος παρών στην τηλεφωνική συνδιάλεξη ήταν εμφανώς επιτηδευμένη κατά τη διάρκεια της αντεξέτασης του. Θεωρώ συνεπώς ότι ο μάρτυρας δεν αναφέρει την αλήθεια στο συγκεκριμένο σημείο. Δεν δέχομαι ότι ήταν και ο ίδιος παρών στην επίδικη τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ του κ. Σαλακίδη με τον κ. Καφαρίδη. Ούτε και δέχομαι ότι υπήρξε η οποιαδήποτε ανάληψη δέσμευσης της Εναγόμενης 2 απέναντι στην Ενάγουσα κατά την εν λόγω συνομιλία.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι δεν διέλαθε την προσοχή μου το γεγονός ότι όλες οι πληρωμές προς την Ενάγουσα γίνονταν από την Εναγόμενη 2. Το γεγονός αυτό, το οποίο αναδεικνύεται από τον Μ.Ε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας του, δεν αρκεί για να τεκμηριώσει την ύπαρξη οποιασδήποτε συμφωνίας ή ανάληψης υποχρέωσης από την Εναγόμενη 2 προς την Ενάγουσα για την καταβολή της αμοιβή της. Αντιθέτως, οι πληρωμές αυτές, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες περιστάσεις της υπόθεσης τεκμηριώνουν την ύπαρξη διακανονισμού μεταξύ Εναγομένης 1 και Εναγομένης 2, σύμφωνα με τον οποίο η Εναγόμενη 2 πλήρωνε κατευθείαν στους υπεργολάβους της Εναγομένης 1, χρήματα που όφειλε προς την Εναγόμενη 1. Επί του προκειμένου παραπέμπω στα τεκμήρια 6 και 9 που κατέθεσε ο Μ.Ε και αποτελούν τις εξουσιοδοτήσεις που απέστελλε η Εναγόμενη 1 προς την Εναγόμενη 2 προκειμένου να πραγματοποιούνται οι πληρωμές προς την Ενάγουσα. Το λεκτικό των εν λόγω επιστολών είναι εξαιρετικά διαφωτιστικό για το τι πραγματικά συνέβαινε με τις πληρωμές προς την Ενάγουσα από την Εναγόμενη 2 και κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σχετικό απόσπασμα αυτολεξεί:
“…we provide you special and irrevocable authorization to pay the amount of….., amount to be paid to our company as part of our subcontract payment, directly to our subcontractor of the project named SEMOSKO INVESTMENTS LIMITED.”
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«…σας παρέχουμε ειδική και ανέκκλητη εξουσιοδότηση να πληρώσετε το ποσό των….., το οποίο οφείλετε στην εταιρεία μας ως μέρος της μεταξύ μας συμφωνίας υπεργολαβίας, κατευθείαν στον υπεργολάβο μας ονόματι SEMOSKO INVESTMENTS LIMITED.»
Μάλιστα, σε όλα τα εμβάσματα τα οποία διεκπεραίωσε η Εναγόμενη 2 προς την Ενάγουσα υπήρχε αναφορά ότι αυτά γίνονταν εκ μέρους της Εναγομένης 1 ( Βλέπε τεκμήρια 5, 7, 8 “payment on behalf of BIOTEK”).
Εν ολίγοις, είναι θεωρώ ξεκάθαρο ότι καμία συμφωνία δεν καταρτίστηκε μεταξύ Εναγόμενης 2 και Ενάγουσας και καμία δέσμευση δεν ανέλαβε η Εναγόμενη 2 προς την Ενάγουσα για καταβολή της αμοιβής της. Η καταβολή των πληρωμών της Εναγόμενης 2 προς την Ενάγουσα γινόταν στη βάση του διακανονισμού που υπήρξε μεταξύ Εναγομένης 2 και Εναγομένης 1 και όχι στη βάση κάποιας συμφωνίας ή δέσμευσης που κατ’ ισχυρισμό ανέλαβε η Εναγόμενη 2 προς την Ενάγουσα.
Να σημειωθεί, τέλος, ότι δεν μπορώ να δεχτώ ότι ο Μ.Ε, ενόψει του ρόλου του στην Ενάγουσα και την εμπλοκή του στο έργο, τελούσε σε οποιαδήποτε καλόπιστη σύγχυση αναφορικά με τις συμβατικές υποχρεώσεις και τα δικαιώματα της Ενάγουσας, στο πλαίσιο του υπό εκτέλεση έργου. Οι αναφορές του και η επιμονή του για ανάληψη υποχρέωσης από την Εναγόμενη 2 για πληρωμή της αμοιβής της Ενάγουσας, θεωρώ ότι έγιναν προκειμένου να παραπλανήσουν.
Ενδεικτικό της συνεχούς προσπάθειας του Μ.Ε για παραπλάνηση και συσκότιση της πραγματικότητας, είναι η αναφορά του μάρτυρα σχετικά με την προκαταβολή ύψους 20% που έλαβε η Ενάγουσα. Ο μάρτυρας εμφανίζει το ζήτημα της προκαταβολής που έλαβε η Ενάγουσα στην προκειμένη περίπτωση ως κάτι το εξαιρετικό και ως όρο που τέθηκε από την Ενάγουσα προκειμένου να αναλάβει τη συμφωνία υπεργολαβίας. Μάλιστα, αφήνει να νοηθεί ότι είναι κατόπιν απαίτησης της Ενάγουσας που η πληρωμή της προκατβολής έγινε από την Εναγόμενη 2. Παραπέμπω στο σχετικό απόσπασμα ( παράγραφος 19 εγγράφου Α):
« Κατά την υπογραφή του Συμφωνητικού, η Ενάγουσα γνώριζε τα οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Εναγόμενη 1 και γι ’αυτό ζήτησε από τον Κύριο Ανάδοχο, δηλαδή τον Εναγόμενο 2 εγγυήσεις πληρωμής καθώς και προκαταβολή 20% επί του συνολικού ποσού για να ξεκινήσει τις εργασίες…»
Ο μάρτυρας όμως επιτηδευμένα προσπαθεί να παρουσιάσει μία αναληθή εικόνα με σκοπό να παραπλανήσει. Το ύψος της προκαταβολής ήταν όρος της συμφωνίας που υπογράφηκε μεταξύ των μερών και δεν παραχωρήθηκε κατ’ εξαίρεση για να κατευνάσει τις κατ’ ισχυρισμό ανησυχίες της Ενάγουσας, όπως αφήνεται να νοηθεί. Παραπέμπω επί του προκειμένου στην παράγραφο 5.3 της συμφωνίας υπεργολαβίας ( τεκμήριο 4) που αναφέρει το εξής:
« Στον υπεργολάβο θα δοθεί προκαταβολή ύψους 100,000 ευρώ, η οποία θα παρακρατείται τμηματικά με τις μηνιαίες πιστοποιήσεις…»
Να σημειωθεί ότι και ο ίδιος ο μάρτυρας κατά την αντεξέταση του συμφώνησε ότι η προκαταβολή είναι συνήθης στα τεχνικά έργα, εστιάζοντας στο γεγονός της καταβολής της από την Εναγόμενη 2 αφού η Εναγόμενη 1, κατά τους ισχυρισμούς του, αδυνατούσε. Αλλά και σε αυτό το σημείο ο μάρτυρας προσπαθεί να παραπλανήσει. Η αναφορά του ότι η Ενάγουσα ζήτησε από την Εναγόμενη 2 να καταβάλει την προκαταβολή και να δώσει εγγυήσεις πληρωμής παρέμεινε αόριστη και μετέωρη. Ενδεικτικό είναι ότι καμία συγκεκριμένη μαρτυρία δεν προσφέρθηκε για οποιαδήποτε επαφή της Ενάγουσας με αντιπροσώπους της Εναγομένης 2, κατά το στάδιο της υπογραφής της συμφωνίας υπεργολαβίας.
Για τους πιο πάνω λόγους λοιπόν, θεωρώ ότι δεν μπορώ να βασιστώ στην μαρτυρία του Μ.Ε όχι μόνο γιατί η μαρτυρία του στα επιμέρους επίδικα ζητήματα καταρρίφθηκε ως λανθασμένη, μη πειστική και αόριστη αλλά και γιατί εν γένει η μαρτυρία του τείνει να παραπλανήσει, παρά να παραθέσει την αλήθεια των όσων πραγματικά συμφωνήθηκαν. Η μαρτυρία του Μ.Ε συνεπώς απορρίπτεται στο σύνολο της.
Αναφορικά με την μαρτυρία του Μ.Υ, δεν χρειάζεται να ειπωθούν πολλά. Η θέση που προβάλλει είναι και πειστική και λογική. Υποστηρίζεται μάλιστα στο σύνολο της από τα τεκμήρια που κατατέθηκαν στο πλαίσιο της παρούσας υπόθεσης. Ο μάρτυρας αντεξετάστηκε εκτενώς αλλά δεν υπέπεσε σε καμία αντίφαση. Τουναντίον με τη δια ζώσης μαρτυρία του ενίσχυσε με περισσότερες λεπτομέρειες την εξ αρχής προβαλλόμενη θέση του. Η μαρτυρία του συνεπώς γίνεται στο σύνολο της αποδεκτή ως αξιόπιστη.
- Νομική πτυχή
Με την παρούσα αγωγή οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον της Εναγομένης 2, στη βάση του αγώγιμου δικαιώματος της παράβασης σύμβασης. H κατ’ ισχυρισμό συμβατική σχέση της Ενάγουσας με την Εναγομένη 2 είναι αυτή της συμφωνίας κάλυψης και εγγύησης. Σχετικά επομένως είναι τα άρθρα 73 -75, 82 και 84 του περί Συμβάσεως Νόμου (Κεφ. 149).
Βασική προϋπόθεση για την επιτυχή αξίωση της Ενάγουσας ήταν η στοιχειοθέτηση μέσω αξιόπιστης μαρτυρίας της ύπαρξης δεσμευτικής συμφωνίας μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένης 2. Ενόψει της απόρριψης της μαρτυρίας της Ενάγουσας, για τους λόγους που αναφέρθηκαν ανωτέρω , κανένα τέτοιο εύρημα δεν μπορεί να εξαχθεί.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η Ενάγουσα αξιώνει διαζευκτικά θεραπεία εναντίον της Εναγομένης 2, στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού (άρθρο 70 του Κεφ. 149), παραπέμποντας μάλιστα στις αποφάσεις Θεοχαρίδης Νάκης και άλλοι ν. Ιωάννη Ιωάννου και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 1311 και ΜΙΧΑΛΗΣ ΖΕΝΙΟΣ ΛΤΔ ν. TOUCH PROPERTIES AND INVESTMENTS LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 484/2012, 10/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A225. Στην προκειμένη περίπτωση θεωρώ ότι δεν μπορεί να αποδοθεί θεραπεία υπέρ της Ενάγουσας ούτε στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Ο λόγος είναι ότι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση καθορίζονται στις υφιστάμενες μεταξύ τους συμφωνίες (βλέπε τεκμήριο 4 - συμφωνία μεταξύ Ενάγουσας και Εναγομένη 1, όπως επίσης και τεκμήρια 20, 21, 22 συμφωνίες μεταξύ Εναγόμενης 2 και Εναγόμενη 1). Τυχόν απόδοση θεραπείας στην παρούσα υπόθεση στη βάση των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού, εναντίον της Εναγομένης 2 και υπέρ της Ενάγουσας, θα ήταν ανεπίτρεπτη, καθότι θα ισοδυναμούσε με υπονόμευση των εν λόγω συμφωνιών.
Αντίστοιχο σκεπτικό ακολουθήθηκε στην Costello and another v MacDonald and others [2011] EWCA Civ 930. Τα κρίσιμα γεγονότα της υπόθεση, εν συντομία, είχαν ως εξής: Ο Εφεσίβλητος (εργολάβος οικοδομών) συμβλήθηκε με την εταιρεία Oakwood (Εργοδότης), για την ανέγερση κατοικιών σε οικόπεδο που άνηκε σε δύο φυσικά πρόσωπα (κύριους και κυρία Costello). Οι μοναδικοί μέτοχοι της εταιρεία Oakwood, όπως επίσης και οι διευθυντές της ήταν τα δύο πιο πάνω φυσικά πρόσωπα. Κατά την εκτέλεση των οικοδομικών εργασιών προέκυψε ένα υπόλοιπο στην αμοιβή του εργολάβου, το οποίο η εταιρεία Oakwood αρνείτο να πληρώσει. Η εταιρεία Oakwood δεν είχε περιουσιακά στοιχεία. Ο εργολάβος επιχείρησε να διεκδικήσει δικαστικώς την πληρωμή της αμοιβής του κατευθείαν από τα φυσικά πρόσωπα, στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού. Το Εφετείο ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση έκρινε ότι δεν μπορεί να επιτύχει η αξίωση του Εργολάβου στη βάση της αρχής του αδικαιολόγητου πλουτισμού εναντίον των μη συμβληθέντων φυσικών προσώπων (κύριου και κυρίας Costello), αναφέροντας μεταξύ άλλων τα εξής:
“I am clear, on the other hand, that the unjust enrichment claim against Mr and Mrs Costello must fail because it would undermine the contractual arrangements between the parties, that is to say the contract between the Respondents and Oakwood and the absence of any contract between the Respondents and Mr and Mrs Costello. The general rule should be to uphold contractual arrangements by which parties have defined and allocated and, to that extent, restricted their mutual obligations, and, in so doing, have similarly allocated and circumscribed the consequences of non-performance. That general rule reflects a sound legal policy, which acknowledges the parties' autonomy to configure the legal relations between them and provides certainty, and so limits disputes and litigation. ”
Σε ελεύθερη μετάφραση:
«Είναι ξεκάθαρο, από την άλλη πλευρά, ότι η αξίωση περί αδικαιολόγητου πλουτισμού κατά του κυρίου και της κυρίας Costello πρέπει να απορριφθεί διότι διαφορετικά θα υπονόμευε τις συμβατικές ρυθμίσεις μεταξύ των μερών, δηλαδή τη σύμβαση μεταξύ των Εφεσίβλητων και της εταιρείας Oakwood όπως επίσης και την απουσία οποιασδήποτε σύμβασης μεταξύ των Εφεσίβλητων και του κυρίου και της κυρίας Costello. Ο γενικός κανόνας πρέπει να είναι η τήρηση των συμβατικών ρυθμίσεων με τις οποίες τα μέρη έχουν καθορίσει και κατανείμει και, κατ’ επέκταση, περιορίσει τις αμοιβαίες υποχρεώσεις τους και, με τον τρόπο αυτό, έχουν αντιστοίχως κατανείμει και οριοθετήσει τις συνέπειες της μη εκπλήρωσης. Αυτός ο γενικός κανόνας αντικατοπτρίζει την ορθή νομική θεώρηση, η οποία αναγνωρίζει την αυτονομία των μερών να διαμορφώνουν τις μεταξύ τους έννομες σχέσεις και παρέχει βεβαιότητα, περιορίζοντας έτσι τις διαφορές και τις αντιδικίες.»
- Κατάληξη:
Εν κατακλείδι, η αγωγή δεν έχει στοιχειοθετηθεί και ως αποτέλεσμα απορρίπτεται.
Τα έξοδα ακολουθούν το αποτέλεσμα και ως εκ τούτου επιδικάζονται υπέρ της Εναγομένης 2 και εναντίον της Ενάγουσας ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) .........................................
Μ. Π. Μιχαήλ, Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο