M.C.S. QUALITY HOLDINGS LIMITED ν. CLASSICA S.M. INVESTMENS LIMITED κ.α., Αρ. Απαίτησης: 559/2024, 8/1/2025
print
Τίτλος:
M.C.S. QUALITY HOLDINGS LIMITED ν. CLASSICA S.M. INVESTMENS LIMITED κ.α., Αρ. Απαίτησης: 559/2024, 8/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Π.Ε.Δ.

Αρ. Απαίτησης: 559/2024(i)

Μεταξύ

     

1.      M.C.S.  QUALITY  HOLDINGS  LIMITED

2.      ΣΑΒΒΑΣ  ΚΑΚΟΣ

Ενάγοντες

-και-

 

1.      CLASSICA S.M.  INVESTMENS  LIMITED

2.      MOSHE  BAR  SHILTON

Εναγόμενων

 

Αίτηση ημερομηνίας 22.11.24 για διαγραφή παραγράφων Ένορκης Δήλωσης

 

Ημερομηνία: 9.1.2025

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές- Ενάγοντες: κος Π. Χατζηπέτρος για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ

Για τους Καθ΄ ων η αίτηση - Εναγόμενους: κα Β. Παντελή για Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με αυτή την αίτηση οι Αιτητές ζητούν Διάταγμα διά του οποίου να διατάσσεται η διαγραφή των παραγράφων 65, 74, 76, 77, και 78 από την ένορκη δήλωση ημερομηνίας 21/10/2024 του Καθ’ ου η αίτηση 2 που συνοδεύει την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση στην Αίτηση ημερομηνίας 02/10/2024 ως σκανδαλώδεις και/ή άσχετες και Διάταγμα διά του οποίου να διατάσσεται η διαγραφή του τεκμηρίου 25 το οποίο επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ημερομηνίας 21/10/2024, το οποίο συνοδεύει την ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση, ως σκανδαλώδες και/ή άσχετο.

 

Η αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 3, 25, 32, 32(10)(20), και 38 των νέων Κανονισμών Πολιτικής  Δικονομίας, στη σχετική επί του θέματος νομολογία, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου, στον νόμο Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(I)/2001), στα άρθρα 12(4) και 30 του Συντάγματος, και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Η αίτηση στηρίζεται στην ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 2 στην παρούσα αγωγή, διευθυντή της Ενάγουσας 1, ο οποίος αναφέρει ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, έχει παρουσιάσει μαρτυρία, διά μέσω της ένορκης δήλωσης του ημερομηνίας 21/10/2024 η οποία συνοδεύει την ένσταση των Καθ’ ων η αίτηση στην αίτηση ημερ.02/10/2024, η οποία είναι άσχετη, σκανδαλώδης και συνεπώς ανεπίτρεπτη. Συγκεκριμένα και μεταξύ άλλων, ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, τον κατηγορεί για τη διάπραξη ποινικών αδικημάτων για τα οποία όχι μόνο δεν έχει καταδικαστεί αλλά ούτε έχει καν κατηγορηθεί, παραβιάζοντας καλά κατοχυρωμένα συνταγματικά του δικαιώματα.

 

Ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, σύμφωνα με τον ομνύοντα, μέσω των ανυπόστατων πράξεων που του αποδίδει, επιχειρεί εντέχνως να αποπροσανατολίσει το Δικαστήριο, παρουσιάζοντας αβάσιμα παράπονα και καταγγελίες τρίτων προσώπων, για υποθέσεις, ούτως ή άλλως, εντελώς άσχετες και που καμία σχέση έχουν με τα επίδικα γεγονότα. Σκοπός του και μόνο είναι να εντυπωσιάσει και να δημιουργήσει κακή εικόνα για το πρόσωπο του, αναφερόμενος σε άσχετους με τα επίδικα θέματα ισχυρισμούς.

 

Συγκεκριμένα στην παράγραφο 65 του καταλογίζει ποινικά αδικήματα, για τα οποία τον σκιαγραφεί ως εγκληματία και τον κρίνει μάλιστα ένοχο για τη διάπραξη πλαστογραφίας και απάτης εις βάρος επενδυτών. Περαιτέρω, στην παράγραφο 74 της ένορκης του δήλωσης ισχυρίζεται ότι είναι μπλεγμένος σε διάφορες υποθέσεις πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, παρουσιάζοντας μάλιστα καταγγελία τρίτου, άσχετου με τα επίδικα γεγονότα προσώπου, στην Αστυνομία.

 

Αναφορικά με την παράγραφο 76, θεωρεί ότι και αυτή πρέπει να διαγραφεί αφού ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 προβάλλει αστήριχτους ισχυρισμούς που προκαλούν αμηχανία, ισχυριζόμενος ότι έχει χρέη εκατομμυρίων και ότι είναι θέμα χρόνου να διοριστεί διαχειριστής για την περιουσία του. Ουδέν στοιχείο έχει παρουσιάσει για να τεκμηριώσει αυτούς τους ισχυρισμούς, ενώ και πάλι σκοπός του είναι η δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων.

 

Όσον αφορά την παράγραφο 77, θεωρεί ότι επίσης πρέπει να διαγραφεί. Το να τον αποκαλεί ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 ως επαγγελματία οφειλέτη, πέραν του ότι είναι σκανδαλώδες, είναι κακεντρεχές και δυσφημιστικό, αναφερόμενος πάντα σε κατ’ ισχυρισμό οφειλές του προς τρίτα πρόσωπα.

 

Επιπρόσθετα, στην παράγραφο 78 ισχυρίζεται ότι ο Ενάγοντας 2 έχει προβεί σε απάτη και εγκληματικές ενέργειες εναντίον τρίτων προσώπων τα οποία κατονομάζει και πάλι για σκοπούς εντυπώσεων.

 

Ως ο ομνύων αναφέρει, πραγματικά διερωτάται πως οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Καθ’ου η Αίτηση 2 είναι σχετικοί με την αίτηση ημερομηνίας 02/10/2024. Μάλιστα ο Καθ’ ου η αίτηση 2 παρουσιάζει ως τεκμήριο 25 βεβαίωση καταγγελίας θύματος από την Αστυνομία χωρίς να υπάρχει καν αναφορά για το όνομα του ομνύοντα, όπως επίσης και δείγμα γραπτής καταγγελίας.

 

Διερωτάται επίσης πώς ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 έχει στην κατοχή του και παρουσιάζει ενώπιον του Δικαστηρίου, σ’ αυτήν την ασύνδετη υπόθεση, πιθανόν μέρος ανακριτικού υλικού μιας άλλης υπόθεσης που ενδεχομένως να διερευνάται από την Αστυνομία.  Ως ενημερώνεται από τους δικηγόρους του, το γεγονός ότι κατέχει πιθανή κατάθεση τρίτου προσώπου και παρουσιάζει βεβαίωση καταγγελίας τρίτων προσώπων, αποτελεί σοβαρό ποινικό αδίκημα αλλά και πιθανώς να έχει επέμβει είτε άμεσα είτε έμμεσα σε ανακριτικό έργο.

 

Εξ’ όσων ενημερώνεται από τους δικηγόρους του και για να συνοψίσει τις θέσεις του, οι παράγραφοι 65, 74, 76, 77 και 78 αλλά και το Τεκμήριο 25, πρέπει να διαγραφούν για τους πιο κάτω λόγους:

 

α.     Ο Καθ’ου η Αίτηση 2 τον κατηγορεί για ποινικά αδικήματα, για τα οποία δεν έχει καν διωχθεί, παραβιάζοντας συνταγματικά του δικαιώματα, ήτοι το συνταγματικό δικαίωμα του τεκμηρίου της αθωότητας.

 

β.     Επίσης ως ενημερώνεται από τους δικηγόρους του, οι παράγραφοι και το τεκμήριο των οποίων ζητά τη διαγραφή ενδείκνυται να διαγραφούν αφού είναι παντελώς άσχετες και δεν αφορούν καν τα επίδικα θέματα. Επίσης, οι υπό αναφορά ισχυρισμοί είναι σκανδαλώδεις και το μόνο που επιτυγχάνουν είναι να περιπλέξουν τα επίδικα θέματα.

 

γ.      Ως ενημερώνεται από τους δικηγόρους του, οι πιο πάνω παράγραφοι και τεκμήριο, είναι επιζήμιες, καταχρηστικές και επιβλαβείς για τον ίδιο αλλά και την Ενάγουσα 1.

 

δ.      Επίσης οι πιο πάνω παράγραφοι και τεκμήριο, ενδεχομένως να παραβιάζουν προσωπικά του δεδομένα, κατά παράβαση του Νόμου Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(I)/2001).

 

Οι Καθ’ ων η Αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην Αίτηση, η οποία βασίζεται στα Άρθρα Μέρη 2, 3, 23, 25, 32, 2(10)(20), 38, 39 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στη νομολογία και στις γενικές και συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στον Νόμο Περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(Ι)/2001), στα άρθρα 12(4) και 30.1 του Συντάγματος και στο άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

Οι λόγοι ένστασης είναι, αυτούσιοι, οι ακόλουθοι:

 

1.         Η αίτηση είναι αβάσιμη ή/και παράτυπη και δεν δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις.

 

2.         Η αίτηση είναι καταχρηστική.

 

3.         Η αίτηση είναι αχρείαστη και σκανδαλώδης και σκοπό έχει να καθυστερήσει τη διαδικασία και τη δίκαιη δίκη.

 

4.         Η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν τηρείται καμία προϋπόθεση που θέτει η νομοθεσία, κανονισμός και η σχετική νομολογία για την έκδοση τέτοιου είδους διαταγμάτων που είναι δραστικής και συνοπτικής φύσεως.

 

5.         Τα όσα οι Αιτητές αιτούνται προς διαγραφή δεν αποτελούν τέτοιους ισχυρισμούς τους οποίους δύναται το Δικαστήριο να διαγράψει, καθότι μέσα από αυτούς στοιχειοθετείται η ένσταση των Καθ’ ων η Αίτηση στην αίτησης ημερομηνίας 02/10/2024 και η υπεράσπιση των Καθ’ ων η Αίτηση στην αγωγή.

 

6.         Με το αιτούμενο διάταγμα και ενδεχόμενη διαγραφή των αιτούμενων παραγράφων ή/και τεκμηρίου θα υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος των Εναγόμενων να προσφύγουν ενώπιον του Δικαστηρίου στο οποίο δικαιούνται να προσφύγουν βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1.

 

7.         Οι ισχυρισμοί που εμπεριέχονται στους παραγράφους 65, 74, 76, 77 και 78 και το Τεκμήριο 25 δεν προκαλούν αμηχανία ή είναι αχρείαστοι ή σκανδαλώδεις ή τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς ή να προκαλέσουν αμηχανία ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη.

 

8.         Οι ισχυρισμοί που εμπεριέχονται στους παραγράφους 65, 74, 76, 77 και 78 και το Τεκμήριο 25 είναι ισχυρισμοί σχετικοί με τα επίδικα θέματα ή/και δεν είναι σκανδαλώδεις ή/και δεν περιπλέκουν τα επίδικα θέματα.

 

9.         Οι ισχυρισμοί που εμπεριέχονται στους παραγράφους 65, 74, 76, 77 και 78 και το Τεκμήριο 25 είναι ισχυρισμοί που προβάλλονται προς αντίκρουση των λεχθέντων του κ. Σάββα Κάκου στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 02/10/2024 και η διαγραφή τους θα στερήσει τους Καθ’ ων η Αίτηση το συνταγματικό δικαίωμα της δίκαιης δίκης.

 

10.      Οι ισχυρισμοί εμπεριέχονται στους παραγράφους 65, 74, 76, 77 και 78 και το Τεκμήριο 25 δεν παραβιάζουν οποιοδήποτε συνταγματικό δικαίωμα ή/και το Νόμο περί Επεξεργασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα (Προστασία του Ατόμου) Νόμος του 2001 (138(Ι)/2001).

 

11.      Η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ της απόρριψης της αίτησης.

 

H ένσταση βασίζεται στην ένορκη δήλωση του Moshe Bar Shilton, ο οποίος αναφέρει ότι είναι ο Καθ’ ου η Αίτηση 2, Εναγόμενος 2 («εφ’ εξής Καθ’ ου η Αίτηση 2») και διευθυντής της Καθ’ ης η Αίτηση υπ’ αριθμό 1, Εναγόμενης 2 («εφ’ εξής Καθ’ ης η Αίτηση 2») στην υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγή και αίτηση. Είναι πλήρως εξουσιοδοτημένος να προβεί στην ένορκη δήλωση εκ μέρους της Καθ’ ης η Αίτηση 1.  Τα γεγονότα, στοιχεία και πληροφορίες που περιέχονται στην ένορκη δήλωση, τα γνωρίζει πολύ καλά και προσωπικά από εμπειρίες και γεγονότα τα οποία έχει βιώσει. Όπου αναφέρεται σε νομικά θέματα, γι’ αυτά έχει λάβει νομική συμβουλή από τους δικηγόρους του. Περαιτέρω σε όποιες πληροφορίες αναφέρεται οι οποίες δεν εμπίπτουν στη σφαίρα της δικής του γνώσης, αποκαλύπτει την πηγή πληροφόρησης του.

 

Είναι η θέση του ότι η αίτηση είναι αχρείαστη και σκανδαλώδης και σκοπό έχει να καθυστερήσει τη διαδικασία καθότι κανένα άσχετο ή σκανδαλώδες ισχυρισμό προωθεί στις παραγράφους που αναφέρονται στην αίτηση.  Αντιθέτως, στα πλαίσια της αγωγής 581/2024 και της καταχώρισης ένστασης από τους διαδίκους 6 στην αίτηση ημερομηνίας 25/10/2024, επιβεβαιώθηκε ότι πλαστογραφήθηκε η υπογραφή του από τον κ. Σάββα Κάκο αφού ισχυρίζονται ότι ο ίδιος δήθεν υπέγραψε συμφωνίες ακύρωσης ενεχυρίασης ενώπιον πιστοποιών υπαλλήλου, κάτι που ουδέποτε έκανε. Η μία συμφωνία είναι μεταξύ του ομνύοντα και εταιρείας συμφερόντων του κ. Σάββα Κάκου. Σχετική φωτογραφία που έχει παρουσιαστεί ως τεκμήριο στην εν λόγω ένσταση επιθυμεί να καταθέσει ως Τεκμήριο.

 

Περαιτέρω, σχετικά με τις κατηγορίες που αναφέρονται στις παραγράφους αυτές, επισυνάπτει την επιβεβαίωση της Αστυνομίας για την καταγγελία που υπέβαλε κατά του Σάββα Κάκου για την πλαστογράφηση της διαγραφής της υποθήκης ως Παράρτημα 2 και μια επιστολή που έχει λάβει στο όνομά του από τη δικηγορική εταιρεία LLPD, η οποία αναφέρει γεγονότα που αποδεικνύουν τις κατηγορίες του. Επισυνάπτει την επιστολή ως Παράρτημα 3.

 

Πέραν τούτου, οι ισχυρισμοί που αναφέρονται στις παραγράφους 65, 74, 76, 77, 78 της ένορκης του δήλωσης ημερομηνίας 21/10/2024, δεν αποτελούν ισχυρισμούς που δύναται το Δικαστήριο να διαγράψει αφού μέσα από αυτούς στοιχειοθετείται μέρος της υπεράσπισης των Καθ’ ων η Αίτηση, ήτοι ότι η αγωγή συνιστά αγωγή πανικού, καταχωρήθηκε κακόπιστα και ότι οι ισχυρισμοί των Αιτητών εναντίον των Καθ’ ων η Αίτηση είναι εκ των υστέρων σκέψεις και ότι σε αντίθεση με τους ισχυρισμούς των Αιτητών φαίνεται ότι ο ίδιος και η Καθ’ ης η Αίτηση έχουν εξαπατηθεί.

 

Είναι η θέση του ότι οι ισχυρισμοί προβάλλονται προς αντίκρουση των ισχυρισμών του κ. Σάββα Κάκου στην ένορκη δήλωση του ημερομηνίας 02/10/2024, μεταξύ άλλων για οικονομικό εξαναγκασμό, δόλια συμπεριφορά, πλαστογραφία, καταδολιευτικές πράξεις και η διαγραφή τους θα πλήξει το δικαίωμα των Καθ’ ων η Αίτηση να απαντήσουν και να θέσουν τη δική τους θέση επί των γεγονότων.  Σημειώνει δε ότι ο ίδιος προβάλλει ισχυρισμούς για το πρόσωπο και το χαρακτήρα του και έχει κάθε δικαίωμα να απαντήσει και να υποστηρίξει τη θέση που προβάλλει στην ένσταση του και να παρουσιάσει τα όσα γνωρίζει για τους Αιτητές και δη τον κ. Σάββα Κάκο.

 

Αναφορικά με το Τεκμήριο 25 σημειώνει ότι ήταν συνέταιρος σε εκείνο το έργο και τέθηκε σε ρίσκο ενώ ο δικηγόρος Inbal Moshe τον εφοδίασε με αντίγραφο της καταγγελίας το οποίο έλαβε από τον Αστυνομικό Σταθμό για να τον ενημερώσει και να τον προστατέψει, εξ’ ου και το είχε στην κατοχή του και το παρουσίασε. Ουδέποτε ενεπλάκη σε οποιοδήποτε ανακριτικό έργο της Αστυνομίας.

 

Περαιτέρω, οι ισχυρισμοί δεν είναι άσχετοι με τα επίδικα θέματα και δεν περιπλέκουν τα επίδικα θέματα, αντιθέτως, δίδουν τη θέση των Καθ’ ων η Αίτηση και αντικρούουν τους ισχυρισμούς των Αιτητών στις πράξεις που καταλογίζονται στον ενόρκως δηλούντα και στην Καθ’ ης η Αίτηση 1.

 

Εξ’ όσων γνωρίζει και πιστεύει, καμία παραβίαση συνταγματικού δικαιώματος υφίσταται και είναι η θέση του ότι η αναφορά στο Σύνταγμα γίνεται για σκοπούς εντυπωσιασμού αφού παρουσιάζονται στις παραγράφους αυτά που ανακάλυψε και αυτά που τον ενημέρωσαν και απαντούν στους ισχυρισμούς του κ. Σάββα Κάκου.  Εξ’ όσων δε γνωρίζει και πιστεύει, δεν παραβιάζονται προσωπικά δεδομένα του Αιτητή 2 αφού η δικαστική διαδικασία αποτελεί εξαίρεση στην ισχύουσα νομοθεσία και στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας μπορεί να γίνει επεξεργασία αυτών.

 

Περαιτέρω, αποτελεί θέση τους ότι η αίτηση είναι καταχρηστική αφού οι Αιτητές προωθούν αυτή για να καθυστερήσουν τη διαδικασία, αφού εν πάση περιπτώσει τους δόθηκε το δικαίωμα να απαντήσουν στους ισχυρισμούς με τη συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησαν, ημερομηνίας 15/11/2024.

 

Σημειώνεται δε ότι οι ισχυρισμοί προβάλλονται προς απόδειξη της θέσης των Καθ’ ων η Αίτηση, ότι οι Αιτητές δεν έχουν προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και ότι η αίτηση ημερομηνίας 02/10/2024 έγινε κακόπιστα και αποτελεί προϊόν δεύτερης σκέψης και κατάχρησης δικαστικής διαδικασίας και είναι καταπιεστική και ενοχλητική και τους λόγους που οι Αιτητές στην απαίτηση τους δεν προσφέρουν επιστροφή των ποσών που δόθηκαν.

 

Είναι η θέση τους ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί γιατί δεν τηρείται καμία προϋπόθεση που θέτει η νομοθεσία, κανονισμός και η σχετική νομολογία για την έκδοση τέτοιου είδους διαταγμάτων που είναι δραστικής και συνοπτικής φύσεως και ότι με το αιτούμενο διάταγμα και ενδεχόμενη διαγραφή των αιτούμενων παραγράφων ή/και τεκμηρίου θα υφίσταται παραβίαση του δικαιώματος του ίδιου και της Καθ’ ης η Αίτηση 1 να προσφύγουν ενώπιον του Δικαστηρίου βάσει του Συντάγματος, το οποίο κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.1. Εισηγούνται επίσης ότι οι ισχυρισμοί που εμπεριέχονται στους παραγράφους 65, 74, 76, 77 και 78 και το Τεκμήριο 25, δεν προκαλούν αμηχανία ή είναι αχρείαστοι ή σκανδαλώδεις ή τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς ή να προκαλέσουν αμηχανία ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη.

 

Με τις τελικές τους εμπεριστατωμένες αγορεύσεις οι συνήγοροι υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Το Δικαστήριο έχει σημειώσει με πολλή προσοχή τις αναφορές και τα επιχειρήματα των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο και όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο για σκοπούς της παρούσας, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

ΝΟΜΙΚΗ  ΠΤΥΧΗ

 

Δικονομικό έρεισμα για το αίτημα διαγραφής παραγράφων από Ένορκη Δήλωση παρέχεται από την διάταξη 32.15.(20) των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία προβλέπει τα εξής:

 

«Το δικαστήριο ή ο δικαστής δύναται να διατάξει τη διαγραφή από οποιαδήποτε ένορκη δήλωση οποιουδήποτε θέματος το οποίο είναι σκανδαλώδες ή άσχετο.»

 

Ο πιο πάνω Κανονισμός προσομοιάζει με την Δ.39 Θ18 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία προβλέπει τα εξής:

 

«18. The Court or a Judge may order to be struck out from any affidavit any matter which is scandalous and irrelevant».

 

Όπως προκύπτει από το λεκτικό της νέας διάταξης, οι επίδικες αναφορές πρέπει να είναι είτε σκανδαλώδεις είτε άσχετες, χωρίς να απαιτείται να συντρέχουν σωρευτικά τα δύο αυτά στοιχεία. Η δε χρήση της λέξης «δύναται» καταδεικνύει και το ότι το ζήτημα επαφίεται στην διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Καθοδήγηση ως προς το τι εμπεριέχει ο όρος «σκανδαλώδες» μπορεί να αντληθεί από την Νομολογία που αφορά τόσο σε διαγραφή ισχυρισμών από Ένορκες Δηλώσεις, όσο και σε διαγραφή ισχυρισμών από δικόγραφα.

 

Παραθέτω απόσπασμα από την απόφαση Soboh Petroleum Cyprus) Ltd v Hussein Ali Nasrat Abdallah (2013) 1 Α.Α.Δ. 1520, στην οποία παρέπεμψαν και οι δύο συνήγοροι, όπου λέχθηκαν τα εξής:

 

«Η Δ.39 θ. 18 και η Δ.19  θ. 26 των Θεσμών, στις οποίες, μεταξύ άλλων, στηρίζεται η αίτηση, παρέχουν τη δυνατότητα να διαγραφεί - η μεν πρώτη από ένορκη δήλωση, η δε δεύτερη από δικόγραφο - οτιδήποτε είναι αχρείαστο ή σκανδαλώδες, ή το οποίο τείνει να επηρεάσει δυσμενώς, ή να προκαλέσει αμηχανία, ή να καθυστερήσει τη δίκαιη δίκη της αγωγής.

 

Η εξουσία διαγραφής που παρέχεται από τις πιο πάνω Διαταγές είναι διακριτικής μορφής και, ταυτόχρονα, πλατιά. Στην Vector Onega A.G. ν. Πλοίου M/V Girvas κ.ά. (Αρ. 1) (2000) 1 Α.Α.Δ.16, αναφέρθηκε ότι:- (σελ. 23)

 

«Ακόμη και στις περιπτώσεις που οι συνθήκες υπαγορεύουν στένεμα της εξουσίας για να ασκηθεί κατά συγκεκριμένο τρόπο, όπως όταν επιζητείται διαγραφή υλικού από δικόγραφο λόγω δεδικασμένου, η εξουσία αυτή δε χάνει ολότελα το διακριτικό της χαρακτήρα.»

 

Σύμφωνα δε με το Annual Practice, 1958, σελ. 477-479, η φράση: "Tend to prejudice, embarrass, or delay the fair trial of the action" - («τείνουν να επηρεάσουν δυσμενώς, να προκαλέσουν αμηχανία, ή να καθυστερήσουν τη δίκαιη δίκη της αγωγής») - έχει ερμηνευθεί φιλελεύθερα από τα δικαστήρια, έτσι ώστε απλή πολυλογία να μην προκαλεί αμηχανία. Το Δικαστήριο δεν υποδεικνύει στα μέρη πώς θα διαμορφώσουν την υπόθεσή τους, εφόσον αυτά δεν παραβαίνουν τους κανόνες. Δικόγραφα, έστω και αν δεν είναι απόλυτα σύμφωνα με τους σχετικούς κανόνες, δε διαγράφονται. Το γεγονός ότι δικόγραφο περιέχει αχρείαστα ζητήματα δεν είναι αρκετό για να οδηγήσει σε διαγραφή του, εφόσον δεν προκαλείται ζημιά στον αντίδικο. Εάν, όμως, σε δικόγραφο, περιέχονται ισχυρισμοί παντελώς άσχετοι, από τους οποίους θα προκληθούν έξοδα και καθυστέρηση στην υπόθεση, τότε αυτοί δικαιολογείται να διαγραφούν. Ισχυρισμοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα και συμπεριφορά προσβλητική για τον αντίδικο, εφόσον δεν είναι σχετικοί με τα επίδικα ζητήματα, θεωρούνται σκανδαλώδεις».

 

Σύμφωνα με τη νομολογία, σκανδαλώδεις ισχυρισμοί είναι αυτοί που προβάλλονται για ανεντιμότητα, ανηθικότητα, κακή και προσβλητική συμπεριφορά για τον αντίδικο και δεν έχουν σχέση με τα επίδικα θέματα. (Βλ. Rubery v. Grant (1872) L.R. 13 Eq. και Annual Practice 1956 σελ. 366).

 

ΕΞΕΤΑΣΗ  ΤΗΣ  ΥΠΟ  ΚΡΙΣΗ  ΑΙΤΗΣΗΣ

 

Κρίνω σκόπιμο, για σκοπούς εύκολης αναφοράς, να παραθέσω συνοπτικά τους ισχυρισμούς του Καθ’ ου η Αίτηση 2 ως αυτοί προβάλλονται στις παραγράφους 65, 74, 76, 77 και 78 της ένορκης δήλωσης στην ένσταση ημερομηνίας 21/10/2024 (και στο Τεκμήριο 25):

 

      i.        Στην παράγραφο 65 αναφέρονται τα εξής:  « Ουδέποτε όμως φαντάστηκα ότι είχε περιπέσει σε σοβαρές εγκληματικές πράξεις πλαστογραφίας εγγράφων και απάτης, κάτι το οποίο έμαθα τον Ιούλιο του 2024 και τότε συνειδητοποίησα ότι εξαπάτησε εμένα και άλλους επενδυτές που του πρότεινα εγώ, πήρε πολλά χρήματα που προορίζονταν για την αγορά ακινήτων και παρουσίασε πλαστά έγγραφα σαν να τα είχε αγοράσει αυτός.»

 

    ii.        Στην παράγραφο 74 της ένορκης του δήλωσης του ο ενόρκως δηλών αναφέρει ότι « μάθαινα ότι (ο Σάββας Κάκος) ήταν μπλεγμένος σε διάφορες υποθέσεις πλαστογραφίας εγγράφων και απάτης». Κατέθεσε δε το Τεκμήριο 25, καταγγελία δικηγόρου προς την αστυνομία για διάφορα αδικήματα πλαστογραφίας, κυκλοφορίας πλαστών εγγράφων και νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.

 

   iii.        Στην παράγραφο 76, ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 αναφέρει ότι πρόσφατα ενημερώθηκε ότι ο Σάββας Κάκος είναι αφερέγγυος, ότι έχει χρέη εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ προς τις Τράπεζες, τους πιστωτές και άλλους επενδυτές και ότι είναι θέμα χρόνου να διοριστεί διαχειριστής για την περιουσία του.

 

   iv.        Στην παράγραφο 77, ο Καθ’ ου η Αίτηση 2 αναφέρει ότι ανακάλυψε ότι ο Σάββας Κάκος «είναι επαγγελματίας οφειλέτης, ο οποίος οφείλει στους επενδυτές του και στις Τράπεζες εκατοντάδες εκατομμύρια, και τον καταδιώκουν χωρίς επιτυχία.», και ότι δεν έχει κανένα εγγεγραμμένο ακίνητο στο όνομα του.

 

    v.        Στην παράγραφο 78 αναφέρεται ότι του έχει λεχθεί από επενδυτές τους οποίους κατονομάζει ότι ο Σάββας Κάκος οφείλει ποσά και σε αυτούς, λόγω απάτης και εγκληματικών ενεργειών και όχι λόγω κακής επιχειρηματικής δραστηριότητας.

 

 

Προτού προχωρήσω στον σχολιασμό των επίμαχων παραγράφων, θα ήθελα να υποδείξω ότι στην παράγραφο 23 της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την κυρίως αίτηση, ημερομηνίας 02.10.2024, ο ίδιος ο ενόρκως δηλών, Σάββας Κάκος, επικαλείται τη διερεύνηση από τις αστυνομικές αρχές, μεταξύ άλλων, εναντίον του σοβαρών αδικημάτων για τα οποία, όπως έχει ξεκαθαρίσει στην ίδια παράγραφο, δεν έχει κατηγορηθεί, γεγονός το οποίο δεν έχει αμφισβητηθεί με την ένορκη δήλωση στην ένσταση.  Στο σημείο δε αυτό επισημαίνεται το γεγονός ότι οι ισχυρισμοί στις παραγράφους των οποίων επιζητείται η διαγραφή (πλην της παραγράφου 65) έχουν ήδη απαντηθεί με την ΣΕΔ του Σάββα Κάκου ημερομηνίας 15.11.2024. Παρεμβάλλω συναφώς ότι δεν θεωρώ ότι η καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης εκ μέρους των αιτητών δύναται να τους αποστερήσει από το δικαίωμα τους να καταχωρήσουν την παρούσα αίτηση. Με τα πιο πάνω ως υπόβαθρο, προχωρώ να εξετάσω την υπό κρίση αίτηση.

 

Η πιο πάνω αναφορά της παραγράφου 65 σχετίζεται άμεσα με τις παραγράφους 66 και 67, οι οποίες αποτελούν συνέχεια και εξειδίκευση της πρώτης, και των οποίων δεν επιζητείται η διαγραφή. Ενόψει των πιο πάνω αλλά και των όσων αναφέρονται τεκμηριωμένα στις παραγράφους 6 και 7 στην ένορκη δήλωση στην ένσταση στην υπό κρίση αίτηση, κρίνω ότι τα λεχθέντα στην παράγραφο 65 είναι σχετικά με τα επίδικα θέματα και δη τους λόγους ένστασης που προβάλλονται στην ένσταση στην κυρίως αίτηση και την στοιχειοθέτηση τους. Κρίνω, περαιτέρω, ότι και οι αναφορές στην παράγραφο 74 της ένορκης δήλωσης στην ένσταση σχετίζονται με τα επίδικα θέματα στην αίτηση και τους λόγους ένστασης. Ειδικότερα, η παράγραφος 62 της ΣΕΔ του ενόρκως δηλούντα στην ένσταση στην κυρίως αίτηση και η παράγραφος 10 στην ένορκη δήλωση στην ένσταση στην παρούσα αίτηση καταδεικνύουν την σχετικότητα των λεχθέντων στην παράγραφο 74, καθώς και του Τεκμηρίου 25. Στη βάση του συνόλου του μαρτυρικού υλικού που έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με την κυρίως αίτηση καθώς και των εκατέρωθεν ισχυρισμών για εξαπάτηση, έχω την άποψη ότι οι ισχυρισμοί στις πιο πάνω παραγράφους - περί ισχυρισμών ο λόγος - δεν ενδείκνυται να διαγραφούν στο παρόν στάδιο ως άσχετοι, στο βαθμό που υποστηρίζουν τους λόγους ένστασης στην κυρίως αίτηση ή ενδεχομένως να αντικρούουν τους ισχυρισμούς της ένορκης δήλωσης στην αίτηση.  Στρεφόμενη τώρα στο περιεχόμενο των παραγράφων 76, 77 και 78 πιο πάνω, θεωρώ πώς συνδέονται άμεσα και αποτελούν συνέχεια του περιεχομένου της παραγράφου 75 της οποίας δεν επιζητείται η διαγραφή. Σε συνάρτηση με όλα όσα πιο πάνω αναφέρω, ειδικότερα, όπως έχω προαναφέρει, τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς για εξαπάτηση στην κυρίως αίτηση και την ένσταση, δεν κρίνω τους ισχυρισμούς στις παραγράφους αυτές άσχετους ή σκανδαλώδεις.

    

Παραθέτω σχετικά απόσπασμα από το Annual Practice 1957 στην σελ. 367:

 

«Allegations of dishonesty and outrageous conduct etc are not scandalous, if relevant to the issue (Everett v Plythegch 12 Sim.363; Rubery v Grant, L.R. 13 Eq. 443). "The mere fact that these paragraphs state a scandalous fact does not make them scandalous" (per Brett, L.J., in Millington v Loring, 6 Q.B.D. p. 196). But if degrading charges be made which are irrelevant, or if, though the charge be relevant, unnecessary details are given, the pleading becomes scandalous (Blake v Albion Assurance Society, 45 L.J.C.P. 663).

 

"The sole question is whether the matter alleged to be scandalous would be admissible in evidence to show the truth of any allegation in the pleading which is material with reference to the relief prayed" (per Selborne, L.C., in Christie v Moignard, 24 Q.B.D.630). In Brooking v Maudslay, 55 L.T. 343, plaintiff made allegations in statement of claim of dishonest conduct against defendant but he stated in his reply that he sought no relief on that ground. The allegations thus became immaterial and were struck out as scandalous and embarrassing. So in an action on marine policies, a paragraph which purported to state what took place at an official inquiry held by the Wreck Commissioners was struck out as an attempt to discredit the plaintiffs and to prejudice the fair trial of the action (Smith v The British Insurance Co., (1883)W.N. 232; Lumb v Beaumont, 49 L.T.772). .».

 

Η φύση της παρούσας αγωγής καθώς και της κυρίως αίτησης εστιάζεται, μεταξύ άλλων σε οικονομικό εξαναγκασμό, απάτη, ψευδείς παραστάσεις και πλαστογραφία, και είναι τέτοια που δεν καθιστά τους ισχυρισμούς στις επίδικες παραγράφους άσχετες με τα πιο πάνω επίδικα ζητήματα, χωρίς, τονίζεται, το Δικαστήριο να υπεισέρχεται στο στάδιο αυτό σε εξέταση της αλήθειας των εν λόγω ισχυρισμών. Θεωρώ σκόπιμο να προσθέσω στο σημείο αυτό ότι στη βάση όλων των ενώπιον μου τεθέντων στοιχείων δεν θα μπορούσε εύλογα να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι επηρεάζονται δυσμενώς οποιαδήποτε δικαιώματα των Αιτητών. Για τους πιο πάνω λόγους, δεν συμφωνώ ότι τα όσα περιέχονται στις πιο πάνω υπό διαγραφή παραγράφους είναι σκανδαλώδη.

 

Στην υπό κρίση περίπτωση, θα πρέπει παράλληλα να εντοπιστεί πως το αίτημα διαγραφής των ως άνω παραγράφων, δεν συνοδεύεται με αντίστοιχο αίτημα για διαγραφή του λόγου ένστασης που αυτές ανάλογα υποστηρίζουν. Τυχόν διαγραφή των σχετικών παραγράφων, χωρίς παράλληλα να προωθείται αίτημα για διαγραφή συγκεκριμένου λόγου ένστασης, ουσιαστικά θα οδηγήσει σε αποστέρηση του δικαιώματος και της δυνατότητας των Καθ΄ ων η αίτηση να υποστηρίξουν το σχετικό λόγο ένστασης τους στην κυρίως αίτηση, προβάλλοντας το ανάλογο υπόβαθρο γεγονότων και στοιχείων που θεωρούν αναγκαία προς τούτο.

 

Για τους λόγους που πιο πάνω προσπάθησα να εξηγήσω, αποτελεί κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η υπό κρίση αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Δεν συντρέχουν οι περιστάσεις εκείνες που θα επέτρεπαν την παρέμβαση του Δικαστηρίου κατά τον δραστικό τρόπο που επιζητούν οι αιτητές.

 

Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται.  Λόγω της άρρηκτης σχέσης της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης με την κυρίως αίτηση, τα έξοδα της υπό κρίση αίτησης θα συνιστούν έξοδα στην πορεία της κυρίως αίτησης, σε καμία περίπτωση εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

(Υπ.)……………………………

Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.

ΠΙΣΤΟ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο