M.C.S. QUALITY HOLDINGS LIMITED κ.α. ν. CLASSICA S.M. INVESTMENS LIMITED κ.α., Αρ. Απαίτησης: 559/2024, 28/1/2025
print
Τίτλος:
M.C.S. QUALITY HOLDINGS LIMITED κ.α. ν. CLASSICA S.M. INVESTMENS LIMITED κ.α., Αρ. Απαίτησης: 559/2024, 28/1/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ  ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ  ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ:  Μ.  ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ, Π.Ε.Δ.

Αρ. Απαίτησης: 559/2024(i)

Μεταξύ

     

1.      M.C.S.  QUALITY HOLDINGS LIMITED

2.      ΣΑΒΒΑΣ  ΚΑΚΟΣ

Ενάγοντες

-και-

 

1.      CLASSICA S.M.  INVESTMENS LIMITED

2.      MOSHE BAR SHILTON

Εναγόμενων

 

Αίτηση ημερομηνίας 14.01.25 για αντεξέταση Εναγόμενου 2

 

Ημερομηνία: 29.1.2025

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές- Ενάγοντες:  κα Χ. Αλεξάντρου για Δημητρίου & Δημητρίου ΔΕΠΕ

Για τους Καθ΄ ων η αίτηση – Εναγόμενους:  κα Β. Παντελή για Στυλιανός Ν. Χριστοφόρου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ  ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Οι Ενάγοντες στις 2/10/24 καταχώρησαν αίτηση για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Στις 8/10/24 το Δικαστήριο εξέδωσε μονομερώς τα εν λόγω προσωρινά διατάγματα. Οι Εναγόμενοι – Καθ΄ ων η αίτηση 1 και 2 (εφ΄ εξής οι Καθ΄ ων η αίτηση) στις 21/10/24 καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση των Αιτητών και στα προσωρινά διατάγματα. Στις 15/11/24 καταχωρήθηκε συμπληρωματική ένορκη δήλωση (ΣΕΔ) εκ μέρους του Ενάγοντα 2 και στις 29/11/24 ΣΕΔ εκ μέρους του Εναγόμενου 2. Καταχωρήθηκαν επίσης και από τις δύο πλευρές αιτήσεις για αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων, Ενάγοντα 2 και Εναγόμενου 2. Η παρούσα είναι μία εξ΄ αυτών.

 

Με αυτή την αίτηση οι Αιτητές ζητούν τα πιο κάτω:

 

Α.   Διάταγμα που να διατάσσει την παρουσία του Εναγόμενου 2 (MOSHE BAR SHILTON), διευθύνοντα συμβούλου της Εναγομένης 1, ενώπιον του Δικαστηρίου για να αντεξεταστεί σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των παραγράφων 32, 33, 37, 47 και 61 της ένορκης δήλωσης του ημερ. 21/10/2024 (η οποία συνοδεύει την ένσταση ημερ. 21/10/2024) σε δικάσιμο την οποία ήθελε ορίσει το Δικαστήριο και/ή σε ημερομηνία την οποία θα συμφωνήσουν τα διάδικα μέρη.

 

Β.   Διάταγμα που να διατάσσει την παρουσία του Εναγόμενου 2 (2.  MOSHE BAR SHILTON), διευθύνοντα συμβούλου της Εναγομένης 1, ενώπιον του Δικαστηρίου για να αντεξεταστεί σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο των παραγράφων 7, 9, 10, 12, 13, 15, 26, 27, 28, 29, 30, 31, 49, 50 και 61 της συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης του ημερ. 29/11/2024 σε δικάσιμο την οποία ήθελε ορίσει το Δικαστήριο.

 

Η αίτηση στηρίζεται στα άρθρα 23, 23.13, 23.13(2), 32, 32.6, 32.10, των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στις γενικές και συμφυείς εξουσίες και πρακτική του Δικαστηρίου, στο κοινοδίκαιο και στις αρχές της επιείκειας.

 

Η αίτηση στηρίζεται σε ένορκη δήλωση του Ενάγοντα 2, διευθυντή της Ενάγουσας 1, ο οποίος αναφέρει είναι απολύτως αναγκαίο να αντεξεταστεί ο Καθ’ ου η αίτηση 2 - Εναγόμενος 2 (εφ΄ εξής Καθ’ ου η αίτηση 2) στους κατωτέρω συγκεκριμένους και αντιφατικούς ισχυρισμούς του στην ένορκη του δήλωση ημερ. 21/10/24 (παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό μέρος της ένορκης δήλωσης) :

 

«(α) Παράγραφοι 32 και 33 – ο Καθ’ ου η αίτηση 2 αναφέρει ότι δεν γνώριζε ότι οι μετοχές της Allecay ήταν ενεχυριασμένες προς όφελος της Lariation γεγονός το οποίο σε καμία περίπτωση ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Αποτελεί δε βασικό άξονα της επιχειρηματολογίας του, ότι αυτό το γεγονός αποτέλεσε το λόγο γιατί η συμφωνία εμπιστεύματος, κατά τα λεγόμενά του, διαφοροποιήθηκε. Ο λόγος που πρέπει να τεθεί στη βάσανο της αντεξέτασης, είναι για να καταδειχθεί ότι: πρώτον, ο ίδιος γνώριζε τα πάντα για τις μετοχές της εταιρείας και η εξόφληση των €2,000,000 προς τη Lariation ήταν ένα από τα επιχειρήματά του για να υπογράψει τη συμφωνία ημ. 27/03/2024 και δεύτερο, ότι η θέση του περί τροποποίησης ή διαφοροποίησης των όρων του εμπιστεύματος δεν έχει έρεισμα στη λογική και αποτελεί απλώς μια δικαιολογία γιατί μέχρι σήμερα δεν έχει μεταφέρει, τουλάχιστον, τις 600 μετοχές επ’ ον’όματι της MS Quality Partners.

 

(β) Παράγραφος 37 – ο Καθ’ ου η αίτηση 2 αναφέρεται σε ισχυριζόμενη «απαίτησή του» να μεταβιβάσει επ’ ονόματι της εναγόμενης 1 και τις υπόλοιπες μετοχές της Allecay (δηλ. 939 μετοχές) «αφού υπήρχε ποινική έρευνα εναντίον» του. Αυτό είναι το πρώτο του σενάριο. Η συγκεκριμένη παράγραφος είναι ουσιώδης για την εκδίκαση της κυρίως αίτησης και η αντεξέταση του Καθ’ ου η αίτηση 2 καθίσταται απαραίτητη για την υπό αναφορά παράγραφο, καθότι θα καταδειχθεί ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 2 δεν λέει την αλήθεια στο Σεβαστό Δικαστήριο. Αντιφάσκει δε με τα ίδια του τα λεγόμενα, τόσο στην ένορκη του δήλωση ημ. 21/10/2024, όσο και στην ένορκη του δήλωση ημ. 29/11/2024. Από την αντεξέταση δε, θα επιχειρηθεί να διαφανεί ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 2 όντως οικειοποιήθηκε τις υπό αναφορά μετοχές και τις κρατά αυτή τη στιγμή προς όφελος της εναγόμενης 1 χωρίς κανένα απολύτως δικαίωμα.

 

(γ) Παράγραφος 47 – ο Καθ’ ου η αίτηση 2 αναφέρεται στο τεκμήριο 12 (επιστολή ημ. 12/04/2024) και το «λόγο μεταβίβασης 936 και όχι 600» μετοχών, παρουσιάζοντας διαφορετική εκδοχή από αυτή που αναφέρει στην παράγραφο 37, ήτοι, το δεύτερο αντιφατικό σενάριο. Ως εκ τούτου και σε συνάρτηση με την παράγραφο 37, είναι επάναγκες να εκδοθεί διάταγμα αντεξέτασης που να καλύπτει και την παράγραφο 47, με σκοπό να καταδειχθούν τα όσα αναφέρω ανωτέρω σε σχέση με τα αντιφατικά σενάρια που παρουσιάζει ο Καθ’ ου η αίτηση 2 για ένα από τα σημαντικότερα κεφάλαια της ενώπιον σας κυρίως αίτησης.

 

(δ) Παράγραφος 61 – στην συγκεκριμένη παράγραφο ο Καθ’ ου η αίτηση 2 παρουσιάζει το τρίτο αντιφατικό σενάριο σε σχέση με την ιδιοποίηση των 936 μετοχών και δη ότι είχε την επιλογή τελικά να λάβει τις επιπλέον 336 μετοχές και γι’ αυτό το έπραξε. Εξ’ ου και υπό το πρίσμα των παραγράφων 37 και 47 αλλά και των πολλαπλών σεναρίων που παρουσιάζονται σε σχέση με τις μετοχές που παρανόμως μεταβίβασε επ’ ονόματι της εναγόμενης 2, είναι επιβεβλημένη η συμπερίληψη και της παραγράφου 61 στην αντεξέταση.»

 

Επιπλέον, σύμφωνα με τη θέση του, είναι απολύτως αναγκαίο να αντεξεταστεί ο Καθ’ ου η αίτηση 2 στους κατωτέρω συγκεκριμένους και αντιφατικούς ισχυρισμούς του στην ένορκη του δήλωση ημ. 29/11/2024 (παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό μέρος της ένορκης δήλωσης):

 

«(α) Παράγραφοι 7 και 9 – στις υπό αναφορά παραγράφους ο Καθ’ ου η αίτηση 2 παρουσιάζει κάποια καινούργια σενάρια και ισχυρισμούς τους οποίους δεν είχε αναφέρει στην αρχική του ένορκη δήλωση σε σχέση με τις μετοχές της Allecay και το εμπίστευμα προς όφελος της MS Partners. Αυτό είναι και το τέταρτο στη σειρά σενάριο που αντιφατικώς παραθέτει για να δικαιολογήσει την ιδιοποίηση των μετοχών. Η συνεχής παράθεση αντιφατικών σεναρίων σε σχέση με τα πραγματικά γεγονότα, καθιστά απαραίτητη την αντεξέτασή του, σε συνάρτηση με τα όσα αναφέρει στις παραγράφους 37, 47 και 61 της ένορκης δήλωσης του ημ. 21/10/2024. Ο λόγος που η αντεξέταση είναι απαραίτητη επί της συγκεκριμένης παραγράφου, είναι ακριβώς για να καταδειχθεί ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 2 δεν παραθέτει την αλήθεια στο Δικαστήριο και προσπαθεί με αντιφατικά σενάρια να δικαιολογήσει την παράνομη ιδιοποίηση των επίδικων μετοχών.

 

(β) Παράγραφοι 10, 12, 13 – στις υπό αναφορά παραγράφους φαίνεται το πέμπτο κατά σειρά σενάριο για να δικαιολογηθεί η παράνομη ιδιοποίηση των μετοχών και δη αυτό του ‘έτσι κι αλλιώς δικαιούμουν να τις αγοράσω’, κατά τα λεγόμενα του Καθ’ ου η αίτηση 2. Για πρώτη φορά προκύπτει ο ισχυρισμός ότι τελικά, ο λόγος που μεταβίβασε επ΄ονόματι της εναγόμενης 1 ήταν γιατί με βάση τη συμφωνία ημ. 27/03/2024 δικαιούτο να εξασκήσει το δικαίωμα του να αγοράσει τις μετοχές μέχρι το τέλος του 2024. Εμφανώς πρέπει να αντεξέταστεί επί του εν λόγω ισχυρισμού ο Καθ’ ου η αίτηση 2, αφού σε συνάρτηση και με τις λοιπές παραγράφους για τις οποίες ζητείται η αντεξέταση του, η ροπή του στο ψέμα και στις ανυπόστατες δικαιολογίες, συνεχίζει και στην ένορκη δήλωση ημ. 29/11/2024.

 

(δ) Παράγραφος 15 και παράγραφοι 49 και 50– ο Καθ’ ου η αίτηση, μετά από 5 διαφορετικά σενάρια, εν τέλει καταλήγει στις τρεις αυτές παραγράφους, στο έκτο σενάριο, ότι τελικά αγόρασε τις μετοχές και ότι η εναγόμενη 2 τελικά είναι νομότυπα δικαιούχος όλων των μετοχών. Αυτός του ο ισχυρισμός, από μόνος του, θεωρώ ότι δικαιολογεί την έκδοση διατάγματος αντεξέτασης, αφού θα διαφανεί η προφανής προσπάθεια του να δικαιολογήσει την παράνομη κατοχή όλων των μετοχών της Ενάγουσας 1 στην Allecay, με δόλιο και παράνομο τρόπο, χωρίς τέτοιες οδηγίες και σίγουρα χωρίς τέτοιο δικαίωμα.

 

(ε) Παράγραφοι 26-31 – ο Καθ’ ου η αίτηση 2 αναφέρεται στις συζητήσεις που έγιναν τον Ιούνιο του 2023 για τις επίδικες μετοχές και παραπονείται μάλιστα ότι ήταν το λιγότερο δυνατό μέρος. Επειδή προφανώς ήθελε να αποκρύψει την αλήθεια και γι’ αυτό δεν επισύναψε το πρότυπο συμφωνίας που ετοιμάστηκε για το ποσό των €25,000,000.- και όχι €5,000,000, έρχεται να παρουσιάσει τον εαυτό του ως το αδύναμο μέρος και να προβεί σε ακαταλαβίστικους υπολογισμούς για να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Είναι επάναγκες να αντεξεταστεί επί των ισχυρισμών του σε σχέση με τις συζητήσεις του 2023 καθότι θα αποδειχθεί με ακρίβεια ο οικονομικός εξαναγκασμός που υπέστηκαν το 2024.

 

(Στ) Παράγραφος 61 – στην εν λόγω παράγραφο ο Καθ’ ου η αίτηση 2 αρνείται ότι φεύγουν υπάλληλοι από το ξενοδοχείο λόγω της συμπεριφοράς του. Η ανάγκη αντεξέτασης του επί των θεμάτων διαχείρισης του ξενοδοχείου και τις πρόσφατες παραιτήσεις αλλά και μονομερείς απολύσεις προσωπικού, είναι δεδομένη. Ο Καθ’ ου η αίτηση 2, όχι μόνο διαχειρίζεται μονομερώς το ξενοδοχείο, αλλά προβαίνει σε κακοδιαχείρισή του, λαμβάνει αποφάσεις που δεν είναι προς το συμφέρον της ομαλής του λειτουργίας και ξεκίνησε να διώχνει κόσμο σε καίριες θέσεις χωρίς λόγο, ρισκάροντας την ομαλή συνέχιση των εργασιών του.»

 

Είναι η θέση του ενόρκως δηλούντα ότι η αίτηση θα πρέπει να εγκριθεί προκειμένου να αντικρουσθούν συγκεκριμένοι ισχυρισμοί οι οποίοι επηρεάζουν την πορεία της κυρίως αίτησης και για να διαφανεί η αλήθεια. Εισηγείται επίσης ότι η επιδιωκόμενη αντεξέταση είναι απολύτως στοχευμένη και άπτεται ουσιωδών θεμάτων της κυρίως αίτησης.

 

Οι Καθ΄ ων η αίτηση καταχώρησαν ένσταση στην αίτηση. Οι λόγοι ένστασης παρατίθενται αυτούσιοι πιο κάτω:

 

1.         Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη καθ’ ότι περιέχει μόνο γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς που δεν μπορούν να ικανοποιήσουν το Δικαστήριο ως προς το ότι συντρέχουν λόγοι για αντεξέταση.

 

2.         Η παρούσα αίτηση είναι καταχρηστική καθ’ ότι οι Αιτητές επιθυμούν να αντεξετάσουν χωρίς να υποδεικνύεται η αναγκαιότητα περί τούτου, ενώ χρησιμοποιούν την παρούσα διαδικασία για να επιχειρηματολογήσουν και να προωθήσουν τη θέση τους για την ουσία της υπόθεση ή/και να παραπλανήσουν το Δικαστήριο με αυθαίρετα συμπεράσματα.

 

3.         Η παρούσα αίτηση είναι παράτυπη και πρέπει να απορριφθεί καθότι ουσιαστικά οι Αιτητές επιθυμούν μέσω της αίτησης του να αντεξετάσουν επί της ουσίας την Ένσταση των Εναγομένων για παραμερισμό του εκδοθέντος διατάγματος και να εκμαιεύσουν περαιτέρω μαρτυρία επί του θέματος, πέραν των ήδη κατατεθειμένων ενόρκων δηλώσεων, πράγμα ανεπίτρεπτο.

 

4.            Οι Εναγόμενοι λέγουν πως εφόσον οι Αιτητές έχουν εξασφαλίσει μονομερώς το προσωρινό διάταγμα ημερ. 08/10/2024 είχαν την υποχρέωση να προσέλθουν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια και λογικά δεν υπάρχει κάτι για να αντεξετάσουν τον Ενόρκως Δηλούντα σε αυτό το στάδιο.

 

5.            Οι Αιτητές μεταξύ άλλων προσπαθούν να εισάγουν μαρτυρία την οποία δεν συμπεριέλαβαν στην αίτηση τους για έκδοση του προσωρινού διατάγματος και σκοπεύουν να χρησιμοποιήσουν στην κυρίως διαδικασία. Περαιτέρω είναι εμφανές πως οι Αιτητές στοχεύουν να συμπληρώσουν κενά της αίτησης τους.

 

6.            Η Αίτηση αντεξέτασης επεκτείνεται σε θέματα αδιάφορα και/ή επουσιώδη.

 

7.            Δεν στοιχειοθετείται καμία εξαιρετική και/ή ειδική περίσταση για να ασκηθεί η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου υπέρ της έκδοσης του διατάγματος αντεξέτασης ούτε και υπάρχει επίκληση τέτοιων ειδικών ή εξαιρετικών περιστάσεων.

 

8.            Η αίτηση αποτελεί προσπάθεια κωλυσιεργίας και συνεπακόλουθα κατάχρηση της διαδικασίας (abuse of the process of the Court) εκ μέρους των Αιτητών καθότι έχει αποκλειστικό σκοπό την πρόκληση καθυστέρησης στον παραμερισμό του προσωρινού διατάγματός ημερομηνίας 08/10/2024 και/ή της έναρξης εκδίκασης της υπόθεσης.

 

9.            Η αίτηση είναι καταχρηστική και αδικαιολόγητη αφού είναι ξεκάθαρο από την Ένορκη Δήλωση του Αιτητή 2 πως σκοπός της Αίτησης είναι η υπονόμευση της αξιοπιστίας του Εναγομένου 2, Ενόρκως Δηλούντα στις ένορκες δηλώσεις ημερομηνίας 21/10/2024 και 29/11/2024.

 

10.          Η αίτηση είναι κακεντρεχής και σκοπό έχει να βλάψει τους Εναγομένους.

 

Η ένσταση βασίζεται στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, Μέρη 23 και 32, στα άρθρα 2, 48 - 52 και 54 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, στο άρθρο 30 του Συντάγματος στην Πρακτική, στο Κοινοδίκαιο, στις αρχές της επιεικείας, στη Νομολογία, στις συμφυείς εξουσίες και στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου.

 

Η ένσταση βασίζεται σε ένορκη δήλωση του Καθ΄ ου η αίτηση 2, ο οποίος αναφέρει ότι οι Αιτητές αποσκοπούν στην καθυστέρηση της υπόθεσης και ότι χρησιμοποιούν την παρούσα διαδικασία για να επιχειρηματολογήσουν και να προωθήσουν τη θέση τους για την ουσία της υπόθεσης παραπλανώντας το Δικαστήριο με αυθαίρετα συμπεράσματα στην προσπάθεια τους να υποδείξουν δήθεν αναγκαιότητα αντεξέτασης του. Περαιτέρω προσθέτει ότι δεν υποδεικνύεται η αναγκαιότητα της εκτενούς του αντεξέτασης που αφορά σε 20 παραγράφους και ότι στην προκειμένη περίπτωση ζητείται η αντεξέταση επί ολόκληρων παραγράφων χωρίς εξειδίκευση στον εκάστοτε ισχυρισμό.

 

Σύμφωνα δε με τη θέση του, στην προκειμένη περίπτωση η αντεξέταση του ζητείται με σκοπό τη μείωση της γενικότερης αξιοπιστίας του. Το περιεχόμενο των παραγράφων είναι, σύμφωνα με τη θέση του, ξεκάθαρο και δεν χρήζει οποιασδήποτε διασαφήνισης. Αντιθέτως, με την αίτηση γίνεται προσπάθεια σύγχυσης και παραπλάνησης του Δικαστηρίου.

 

Περαιτέρω εισηγείται ότι η αιτούμενη αντεξέταση επεκτείνεται σε θέματα επουσιώδη και άσχετα με την παρούσα διαδικασία όπως η αναφορά στην παράγραφο 61 και δη στην παράγραφο 3 υποπαράγραφο (στ) της ένορκης δήλωσης ημερομηνίας 14/01/2025 στην αίτηση αντεξέτασης όπου ζητείται η αντεξέταση του μόνο για να εισαχθεί νέα μαρτυρία. Πέραν τούτου είναι η θέση του ότι αν επιτραπεί η αντεξέταση, θα προσαχθεί λεπτομερής και αντικρουόμενη μαρτυρία και το Δικαστήριο θα κληθεί να ασχοληθεί με την αξιολόγηση μαρτυρίας ή με ζητήματα νομικής ερμηνείας εγγράφων τα οποία αποτελούν θέματα της ουσίας της υπόθεσης. Καταληκτικά εισηγείται ότι ανεπίτρεπτα γίνεται προσπάθεια εισαγωγής νέας μαρτυρίας ενώ οι Αιτητές όφειλαν να είχαν ήδη παραθέσει όλα τα γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου μέσω των προσφερόμενων δικονομικών διαβημάτων.

 

Με τις τελικές τους εμπεριστατωμένες αγορεύσεις οι συνήγοροι υποστήριξαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Το Δικαστήριο έχει σημειώσει με πολλή προσοχή τις αναφορές και τα επιχειρήματα των πλευρών για τα ζητήματα που εγείρονται στο πλαίσιο της παρούσας. Ειδικότερη αναφορά στις εισηγήσεις τους θα γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο και όπου τούτο κρίνεται σκόπιμο για σκοπούς της παρούσας, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται (βλ. Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490).

 

ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ

 

Η εξουσία του Δικαστηρίου να εκδώσει διάταγμα αντεξέτασης, προβλέπεται από τον Κανονισμό 23.13 των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας ο οποίος προνοεί τα ακόλουθα :

 

«23.13. Ακρόαση της αίτησης

(1) Η ακρόαση της αίτησης διεξάγεται στη βάση των γεγονότων και της γραπτής μαρτυρίας τα οποία αναφέρονται στην αίτηση και την ένσταση.

(2) Το δικαστήριο δύναται για καλό λόγο να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου η αντεξέταση του οποίου επιτρέπεται από οποιοδήποτε κανονισμό ή νόμο.»

 

Περαιτέρω, ο Κανονισμός 32.6 (1) αναφέρει τα εξής:

 

«(1) Όταν σε ακρόαση άλλη από δίκη δίδεται γραπτή μαρτυρία, οποιοσδήποτε διάδικος δύναται να αιτηθεί από το δικαστήριο άδεια αντεξέτασης του προσώπου το οποίο δίδει τη μαρτυρία.»

 

Ο Κανονισμός 23.13 είναι πανομοιότυπος με τη Δ.39 Θ.1 των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, σύμφωνα δε τόσο με τους νέους όσο και τους παλαιούς Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας μόνο για καλό λόγο το Δικαστήριο θα επιτρέψει την αντεξέταση ενόρκως δηλούντα, η δε έγκριση αιτήματος αντεξέτασης εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (βλ. Annual Practice 1958 p.865, Halsbury's Laws of England 3rd ed. Vol 21 p 418,419 par. 878 και Μήλου κα(2008)1 ΑΑΔ 280).

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England (ανωτέρω), κάτω από τον τίτλο «Discretionary power of Court as to evidence» αναφέρονται τα ακόλουθα σχετικά με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου:

 

«The Court has  a discretionary power of acting upon such evidence as may be before it at the time, and will not allow a motion to stand over in order to enable a party to examine a witness viva voce, if it considers that the application is made in order to create delay or that there is sufficient evidence before it to enable it to deal with the motion.»

 

Στο Annual Practice 1958 (ανωτέρω), όπου συναντάται αντίστοιχη πρόνοια με τη δική μας Δ.39, επεξηγείται η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου με έμφαση στο γεγονός ότι δεν υπάρχει υποχρέωση για έκδοση τέτοιου διατάγματος.

 

Στην υπόθεση Μήλου (ανωτέρω), όπου εξετάστηκε θέμα απόρριψης αιτήματος για αντεξέταση με βάση τη Δ.39,  Θ.1, λέχθηκαν τα εξής:

 

«Δεν έχει αμφισβητηθεί, και ορθά, η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην εκδώσει το διάταγμα για αντεξέταση παρά τη σύμφωνη προς τούτο γνώμη και του ιδίου του καθ' ου η στην αίτηση, με δεδομένο ότι η αίτηση στηριζόταν στη Δ.39, Θ.1 η οποία και παρέχει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να εγκρίνει ή να απορρίψει την αίτηση ανάλογα με τα ιδιαίτερα περιστατικά της.»

 

Όπως προκύπτει από τα πιο πάνω ότι η έγκριση αιτήματος για αντεξέταση, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου, η οποία ασκείται αφού εξεταστούν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της κάθε υπόθεσης. Βασικό κριτήριο, είναι οι λόγοι για τους οποίους ζητείται η αντεξέταση που θα πρέπει να σχετίζονται, με τις ανάγκες της υπό κρίση διαδικασίας. Με αυτή την έννοια δεν παρέχεται ευχέρεια για έγκριση αιτήματος αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα, το οποίο δεν σχετίζεται αυστηρά με τις προϋποθέσεις εξέτασης του αιτήματος στην κυρίως ενδιάμεση διαδικασία.

 

Στην υπόθεση Rana Wahed Ali (αρ.1) (2004) 1Γ Α.Α.Δ. 1660, τονίστηκε ότι η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για άδεια αντεξέτασης ενόρκως δηλούντα, ασκείται πολύ σπάνια και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

«Το ζήτημα της αντεξέτασης ομνύσαντος διέπεται από τον θ.1 τη Δ.39 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών και εμπίπτει εντός της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η οποία ασκείται στη βάση των κριτηρίων για τα οποία χρήσιμη καθοδήγηση μπορεί να αντληθεί από τα κρατούντα στην Αγγλία. Όπως προκύπτει από τη σχετική νομολογία άδεια αντεξέτασης επί των ενόρκων δηλώσεων δίδεται πολύ σπάνια και μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις.

Η αίτηση για αντεξέταση ομνύσαντος πρέπει να υποβάλλεται εγγράφως και να περιλαμβάνει τους λόγους για τους οποίους μια υπόθεση εντάσσεται στην κατηγορία των εξαιρετικών περιπτώσεων.»

 

Τα θέματα επί των οποίων μπορεί να αντεξετάσει ένας διάδικος θα πρέπει να είναι περιορισμένα και προκαθορισμένα και να εξυπηρετούν τις άμεσες ανάγκες της ενδιάμεσης διαδικασίας και όχι να εκτείνονται επί οποιουδήποτε θέματος υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων ή προς το σκοπό της αποδυνάμωσης της γενικότερης αξιοπιστίας ενός διαδίκου ή της ενίσχυσης της αξιοπιστίας άλλου. Η αντεξέταση θα πρέπει να επιτρέπεται μόνο σε ζητήματα τα οποία είναι αναγκαία για την επίλυση του θέματος που αφορά η υπό κρίση αίτηση. Δεν θα πρέπει να επεκτείνεται σε επουσιώδη αδιάφορα για την εξέταση της αίτησης ζητήματα. Ούτε είναι επιτρεπτή η αντεξέταση επί θεμάτων που εκφεύγουν της ενδιάμεσης αίτησης και επεκτείνονται σε ζητήματα που αφορούν την ουσία της διαφοράς.


Στις δε περιπτώσεις έκδοσης ή οριστικοποίησης ισχύος προσωρινού διατάγματος, είναι νομολογημένο ότι το Δικαστήριο δεν αποφασίζει την ουσία της αγωγής και πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης (βλ. Adidas v. Jonitexo (1984) 1 CLR 263). Ως εκ τούτου δεν είναι επιτρεπτή αντεξέταση σε αίτηση για προσωρινό διάταγμα, η οποία δεν σχετίζεται αποκλειστικά με τις προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος, αλλά αποσκοπεί στην εξαγωγή συμπερασμάτων για την ουσία της αγωγής.

 

Στην υπόθεση Κούππα ν Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ κ.α.(2014)1(Β) Α.Α.Δ.1665 η οποία αφορούσε αίτηση για προσωρινό διάταγμα  λέχθηκε ότι σπάνια σε αιτήσεις για προσωρινό διάταγμα δίδεται άδεια για αντεξέταση εφόσον στις διαδικασίες αυτές, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση των αμφισβητουμένων γεγονότων και κρίση αξιοπιστίας των διαδίκων. Λέχθηκαν συγκεκριμένα τα εξής:

 

«Θεωρούμε την πιο πάνω προσέγγιση του ευπαίδευτου Δικαστή λανθασμένη. Αφενός γιατί σε διαδικασίες της εξεταζόμενης φύσης δεν έχει θέση ο χαρακτηρισμός οποιουδήποτε των διαδίκων ως αναξιόπιστου και, αφετέρου, η αναφορά που γίνεται για καταχώριση συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης ή για αντεξέταση του ενόρκως δηλούντα της εφεσίβλητης 1 για τεκμηρίωση του κατεπείγοντος είναι τουλάχιστο ατυχής. Το κατεπείγον, πρέπει να τεκμηριώνεται εξ υπαρχής και η εικόνα που μεταδίδεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση δεν επιτρέπεται να μεταβληθεί ή αλλοιωθεί μεταγενέστερα (Stavros Georghiou & Son (Scrap Metals) Ltd v. Του πλοίου LIRA (2001) 1 Α.Α.Δ. 1220) είτε με αντεξέταση είτε με συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Εξάλλου στις υπό συζήτηση διαδικασίες, άδεια για αντεξέταση σπάνια δίδεται (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Rana Wahed Ali (Αρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1660 και σύγγραμμα Injunctions του David Bean, 8η έκδοση, σελ. 70-71) εφόσον στις διαδικασίες αυτές το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση των αμφισβητουμένων γεγονότων.»

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

 

Καθοδηγούμενη από το πιο πάνω νομικό πλαίσιο θα προχωρήσω να εξετάσω την αίτηση σε συνδυασμό με τους λόγους ένστασης. Ως γενικό προκαταρκτικό σχόλιο, μέσα από το περιεχόμενο της αίτησης δεν γίνεται αναφορά στο λόγο για τον οποίο προκύπτει η αναγκαιότητα της αντεξέτασης σε συσχετισμό με τις προϋποθέσεις για έκδοση προσωρινού διατάγματος.

 

Προχωρώντας στις συγκεκριμένες παραγράφους σε σχέση με τις οποίες οι Αιτητές επιθυμούν να αντεξετάσουν αναφέρω τα ακόλουθα :

 

Η αντεξέταση που ζητείται σε σχέση με τις παραγράφους 32, 33 και 37 της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η αίτηση 2, ημερ.21/10/24 εμφανώς στοχεύει στο να πλήξει την αξιοπιστία του αφού αποσκοπεί, ως αναφέρεται ευθέως, στην κατάδειξη ότι ο ενόρκως δηλών δεν λέει την αλήθεια. Ειδικότερα σε σχέση με την παράγραφο 37 εμφανώς επιδιώκεται να καταδειχθούν αντιφάσεις μεταξύ της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η αίτηση 2, ημερ.21/10/24 και της ΣΕΔ του, ημερ.29/11/24. Πέραν του γεγονότος ότι τα θέματα στα οποία γίνεται αναφορά συνιστούν θέματα ουσίας της αγωγής και όχι θέματα που εξετάζονται στα πλαίσια της αίτησης για έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος το Δικαστήριο δεν μπορεί και δεν πρέπει να καταλήξει σε συμπέρασμα αξιοπιστίας του μάρτυρα.

 

Η επιδίωξη αντεξέτασης επί των παραγράφων 47 και 61 της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η αίτηση 2, ημερ.21/10/24 εστιάζεται σε ισχυρισμούς για «αντιφατικά σενάρια» εκ μέρους του Καθ’ ου η αίτηση 2 στις εν λόγω παραγράφους, σε συνάρτηση με την παράγραφο 37. Ισχύουν τα ίδια σε σχέση με την αντεξέταση που επιζητείται σε σχέση με τις παραγράφους 7 και 9, 10, 12, 13, 15, 49 και 50 της ΣΕΔ του Καθ’ ου η αίτηση 2 ημερ.29/11/24, σε σχέση με τις οποίες επίσης προβάλλεται ισχυρισμός ότι περιέχουν εναλλακτικά ή αντιφατικά σενάρια και αναλήθειες του Καθ’ ου η αίτηση 2. Είναι εμφανές ότι ο επιδιωκόμενος σκοπός της αντεξέτασης επί των πιο πάνω παραγράφων είναι, όπως εξάλλου αναφέρεται ρητά τόσο στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση των αιτητών όσο και στην αγόρευση των συνηγόρων τους, να καταδειχθούν τα εν λόγω αντιφατικά σενάρια, στοχεύοντας στο να πληγεί η αξιοπιστία του Καθ’ ου η αίτηση.

 

Προχωρώντας στην αντεξέταση που επιζητείται σε σχέση με τις παραγράφους 26-31 της ΣΕΔ του Καθ’ ου η αίτηση 2 ημερ.29/11/24, στη βάση της παραγράφου 3 (ε) της ένορκης δήλωσης που την υποστηρίζει αναφέρεται ότι από το περιεχόμενο των εν λόγω παραγράφων προκύπτει ότι ο Καθ’ ου η αίτηση 2 «ήθελε να αποκρύψει την αλήθεια». Είναι πρόδηλο ότι η αντεξέταση προωθείται με στόχο να πληγεί η αξιοπιστία του Καθ’ ου η αίτηση 2. Επαναλαμβάνεται ότι η επιδιωκόμενη με την αντεξέταση φανέρωση της αλήθειας επεκτείνεται πέραν του περιορισμένου εύρους της διαδικασίας της ενδιάμεσης αίτησης. Τέλος, σε σχέση με την επιχειρούμενη αντεξέταση που αφορά την παράγραφο 61 της ΣΕΔ του Καθ’ ου η αίτηση 2 ημερ.29/11/24, οφείλω να παρατηρήσω ότι στη βάση των όσων αναφέρονται στην παράγραφο 3 (Στ) της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την αίτηση προκύπτει ότι οι αιτητές μέσω της επιθυμίας τους να αντεξετάσουν στη βάση της λακωνικής άρνησης του Καθ’ ου η αίτηση 2 ότι «φεύγουν υπάλληλοι από το ξενοδοχείο λόγω της συμπεριφοράς του» προσπαθούν να επεκτείνουν την μαρτυρία που έχουν ήδη παρουσιάσει στην κυρίως αίτηση, εγχείρημα ανεπίτρεπτο. Σύμφωνα με τη νομολογία (Βλ. υπόθεση Κούππα (πιο πάνω) δεν μπορεί να μεταβληθεί μεταγενέστερα η εικόνα που μεταδίδεται από την ένορκη δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση.

 

Στη βάση των πιο πάνω κρίνω ότι δεν έχει διαπιστωθεί καλός λόγος, ώστε να δικαιολογείται έγκριση του αιτήματος.   

 

Ενόψει των πιο πάνω που αφορούν την ουσία της αίτησης κρίνω ότι παρέλκει η εξέταση των υπόλοιπων λόγων ένστασης.

 

Συνακόλουθα, η αίτηση απορρίπτεται. Λόγω της άρρηκτης σχέσης της παρούσας ενδιάμεσης αίτησης με την κυρίως αίτηση, τα έξοδα της υπό κρίση αίτησης θα συνιστούν έξοδα στην πορεία της κυρίως αίτησης, σε καμία περίπτωση εναντίον των Καθ’ ων η αίτηση.

 

 

 

 

(Υπ.):  ……………………………

Μ. Παπαϊωάννου, Π.Ε.Δ.

 

ΠΙΣΤΟ  ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ

 

ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο