
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Α. Κούρα, προσ. Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 326/2022 (i-justice)
Μεταξύ:
ΑΡΧΗ ΗΛΕΚΤΡΙΣΜΟΥ ΚΥΠΡΟΥ
Εναγόντων / Αιτητών
-και-
ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΒΑΡΝΑΒΑ
Εναγόμενος / Καθ’ ου η αίτηση
Ημερομηνία: 21.01.2025
Εμφανίσεις:
Για Εναγόντων / Αιτητών: κα. Παναγιώτα Θεοχάρη για Αντώνης Κ. Καράς Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο / Καθ’ ου η αίτηση: κα. Ελένη Μαρκαντώνη για Ανδρέας Θ. Μαθηκολώνης & Σια Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
A. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1. Το κλητήριο ένταλμα, ειδικώς οπισθογραφημένο, καταχωρήθηκε στις 20/04/2022 από μέρους των Εναγόντων και επιδόθηκε στον Εναγόμενο στις 28/03/2023, μετά την έκδοση διατάγματος υποκατάστατης επίδοσης, ο οποίος στις 20/04/2023 καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης. Στις 27/11/2023 καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες η υπό κρίση αίτηση με την οποία αιτούνται από το Δικαστήριο την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του Εναγόμενου ως η έκθεσης απαίτησης. Συγκεκριμένα στην Έκθεση Απαίτησης οι Ενάγοντες αξιώνουν εναντίον του Εναγόμενου, το ποσό των €3.916,51 ως ποσό οφειλόμενο για την ορθή και/ή ενδεδειγμένη αξία κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος και/ή δυνάμει συμφωνίας και/ή δυνάμει παράβασης συμφωνίας και/ή δυνάμει υποχρέωσης από την κείμενη νομοθεσία και/ή των σχετικών νομοθεσιών και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή ως αναφέρεται στις λεπτομέρειες της έκθεσης, πλέον νόμιμο τόκο, πλέον έξοδα, πλέον έξοδα επίδοσης, πλέον Φ.Π.Α.. Σημειώνω ότι στις 09/01/2024 καταχωρήθηκε Υπεράσπιση από την πλευρά του Εναγόμενου.
B. ΝΟΜΙΚΗ ΒΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
2. Η αίτηση στηρίζεται στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας Δ.18 Θ.1 (α), 2 και Δ.48 Θ.1-9, Δ.64, στο άρθρο 30 του Συντάγματος, στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στις Γενικές Αρχές του Νόμου, στους Κανόνες της Επιείκειας, στην Πρακτική και στις συμφυείς εξουσίες των Δικαστηρίων.
Γ. ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΙ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ
3. Την Αίτηση στηρίζει ένορκη δήλωση της κας Ψαρά, η οποία είναι λειτουργός στην υπηρεσία των Εναγόντων και συγκεκριμένα Βοηθός Υποτομεάρχη του Περιφερειακού Γραφείου Αμμοχώστου – Λάρνακα, η οποία αναφέρει ότι είναι εξουσιοδοτημένη από τους Ενάγοντες να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση, ότι γνωρίζει τα γεγονότα είτε από προσωπική γνώση είτε από όσα προκύπτουν από τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της και όπου αναφέρεται σε νομικά θέματα, έχει λάβει νομική συμβουλή από τους δικηγόρους των Εναγόντων.
4. Πέραν από το ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο παρατίθεται από το Δικαστήριο στην εισαγωγή και δεν θεωρώ ορθό να το επαναλάβω, παραθέτει επίσης στην ένορκη της δήλωση όλα τα γεγονότα και τις θέσεις που υποστηρίζουν την αίτηση των Εναγόντων και τα οποία τίθενται κατωτέρω:
§ Οι Ενάγοντες είναι οργανισμός Δημοσίου Δικαίου ο οποίος έχει συσταθεί και λειτουργεί δυνάμει του περί Αναπτύξεως Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.171 και έχει βάση αυτού εξουσία να ενάγει και να ενάγεται. Λειτουργεί δε, δυνάμει του ανωτέρου Νόμου, του περί Ηλεκτρισμού Νόμου, Κεφ.170, και του περί Ρύθμισης της Αγοράς Ηλεκτρισμού Νόμου του 2021 (Ν.130(Ι)/2021, όπως έχουν τροποποιηθεί και δυνάμει των εκδοθέντων Κανονισμών και Αποφάσεων δυνάμει των εν λόγω Νόμων.
§ Οι Ενάγοντες έχουν εξουσία να παρέχουν ηλεκτρικό ρεύμα σε υποστατικά έναντι τιμήματος και σύμφωνα με τους ισχύοντες κανόνες μεταφοράς και/ή διανομής και/ή τους Γενικούς Όρους Παροχής Ηλεκτρικής Ενέργειας.
§ Ο Εναγόμενος είναι κάτοχος του ακινήτου επί της οδού [ ] 9, Διαμ.1 στην Ορμήδεια, επαρχία Λάρνακας. Επισυνάπτεται και ως Τεκμήριο Α αντίγραφο του ενοικιαστηρίου εγγράφου.
§ Ο Εναγόμενος στις 28/12/2012 υπέβαλε αίτηση και υπέγραψε με τους Ενάγοντες συμφωνία για παροχή ηλεκτρικής ενέργειας του πιο πάνω υποστατικού, σύμφωνα με τους Κανονισμούς και τη σχετική νομοθεσία. Επισυνάπτεται και ως Τεκμήριο Β αντίγραφο της συμφωνίας.
§ Οι Ενάγοντες δυνάμει των πιο πάνω άνοιξαν στο όνομα του Εναγόμενου, λογαριασμό με αριθμό [ ] και απέστελλαν σε αυτόν την περίοδο κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος, την τρέχουσα τιμή καυσίμων και ποσό κατανάλωσης ανά διμηνία.
§ Ο Εναγόμενος παρέλειπε να αποπληρώσει το οφειλόμενο ποσό επανειλημμένα, με αποτέλεσμα μέχρι και την 10/06/2014 να οφείλει το ποσό των €3.916,51.
§ Στις 10/06/2014 οι Ενάγοντες απέστειλαν στον Εναγόμενο λογαριασμό για την περίοδο κατανάλωσης ηλεκτρικού ρεύματος από 26/05/2014 – 10/06/2014 και ποσό πληρωμής €3.916,51 καλώντας τον να εξοφλήσει το ποσό μέχρι την 03/07/2014. Επισυνάπτεται και ως Τεκμήριο Γ αντίγραφο του λογαριασμού.
§ Ο Εναγόμενος παρέλειψε να πληρώσει τα οφειλόμενα ποσά κατά την καθορισμένη ημερομηνία για κάθε ένα από τους λογαριασμούς, ενώ κατά καιρούς προέβαινε σε υποσχέσεις και δεσμεύσεις ότι θα το αποπλήρωνε. Επισυνάπτεται και ως Τεκμήριο Δ αντίγραφο της επιστολής ημερομηνίας 01/09/2020 την οποία απέστειλε ο Εναγόμενος στους Ενάγοντες.
§ Λόγω της παράλειψης του Εναγόμενου να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, οι Ενάγοντες παρέδωσαν στον Εναγόμενο επιστολές καλώντας τον να εξοφλήσει τα οφειλόμενα ποσά. Επιστολές ημερομηνίας 01/09/2021 και 05/01/2022 επισυνάφθηκαν ως Τεκμήριο Ε.
§ Ο Εναγόμενος δεν προχώρησε στην εξόφληση του οφειλόμενου ποσού, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να οφείλεται.
§ Ο Εναγόμενος δεν έχει καμία ουσιαστική υπεράσπιση στην παρούσα αγωγή.
Δ. ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗΝ ΣΤΗΡΙΖΕΙ
5. Η υπό κρίση αίτηση συνάντησε την ένταση του Εναγόμενου, ο οποίος πρόβαλε 15 συνολικά λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η αίτηση δεν θα πρέπει να επιτύχει. Οι λόγοι αυτοί περιστρέφονται τόσο γύρω από τα κατ’ εκείνον πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης όσο και στις νομικές αρχές που περιβάλλουν τις αιτήσεις τέτοιας φύσης.
6. Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Εναγόμενου η οποία πέραν από το ιστορικό της υπόθεσης, το οποίο δεν θα επαναλάβω, αναφέρει τα κάτωθι:
§ Έχει πολύ καλή υπεράσπιση στην αγωγή και επιθυμεί και θεωρεί ότι πρέπει να του δοθεί η ευκαιρία να προβάλει τις υπερασπίσεις του.
§ Οι Ενάγοντες παράτυπα και καταχρηστικά προβαίνουν στην υπό κρίση αίτηση.
§ Υιοθετεί πλήρως όσα περιγράφονται στην Υπεράσπιση του.
§ Αναφέρει ότι οι Ενάγοντες δεν είναι αρμόδιο πρόσωπο, φορέας, υπηρεσία και δεν έχουν εξουσία δυνάμει οποιουδήποτε νόμου για την διεκδίκηση του κατ’ ισχυρισμού ποσού.
§ Εάν αποδειχθεί ότι καταρτίστηκε η συμφωνία για παροχή ηλεκτρικής ενέργειας ημερομηνίας 28/12/2012 αυτή αποτελεί παράνομη, άκυρη και ανεφάρμοστη.
§ Αρνείται το ισχυριζόμενο υπόλοιπο του λογαριασμού και οποιεσδήποτε χρεώσεις. Εάν ήθελε φανεί ότι μέχρι την 10/06/2014 οφείλει οποιοδήποτε ποσό, ο Εναγόμενος αναφέρει ότι η αξίωση του Ενάγοντα επί του οφειλόμενου ποσού έχει παραγραφεί ως ορίζει ο Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (Ν.66(Ι)/2012). Όπως του έχουν εξηγήσει οι δικηγόροι του, η ΑΗΚ ζητά ποσά που αποκρυσταλλώθηκαν τον Ιούνιο του 2014 και με βάση το Νόμο ο χρόνος εντός του οποίου όφειλε να διεκδικήσει με αγωγή τα ποσά αυτά άρχισε να τρέχει από τον Ιούνιο του 2014 και κατά συνέπεια η καταχώριση της αγωγής έπρεπε να γίνει πριν παρέλθουν 6 χρόνια, δηλαδή το αργότερο τον Ιούνιο του 2020.
§ Αναφέρει επίσης ότι τα ποσά που αναφέρονται στο Τεκμήριο Γ που επισυνάπτει η κα. Ψαρά δεν αφορούν την κατοικία του και δεν αφορούν τον ίδιο προσωπικά ως φυσικό πρόσωπο αλλά τις επιχειρήσεις που λειτουργούσαν με τον αδερφό του με την εταιρεία Trivia Properties Ltd. Μάλιστα σημειώνει αυτό φαίνεται από το γεγονός ότι ο εν λόγω λογαριασμός δεν παρουσιάζει κατανάλωση αλλά παρουσιάζει καθυστερημένα εκ ποσού €3.788,89. Επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμήριο Γ, δεν αναφέρει τι χρεώσεις και ποιες περιόδους περιέχει το οφειλόμενο ποσό.
§ Αναφορικά με το Τεκμήριο Δ, την οποία αναφέρει ότι απέστειλε προς τον Διευθυντή προμήθειας της ΑΗΚ, ισχυρίζεται ότι το εν λόγω οφειλόμενο ποσό στο οποίο αναφέρεται, αφορά τα υποστατικά των επιχειρήσεων και όχι τον ίδιο προσωπικά.
§ Τέλος αρνείται ότι οι Ενάγοντες απέστειλαν ή επέδωσαν νομότυπα ειδοποιήσεις γεγονός που αποδεικνύεται από το Τεκμήριο Ε που επισυνάπτει η κα. Ψαρά, καθότι ουδέποτε έλαβε γνώση για το περιεχόμενο της επιστολής ημερομηνίας 05/01/2022.
Ε. ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ
7. Αναφέρω ότι δεν ζητήθηκε η αντεξέταση οποιουδήποτε εκ των ομνυόντων στις αντίστοιχες ένορκες δηλώσεις και ούτε καταχωρήθηκε οποιαδήποτε συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Ως εκ τούτου, η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων τις οποίες το Δικαστήριο μελέτησε με προσοχή και δεν κρίνεται αναγκαίο να τις επαναλάβω.
ΣΤ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ
Α. ΠΡΟΥΠΟΘΕΣΕΙΣ ΕΚΔΟΣΗΣ ΣΥΝΟΠΤΙΚΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ
8. Η δικονομική δυνατότητα εξέτασης του αιτήματος παρέχεται από την Δ.18 Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία αναφέρει τα ακόλουθα, σε μετάφραση:
«Όπου ο Εναγόμενος εμφανίζεται σε κλητήριο ένταλμα ειδικά οπισθογραφημένο, σύμφωνα με τη Διάταξη 2 Κανονισμός 6 ο Ενάγοντας μπορεί, με ένορκο δήλωση που θα κάνει ο ίδιος, ή άλλο πρόσωπο που μπορεί να ορκισθεί θετικά και πιστοποιήσει τα γεγονότα και βεβαιώσει την αιτία της αγωγής και το ποσόν που απαιτείται (αν υπάρχει) και να αναφέρει ότι από ότι πιστεύει δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή, να αποταθεί για απόφαση για το ποσό που απαιτείται μαζί με τόκο (αν υπάρχει) ή για ανάκτηση γης (με ή χωρίς ενοίκιο) ή για την παράδοση ορισμένου κινητού πράγματος, ανάλογα με την περίπτωση, και τα έξοδα Απόφαση υπέρ του Ενάγοντα μπορεί να δοθεί εκτός αν ο Εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα που θα κριθούν επαρκή ώστε να του δοθεί δικαίωμα υπεράσπισης».
9. Σημειώνω επίσης ότι το δικαίωμα έκδοσης συνοπτικής απόφασης για μέρος της αξίωσης προβλέπεται από την Δ.18 Θ.4 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας (βλέπε επίσης Καμένος Αγάπιος κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, (2014) 1 ΑΑΔ 1812).
10. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της πιο πάνω Διαταγής, και έχει καθιερωθεί από τη Νομολογία, οι ακόλουθες είναι οι προϋποθέσεις που πρέπει να ικανοποιηθούν για την έκδοση συνοπτικής απόφασης:
(α) Η αγωγή πρέπει να καταχωρείται σε κλητήριο ειδικά οπισθογραφημένο.
(β) Να έχει καταχωριστεί Εμφάνιση από τον Εναγόμενο.
(γ) Η αίτηση για συνοπτική απόφαση πρέπει να υποστηρίζεται από Ένορκη Δήλωση από τον ίδιο τον Ενάγοντα ή από άλλο πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά για τα γεγονότα, και να επιβεβαιώνει την αιτία της αγωγής και το ποσό που αξιώνεται και να δηλώνει ότι, καθώς πιστεύει, δεν υπάρχει υπεράσπιση στην αγωγή. Βλέπε επίσης Hermes Insurance v. Theodorides (1983) 1 CLR 333, Νεάρχου Παναγιώτης κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, (2005) 1 ΑΑΔ 818, Δημητρίου Αθηνούλλα Γ. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 782, (Λούκος Λτδ) (Εμπορική Εταιρεία κ.α. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος Α.Ε., (Αρ.2) (2001) 1 ΑΑΔ 798.
11. Όπως αναφέρθηκε και στην Spyros Stavrinidesv. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. CLR 130, η τήρηση των προϋποθέσεων αυτών σχετίζεται με την δικαιοδοσία του Δικαστηρίου, η δε μη ικανοποίηση τους στερεί το Δικαστήριο από τη δικαιοδοσία να εκδώσει συνοπτική απόφαση. Αφού ο Ενάγοντας ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις αυτές, το βάρος μετατοπίζεται στους ώμους του Εναγόμενου να αποδείξει ότι έχει καλή υπεράσπιση επί της ουσίας της αγωγής ή να αποκαλύψει γεγονότα που να μπορούν να θεωρηθούν ικανά να του επιτρέψουν να υπερασπιστεί (βλ. Μεττή Χριστόδουλος κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου Λτδ, (2002) 1 ΑΑΔ 417, Kypros S. Kyprianides v. Symeon Ioannou (1966) 1 CLR 265, Christodoulou v. Erotocritou XXI CLR 175).
12. Σημειώνω περαιτέρω ότι, όπως αναφέρθηκε και στην απόφαση Μεττή Χριστόδουλος (ανωτέρω), η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης είναι κατ' εξαίρεση διαδικασία που παρακάμπτει την κανονική διαδικασία της ακρόασης των αγωγών, αφού ουσιαστικά, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, αποκλείει τον Εναγόμενο από του να αμφισβητήσει την εναντίον του αξίωση. Τούτου δεδομένου, μόνο σε περιπτώσεις όπου προκύπτει ξεκάθαρα ότι ο Εναγόμενος στερείται υπεράσπισης μπορεί να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (βλέπε Μαγγλή Ιουλία ν. C.B.C.I Cyprus - Balkan Consulting and Investment Ltd, (2004) 1 ΑΑΔ 896). Η όλη δικαιοδοσία πρέπει να ασκείται με μεγάλη προσοχή, ώστε να μην αφαιρεί από διάδικο το δικαίωμα να εγείρει υπεράσπιση (βλέπε Trans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 ΑΑΔ 339). Η δε άδεια για υπεράσπιση πρέπει να παρέχεται στον Εναγόμενο ακόμα και όταν φαίνεται ότι δεν έχει πολλές πιθανότητες επιτυχίας. Ο Εναγόμενος όμως, δεν πρέπει να προβάλλει απλά γενικούς και αόριστους ισχυρισμούς, αλλά η ένσταση πρέπει να περιέχει λεπτομερώς τις θέσεις του Εναγόμενου (βλέπε National Bank of Greece ν. Hadjinestoros (1989) 1 ΑΑΔ (Ε) 204). Περαιτέρω, σε τέτοιες αιτήσεις, η συζήτηση του κατά πόσο υπάρχει ή όχι υπεράσπιση γίνεται σε επίπεδο ισχυρισμών μόνο, και το Δικαστήριο δεν προχωρεί σε αξιολόγηση μαρτυρίας.
Β. ΕΞΕΤΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ
13. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και εξετάζοντας κατά πόσο ο Αιτητής πέτυχε να ικανοποιήσει τις δικαιοδοτικές προϋποθέσεις που απαιτούνται, βρίσκω, κατ' αρχάς, ότι η πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση έχουν σαφώς ικανοποιηθεί, αφού καταχωρήθηκε ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 20/04/22, ενώ ο Εναγόμενος καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης την 20/04/23. Άλλωστε είναι κάτι που δεν αμφισβητείται από την πλευρά του Εναγόμενου.
14. Ερχόμενη στην τρίτη προϋπόθεση τώρα, θα εξετάσω κατά πόσο η ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση γίνεται από πρόσωπο που έχει θετική γνώση των γεγονότων της υπόθεσης, κάτι που αμφισβητείται από τον Εναγόμενο. Ο Εναγόμενος στις αγορεύσεις του, αναφέρει ότι η ένορκη δήλωση πρέπει να γίνεται από φυσικό πρόσωπο που να μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα, όπως επίσης και για το ότι δεν υπάρχει Υπεράσπιση στην αγωγή, κάτι που δεν γίνεται στην παρούσα περίπτωση καθότι η κα. Ψαρά στην παράγραφο 9 της ένορκης της δήλωσης αναφέρει ότι την πληροφόρησαν οι δικηγόροι της ότι δεν υπάρχει Υπεράσπιση. Ως εκ τούτου, ως ισχυρίζεται η πλευρά του Εναγόμενου, δεν ορκίζεται θετικά η ίδια ως προς την μη ύπαρξη Υπεράσπισης αλλά μεταφέρει τα όσα ισχυρίζονται οι δικηγόροι της Ενάγουσας.
15. Το ζήτημα της καταλληλόλητας της ομνύουσας να ορκιστεί για τα γεγονότα που στηρίζουν την αίτηση των Εναγόντων είναι ζήτημα που αποφασίζεται με γνώμονα τη Δ.18 Θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στη βάση του περιεχομένου της ένορκης δήλωσης του προσώπου αυτού. Στην Δημητρίου Αθηνούλλας Γ. (ανωτέρω) λέχθηκε ότι: «[...] το ζήτημα κατά πόσο ένα πρόσωπο είναι σε θέση να ορκισθεί θετικά με τα γεγονότα εντός της έννοιας της Δ.18 Θ.1 πρέπει να κρίνεται με βάση τα γεγονότα και περιστατικά της συγκεκριμένης υπόθεσης και σε συνάρτηση με το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης. Η φύση της αξίωσης διαδραματίζει πολύ σημαντικό ρόλο».
16. Όπως προκύπτει από το λεκτικό της Δ.18 Θ.1 αλλά και από τη σχετική νομολογία εκείνο που απαιτείται να αποδειχθεί στο πλαίσιο τέτοιων αιτήσεων είναι ότι ο ομνύων έχει «θετική» γνώση των γεγονότων. Στην υπόθεση Δημητρίου Αθηνούλλας Γ. (ανωτέρω) υποδεικνύεται ότι, στην περίπτωση νομικών προσώπων, ο όρος «θετική γνώση» τυγχάνει λογικής ερμηνείας και όχι αυστηρής σε βαθμό που να δημιουργεί πρακτικές δυσκολίες και παράλογα αποτελέσματα (βλ. Marketrends Financial Services Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 1 ΑΑΔ223).
17. Ανατρέχοντας στην ένορκη δήλωση της κας Ψαρά διαπιστώνεται ότι η ομνύουσα αναφέρει ότι είναι λειτουργός στην υπηρεσία των Εναγόντων και συγκεκριμένα Βοηθός Υποτομεάρχη του Περιφερειακού Γραφείου Αμμοχώστου – Λάρνακα, ότι είναι εξουσιοδοτημένη από τους Ενάγοντες να προβεί στην εν λόγω ένορκη δήλωση και ότι γνωρίζει τα γεγονότα είτε από προσωπική γνώση είτε από όσα προκύπτουν από τα έγγραφα που έχει στην κατοχή της. Στη βάση των ανωτέρω προκύπτει από όσα αυτή λέει στην ένορκη της δήλωση ότι είναι πρόσωπο ικανό και εντός του ορισμού της Δ.18 Θ. 1 για να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επαληθεύσει την αιτία της αγωγής. Στις αποφάσεις Δημητρίου Αθηνούλλας Γ. (ανωτέρω) και στην Sιmon & Co v. Palmer's Stores Ltd (1912) 1 ΚΒ 259, αποφασίστηκε ακριβώς ότι η ένορκη δήλωση δεν μπορεί να γίνει από πρόσωπο το οποίο καταθέτει με βάση τα όσα πληροφορείται και πιστεύει. Στην προκείμενη όμως περίπτωση η κα Ψαρά κρίνεται ότι είναι πρόσωπο το οποίο μπορεί να ορκισθεί θετικά εκ μέρους των Εναγόντων καθώς δηλώνει ότι εκτός από δεόντως εξουσιοδοτημένη να προβεί στην ένορκη της δήλωση, έχει και προσωπική γνώση των γεγονότων. Η ενόρκως δηλούσα εκ μέρους των Εναγόντων επαληθεύει τη βάση της αγωγής και το απαιτούμενο ποσό, και δηλώνει ρητά ότι ο Εναγόμενος καμία υπεράσπιση δεν έχει στην αγωγή.
18. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Εναγόμενου ότι η ομνύουσα δεν ορκίζεται θετικά για την μη ύπαρξη Υπεράσπισης παραπέμποντας στην παράγραφο 9 της ένορκης της δήλωσης, με όλο το σεβασμό προς την πλευρά του Εναγόμενου, αλλά δεν με βρίσκει σύμφωνη. Είναι πρόδηλο από την ένορκη δήλωση της ομνύουσας ότι ο ισχυρισμός της περί μη ύπαρξης υπεράσπισης προκύπτει τόσο από προσωπική της γνώση όσο και από πληροφόρηση που έλαβε από τους δικηγόρους των Εναγόντων (βλ. παράγραφο 8 της ένορκης της δήλωσης).
19. Με αυτά υπόψη, κρίνω ότι και η τρίτη προϋπόθεση ικανοποιείται. Θεωρώ ότι πλέον το βάρος είναι στον Εναγόμενο να δείξει ότι έχει κάποια υπεράσπιση στην υπόθεση ή, εν πάση περιπτώσει, να αποκαλύπτει γεγονότα που να του δίδουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί την υπόθεση.
Γ. ΙΣΧΥΡΙΖΟΜΕΝΕΣ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΕΙΣ ΚΑΙ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΑΠΟ ΕΝΑΓΟΜΕΝΟ ΠΟΥ ΔΙΔΟΥΝ ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΕ ΑΥΤΟΝ ΝΑ ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΤΕΙ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ
20. Θεωρώ ορθότερο πριν προβώ σε ανάλυση των ισχυριζόμενων υπερασπίσεων από τον Εναγόμενο να αναφέρω ότι, το γεγονός ότι καταχωρήθηκε υπεράσπιση από τον Εναγόμενο δεν μπορεί να αποστερήσει τους Ενάγοντες από το δικαίωμα τους να προωθήσουν την αίτηση για συνοπτική απόφαση (βλ. Sigma Radio TV Ltd ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1 ΑΑΔ 408). Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι η αίτηση για συνοπτική απόφαση καταχωρήθηκε στις 27/11/2023 και η Υπεράσπιση μεταγενέστερα αυτής, ήτοι στις 09/01/2024.
21. Ο Εναγόμενος στην αγόρευση του, πέραν από την ανάλυση του νομικού πλαισίου που διέπει την έκδοση συνοπτικής απόφασης, αναφέρει ότι έχει καλόπιστη υπεράσπιση και δεν μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει ουσιώδη ζήτημα για εκδίκαση. Μάλιστα αναφέρεται στην γραπτή αγόρευση του Εναγόμενου ότι ο Εναγόμενος αμφισβητεί την ύπαρξη οποιασδήποτε οφειλής προς την Ενάγουσα. Πράγματι στην ένορκη του δήλωση ο Εναγόμενος αρνείται το ισχυριζόμενο υπόλοιπο και τις οποιεσδήποτε χρεώσεις επί του εν λόγω λογαριασμού. Ο εν λόγω ισχυρισμός όμως του Εναγόμενου είναι εντελώς αόριστος και αναιτιολόγητος. Το μόνο που αναφέρει σχετικά με τα ποσά ο Εναγόμενος στην ένορκη του δήλωση είναι ότι τα εν λόγω ποσά δεν αφορούν την κατοικία του, και δεν αφορούν τον ίδιο προσωπικά ως φυσικό πρόσωπο αλλά τις επιχειρήσεις που λειτουργούσαν με τον αδερφό του με την εταιρεία Trivia Properties Ltd. Ισχυρίζεται επίσης ότι αυτό φαίνεται και από το ότι ο λογαριασμός παρουσιάζει καθυστερημένα εκ ποσού €3.788,89 και όχι κατανάλωση. Αυτά τα οποία αναφέρει ο Εναγόμενος δεν αιτιολογούν, ούτε και συγκεκριμενοποιούν τον ισχυρισμό του περί μη οφειλής αλλά ούτε και δίνουν τις οποιεσδήποτε λεπτομέρειες αναφορικά με τον εν λόγω ισχυρισμό.
22. Πέραν όμως των ανωτέρω, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται στην ένορκη του δήλωση ότι αν ήθελε φανεί ότι ο Εναγόμενος οφείλει οποιονδήποτε ποσό τότε το δικαίωμα των Εναγόντων να αξιώνουν το εν λόγω ποσό έχει παραγραφεί ως ορίζει ο Περί Παραγραφής Αγώγιμών Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (Ν.66(Ι)/2012) αφού τα ποσά αποκρυσταλλώθηκαν τον Ιούνιο του 2014 και η καταχώριση της αγωγής έπρεπε να γίνει πριν παρέλθουν 6 χρόνια. Ως εκ τούτου ο Εναγόμενος θεωρεί ότι η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε παράτυπα και καταχρηστικά. Το Δικαστήριο παρά το ότι διαπιστώνει ότι υπάρχει εγγενής αντιφατικότητα στις θέσεις του Εναγόμενου που αναφέρονται στην ένορκη του δήλωση, πράγμα ανεπίτρεπτο, θα προχωρήσει και θα εξετάσει την εν λόγω θέση.
23. Σε αυτό το σημείο θεωρώ ορθό να αναφέρω ότι είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι όπου τα νομικά και πραγματικά ζητήματα είναι τέτοιας φύσης που καθίσταται δυνατό για το Δικαστήριο να μορφώσει άποψη αμέσως, χωρίς περαιτέρω διευκρίνιση κατά το στάδιο της δίκης, τότε πρέπει να εκδίδεται συνοπτική απόφαση. Η αρχή αυτή έχει τεθεί στην Nichimen Corporation v. Gatoil Overseas Inc (CLA) (1987) 2 Lloyds Rep. 46 στην οποία λέχθηκαν: «Εάν η υπόθεση αφορά σε νομικά ζητήματα ή σε άλλο υλικό τα οποία καθιστούν δυνατό για το Δικαστήριο να μορφώσει μια οριστική άποψη αμέσως δεν είναι αρκετό για το Δικαστήριο να συμπεράνει ότι οι εναγόμενοι έχουν μια συζητήσιμη υπόθεση.»
24. Από μια πρόχειρη επισκόπηση του Νόμου 66(Ι)/2012 και της ένορκης δήλωσης του Εναγόμενου, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι το θέμα της παραγραφής αποτελεί νομικό ζήτημα το οποίο, στην προκειμένη περίπτωση, είναι τέτοιας φύσης που το Δικαστήριο μπορεί να μορφώσει άποψη αμέσως. Όπως προκύπτει από το άρθρο 17 του εν λόγω Νόμου, ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται και αρχίζει να τρέχει εκ νέου εξ υπαρχής όταν ο υπόχρεος αναγνωρίσει εγγράφως το σε βάρος του δικαίωμα αγωγής, κάτι το οποίο έπραξε ο Εναγόμενος με το Τεκμήριο Δ που επισυνάπτει η κα. Ψαρά στην ένορκη της δήλωση. Άρα, λαμβάνοντας υπόψη ότι η αγωγή έπρεπε να καταχωρηθεί πριν τη συμπλήρωση 6 χρόνων από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης αγωγής (βλ. άρθρο 7 (1) του Ν. 66(Ι)/2012) και ότι ο χρόνος παραγραφής ξεκίνησε να προσμετρείται στις 01/01/2016 (βλ. άρθρο 3 του Ν. 66(Ι)/2012), με βάση το άρθρο 17 του εν λόγω Νόμου ο χρόνος παραγραφής διακόπηκε τον Σεπτέμβρη του 2020 και ξεκίνησε ξανά να τρέχει από την αρχή (βλ. Τεκμήριο Δ της ένορκης δήλωσης της κας Ψαρά). Συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι η αίτηση καταχωρήθηκε παράτυπα και καταχρηστικά.
25. Αναφορικά με τον ισχυρισμό του Εναγόμενου στις αγορεύσεις του ότι το Τεκμήριο Δ της ένορκης δήλωσης της κας Ψαρά δεν δικογραφείται, με όλο το σεβασμό προς τους δικηγόρους του Εναγόμενου αλλά δεν με βρίσκει σύμφωνη. Στην παράγραφο 8 της αγωγής αναφέρεται ρητά από τους Ενάγοντες ότι ο Εναγόμενος κατά καιρούς προέβαινε σε υποσχέσεις και ή δεσμεύσεις ότι θα αποπλήρωνε αυτό. Μάλιστα αναφέρεται ότι περαιτέρω λεπτομέρειες θα δοθούν κατά τη δικάσιμο.
26. Σχετικά με τη θέση του Εναγόμενου στις αγορεύσεις του ότι η αναγνώριση χρέους από μόνη της δεν μπορεί να αποτελέσει βάση αγωγής η οποία μπορεί να στηριχθεί πάνω της η αξίωση των Εναγόντων, αναφέρω ότι η βάση της παρούσας αγωγής δεν είναι η αναγνώριση χρέους αλλά το οφειλόμενο ποσό που προκύπτει από παράβαση σύμβασης. Το γεγονός ότι διακόπηκε ο χρόνος παραγραφής και ξεκίνησε εκ νέου δεν αλλοιώνει τη βάση της αγωγής.
27. Σημειώνεται ότι ο Εναγόμενος στην ένορκη του δήλωση αποδέχεται ότι απέστειλε την εν λόγω επιστολή στον Διευθυντή προμήθειας της ΑΗΚ (Τεκμήριο Δ της ένορκης δήλωσης της κας Ψαρά) αλλά ισχυρίζεται ότι το οφειλόμενο ποσό αφορά τα υποστατικά των επιχειρήσεων και όχι τον ίδιο προσωπικά, κάτι που διαπιστώνεται από το Δικαστήριο ότι δεν προκύπτει από την επιστολή. Ο εν λόγω ισχυρισμός του Εναγόμενου είναι και πάλι αόριστος και δεν συγκεκριμενοποιείται με οποιοδήποτε τρόπο.
28. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς του Εναγόμενου που προβάλλονται στην ένορκη του δήλωση, χωρίς να γίνεται η οποιαδήποτε ανάλυση περί τούτων στην γραπτή του αγόρευση, και αφορούν την νομιμότητα των Εναγόντων να διεκδικούν το αξιούμενο ποσό, την άρνηση παραλαβής των επιστολών που αναφέρουν οι Ενάγοντες (βλ. Τεκμήριο Ε της ένορκης δήλωσης της κας Ψαρά) και την άρνηση καταρτισμού της συμφωνίας (βλ. Τεκμήριο Β της ένορκης δήλωσης της κας Ψαρά) και την εισήγηση περί παρανομίας αυτής σε περίπτωση που φανεί ότι καταρτίστηκε, το Δικαστήριο διαπιστώνει ότι είναι εντελώς αόριστοι, παρέμειναν μετέωροι και χωρίς περαιτέρω αιτιολόγηση.
29. Σχετικά με τη θέση του Εναγόμενου ότι δικαιούται να υπερασπισθεί τη θέση του στα πλαίσια των δικογραφημένων ισχυρισμών του και όχι να επιτραπεί στους Ενάγοντες με διαδικαστικές προφάσεις να στερήσουν από τον Εναγόμενο την προβολή της υπεράσπισης του, το Δικαστήριο σημειώνει ότι τεκμαίρεται από την ισχύουσα νομολογία ότι η έννοια της συνοπτικής απόφασης είναι συνυφασμένη με το δικαίωμα του Ενάγοντα να εξασφαλίσει γρήγορα απόφαση, όταν ο αντίδικός του δεν διαθέτει υπεράσπιση. Η διά κλήσεως αίτηση για συνοπτική απόφαση και η ακολουθητέα διαδικασία ρυθμίζεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα, εκτός αν ο Εναγόμενος ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι διαθέτει καλή υπεράσπιση στην αγωγή επί της ουσίας ή αποκαλύπτει γεγονότα που μπορούν να θεωρηθούν ικανά να του επιτρέψουν να υπερασπιστεί. Συνεπώς η αίτηση για συνοπτική απόφαση είναι ένα διαδικαστικό διάβημα και δεν μπορεί να θεωρηθεί διαδικαστική πρόφαση.
30. Στη βάση όλων των πιο πάνω που έχουν αναφερθεί, οι ισχυρισμοί του Εναγόμενου δεν μπορούν να επιτύχουν και απορρίπτονται. Με την εν λόγω κατάληξή μου, θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στην υπό κρίση αίτηση και ένσταση παρέλκει.
Ζ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ
31. Κατά συνέπεια στη βάση των ανωτέρω, κρίνω ότι οι Ενάγοντες δικαιούνται σε συνοπτική απόφαση εναντίον του Εναγόμενου σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης για το ποσό των €3.916,51σ., πλέον Φ.Π.Α., πλέον νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής δηλαδή από 20.04.2022 μέχρι εξοφλήσεως.
32. Επιδικάζονται δικηγορικά έξοδα υπέρ των Εναγόντων και εναντίον του Εναγόμενου όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) Αγγελίνα Κούρα
Α. Κούρα, προσ. Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο