
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδη, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 445/2024(ij)
Μεταξύ:
THEMIS PORTFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LTD
Ενάγοντες
-και-
ΑΛΕΞΙΑ ΧΑΤΖΗΦΥΛΑΚΤΟΥ
Εναγόμενη
---------------
(Αίτηση εναγόντων ημερ. 16/10/24 για έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει του Μ.24)
Ημερομηνία: 28 Απριλίου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για ενάγοντες – αιτητές: κα Χ. Θεοδούλου για ΗΑRRIS KYRIAKIDES (ΤΩΝΗΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.
Για εναγόμενη – καθ’ ης η αίτηση: Γιάννης Πολυχρόνης ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με το έντυπο απαίτησης που καταχώρισαν στις 31/07/2024 (Μ.7 Κ1(1)(α)) και στο οποίο επισυνάπτεται Ε/Α, οι πιο πάνω ενάγοντες αξιώνουν τις εξής θεραπείες τις οποίες κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιες:
«Α.Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η εναγόμενη ή/και οι υπηρέτες της ή/και οι αντιπρόσωποι της ή/και οι υπαλλήλοι της ή/και οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν κατόπιν εντολών της ή/και μέλη της οικογένειας της, ουδέν δικαίωμα έχουν να επεμβαίνουν με οποιοδήποτε τρόπο ή/και να χρησιμοποιούν ή/και να κατέχουν με οποιοδήποτε τρόπο ή/και να εισέρχονται ή/και να εκμεταλλεύονται ή/και να καρπούνται με οποιονδήποτε τρόπο ή/και να τοποθετούν αντικείμενα ή/και οποιεσδήποτε κατασκευές επί του ακινήτου με αριθμό εγγραφής 0/6202 (παρατίθενται τα στοιχεία του ακινήτου)…και της κατοικίας που έχε ανεγερθεί επί αυτού.
Β. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την εναγόμενη ή/και τους υπηρέτες της ή/και αντιπροσώπους της ή/και υπαλλήλους της ή/και οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν κατόπιν εντολών της, όπως εκκενώσουν και παραδώσουν κενή και ελεύθερη την κατοχή του ακινήτου (παρατίθενται τα στοιχεία του ακινήτου) στην Ενάγουσα αμέσως ή/και εντός του χρόνου που ήθελε καθορίσει ως δίκαιο και εύλογο το Δικαστήριο.
Γ. Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την εναγόμενη ή/και τους υπηρέτες της ή/και τους αντιπροσώπους της ή/και τους υπαλλήλους της ή/και οποιαδήποτε πρόσωπα ενεργούν κατόπιν εντολών της ή/και τα μέλη της οικογένειας της όπως παύσουν κάθε επέμβαση που προκαλούν με πράξεις ή και παραλείψεις ή/και μετακινήσουν οποιαδήποτε αντικείμενα ή/και κατασκευές ή/και απαγορεύον σ’ αυτούς από το να επεμβαίνουν επί του ακινήτου (παρατίθενται τα στοιχεία του ακινήτου) και της κατοικίας που έχει ανεγερθεί επί αυτού αμέσως ή/και εντός του χρόνου που ήθελε καθορίσει ως δίκαιο και εύλογο το Δικαστήριο.
Δ. €1700 μηνιαίως ως αποζημιώσεις ή/και ενδιάμεσα οφέλη ή/και άλλως πως από 05/10/2023 μέχρι εκκενώσεως και παραδόσεως κενής και ελευθέρας της κατοχής του ακινήτου…
Ε. Γενικές ή/και ειδικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση ή/και παρέμβαση ή/και παράνομη εκμετάλλευση ή/και χρήση του ακινήτου…και της κτοικίας που έχει ανεγερθεί επί αυτού…»
Η απαίτηση, σύμφωνα με την Ε/Δ επίδοσης που έχει καταχωρηθεί στον ηλεκτρονικό φάκελο, επιδόθηκε προσωπικά στην εναγόμενη στις 07/08/24 με την άφεση αντιγράφου της στην παρουσία της τελευταίας χωρίς όμως αυτή να υπογράψει για την παραλαβή. Παρά ταύτα, η εναγόμενη καταχώρισε εμφάνιση στις 16/08/24 και υπεράσπιση στις 10/10/24.
Επειδή οι εκατέρωθεν δικογραφημένες θέσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό επαναληφθεί στα πλαίσια των γραπτών παραστάσεων που οι διάδικοι καταχώρισαν στα πλαίσια της παρούσας αίτησης που καταχώρισαν οι ενάγοντες στις 16/10/2024[1] για έκδοση συνοπτικής απόφασης ως η απαίτηση δυνάμει του Μ.24[2], θα προχωρήσω να συνοψίσω εκείνες τις θέσεις.
Προς υποστήριξη λοιπόν της παρούσας αίτησης κατατέθηκε ένορκη δήλωση από εξουσιοδοτημένο λειτουργό του τμήματος των εναγόντων που διαχειρίζεται τα ακίνητα των τελευταίων και ο οποίος ισχυρίζεται ότι λόγω της ιδιότητας του αυτής αλλά και λόγω της θέσης που κατέχει στους ενάγοντες, έχει προσωπική, απευθείας και θετική γνώση των επίδικων θεμάτων.
Σύμφωνα με τον ομνύοντα, οι ενάγοντες έχουν αντικαταστήσει και υποκαταστήσει το πιστωτικό ίδρυμα Τράπεζα Κύπρου στα δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχαν δημιουργηθεί μεταξύ της τελευταίας και της εναγόμενης στα πλαίσια πιστωτικών διευκολύνσεων που η πρώτη συμφώνησε να παρέχει στη δεύτερη και σε ένα άλλο πρόσωπο και οι οποίες διευκολύνσεις εξασφαλίζονταν με υποθήκη που είχε εγγραφεί το 2007 επί του επίδικου ακινήτου το οποίο τότε ανήκε στην εναγόμενη και στο οποίο είχε αναγερθεί διώροφη κατοικία (Τεκ.1, 2, 3 και 4). Σε κάποιο στάδιο, και αφού το ακίνητο διαχωρίστηκε και εκδόθηκαν δύο ξεχωριστοί τίτλοι οι οποίοι όμως παρέμειναν επιβαρυμένοι με την ίδια υποθήκη (Τεκ.5), αποφασίστηκε όπως το ακίνητο της εναγόμενης πωληθεί μέσω της διαδικασίας εξ’ αναγκαστικού πλειστηριασμού που προνοεί ο Ν.9/65 οπόταν και στάληκαν προς την τελευταία όλες οι προβλεπόμενες από το Νόμο σχετικές ειδοποιήσεις (Τεκ.6). Επειδή όμως δεν κατέστη δυνατό το ακίνητο να πωληθεί κατά την ημερομηνία που έγινε ο πλειστηριασμός, οι ενάγοντες άσκησαν το σχετικό δικαίωμα που τους παρέχει ο Ν.9/65 οπόταν και αφού αγόρασαν οι ίδιοι το ακίνητο ενημερώνοντας προς τούτο την εναγόμενη (Τεκ.7, 8 και 9), ενεγράφηκαν την 05/10/23 ως οι αποκλειστικοί ιδιοκτήτες του (Τεκ.2). Ακολούθως προσπάθησαν με διάφορες επιστολές που αντάλλαξαν με την εναγόμενη και τους δικηγόρους της να καλέσουν την τελευταία όπως τους παραδώσει κενή και ελεύθερη την κατοχή του ακινήτου όμως αυτή, χωρίς να προβάλλει κάποιο δικαίωμα ή νόμιμη δικαιολογία για την επιμονή της να παραμένει στο ακίνητο χωρίς την συγκατάθεση των εναγόντων ιδιοκτητών και παρά το ότι έχουν ήδη εκδοθεί εναντίον της διάφορες αποφάσεις σε σχέση με το χρέος της προς την Τράπεζα Κύπρου, αρνείται να το πράξει (Τεκ.10, 11, 12, 13, 14, 15, 16, 17, 18, 19, 20, 21 και 22). Ισχυρίζονται επομένως οι ενάγοντες ότι:
«…η καθ’ ης η αίτηση (εναγόμενη) καθώς και μέλη της οικογένειας της, παρά τις συνεχείς οχλήσεις των αιτητών και των δικηγόρων τους, όλως παρανόμως και χωρίς την άδεια και συγκατάθεση των αιτητών, εισέρχονται και επεμβαίνουν εντός του Ακινήτου το οποίο χρησιμοποιούν και εκμεταλλεύονται χωρίς οποιοδήποτε δικαίωμα και αντάλλαγμα και παράνομα εξακολουθούν να κατέχουν και να επεμβαίνουν επί του Ακινήτου ιδιοκτησίας των αιτητών…(με)…αποτέλεσμα οι Αιτητές να στερούνται την κατοχή, χρήση και απόλαυση του Ακινήτου ιδιοκτησίας τους και να υφίστανται ζημιές και απώλειες. Συγκεκριμένα, οι αιτητές δεν μπορούν να αξιοποιήσουν και να εκμεταλλευτούν το Ακίνητο ενόψει της παράνομης επέμβασης της καθ’ ης η αίτηση στο Ακίνητο, η δε ζημιά που θα υποστεί ακόμα και ημερήσια από τη μη χρήση του Ακινήτου είναι ανυπολόγιστη. Είναι η θέση των αιτητών ότι η ενοικιαστική αξία του Ακινήτου κατά τον ουσιώδη χρόνο ήτο τουλάχιστον €1.700 μηνιαίως, από την ημερομηνία που κατέστη η απόλυτη εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια ή/και δικαιούχος σε εγγραφή του Ακινήτου, ήτοι από τις 05/10/2023 μέχρι παράδοση κενής και ελεύθερης της κατοχής του από την καθ’ η η αίτηση. Αντίγραφο σχετικής εκτίμητης που εξασφάλισαν οι αιτητε΄ς από ανεξάρτητο εκτιμητικό οίκο …Τεκμήριο 23… η καθ’ ης η αίτηση ουδέν ποσό έχει καταβάλει στην Ενάγουσα…»
Είναι λοιπόν η θέση των εναγόντων ότι η εναγόμενη δεν έχει οποιαδήποτε υπεράσπιση στις αξιώσεις τους και για το λόγο αυτό η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ τους αφού δεν υπάρχει οτιδήποτε που να χρειάζεται να οδηγηθεί σε κανονική δίκη.
Στην αντίπερα όχθη, για να υποστηρίξει τους 7 λόγους ένστασης που προβάλλει (νομικές αρχές, κατάχρηση, δικαίωμα ακρόασης και αναγκαίοι διάδικοι), η εναγόμενη, η οποία παραδέχεται ενόρκως ότι οι αιτητές είναι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του ακινήτου και ότι η ίδια διαμένει εκεί χωρίς την συγκατάθεση τους, όπως παραδέχεται και όλη σχεδόν την αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των διαδίκων μετά που το ακίνητο ενεγράφη επ’ ονόματι των εναγόντων (βλ. παρ. 7 Ε/Δ εναγόμενης), ισχυρίζεται με την Ε/Δ τα εξής:
«…η κατοχή του επίδικου ακινήτου προϋφίστατο της απόκτησης του τίτλου ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου από τους αιτητές και το εν λόγω ακίνητο αποτελεί την οικογενειακή, πρώτη και μόνη μου κατοικία, στην οποία διαμένει επίσης ο σύζυγος μου καθώς και τα 2 μας τέκνα, ηλικίας 20 και 24 ετών, ως προανέφερα. Περαιτέρω, είναι η θέση μου ότι παρά τις όλες και γνήσιες προσπάθειες μου για εξεύρεση λύσης και εξώδικης διευθέτησης, καμία πρόθεση ή ενέργεια δεν υπήρξε από μέρους των αιτητών ή και από τους πρώην ενυπόθηκους δανειστές (Τράπεζα Κύπρου) της κατοικίας μου. Επίσης, η οικογένεια μου κατά τον επίδικο χρόνο ήταν λήπτες Ελάχιστου Εγγυημένου εισοδήματος ενώ ο σύζυγος μου αντιμετώπιζε και αντιμετωπίζει αρκετά προβλήματα υγείας και ήτο υπό εντατική παρακολούθηση από Ψυχίατρο…οι θέσεις που προέβαλα και εισηγήθηκα προς τους αιτητές δεν ήταν ανυπόστατες και ήταν γνήσιες προσπάθειες για διευθέτηση…το ποσό των €1700 μηνιαίως ως η ενοικιαστική αξία του επίδικου ακινήτου είναι διογκωμένο και δυσανάλογο σε σχέση με το επίδικο ακίνητο και αμφισβητώ επίσης την εγκυρότητα και ανεξαρτησία των προσώπων που προέβησαν σε εκτίμηση του επίδικου ακινήτου…επαναλαμβάνω ότι εντός του επίδικου ακινήτου διαμένω μαζί με την οικογένεια μου, οι οποίοι δεν είναι διάδικοι της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο απαίτησης, ούτε διάδικοι στην υπό κρίση αίτηση…και δεν μπορούν να ακουστούν από το Σεβαστό Δικαστήριο ούτε να προβάλουν υπεράσπιση…»
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις των μερών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο.
Έχοντας λοιπόν εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω σκόπιμο όπως στο στάδιο αυτό προβώ σε παράθεση των νομικών αρχών που περιβάλλουν αιτήσεις αυτής της φύσης, ήτοι αιτήσεις στη βάση του Μ.24 για έκδοση συνοπτικής απόφασης, και αυτό καθαρά για σκοπούς ευκολότερης κατανόησης των όσων θα αναφερθούν πιο κάτω.
Επισημαίνω εδώ ότι ένεκα του ότι οι συγκεκριμένες πρόνοιες συνιστούν πρόνοιες που πρόσφατα εισήχθηκαν στην κυπριακή δικονομική τάξη και οι οποίες, έστω και αν σε κάποιο βαθμό προσομοιάζουν με τις φαινομενικά αντίστοιχες πρόνοιες των «παλαιών» Θεσμών, δηλαδή της Δ.18 (συνοπτική απόφαση) είναι εντούτοις διαφορετικές, έχω ανατρέξει για καθοδήγηση στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου στις σελίδες 614 - 623 αναλύεται η νομική πτυχή και ο τρόπος εφαρμογής των αντίστοιχων αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (CPR r.24) οι οποίοι είναι όμοιοι με τους υπό κρίση κυπριακούς Κανονισμούς (Μ.24). Γίνεται μάλιστα εκεί και συγκριτική αναφορά στους παλαιούς αγγλικούς κανονισμούς οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυποι με τους παλαιούς κυπριακούς Θεσμούς. Ενόψει λοιπόν και της απουσίας στο παρόν στάδιο οποιασδήποτε κυπριακής νομολογίας σε σχέση με τους συγκεκριμένους κυπριακούς Κανονισμούς, κρίνω σκόπιμο όπως εκεί όπου χρειάζεται να παραθέσω αυτούσια και σε κάποια έκταση τα σχετικά αποσπάσματα από τον Blackstone’s (σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά):
Ανατρέχοντας λοιπόν στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, διαπιστώνεται ότι η εξουσία για χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας παρέχεται ουσιαστικά από το Μ.24 Κ.1 και Κ.2. σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη και να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου «…επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος (στην περίπτωση εναγόμενου) αν :(α) κρίνει ότι:… (ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και…δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.». Στα πλαίσια δε μιας αίτησης για συνοπτική απόφαση «…(1) Τα διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο … περιλαμβάνουν: (α) απόφαση επί της απαίτησης, (β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης, (γ) απόρριψη της αίτησης,(δ) διάταγμα υπό όρους» (βλ. Μ.24 Κ.6).
Οι δικονομικές δε προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, είναι, σύμφωνα με τα Μ.24 Κ.3, 4 και 5, οι ακόλουθες:
Α. Ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση θα πρέπει να έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης προτού ο ενάγοντας να δικαιούται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως την άδεια του Δικαστηρίου. Αν καταχωρηθεί δε αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον εναγόμενου και ο τελευταίος δεν έχει ακόμη καταχωρίσει υπεράσπιση τότε δεν χρειάζεται να προβεί σε τέτοια καταχώριση πριν από την ακρόαση της αίτησης. Παρομοίως, όταν ο εναγόμενος έχει αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του ενάγοντα, ήτοι για συνοπτική απόρριψη της αγωγής, ο τελευταίος δεν μπορεί να αιτηθεί την έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης μέχρι να αποπερατωθεί η αίτηση του εναγόμενου (βλ. παρ. 34.6 Blackstones’ ανωτέρω)
Όπως περαιτέρω αναφέρεται στον Blackstone’s:
«…Αίτηση για συνοπτική απόφαση μπορεί να υποβληθεί από ένα ενάγοντα ή ένα εναγόμενο ή μπορεί να εγερθεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα … Όπου ένας ενάγοντας έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με προδικαστηριακό πρωτόκολλο συνήθως δεν θα διασκεδαστεί αίτηση για συνοπτική απόφαση πριν να καταχωρηθεί υπεράσπιση ή όταν ο χρόνος για τέτοια καταχώριση έχει παρέλθει… Αιτήσεις για συνοπτική απόφαση θα πρέπει συνήθως να γίνονται μεταξύ της επίδοσης και της καταχώρισης του ερωτηματολογίου του αιτητή … Αν για οποιοδήποτε λόγο η αίτηση δεν γίνει πριν την ταξινόμηση της υπόθεσης τότε υπάρχει ακόμη η γενική υποχρέωση να υποβληθεί το συντομότερο που θα διαπιστωθεί ότι είναι επιθυμητό να καταχωρηθεί … Με βάση τους παλαιούς θεσμούς δεν υπήρχε τίποτα που να εμποδίζει την καθυστερημένη καταχώριση αίτησης συνοπτικής απόφασης αλλά ο Δικαστής που εξέταζε τέτοια αίτηση μπορεί εύλογα να ένιωθε ότι δεν πείθει ο αιτητής λόγω της σημαντικής καθυστέρησης…»
Β. Οι γενικοί κανόνες που διέπουν τις ενδιάμεσες αιτήσεις εφαρμόζονται και στις αιτήσεις για συνοπτική απόφαση με κάποιες ειδικότερές ρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, η αίτηση για συνοπτική απόφαση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23 και πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία και εκτός αν η ίδια η αίτηση περιέχει το σύνολο τής μαρτυρίας (αν υπάρχει) στην οποία στηρίζεται ο αιτητής, η αίτηση θα πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία ο τελευταίος στηρίζεται. Συνήθως η μαρτυρία θα περιέχεται είτε στην ίδια την αίτηση είτε σε ξεχωριστό έγγραφο το οποίο θα πρέπει επίσης να επιδοθεί στην αντίδικη πλευρά. Σε κάθε περίπτωση, το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας που καταχωρίζεται επιβεβαιώνεται με δήλωση αληθείας.
Γ. Η αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή ή επιδίδεται με αυτή θα πρέπει να προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής, «ή/και» ν’ αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος ή (ανάλογα με την περίπτωση) προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως, στην αίτηση ή στη μαρτυρία θα πρέπει ν’ αναφέρεται ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί. Όπως αναφέρεται και στον Blackstone’s ανωτέρω, αν και τα γεγονότα που υποστηρίζουν την απαίτηση θα έχουν ήδη βεβαιωθεί με σχετική δήλωση αλήθειας που θα περιέχεται στην έκθεση απαίτησης, «… θα ήταν φρόνιμο (ο αιτητής) να προχωρήσει και να δώσει (με την αίτηση και μαρτυρία) λεπτομέρειες για το υπόβαθρο γεγονότων και να παρουσιάσει σχετική γραπτή μαρτυρία προκειμένου να δείξει ότι δεν υπάρχει εύλογη υπεράσπιση…».
Δ. Στον καθ’ ου η αίτηση (ή στους διαδίκους όταν η ακρόαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο) θα πρέπει να δοθεί ειδοποίηση τουλάχιστον 14 ημερών για την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης.
Όσον αφορά τώρα το «τεστ» για την έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει του Μ.24, αναφέρονται τα εξής σχετικά στον Blackstone’s ανωτέρω:
«Τεστ για Έκδοση Συνοπτικής Απόφασης
…Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης αποφασίζεται με βάση το κατά πόσο ο καθ΄ ου η αίτηση αποκαλύπτει υπόθεση που έχει κάποια πραγματική προοπτική επιτυχίας για την οποία λαμβάνεται υπόψη ο πρωταρχικός σκοπός μεταχείρισης των υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο. Αυτό έχει λεχθεί ότι συνάδει με την ανάγκη για δίκαιη δίκη που επιβάλλει το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ … Το κατά πόσο υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας αποφασίζεται με το ίδιο τεστ που ισχύει για τις αιτήσεις παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην (βλ. E.D. and F. Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472). Το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχει μια πραγματική προοπτική επιτυχίας της υπόθεσης ως έχει δικογραφηθεί με την έκθεση απαίτησης … Στην υπόθεση Swain v Hillman [2001] 1 All ER 91…(λέχθηκε) ότι οι λέξεις «καμία πραγματική προοπτική επιτυχίας» δεν χρειάζονταν καμία επέκταση καθώς μιλούσαν από μόνες τους. Η λέξη «πραγματική» κατεύθυνε το δικαστήριο στην ανάγκη να διαπιστώσει εάν υπήρχε μια ρεαλιστική, σε αντίθεση με μια φανταστική, προοπτική επιτυχίας. Η φράση δεν σημαίνει «πραγματική και ουσιαστική» προοπτική επιτυχίας. Ούτε σημαίνει ότι συνοπτική απόφαση θα εκδοθεί μόνο εάν η αξίωση ή η υπεράσπιση «είναι βέβαιο ότι θα απορριφθεί στη δίκη». Ούτε ότι η υπεράσπιση είναι «σοβαρά αμφισβητήσιμη» (National Infrastructure Development Co. Ltd ν Banco Santander SA (2011] EWCA Civ 27... Ούτε απαιτεί να υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά απλώς αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για να εγείρουν μια πραγματική πιθανότητα περί ύπαρξης αντίθετης υπόθεσης (Korea National Insurance Corporation ν Allianz Global Corporate and Speciality AG [2007) EWCA Civ 1066... Στην Bee v Jenson [2006] EWHC 2534 (Comm)… το δικαστήριο υιοθέτησε την προσέγγιση που εξήγησε ο Potter LJ στην υπόθεση E. D. και F Man Liquid Products Ltd ν Patel [2003] EWCA CIV 472... «η υπεράσπιση που ζητείται να υποστηριχθεί πρέπει να φέρει κάποιο βαθμό πειστικότητας. Και οι δύο προσεγγίσεις απαιτούν από τον εναγόμενο να έχει μια υπόθεση που είναι καλύτερη από απλώς συζητήσιμη, όπως ίσχυε προηγουμένως βάσει του RSC Ord. 14…ο δικαστής θα πρέπει να λάβει υπόψη τη γραπτή μαρτυρία και να διερωτηθεί κατά πόσο η υπόθεση δύναται να ενισχυθεί με μαρτυρία κατά τη δίκη…όπου η μαρτυρία του καθ’ ου η αίτηση, στο απόγειο της, δεν εγείρει την πιθανότητα υπεράσπισης αλλά είναι στη σφαίρα της απλής (και σαφώς απίθανης) πιθανότητας, (τότε) είναι ορθό να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (Akinleye v East Sussex Hospitals NHS Trust [2008] EWHC 68 (QB)…Αντιστρόφως, όπουυπάρχει κάποια προοπτική επιτυχίας, το δικαστήριο θα αρνηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης και δεν θα πρέπει να διεξάγει μια μίνι δίκη σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα (cotton v Rickard Metals Inc. [2008] EWHC 824 (QB)…
Το ερώτημα του κατά πόσο υπάρχει μια πραγματική προοπτική επιτυχίας δεν προσεγγίζεται με την εφαρμογή του συνήθους βάρους απόδειξης του ισοζυγίου των πιθανοτήτων … Πολλές υποθέσεις θα επιτύχουν στη δίκη αλλά θα είναι ακατάλληλες για συνοπτική απόφαση επειδή υπάρχουν πολυπλοκότητες, διαφωνίες γεγονότων ή περαιτέρω διερευνήσεις που θα πρέπει να επιλυθούν κατά την διάρκεια της διαχείρισης της υπόθεσης… Αιτήσεις για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να κρατούνται εντός του σωστού ρόλου τους. Δεν αποσκοπούν στο να αποφευχθεί η ανάγκη για δίκη όπου υπάρχουν θέματα που θα πρέπει να εξεταστούν σε δίκη. Επιπλέον η ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν θα πρέπει να συνιστά μίνι - δίκη. Είναι απλά συνοπτικές ακροάσεις προκειμένου να διεκπεραιωθούν υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν πραγματική πιθανότητα επιτυχίας…
Βάρος απόδειξης
…το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή να αποδείξει ότι η υπόθεση του καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας…
Πολύπλοκες Υποθέσεις
Πολύπλοκες υποθέσεις, υποθέσεις οι οποίες εδράζονται σε πολύπλοκα γεγονότα και υποθέσεις με θέματα που αφορούν και νομικά αλλά και πραγματικά θέματα όπου ο νόμος είναι πολύπλοκος μάλλον δεν είναι κατάλληλα για έκδοση συνοπτικής απόφασης…
Υπεράσπιση επί της ουσίας
Όταν αντιμετωπίζει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης από ένα ενάγοντα, ο εναγόμενος ενδεχομένως να επιχειρήσει να καταδείξει ότι (έχει) υπεράσπιση με πραγματική πιθανότητα επιτυχίας στη βάση (α) Μίας ουσιαστικής υπεράσπισης…(β) Ενός νομικού σημείου που καταστρέφει την υπόθεση του ενάγοντα…(γ) άρνησης των γεγονότων που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα…(δ) περαιτέρω γεγονότα που απαντούν στη βάση αγωγής του ενάγοντα
Ένα παράδειγμα με βάση τους παλιούς θεσμούς ήταν η υπόθεση Mercer v Craven Storage Ltd [1994] CLC 328…(όπου) ο εναγόμενος είχε ισχυριστεί ότι ο ενάγοντας είχε συμφωνήσει (με τρίτο πρόσωπο) για την αφαίρεση των εμπορευμάτων του από την αποθήκη του εναγόμενου. Με απλή πλειοψηφία αποφασίστηκε ότι αυτή η υπεράσπιση ήγειρε νομικά και πραγματικά ζητήματα που έπρεπε να εκδικαστούν σε κανονική δίκη. Με την αλλαγή 9όμως0 του «τεστ» αυτή η υπόθεση ενδεχομένως σήμερα να κατάληγε σε έκδοση κάποιου διατάγματος υπό όρους…
Νομικά Σημεία και ερμηνεία εγγράφων
Παρόλο που οι αιτήσεις για συνοπτικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να μετατρέπονται σε μίνι δίκες, όταν η υπόθεση αφορά ζήτημα ερμηνείας ενός όρου σε μια σύμβαση, το Δικαστήριο συνήθως θα επιλύσει το ζήτημα και θα εκδώσει την ανάλογη απόφαση του (Wootton ν Telecommunications UK Ltd (2000) LTL 4/5/2000)...όπου στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση εγείρεται ένα ξεκάθαρο νομικό ζήτημα υπό τύπο υπεράσπισης, το Δικαστήριο θα πρέπει να το αποφασίσει άμεσα. Αυτό ακόμα και αν το ερώτημα είναι, εκ πρώτης όψεως, κάποιας πολυπλοκότητας και επομένως θα χρειαστεί χρόνος για να επιχειρηματολογηθεί (Cow v Casey [1949] 1 KB 474). Το να μην αποφασιστεί μια υπόθεση μετά που προβάλλεται πλήρης επιχειρηματολογία στο Δικαστήριο θα συνεπάγεται να οδηγηθεί η υπόθεση σε δίκη όπου η επιχειρηματολογία απλά θα επαναπροβληθεί με συνεπακόλουθο την πρόκληση ταλαιπωρίας και αχρείαστων εξόδων . Συνοπτική απόφαση μπορεί να εκδοθεί όταν η διαφορά είναι κατά κύριο λόγο νομική και τα οποιαδήποτε αμφισβητούμενα γεγονότα είναι κατά κύριο λόγο παρεμφερή (Jenson v Faux [2011] EWCA Civ 423…
Αμφισβητήσεις γεγονότων
Πολλές αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης υποβάλλονται μετά την καταχώριση υπεράσπισης από τον εναγόμενο. Οι περισσότερες από αυτές τις αιτήσεις αποφασίζονται με βάση τα γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα (Prince of Wales ν Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776, [2008] Κεφ. 57). Απόφαση μπορεί να εκδοθεί εάν δεν υπάρχει, ή δεν υπάρχει πραγματική προοπτική ο εναγόμενος να αποδείξει γεγονότα επαρκή για να δικαιολογήσουν τα βασικά στοιχεία που επικαλείται στην υπεράσπιση του (P and S. Amusements Ltd ν Valley House Leisure Ltd (2006) 1510 (Ch), LTL 4/7/2006). Όταν δεν υπάρχει αμφισβήτηση πραγματικών γεγονότων, υπό την έννοια ότι τα αποδεικτικά στοιχεία περί ευθύνης είτε είναι παραδεκτά είτε προέρχονται από στοιχεία που προσκομίζει ο καθ’ ου η αίτηση, μπορεί να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (Wrexham Association Football Club Ltd κατά Crucialmove Ltd [2006] EWCA Civ 237, [2008] 1 BCLC 508). Μια υπεράσπιση που αποτελείται κυρίως από αρνήσεις χωρίς εξηγήσεις μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η υπεράσπιση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας (Broderick κατά Centaur Tipping Services Ltd (2006) LTL 22/8/2006)…όπου υπάρχουν ζητήματα αναφορικά με γεγονότα, τα οποία αν αποφασίζονταν υπέρ του καθ’ ου η αίτηση θα οδηγούσαν στην έκδοση απόφασης υπέρ του τελευταίου τότε δεν είναι ορθό να εκδοθεί συνοπτική απόφαση ακόμη και αν υπάρχει ουσιαστική μαρτυρία προς υποστήριξη της υπόθεσης του αιτητή (Munn v north West Water Ltd (2000) LTL 18/7/2000)…Το δικαστήριο δεν είναι πάντα υπόχρεο να δεχτεί την γραπτή μαρτυρία στην όψη της και μπορεί να αγνοήσει μαρτυρία η οποία δεν είναι πειστική…είναι γενικά ακροσφαλές να βασιστεί η έκδοση συνοπτικής απόφασης σε δεύτερου και τρίτου βαθμού μαρτυρίας. Τέτοια μαρτυρία συχνά λαμβάνει άλλη υπόσταση όταν υποστεί αντεξέταση…
Μαρτυρία η οποία δεν έχει ακόμη διερευνηθεί
…όπου ένα ζήτημα απαιτεί από το δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του συμπεριφορά που έλαβε χώρα σε μια περίοδο χρόνου είναι απίθανο ότι το ζήτημα θα μπορεί να επιλυθεί στα πλαίσια μιας αίτησης για συνοπτική απόφαση (Celador Productions Ltd v Melville [2004] EWHC 2362 (Ch))…»
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές λοιπόν και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται από πλευράς εναγόμενης ότι πληρούνται οι δικονομικές τουλάχιστο προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης που αναφέρονται ανωτέρω υπό στοιχεία Α – Δ, σημειώνω τα ακόλουθα σε σχέση με την ουσία της υπό κρίση περίπτωσης.
Αν και μέσω της παραγράφου 7 της Ε/Δ της η εναγόμενη παραδέχεται ενόρκως ότι «οι αιτητές…ήταν και είναι μέχρι σήμερα οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες του ακινήτου…» και ότι αυτή «…διαμένει εντός του επίδικου ακινήτου ιδιοκτησίας των αιτητών χωρίς την συγκατάθεση των αιτητών…» (βλ. παραδοχές που γίνονται σε σχέση με τις παραγράφους 17 και 18 της Ε/Δ των αιτητών), εντούτοις αυτό που θα πρέπει πρωτίστως να εξεταστεί είναι ο ισχυρισμός της «…ότι εντός του επίδικου ακινήτου διαμένω μαζί με την οικογένεια μου, οι οποίοι δεν είναι διάδικοι της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο απαίτησης, ούτε διάδικοι στην υπό κρίση αίτηση…και δεν μπορούν να ακουστούν από το Σεβαστό Δικαστήριο ούτε να προβάλουν υπεράσπιση…». Ο λόγος που θα πρέπει ο ισχυρισμός αυτός να εξεταστεί πριν απ’ οτιδήποτε άλλο είναι διότι οι ενάγοντες ζητούν με την απαίτηση τους όπως εκδοθεί και διάταγμα έξωσης των προσώπων που βρίσκονται εντός του επίδικου ακινήτου αλλά και διάταγμα που να διατάσσει την παράδοση του επίδικου ακινήτου σε αυτούς. Αν λοιπόν ήθελε διαπιστωθεί ότι δεν είναι ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι που θα έπρεπε και που θα μπορούσε να ήταν υπό τις περιστάσεις, τότε δεν μπορεί στην απουσία των προσώπων αυτών να εξεταστεί ή ν’ αποφασιστεί οποιοδήποτε ζήτημα επηρεάζει και άπτεται και των δικών τους δικαιωμάτων και δη κατά τελεσίδικο τρόπο ως επιδιώκεται να γίνει στην παρούσα (βλ. κατ’ αναλογία Alpha Bank Cyprus Ltd (Αρ. 1) (2014) 1 ΑΑΔ 371). Είναι άλλωστε αναφαίρετο και άνευ προϋποθέσεων το δικαίωμα που έχει οποιοδήποτε πρόσωπο που επηρεάζεται από κάποιο διάταγμα που εκδόθηκε σε αίτηση που δεν του επιδόθηκε προηγουμένως να αιτηθεί τον παραμερισμό του διατάγματος που εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση (βλ. Μ.23 Κ.14 καθώς και Μ.24 Κ.7).
Των πιο πάνω λεχθέντων συνεπώς, επισημαίνω ότι από το λεκτικό των θεραπειών που προβάλλονται με την απαίτηση αλλά και από τις γραπτές παραστάσεις που καταχωρήθηκαν εκατέρωθεν στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας, προκύπτει ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι στο επίδικο ακίνητο δεν διαμένει μόνο η εναγόμενη αλλά και τα μέλη της οικογένειας της, και τα οποία, ως είναι ο ισχυρισμός της εναγόμενης ο οποίος δεν έχει αμφισβητηθεί, είναι όλα ενήλικα.
Το ερώτημα λοιπόν είναι τα ενήλικα αυτά πρόσωπα που όπως και η εναγόμενη διαμένουν εντός του επίδικου ακινήτου και το κατέχουν, έπρεπε να καταστούν διάδικοι στην απαίτηση και την παρούσα αίτηση προτού να μπορεί να εξεταστεί οποιοδήποτε αίτημα για έξωση τους και για ανάκτηση του ακινήτου από τους ενάγοντες. Κατά την κρίση μου και για τους λόγους που θα προχωρήσω να εξηγήσω, η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι καταφατική.
Όπως εύκολα μπορεί να διαπιστωθεί από τις θεραπείες που αξιώνονται με την απαίτηση, η παρούσα υπόθεση παρουσιάζεται από τους ενάγοντες να συνιστά ουσιαστικά υπόθεση παράνομης επέμβασης σε ακίνητη ιδιοκτησία και συγκεκριμένα υπόθεση η οποία εδράζεται στον ισχυρισμό ότι στο ακίνητο που οι ενάγοντες έχουν αγοράσει και το οποίο πλέον τους ανήκει, βρίσκονται και διαμένουν πρόσωπα τα οποία δεν έχουν λάβει τη συγκατάθεση ή την άδεια τους για τούτο (βλ. συναφώς Δάμτσας Κωνσταντίνος Ε. και Άλλοι ν. D Ouzounian M Sultanian and Company (Cars) Ltd (2016) 1 ΑΑΔ 805). Κατά τους ίδιους τους ενάγοντες όμως, στα πρόσωπα αυτά που διαμένουν και κατέχουν το ακίνητο τους συγκαταλέγεται και η εναγόμενη αλλά και τα ενήλικα μέλη της οικογένειας της – «…η καθ’ ης η αίτηση (εναγόμενη) καθώς και μέλη της οικογένειας της, … όλως παρανόμως και χωρίς την άδεια και συγκατάθεση των αιτητών, εισέρχονται και επεμβαίνουν εντός του Ακινήτου το οποίο χρησιμοποιούν και εκμεταλλεύονται χωρίς οποιοδήποτε δικαίωμα και αντάλλαγμα και παράνομα εξακολουθούν να κατέχουν και να επεμβαίνουν επί του Ακινήτου…» - και είναι γι’ αυτό το λόγο που μία από τις θεραπείες που οι ενάγοντες ζητούν ρητά να λάβουν με την απαίτηση τους στρέφεται εναντίον αυτών των συγκεκριμένων προσώπων, ήτοι «…Διάταγμα του Δικαστηρίου διατάττον την εναγόμενη … ή/και τα μέλη της οικογένειας της όπως παύσουν κάθε επέμβαση που προκαλούν με πράξεις ή και παραλείψεις ή/και μετακινήσουν οποιαδήποτε αντικείμενα ή/και κατασκευές ή/και απαγορεύον σ’ αυτούς από το να επεμβαίνουν επί του ακινήτου…».
Όπως όμως ήταν η περίπτωση όταν ίσχυαν οι παλαιοί Θεσμοί έτσι και τώρα που ισχύουν οι νέοι Κανονισμοί, η νομολογία, τόσο η κυπριακή όσο και η αγγλική, επιβάλλουν την υποχρέωση όπως μια αγωγή με την οποία ζητείται η ανάκτηση κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας επιδίδεται σε όλα τα πρόσωπα που βρίσκονται εντός του επίδικου ακινήτου και που έχουν πραγματική κατοχή του (actual occupation). Η υποχρέωση αυτή μάλιστα, η οποία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τους κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, ήταν – και είναι – τόσο σημαντική που τυχόν παραβίαση της έδινε – και δίνει – το δικαίωμα στο πρόσωπο που δεν ειδοποιήθηκε να παραμερίσει ex debito justitae την οποιαδήποτε απόφαση εκδόθηκε εν αγνοία του. Εξηγώ.
Όταν ίσχυαν οι «παλαιοί» Θεσμοί, τα όσα αναφέρονται στη σελ.225 του Annual Practice 1958 και στην υπόθεση Minet v Johnson [1886-90] All ER Rep 586, ήταν άκρως κατατοπιστικά:
Annual Practice 1958 - «Notice of action to person in actual possession – In an action of ejectment the plaintiff sued a person who was not in actual possession either by himself or by a tenant and having obtained judgment by default for possession of the land, ejected the actual tenant who had no notice of the action and who claimed to hold the land through a person other than the defendant in the action. The Court held that the person so ejected without notice of the action could have the judgment set aside on condition that he elected to be added as a defendant to the action and appeared such on filing the usual affidavit under O.12 r.25 (Minet v Johnson 63 LT 507). See also Temperance Permanent Benefit Building Society v Nevitt [1940] 3 All ER 237.
Minet v Johnson [1886-90] All ER Rep 586
Plaintiff issued a writ against J to recover possession of a house, and signed judgment in default of appearance. The sheriff, in pursuance of a writ of possession, ejected Hartley who was in possession, and put in plaintiff. Hartley had no knowledge of the action, and did not claim to hold through J.
LORD ESHER MR:
“…There has been a miscarriage of justice, and Hartley has a right to be heard, and he must be let in to assert his case… If he had taken his point before judgment had been signed, he would have been treated as though he were a defendant in the action; if he has done so after judgment has gone by default, without his knowing anything of the former proceedings, he must then also be allowed to defend…It is said that the proceedings were irregular because the writ ought to have been served on everyone actually in possession. Under the Common Law Procedure Act, 1852, that was once the rule in actions of ejectment, but new rules have been made for the procedure in such actions, and they must now be followed… Ord 12, rr 25 and 27, by which a person in possession not named as a defendant on the writ can come in and defend…”
LINDLEY LJ:
“… The action was brought against Johnson to recover possession of some land. It so happens that Hartley was in possession, but was not named as a defendant on the writ. On principle a person in actual possession ought to be made a defendant; but where this has not been done Ord 12, r 25, seems to me to point out what is the proper course of procedure….”
BOWEN LJ:
“…The mistake at the root of this application is, that the applicant has been deprived of some right… Under Ord 13, r 8, the judgment in this action was that the person whose title is asserted on the writ should recover possession of the land, and that judgment, together with the writ of possession, ought to be displaced as regards a person in possession who has had no notice of the action…”»
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να αναφέρω ότι κατά το χρόνο που ίσχυαν οι παλαιοί Θεσμοί το θέμα είχε ρυθμιστεί δικονομικά στην Αγγλία με την τροποποίηση τόσο της Ord.13 που αφορούσε στο δικαίωμα εξασφάλισης απόφασης ερήμην λόγω παράλειψης καταχώρησης εμφάνισης, δηλαδή της αντίστοιχης Δ.17 των παλαιών κυπριακών θεσμών, όσο και της Ord.12, δηλαδή της Διάταξης που αφορούσε στο δικαίωμα εμφάνισης (Δ.16 παλαιών κυπριακών Θεσμών). Αυτό άλλωστε είναι που επισημαίνεται και στην Minet ανωτέρω – «… new rules have been made for the procedure in such actions». Συνεπεία των τροποποιήσεων αυτών, είχαν εισαχθεί στην αγγλική έννομη τάξη τα rules 25 και 27 στην Οr.12 (εμφάνιση), τα οποία προνοούσαν για το δικαίωμα ενός προσώπου που έχει πραγματική κατοχή της επίδικης ακίνητης ιδιοκτησίας που επιδιώκεται ν’ ανακτηθεί και το οποίο όμως δεν κατέστη διάδικος στην αγωγή, να εμφανιστεί κανονικά και να συμμετάσχει ως εναγόμενος σε όλες τις διαδικασίες[3], ενώ το rule 8 της Or.13 προνοούσε για το δικαίωμα που ένα τέτοιο πρόσωπο έχει να αιτηθεί τον παραμερισμό τυχόν απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του για ανάκτηση της ιδιοκτησίας της οποίας αυτό έχει την κατοχή (βλ. σελ.225 Annual Practice ανωτέρω).
Στην Κύπρο δεν υπήρξε ανάλογη νομοθετική ρύθμιση στους παλιούς Θεσμούς όμως παρά ταύτα η κυπριακή νομολογία κινήθηκε πάνω στις ίδιες γραμμές. Όπως λέχθηκε χαρακτηριστικά στην ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2019, 8/5/2020, ECLI:CY:AD:2020:A144:
«Υπενθυμίζουμε επί του προκειμένου ότι κατά πάγια νομολογία (Hadjipetrouv. Petsoloukas (1965) 1 CLR 83, HjiSavva and Others v. Loizou (1982) 1 CLR 218, Tιτινίδου ν. Ρεσιάντ (1993) 1 Α.Α.Δ. 429, Γεωργιάδου ν. Γεωργιάδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1210 και Κωνσταντίνου κ.α. ν. Διευθυντή Κτηματολογίου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1990), σε διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία επιβάλλεται να συνενώνονται ως διάδικοι όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα…»
Με τους νέους Κανονισμούς τώρα, οι οποίοι, ως ανέφερα κινούνται πάνω σε παρόμοιες γραμμές με τους «νέους» αγγλικούς Κανονισμούς, η δικονομική κατάσταση στην Κύπρο είναι πλέον παρόμοια με αυτή της Αγγλίας. Υπάρχει όμως ακόμα μία σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο πλαισίων σε σχέση με απαιτήσεις της φύσης της παρούσας απαίτησης και αυτή διαφορά έγκειται στο γεγονός ότι στην Αγγλία, αντίθετα με την Κύπρο, στους εκεί Κανονισμούς έχει εισαχθεί το Part 55 (Possession Claims) και η συναφής οδηγία πρακτικής αρ. 55A (PRACTICE DIRECTION 55A – POSSESSION CLAIMS), τα οποία περιέχουν ειδικές πρόνοιες αναφορικά με τις απαιτήσεις που αφορούν σε ανάκτηση κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας που κατέχεται από παράνομους επεμβασίες είτε η ταυτότητα των επεμβασιών αυτών είναι γνωστή (known persons) είτε όχι (unknown persons) – η διαδικασία δεν αφορά σε ενοικιαστές που παρέμειναν μετά τη λήξη ή τον τερματισμό της ενοικίασης. Το θέμα εξηγείται λεπτομερώς στη σελ 642 του Blackstone’s (par.35):
«Μηχανισμό για την έκδοση διαταγμάτων κατοχής χωρίς αδικαιολόγητη καθυστέρηση εναντίον παράνομων επεμβασιών και συναφών μη εξουσιοδοτημένων κατόχων γης παρέχεται από το Μέρος 55 των Κανονισμών (CPR). Οι ιδιοκτήτες γης που επιδιώκουν κατοχή εναντίον των επεμβασιών συχνά δεν γνωρίζουν την ταυτότητα όσων βρίσκονται στη γη τους. Ένας από τους κύριους στόχους των Κανονισμών που διέπουν τις αγωγές κατά των επεμβασιών είναι να αποφευχθεί η ανάγκη ο αιτητής να διερευνήσει ποια είναι η ταυτότητα των ατόμων που έχουν μη εξουσιοδοτημένη κατοχή και να επιτραπεί η έκδοση διαταγμάτων κατοχής ακόμη και κατά «άγνωστων προσώπων». Όταν (όμως) δεν είναι διαθέσιμη (αυτή) η συνοπτική διαδικασία κατά των επεμβασιών, θα πρέπει να χρησιμοποιούνται οι συνήθεις διαδικασίες κατοχής... οι αγωγές κατοχής εναντίον των επεμβασιών είναι αγωγές για την ανάκτηση γης που φέρεται ότι κατέχεται από άτομα που εισήλθαν ή παρέμειναν στη γη χωρίς τη συγκατάθεση του προσώπου που δικαιούται στην κατοχή της γης (CPR r.55.1(b)). Δεν περιλαμβάνουν (όμως) αγωγές κατά ενοικιαστών ή υπενοικιαστών, ανεξάρτητα από το εάν η μίσθωση του εναγομένου έχει λήξει ή όχι. Αυτές οι αγωγές μπορούν να περιλαμβάνουν αγωγές εναντίον αδειούχων που παραμένουν σε κατοχή μετά τη λήξη των αδειών τους... Επίδοση – Στους εναγόμενους που κατονομάζονται συγκεκριμένα η απαίτηση θα πρέπει να επιδίδεται σύμφωνα με τους συνήθεις κανόνες επίδοσης. Η επίδοση (συνεπώς) με τα μέσα που περιγράφονται πιο κάτω σε σχέση με «άγνωστα πρόσωπα» δεν θα είναι ικανοποιητική για τους κατονομαζόμενους εναγόμενους (Greater London Council v Tully (1976) 120 SJ 555). Όταν (όμως) η αγωγή στρέφεται εναντίον ή περιλαμβάνει άγνωστα πρόσωπα, (τότε0 εκτός από την επίδοση στους κατονομαζόμενους εναγόμενους με τον συνήθη τρόπο, τα έγγραφα (της απαίτησης) πρέπει, σύμφωνα με το r.55.6 να επιδίδονται με: (α) την επισύναψη αντιγράφων στην κύρια πόρτα... του ακινήτου... ή (β) την επισύναψη αντιγράφων, που περιέχονται σε σφραγισμένους διαφανείς φακέλους που απευθύνονται στους «επεμβασίες»... Westminster City Council v Chapman [1975] 1 WLR 1112... Συνήθεις Απαιτήσεις Κατοχής – Οι συνήθεις απαιτήσεις κατοχής, όπως και οι απαιτήσεις κατοχής εναντίον επεμβασιών, διέπονται από το CPR Part 55, and PD 55A...»
Παρά ταύτα όμως, όπως επίσης επισημαίνεται στον Blackstone’s αλλά και στην αγγλική νομολογία, η υποχρέωση ειδοποίησης όλων των προσώπων που κατέχουν την επίδικη ιδιοκτησία εξακολουθεί να υφίσταται:
Blackstone’s σελ. 90, παρ.4.23:
«Ένα διάταγμα κατοχής συνιστά εμπράγματο διάταγμα (order in rem). Αφορά τη γη... ένα πρόσωπο που διαμένει στο ή που κατέχει το ακίνητο και δεν ήταν διάδικος στην απαίτηση μπορεί να υποβάλει αίτηση στο δικαστήριο για την ακύρωση του διατάγματος... Ελλείψει (όμως) τέτοιας αίτησης, το διάταγμα κατοχής μπορεί να εκτελεστεί κατά ενός μη διάδικου με τον ίδιο τρόπο που εκτελείται κατά οποιουδήποτε προσώπου που κατονομάζεται σε αυτό…»
Secretary of State for Environment, Food, and Rural Affairs v Meier & Ors [2009] UKSC 11 (01 December 2009)
«…If a group of people come on to my land without my permission, I shall want the law to provide a speedy way of dealing with the situation. …they may come on to my land and set up camp there. Again, depending on the evidence, I shall be able to obtain an injunction (interlocutory and final) against them remaining and also against them coming back again once they leave as required by the injunction. Similarly, if the evidence shows that, once they leave, they are likely to move and set up camp on other land which I own, the court can grant an injunction (interlocutory and final) against them doing that. If authority is needed for all this, it can be found in the judgment of Lord Diplock in the Court of Appeal in Manchester Corporation v Connolly [1970] Ch 420… Of course, it is quite likely that I won't know the identities of at least some of the trespassers. If so, Wilson J regarded an injunction as "useless" since "it would be wholly impracticable for the claimant to seek the committal to prison of a probably changing group of not easily identifiable travellers, including establishing service of the injunction and of the application": Secretary of State for the Environment v Drury [2004] 1 WLR 1906, 1912, para 19. That may well have been an unduly pessimistic assessment. Certainly, claimants have used injunctions against unnamed defendants… an action for recovery of land presupposes that the claimant is not in possession of the relevant land: the defendant is in possession without the claimant's permission. This remains the position even if, as the Court of Appeal held in Manchester Airport v Dutton [2000] QB 133, the claimant no longer needs to have an estate in the land. See Megarry & Wade, The Law of Real Property (7th edition, 2008), para 4-026. To use the old terminology, the defendant has ejected the claimant from the land; the claimant says that he has a better right to possess it, and he wants to recover possession. That is reflected in the form of the order which the court grants: "that the claimant do forthwith recover" the land - or, more fully, "that the said AB do recover against the said CD possession" of the land. See Cole, The Law and Practice in Ejectment (1857), p 786, Form 262. The fuller version has the advantage of showing that the court's order is not in rem; it is in personam, directed against, and binding only, the defendant. Of course, if the defendant refuses to leave and the court grants a writ of possession requiring the bailiff to put the claimant into possession, in principle, the bailiff will remove all those who are on the relevant land, irrespective of whether or not they were parties to the action: R v Wandsworth County Court ex parte Wandsworth LBC [1975] 1 WLR 1314. So, in that way, non-parties are affected. But, if anyone on the land has a better right than the claimant to possession, he can apply to the court for leave to defend. If he proves his case, then he will be put into possession in preference to the claimant. But the original order for possession will continue to bind the original defendant. See Stamp J's lucid account of the law in In re Wykeham Terrace [1971] Ch 204, 209D-210B. In re Wykeham Terrace and Manchester Corporation v Connolly [1970] Ch 420 showed the need for some reform of the procedures used in actions for recovery of land. The twin problems of unidentifiable defendants and the lack of any facility for granting an interim order for possession were tackled by a new Order 113¸ the provisions of which, with some alteration of the details, have been incorporated into the current Rule 55 of the CPR…The intention behind the relevant provisions of Rule 55 remains the same as with Order 113: to provide a special fast procedure in cases which only involve trespassers and to allow the use of that procedure even when some or all of the trespassers cannot be identified. These important, but limited, changes in the rules cannot have been intended, however, to go further and alter the essential nature of the action itself: it remains an action for recovery of possession of land from people who are in wrongful possession of it. ..»
(Βλ. επίσης South Cambridgeshire DC v Persons Unknown [2004] EWCA Civ 1280, Bloomsbury Publishing Plc v News Group Limited [2003], EWHC 1205 (Ch), [2003] 1 WLR 163 και Hampshire Waste Services Limited et al v Persons Intending to Trespass and/or Trespassing Upon Incinerator Sites [2003] EWHC 1738 (CH))
Κοντολογίς, αφ’ ης στιγμής στην παρούσα περίπτωση οι ενάγοντες γνωρίζουν ότι πέραν της εναγόμενης διαμένουν και άλλα ενήλικα πρόσωπα εντός του επίδικου ακινήτου τα οποία επίσης έχουν την πραγματική κατοχή του, και αφ’ ης στιγμής οι ενάγοντες θέλουν ρητά όπως και εκείνα τα πρόσωπα διαταχθούν να εγκαταλείψουν το ακίνητο ώστε αυτοί να παραλάβουν κενή και ελεύθερη την κατοχή του ως τα μόνα πρόσωπα που δικαιούνται σε τέτοια κατοχή, τότε όφειλαν να καταστήσουν και εκείνα τα πρόσωπα ως διάδικους στην αγωγή, έστω υπό την ονομασία «άγνωστα πρόσωπα τα οποία διαμένουν στο και κατέχουν το ακίνητο (διεύθυνση ή στοιχεία του ακινήτου)» (βλ. Hampshire Waste Services v Persons Trespassing upon Incinerator Sites [2003] EWHC 1738[4] και South Cambridgeshire DC v Persons Unknown [2004] EWCA Civ 180[5]. Το λιγότερο όμως που όφειλαν να πράξουν οι ενάγοντες ήταν να επιδώσουν την απαίτηση και την παρούσα αίτηση και σε εκείνα τα πρόσωπα ώστε να τους δώσουν το δικαίωμα να εμφανιστούν στο δικαστήριο για να ακουστούν (βλ. επίσης Μ.23 Κ.14(4). Η μεν απαίτηση όμως επιδόθηκε στην ίδια την εναγόμενη προσωπικά και όχι κατά τρόπο που να υποδηλοί ότι δόθηκε γνώση περί αυτής σε όλους τους ενοίκους (όπως θα ήταν π.χ. η περίπτωση επίδοσης δια θυροκόλλησης), η δε παρούσα αίτηση επιδόθηκε στους δικηγόρους της εναγόμενης. Έπεται συνεπώς ότι τα «μέλη της οικογένειας» της εναγόμενης δεν έχουν δεόντως ειδοποιηθεί για την παρούσα απαίτηση και αίτηση – οι οποίες ρητά στρέφονται και εναντίον τους – ώστε να δοθεί και σ’ εκείνα η ευκαιρία να εμφανιστούν, αν επιθυμούν, για να εκφράσουν τις δικές τους θέσεις αναφορικά με τα δικαιώματα που ενδεχομένως αυτά να έχουν επί του επίδικου ακινήτου.
Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι δεν έχω παραγνωρίσει ότι τα απόντα πρόσωπα είναι «μέλη της οικογένειας» της εναγόμενης και ότι πολύ πιθανόν το δικαίωμα που αυτά είχαν ή έχουν σε κατοχή του επίδικου ακινήτου να εδράζεται στα δικαιώματα που η εναγόμενη είχε όταν ήταν εκείνη η ιδιοκτήτρια. Από τη στιγμή όμως που παραμένει προς το παρόν άγνωστο το ποιο είναι το δικαίωμα που τα εν λόγω πρόσωπα είχαν ή ενδεχομένως να έχουν στο ακίνητο και από τη στιγμή που δεν προβάλλεται οποιοσδήποτε ισχυρισμός από πλευράς εναγόντων ότι τα πρόσωπα αυτά εισήλθαν παράνομα στο ακίνητο όταν εισήλθαν για πρώτη φορά, το Δικαστήριο δεν μπορεί στην απουσία των συγκεκριμένων προσώπων να κρίνει την εγκυρότητα ή την έκταση των δικαιωμάτων τους ή να προβεί σε αντιπαραβολή των δικαιωμάτων τους αυτών με τα δικαιώματα των εναγόντων ώστε να αποφασίσει ποια δικαιώματα υπερτερούν. Άλλωστε, όπως έχει προ πολλού λεχθεί από την κυπριακή νομολογία, ένα πρόσωπο το οποίο εισέρχεται νόμιμα σε ένα ακίνητο και διατηρεί την κατοχή του, μπορεί να έχει αποκτήσει και δικαίωμα να διατηρήσει την εν λόγω κατοχή, τόσο νομικά όσο και με βάση τις αρχές της επιείκειας[6].
Για τους πιο πάνω λόγους συνεπώς κρίνω ότι προς το παρόν δεν μπορεί να εκδοθεί οποιαδήποτε απόφαση ως η απαίτηση ένεκα του ότι δεν έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου όλοι οι αναγκαίοι διάδικοι. Η διαπίστωση αυτή αναπόφευκτα σφραγίζει την τύχη της αίτησης από αυτό το στάδιο μη επιτρέποντας να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο θέμα αφορά στην ουσία της.
Ασκώντας λοιπόν τις εξουσίες που μου παρέχει το Μ.24 Κ.6, η παρούσα αίτηση απορρίπτεται και δίνονται οδηγίες όπως αν η απαίτηση θα προωθηθεί ως έχει τότε εντός 15 ημερών να καταχωρηθεί αίτηση τροποποίησης του τίτλου ώστε να περιληφθούν ως εναγόμενοι τα πρόσωπα που διαπιστώνονται να είναι αναγκαίοι διάδικοι, είτε ονομαστικά αν είναι γνωστή η ταυτότητα τους είτε ως «άγνωστα πρόσωπα» αν δεν είναι γνωστή, και ακολούθως η απαίτηση να επιδοθεί στα εν λόγω πρόσωπα με τον ανάλογο τρόπο. Νοείται ότι εφόσον η παρούσα αίτηση απορρίπτεται χωρίς να εξεταστεί η ουσία της οι ενάγοντες διατηρούν το δικαίωμα να υποβάλουν εκ νέου το αίτημα τους στο μέλλον, αναλόγως βέβαια και του πώς θα εξελιχτούν τα πράγματα, ώστε αυτό να εξεταστεί από το Δικαστήριο.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, ένεκα του ότι η αίτηση δεν έχει εξεταστεί επί της ουσίας της και ένεκα του ότι ενδέχεται το ίδιο αίτημα να υποβληθεί εκ νέου στο μέλλον οπόταν και τότε είναι που θα αποφασιστεί κατά πόσο οι ενάγοντες δικαιούνται ή όχι σε απόφαση εναντίον της εναγόμενης και οποιουδήποτε άλλου προσώπου, κρίνεται ορθό και δίκαιο όπως τα έξοδα αυτά συνιστούν έξοδα στην πορεία της κυρίως απαίτησης αλλά σε καμία περίπτωση εναντίον της εναγόμενης και εκδίδεται ανάλογη διαταγή.
(Υπ.) ……………………….
Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Καταχωρήθηκε στις 15/10/24 στις 16:58μ.μ.
[2] 24.2. (1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:(α) κρίνει ότι: (i) ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή (ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και (β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.
[3] «Recovery of land (Ο.12 r. 25) -. Any person not named as a defendant in a writ of summons for the recovery of land may by leave of the Court or a Judge appear and defend, on filing an affidavit showing that he is in possession of the land either by himself or by his tenant» - «Recovery of land, person not named defendant (Ο.12, r. 27)-27. Where a person not named as defendant in any writ of summons for the recovery of land has obtained leave of the Court or a Judge to appear and defend, he shall enter an appearance..,and shall forthwith give notice of such appearance· to the plaintiff…and shall in all subsequent proceedings be named as a party defendant to the action.»
[4] Το τεστ καθορίστηκε εκεί να είναι ότι «the description used must be sufficiently certain so as to identify both those who are included and those who are not. If that test is satisfied, then it does not seem to me to matter that the description may apply to no one or to more than one person, nor that there is no further element of subsequent identification whether by service or otherwise» - η ονομασία στον τίτλο διαμορφώθηκε ως εξής «Persons entering or remaining without the consent of the claimants, or any of them, on any of the (addresses are set out)…»
[5] η ονομασία στον τίτλο διαμορφώθηκε ως εξής – «Persons unknown (being persons other than those listed in the Schedule to the claim form) causing or permitting … to be occupied on land at (address) ..»
[6] ODYSSEOS ν. PIERIS ESTATES AND OTHERS (1982) 1 CLR 557
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο