LANOMEX DEVELOPMENT LTD ν. ΜΑΡΙΑ ΑΒΡΑΑΜ, Αρ. Αγωγής: 393/24, 31/3/2025
print
Τίτλος:
LANOMEX DEVELOPMENT LTD ν. ΜΑΡΙΑ ΑΒΡΑΑΜ, Αρ. Αγωγής: 393/24, 31/3/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Α.Ε.Δ.

 Αρ. Αγωγής: 393/24(ι)

Μεταξύ:

LANOMEX DEVELOPMENT LTD

   Ενάγοντες – Αιτητές

Και

ΜΑΡΙΑ ΑΒΡΑΑΜ

Εναγόμενη – Καθ΄ ης η αίτηση

----------------

(Αίτηση εναγόντων ημερ. 09/07/24 για προσωρινό διάταγμα)

 

Ημερομηνία: 31 Μαρτίου 2025

Εμφανίσεις:

Για Ενάγοντες - αιτητές: κ. Α. Γεωργίου για ΦΟΙΒΟΣ, ΧΡΙΣΤΟΣ ΚΛΗΡΙΔΗΣ & ΣΥΝΕΡΓΑΤΕΣ Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενη - καθ’ ης η αίτηση: κ. Π. Χατζημιχαήλ για Παπαδόπουλος, Λυκούργος & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στην παρούσα υπόθεση, οι ενάγοντες, οι οποίοι είναι κυπριακή εταιρεία που δραστηριοποιείται από πριν το 2007 και της οποίας το ιδιοκτησιακό καθεστώς άλλαξε στις 26/05/14 οπόταν και μετονομάστηκε στο όνομα με το οποίο παρουσιάζεται στον τίτλο της υπόθεσης, καταχώρισαν στις 09/07/24 έντυπο απαίτησης δυνάμει του μέρους του Μ.7 Κ.1[1] αξιώνοντας όπως εκδοθεί αφ’ ενός διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στην εναγόμενη από του να επεμβαίνει «εις το ακίνητο ή και υποστατικό ή και χώρο ιδιοκτησίας των Εναγόντων ευρισκόμενο επί της οδού Λεωφόρου Αθηνών... Λάρνακα... Σκάλα... Δήμος Λάρνακας» και αφ’ ετέρου όπως επιδικασθούν εναντίον της εναγόμενης αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και/ή για παραβίαση των προνοιών του Κεφ. 96. Στις αξιούμενες αυτές αποζημιώσεις περιλαμβάνεται και αξίωση για καταβολή του ποσού των €37,50 ευρώ ημερησίως από 26/05/14 μέχρι την άρση της κατ’ ισχυρισμό παράνομης επέμβασης.

Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην έκθεση απαίτησης που επισυνάπτεται στο έντυπο απαίτησης, η εναγόμενη διατηρεί επιχείρηση εστίασης σε υποστατικό που ενοικιάζει από τους ενάγοντες και το οποίο βρίσκεται εντός ενός μεγαλύτερου  ακινήτου που ανήκει στους τελευταίους. Κατά τον χρόνο καταχώρησης της υπόθεσης δε, το καθεστώς της ενοικίασης του επίδικου υποστατικού από την εναγόμενη ήταν, σύμφωνα με τους ενάγοντες, αυτό της θέσμιας ενοικίασης. Ισχυρίζονται λοιπόν οι ενάγοντες ότι αν και «διαχρονικά» υπήρξαν και υπάρχουν διάφορες αντιδικίες με την εναγόμενη, τόσο στο Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεων (Ενοικιοστάσιο) όσο και ενώπιον ποινικών Δικαστηρίων, εντούτοις οι αξιώσεις που προβάλλονται με την παρούσα απαίτηση περιορίζονται ν’ αφορούν αποκλειστικά στην περίοδο από τις 26/05/14 και εντεύθεν, ήτοι από την ημερομηνία που άλλαξε το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, των εναγόντων δηλαδή.

Στο σημείο αυτό και για σκοπούς εύκολης κατανόησης των θεμάτων που εγείρονται από πλευράς εναγόντων, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο το απόσπασμα από την έκθεση απαίτησης που καθορίζει το τι είναι που ισχυρίζονται οι τελευταίοι (η ορθογραφία έχει διατηρηθεί αυτούσια):

«…Είναι περαιτέρω ισχυρισμός των εναγόντων ότι το μέρος του εν λόγω υποστατικού το οποίο τελεί υπό θέσμια ενοικίαση και είναι δεόντως αδειοδοτημένο ως εμφαίνονται και στα συνημμένα του επί του σχετικού ενοικίου σχέδια, είναι έκταση περίπου 208 μέτρων. Είναι περαιτέρω ισχυρισμός των εναγόντων ότι η εναγόμενη, χωρίς οποιανδήποτε άδεια ή και χωρίς η οροφή ως του άνω κτιρίου ή και ακινήτου εντός του οποίου ευρίσκεται το υπό θέσμιο υποστατικό να τελεί υπό ενοικίαση ή οποιανδήποτε συμφωνία ή και χωρίς καμία συγκατάθεση ή και άδεια από πλευράς εναγόντων έχουν, χωρίς την άδεια των εναγόντων, εγκαταστήσει ή και συνεχίζουν να έχουν εγκατεστημένες επεκτάσεις ή και κατασκευές ή και κτίσεις ή και αποθήκες από ευτελή υλικά που πέραν του ότι είναι εντελώς παράνομα και κατά παράβαση κάθε προτύπου ή και σχετικής νομοθεσίας ενέχουν και σοβαρά ρίσκα και κινδύνους από μεριάς στατικότητας ή και προτύπων υγιεινής ή και έχουν μπλοκάρει ή και δεν επιτρέπουν την έξοδο διαφυγής κινδύνου. Οι ενάγοντες θα ισχυριστούν ότι εξ’ όσων γνωρίζουν  οι πιο πάνω παράνομες πράξεις έλαβαν χώρα από περί το 2007 άνευ άδειας και ή γνώσης των προηγούμενων ιδιοκτητών και συνεχίζουν από περί το 2014 όταν και κατέστησαν ιδιοκτήτες οι ενάγοντες μέχρι και σήμερα. Είναι περαιτέρω μόνιμου χαρακτήρα. Είναι η θέση των εναγόντων ότι η τοποθέτηση ή και εγκατάσταση κατασκευών ή και κτήσεων ή και αποθηκών από ευτελή υλικά ή και οι επεκτάσεις ως άνω που υφίστανται από το 2014 που κατέστησαν οι ενάγοντες οι ιδιοκτήτες του ως άνω ακινήτου μέχρι και σήμερα άνευ της άδειας ή συγκατάθεσης των εναγόντων, συνιστά παράνομη επέμβαση στην περιουσία αυτών…(παρατίθενται λεπτομέρειες)... Η ως άνω παράνομη επέμβαση συνεχίζει από τις 26/05/14 μέχρι και σήμερα οπόταν και οι ενάγοντες υπόκεινται σε ζημιά ως εξής …(παρατίθενται λεπτομέρειες)... Οι ενάγοντες ακόμα ισχυρίζονται ότι ως άνω πράξεις ή και παραλείψεις της εναγόμενης συνιστούν παραβίαση υποχρεώσεων που επιβάλλονται από τον περί Οδών και Οικοδομών Νόμο Κεφ. 96 και τους Κανονισμούς…(παρατίθενται λεπτομέρειες)...»

Την ίδια ουσιαστικά μέρα που καταχωρήθηκε η απαίτηση, δηλαδή στις 09/07/24, οι ενάγοντες καταχώρησαν και την παρούσα ενδιάμεση αίτηση με την οποία ζήτησαν όπως εκδοθεί, χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά, προσωρινό διάταγμα στη βάση κυρίως του αρ.32 Ν.14/60 και των σχετικών προνοιών των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, με το οποίο να διατάσσεται η εναγόμενη όπως άρει και ή αφαιρέσει άμεσα τα όσα κατά τους ενάγοντες συνιστούν παράνομη επέμβαση στο ακίνητο τους και συγκεκριμένα «…οτιδήποτε δεν προβλέπεται στην άδεια οικοδομής ή και στην πολεοδομική άδεια του εστιατορίου Hobos Steak House της εναγόμενης ή και που δεν περιλαμβάνεται στο ενοικιαστήριο έγγραφο ημερομηνίας 25/01/00 καθώς και όλες τις επεκτάσεις ή και κατασκευές ή και κτήσεις που εμφαίνονται στο Τεκμήριο 3 της αίτησης με λιλά και πορτοκάλι χρώμα και οι οποίες είναι παράνομες ή και ηγέρθησαν ή και εγκαταστάθηκαν χωρίς οποιανδήποτε άδεια ή και νομιμοποίηση».

Επειδή κατά την καταχώρηση της εν λόγω αίτησης δεν ζητήθηκε από τους ενάγοντες με τον προβλεπόμενο τρόπο όπως το Δικαστήριο επιληφθεί της αίτησης επί επείγουσας βάσης (βλ. Μ.23 Κ.8(2)), το Πρωτοκολλητείο όρισε την αίτηση με βάση την κανονική ροή του προγράμματος, δηλαδή στις 17/09/24. Κατ’ εκείνη την ημερομηνία, το Δικαστήριο που επιλήφθηκε της αίτησης έκρινε ότι δεν υφίστατο πλέον κανένας λόγος για να εξεταστεί η αίτηση χωρίς να ειδοποιηθεί και η αντίδικη πλευρά οπόταν και δόθηκαν σχετικές οδηγίες για επίδοση της αίτησης στην εναγόμενη.

 

Αφού λοιπόν στη διαδικασία εμφανίστηκε και η εναγόμενη και καθορίστηκε και το χρονοδιάγραμμα της διαδικασίας κατά την προβλεπόμενη ΑΔΟ, η πλευρά της εναγόμενης καταχώρισε ένσταση στην αίτηση προβάλλοντας 23 συνολικά λόγους για τους οποίους υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

Αν και ειδικότερη αναφορά στις ένορκες δηλώσεις που υποστηρίζουν την αίτηση και την ένσταση αντίστοιχα θα κάνω σε κατοπινό στάδιο, επί του παρόντος σημειώνω τα ακόλουθα.

Στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, η οποία γίνεται από τον νυν διευθυντή των εναγόντων, επαναλαμβάνονται ουσιαστικά αλλά με περισσότερη λεπτομέρεια τα όσα αναφέρονται και στην έκθεση απαίτησης. Αναφέρεται δε ότι σε σχέση με το επίδικο υποστατικό, το οποίο βρίσκεται σε ακίνητη ιδιοκτησία των εναγόντων (Τεκ.1), υπήρχαν και υπάρχουν διάφορες αντιδικίες με την εναγόμενη και συγκεκριμένα ότι εκκρεμούν σήμερα μεταξύ άλλων και αιτήσεις ενώπιον του Ενοικιοστασίου αλλά και ιδιωτική ποινική υπόθεση η οποία αφορά σε ποινική δίωξη της εναγόμενης στη βάση των προνοιών του Κεφ.96 σε σχέση με τις κατ’ ισχυρισμό παράνομες «επεκτάσεις ή και κατασκευές ή και κτήσεις» που προβάλλονται ως επίδικες στην παρούσα υπόθεση. Προς επίρρωση δε των ισχυρισμών του ότι έχουν όντως γίνει παράνομες και άνευ της συγκατάθεσης των ιδιοκτητών «επεκτάσεις ή και κατασκευές ή και κτήσεις» στο ακίνητο των εναγόντων από το 2007 και οι οποίες από το 2014 και μέχρι σήμερα συνεχίζουν να υφίστανται έχοντας πλέον αποκτήσει μόνιμο χαρακτήρα, ο ομνύοντας επικαλείται σχετική έκθεση που έλαβε από αρχιτέκτονα η οποία με παραπομπή σε κάποιο ενοικιαστήριο έγγραφο με την εναγόμενη ημερομηνίας 25/1/2000 αλλά και σε σχετικό φωτογραφικό υλικό, δείχνει, κατά τον ομνύοντα, την ακριβή έκταση των παρανομιών που υφίστανται στο ακίνητο καθώς επίσης και το τι πραγματικά έπρεπε να υπάρχει στον χώρο (κίτρινο χρώμα) σε αντιδιαστολή με το τι έχει στην πράξη χτίσει η εναγόμενη (λιλά και πορτοκάλι χρώμα) (βλ.Τεκ. 2 και 3)

Πρόσθετα όμως των πιο πάνω, στην Ε/Δ του ο διευθυντής των εναγόντων προχωρεί και να σχολιάσει τις θέσεις που η εναγόμενη πρόβαλε στα πλαίσια των διαφόρων άλλων δικαστικών διαδικασιών που υπήρξαν και υπάρχουν μεταξύ των μερών και συγκεκριμένα τις θέσεις που αυτή πρόβαλε προκειμένου να δικαιολογήσει την άρνηση της ν’ άρει ή και να αποσύρει τις επίδικες επεμβάσεις (γίνεται παραπομπή στο δικόγραφο που η εναγόμενη καταχώρησε στην Αίτηση Ενοικιοστασίου Κ2/23 - Τεκ.4). Υποδεικνύει λοιπόν ο ομνύοντας – και απορρίπτει - τη θέση της εναγόμενης ότι η πραγματική ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού δεν είναι η ίδια αλλά μία εταιρεία που σχετίζεται με την οικογένειά της, τη θέση ότι με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες των εναγόντων υπήρξε κάποια προφορική συμφωνία για υπογραφή από μέρους τους όλων των σχετικών αιτήσεων προκειμένου να ληφθεί η αναγκαία πολεοδομική και οικοδομική άδεια και τέλος τη θέση ότι εκείνη η συμφωνία, επειδή δεν υλοποιήθηκε από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες, βαρύνει πλέον τους νυν ιδιόκτητες των εναγόντων.

Καταλήγει συνεπώς ο ομνύοντας των εναγόντων στο ότι επειδή οι επίμαχες κτίσεις δεν είναι μόνο αυθαίρετες αλλά είναι και παράνομες, υπό την έννοια ότι έχουν γίνει χωρίς την άδεια των αρμοδίων αρχών κατά παράβαση των προνοιών του Κεφ.96, αυτές δεν μπορούν καθόλου να συνεχίσουν να υφίστανται αφού ακόμη και αν όντως υπήρξε η συμφωνία που ισχυρίζεται η εναγόμενη ότι υπήρξε με τους προηγούμενους ιδιοκτήτες των εναγόντων, η συμφωνία αυτή δεν μπορεί ούτε να νομιμοποιήσει τις παρανομίες αλλά ούτε και να υποκαταστήσει τις άδειες που απαιτούνται να εξασφαλιστούν. Και επειδή οι συγκεκριμένες κτήσεις είναι και επικίνδυνες αλλά και μόνιμου χαρακτήρα,  θα πρέπει να εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα που ζητούν οι ενάγοντες ώστε να διαφυλαχτούν τα συμφέροντα των τελευταίων και να σταματήσει η περαιτέρω πρόκληση ζημιάς σε αυτούς, η οποία και μόνιμη είναι αλλά και ανεπανόρθωτη (βλέπε παραπομπή σε έκθεση εκτίμησης - Τεκ.5).

Στην ένορκη δήλωση της εναγόμενης που υποστηρίζει την ένσταση, η τελευταία ισχυρίζεται ότι στα επίδικα γεγονότα εμπλέκεται και η εταιρεία Dimitris Yiannoudiou & Sons Limited (εφ’ εξής η εταιρεία) η οποία αν και παλαιότερα ήταν η εταιρεία που αυτή είχε με το σύζυγό της σήμερα είναι συμφερόντων του υιού της. Σύμφωνα λοιπόν με την εναγόμενη, ο χώρος στον οποίο βρίσκεται σήμερα το επίδικο υποστατικό αποτελούσε την ταράτσα ενός καταστήματος που ενοικιαζόταν από το 1982 σε συγγενικό της πρόσωπο και το οποίο χρησιμοποιούσε το συγκεκριμένο υποστατικό στην ταράτσα από το 1986 για την επιχείρησή του. Στη συνέχεια όμως ενοικιαστής του όλου χώρου κατέστη η εταιρεία και το 2000 αποφασίστηκε όπως διαχωριστεί η ενοικίαση του καταστήματος από την ενοικίαση του υποστατικού που βρισκόταν στην ταράτσα. Δυνάμει λοιπόν ενοικιαστήριου εγγράφου ημερομηνίας 25/01/2000 (Τεκ.1), το οποίο είχε συναφθεί με τους τότε ιδιοκτήτες των εναγόντων, οι τελευταίοι «…για σκοπούς υλοποίησης εργασιών και επίτευξης αδειοδότησης, ενοικίασαν ξεχωριστά το υποστατικό σε εμένα με σκοπό φυσικά και πάλι να υποκατασταθώ από την εταιρεία και η γραπτή συμφωνία και η ενοικίαση να μεταβιβαστούν στην εταιρεία»

Είναι δε η θέση της εναγόμενης ότι όχι μόνο η συγκεκριμένη ενοικίαση αφορούσε σε ολόκληρο τον χώρο που παρουσιαζόταν στη συμφωνία του 2000, περιλαμβανομένων δηλαδή των βεράντων και των βοηθητικών και περιμετρικών χώρων στους οποίους αφορούν τα επίδικα παράπονα των εναγόντων, αλλά και προκειμένου να γίνουν διάφορες μετατροπές στον εν λόγω χώρο, οι τελευταίοι βοήθησαν την ενοικιάστρια εταιρεία το 2003 να εξασφαλίσει και τις απαραίτητες άδειες (Τεκ.6). Και επειδή ακριβώς είναι την εταιρεία που με την συμπεριφορά και τις ενέργειες τους οι τότε ιδιοκτήτες των εναγόντων αναγνώρισαν ως τον ενοικιαστή του υποστατικού, αυτή είναι, η εταιρεία δηλαδή, που κατέχει, χρησιμοποιεί, εκμεταλλεύεται και διαχειρίζεται το υποστατικό και που πληρώνει το ενοίκιο και τις σχετικές φορολογίες. Ειδικότερα όμως, όπως ισχυρίζεται η ομνύουσα ότι έχει πληροφορηθεί από το υιό της ο οποίος είναι ο διευθυντής της εταιρείας, το 2007 είχε αποφασιστεί όπως τροποποιηθεί η συμφωνία ενοικίασης του 2000 οπόταν και συμφωνήθηκε όπως με αντάλλαγμα το διπλασιασμό του ενοικίου και την αναδρομική πληρωμή του από το 2006, οι τότε ιδιοκτήτες θα υπέγραφαν σχετική αίτηση για να εκδοθεί πολεοδομική και οικοδομική άδεια προκειμένου να γίνουν στο υποστατικό διάφορες προσθήκες και ανακαινίσεις που είχαν σχεδιαστεί από συγκεκριμένο μελετητή. Στη βάση λοιπόν αυτής της τροποποιητικής συμφωνίας οι τότε ιδιοκτήτες των εναγόντων υπέγραψαν την 26/02/07 αίτηση για έκδοση πολεοδομικής άδειας για τη διενέργεια προσθηκών και μετατροπών στο επίδικο υποστατικό (Τεκ.2) ενώ η εταιρεία τους κατέβαλε και συνεχίζει να τους καταβάλλει το αυξημένο ενοίκιο το οποίο εισπράττεται αδιαμαρτύρητα με την έκδοση σχετικών αποδείξεων (Τεκ.4). Όταν όμως την 17/01/11 η αρμόδια πολεοδομική αρχή γνωστοποίησε στους τότε ιδιοκτήτες των εναγόντων,  οι οποίοι να σημειωθεί είχαν αλλάξει στις 03/07/09, ότι αποφάσισε να χορηγήσει την πολεοδομική άδεια που ζητήθηκε το 2007 (Τεκ.3), οι τελευταίοι, παρά το ότι συνέχισαν να λαμβάνουν το αυξημένο ενοίκιο αρνήθηκαν και να συμμορφωθούν με τις πρόνοιες της τροποποιητικής συμφωνίας αλλά και να υπογράψουν την σχετική αίτηση για έκδοση και οικοδομικής άδειας, και την ίδια στάση τήρησαν από το 2014 και οι νυν ιδιοκτήτες των εναγόντων. Είναι λοιπόν στη βάση αυτού του ιστορικού που η εναγόμενη υποστηρίζει οι ενάγοντες κωλύονται από του να προβάλλουν τις αξιώσεις που προβάλλουν.

Επαναλαμβάνοντας συνεπώς τη θέση της ότι η ίδια δεν είναι ενοικιάστρια του υποστατικού και ότι δεν διεξάγει οποιανδήποτε επιχείρηση εντός αυτού, η ομνύουσα κάνει αναφορά στο ιστορικό των δικαστικών διαδικασιών που υπήρξαν και υπάρχουν μεταξύ των εμπλεκόμενων προσώπων και επισημαίνει ότι αυτό που στην ουσία προσπαθούν να πράξουν οι ενάγοντες είναι να εκβιάσουν τον υιό της για να απομακρύνει την εταιρεία από το υποστατικό. Ειδικότερα η ομνύουσα κάνει αναφορά στην ιδιωτική ποινική υπόθεση 11266/15 που οι ενάγοντες καταχώρισαν το 2015 για δήθεν παράνομες κατασκευές και την οποία όμως υπόθεση στη συνέχεια, κατόπιν σχετικού αιτήματος, ο Γενικός Εισαγγελέας την ανέστειλε (Τεκ.7), την αίτηση Ε3/16 που καταχωρήθηκε στο Ενοικιοστάσιο τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 2016, με την οποία οι ενάγοντες ζητούσαν την παράδοση του υποστατικού προκειμένου να το κατεδαφίσουν και να το αντικαταστήσουν με νέα οικοδομή και η οποία όμως αίτηση αποσύρθηκε το 2020 (Τεκ.8), την αίτηση Κ2/23 που οι ενάγοντες καταχώρισαν το 2023 στο Ενοικιοστάσιο ζητώντας τον καθορισμό του ενοικίου του υποστατικού και η οποία ακόμη εκκρεμεί (Τεκ.9), την αγωγή 392/24 που αφορά σε κατά ισχυρισμό παράνομη επέμβαση σε χώρους πλησίον του υποστατικού, την αίτηση Ενοικιοστασίου Κ5/24 για έκδοση διατάγματος που να επιτρέπει την πρόσβαση στο υποστατικό, και την ιδιωτική ποινική υπόθεση 494/24 η οποία αφορά σε ποινική δίωξη της εναγόμενης για τις εδώ επίδικες κατασκευές (Τεκ.10, 11 και 12). Κατά την εναγόμενη, όλες αυτές οι υποθέσεις, όπως και η παρούσα, συνιστούν ξεκάθαρη ένδειξη των καταχρηστικών μέσων που ακολουθούν οι ενάγοντες προκειμένου να εκβιάσουν την εταιρεία να εγκαταλείψει το υποστατικό.

Επισημαίνοντας τέλος το ότι τα γεγονότα της υπό κρίση υπόθεσης, όπως και οι ίδιοι οι ενάγοντες αναφέρουν, χρονολογούνται, αν όχι από το 2007 τουλάχιστον από το 2014, η ομνύουσα υποστηρίζει ότι όχι μόνο η απαίτησή των εναγόντων είναι έκθετη σε απόρριψη λόγω παραγραφής αλλά και ότι και ότι λόγω της αδικαιολόγητης καθυστέρησης στην καταχώριση της παρούσας αίτησης έχει δημιουργηθεί μια κατάσταση πραγμάτων επί της οποίας η ενοικιάστρια εταιρεία έχει βασιστεί προκειμένου να επενδύσει στο υποστατικό χρήματα, και η οποία κατάσταση δεν δικαιολογείται σήμερα να ανατραπεί.

Στη βάση όλων των πιο πάνω, η ομνύουσα, κάνοντας ιδιαίτερη μνεία στις προϋποθέσεις του αρ. 32 Ν.14/60 αλλά και στις δικές της προσωπικές περιστάσεις (Τεκ.5), υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι στη βάση των οδηγιών που έδωσε το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό του χρονοδιαγράμματος της παρούσας αίτησης, αμφότερες οι πλευρές προχώρησαν σε καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων το περιεχόμενο των οποίων προχωρώ να συνοψίσω.

Στη δική της συμπληρωματική Ε/Δ η πλευρά των εναγόντων επαναλαμβάνει τη θέση της ως προς τις συνέπειες που θα υποστεί αν δεν εκδοθεί το αιτούμενο προσωρινό διάταγμα – έμφαση δίνεται στο ότι οι φερόμενες παρανομίες δεν μπορούν να παραμείνουν – καθώς επίσης και τη θέση ότι ήταν πάντα με την εναγόμενη που συζητούνταν όλα τα θέματα που αφορούσαν στην ενοικίαση του υποστατικού. Προς επίρρωση δε της τελευταίας αυτής θέσης αλλά και προς αντίκρουση της περί αντίθετου θέσης της εναγόμενης, η πλευρά των εναγόντων παραπέμπει στο περιεχόμενο του ενοικιαστήριου εγγράφου της 25/01/00 καθώς επίσης και σε επιστολές που είχαν αποσταλεί από τους προηγούμενους ιδιοκτήτες προς την εναγόμενη, τους οποίους η τελευταία επικαλείται. Οι εν λόγω επιστολές παρουσιάζονται ν’ αφορούν, μεταξύ άλλων, σε αιτήματα των ιδιοκτητών προς την εναγόμενη, από το 2002, όπως αφαιρεθούν διάφορες μετατροπές που είχαν γίνει τότε στο υποστατικό, σε ενημέρωση της εναγόμενης ότι δεν θα ανανεωνόταν η ενοικίασή της οπόταν και θα καθίστατο θέσμια ενοικιαστής, σε ενημέρωση για το γεγονός της αλλαγής του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των εναγόντων, σε ενημέρωση για την πρόθεση των τελευταίων να κατεδαφίσουν το υποστατικό και σε απαίτηση για αφαίρεση άλλων παρανομιών που έγιναν εντός αυτού (Τεκ. 1 - 5). Παρουσιάζει επίσης η πλευρά των εναγόντων και αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ των δικηγόρων των τελευταίων και των δικηγόρων της εναγόμενης σε σχέση με και με τα επίδικα γεγονότα (Τεκ. 6 - 12). Επιπρόσθετα των στοιχείων αυτών, η πλευρά των εναγόντων παραπέμπει και στα δικόγραφα που η εναγόμενη καταχώρησε στις άλλες διαδικασίες που υπήρξαν ή υπάρχουν ώστε να καταδείξει το αβάσιμο των ισχυρισμών της αλλά και για να επισημάνει το ότι η τελευταία άλλοτε αποδοκιμάζει την συμβατική σχέση που διέπει την ενοικίαση του ακινήτου και άλλοτε την επιδοκιμάζει προκειμένου να προβάλει προσωπικές οικονομικές αξιώσεις.

Στην δική της συμπληρωματική ένορκη δήλωση η εναγόμενη ουσιαστικά επαναλαμβάνει τις αρχικές της θέσεις σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης και τις προσωπικές της περιστάσεις ενώ τοποθετείται και επί του περιεχομένου της αλληλογραφίας που παρουσίασαν οι αιτητές με την δική τους συμπληρωματική ένορκη δήλωση, υποστηρίζοντας ότι είναι τις δικές της θέσεις που επιβεβαιώνει και όχι των εναγόντων.

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο. Επί του παρόντος όμως σημειώνω ότι αμφότεροι οι συνήγοροι ασχολήθηκαν στις αγορεύσεις τους με τη νομική πτυχή που διέπει αιτήσεις αυτής της φύσης και δη σε περιπτώσεις όπως προβάλλεται να είναι η παρούσα περίπτωση.

Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου.  Σημειώνω τα εξής.

Οι νομολογιακές αρχές που περιβάλλουν αιτήματα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του αρ.32 του Ν.14/60 είναι καλά γνωστές και έχουν πολύ εύστοχα συνοψισθεί σε πληθώρα αποφάσεων όπως είναι οι ΚΟΖΑΚΟΥ κ.α. ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E127/2013, 13/6/2019 και Εκδόσεις Αρκτίνος  Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της Λοϊζίδου που υιοθετήθηκε στη Κοζάκου:

«Στο άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η πρώτη αφορά το ποιοτικό κριτήριο της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και συνδέθηκε, αρχικά από την καθοριστική επί του ζητήματος υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557, με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα. Θεωρήθηκε ότι ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί ο,τιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων». Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν  από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά. Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια.

Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.

Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις....

Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση.  Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.»

(βλ. μεταξύ άλλων και MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E179/2017, 2/5/2024, SERGIY MARFUT v. ZAFORPO VENTURES LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε144/2020, Ε145/2020, 29/3/2024, LAXIFLORA HOLDINGS LTD κ.α. v. ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε38/2021, Ε42/2021, 12/2/2024 και PROQUASERV ACCOUNTANTS LTD κ.α. v. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2018, 17/11/2023)

Αναφέρω εδώ ότι οι πιο πάνω αρχές, στο βαθμό που άπτονται και του πώς είναι που διενεργείται η δικαστική εξέταση ενδιάμεσων αιτήσεων της παρούσας φύσης, συνάδουν με τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να εξετάζονται με βάση τους «νέους» Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας στη βάση των οποίων και εγείρεται η παρούσα. Προς τούτο παραπέμπω ενδεικτικά στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι είναι όμοιοι με τους κυπριακούς Κανονισμούς, αναφέρεται στις σελ. 585 – 588 ότι κατά την εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων δεν είναι ορθό να επιβάλλεται το επίπεδο απόδειξης που επιβάλλεται στα πλαίσια κανονικής δίκης (ισοζύγιο των πιθανοτήτων) αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ουσιαστικά είτε τη διεξαγωγή πρόωρης δίκης είτε όπως το Δικαστήριο προκαταβάλει στα πλαίσια μιας ενδιάμεσης διαδικασίας την ενδεχόμενη τελική του κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης. Παρόμοια είναι δε και η αρχή που διατυπώθηκε προ πολλού στην Κύπρο σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες για προσωρινά διατάγματα, αφού όπως λέχθηκε και στην Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557 ότι «The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish "a probability" of success. The concept of "a probability" imports something more than a mere possibility but something much less than the "balance of probabilities", the standard required for proof of a civil action. A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re J.S. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.) "A probability", in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success…»

Ως εκ τούτου, το σύνηθες επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες με βάση τους νέους Κανονισμούς είναι, όπως αναφέρεται στο Blackstones, το κατά πόσο το οποιοδήποτε αμφισβητούμενο γεγονός έχει καταδειχθεί μέσω μιας «καλής συζητήσιμης υπόθεσης», κριτήριο το οποίο «…εμπερικλείει το σημαντικό κανόνα ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι όσο ικανοποιημένο μπορεί να είναι, δεδομένων των περιορισμών που έχει μια ενδιάμεση διαδικασία, για το ότι υπάρχουν παράγοντες που του δίδουν δικαιοδοσία ή που δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής…». Για το λόγο αυτό, συνεχίζει το BLACKSTONE’S, «…οι περισσότερες αιτήσεις εξετάζονται στη βάση των γεγονότων που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα…(εφόσον)…η επιλογή μεταξύ μαρτύρων συνιστά λειτουργία του Δικαστή που εκδικάζει την ουσία της υπόθεσης και σε μια ενδιάμεση αίτηση είναι επιτρεπτό για ένα Δικαστή να «κοιτάξει πίσω» από μια Ε/Δ μόνο αν προβάλλεται κάποιος ισχυρισμός που παρουσιάζει εγγενή απιθανότητα ή όταν υπάρχει εξωγενής μαρτυρία που τον αντικρούει…» (βλ.σελ. 587 και την αναφορά που εκεί γίνεται στις HRH Prince of Wales v Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776 (21 December 2006), National Westminster Bank Plc v Daniel [1993] 1 WLR 1453 και Shyam Jewellers Ltd v Cheeseman | [2001] EWCA Civ 1818).

Με γνώμονα όλες τις πιο πάνω αρχές λοιπόν σημειώνω τα ακόλουθα:

Κατ’ αρχή θα πρέπει ν’ αναφερθεί ότι από μια πρώτη ανάγνωση των εκατέρωθεν ισχυρισμών προκαλείται εκ πρώτης όψεως σύγχυση ως προς το τι ακριβώς είναι που ο κάθε διάδικος υποστηρίζει. Αυτό γιατί οι μεν ενάγοντες, ενώ παρουσιάζονται να υποστηρίζουν ότι η εναγόμενη βρίσκεται στο χώρο ως ενοικιάστρια η οποία με τις ενέργειες της έχει παραβεί τους όρους που περιβάλλουν την ενοικίαση της, την ίδια στιγμή υποστηρίζουν και ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες της εναγόμενης συνιστούν παράνομη επέμβαση, το οποίο όμως, ως είναι κοινώς αποδεκτό, συνιστά αστικό αδίκημα που στρέφεται, ουσιαστικά, εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας της ακίνητης ιδιοκτησίας[2]. Εγείρεται λοιπόν το ερώτημα του πώς γίνεται να καταλογίζονται σ’ έναν ενοικιαστή ενέργειες που συνιστούν παραβίαση των όρων ενοικίασης ενός υποστατικού και την ίδια στιγμή να υποστηρίζεται και ότι οι συγκεκριμένες ενέργειες συνιστούν παράνομη επέμβαση στο υποστατικό το οποίο ο ενοικιαστής νόμιμα κατέχει ένεκα της ιδιότητας του αυτής. Η εναγόμενη από την άλλη, ενώ ισχυρίζεται ότι ο ενοικιαστής του επίδικου υποστατικού δεν είναι εκείνη αλλά μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη εταιρεία, την ίδια στιγμή, τόσο με τις Ε/Δ της όσο και με το δικόγραφο της Υπεράσπισης που έχει καταχωρήσει, προβάλλει και προωθεί και ισχυρισμούς αναφορικά με τη νομιμότητα των όσων έγιναν στο χώρο αλλά και με τα δικαιώματα που δημιουργήθηκαν προς όφελος του προσώπου που τον ενοικιάζει, ήτοι ωσάν να και είναι εκείνη η ενοικιάστρια του υποστατικού.

Από μια πιο προσεκτική ανάγνωση των εκατέρωθεν θέσεων όμως προκύπτει ότι και οι δύο πλευρές συμφωνούν ως προς το ότι το επίδικο υποστατικό, εντός του οποίου λειτουργεί η επιχείρηση εστίασης  «Hobos Steak House», βρίσκεται στην ταράτσα ενός άλλου υποστατικού, καθώς και ότι και τα δύο αυτά υποστατικά, όπως και το ευρύτερο ακίνητο εντός του οποίου βρίσκονται, ανήκουν στους ενάγοντες. Οι διάδικοι συμφωνούν επίσης ότι το επίδικο υποστατικό τελεί υπό ενοικίαση καθώς επίσης και ότι η ενοικίαση αυτή – έστω και αν τα μέρη διαφωνούν ως προς το ποιος είναι ο ενοικιαστής – είναι ξεχωριστή από την ενοικίαση που διέπει το υποστατικό που βρίσκεται από κάτω. Μάλιστα δε, για την ενοικίαση του συγκεκριμένου επίδικου υποστατικού αμφότερες οι πλευρές παραπέμπουν στη συμφωνία ενοικίασης της 25/01/00 προβάλλοντας βέβαια η κάθε μια τους δικούς της ισχυρισμούς σε σχέση με την εν λόγω συμφωνία. Τέλος, και οι δύο πλευρές συμφωνούν ότι τόσο στο χώρο που βρίσκεται το υποστατικό όσο και περιμετρικά αυτού, δηλαδή στην ταράτσα του υποστατικού που βρίσκεται από κάτω, έχουν γίνει περί το 2007 διάφορες εργασίες, κατασκευές και προσθήκες για τις οποίες ήταν και είναι αναγκαία η εξασφάλιση και πολεοδομικής άδειας αλλά και άδειας οικοδομής από τις αρμόδιες αρχές (βλ. Ε/Α, παρ.5 Ε/Δ εναγόντων και παρ. 33 Ε/Δ εναγόμενης).

Έχοντας λοιπόν τα πιο πάνω κατά νου διαπιστώνεται ότι η υπόθεση που προωθούν οι ενάγοντες εναντίον της εναγόμενης έχει στην ουσία δύο πτυχές. Η μία πτυχή εδράζεται στην κατ’ ισχυρισμό ύπαρξη σχέσης ιδιοκτήτη - ενοικιαστή με την εναγόμενη για την ενοικίαση του συγκεκριμένου υποστατικού, και στη βάση αυτής της σχέσης προβάλλεται η θέση ότι με τις επίδικες εργασίες, κατασκευές και προσθήκες που έγιναν το 2007, η εναγόμενη έχει παραβεί τις υποχρεώσεις που οφείλει ως ενοικιάστρια απέναντι στους ιδιοκτήτες του υποστατικού, δηλαδή τους ενάγοντες. Η άλλη πτυχή της υπόθεσης εδράζεται στην ιδιότητα που οι ενάγοντες έχουν ως ιδιοκτήτες ολόκληρου του ακινήτου εντός του οποίου βρίσκεται το υποστατικό, περιλαμβανομένου δηλαδή και του υποστατικού πάνω από το οποίο βρίσκεται το επίδικο υποστατικό, και στη βάση αυτής της ιδιότητας προβάλλονται αφ’ ενός παράπονα που αφορούν στη φερόμενη παρανομία των επίδικων μετατροπών λόγω μη εξασφάλισης της απαιτούμενης άδειας από την αρμόδια αρχή και αφ’ ετέρου παράπονα για παράνομη επέμβαση στην οροφή του κάτωθεν υποστατικού το οποίο δεν καλύπτεται από τη συμφωνία ενοικίασης του 2000.

Η εναγόμενη ισχυρίζεται ότι ένεκα των όσων περιέβαλλαν τη συμφωνία ενοικίασης της 25/01/2000 αλλά και των όσων επακολούθησαν της εν λόγω συμφωνίας, οι ενάγοντες έχουν ουσιαστικά αναγνωρίσει και δεχτεί με τη συμπεριφορά τους ότι δεν είναι εκείνη η ενοικιάστρια του υποστατικού. Δέχεται όμως παρά ταύτα η εναγόμενη ότι στη συμφωνία της 25/01/00 είναι εκείνη που παρουσιάζεται ως ενοικιάστρια του επίδικου υποστατικού και όχι η εταιρεία DYS, όπως και δέχεται επίσης, ως αναφέρεται ανωτέρω, ότι όντως το 2007 είχαν γίνει στο χώρο διάφορες εργασίες, κατασκευές και προσθήκες ο οποίες συνεχίζουν μέχρι σήμερα να υφίστανται και για τις οποίες απαιτείτο να ληφθεί και η συγκατάθεση των ιδιοκτητών εναγόντων αλλά και η απαιτούμενη αδειοδότηση από τις αρμόδιες αρχές. Μάλιστα δε, ως προς το τελευταίο αυτό θέμα, ήτοι της αδειοδότησης, η εναγόμενη υποστηρίζει ότι ο λόγος που τελικά δεν εξασφαλίστηκαν όλες οι απαιτούμενες άδειες ήταν διότι οι ενάγοντες αδικαιολόγητα και άδικα υπαναχώρησαν από τις υποσχέσεις και τη συγκατάθεση που έδωσαν στον ενοικιαστή του υποστατικού το 2007. Έστω δηλαδή και αν μία από τις θέσεις που προβάλλει η εναγόμενη είναι ότι η ίδια δεν προέβη σε καμία προσθήκη ή μετατροπή ως ισχυρίζονται οι ενάγοντες, εντούτοις αυτή δέχεται, εμμέσως πλην σαφώς, ότι για τις εργασίες, κατασκευές και προσθήκες που όντως έγιναν στο χώρο το 2007, και οι οποίες συνεχίζουν μέχρι σήμερα να υφίστανται, δεν έχουν ακόμη εξασφαλιστεί όλες οι απαιτούμενες άδεις.

Υπό το φως των πιο πάνω επομένως, και λαμβανομένου υπόψη ότι οι ενάγοντες έχουν παρουσιάσει και επιστημονική μαρτυρία προς επίρρωση των θέσεων τους αναφορικά με τη φύση και την κατάσταση των επίδικων μετατροπών, και η οποία μαρτυρία φαίνεται, εκ πρώτης όψεως πάντοτε, να επιβεβαιώνει τους επί του προκειμένου ισχυρισμούς τους, δεν θεωρώ ότι μπορεί να λεχθεί ότι δεν αποκαλύπτεται στο παρόν στάδιο μια καλή συζητήσιμη υπόθεση εναντίον της εναγόμενης και με ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Υπενθυμίζω συναφώς, και αυτό με γνώμονα και τα όσα προβάλλει η εναγόμενη αναφορικά με τη δημιουργία κωλύματος στη βάση της συμπεριφοράς και των παραστάσεων των εναγόντων, ότι δεν ενδείκνυται στα πλαίσια της παρούσας αίτησης το Δικαστήριο να εξετάσει σε βάθος την ουσία των ισχυρισμών των διαδίκων προκειμένου να διαπιστώσει την πλήρη έκταση των εκατέρωθεν περιουσιακών δικαιωμάτων εφόσον κάτι τέτοιο θα ισοδυναμούσε με εξέταση και διατύπωση κρίσης ως προς την ύπαρξη των ουσιαστικών δικαιωμάτων των μερών αναφορικά με το επίδικο υποστατικό (βλ. Parico Aluminium Designs Ltd ν. Muskita - Aluminium Co Limited και Άλλων (2002) 1 ΑΑΔ 2015). Αντιθέτως, για σκοπούς της παρούσας ενδιάμεσης διαδικασίας για προσωρινό διάταγμα, εκείνο που χρειάζεται δεν είναι η απόδειξη του ουσιαστικού δικαιώματος των εναγόντων αλλά σοβαρές ενδείξεις περί της πιθανότητας ύπαρξής του (βλ. T.A. Micrologic Computer Consultants Ltd v. Microsoft Corporation (2002) 1 Α.Α.Δ. 1802).

Έχοντας λοιπόν διαπιστώσει ότι οι Ενάγοντες παρουσιάζουν μια συζητήσιμη υπόθεση με ορατή πιθανότητα επιτυχίας προχωρώ να εξετάσω την τρίτη προϋπόθεση του αρ. 32, ήτοι το κατά πόσο υπάρχει δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο, υπενθυμίζοντας όμως παράλληλα ότι ναι μεν η επάρκεια της θεραπείας των αποζημιώσεων λαμβάνεται σοβαρά υπόψη, όμως η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Είναι άλλωστε γι’ αυτόν το λόγο που έστω και αν κάποιες από τις θεραπείες που ζητούνται με αίτηση προσομοιάζουν με κάποιες από τις θεραπείες της αγωγής, αυτό δεν συνιστά λόγο για απόρριψη της αίτησης (βλ. Σταυράκης Χάρης και Άλλος ν. Δήμου Λευκωσίας (2015) 1 ΑΑΔ 731, Zena Company Ltd ν. Demenian Catering Ltd , (2011) 1 Α.Α.Δ. 1848 και Κυρισάββα v. Κύζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245).

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές συνεπώς, περιορίζομαι για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας να επισημάνω ότι μία εκ των βασικών πτυχών της αγωγής των εναγόντων στην προκειμένη περίπτωση αφορά στην διενέργεια μετατροπών σε ακίνητο της ιδιοκτησίας τους χωρίς την άδεια και τη συγκατάθεσή τους. Η διενέργεια όμως τέτοιων μετατροπών και υπό αυτές τις κατ’ ισχυρισμό συνθήκες, αν βεβαίως αποδειχτούν, δεν συνεπάγεται μόνο οικονομική ζημιά για τους ενάγοντες, για την οποία έχει παρουσιαστεί και επιστημονική μαρτυρία που φαίνεται εκ πρώτης όψεως να την αποδεικνύει (βλ. Τεκ. 5 εναγόντων – έκθεση εκτίμησης), αλλά συνεπάγεται και άμεσες συνέπειες στα συνταγματικά δικαιώματα που έχουν οι τελευταίοι σε σχέση με την ιδιοκτησία τους και τα οποία δικαιώματα προστατεύονται από το αρ. 23 του Συντάγματος (βλ. ΜΑΡΙΝΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ κ.α. v. ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2014, 13/7/2023, ECLI:CY:AD:2023:A251). Υπό αυτήν την σκοπιά λοιπόν, δηλαδή του δυσμενούς επηρεασμού όχι μόνο των οικονομικών συμφερόντων των εναγόντων αλλά και του συνταγματικού τους δικαιώματος να διαχειρίζονται και να απολαμβάνουν την ιδιοκτησία τους με όποιον τρόπο εκείνοι θέλουν, δύναται θεωρώ να λεχθεί ότι πληρείται και η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32. Άλλωστε, «…η έννοια του δύσκολου ή αδύνατου της πλήρους απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο περιλαμβάνει και άλλα μεταβλητά κριτήρια εκτός από την ανεπανόρθωτη ζημιά. Ο χρηματικός παράγοντας της αποζημίωσης δεν είναι ο μόνος που λαμβάνεται υπόψη…» (βλ. Κυρίσαββα και Zena Company Ltd ανωτέρω). Το αν τώρα οι ενάγοντες κωλύονται για οποιονδήποτε λόγο στο να επιμένουν στην αυστηρή προώθηση των ιδιοκτησιακών τους δικαιωμάτων έναντι του ενοικιαστή του υποστατικού τους, αυτό, όπως ανέφερα και πιο πάνω, δεν είναι στο παρόν στάδιο που θα αποφασιστεί.

Στρέφομαι τώρα στο ισοζύγιο της ευχέρειας.

Σύμφωνα με τα όσα οι ίδιοι ενάγοντες ισχυρίζονται στην έκθεση απαίτησής τους αλλά και στις ένορκες δηλώσεις που παρουσιάστηκαν προς υποστήριξη της παρούσας αίτησης, «…οι πιο πάνω παράνομες πράξεις έλαβαν χώρα από περί το 2007 άνευ άδειας και ή γνώσης των προηγούμενων ιδιοκτητών και συνεχίζουν από περί το 2014 όταν και κατέστησαν ιδιοκτήτες οι ενάγοντες μέχρι και σήμερα. Είναι περαιτέρω μόνιμου χαρακτήρα… η τοποθέτηση ή και εγκατάσταση κατασκευών ή και κτήσεων ή και αποθηκών από ευτελή υλικά ή και οι επεκτάσεις ως άνω που υφίστανται από το 2014 που κατέστησαν οι ενάγοντες οι ιδιοκτήτες του ως άνω ακινήτου μέχρι και σήμερα... ». Μάλιστα δε, ως οι ίδιοι ενάγοντες αναφέρουν, αυτοί δεν είχαν μόνο αντιληφθεί από το 2014 ότι είχαν γίνει στο υποστατικό οι μετατροπές που σήμερα προβάλλονται να συνιστούν τη βάση της απαίτησης τους, αλλά είχαν λάβει στο παρελθόν και διάφορα δικαστικά μέτρα εναντίον της εναγομένης σε σχέση με άλλες πτυχές της κατ’ ισχυρισμό ενοικίασης του υποστατικού από την ίδια.

Με άλλα λόγια, ενώ οι ενάγοντες γνώριζαν από το 2014 για τις κατ’ ισχυρισμό πράξεις και παραλείψεις επί των οποίων εδράζουν την παρούσα απαίτηση που  καταχώρησαν εναντίον της εναγόμενης το 2024, εντούτοις, όταν αποφάσισαν στο παρελθόν να λάβουν διάφορα δικαστικά μέτρα εναντίον της τελευταίας επέλεξαν όπως επικεντρωθούν σε θέματα που αφορούσαν άλλες πτυχές της μεταξύ τους σχέσης και ουδέποτε επιχείρησαν να εξασφαλίσουν το διάταγμα που ζητούν σήμερα με την παρούσα αίτηση. Άφησαν δηλαδή συνειδητά οι ενάγοντες τις επίδικες μετατροπές να καταστούν «μόνιμου χαρακτήρα» με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα δικά τους δικαιώματά αλλά και για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις του ενοικιαστή τους, όποιος και αν είναι αυτός.

Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι για 10 σχεδόν χρόνια οι ενάγοντες άφησαν οι ίδιοι να δημιουργηθεί ένα status quo σε σχέση με την κατάσταση του επίδικου υποστατικού αλλά και σε σχέση με τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του ενοικιαστή τους, θα ήταν κατά την κρίση μου άδικο να χρησιμοποιηθούν στο παρόν στάδιο τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα των εναγόντων προκειμένου να εκδοθεί κάποιο προσωρινό διάταγμα που να ανατρέπει αυτό το status quo, αφού κάτι τέτοιο δεν θα συνιστούσε υπό τις περιστάσεις αποτέλεσμα ενός δίκαιου ισοζυγισμού των ιδιαίτερων αναγκών των εμπλεκόμενων προσώπων, του ιδιοκτήτη δηλαδή από τη μια και του ενοικιαστή από την άλλη. Υπενθυμίζω συναφώς ότι στην προκειμένη περίπτωση η εναγόμενη επικαλείται αυτήν ακριβώς την ανοχή των εναγόντων για να υποστηρίξει το πραγματικά και νομικά αβάσιμο των ισχυρισμών τους και όπως έχει νομολογηθεί, «…(οι) Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας…»[3]

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι δεν έχω καθόλου παραγνωρίσει την πτυχή της υπόθεσης των εναγόντων που αφορά στο κατ’ ισχυρισμό αξιόποινο των επίδικων μετατροπών καθώς επίσης και το πώς είναι που θα πρέπει το ισοζύγιο της ευχέρειας να προσεγγίζεται στις περιπτώσεις όπου υπάρχει ισχυρισμός για διάπραξη ποινικού αδικήματος. Ότι δηλαδή η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση προσωρινού διατάγματος δεν έχει σε τέτοιες περιπτώσεις την ιδιαίτερη σημασία που έχει η γενικότερη  ανάγκη για να τεθεί κάποιο τέλος στην κατ’ ισχυρισμό αξιόποινη πράξη. Σύμφωνα όμως με τους ίδιους τους ενάγοντες, αυτή η «ποινική πτυχή» της υπόθεσης τους έχει κατ’ επιλογή των ιδίων ήδη τεθεί ενώπιον ποινικού Δικαστηρίου προς εξέταση  - «…η Ιδιωτική Ποινική υπόθεση που εκκρεμεί (494/24) καταχωρήθηκε και για τις παρανομίες που αφορά και η παρούσα αγωγή... ». Συνεπεία όμως αυτής της επιλογής των εναγόντων, να ζητήσουν δηλαδή από ποινικό Δικαστήριο να αποφανθεί αν οι εδώ επίδικες κατ’ ισχυρισμό πράξεις της εναγόμενης συνιστούν ή όχι ποινικό αδίκημα, δεν θα ήταν θεωρώ ορθό για το παρόν Δικαστήριο να εκφράσει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας οποιαδήποτε κρίση επί του συγκεκριμένου θέματος, έστω και εκ πρώτης όψεως. Μάλιστα δε, κάτι τέτοιο ενδεχομένως να συνιστούσε υπό τις περιστάσεις και επέμβαση στο έργο του ποινικού Δικαστηρίου το οποίο κατ’ επιλογή των εναγόντων έχει αναλάβει δικαιοδοσία να εξετάσει το συγκεκριμένο ζήτημα. Και δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει εδώ ότι οι ενάγοντες δεν ήταν υποχρεωμένοι να αποταθούν στο ποινικό Δικαστήριο προκειμένου να ισχυριστούν παραβίαση των προνοιών του Κεφ.96 (βλ. αρ. 29 Κεφ.96) καθώς επίσης και ότι, αφού τελικά επέλεξαν να αποταθούν στο ποινικό Δικαστήριο για τη συγκεκριμένη κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του Κεφ.96, θα μπορούσαν, αν ήθελαν, να ζητήσουν σ’ εκείνη τη διαδικασία να εκδοθεί το προσωρινό διάταγμα που ζητούν με την παρούσα αίτηση να εκδοθεί (βλ.αρ.20(3Α) Κεφ.96).

Χωρίς λοιπόν να αγνοείται ότι από τη μαρτυρία της εναγόμενης αφήνεται εμμέσως πλην σαφώς να νοηθεί ότι δεν έχουν εξασφαλιστεί οι απαιτούμενες άδειες σε σχέση με τις επίδικες μετατροπές, κρίνω, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις και στο παρόν στάδιο να κλίνει υπέρ των εναγόντων.

Κρίνω συνεπώς ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας αυτά κανονικά θα τα δικαιούτο η επιτυχούσα εναγόμενη ως είναι και ο γενικός κανόνας. Λαμβάνοντας όμως υπόψη ότι η πλευρά της τελευταίας περιέπλεξε ουσιαστικά τη διαδικασία προβάλλοντας αφ’ ενός τη θέση ότι καμία σχέση δεν έχει εκείνη με το επίδικο υποστατικό ή με τις μετατροπές που έχουν γίνει στο χώρο και αφ’ ετέρου προβάλλοντας θέσεις για την ουσία της υπόθεσης ωσάν να και είναι όντως εκείνη το πρόσωπο που ενοικιάζει το υποστατικό και που προέβη στις επίδικες μετατροπές, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως διατάξω τα έξοδα της παρούσας αίτησης να συνιστούν έξοδα στην πορεία της απαίτησης και εκδίδω ανάλογη διαταγή. Θα είναι άλλωστε κατά την ακρόαση της ουσίας της απαίτησης που θα πρέπει η εναγόμενη να επιλέξει ποιαν εκ των θέσεων της είναι που θα προωθήσει οπόταν και τότε θα αποκρυσταλλωθούν και τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις.

(Υπ.)…………………………

Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] Καταχωρήθηκε 08/07/24 και ώρα 13: 34  

[2] Βλ. Αδάμου ν. Χριστοφή [1974] 1 C.L.R. 100, Liasides & Another v  Papademetriou  [1975] 1 C.L.R. 122, Γεωργίου ν. Ανδρέα  [1998] 1(Δ) Α.Α.Δ. 2311 και Λάμπρου κ.α. ν. Κεφάλα κ.α.  [2000] 1 (Γ) 1516

[3] Βλ. Λοϊζίδου ανωτέρω


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο