NECLA ALI RIZA ν. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ, ενάγεται προσωπικά και/ή υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ali Omer Sadik κ.α., Αρ, Αγωγής: 184/24, 28/2/2025
print
Τίτλος:
NECLA ALI RIZA ν. ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ, ενάγεται προσωπικά και/ή υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ali Omer Sadik κ.α., Αρ, Αγωγής: 184/24, 28/2/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

 

Αρ, Αγωγής: 184/24 (ι)

 

Μεταξύ:

 

NECLA ALI RIZA, Λευκωσία

Ενάγουσα

 

Και

 

1.    ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ, ενάγεται προσωπικά και/ή υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ali Omer Sadik, αρ. διαχείρισης 124/1997 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας

2.    ΚΩΣΤΑΚΗΣ ΔΕΣΠΟΤΗΣ ενάγεται προσωπικά και/ή υπό την αντιπροσωπευτική ιδιότητά του ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ahmet Omer Sadik, αρ. διαχείρισης 40/1963 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας

3.    ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ υπό την ιδιότητα του ως Κηδεμόνας Τουρκοκυπριακών Περιουσιών δια του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

        Εναγομένων

----------

(Αίτηση εναγομένων 1 και 2 ημερ. 04/09/2024 για διαγραφή/συνοπτική απόφαση (απόρριψη) της απαίτησης)

 

Ημερομηνία: 28 Φεβρουαρίου 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για Ενάγουσα – Καθ’ ης η αίτηση: κ. T. Kadri

Για Εναγόμενους 1 και 2 - αιτητές: κ. Π. Χατζηπέτρος για ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ & ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Δ.Ε.Π.Ε. και κα Α. Φιλίππου για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενο 3: κα Ε. Φλωρέντζου

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η πιο πάνω αναφερόμενη ενάγουσα καταχώρησε την παρούσα απαίτηση στις 29/03/2024 (καταχωρήθηκε στις 28/03/2024 η ώρα 14:11) με έντυπο απαίτησης δυνάμει του Μ.(7) Κ.(1)(1)(α). Σύμφωνα δε με τα όσα αυτή καταγράφει στο πεδίο «περιεκτική δήλωση της φύσης της απαίτησης» του εντύπου απαίτησης, η υπόθεση της αφορά στα εξής:

«Η Ενάγουσα είναι θυγατέρα, κληρονόμος και κληροδόχος του αποβιώσαντα Ali Omer Sadik στην διαχείριση με αριθμό 124/1997 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και κληρονόμος του αποβιώσαντα Ahmet Omer Sadik στη διαχείριση με αριθμό 40/1963 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας.

Ο Εναγόμενος 1 και/ή Εναγόμενος 2 κατά παράβαση των καθηκόντων του ως διαχειριστής της περιουσίας των αποβιωσάντων στις δύο διαχειρίσεις παρέλειψε και/ή αρνήθηκε και/ή αμέλησε να δηλώσει και/ή να συμπεριλάβει την Ενάγουσα ως νόμιμο κληρονόμο και/ή δικαιούχο πρόσωπο στην περιουσία των δύο αποβιωσάντων.

Επίσης ο αποβιώσαντας στη διαχείριση με αριθμό 124/97 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, Ali Omer Sadik, άφησε έγκυρη διαθήκη ημερομηνίας 09/02/1976 την οποία ο Εναγόμενος 1 κατά παράβαση των καθηκόντων του ως ο διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντα Ali Omer Sadik παρέλειψε και/ή αμέλησε και/ή αρνήθηκε να καταχωρήσει στον φάκελο της διαχείρισης.

Αποτέλεσμα των ενεργειών και/ή παραλείψεων των Eναγόμενων 1 και 2 είναι να στερείται η Ενάγουσα κληροδότημα και/ή κληρονομικό μερίδιο από την περιουσία του πατέρα της Ali Omer Sadik και/ή να στερείται κληρονομικό μερίδιο από την περιουσία του θείου της Ahmet Omer Sadik.

Η Ενάγουσα έγειρε την παρούσα απαίτηση με την οποία αξιώνει εναντίον των Eναγόμενων τις πιο κάτω θεραπείες:

Α) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα είναι θυγατέρα και/η νόμιμος κληρονόμος του αποβιώσαντα πατέρα της Ali Omer Sadik...

Β) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι ο αποβιώσαντας Ali Omer Sadik...απεβίωσε με έγκυρη διαθήκη ημερομηνίας 09/02/1976 και η διαθήκη αυτή είχε συνταχθεί σύμφωνα με...το Κεφ. 195

Γ) Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η Ενάγουσα είναι αδελφότεκνη και/ή νόμιμος κληρονόμος του αποβιώσαντα Ahmet Omer Sadik...

Δ - E) Διάταγμα του Δικαστηρίου το οποίο να διατάσσει τον Εναγόμενο 1 (και 2) όπως ενόρκως αποκαλύψει στην Ενάγουσα όλες τις ενέργειες στις οποίες ο Εναγόμενος 1 (και 2) έχει προβεί υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντα Ali Omer Sadik ... (και)... του αποβιώσαντα Ahmet Omer Sadik... και όπως παραδώσει στην Ενάγουσα πλήρης λογαριασμούς της υπ’ αυτού διαχειρίσεως…

ΣΤ - Z) Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται ο διαχειριστής της περιουσίας στη διαχείριση υπ' αριθμό 124/97...(και)...στη διαχείριση υπ' αριθμό 40/1963...να μην προβεί σε οποιαδήποτε ενέργεια υπό την ιδιότητα του αυτή...και όπως οποιαδήποτε ενέργεια...κηρυχθεί άκυρη λόγω του ότι έγινε δολίως και/ή ήταν το αποτέλεσμα εξασφάλισης έγγραφων διαχειρίσεων με ψευδείς παραστάσεις...(λόγω του ότι)... απέκρυψε και/ή απέσυρε, και/ή παρέλειψε να αποκαλύψει την ύπαρξη της Ενάγουσας.

Η. Αποζημιώσεις....»

Στην έκθεση απαίτησης που επισυνάπτεται στο έντυπο απαίτησης επαναλαμβάνονται τα όσα αναφέρονται στην περιεκτική δήλωση απαίτησης με περισσότερη όμως λεπτομέρεια και ειδικότερα αναφέρονται τα ακόλουθα.

Η ενάγουσα είχε υιοθετηθεί από τον Ali Omer Sadik δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου. Όταν ο Ali Omer Sadik απεβίωσε στις 19/12/1976 αυτός είχε αφήσει διαθήκη ημερομηνίας 09/02/1976 με την οποία διέθετε ένα μέρος της περιουσίας του στη σύζυγό του Melek και στην εξώγαμο θυγατέρα του Elhamiye, ενώ το άλλο μέρος το διέθετε στην ενάγουσα ως την υιοθετημένη θυγατέρα του. Ο Ali Omer Sadik ήταν ο αδελφός του Ahmet Omer Sadik ο οποίος ήταν θείος της Ενάγουσας. Επειδή ο Ahmet Omer Sadik απεβίωσε άτεκνος πριν τον Ali Omer Sadik, ο τελευταίος κατέστη ένας από τους κληρονόμους του και εφόσον η Ενάγουσα είναι θυγατέρα, νόμιμη κληρονόμος, κληροδόχος και δικαιούχο πρόσωπο στην περιουσία του Ali Omer Sadik, αυτή δικαιούται μερίδιο και στην περιουσία του Ali Omer Sadik αλλά και μερίδιο στην περιουσία που ο τελευταίος κληρονόμησε από τον Ahmet Omer Sadik.

Κατά την ενάγουσα, ο Εναγόμενος 1 και 2 (εφεξής ο ΚΔ) είχε διοριστεί χωρίς τη γνώση και συγκατάθεσή της ως διαχειριστής της περιουσίας του Ali Omer Sadik και του Ahmet Omer Sadik και μάλιστα δολίως και με ψευδείς παραστάσεις διότι δεν αποκάλυψε την ύπαρξη και την ιδιότητα της, διότι δεν την περιέλαβε στα δικαιούχα σε κληρονομιά πρόσωπα, διότι δεν αποκάλυψε τη διαθήκη της 09/02/1976 και διότι προχώρησε με διανομή της περιουσίας στους υπόλοιπους κληρονόμους δηλώνοντας ψευδώς ότι δεν υπήρχαν άλλοι κληρονόμοι.

Συνέπεια των ενεργειών αυτών του ΚΔ η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υπέστη ζημιά η οποία συνίσταται στην απώλεια της αξίας του κληρονομικού μεριδίου που θα δικαιούτο να λάβει και η οποία αξία ξεπερνά τις €100.000.

Στην αντιπέρα όχθη, η πλευρά του ΚΔ, αφού καταχώρησε σημείωμα εμφάνισης στις 03/07/2024 προχώρησε και καταχώρησε στις 04/09/2024 υπεράσπιση με την οποία πρόβαλε αφ’ ενός τέσσερεις προδικαστικές ενστάσεις για απόρριψη της αγωγής και αφ’ ετέρου τις δικές της θέσεις αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης.

Ειδικότερα, η πλευρά του ΚΔ ήγειρε τη θέση ότι η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί προδικαστικά λόγω παραγραφής των προβαλλόμενων αγώγιμων δικαιωμάτων της ενάγουσας και/ή λόγω δημιουργίας estoppel, λόγω του ότι πρόκειται για επιπόλαια και ενοχλητική αγωγή που συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, λόγω του ότι οι ισχυρισμοί της αιτήτριας δεν αποκαλύπτουν αγώγιμο δικαίωμα ή εύλογη αιτία αγωγής και λόγω του ότι δεν υπήρξε συμμόρφωση με το Προδικαστηριακό Πρωτόκολλο.

Όσον αφορά την ουσία της υπόθεσης ο ΚΔ ισχυρίζεται ότι αυτός νόμιμα διορίστηκε στις 02/10/2012 ως διαχειριστής του Ali Omer Sadik και του Ahmet Omer Sadik, ότι πριν την καταχώριση της παρούσας υπόθεσης η Ενάγουσα είχε προσπαθήσει ανεπιτυχώς μέσω διάφορων δικαστικών διαδικασιών να αναγνωριστεί ως κληρονόμος του Ali Omer Sadik και του Ahmet Omer Sadik για τους ίδιους λόγους που προβάλλει σήμερα με την παρούσα αγωγή, ότι παρά την αποτυχία της να πετύχει τον εν λόγω σκοπό της επανέρχεται τώρα για το ίδιο θέμα καταχρηστικά και κακόπιστα και τέλος ότι δεν υπάρχει καμία διαθήκη από τον Ali Omer Sadik ως ισχυρίζεται η ενάγουσα.

Μετά που ο ΚΔ καταχώρισε την πιο πάνω υπεράσπιση του, αυτός καταχώρισε και την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά, στη βάση των «Μ.20, 22, 23.1 - 23.16, 24.1-24.7, 25.1- 25.16, 32 των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, των αρ. 2, 3, 4 και 9 του περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Ν. 66(Ι)/2012 και του Κεφ. 189» όπως:

«Α) Εκδοθεί διάταγμα για διαγραφή και/ή απόρριψη της απαίτησης λόγω παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων, ή/και λόγω μη αποκάλυψης εύλογης αιτίας αγωγής, και/ή λόγω του ότι η απαίτηση της Ενάγουσας είναι επιπόλαια και ενοχλητική, και/ή κατάχρηση της διαδικασίας.

Β) Συνοπτική απόφαση διά της οποίας να απορρίπτεται η απαίτηση της Ενάγουσας λόγω του ότι δεν έχει προοπτική επιτυχίας... και/ή δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για την οποία το ζήτημα να πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.»

Εν συντομία, σύμφωνα με την ένορκη δήλωση του ΚΔ που υποστηρίζει την αίτηση, ο λόγος για τον οποίο ο τελευταίος θεωρεί ότι η απαίτηση της ενάγουσας θα πρέπει να απορριφθεί από αυτό το στάδιο είναι διότι πρόκειται για κληρονομική αγωγή η οποία καταχωρίστηκε μετά από πάροδο παρά πολλών ετών και συγκεκριμένα μετά που παρήλθαν οι προθεσμίες παραγραφής που τάσσει ο Ν.66(Ι)/2012 και αφού προηγουμένως είχαν καταχωρηθεί και διάφορα άλλα ένδικα μέσα προκειμένου να επιτευχθεί ο ίδιος σκοπός, τα οποία όμως απορρίφθηκαν από το Δικαστήριο. Ειδικότερη αναφορά στους ισχυρισμούς του ΚΔ κάνω σε κατοπινό στάδιο.

Στην αντιπέρα όχθη η Ενάγουσα πρόβαλε με την ένσταση που καταχώρησε 4 λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η αίτηση θα απορριφθεί. Σύμφωνα δε με την ένορκη δήλωση της Ενάγουσας που υποστηρίζει την ένσταση, στην οποία επαναλαμβάνονται οι δικογραφημένοι ισχυρισμοί της τελευταίας αναφορικά με την ιδιότητά της και τις ενέργειες του ΚΔ:

«Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι έχω προσφύγει και στο παρελθόν με το ίδιο αίτημα και ότι η υπόθεση που καταθέτω τώρα αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Απορρίπτω αυτόν τον ισχυρισμό των Αιτητών. Το 2007 καταχωρήθηκε αίτηση στο Δικαστήριο από τον κηδεμόνα των Τουρκοκυπριακών περιουσιών για τον διορισμό των κληρονόμων και εγώ καταχώρισα μια ένσταση κατά της αίτησης αυτής με την οποία δήλωσα ότι είμαι η κληρονόμος στη διαχείριση. Οι Αιτητές διορίστηκαν ως διαχειριστές στις διαχειρίσεις του αποβιώσαντα πατέρα μου Ali Omer Sadik και του θείου μου, του αποβιώσαντα Ahmet Omer Sadik, με απόφαση του Δικαστηρίου ημερομηνίας 02/10/2012, αλλά τότε υπήρξε διαφωνία σχετικά με το θέμα ποιοι είναι οι δικαιούχοι κληρονόμοι των διαχειρίσεων αυτών. Σύμφωνα με τις καλύτερες γνώσεις μου και τις πληροφορίες που έλαβα από τον προηγούμενο δικηγόρο μου (τον ΔΚ) οι Αιτητές υπέγραψαν μια γραπτή συμφωνία με τους εκπροσώπους των κληρονόμων και άλλων διαχειρίσεων της οικογένειάς μας στις 10/11/2013. Σύμφωνα με αυτήν τη συμφωνία οι Αιτητές θα προσέφευγαν στο Δικαστήριο για να καθοριστούν οι κληρονόμοι του πατέρα μου... και του θείου μου...(Παράρτημα 1). Στην 4η παράγραφο της συμφωνίας αυτής αναφέρεται ξεκάθαρα ότι οι Αιτητές θα προσφύγουν στο Δικαστήριο για να καθοριστούν οι κληρονόμοι της διαχείρισης του πατέρα μου. Ομοίως στην παράγραφο 7(γ) της συμφωνίας αναφέρεται για το κληρονομικό μερίδιο της κληρονομίας που θα καθοριστεί…στη 10η παράγραφο της συμφωνίας, συμφωνείται ότι η συμφωνία αυτή θα μετατραπεί σε κανόνα Δικαστηρίου.

Οι Αιτητές αποκρύπτουν την ύπαρξη αυτής της συμφωνίας από το Δικαστήριο, η οποία θα επηρεάσει την παρούσα αγωγή και δεν έχουν δώσει στο Δικαστήριο ή σε εμένα καμία πληροφορία σχετικά με την πορεία της συμφωνίας αυτής.

Παρά την ύπαρξη αυτής της γραπτής συμφωνίας μεταξύ των κληρονόμων οι Αιτητές ενήργησαν αντίθετα με τη συμφωνία αυτή και δεν προσφύγαν στο Δικαστήριο για τον προσδιορισμό των κληρονόμων...

Το 2014 καταχωρήθηκε αγωγή από τα 3 πρόσωπα με αριθμό 1323/14 για να εγγραφούν ως κληρονόμοι της διαχείρισης του πατέρα μου αποβιώσαντα Ali Omer Sadik ισχυριζόμενοι ότι είναι η σύζυγος και το παιδί του πατέρα μου... Με τη συμβουλή του τότε δικηγόρου μου στις 08/05/2015 καταχώρησα μια αίτηση στο Δικαστήριο για να προσθέσω το όνομά μου ως Εναγόμενος στην αγωγή που είχαν καταχωρήσει αυτά τα άτομα, αλλά το Δικαστήριο με την απόφασή του ημερομηνίας 08/05/2015 απέρριψε την αίτησή μου, επειδή βάσει των αρχών της Πολιτικής Δικονομίας δεν επιτρεπόταν η προσθήκη Εναγόμενου. Ακολούθως καταχώρισα την έφεση με αριθμό 273/15 κατά της απόφασης αυτής, αλλά η έφεση αυτής απορρίφθηκε 13/12/2022, γιατί ο τότε δικηγόρος μου αμέλησε να καταχωρίσει γραπτή αγόρευση…».

Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών της η Ενάγουσα υποστηρίζει ότι με την παρούσα αγωγή αποκαλύπτεται πολύ καλή βάση αγωγής με εύλογη πιθανότητα επιτυχίας και ότι τα επίδικα θέματα της δεν έχουν ποτέ εκδικαστεί ή αποφασιστεί από κάποιο Δικαστήριο.

 

Με βάση τις οδηγίες του Δικαστηρίου η πλευρά του ΚΔ καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση προς απάντηση στους ισχυρισμούς της Ενάγουσας. Με την εν λόγω συμπληρωματική Ε/Δ ο ΚΔ επαναλαμβάνει ουσιαστικά τις αρχικές του θέσεις επισημαίνοντας όμως ταυτόχρονα και τις σχετικές παραδοχές στις οποίες προέβη η ενάγουσα αναφορικά με τις θέσεις του αλλά και το ότι ο προηγούμενος δικηγόρος της ενάγουσας, τον οποίο εκείνη επικαλείται, ήταν ένας εκ των συνδιαχειριστών των περιουσιών των αποβιωσάντων προτού διοριστεί ο ίδιος στις 02/10/2012. Υποστηρίζει λοιπόν ο ΚΔ ότι η παρούσα αγωγή θα πρέπει όντως να απορριφθεί για τους λόγους που έχουν προβληθεί με την αίτηση του αλλά και ότι ακόμη και αν η αναφορά της Ενάγουσας σε κατ’ ισχυρισμό παραβίαση της συμφωνίας στις 11/10/2013 ήθελε θεωρηθεί ως ξεχωριστή βάση αγωγής, τότε και πάλι θα πρέπει να απορριφθεί η αγωγή αφού η προθεσμία των 6 ετών που τάσσει ο σχετικός Νόμος περί παραγραφής για αγωγές που εδράζονται επί παράβασης συμφωνίας είχε ήδη παρέλθει όταν καταχωρήθηκε η παρούσα υπόθεση στις 29/03/2024.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι η πλευρά του εναγόμενου 3 περιορίστηκε στο να δηλώσει απλά ότι συμφωνεί με τις θέσεις του ΚΔ και ότι θα ακολουθήσει το αποτέλεσμα της παρούσας αίτησης.

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις των μερών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο.

Έχοντας λοιπόν εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω σκόπιμο όπως στο στάδιο αυτό προβώ σε παράθεση των νομικών αρχών που περιβάλλουν αιτήσεις αυτής της φύσης και αυτό καθαρά για σκοπούς ευκολότερης κατανόησης των όσων θα αναφερθούν πιο κάτω.

Όσον αφορά λοιπόν την νομική πτυχή της παρούσας αίτησης, αυτή, ως ανέφερα και πιο πάνω, αφορά σε αίτημα για έκδοση αφ’ ενός «διατάγματος για διαγραφή και/ή απόρριψη της απαίτησης λόγω παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων, ή/και λόγω μη αποκάλυψης εύλογης αιτίας αγωγής, και/ή λόγω του ότι η απαίτηση της Ενάγουσας είναι επιπόλαια και ενοχλητική, και/ή κατάχρηση της διαδικασίας» και αφ’ ετέρου για έκδοση «συνοπτικής απόφασης διά της οποίας να απορρίπτεται η απαίτηση της Ενάγουσας λόγω του ότι δεν έχει προοπτική επιτυχίας...».

Ανατρέχοντας συνεπώς στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, διαπιστώνεται ότι η εξουσία για χορήγηση των αιτούμενων θεραπειών παρέχεται από δύο Μέρη. Το ένα είναι το Μ.3 Κ.3 το οποίο παρέχει στο δικαστήριο την εξουσία διαγραφής δικογράφου «…αν διαπιστώσει ότι: (α) το δικόγραφο δεν αποκαλύπτει εύλογη αιτία έγερσης απαίτησης ή υπεράσπισης· (β) το δικόγραφο συνιστά κατάχρηση δικαστικής διαδικασίας ή διαφορετικά ενδέχεται να παρεμποδίσει τη δίκαιη διεκπεραίωση της διαδικασίας· ή (γ) υπήρξε παράλειψη συμμόρφωσης με κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα…» και το άλλο είναι το Μ.24 Κ.1 και Κ.2. σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη και δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα «…επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:(α) κρίνει ότι: …ο ενάγων δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος· ή…δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.». Στα πλαίσια δε μιας αίτησης για συνοπτική απόφαση «…(1) Τα διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριοπεριλαμβάνουν: (α) απόφαση επί της απαίτησης, (β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης, (γ) απόρριψη της αίτησης,(δ) διάταγμα υπό όρους» (βλ. Μ.24 Κ.6).

Των πιο πάνω λεχθέντων θα πρέπει ν’ αναφέρω ότι στη νομική βάση της παρούσας αίτησης δεν αναφέρονται οι πρόνοιες του Μ.3 αλλά μόνο του Μ.24. Παρά ταύτα, ένεκα του ότι το αίτημα, ως έχει διατυπωθεί στο αιτητικό υπό στοιχείο (Α), παραπέμπει και στις εξουσίες του Μ.3.Κ.3, και ένεκα του ότι η μη αναφορά στο Μ.3 Κ.3 ενδεχομένως να οφείλεται σε καλόπιστη παρανόηση του πεδίου εμβέλειας και εφαρμογής του συγκεκριμένου Μέρους λόγω του «πρόσφατου» των Κανονισμών αλλά και λόγω του ότι το Μ.3 Κ.3 και το Μ.24, αν και εφαρμόζονται κατ’ εντελώς διαφορετικό τρόπο εντούτοις σε κάποιο βαθμό, όπως θα εξηγήσω πιο κάτω, αλληλοκαλύπτονται, θα παραθέσω για σκοπούς πληρότητας τις νομικές αρχές που αφορούν και στα δύο αυτά Μέρη.

Λαμβανομένου συνεπώς υπόψη του ότι οι πιο πάνω πρόνοιες συνιστούν πρόνοιες που πρόσφατα εισήχθηκαν στην κυπριακή δικονομική τάξη και οι οποίες, έστω και αν σε κάποιο βαθμό προσομοιάζουν με τις φαινομενικά αντίστοιχες πρόνοιες των «παλαιών» Θεσμών, δηλαδή της Δ.18 (συνοπτική απόφαση) και της Δ.27 Θ.2 και Θ.3 (προδικαστική εξέταση νομικού σημείου και διαγραφή), είναι εντούτοις διαφορετικές, έχω ανατρέξει για καθοδήγηση στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των αντίστοιχων αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (CPR r.3.4 και CPR r.24), οι οποίοι είναι όμοιοι με τους υπό κρίση κυπριακούς Κανονισμούς, αναλύεται στις σελίδες 597 – 603 και 614 - 623 η νομική πτυχή των συγκεκριμένων προνοιών. Γίνεται μάλιστα εκεί και συγκριτική αναφορά στους παλαιούς αγγλικούς κανονισμούς οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυποι με τους παλαιούς κυπριακούς Θεσμούς τουλάχιστον σε σχέση με τις τότε πρόνοιες των Δ.18 και Δ.27. Ένεκα λοιπόν και της απουσίας στο παρόν στάδιο οποιασδήποτε κυπριακής νομολογίας σε σχέση με τους συγκεκριμένους κυπριακούς Κανονισμούς, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε κάποια έκταση αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από τον Blackstones (σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά):

Διαγραφή Δικογράφου (σελ. 597-603)

«Με βάση τους παλιούς κανονισμούς ήταν καλά εδραιωμένο ότι η εξουσία για διαγραφή έπρεπε να χρησιμοποιείται σπάνια. Ο λόγος ήταν, και αυτό δεν έχει αλλάξει, διότι η άσκηση της εξουσίας αυτής αποστερεί το δικαίωμα ενός διαδίκου για κανονική δίκη και την ικανότητα του να δυναμώσει την υπόθεση του μέσω της διαδικασίας της αποκάλυψης εγγράφων και άλλων δικαστικών διαδικασιών όπως είναι π.χ. το αίτημα για περαιτέρω λεπτομέρειες. Επιπλέον, ήταν πάντα αλήθεια ότι η εξέταση και αντεξέταση των μαρτύρων συχνά επηρεάζει την χροιά (complexion) μιας υπόθεσης.  Ήταν συνεπώς ο αποδεκτός κανόνας ότι η διαγραφή περιοριζόταν στις απλές και ξεκάθαρες περιπτώσεις όπου δεν υπήρχε κανένα νόημα να γίνει κανονική δίκη. Κάτω από (τους νέους κανονισμούς) είναι μέρος του ενεργού ρόλου του Δικαστηρίου για την διαχείριση των υποθέσεων του να εντοπίσει τα επίδικα θέματα από τα αρχικά στάδια και να αποφασίσει ποια από αυτά χρειάζονται πλήρη διερεύνηση στα πλαίσια κανονικής δίκης και να επιλύσει συνοπτικά τα υπόλοιπα…Στην Swain v Hillman [2001] 1 All E. R. 91 (υπόθεση συνοπτικής δίκης) ο Lord Woolf MR είπε ότι τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να κρατούνται εντός των ορθών ορίων τους και δεν αποσκοπούν στο να χρησιμοποιούνται προκειμένου να εξαλειφθεί η ανάγκη για κανονική δίκη εκεί όπου υπάρχουν θέματα τα οποία θα πρέπει να εξεταστούν σε κανονική δίκη. Το ίδιο μπορεί να λεχθεί και σε σχέση με την (εξουσία) διαγραφής κάτω από τους κανονισμούς. Στις ίδιες γραμμές, προτού χρησιμοποιηθεί (η εξουσία διαγραφής) για επίλυση των «παράπλευρων θεμάτων», προσοχή θα πρέπει να επιδεικνύεται ώστε να διασφαλιστεί ότι ένας διάδικος δεν θα αποστερηθεί του δικαιώματος κανονικής δίκης επί των θεμάτων που είναι ουσιώδη για την υπόθεση του …  Στην McPhilemy v Times Nespapers Lt [1999] 3 All ER 775, μια από τις πρώτες υποθέσεις που αποφασίστηκαν κάτω από (τους νέους κανονισμούς), ο (Δικαστής) ανέφερε ότι η εξουσία του Δικαστηρίου να περιορίζει το «πλεόνασμα θεμάτων» δεν επεκτείνεται στο να εμποδιστεί ένας διάδικος από του να προωθήσει ισχυρισμούς που είναι ουσιώδεις για την υπόθεση του. Τούτου λεχθέντος, είναι ανοικτό στο Δικαστήριο να προσπαθήσει να ελέγξει το πώς θα τύχουν χειρισμού οι εν λόγω ισχυρισμοί ώστε να περιοριστούν τα έξοδα.  Η αυθεντία με βάση τους παλαιούς θεσμούς ήταν η Williams and Humbert Ltd v W. and H. Trade Marks (Jersey) Ltd [1986] AC 368...Η υπόθεση εκείνη επανέλαβε το ότι η διαγραφή ήταν η ενδεδειγμένη προσέγγιση μόνο σε απλές και ξεκάθαρες υποθέσεις …  Το Δικαστήριο επομένως μπορεί να αρνηθεί να ακούσει μια αίτηση διαγραφής αν: (α) η αίτηση δεν είναι πιθανόν ότι θα επιτύχει ή (β) η αίτηση δεν θα είναι καθοριστική ή δεν θα απλοποιήσει ουσιωδώς την επικείμενη κανονική δίκη (βλ. Morris v Bank of America National Trust [2000] 1 All ER 954)… Δεν είναι γενικά σωστό να διενεργείται στην ουσία μια «μίνι – δίκη» που να περιλαμβάνει αποσπασματική εξέταση των εγγράφων και των γεγονότων που αποκαλύπτονται στη γραπτή μαρτυρία που περιβάλλει μια αίτηση διαγραφής παρόλο που μια τέτοια λεπτομερή ανάλυση είναι κάποτε ορθή σε αιτήσεις διαγραφής σε σχέση με εταιρικές αιτήσεις για καταπίεση της μειοψηφίας …

ΚΑΜΙΑ ΕΥΛΟΓΗ ΒΑΣΗ ΓΙΑ ΕΓΕΡΣΗ Η ΥΠΕΡΑΣΠΙΣΗ ΤΗΣ ΑΠΑΙΤΗΣΗΣ

Αιτήσεις με βάση (τον σχετικό κανονισμό) μπορούν να γίνουν στη βάση του ότι το δικόγραφο αποτυγχάνει στην όψη του να αποκαλύψει μια βάσιμη απαίτηση ή υπεράσπιση. Παραδοσιακά αυτό θεωρείτο ότι περιορίζεται σε υποθέσεις που είναι νομικά αβάσιμες ή όπου υπάρχει αποτυχία να δικογραφηθεί μια ολοκληρωμένη απαίτηση ή υπεράσπιση.  Στην πρακτική αυτός ο κανόνας θεωρείται ότι  επισκιάζει τις αιτήσεις για συνοπτική απόφαση οι οποίες παραδοσιακά θεωρούντο ως το μέσο προσβολής υποθέσεων οι οποίες ήταν αδύνατες επί της μαρτυρίας … Κατά την ακρόαση μιας τέτοιας αίτησης (διαγραφής) θεωρείται ότι τα γεγονότα που ισχυρίζεται ο καθ΄ ου η αίτηση είναι αληθή. Για αυτούς που ακριβολογούν, δεν θα πρέπει να είναι αναγκαίο να αναζητήσουν να υποσκάψουν την απαίτηση ή την υπεράσπιση με την προσαγωγή μαρτυρίας προς υποστήριξη της αίτησης. Οι κανονισμοί ωστόσο δεν περιέχουν οποιαδήποτε ρητή απαγόρευση στην προσαγωγή υποστηρικτικής μαρτυρίας… Κατά την απόφαση του κατά πόσο θα διαταχθεί η διαγραφή, το Δικαστήριο θα πρέπει να έχει υπόψη του τις συνέπειες της εν λόγω διαταγής…Παραδείγματα δικογράφων που είναι «ανοικτά» για διαγραφή (με βάση τον κανονισμό)…(μπορεί να είναι)… απαίτηση στην οποία δεν αποκαλύπτεται σε τι αφορά ή που είναι ασυνάρτητη και δεν κάμνει κανένα νόημα ή όπου τα γεγονότα που προβάλλονται, ακόμη και να είναι αληθή, δεν αποκαλύπτουν μια αναγνωρισμένη νομική βάση αγωγής εναντίον του εναγόμενου…

Κάποια πιθανότητα επιτυχίας

Με βάση τους παλιούς θεσμούς, μια βάση αγωγής με κάποια πιθανότητα επιτυχίας δεν θα διαγραφόταν. Νοουμένου ότι με το δικόγραφο εγείρετο κάποιο ερώτημα κατάλληλο για εκδίκαση δεν είχε καμία σημασία ότι η υπόθεση ήταν αδύνατη ή απίθανο να επιτύχει …  (στην) Chan U Seek v Alvis Vehicles Ltd [2003] EWHC 1238 (Ch), The Times, 16/05/2003, υιοθετήθηκε το ίδιο test για σκοπούς των (νέων) κανονισμών.  Το Δικαστήριο συχνά θα εφαρμόζει το test του κατά πόσο η απαίτηση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία ώστε ακόμη και μια υπόθεση που «πάσχει από δυσκολίες» δεν θα διαγραφεί …  Η φαινόμενη απιθανότητα μιας υπόθεσης στα χαρτιά δεν είναι από μόνη της αρκετή για να δικαιολογήσει διαγραφή … ούτε είναι ορθό να διαγράφεται μια απαίτηση όπου τα ουσιώδη θέματα είναι υπό αμφισβήτηση … Σύμφωνα με (την) Partco Group Ltd v Wragg [2002] EWCA Civ 594, υποθέσεις που είναι ορθό να διαγραφούν με βάση (τον κανονισμό) περιλαμβάνουν: (α) όπου το δικόγραφο προβάλλει μια υπόθεση που δεν μπορεί να κερδηθεί και η συνέχιση της διαδικασίας θα είναι χωρίς οποιοδήποτε πιθανό όφελος στον αντίδικο και θα σπαταληθούν πόροι και από τις δυο πλευρές και (β) όπου με το δικόγραφο δεν προβάλλεται μια έγκυρη απαίτηση ή υπεράσπιση ως θέμα νομικό … Βάση αγωγής που είναι άγνωστη στο νόμο θα διαγραφεί … επίσης δικόγραφο θα διαγραφεί αν τα γεγονότα που προβάλλονται δεν στοιχειοθετούν την ισχυριζόμενη βάση αγωγής ή υπεράσπιση ή αν η θεραπεία που ζητείται δεν μπορεί να διαταχθεί από το δικαστήριο … Ωστόσο καθαρά τεχνικές ενστάσεις στον τύπο ενός δικογράφου δεν θα διασκεδαστούν νοουμένου ότι το δικόγραφο είναι επαρκές ώστε να επιτρέψει στην άλλη πλευρά να έχει μια δίκαια δίκη…

Νομικά Σημεία

Όπου το επιχείρημα περιλαμβάνει ένα ουσιώδες νομικό σημείο το οποίο δεν επιδέχεται μιας απλής και έκδηλης απάντησης μπορεί να είναι ορθότερο να μην αποφασιστεί στα πλαίσια μιας αίτησης διαγραφής. Ένα ζήτημα το οποίο τα Δικαστήρια θέλουν έντονα να αποφεύγεται είναι οι πολλαπλές και πολυέξοδες δικαστικές διαδικασίες. Αντιθέτως, η φρόνιμη διαχείριση μιας υπόθεσης μπορεί να καταδεικνύει ότι θα ήταν καλύτερο να τύχει χειρισμού το θέμα ως προδικαστικό παρόλο που τέτοιος ισχυρισμός κάποτε αυξάνει το έξοδα και την καθυστέρηση. Όπου το νομικό πλαίσιο είναι ακόμη «υπό ανάπτυξη», θα είναι συνήθως μη ενδεδειγμένο να αποφασιστούν θέματα, όπως το κατά πόσο υπάρχει καθήκον ευθύνης σε μια καινοφανή περίπτωση, επί υποθετικών γεγονότων.  Τέτοια ερωτήματα είναι συνήθως καλύτερο να αποφασίζονται στα πλαίσια κανονικής ακρόασης …

Η προσέγγιση σε αιτήσεις διαγραφής είναι παρόμοια με αυτήν που υιοθετήθηκε για τις αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης όπου η δύναμη μιας υπόθεσης μπορεί να μην είναι ξεκάθαρη επειδή δεν έχει ακόμη διερευνηθεί. Όπου υπάρχει πραγματική πιθανότητα ότι κατόπιν πλήρους διερεύνησης του πραγματικού πλαισίου της υπόθεσης θα εξαλειφθεί οποιαδήποτε αμφιβολία αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, το Δικαστήριο θα πρέπει να αρνηθεί την διαγραφή.  Το Δικαστήριο μπορεί να επιτρέψει σε διάδικο να τροποποιήσει παρά να προχωρήσει σε διαγραφή … η εξουσία για τροποποίηση θα ασκηθεί με γνώμονα τον πρωταρχικό σκοπό … αναλόγως των περιστάσεων της υπόθεσης … η τροποποίηση θα πρέπει να επιτραπεί ως εναλλακτικό της διαγραφής μόνο εάν  υπάρχει πραγματική πιθανότητα στοιχειοθέτησης της τροποποιημένης υπόθεσης … όπου το πρόβλημα συνίσταται σε δικονομικό σφάλμα … ο Δικαστής θα πρέπει να προβληματιστεί ως προς το κατά πόσο θα πρέπει να θεραπευθεί η παρατυπία ώστε να αποφευχθεί η διαγραφή … όπου μια απαίτηση είναι θεωρητικά τόσο υποθετική που δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε εύλογη αιτία αγωγής ή που συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας, το Δικαστήριο  μπορεί να είναι διατεθειμένο όπως αντί να την διαγράψει να της επιτρέψει να προχωρήσει ώστε να μπορέσει ο ενάγοντας να εξασφαλίσει αποκάλυψη από τον εναγόμενο προκειμένου να δει κατά πόσο υπάρχει μαρτυρία που να στοιχειοθετεί την απαίτηση.  Εάν δεν υπάρχει τότε ο εναγόμενος θα δικαιούται να αιτηθεί εκ νέου την διαγραφή (Arsenal Football Club plc v Elite Sports Distribution Ltd [2002] EWHC 3057 (CH))…

Κατάχρηση διαδικασίας

Το πρώτο μέρος του κανονισμού δίνει στο Δικαστήριο την εξουσία να διαγράψει δικόγραφο όταν αυτό συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας.   Αυτή είναι μια εξουσία που οποιοδήποτε Δικαστήριο της δικαιοσύνης πρέπει να έχει προκειμένου να εμποδίσει την κατάχρηση των διαδικασιών του που γίνονται κατά τρόπο που, έστω και αν δεν υπάρχει ασυνέπεια με την κυριολεκτική εφαρμογή των δικονομικών του κανόνων, θα προκαλείτο έκδηλη αδικία προς την αντίδικη πλευρά ή που θα προκαλούσε κατά τα άλλα δυσφήμηση της απονομής της δικαιοσύνης στους ορθά σκεπτόμενους ανθρώπους.  Αιτήσεις για διαγραφή λόγω κατάχρησης της διαδικασίας θα πρέπει να γίνονται αμέσως μετά την επίδοση. Μόλις ο εναγόμενος έχει καταχωρήσει υπεράσπιση επί της ουσίας της υπόθεσης θεωρείται ότι έχει αποδεχτεί και είναι πλέον πολύ αργά να εγείρει το θέμα (Johnson v Gore Wood and Co [2002] 2AC 1; Coca-Cola Co v Ketteridge [2002] EWHC 2488 (DH), [2004] FSR 29).  To Δικαστήριο έχει την εξουσία διαγραφής ακόμη και μια έγκυρης απαίτησης όπου υπάρχει κατάχρηση της διαδικασίας αλλά δεν είναι πάντα ορθό να το πράξει αυτό. Η διαγραφή θα πρέπει να είναι η τελευταία επιλογή.  Αν η κατάχρηση μπορεί να τύχει χειρισμού με κάποιο λιγότερο δρακόντειο τρόπο αυτό είναι που πρέπει να γίνει…

Γενικά παραδείγματα κατάχρησης της διαδικασίας

Μια απαίτηση η οποία έχει καταχωρηθεί μετά την λήξη της περιόδου παραγραφής μπορεί να διαγραφεί ως κατάχρηση της διαδικασίας (εναλλακτικά) το ζήτημα της παραγραφής μπορεί να αποφασιστεί ως προδικαστικό θέμα ή κατά την κανονική ακρόαση ή μέσω αίτησης για οδηγίες δυνάμει (του αγγλικού περί παραγραφής νόμου) αλλά δεν μπορεί να διαγραφεί στη βάση του ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής. Ο λόγος είναι διότι η παραγραφή συνιστά δικονομικά υπεράσπιση και επομένως δεν εμποδίζει το να υπάρχει βάση αγωγής (βλ. Ronex Properties Ltd v John Laing Construction Ltd [1983] QB 398…»

 

 

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ (σελ. 614 – 623)

«…Αίτηση για συνοπτική απόφαση μπορεί να υποβληθεί από ένα ενάγοντα ή ένα εναγόμενο ή μπορεί να εγερθεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα … Όπου ένας ενάγοντας έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με προδικαστηριακό πρωτόκολλο συνήθως δεν θα διασκεδαστεί αίτηση για συνοπτική απόφαση πριν να καταχωρηθεί υπεράσπιση ή όταν ο χρόνος για τέτοια καταχώριση έχει παρέλθει… Αιτήσεις για συνοπτική απόφαση θα πρέπει συνήθως να γίνονται μεταξύ της επίδοσης και της καταχώρισης του ερωτηματολογίου του αιτητή … Αν για οποιοδήποτε λόγο η αίτηση δεν γίνει πριν την ταξινόμηση της υπόθεσης τότε υπάρχει ακόμη η γενική  υποχρέωση να υποβληθεί το συντομότερο που θα διαπιστωθεί ότι είναι επιθυμητό να καταχωρηθεί … Με βάση τους παλαιούς θεσμούς δεν υπήρχε τίποτα που να εμποδίζει την καθυστερημένη καταχώριση αίτησης συνοπτικής απόφασης αλλά ο Δικαστής που εξέταζε τέτοια αίτηση μπορεί εύλογα να ένιωθε ότι δεν πείθει ο αιτητής λόγω της σημαντικής καθυστέρησης…

Αίτηση εναγόμενου για συνοπτική απόφαση

Οι γενικοί κανόνες που διέπουν τις ενδιάμεσες αιτήσεις εφαρμόζονται και στις αιτήσεις για συνοπτική απόφαση με κάποιες ειδικότερές ρυθμίσεις …

Τεστ για Έκδοση Συνοπτικής Απόφασης

…Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης αποφασίζεται με βάση το κατά πόσο ο καθ΄ ου η αίτηση αποκαλύπτει υπόθεση που έχει κάποια πραγματική πιθανότητα επιτυχίας για την οποία λαμβάνεται υπόψη ο πρωταρχικός σκοπός μεταχείρισης των υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο.  Αυτό έχει λεχθεί  ότι συνάδει με την ανάγκη για δίκαιη δίκη που επιβάλλει το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ … Το κατά πόσο υπάρχει πραγματική πιθανότητα επιτυχίας αποφασίζεται με το ίδιο τεστ που ισχύει για τις αιτήσεις παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην (βλ. E.D. and F. Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472). Το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχει μια πραγματική προσδοκία επιτυχίας της υπόθεσης ως έχει δικογραφηθεί με την έκθεση απαίτησης …  Το ερώτημα αυτό δεν προσεγγίζεται με την εφαρμογή του συνήθους βάρους απόδειξης του ισοζυγίου των πιθανοτήτων … Πολλές υποθέσεις θα επιτύχουν στη δίκη αλλά θα είναι ακατάλληλες για συνοπτική απόφαση επειδή υπάρχουν πολυπλοκότητες, διαφωνίες γεγονότων ή περαιτέρω διερευνήσεις που θα πρέπει να επιλυθούν κατά την διάρκεια της διαχείρισης της υπόθεσης… Αιτήσεις για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να κρατούνται εντός του σωστού ρόλου τους. Δεν αποσκοπούν στο να αποφευχθεί η ανάγκη για δίκη όπου υπάρχουν θέματα που θα πρέπει να εξεταστούν σε δίκη.  Επιπλέον η ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν θα πρέπει να συνιστά μίνι - δίκη.  Είναι απλά συνοπτικές ακροάσεις προκειμένου να διεκπεραιωθούν υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν πραγματική πιθανότητα επιτυχίας…

Βάρος απόδειξης

…το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή να αποδείξει ότι η υπόθεση του καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας…

Πολύπλοκες Υποθέσεις

Πολύπλοκες υποθέσεις, υποθέσεις οι οποίες εδράζονται σε πολύπλοκα γεγονότα και υποθέσεις με θέματα που αφορούν και νομικά αλλά και πραγματικά θέματα όπου ο νόμος είναι πολύπλοκος μάλλον δεν είναι κατάλληλα για έκδοση συνοπτικής απόφασης…»

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές λοιπόν σημειώνω τα εξής.

 

Στην προκειμένη περίπτωση, λαμβανομένου υπόψη αφ’ ενός του ότι η πλευρά του εναγόμενου επέλεξε όπως τα υπό κρίση θέματα μην τα εγείρει μόνο μέσω της παρούσας αίτησης αλλά και μέσω του δικογράφου της υπεράσπισης που καταχώρισε προηγουμένως (βλ. Johnson v Gore Wood and Co [2002] 2AC 1, Coca-Cola Co v Ketteridge [2002] EWHC 2488 (DH), [2004] FSR 29 και βλ. Ronex Properties Ltd v John Laing Construction Ltd [1983] QB 398 ανωτέρω), και αφ’ ετέρου του ότι η παρούσα αίτηση δεν εδράζεται στο Μ.3 Κ.3 και ούτε από την αγόρευση των δικηγόρων του εναγόμενου φαίνεται να προωθείται στη βάση του εν λόγω Μέρους, κρίνω ότι δεν πρόκειται για περίπτωση που θα πρέπει να εξεταστεί με βάση τις πρόνοιες εκείνου του Μέρους αλλά με βάση τις πρόνοιες του Μ.24, ήτοι ως αίτηση για συνοπτική απόφαση.

Κατά δεύτερο και σε συνέχεια των πιο πάνω, στο βαθμό που με την αγόρευση των συνηγόρων του εναγομένου φαίνεται η αίτηση να προωθείται σχεδόν αποκλειστικά στο εγειρόμενο ζήτημα της παραγραφής, υπενθυμίζω ότι το ζήτημα αυτό «...είναι δικαιοδοτικό και ορθό είναι να εξετάζεται κατά προτεραιότητα και να αποφασίζεται αναλόγως…εφόσον άπτεται της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί στην ουσία την υπόθεση...» (βλ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ν. MALAK κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2012, 21/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A297 και ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΠΕΖΙΚΗ κ.α., Πολιτική Εφεση Αρ. Ε146/2020, 14/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A371)

Ως έχει νομολογηθεί λοιπόν, για σκοπούς εξέτασης του θέματος της παραγραφής, «το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού διαβήματος» (βλ. Δημητρίου ν. Δημητρίου (2012) 1(Α) ΑΑΔ 834) και είναι «με αναφορά στο χρόνο καταχώρησης της αγωγής (που) εξετάζεται κατά πόσο η απαίτηση έχει εκ τούτου παραγραφεί.» (βλ. Όμηρος Χριστοδουλίδης ν Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 636).

Βεβαίως, «…η παραγραφή αποτελεί δικονομικό κανόνα δικαίου και συνεπώς αν έχει παραγραφεί η απαίτηση με προγενέστερο νόμο αυτή δεν εξαφανίζεται αλλά μπορεί να προωθηθεί δικονομικά εφόσον με το νεότερο νόμο επεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής…» (βλ. Global ανωτέρω). Ακόμη δηλαδή και αν προηγούμενο νομοθέτημα έχει καταστήσει παραγραμμένο το αγώγιμο δικαίωμα, εντούτοις, αν μεταγενέστερο νομοθέτημα που ισχύει κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής, έχει ρυθμίσει διαφορετικά το θέμα, τότε το αγώγιμο δικαίωμα δύναται να θεωρηθεί ότι βρίσκεται ακόμη «εν ζωή».

Το κρίσιμο χρονικό σημείο επομένως, τόσο για σκοπούς επιμέτρησης του χρόνου παραγραφής όσο και για καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου είναι η ημέρα καταχώρησης της αγωγής. Είναι σε συνάρτηση με αυτή την ημερομηνία που θα εξεταστεί ποιο είναι το νομοθέτημα που θα εφαρμοστεί για να αποφασιστεί το κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα έχει ή όχι παραγραφεί καθώς επίσης και ο χρόνος που παρήλθε από την ημέρα που έλαβε χώρα η κατ' ισχυρισμό πράξη ή παράλειψη από την οποία πηγάζει το αγώγιμο δικαίωμα (βλ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ν. LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2013, 1/10/2019).

Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 28/03/24. Κατ' εκείνη την ημερομηνία, στην Κυπριακή έννομη τάξη είχε ήδη εισαχθεί ο Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (66(I)/2012), ο οποίος Νόμος τέθηκε «σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2012» δυνάμει του αρχικού αρ.28. Μέχρι την 01/07/12 όμως, οι πρόνοιες που αφορούσαν στο χρόνο παραγραφής δυνάμει του προηγούμενου Νόμου περί παραγραφής, ήτοι του Κεφ. 15, είχαν τεθεί σε αναστολή αρχικά με τον περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμο του 1964, Ν. 57/1964 και στη συνέχεια με τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002 (Ν. 110(Ι)/2002) ο οποίος τέθηκε σε εφαρμογή την 1.6.2005 και ο οποίος καταργήθηκε την 01/07/12 με το Ν.66(Ι)/12.

Σύμφωνα με τις πρόνοιες του τότε αρ. 3 του Ν.66(Ι)/12, «…Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής…» και αν και είχε πλέον ενεργοποιηθεί η προσμέτρηση του χρόνου για σκοπούς παραγραφής, εντούτοις, με τις πρόνοιες του τότε αρ.26 του Ν.66(Ι)/12, ο νομοθέτης έδωσε ουσιαστικά παράταση στο χρόνο παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων που είχαν προκύψει πριν την 01/07/12, αρχικά μέχρι 31/12/2013 και στη συνέχεια, κατόπιν διαδοχικών ετήσιων τροποποιήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ 2012 - 2015, περαιτέρω παρατάσεις από έτος σε έτος μέχρι και την 31/12/15. Οι πρόνοιες του αρ.3 που αφορούσαν στο πότε ξεκινά να μετρά ο χρόνος παραγραφής, παρέμειναν αναλλοίωτες μέχρι και τις 23/12/15 που θεσπίστηκε ο τροποποιητικός Ν.207(Ι)/15, ο οποίος κατάργησε το αρ.26 και τις εκεί αναφερόμενες παρατάσεις, αλλά την ίδια στιγμή, «μηδένισε το χρόνο» ουσιαστικά για σκοπούς παραγραφής αφού σύμφωνα με την τροποποίηση που έγινε τότε στο αρ.3, καθορίστηκε νομοθετικά ότι «ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016».

Στην παρούσα περίπτωση, από το δικόγραφο της ενάγουσας αλλά και από τα όσα η ίδια πρόβαλε με την ένσταση της, προκύπτει ότι οι ουσιαστικές αξιώσεις της εδράζονται επί δύο πτυχών.

Η μία πτυχή είναι η αξίωση της σε σχέση με την περιουσία προσώπων που έχουν αποβιώσει και συγκεκριμένα σε σχέση με κληρονομικά μερίδια που αυτή ισχυρίζεται ότι δικαιούται να λάβει από την εν λόγω περιουσία. Σύμφωνα λοιπόν με το αρ. 9 του Ν.66(Ι)/12:

«9.-(1) Καμιά αγωγή από κληρονόμο ή κληροδόχο σε σχέση με την περιουσία θανόντος ή με οποιοδήποτε μερίδιο επ’ αυτής ή κληροδότημα δεν εγείρεται μετά από πάροδο οκτώ ετών από την ημέρα του θανάτου.

(2) Καμιά αγωγή σε σχέση με το κύρος διαθήκης θανόντος δεν εγείρεται μετά την πάροδο οκτώ ετών από την ημέρα του θανάτου του διαθέτη.

(3) Αν σε οποιανδήποτε των περιπτώσεων των εδαφίων (1) και (2), ο ενάγων απουσίαζε στο εξωτερικό, ο χρόνος παραγραφής δεν συμπληρώνεται, εκτός μετά από πάροδο ενός έτους αφότου έλαβε γνώση ή μπορούσε με εύλογο επιμέλεια να είχε λάβει γνώση του θανάτου ή επέστρεψε στην Κύπρο.»

Η άλλη πτυχή σχετίζεται με τα παράπονα που η ενάγουσα έχει σε σχέση με την εκτέλεση των καθηκόντων του ΚΔ ως διαχειριστή της περιουσίας των αποβιωσάντων και προς τούτο επικαλείται και την ύπαρξη δόλου, δηλαδή διάπραξη αστικού αδικήματος, αλλά και τη γραπτή συμφωνία που φαίνεται να επιτεύχθηκε στις 10/11/2013 (Παράρτημα 1 στην ένσταση), δηλαδή παράβαση συμφωνίας. Για ό,τι ενδιαφέρει την παρούσα διαδικασία σημειώνω ότι στη συγκεκριμένη συμφωνία που παραπέμπει η ενάγουσα, στην οποία φαίνεται όντως ν’ αναλαμβάνεται από τον ΚΔ η υποχρέωση να προβεί στις ενέργειες που αναφέρει η ενάγουσα «ευθύς αμέσως με την υπογραφή της παρούσας», αναφέρεται ότι «…παράβαση δε οιουδήποτε όρου αυτής (της συμφωνίας) θα δίδει το δικαίωμα στο αναίτιο μέρος να αξιώνει ειδική εκτέλεση και/ή αποζημιώσεις και/ή άλλα ένδικα μέσα από το υπαίτιο μέρος…».

 

Σύμφωνα λοιπόν με τα αρ. 6 και 7 του Ν.66(Ι)/12:

«6.-(1) Τηρουμένων των εδαφίων (2), (3) και (4) καμιά αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής…

 7.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (2) και (3), καμιά αγωγή που αφορά σύμβαση δεν εγείρεται μετά την πάροδο έξι ετών από την ημέρα συμπλήρωσης της βάσης της αγωγής…»

Το ερώτημα επομένως που τίθεται είναι αν υπό το φως των πιο πάνω δύναται να λεχθεί ότι υπό τις περιστάσεις, συνεπεία παραγραφής η ενάγουσα «δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης της και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη».

Για τους λόγους που θα προχωρήσω να εξηγήσω κρίνω ότι η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα θα πρέπει να είναι καταφατική.

Από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου και λαμβανομένων υπόψη των όσων η ίδια η ενάγουσα ισχυρίστηκε με την ένσταση και Ε/Δ της, διαπιστώνεται ότι η τελευταία  παρουσιάζεται να δέχεται ότι είναι από το 2007 που προσπαθεί να λάβει το κληρονομικό μερίδιο που ισχυρίζεται ότι της αναλογεί από την περιουσία των αποβιωσάντων όπως και δέχεται ότι όταν επιχείρησε στις 08/05/15 να προβάλει τα εν λόγω κληρονομικά της δικαιώματα στα πλαίσια της αγωγής 1323/14, γνώριζε ότι ο εναγόμενος δεν είχε ακόμη εκπληρώσει την υποχρέωση που ανέλαβε με τη συμφωνία της 11/10/13. Ούτε όμως και αμφισβητεί η ενάγουσα ότι το Δικαστήριο που επιλαμβανόταν της υπόθεσης 1323/14 είχε εκδώσει απόφαση στις 25/10/25 με την οποία απέρριψε αφ’ ενός το αίτημα της και επεσήμανε αφ’ ετέρου ότι αυτή έπρεπε να είχε ήδη προβεί στις ορθές ενέργειες για «να καθοριστούν τα κληρονομικά δικαιώματα της ιδίας στην περιουσία του αποβιώσαντος».

Κοντολογίς, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας της ενάγουσας, όταν την 01/01/16 «ο χρόνος παραγραφής άρχισε να προσμετρείται» με βάση το αρ.3 του Ν.66(Ι)/12, αυτή είχε πλήρη γνώση και επίγνωση των γεγονότων που περιβάλλουν τις πτυχές που συνθέτουν την παρούσα απαίτηση της και ήταν και από τότε πλήρως ικανή να καταχωρίσει, αν επιθυμούσε, παρόμοιας φύσης απαίτηση.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι δεν έχω παραγνωρίσει ότι με την παρούσα απαίτηση η ενάγουσα προβάλλει για πρώτη φορά αξίωση στη βάση μιας διαθήκης που ισχυρίζεται ότι καταρτίστηκε στις 09/02/76. Σε σχέση όμως με την εν λόγω αξίωση, η οποία βεβαίως εμπίπτει στις πρόνοιες του αρ. 9 του Ν.66(Ι)/12, η ενάγουσα ούτε αναφέρει το πότε είναι που πληροφορήθηκε για την ύπαρξη της– έστω για να καταδειχθεί το κατά πόσο αυτό έγινε πριν ή μετά την 01/01/16 – ούτε όμως και έχει παρουσιάσει την εν λόγω διαθήκη ώστε να καταδείξει, αν μη τι άλλο, ότι έχουν όντως κάποιο πραγματικό έρεισμα οι θέσεις της και υπενθυμίζω εδώ ότι ο ΚΔ είχε εξ’ αρχής αμφισβητήσει την ύπαρξη μιας τέτοιας διαθήκης επικαλούμενος, ακριβώς, το γεγονός ότι η ενάγουσα δεν πρόβαλε ποτέ στο παρελθόν έναν τέτοιο ισχυρισμό.

Των πιο πάνω λεχθέντων συνεπώς, θα συμφωνήσω με τους ευπαίδευτους συνηγόρους του ΚΔ ότι σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας της ενάγουσας, αυτή, ακόμη και στο πιο «ευνοϊκό» για εκείνη σενάριο ερμηνείας του Ν.66(Ι)/12, έπρεπε να είχε καταχωρίσει την όποια απαίτηση της για παράβαση της σύμβασης της 11/10/13 ή για το αστικό αδίκημα του δόλου και των ψευδών παραστάσεων μέχρι την 01/01/22 το αργότερο, δηλαδή 6 χρόνια μετά την 01/01/16, και την όποια απαίτηση της σε σχέση με την περιουσία των αποβιωσάντων ή με οποιοδήποτε μερίδιο επ’ αυτής ή κληροδότημα, το αργότερο μέχρι την 01/01/24, δηλαδή οχτώ χρόνια μετά την 01/01/16.

Υπό το φως των πιο πάνω διαπιστώσεων και λαμβανομένου υπόψη ότι η παρούσα απαίτηση έχει καταχωρηθεί την 29/03/24, ήτοι μετά την παρέλευση του θέσμιου χρόνου παραγραφής όλων των επίδικων αξιώσεων και χωρίς να έχει εξασφαλιστεί προηγουμένως οποιαδήποτε παράταση κατά τον τρόπο και τη διαδικασία που αναφέρεται στο αρ. 22 του Ν.66(Ι)/12[1], κρίνεται ότι τα αγώγιμα δικαιώματα που η ενάγουσα προβάλλει και προωθεί με την παρούσα απαίτηση είχαν παραγραφεί κατά το χρόνο καταχώρησης της. Έπεται συνεπώς ότι η ενάγουσα «δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης της και δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη».

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μου αλλά και των λόγων που με οδήγησαν σε αυτή, κρίνω ότι το μόνο διάταγμα που μπορεί υπό τις περιστάσεις να εκδοθεί δυνάμει του Μ.24 Κ.6 είναι διάταγμα απόρριψης της απαίτησης από αυτό το στάδιο.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους συνεπώς η αίτηση επιτυγχάνει και εκδίδεται διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εξ ολοκλήρου απόρριψη της απαίτησης της ενάγουσας σε σχέση με όλους τους εναγόμενους.

Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας αλλά και της απαίτησης, αυτά, ως είναι και ο γενικός κανόνας, επιδικάζονται υπέρ του ΚΔ και εναντίον της ενάγουσας. Λαμβανομένης δε υπόψη της φύσης της διαδικασίας αλλά και του ότι στα επιδικασθέντα έξοδα περιλαμβάνονται και τα έξοδα της απαίτησης, κρίνω ορθό όπως ασκήσω την εξουσία που μου παρέχει το Μ.39.Κ.4(β) και διατάσσω όπως γίνει λεπτομερής υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή ο οποίος θα είναι υπό την αίρεση της έγκρισης του Δικαστηρίου (όπως τα έξοδα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο). Νοείται ότι έστω και αν ο ΚΔ ενάγεται υπό διττή ιδιότητα, τα έξοδα που επιδικάζονται υπέρ του θα είναι περιορισμένα σε ένα σετ.

Όσον αφορά τον εναγόμενο 3 δεν εκδίδεται καμία διαταγή σε σχέση με τα έξοδα.

(Υπ.)………………………

Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 



[1] 22. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις οποιουδήποτε άλλου άρθρου του παρόντος Νόμου το δικαστήριο δύναται να επεκτείνει τον προβλεπόμενο σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου χρόνο παραγραφής για περίοδο μέχρι δύο έτη εφόσον κρίνει αυτό δίκαιο και εύλογο υπό τις περιστάσεις. Η αίτηση υποβάλλεται με εναρκτήρια κλήση πριν από την έγερση της αγωγής ή με παρεμπίπτουσα αίτηση μετά την δικογράφηση παραγραφής ως το άρθρο 21.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο