
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 484/24(ι)
Μεταξύ:
1. ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΙΩΑΚΕΙΜ
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
Ενάγοντες – Αιτητές
Και
CAC CORAL LIMITED
Εναγόμενη – Καθ΄ ης η αίτηση
----------------
(Αίτηση εναγόντων ημερ. 26/08/24 για προσωρινά διατάγματα)
Ημερομηνία: 27 Ιανουαρίου, 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες - αιτητές: κ. Χ. Πουτζιουρής για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενη - καθ’ ης η αίτηση: κα Γ. Ζαχαρίου για ΑΝΔΡΕΑΣ Β. ΖΑΧΑΡΙΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 26/08/24, οι ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση, οι οποίοι είναι ανδρόγυνο, καταχώρισαν έντυπο απαίτησης δυνάμει του Μ.7, χωρίς Ε/Α, αξιώνοντας εναντίον της εναγόμενης, η οποία είναι « … αδειοδοτημένη εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων σύμφωνα με το Ν.169(ι)/2015 … και βάσει διατάγματος του Ε.Δ. Λευκωσίας στην αίτηση 947 /2018, τους μεταβιβάστηκαν οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις των εναγόντων και των εταιρειών τους και όλες οι σχετικές εξασφαλίσεις που είχε η Εθνική Τράπεζα …»[1], αριθμό δηλωτικών αποφάσεων που αφορούν, (α) στην εφαρμογή του περί Τόκου Ν.2/1977 στην Συμφωνία υποθήκης/Υποθήκη Υ240/1987 που βαρύνει τα ακίνητα τους (215 & 216) καθώς επίσης και στις συνέπειες που η εν λόγω εφαρμογή έχει στα δικαιώματα των διαδίκων σε σχέση με την πληρωμή τόκου ώστε το χρέος των εναγόντων να θεωρηθεί ότι έχει εξοφληθεί και η υποθήκη να εξαλειφθεί, (β) σε ακύρωση και/ή εξάλειψη της υποθήκης Υ240/1987 με την κατάθεση του ποσού των €170.860,14, (γ) στην κήρυξη των Ειδοποιήσεων Ι και ΙΑ που η εναγόμενη επέδωσε στους ενάγοντες για εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων αλλά και των ενεργειών στις οποίες προβαίνει η εναγόμενη προκειμένου να εισπράξει από τους ενάγοντες το κατ΄ εκείνην οφειλόμενο ποσό, ως δόλιων και ως παραβιάζουσες τις πρόνοιες του Ν.2/77.
Την ίδια μέρα που καταχώρισαν την απαίτηση τους, οι ενάγοντες καταχώρισαν και μια μονομερή αίτηση (την παρούσα) με την οποία ζήτησαν, στη βάση κυρίως των άρθρων 4 – 9, 21, 23, 29, 31 και 32 του Ν.14/60, του άρ. 23 Κεφ.6, των άρ. 44 -44ΙΣ του Ν.9/65, των Μ.2, 2.1(2), των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και των άρ. 23, 26, 28 και 30(2) του Συντάγματος, όπως εκδοθούν προσωρινά διατάγματα που θα ισχύουν μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της απαίτησης και/ή νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, με τα οποία, (Α) να αναστέλλεται αφ’ ενός η διαδικασία πλειστηριασμού των ενυπόθηκων ακινήτων που είχε τότε προγραμματίσει η εναγόμενη να γίνει στις 27/08/24 και αφ’ ετέρου (Β) να «…απαγορεύεται η πώληση και ή αποξένωση και ή επιβάρυνση των (ενυπόθηκων) ακινήτων…».
Σύμφωνα με την υποστηρικτική Ε/Δ της ενάγουσας 1, η οποία δηλώνει να είναι εξουσιοδοτημένη και από τον ενάγοντα 2 σύζυγο της, το ανδρόγυνο είχε εγγράψει την υποθήκη Υ240/1987 επί δυο ακινήτων που τους ανήκουν εξ’ ημισείας και επί των οποίων έχει ανεγερθεί η κατοικία στην οποία μέχρι και σήμερα διαμένουν, ως εξασφάλιση χρέους ύψους Λ.Κ.50.000 (€85.430,07) (Τεκ.1 και 2). Σε κάποιο κατοπινό στάδιο, όταν και μεταξύ του ανδρογύνου και της εναγόμενης εκκρεμούσαν διάφορες αγωγές (1517/15, 1518/15, 2318/15 και 346/16), εκ των οποίων κάποιες έχουν ήδη εκδικαστεί (1517/15, 1518/15 - Τεκ. 6) - εκκρεμεί και έφεση που το ανδρόγυνο καταχώρισε εναντίον απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους πρωτόδικα στην αγωγή 1517/15 - έγιναν διάφορες συναντήσεις και συζητήσεις για εξώδικη διευθέτηση όλων των αγωγών χωρίς όμως να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα.
Στις 24/2/23 η εναγόμενη επέδωσε στους ενάγοντες Ειδοποίηση Τύπου Ι σε σχέση με την υποθήκη 240/87 (Τεκ.3). Με την εν λόγω ειδοποίηση η εναγόμενη απαίτησε όπως της καταβληθεί το συνολικό ποσό των €1.643.588,64 πλέον τόκους, το οποίο κατ’ εκείνη εξασφαλιζόταν από την υποθήκη Υ240/87. Οι ενάγοντες δεν συμφώνησαν με το περιεχόμενο της εν λόγω ειδοποίησης διότι κατ’ εκείνους, το εκεί αναφερόμενο ως αξιούμενο ποσό ήταν εσφαλμένο ένεκα του ότι με βάση τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου που ίσχυαν σε σχέση με τις συγκεκριμένες εξασφαλισμένες πιστωτικές διευκολύνσεις, απαιτούνταν να πληρωθούν τόκοι που δεν δικαιολογούνταν να απαιτηθούν. Τη θέση τους αυτή οι ενάγοντες την εξέφρασαν άμεσα προς την εναγόμενη μέσω επιστολής που έστειλε ο δικηγόρος τους την 01/03/23 (Τεκ. 4) πλην όμως η εναγόμενη την απέρριψε. Παρά ταύτα, στα πλαίσια των συζητήσεων που ήδη γίνονταν για εξώδικη διευθέτηση όλων των υποθέσεων που εκκρεμούσαν, οι ενάγοντες έστειλαν στις 27/5/24 μέσω του δικηγόρου τους πρόταση για διευθέτηση όλων των υποθέσεων με την καταβολή του συνολικού ποσού των €900.000 (€400.000 μέχρι την 27/6/24 και ακολούθως €500.000 με μηνιαίες δόσεις των €10.000) (Τεκ. 5).
Παρά την πιο πάνω πρόταση των εναγόντων η εναγόμενη προχώρησε στις 14/06/24 και επέδωσε στους ενάγοντες Ειδοποιήσεις Τύπου ΙΑ με τις οποίες όριζε πλειστηριασμό των ενυπόθηκων ακινήτων για τις 27/08/24 προκειμένου να εισπραχθεί το απαιτητό ποσό των €1.643.588,64 πλέον τόκους €194.162,36 (Τεκ.7). Όσον αφορά δε την πρόταση που είχαν υποβάλει οι ενάγοντες για διευθέτηση, η εναγόμενη απάντησε στις 23/08/24 ότι θα δεχόταν διευθέτηση όλων των υποθέσεων μόνο αν της καταβαλλόταν το συνολικό ποσό των €1.250.000 εκ των οποίων οι €800.000 θα έπρεπε να της καταβληθούν μέχρι την 27/08/24 κάτι το οποίο όμως ήταν αδύνατο για τους ενάγοντες να πράξουν εντός ενός τόσο στενού χρονοδιαγράμματος αλλά και υπό το φως της δέσμευσης της περιουσίας τους από την εναγόμενη με τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν ήδη εκδοθεί.
Θέση λοιπόν των εναγόντων είναι ότι η εναγόμενη χρησιμοποιεί καταχρηστικά και εκβιαστικά τη διαδικασία εκποίησης του Ν.9/65 προκειμένου να εισπράξει από τους ενάγοντες ποσά που δεν δικαιούται να πληρωθεί και συγκεκριμένα τόκους που δεν μπορούν να απαιτηθούν. Αυτό γιατί «…η υποθήκη ήταν υφιστάμενη πριν την υιοθέτηση του Ν.160(Ι)/1999 όπου τέθηκε σε ισχύ την 1/1/2001 και επομένως οι υποθήκες διέπονται από τον περί Τόκου Νόμου Ν.2/1977 …» και ως εκ τούτου « … τα ποσά των ειδοποιήσεων είναι λανθασμένα και παράνομα εφόσον μεταφέρονται όπως ήταν στις Ειδοποιήσεις Τύπο Ι με επιπρόσθετους τόκους που δεν δικαιούνται … εφόσον … τα ποσά των τόκων που μπορούσαν να εισπράξουν οι εφεσίβλητοι είναι μόνο μέχρι του ποσού της αρχικής υποθήκης δηλαδή το ποσό €85.430,07 ως τόκους, πλέον το κεφάλαιο της υποθήκης…». Κατά τους ενάγοντες, με τις ειδοποιήσεις Τύπος ΙΑ η εναγόμενη «μετέφερε το ποσό των €1.643.588,64 πλέον τόκους €194.162,36 για την υποθήκη Υ240/1987 από την Ειδοποίηση Τύπος Ι από την οποία τεκμαίρεται ότι το ποσό των €1.643.5888,64 το θεωρούν ως τα υπόλοιπα δανείου που καταγράφουν στην κατάσταση λογαριασμού χωρίς αναφορά σε τόκους στην κατάσταση λογαριασμού … να σημειωθεί ότι οι εφεσίβλητοι στην κατάσταση λογαριασμού στην Ειδοποίηση Τύπος Ι καταγράφουν το ποσό των €2.037.368,86 συμπεριλαμβανομένων τόκων για το ποσό που εξασφαλίζει υποθήκη που είναι παράνομο και λανθασμένο …». Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους αυτών, οι ενάγοντες υποδεικνύουν μεταξύ άλλων το γεγονός ότι σύμφωνα με την πρώτη σελίδα της Ειδοποίησης Τύπου Ι φαίνεται να χρεώνεται τόκος 10% ενώ με τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί εναντίον των εναγόντων ο τόκος είχε καθοριστεί σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά.
Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών τους και επικαλούμενοι την πρόθεση τους να καταβάλουν το ποσό που νόμιμα υποχρεούνται να καταβάλουν στην εναγόμενη σε σχέση με το χρέος τους ώστε να εξασκήσουν το δικαίωμα τους στην εξάλειψη της υποθήκης, οι ενάγοντες θεωρούν ότι θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα ώστε να μην υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση πώλησης της κατοικίας τους αλλά και για να διαφυλαχθούν στο ακέραιο τα εκατέρωθεν δικαιώματα.
Το Δικαστήριο που επιλήφθηκε τότε της αίτησης έκρινε ότι δικαιολογείτο η έκδοση μονομερώς του διατάγματος που αφορούσε σε αναστολή της προγραμματισθείσας για τις 27/08/24 διαδικασίας πλειστηριασμού και εξέδωσε στις 26/08/24 σχετικό προσωρινό διάταγμα. Όσον αφορά την άλλη πτυχή της αίτησης των εναγόντων, ήτοι για διάταγμα απαγόρευσης οποιασδήποτε πώλησης, επιβάρυνσης ή αποξένωσης των ενυπόθηκων ακινήτων, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως επιδοθεί στην αντίδικη πλευρά.
Αφού η αίτηση και το διάταγμα επιδόθηκαν στην εναγόμενη, η τελευταία εκδήλωσε πρόθεση να υποβάλει ένσταση και στο εκδοθέν διάταγμα, έστω και αν παρήλθε η ημερομηνία του προγραμματισμένου πλειστηριασμού, αλλά και σε ολόκληρη την αίτηση και αυτό προφανώς διότι οι ενάγοντες επέμειναν στο να προωθούν και το αίτημα τους για έκδοση διατάγματος γενικής απαγόρευσης πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων.
Με την ένσταση που καταχώρισε στις 19/09/24 η εναγόμενη προβάλει 21 λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υποστηρικτική Ε/Δ λειτουργού της εταιρείας που διαχειρίζεται εκ μέρους της εναγόμενης τα θέματα των πιστωτικών διευκολύνσεων που η τελευταία έχει αποκτήσει από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Κύπρου Λτδ (εφ΄ εξής η Τράπεζα), ως μια τέτοια περίπτωση είναι και η επίδικη, τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης δεν είναι ως παραπλανητικά τα παρουσίασαν οι ενάγοντες. Αυτό κατά την ομνύουσα διότι η επίδικη υποθήκη δεν εξασφαλίζει μόνο την διευκόλυνση στην οποία αναφέρθηκαν οι ενάγοντες αλλά και διάφορες άλλες διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί προς τον ενάγοντα 2 και εταιρείες συμφερόντων του και οι οποίες διευκολύνσεις αποτέλεσαν αντικείμενα διαφόρων δικαστικών αγωγών σε κάποιες από τις οποίες έχουν ήδη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις (Τεκ.2, 3, 4 και 5).
Μεταξύ των διευκολύνσεων που εξασφαλίζει η επίδικη υποθήκη είναι και διευκολύνσεις που παρασχέθηκαν υπό τη μορφή δύο τρεχούμενων λογαριασμών και ενός δανείου. Ο ένας τρεχούμενος λογαριασμός είχε ανοιχτεί τον Μάρτιο του 1999 αλλά υπέστη διάφορες τροποποιήσεις μετά και που καταργήθηκε ο περί Τόκου Νόμος και ο τερματισμός του έγινε τον Μάρτιο του 2015 (τεκ.6) ενώ ο άλλος τρεχούμενος λογαριασμός και το δάνειο (Τεκ.7 και 8) είχαν παραχωρηθεί το 2001 και 2008 αντίστοιχα και αποτέλεσαν αντικείμενο της αγωγής 1518/15 στην οποία εκδόθηκε απόφαση την 5/10/22 η οποία και κατέστη τελεσίδικη. Ναι μεν λοιπόν οι διευκολύνσεις αυτές εξασφαλίστηκαν και με την υποθήκη του 1987 αλλά επρόκειτο για συμφωνίες οι οποίες έγιναν μετά την κατάργηση του περί Τόκου Νόμου και επομένως τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής και εμβέλειας του.
Είναι συνεπώς η νομική θέση της εναγόμενης ότι «από την στιγμή που (η υποθήκη) εξασφάλιζε πιστωτικές διευκολύνσεις που ήταν σε ισχύ και /ή παραχωρήθηκαν κατά και μετά την θέσπιση του (Ν.160(Ι)/1999) δεν ισχύουν οι περιορισμοί του περί Τόκου Νόμου. Επιπλέον, ούτε και η μεταβατική διάταξη άρθρο 4 του Ν.160(Ι)/1999 ισχύει αφού δεν πρόκειται για υποθήκη με πέραν του ενός ενυπόθηκους δανειστές …».
Όσον αφορά τις επίδικες ειδοποιήσεις, θέση της εναγόμενης είναι ότι από το 2023 που στάληκε η Ειδοποίηση Τύπου Ι κανένα δικονομικό διάβημα δεν έλαβαν οι ενάγοντες εναντίον αυτής ούτε όμως και κατέβαλαν έστω το ποσό που εκείνοι θεωρούσαν ότι οφείλεται. Το μόνο που έγινε, υποστηρίζει η εναγόμενη, ήταν διάφορες συζητήσεις χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα, με τις συζητήσεις αυτές ν’ αφορούσαν όλες τις διαφορές των διαδίκων και όχι μόνο την επίδικη υποθήκη. Σε κάθε περίπτωση όμως, προβάλλει η ομνύουσα, οι ενάγοντες είχαν καταχωρήσει στις 29/07/24 την αίτηση έφεση 174/24 προκειμένου να ανακόψουν τη διαδικασία πλειστηριασμού που είχε οριστεί για τις 27/08/24 και η αίτηση αυτή εκδικάστηκε και απορρίφθηκε την 14/08/24 και ήταν μόνο μετά πάροδο 10 ημερών που αποτάθηκαν στο Δικαστήριο με την παρούσα διαδικασία αποκρύπτοντας και την ύπαρξη αλλά και την τύχη της 174/24. Από μόνοι τους δηλαδή οι ενάγοντες, και δη παραπλανητικά, δημιούργησαν το κατ’ ισχυρισμό κατεπείγον της περίπτωσης και αυτό προκειμένου να πετύχουν να ανακόψουν μια διαδικασία εκποίησης που ήταν καθόλα νόμιμη, νομότυπη και κανονική και η οποία ούτως ή άλλως περιέχει δικλίδες που διασφαλίζουν στο ακέραιο τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων μερών, περιλαμβανομένων δηλαδή και των ενυπόθηκων οφειλετών. Αυτό γιατί οι τελευταίοι μπορούν, με βάση το Ν.9/65, να θέσουν την άποψη τους ως προς το πώς θα πρέπει να διανεμηθεί το εκπλειστηρίασμα μετά τον πλειστηριασμό.
Είναι επομένως η καταληκτική θέση της εναγόμενης ότι στην βάση των πιο πάνω ούτε κατεπείγον υπήρχε στην προκειμένη περίπτωση αλλά ούτε και δικαιολογείται επί της ουσίας η έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων που ζητούν οι ενάγοντες
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών. Αν και ειδικότερη αναφορά στις εν λόγω αγορεύσεις κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο, εντούτοις σημειώνω εδώ ότι με την δική του αγόρευση, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγόντων υποστήριξε ότι τα όσα προβάλλονται από την εναγόμενη σε σχέση με το θέμα του κατ’ επείγοντος αυτά θα πρέπει να εξεταστούν μόνο σε σχέση με το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς και όχι με το άλλο αιτητικό για το οποίο διατάχθηκε η επίδοση.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου.
Οι νομολογιακές αρχές που περιβάλλουν αιτήματα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του αρ.32 του Ν.14/60 είναι καλά γνωστές και έχουν πολύ εύστοχα συνοψισθεί σε πληθώρα αποφάσεων όπως είναι οι ΚΟΖΑΚΟΥ κ.α. ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E127/2013, 13/6/2019 και Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της Λοϊζίδου που υιοθετήθηκε στη Κοζάκου:
«Στο άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η πρώτη αφορά το ποιοτικό κριτήριο της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και συνδέθηκε, αρχικά από την καθοριστική επί του ζητήματος υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557, με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα. Θεωρήθηκε ότι ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί ο,τιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων». Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά. Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια.
Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.
Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις....
Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.»
(βλ. μεταξύ άλλων και MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E179/2017, 2/5/2024, SERGIY MARFUT v. ZAFORPO VENTURES LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε144/2020, Ε145/2020, 29/3/2024, LAXIFLORA HOLDINGS LTD κ.α. v. ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε38/2021, Ε42/2021, 12/2/2024 και PROQUASERV ACCOUNTANTS LTD κ.α. v. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2018, 17/11/2023)
Αναφέρω εδώ ότι οι πιο πάνω αρχές, στο βαθμό που άπτονται και του πώς είναι που διενεργείται η δικαστική εξέταση ενδιάμεσων αιτήσεων της παρούσας φύσης, συνάδουν με τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να εξετάζονται με βάση τους «νέους» Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας στη βάση των οποίων και εγείρεται η παρούσα. Προς τούτο παραπέμπω ενδεικτικά στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι είναι όμοιοι με τους κυπριακούς Κανονισμούς, αναφέρεται στις σελ. 585 – 588 ότι κατά την εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων δεν είναι ορθό να επιβάλλεται το επίπεδο απόδειξης που επιβάλλεται στα πλαίσια κανονικής δίκης (ισοζύγιο των πιθανοτήτων) αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ουσιαστικά είτε τη διεξαγωγή πρόωρης δίκης είτε όπως το Δικαστήριο προκαταβάλει στα πλαίσια μιας ενδιάμεσης διαδικασίας την ενδεχόμενη τελική του κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης. Παρόμοια είναι δε και η αρχή που διατυπώθηκε προ πολλού στην Κύπρο σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες για προσωρινά διατάγματα, αφού όπως λέχθηκε και στην Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557 ότι «The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish "a probability" of success. The concept of "a probability" imports something more than a mere possibility but something much less than the "balance of probabilities", the standard required for proof of a civil action. A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re J.S. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.) "A probability", in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success…»
Ως εκ τούτου, το σύνηθες επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες με βάση τους νέους Κανονισμούς είναι, όπως αναφέρεται στο Blackstone’s, το κατά πόσο το οποιοδήποτε αμφισβητούμενο γεγονός έχει καταδειχθεί μέσω μιας «καλής συζητήσιμης υπόθεσης», κριτήριο το οποίο «…εμπερικλείει το σημαντικό κανόνα ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι όσο ικανοποιημένο μπορεί να είναι, δεδομένων των περιορισμών που έχει μια ενδιάμεση διαδικασία, για το ότι υπάρχουν παράγοντες που του δίδουν δικαιοδοσία ή που δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής…». Για το λόγο αυτό, συνεχίζει το BLACKSTONE’S, «…οι περισσότερες αιτήσεις εξετάζονται στη βάση των γεγονότων που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα…(εφόσον)…η επιλογή μεταξύ μαρτύρων συνιστά λειτουργία του Δικαστή που εκδικάζει την ουσία της υπόθεσης και σε μια ενδιάμεση αίτηση είναι επιτρεπτό για ένα Δικαστή να «κοιτάξει πίσω» από μια Ε/Δ μόνο αν προβάλλεται κάποιος ισχυρισμός που παρουσιάζει εγγενή απιθανότητα ή όταν υπάρχει εξωγενής μαρτυρία που τον αντικρούει…» (βλ.σελ. 587 και την αναφορά που εκεί γίνεται στις HRH Prince of Wales v Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776 (21 December 2006), National Westminster Bank Plc v Daniel [1993] 1 WLR 1453 και Shyam Jewellers Ltd v Cheeseman | [2001] EWCA Civ 1818).
Επιπρόσθετα όμως των πιο πάνω, επισημαίνω ότι εφόσον στην υπό κρίση περίπτωση ένα από τα επίδικα αιτούμενα διατάγματα εκδόθηκε μονομερώς συνεπεία επίκλησης του δικαιοδοτικού παράγοντα του κατεπείγοντος, ο οποίος παράγοντας, αν διαπιστωθεί ότι υφίσταται, συνιστά θεμιτή εξαίρεση στον θεμελιώδη κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί (βλ. μεταξύ άλλων ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΠΠΑ ν. ΠΟΥΛΛΑΣ ΤΣΑΔΙΩΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10, 17/7/2014, ΑSPIS LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC CO LTD ν. ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΑΛΛΩΣ ΝΟΡΑΣ ΣΙΑΚΑΤΙΔΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 52/2010, 19/3/2014, Αμβροσιάδου κ.ά. ν. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78, Vuitton ν. Δερμοσάκ Λτδ κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453 καθώς επίσης και Μ.23 Κ.6), και εφόσον το δικαιοδοτικό στοιχείο του «κατεπείγοντος» θίγεται ρητά με την ένσταση των εναγομένων, το Δικαστήριο όχι μόνο μπορεί αλλά και επιβάλλεται όπως επανεξετάσει το στοιχείο αυτό ώστε να καταλήξει να επικυρώσει ή να ακυρώσει ένα διάταγμα υπό το φως πλέον του συνόλου των γεγονότων που έχουν τεθεί ενώπιον του. Και βεβαίως, αν κατά την εν λόγω επανεξέταση κριθεί ότι για κάποιο λόγο τελικά η εν λόγω δικαιοδοτικής φύσεως προϋπόθεση δεν ικανοποιείτο τότε το εκδοθέν διάταγμα καθίσταται άκυρο εξ' υπαρχής και η εξέταση οποιουδήποτε άλλου θέματος σε σχέση με αυτό παρέλκει (βλ. ΠΕΤΡΟΣ ΣΙΑΚΟΛΑΣ ν. ΠΡΙΝΟΣ ΛΑΧΑΝΑΓΟΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε90/2016, 23/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:A106, Αμβροσιάδου και Τσαδιώτη ανωτέρω). Ένας τέτοιος λόγος είναι και η παράλειψη του αιτητή να συμμορφωθεί με την ιδιαίτερα αυξημένη υποχρέωση του να αποκαλύψει στο Δικαστήριο όλα τα ουσιώδη γεγονότα τα οποία του ήταν γνωστά ή τα οποία θα μπορούσαν να γίνουν γνωστά μετά από εύλογη έρευνα και τα οποία ενδεχομένως να μπορούσαν να επηρεάσουν την κρίση του δικαστηρίου (βλ. Commerzbank Auslandsbanken Holding AG και Άλλοι ν. Adeona Holdings Ltd (2015) 1 ΑΑΔ 386). Σύμφωνα με την τελευταία αυτή απόφαση, η υποχρέωση αποκάλυψης δεν περιορίζεται μόνο σε γεγονότα, αλλά εκτείνεται και στο νόμο και νομικές αρχές, καθώς και σε σημεία τα οποία ενδεχομένως να μην είναι υπέρ του αιτητή του διατάγματος, και η μη αποκάλυψη, είτε αθώα, είτε εσκεμμένη, θεωρείται είδος εξαπάτησης γι' αυτό και προκαλεί τόσο σοβαρές συνέπειες όπως την ακύρωση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος, χωρίς την περαιτέρω εξέταση της ουσίας της αίτησης.
Το βάρος απόδειξης βέβαια ότι όντως υφίστατο το «κατεπείγον» κατά την έκδοση διαταγμάτων μονομερώς το φέρει μέχρι τέλους ο αιτητής ο οποίος βαρύνεται κατά την ακρόαση να τεκμηριώσει πλήρως το αίτημα του για την παροχή θεραπείας, περιλαμβανομένης και της ύπαρξης του στοιχείου του κατεπείγοντος εκεί όπου η θεραπεία δόθηκε μονομερώς (βλ. μεταξύ άλλων Δερμοσάκ ανωτέρω).
Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι με τη θέσπιση των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, το στοιχείο του «κατεπείγοντος» έχει πλέον καταστεί και δικονομική προϋπόθεση για την επιτυχία μιας αίτησης που καταχωρήθηκε ως «αίτηση χωρίς ειδοποίηση» εφόσον τέτοιες αιτήσεις έχουν πλέον αποκτήσει τη δική τους ξεχωριστή υπόσταση η οποία είναι ανεξάρτητη από τις αιτήσεις για τις οποίες δίνεται εξ’ αρχής ειδοποίηση, ήτοι τις γνωστές «δια κλήσεως αιτήσεις» (βλ. Μ.23 Κ.6). Με άλλα λόγια, οι «νυν» αιτήσεις χωρίς ειδοποίηση δεν συνιστούν αιτήσεις οι οποίες κανονικά είναι δια κλήσεως και ζητείται από το Δικαστήριο όπως «κατ’ εξαίρεση» εκδικαστούν μονομερώς αλλά συνιστούν εξ αρχής μονομερείς αιτήσεις οι οποίες διέπονται από τις δικές τους δικονομικές προϋποθέσεις[2]. Όπως όμως και πριν τη θέσπιση των νέων Κανονισμών έτσι και τώρα, ο αιτητής δεν θα πρέπει μόνο να δώσει ικανοποιητικούς λόγους στο Δικαστήριο για να δικαιολογήσει το γιατί έχει καταχωρήσει αίτηση χωρίς ειδοποίηση αλλά και τυχόν αποτυχία του να καταδείξει μέχρι τέλους ότι η επιλογή του αυτή ήταν δικαιολογημένη στη βάση του κατεπείγοντος συνιστά λόγο για απόρριψη της αίτησης και ακύρωσης οποιουδήποτε εκδοθέντος διατάγματος (βλ. σελ. 575-578 και 658 - 661 Blackstone’s ανωτέρω όπου γίνεται αναφορά στο τι συνιστά έγκυρη αίτηση χωρίς ειδοποίηση). Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Cinpres Gas Injection Ltd v Melea Ltd [2005] EWHC 3180 (Pat) (14 December 2005) στην οποία παραπέμπει το Blackstone’s ανωτέρω ως περίπτωση που η εκ των υστέρων διαπιστωθείσα αδικαιολόγητη καταχώρηση αίτησης χωρίς ειδοποίηση οδήγησε στην ακύρωση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος είναι άκρως διαφωτιστικό:
«Before turning to these particular matters I should make a number of general observations. The grant of an injunction is a serious matter. Our familiarity with injunctive relief tends to blunt our appreciation of the significance of an injunction to lay parties…The second important consideration is the court's need to protect its own proceedings against interference. This is an extremely serious matter…The more serious an application the more desirable it is for notice to be given to the respondent. Applications without notice are only for genuinely urgent cases and cases where notice would frustrate the purpose of the order. There are also cases where giving notice, although desirable, is simply not practicable in the time available and in all cases in which notice is not given the failure must be justified to the judge. No regard was had to this basic principle in this case and no explanation was given to the judge either at the time or now. It is not as if this was a recondite area of legal learning. These basic requirements, … are clearly set out in the notes to CPR 25 and in the practice direction thereunder. In this case a very serious allegation was being made ... As I have indicated the gravity of the allegation made the giving of notice even more desirable than perhaps it might otherwise be. Notice could plainly have been given in this case and was not. There is no question that notice was possible since when it came to service of the order the address of the solicitors was proffered as an address for alternative service. I regard this is a grave procedural fault and as I have indicated no attempt has been made to explain it…In obtaining the order from Patten J, therefore, it seems to me that there was a disregard for procedural safeguards, safeguards which were intended…to ensure that the case was dealt with efficiently and proportionately. These are matters which do not require the intervention of the judge who hears the application. They should be automatic and it is the duty of the parties to inform the judge who is hearing the application that they have not been done…»
Στις ίδιες όμως γραμμές κινείται και η κυπριακή νομολογία που περιέβαλλε τους «παλαιούς» Θεσμούς - βλ. CMK METAL CONSTRACTION LIMITED κ.α., Πολιτική Aίτηση Αρ. 138/2018, 7/11/2018:
«Εν προκειμένω οι αιτητές είχαν κάθε δικαίωμα να καταχωρίσουν την έφεση μέχρι και το τελευταίο λεπτό της προβλεπόμενης προθεσμίας. Εφόσον όμως είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν και ενδιάμεση αίτηση για αναστολή του πλειστηριασμού, θα έπρεπε να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργήσουν συνθήκες πίεσης για το Δικαστήριο αλλά, κυρίως, για την άλλη πλευρά. Θα έπρεπε να καταχωρίσουν την έφεση και την ενδιάμεση αίτηση ενωρίτερα, οπότε και δεν θα υπήρχε ανάγκη για κατεπείγουσα αίτηση χωρίς ειδοποίηση. Η δέουσα, υπ΄αυτή την έννοια, δικονομική συμπεριφορά των αιτητών, θα έδιδε την ευκαιρία στο Δικαστήριο να προγραμματίσει και να χειριστεί την υπόθεση ακούγοντας προηγουμένως και τις δύο πλευρές, εξισορροπώντας τα εκατέρωθεν δικαιώματα και τους κινδύνους κάθε πλευράς, θέματα στα οποία αναφέρθηκε αγορεύοντας σήμερα ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών. Θα μπορούσε σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο να εκδικάσει την ενδιάμεση αίτηση με την απαιτούμενη ταχύτητα ή να κατέληγαν τα μέρη σε εκ συμφώνου αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού με μια πρακτική μεταξύ τους διευθέτηση μέσα από συναινετικές προσεγγίσεις.
Αυτές όμως οι ορθές και δίκαιες δυνατότητες εξουδετερώθηκαν από τον χειρισμό των αιτητών να καταχωρίσουν την αίτησή τους στον ύστατο χρόνο που επέλεξαν να την καταχωρίσουν.
Η αντιμετώπιση του θέματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν ορθή. Ορθά θεώρησε πως το κατεπείγον της αίτησης προέκυπτε από τους χειρισμούς των ίδιων των αιτητών και συνεπώς δεν μπορούσαν να το επικαλούνται ως δικαιοδοτική προϋπόθεση της αίτησης τους. Αντίθετη προσέγγιση θα επιβράβευε τέτοιες πρακτικές προς ζημία της απονομής της δικαιοσύνης και των ταλαιπωρημένων δικαστικών διαδικασιών.
Η αναγκαία και πολύτιμη στις κατάλληλες περιπτώσεις εξαίρεση απόδοσης θεραπείας χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά δεν μπορεί να λειτουργεί προς απόκτηση τακτικού δικονομικού πλεονεκτήματος ή εν πάση περιπτώσει για πρόκληση πίεσης στο Δικαστήριο και τους αντιδίκους.»
Με γνώμονα όλες τις πιο πάνω αρχές λοιπόν και λαμβάνοντας υπόψη την ρητή αμφισβήτηση που εγείρουν οι εναγόμενοι σε σχέση με τη δικαιοδοτική και δικονομική προϋπόθεση του κατεπείγοντος αλλά και με το συναφές καθήκον για ειλικρινή αποκάλυψη όλων των ουσιωδών γεγονότων, και χωρίς βεβαίως να παραγνωρίζεται και το ότι «…όπου εκδίδεται μονομερώς ένα διάταγμα και στη συνέχεια, αφού ακουστεί και ο εναγόμενος, τεθεί θέμα ότι το διάταγμα δεν θα έπρεπε να είχε εκδοθεί μονομερώς, το δικαστήριο θα πρέπει με φειδώ να προχωρεί σε ακύρωση του παρεμπίπτοντος διατάγματος, ιδιαίτερα όταν ο ενάγων δεν συνέβαλε και ούτε απέκρυψε οποιαδήποτε στοιχεία ώστε να θεωρηθεί ότι παραπλάνησε το δικαστήριο για να δεχθεί να εξετάσει την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς»[3], σημειώνω τα ακόλουθα.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ουσία των θέσεων των εναγόντων περιστρέφεται γύρω από το θέμα ανάκτησης καθυστερημένων τόκων μέσω εκποίησης των ενυπόθηκων ακινήτων και ειδικότερα γύρω από το βαθμό και την έκταση των σχετικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σύμβαση υποθήκης - Υποθήκη Υ240/87, η οποία συνάφθηκε - εγγράφηκε όταν ήταν σε ισχύ ο περί Τόκου Νόμος 2/77 και συγκεκριμένα ο περιορισμός που το εκεί αρ. 6 επέβαλλε σε σχέση με τα εν λόγω δικαιώματα – υποχρεώσεις[4].
Προκειμένου λοιπόν να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, οι ενάγοντες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου κατά την καταχώριση και εξέταση της παρούσας αίτησης και το έγγραφο της σύμβασης υποθήκης - Υποθήκη Υ240/87 που έγινε στις 16/02/87 για ποσό ΛΚ50.000 (€85.430,07) πλέον τόκους και έξοδα, και τις ειδοποιήσεις Ι και ΙΑ που τους επέδωσε η εναγόμενη και στις οποίες αναφέρεται ότι το συνολικό απαιτητό χρέος που θεωρείται ότι εξασφαλίζεται με την υποθήκη Υ240/87 και το οποίο επιδιώκεται να ανακτηθεί μέσω της εκποίησης ανέρχεται στο ποσό των €1.643.588,64 πλέον τόκους €194.162,36 και προέρχεται από εφτά διαφορετικές πιστωτικές διευκολύνσεις που είχαν λάβει οι ενάγοντες και οι συνδεδεμένες με αυτούς εταιρείες, και τις αγωγές που καταχώρησε εναντίον τους η εναγόμενη σε σχέση με τις συγκεκριμένες πιστωτικές διευκολύνσεις εφόσον τα αντίστοιχα χρέη δεν έχουν εξοφληθεί, και τις δύο αποφάσεις που ήδη εκδόθηκαν εναντίον τους σε πρωτόδικο βαθμό, και την αλληλογραφία που ανταλλάχτηκε μεταξύ των διαδίκων στα πλαίσια της οποίας οι ενάγοντες εξέφρασαν αφ’ ενός τη διαφωνία τους για την απαίτηση πληρωμής τόκων που «υπερβαίνουν το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος» και αφ’ ετέρου την πρόθεση τους να πληρώσουν μέχρι και το διπλάσιο του αναγραφόμενου στην υποθήκη ως εξασφαλισμένου ποσού (€170.860,14 - ΛΚ100.000) το οποίο ως τότε δεν είχαν πληρώσει, αλλά και την απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί προ 12 ημερών η αίτηση έφεση 174/24 που είχαν καταχωρήσει επί των ιδίων επιχειρημάτων προκειμένου να ανακόψουν τον πλειστηριασμό της 27/08/24. Επιπρόσθετα των στοιχείων αυτών, οι ενάγοντες έθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου και αυτούσιες τις νομικές αρχές που κατ’ εκείνους διέπουν τα επίδικα θέματα που εγείρονται μέσω της υπόθεσης τους (βλ. αναφορές που γίνονται στην Ε/Δ των εναγόντων στις ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΠΟΝΙΔΗ (ΣΥΖΥΓΟΣ ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΗ) ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ. κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 429/2011, 6/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A444 και Ξιούρουππας Σταύρος και Άλλες ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 2604, ECLI:CY:AD:2016:A522)
Κάτω από αυτά δεδομένα συνεπώς δεν μπορεί να λεχθεί ότι οι ενάγοντες απέκρυψαν από το Δικαστήριο ουσιώδη γεγονότα, νόμους, νομικές αρχές ή οτιδήποτε άλλο το οποίο αν τίθετο ενώπιον του Δικαστηρίου ενδεχομένως να μπορούσε να επηρεάσει την κρίση του. Ούτε όμως και μπορεί να λεχθεί ότι οι ενάγοντες παραπλάνησαν το Δικαστήριο ως προς το πώς είναι που προέκυψε το κατεπείγον της περίπτωσης αφού, όπως ανέφερα, οι ενάγοντες είχαν αποκαλύψει και το πότε τους επιδόθηκαν οι ειδοποιήσεις Ι και ΙΑ με τις οποίες ορίστηκε πλειστηριασμός για τις 27/08/24, και τα διαβήματα που έκριναν ορθό τότε να λάβουν, ήτοι καταχώριση της αίτησης έφεσης 174/24 στη βάση του αρ. 44Γ(3) Ν.9/65 αλλά και το ότι άλλο Δικαστήριο είχε κρίνει 12 μέρες πριν την καταχώριση της παρούσας αίτησης ότι τα συγκεκριμένα επιχειρήματα τους δεν μπορούσαν να εξεταστούν στα πλαίσια της διαδικασίας που προνοεί το αρ.44Γ(3) του Ν.9/65 αλλά «…άλλης διαδικασίας την οποία ο ενυπόθηκος οφειλέτης έχει κάθε δικαίωμα να προωθήσει» εφόσον εκείνη η διαδικασία (αίτηση έφεση) «…δεν αποτελεί το μοναδικό ένδικο μέσο που μπορούν να ασκήσουν οι εφεσείοντες…»[5].
Των πιο πάνω λεχθέντων συνεπώς, στο βαθμό που με την ένσταση της η εναγόμενη προσβάλλει την ύπαρξη του στοιχείου κατεπείγοντος κατά την έκδοση του μονομερώς εκδοθέντος διατάγματος τις 26/08/24, κρίνεται ότι κατ’ εκείνο το στάδιο, με βάση τα δεδομένα που ορθά τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, δικαιολογείτο να θεωρηθεί η περίπτωση ως κατεπείγουσα.
Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την ουσία της αίτησης.
Ως ανέφερα και πιο πάνω, η ουσία της θέσης των εναγόντων είναι ότι με δεδομένη την κατάρτιση της επίδικης σύμβασης υποθήκης - Υποθήκη Υ240/87 στις 16/02/87, ήτοι κατά το χρόνο που ίσχυε το αρ. 6 του Ν.2/77, η εναγόμενη δεν δικαιούται να απαιτεί να ανακτήσει μέσω της εκποίησης της υποθήκης ποσό τόκων μεγαλύτερο από το κεφάλαιο που εξασφάλιζε η υποθήκη, ήτοι ΛΚ50.000 - €85.430,07, ως φαίνεται να είναι και πρόθεση που εξέφρασε η τελευταία μέσω των ειδοποιήσεων Ι και ΙΑ.
Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι η επίδικη υποθήκη Υ240/87 συνάφθηκε-εγγράφηκε στις 16/02/87, κρίνεται ότι από νομικής πλευράς και εκ πρώτης όψεως πάντα, η επί του προκειμένου θέση των εναγόντων όντως βρίσκει έρεισμα στη σχετική νομολογία αφού στην υπόθεση Πιπονίδη στην οποία παρέπεμψαν ρητά οι ενάγοντες και στην οποία εξετάστηκαν παρόμοια θέματα με αυτά που και οι δύο πλευρές προβάλλουν στην προκειμένη περίπτωση, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:
«…Κύρια επιχειρηματολογία της εφεσείουσας, είναι ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απαγόρευση είσπραξης τόκων που ανέρχονται σε μεγαλύτερο ποσό από το κεφάλαιο, σύμφωνα με το Νόμο 2/77, δεν ισχύει στην περίπτωση της εφεσείουσας, είναι εσφαλμένη…Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο 6 του περί Τόκου Νόμου του 1977 (Ν. 2/77) για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης…Με το άρθρο 7 του περί Ελευθεροποίησης του Eπιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν. 160(Ι)/99) που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.01 ο περί Τόκου Νόμος (Ν. 2/77) καταργήθηκε. Το άρθρο 4 του Νόμου 160(1)/99 περιέχει επίσης μεταβατική διάταξη για υφιστάμενα δάνεια με εξασφάλιση Υποθήκης ακινήτου. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο…Υπενθυμίζουμε ότι η εφεσείουσα υποθήκευσε το ακίνητο της με αρ. εγγραφής 3778 προς εξασφάλιση δανείου που παραχωρήθηκε στον γιο της προτού ακόμη τεθεί σε ισχύ ο Νόμος 160(Ι)/99….Το θέμα της αναδρομικότητας του Νόμου 160(Ι)/99 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη υπόθεση Σταύρος Ξιούρουππας κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 386/10, ημερ. 15/11/16, ECLI:CY:AD:2016:A522, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι ο Νόμος αυτός δεν έχει οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις… Ενόψει των πιο πάνω η πρωτόδικη προσέγγιση ως προς το ύψος του ποσού που εξασφάλιζε η Υποθήκη και θα έπρεπε να πληρωθεί στην εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της καταναγκαστικής πώλησης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου 160(Ι)/99, όπως και η πιο πάνω νομολογία, καθιστούν σαφές ότι η εφεσίβλητη 1 - Τράπεζα, ενυπόθηκος δανειστής, δεν θα μπορούσε να εισπράξει από το προϊόν της καταναγκαστικής πώλησης του κτήματος της εφεσείουσας ποσό μεγαλύτερο των Λ.Κ.32.000,00 που είναι το κεφάλαιο εκ Λ.Κ.16.000,00 και ο τόκος εκ Λ.Κ.16.000,00 πλέον έξοδα… οι τόκοι δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν το κεφάλαιο, ενόψει των προνοιών του άρθρου 6 του Νόμου 2/77, διαπίστωση που καθορίζει και το ποσό που εξασφαλίζει η Υποθήκη, στην πληρωμή του οποίου δικαιούτο η εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της αναγκαστικής πώλησης του ενυπόθηκου κτήματος.»
Σημειώνω εδώ ότι δεν έχω καθόλου παραγνωρίσει τα όσα νομικά επιχειρήματα προβάλλει η πλευρά της εναγόμενης προκειμένου να «απαντήσει» στις περί του αντιθέτου θέσεις των εναγόντων. Λαμβανομένου όμως υπόψη ότι δεν είναι στο παρόν ενδιάμεσο στάδιο που θα εξεταστεί η ουσία της υπόθεσης και που το Δικαστήριο θα εκφράσει την τελική του κρίση επί των δικαιωμάτων των μερών, η ανταλλαγή στο στάδιο αυτό επιχειρημάτων επί ενός ουσιώδους νομικού σημείου της υπόθεσης, καταδεικνύει, το λιγότερο, ότι όντως στην παρούσα υπόθεση εγείρεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και για το οποίο οι ενάγοντες δικαιούνται να υποστηρίζουν ότι έχουν καλή πιθανότητα επιτυχίας.
Το ερώτημα τώρα είναι αν οι ενάγοντες ικανοποιούν και την τρίτη προϋπόθεση του αρ.32 αλλά και αν το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ τους.
Ως προς το θέμα της ανεπανόρθωτης ζημιάς, λαμβάνω υπόψη μου κατ’ αρχή ότι ως είναι κοινώς αποδεκτό, οι ενάγοντες έχουν παραχωρήσει τα ακίνητα τους ως εξασφάλιση υπό τη μορφή υποθήκης και ως εκ τούτου, «...με αυτό τον τρόπο οι ίδιοι… έχουν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης…»[6]. Παρά ταύτα όμως, είναι επίσης κοινώς αποδεκτό ότι σε κάθε συμφωνία υποθήκης όπως την επίδικη υπάρχει και το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη να ζητήσει την εξάλειψη της υποθήκης νοουμένου φυσικά ότι ξοφλήσει το ενυπόθηκο χρέος που προνοεί η σχετική σύμβαση (equity of redemption). Μάλιστα δε, όπως επισημάνθηκε και στην ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ κ.α. v. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. E95/2021, 8/2/2024, «…το ίδιο το Άρθρο 44(Γ) και η Ειδοποίηση Τύπου «Ι» προβλέπουν ακριβώς για το δικαίωμα ενυπόθηκου οφειλέτη να αποφύγει την έναρξη της διαδικασίας εκποίησης, αποπληρώνοντας το ενυπόθηκο χρέος» Αυτό όμως είναι και που προσπαθούν στην παρούσα περίπτωση να πράξουν οι ενάγοντες αφού, κατ’ αντίθεση με τους ενάγοντες στην Πασιουρτίδης όπου «Ούτε και αναφέρθηκε από τους Εφεσείοντες ότι υπήρξε τέτοια εξόφληση ή έστω τέτοια αίτημα», στην προκειμένη περίπτωση υπήρξε αμέσως μετά την επίδοση της ειδοποίησης τύπου Ι υποβολή αιτήματος και εκδήλωση πρόθεσης από τους ενάγοντες για εξόφληση του ενυπόθηκου χρέους στη βάση – έστω - του ποσού που οι τελευταίοι θεωρούν ότι ήταν νομικά υποχρεωμένοι να πληρώσουν (βλ. μη αμφισβητούμενα Τεκ.4 και 5 εναγόντων αλλά και Τεκ.9 εναγόμενης). Και σημειώνω εδώ ότι όπως αναφέρεται στην αλληλογραφία που επεσύναψε η εναγόμενη ως Τεκ.9, το αίτημα που έστειλαν οι ενάγοντες για εξόφληση του ενυπόθηκου χρέους με την καταβολή του ποσού που κατ’ εκείνους δικαιολογεί ο Ν.2/77 να καταβληθεί, το οποίο στάληκε την 01/03/24, ήτοι μερικές μέρες μετά την επίδοση της ειδοποίησης τύπου Ι, ουδέποτε απαντήθηκε από την εναγόμενη πριν την επίδοση της ειδοποίησης τύπου ΙΑ τρεις μήνες αργότερα, ήτοι την 14/06/24.
Έχοντας λοιπόν κατά νου αφ’ ενός ότι οι ενάγοντες επιδιώκουν όπως μην αποστερηθούν ενός σημαντικού δικαιώματος που έχουν ως ενυπόθηκοι οφειλέτες, δικαίωμα το οποίο είναι άμεσα συναρτημένο με το συνταγματικό τους δικαίωμα στην ιδιοκτησία, και αφ’ ετέρου ότι «…η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία…», κρίνω ότι και η τρίτη προϋπόθεση του αρ.32 ικανοποιείται. Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι δεν έχω παραγνωρίσει ότι οι ενάγοντες έχουν το δικαίωμα με βάση το Νόμο να ενστούν στον τρόπο με τον οποίο θα προτείνει η εναγόμενη να διανέμει το οποιοδήποτε εκπλειστηρίασμα (βλ. αρ.44Ι Ν.9/65) καθώς επίσης και το δικαίωμα να ενάγουν την εναγόμενη μετά την εκποίηση προκειμένου να αξιώσουν να τους επιστραφεί οποιοδήποτε ποσό θεωρούν ότι υπερβαίνει το ποσό που δύναται να ανακτηθεί μέσω της υποθήκης (βλ. Πιπονίδη ανωτέρω και Γεώργιου Μιχαήλ Μαρία ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και Marfin Popular Bank Public Co Ltd) (2016) 1 ΑΑΔ 1877). Το ότι όμως παρέχεται η δυνατότητα άσκησης τέτοιων δικαιωμάτων δεν συνεπάγεται και ότι δικαιολογείται η εξ’ αρχής αποστέρηση του δικαιώματος εξάλειψης της υποθήκης και απαλλαγής του ακινήτου από κάθε διαδικασία εκποίησης με την πληρωμή του πραγματικά και νομικά πληρωτέου ποσού[7].
Στρέφομαι τέλος στο θέμα του ισοζυγίου της ευχέρειας. Ως προς το θέμα αυτό αναφέρω τα εξής:
Ένα θέμα το οποίο δεν φαίνεται να απασχόλησε ιδιαίτερα τις δύο πλευρές και ειδικότερα την πλευρά της εναγόμενης[8] είναι το γεγονός ότι με την κάθε πρωτόδικη απόφαση που έχει ήδη εκδοθεί εναντίον των εναγόντων και υπέρ της εναγόμενης στις αγωγές 1517/15 και 1518/15 αντίστοιχα (Τεκ.6 εναγόντων), έχει διαταχθεί, πέραν από την πληρωμή του αντίστοιχου ποσού το οποίο είναι κοινώς αποδεκτό ότι περιλαμβάνεται στο «απαιτητό» με τις ειδοποιήσεις χρέος, και «…η εκποίηση των Υποθηκών Υ240/87…του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας εναντίον των (εναγόντων) και η πώληση των ακινήτων δια δημοσίου πλειστηριασμού, το δε προϊόν εκ της πωλήσεως ταύτης να διατεθεί έναντι και/ή προς εξόφληση της ως άνω απαιτήσεως των εναγόντων και των εξόδων της παρούσης αγωγής, οιονδήποτε δε υπόλοιπο να επιστραφεί στους (ενάγοντες)». Ενώ όμως η εκτέλεση των αποφάσεων που εκδόθηκαν στις αγωγές 1517/15 και 1518/15 δεν έχει μέχρι σήμερα ανασταλεί ή ακυρωθεί - άρα το διάταγμα με το οποίο διατάσσεται η εκποίηση της Υ240/87 και η πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων δια δημοσίου πλειστηριασμού θα πρέπει να εκτελεστεί - αυτό που ζητούν οι ενάγοντες με την παρούσα ενδιάμεση αίτηση είναι να εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται «…η πώληση και ή αποξένωση και ή επιβάρυνση των (ενυπόθηκων) ακινήτων…». Αν εκδοθεί όμως ένα τέτοιο προσωρινό διάταγμα τότε αναπόφευκτα θα υπάρχουν σε ισχύ αντιφατικά διατάγματα ισότιμων Δικαστηρίων, ήτοι δύο διατάγματα από τη μια που διατάσσουν την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων και ένα διάταγμα από την άλλη που απαγορεύει την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων, πράγμα το οποίο, ως έχει νομολογηθεί, είναι εντελώς ανεπίτρεπτο αφού αποτελεί είδος υπέρβασης εξουσίας που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης[9]:
«Η νομολογία σχετικά με τις περιπτώσεις συγκρουσιακών προνοιών ή αντιφατικότητα μεταξύ των αποφάσεων ισότιμων Δικαστηρίων, στην οποία έγινε αναφορά και από την ευπαίδευτη συνήγορο του Αιτητή στη γραπτή αγόρευσή της, είναι σαφής. Όπου ένα υφιστάμενο διάταγμα αναιρείται από άλλο ομοιόβαθμο Δικαστήριο αναμφίβολα προκύπτει ζήτημα υπέρβασης εξουσίας. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Russell Ritchie κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 639 είναι σχετικό:
«Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Γεώργιος Χατζηαλεξάνδρου (Αρ. 2) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366, το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί κάποιας μορφής υπέρβαση εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.
Η ίδια αρχή περί της σύγκρουσης των δύο διαταγμάτων και ο αναιρετικός χαρακτήρας του μεταγενέστερου διατάγματος, σημειώθηκε και στην υπόθεση RCK Sports Ltd (Αρ.1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 571, όπου επίσης τονίστηκε ότι το δικαστήριο, εκδίδοντας το διάταγμα που αναιρούσε υφιστάμενο διάταγμα του ίδιου δικαστηρίου, ενήργησε με υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας.
Όπως σημειώνεται και στην υπόθεση Αντρέα ν. Takis D. Chamboulides Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ. 6, αφού οι αιτητές του δεύτερου διατάγματος γνώριζαν την ύπαρξη του ήδη εκδοθέντος συντηρητικού διατάγματος, αντιφατικού προς το διάταγμα που αξίωναν, η επιλογή τους ήταν ενσυνείδητη. Από την άλλη, η έκδοση του νέου αντιφατικού διατάγματος, θέτει την εταιρεία και τους συμβούλους της ενώπιον του διλήμματος σε ποιο από τα δύο διατάγματα να υπακούσουν, βρισκόμενοι έτσι, ούτως ή άλλως, αντιμέτωποι με τυχόν συνέπειες για παρακοή διατάγματος.»
Στην υπόθεση Γεώργιος Χατζηαλεξάνδρου (Αρ. 2) (2000) 1 Α.Α.Δ. 1366, το Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Με έχει προβληματίσει έντονα η υπόθεση. Το Δικαστήριο είναι ευαίσθητο στις περιπτώσεις όπου υπάρχει σύγκρουση ή αντιφατικότητα μεταξύ αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αποτελεί είδος υπέρβασης εξουσίας, που εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης.»
Περίπτωση υπέρβασης ή έλλειψης δικαιοδοσίας από το Επαρχιακό Δικαστήριο εξετάστηκε και στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Miltiades Neophytou Civil Engineering Contractors & Developers Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 129/2015, ημερ. 13/10/2015, ECLI:CY:AD:2015:D673, όπου είχαν εκδοθεί δύο αντιφατικά διατάγματα, το μεν ένα στο πλαίσιο της Αγωγής υπ' αρ. 4666/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, διάταγμα ημερ. 30/9/2015, με το οποίο, όπως αναφέρεται στην εν λόγω αίτηση, είχε περιοριστεί και αλλοιωθεί ουσιωδώς εκδοθέν διάταγμα, ημερ. 3/4/2015, σε άλλη αγωγή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, την υπ' αρ. 1469/2015. Στην πιο πάνω αίτηση κρίθηκε ότι η διαπιστούμενη εκ πρώτης όψεως αντινομία μεταξύ των δύο αυτών διαταγμάτων, ημερ. 30/9/2015 και 3/4/2015, αντίστοιχα, οδηγούσαν στην κατάληξη ότι επρόκειτο για κατάλληλη περίπτωση για χορήγηση άδειας. Όπως προκύπτει, επρόκειτο για περίπτωση όπου είχαν εκδοθεί διατάγματα από ξεχωριστά Δικαστήρια, στο πλαίσιο ξεχωριστών δικαστικών διαδικασιών.
Στην υπόθεση Miltiades Neophytou (πιο πάνω) το Δικαστήριο ανέφερε, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«.. το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις περιπτώσεις ύπαρξης συγκρουσιακών προνοιών ή αντιφατικότητας, μεταξύ των αποφάσεων ισότιμων δικαστηρίων. Αυτή η ενέργεια αποτελεί μιας μορφής υπέρβασης εξουσίας, που ομολογουμένως, όπως διατύπωσε ο ευπαίδευτος Δικαστής, εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της δικαιοσύνης. Η αναίρεση υφισταμένου διατάγματος από άλλο ομόβαθμο δικαστήριο, ισοδυναμεί με ενέργεια υπερβατική της δικαιοδοσίας, γεγονός που επιτρέπει τη χορήγηση αδείας για καταχώρηση προνομιακού εντάλματος certiorari. ..»
Παρόμοια ήταν και η περίπτωση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Κοσμά, Πολιτική Αίτηση Αρ. 51/2014, ημερ. 26/3/2014, ECLI:CY:AD:2014:D218. Επρόκειτο, δηλαδή, για περίπτωση δύο συγκρουόμενων διαταγμάτων που είχαν εκδοθεί από ισότιμα Δικαστήρια, στο πλαίσιο δύο διαφορετικών δικαστικών διαδικασιών. Στην εν λόγω απόφαση επαναλήφθηκε ότι:
«. όπου υπάρχει σύγκρουση διαταγμάτων που εκδίδονται από διαφορετικά Δικαστήρια, αυτό αποτελεί ένα είδος υπέρβασης δικαιοδοσίας πέραν του γεγονότος ότι δημιουργούνται και ανυπέρβλητα προβλήματα στην όλη διαχείριση των διαταγμάτων από τα Δικαστήρια που τα εξέδωσαν και από τους διαδίκους που οφείλουν να συμμορφωθούν με αυτά.»
Υπό αυτή τη σκοπιά λοιπόν το Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει το γενικό απαγορευτικό διάταγμα υπό στοιχείο Β που ζητούν οι ενάγοντες αφού πολύ απλά στερείται δικαιοδοσίας να το πράξει λόγω της ύπαρξης και συνεχιζόμενης ισχύος των προηγούμενων διαταγμάτων που διατάσσουν να γίνει το αντίθετο. Θα πρέπει βεβαίως να αναφέρω ότι έχω προβληματιστεί ως προς το κατά πόσο θα μπορούσε να γίνει κάποιος «διαχωρισμός» μεταξύ των οφειλών για τις οποίες δεν έχει εκδοθεί διάταγμα πώλησης όμως από τα όσα έχουν τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τέτοιος διαχωρισμός δεν μπορεί να γίνει, αφ’ ενός λόγω της ρητής «γλώσσας» των εκδοθέντων διαταγμάτων[10] και αφ’ ετέρου λόγω του ότι ούτε οι ενάγοντες έχουν προσεγγίσει την επίδικη υποθήκη Υ240/87 ως μη καλύπτουσα όλες αδιακρίτως τις οφειλές τους.
Συνάγεται συνεπώς ότι εφόσον καθ’ όσο χρόνο βρίσκονται σε ισχύ τα διατάγματα πώλησης που εκδόθηκαν στις αγωγές 1517/15 και 1518/15 κανένα ισότιμο Δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει διάταγμα το οποίο θα προνοεί για κάτι το αντίθετο, το ισοζύγιο της ευχέρειας δεν μπορεί να κλίνει υπέρ των εναγόντων οι οποίοι βεβαίως διατηρούν το δικαίωμα να προωθήσουν τις συγκεκριμένες θέσεις τους είτε μέσω της διαδικασίας που προνοεί το αρ.44Ι του Ν.9/65, είτε μέσω της παρούσας αγωγής, είτε, σε περίπτωση που διενεργηθεί επιτυχώς ο πλειστηριασμός, μέσω κάποιας άλλης αγωγής ως ήταν οι περιπτώσεις στην Πιπονίδη και Γεωργίου ανωτέρω.
Τέλος και όσον αφορά το διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς και με το οποίο απαγορεύτηκε μόνο η διενέργεια του πλειστηριασμού που είχε προγραμματιστεί να γίνει στις 27/08/24, το θέμα αυτό έχει θεωρώ καταστεί πλέον ακαδημαϊκού χαρακτήρα εφόσον το γεγονός στο οποίο αφορούσε το εν λόγω διάταγμα έχει πλέον παύσει να υφίσταται. Κατά τ’ άλλα όμως κρίνω, για τους λόγους που ήδη ανέφερα πιο πάνω, ότι υπό τις τότε περιστάσεις δικαιολογείτο η έκδοση του συγκεκριμένου διατάγματος μονομερώς, και λαμβανομένου υπόψη ότι με το συγκεκριμένο διάταγμα δεν εμποδιζόταν γενικά η πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων αλλά μόνο η συγκεκριμένη πώληση που προγραμματίστηκε να γίνει με τις επίδικες ειδοποιήσεις – η οποία μπορεί βεβαίως να επιχειρηθεί να γίνει εκ νέου με νέες ειδοποιήσεις - το διάταγμα αυτό, αν δεν καθίστατο πλέον ακαδημαϊκού χαρακτήρα θα μπορούσε ίσως και να γίνει απόλυτο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους λοιπόν η αίτηση απορρίπτεται στην ολότητα της.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, αυτά, ενόψει της τελικής κατάληξης αλλά και ενόψει της διαπίστωσης ότι σε κάποιο αρχικό βαθμό η αίτηση ήταν μερικώς δικαιολογημένη, κρίνω ορθό και δίκαιο όπως διατάξω να συνιστούν έξοδα στην πορεία της απαίτησης αλλά σε καμία περίπτωση εναντίον της εναγομένης και εκδίδω ανάλογη διαταγή.
(Υπ.)…………………………
Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. έκθεση απαίτησης που καταχωρήθηκε στις 6/9/24
[2] Μ.23Κ.6 (1) Αίτηση μπορεί να υποβληθεί χωρίς να επιδοθεί αντίγραφο αυτής στον καθ’ ου η αίτηση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:(α) όταν υπάρχει κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις· (β) όταν όλοι οι διάδικοι συγκατατίθενται·(γ) όταν το δικαστήριο απαλλάσσει τον αιτητή από την υποχρέωση επίδοσης·(δ) όταν ο πρωταρχικός σκοπός προάγεται καλύτερα με τον τρόπο αυτό·(ε) όταν αυτό επιτρέπεται από Νόμο, κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.
(2) Αιτητής ο οποίος υποβάλλει αίτηση χωρίς ειδοποίηση καταχωρίζει, μαζί με την αίτηση ή το συντομότερο δυνατό μετά την καταχώρισή της και, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον δύο μέρες πριν από την ΑΔΟ, γραπτή αγόρευση. Η γραπτή αγόρευση πρέπει να είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 23.11(4).
[3] Βλ. Commerzbank ανωτέρω
[4] Αρ. 6 Ν. 2/77 - «6.(1) Το ποσόν το οποίον δύναται να ανακτηθή δι' αγωγής ως καθυστερούμενος τόκος εφ' οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος. (2) Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε διαδικασία προς αναγκαστικήν πώλησιν ιδιοκτησίας προς ικανοποίησιν χρέους δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου θα θεωρήται ως αγωγή.»
[5] Βλ. απόφαση στην αίτηση 174/24 ημερ. 14/08/24 Τεκ.8 Ε/Δ εναγόντων και Τεκ.10 Ε/Δ εναγόμενης
[6] Βλ. Loucas Panayiotou Estates Ltd κ.α. v. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. Ε203/2013, ημερομηνίας 11.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:A360 καθώς επίσης ΑΔΕΛΦΟΙ ΤΤΙΝΙΟΖΟΥ (ΕΡΓΟΛΑΒΟΙ ΟΙΚΟΔΟΜΩΝ) ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α. v. ALPHA BANK CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ.: E202/2018, 17/10/2023 και NIKOΛΑ ΚΑΤΣΕΛΛΗ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡ. ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E66/2022, 17/11/2023
[7] Βλ. επίσης ΑΝΔΡΕΑΣ ΙΑΚΩΒΟΥ v. GORDIAN HOLDINGS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 83/2019, 11/6/2024
[8] Το θέμα θίγεται ακροθιγώς στην προτελευταία σελίδα της αγόρευσης των δικηγόρων της εναγόμενης
[9] Βλ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΛΕΩΝΙΔΑ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 31/5/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, Πολιτική Αίτηση Αρ. 85/2023, 20/7/2023, ECLI:CY:AD:2023:D261 όπου συνοψίστηκαν με περισσή επάρκεια οι σχετικές νομικές αρχές.
[10] Βλ. ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΠΕΤΡΕΛΑΙΑ ΚΥΠΡΟΥ ΛΤΔ ν. GKINIS PETROL STATION LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 109/2012, 20/6/2019, ECLI:CY:AD:2019:A257 και ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΘΕΝΗ ΖΑΝΝΕΤΤΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 125/2022, 7/10/2022, ECLI:CY:AD:2022:D395, ECLI:CY:AD:2022:D395
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο