
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 1659/23 (ι)
Μεταξύ:
ΔΗΜΟΣ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενάγοντες
ΚΑΙ
D.J. KARAPATAKIS & SONS LTD
Εναγόμενοι
--------------
(Αίτηση εναγομένων ημερ. 27/09/24[1] για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους ερήμην στις 26/02/24)
Ημερομηνία: 30 Απριλίου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγοντες – καθ’ ων η αίτηση: κ. Κ. Κότροφος, για Δρ. Ανδρέας Π. Ποιητής & Σία Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενους - αιτητές: κα Χ. Πατσιά για Γεώργιος Θ. Κούμα Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με έντυπο απαίτησης που καταχώρισαν την 01/12/23 δυνάμει του Μ.7 Κ.1(1)(α), οι πιο πάνω ενάγοντες, δημοτική αρχή, αξίωσαν εναντίον των εναγομένων, εταιρεία η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα παρουσίασης και προβολής κινηματογραφικών ταινιών, €107.185,84 ως τέλη θεάματος για την περίοδο 30/12/21 – 11/10/23, €2288 ως τέλη επαγγελματικής άδειας για τα έτη 2021 και 2022, €1912,68 ως κτηματικούς φόρους για τα έτη 2021 και 2022, €2776,37 ως τέλη εισόδου ΧΥΤΥ για την περίοδο 08/2022 – 05/2023 και €1650 ως τέλη σκυβάλων για τα έτη 2021 και 2022 (σύνολο €115.812,89).
Αν και σύμφωνα με την Ε/Δ του ιδιώτη επιδότη που καταχωρήθηκε στο φάκελο της υπόθεσης η απαίτηση επιδόθηκε στο διευθυντή των εναγομένων στις 06/12/23 έναντι της υπογραφής του, εντούτοις κανένα σημείωμα εμφάνισης δεν καταχωρήθηκε από πλευράς των τελευταίων κατά τον επόμενο ενάμιση μήνα περίπου. Λόγω της παράλειψης αυτής όμως, η πλευρά των εναγόντων υπέβαλε στις 29/01/23 γραπτό αίτημα δυνάμει του Μ.13 Κ.4(1)(α) για έκδοση υπέρ της απόφασης ερήμην για καθορισμένο χρηματικό ποσό (Έντυπο 15), ήτοι για το ποσό της απαίτησης πλέον τόκο και έξοδα. Το αίτημα, αυτό, αφού εξετάστηκε από το Δικαστήριο εγκρίθηκε και στις 26/02/24 εκδόθηκε ανάλογη απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων.
Εφτά μήνες αργότερα, δηλαδή στις 26/09/24, η πλευρά των εναγομένων καταχώρησε και σημείωμα εμφάνισης στην απαίτηση αλλά και την παρούσα αίτηση με την οποία ζητά, στη βάση των προνοιών των Μ.13, 14 και 23 των Κανονισμών, και «παραδόξως», στις πρόνοιες των παλαιών θεσμών, ήτοι στις Δ.17 Θ.9-10, Δ.26 Θ.14, Δ.33 Θ.5 και Δ.40 Θ.7, όπως η απόφαση που εκδόθηκε στην απουσία της στις 26/02/24 παραμεριστεί εξ’ ολοκλήρου.
Σύμφωνα με την δήλωση μάρτυρα που υποστηρίζει την αίτηση, η οποία έγινε από το διευθυντή των εναγομένων, «…αν και είναι πραγματικό και παραδεχτό γεγονός ότι επιδόθηκαν στα γραφεία της αιτήτριας στις 08/11/23 επιστολή απαίτησης Τύπος Ι από τους ενάγοντες και η εν λόγω αγωγή στις 06/12/23…», εντούτοις κρίθηκε ορθότερο τότε από το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας όπως επιχειρηθεί η διευθέτηση της υπόθεσης εξωδίκως προκειμένου ν’ αποφευχθεί η δημιουργία δικαστικών και δικηγορικών εξόδων. Για το λόγο αυτό, αναφέρει ο δηλών, απεστάλη στους ενάγοντες επιστολή στις 13/12/23, ήτοι μία εβδομάδα μετά την επίδοση της αγωγής, με την οποία τους υποβαλλόταν άνευ βλάβης πρόταση για να εκδοθεί αφ’ ενός εκ συμφώνου απόφαση ως η απαίτηση πλέον έξοδα και αφ’ ετέρου όπως διαταχθεί εκ συμφώνου η αναστολή εκτέλεσης της εν λόγω απόφασης για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα και υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις αναφορικά με τον τρόπο εξόφλησης της (Τεκ.1). Παράλληλα υπήρξαν και τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ των λειτουργών των εναγόντων και ενός εκ των διευθυντών των εναγομένων, ήτοι του διευθυντή που είχε παραλάβει την απαίτηση στις 06/12/23, οπόταν συνεπεία των ενεργειών αυτών πραγματοποιήθηκε συνάντηση στα γραφεία των εναγόντων περί τα τέλη Ιανουαρίου 2024 στα πλαίσια της οποίας οι τελευταίοι ενημέρωσαν τους εναγόμενους ότι θα αξιολογούσαν την πρόταση τους και θα τους ενημέρωναν αναλόγως. Τους διαβεβαίωσαν όμως οι ενάγοντες, ισχυρίζεται ο δηλών, ότι η αγωγή δεν θα προχωρούσε μέχρι να αποφασιστεί κατά πόσο η πρόταση διευθέτησης θα γινόταν αποδεκτή και ότι μόνο σε περίπτωση απόρριψης της πρότασης θα λαμβάνονταν περαιτέρω μέτρα. Αν και οι ενάγοντες καθυστερούσαν να απαντήσουν στην πρόταση των εναγομένων εντούτοις οι τελευταίοι δεν έκριναν αναγκαίο να προβούν σε οποιαδήποτε διαβήματα ένεκα των διαβεβαιώσεων που είχαν λάβει αλλά και ένεκα του ότι είχαν προκύψει και οι εκλογές για την ανάδειξη νέου δημάρχου. Παρά τις διαβεβαιώσεις των εναγόντων όμως ότι η αγωγή δεν θα προχωρούσε προτού αποφασιστεί η τύχη της πρότασης για διευθέτηση, οι εναγόμενοι αποφάσισαν να επικοινωνήσουν με κάποιο δικηγόρο προκειμένου να λάβουν νομική συμβουλή ως προς το κατά πόσο θα μπορούσαν να προβούν σε οποιαδήποτε διαδικασία προκειμένου να μειωθεί το ποσό που αξιωνόταν από τους ενάγοντες ως φόρος θεάματος εφόσον το θεωρούσαν να είναι αδικαιολόγητα ψηλό σε σύγκριση με το τι χρέωναν άλλοι Δήμοι. Οι δικηγόροι τότε των εναγόμενων, αφού προέβηκαν σε έρευνα στο φάκελο της παρούσας υπόθεσης διαπίστωσαν ότι τελικά είχε εκδοθεί, εν αγνοία των τελευταίων, απόφαση εναντίον τους στις 26/02/24 οπόταν και αμέσως μετά καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση προκειμένου η εν λόγω απόφαση να παραμεριστεί.
Κατά τον διευθυντή των εναγομένων:
«Παρα τη πρόταση της Αιτήτριας για εξώδικη διευθέτηση, η οποία έγινε εν πάση περιπτώσει Άνευ Βλάβης, σκοπός και πρόθεση της Αιτήτριας, ήταν και είναι πάντα να υπερασπιστεί την αγωγή τόσο στην ουσία της όσο και στο ύψος των Απαιτήσεων των Εναγόντων, πλην όμως, οι διαβεβαιώσεις των Εναγόντων ότι δεν θα προχωρούσαν την αγωγή σε συνδυασμό με την αναμονή της απάντησης τους στα όσα λέχθηκαν κατά τη συνάντηση μας, την οποία ουδέποτε λάβαμε, μας καθησύχαζαν και δεν προχωρήσαμε σε καταχώρηση εμφάνισης. Αυτά επιβεβαιώνονται μεταξύ άλλων και' από το γεγονός ότι η εν λόγω εκδοθείσα απόφαση, ουδέποτε έχει επιδοθεί στην Αιτήτρια.
Επί της ουσίας της απαίτησης των εναγόντων, είναι η ισχυρή θέση της Αιτήτριας ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση, αφού τα ποσά και οι απαιτήσεις των εναγόντων, είναι υπέρογκα και αυθαίρετα και δεν ανταποκρίνονται γενικά στην πραγματικότητα αλλά και ειδικά στις πραγματικές ημερομηνίες για τις οποίες απαιτούν ποσά οι Ενάγοντες και στα ποσά που απαιτούν.
Σημαντικό επίδικο ζήτημα, είναι αναμφίβολα το ύψος της απαίτησης σε ότι αφορά τα τέλη θεάματος, το οποίο η Αιτήτρια αμφισβητεί, αφού λαμβάνοντας υπόψη τις χρεώσεις συγγενών Δήμων, το ύψος που απαιτούν οι Ενάγοντες είναι αυθαίρετο, ατεκμηρίωτο, αντικανονικό, εξωπραγματικό και άδικο. Περαιτέρω, όλες οι υπόλοιπες απαιτήσεις των Εναγόντων σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνονται, αφού πέραν της παράθεσης δικών του τιμολογίων, χωρίς εν πάση περιπτώσει να δικαιολογούν και να εξηγούν, σε καμία περίπτωση τεκμηριώνουν πώς και γιατί προκύπτουν τα εν λόγω απαιτούμενα ποσά…κατά τη συνάντηση που είχαμε ήταν ξεκάθαρο ότι είχαν αντιληφθεί οι λειτουργοί των εναγόντων ότι η χρέωση του 8% σε ότι αφορά το φόρο θεάματος ήταν υπερβολική και ότι η διαφωνία μας ήταν έντονη και ουσιαστική τόσο νομικά όσο και πραγματικά…»
Επισημαίνοντας συνεπώς ως ένδειξη της αδιαφορίας των εναγόντων για την είσπραξη των απαιτούμενων ποσών το γεγονός ότι οι τελευταίοι δεν επιχείρησαν ακόμη να εκτελέσουν την απόφαση που εξασφάλισαν, ο διευθυντής των εναγομένων υποστηρίζει ότι θα πρέπει να παραμεριστεί η εκδοθείσα απόφαση ώστε οι εναγόμενοι να μπορέσουν να προβάλουν την προαναφερόμενη υπεράσπιση τους.
Στην αντιπέρα όχθη οι ενάγοντες, με την τελική ένσταση που καταχώρισαν προβάλλουν εφτά συνολικά λόγους για τους οποίους θεωρούν ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ο λόγος για τον οποίο αναφέρομαι σε τελική ένσταση των εναγόντων είναι διότι οι ενάγοντες είχαν καταχωρήσει αρχικά μία ένσταση με την οποία πρόβαλλαν τρεις μόνο λόγους γι’ απόρριψη της αίτησης. Κατά την πρώτη ΑΔΟ της αίτησης όμως οι συνήγοροι των εναγόντων ζήτησαν όπως δοθεί άδεια στους τελευταίους να αποσύρουν την ένσταση τους προκειμένου να καταχωρήσουν νέα και αυτό διότι, « (1) Διαπιστώθηκε ότι εκ παραδρομής δεν είχε συμπεριληφθεί λόγος ένστασης ότι η αίτηση δεν συνοδεύεται από ένορκη δήλωση αλλά από δήλωση μάρτυρα, όπως προνοούν οι κανονισμοί, και (β) για την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την ένσταση χρησιμοποιήθηκε εκ λάθους το έντυπο 52 (δήλωση μάρτυρα) αντί εκείνο της ένορκης δήλωσης. Η δηλούσα όντως ορκίστηκε ενώπιον του Πρωτοκολλητή, όπως φαίνεται στην δήλωση, αλλά απουσιάζει το απαραίτητο λεκτικό, εφόσον χρησιμοποιήθηκε λανθασμένο έντυπο.» Το αίτημα των εναγόντων εγκρίθηκε οπόταν αφού αποσύρθηκε η αρχική ένσταση καταχωρήθηκε η «τελική», με την οποία, ως ήδη ανέφερα, προβάλλονται εφτά λόγοι ένστασης οι οποίοι περιστρέφονται γύρω από τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται προκειμένου να διαταχθεί ο αιτούμενος παραμερισμός καθώς και γύρω από τις φερόμενες δικονομικές παραλείψεις της αίτησης.
Ειδικότερα όμως, σύμφωνα με την Ε/Δ που υποστηρίζει την ένσταση, προβάλλονται, πέραν των προαναφερόμενων δικονομικών παραλείψεων, ο ισχυρισμός ότι οι εναγόμενοι έχουν καθυστερήσει αδικαιολόγητα να ενεργήσουν μετά που τους επιδόθηκε τόσο η προδικαστηριακή επιστολή με βάση το σχετικό πρωτόκολλο όσο και αυτή καθ’ αυτή η απαίτηση, ο ισχυρισμός ότι τα όσα οι εναγόμενοι επιδιώκουν να προβάλουν ως υπεράσπιση στην ουσία δεν συνιστούν τέτοια υπεράσπιση αφού αφορούν σε ζητήματα που άπτονται της ορθότητας και της νομιμότητας μιας διοικητικής απόφασης η οποία όμως δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου αλλά μόνο με προσφυγή στο Διοικητικό Δικαστήριο την οποία οι εναγόμενοι ουδέποτε καταχώρισαν και τέλος ότι ακόμη και στη βάση των όσων οι ίδιοι οι εναγόμενοι είχαν αναφέρει στην επιστολή που έστειλαν στους ενάγοντες μετά την επίδοση της απαίτησης στις 06/12/23, προκύπτει ότι αυτοί, οι εναγόμενοι δηλαδή, παραδέχονται ουσιαστικά τις απαιτήσεις των εναγόντων και το μόνο που ζητούν είναι χρόνο για να τις ικανοποιήσουν.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνήγορους των διαδίκων. Αν και ειδικότερη αναφορά στο περιεχόμενο των αγορεύσεων θα κάνω σε κατοπινό στάδιο εντούτοις κρίνω σκόπιμο να αναφέρω εδώ ότι η μεν αγόρευση των εναγομένων επικεντρώνεται στις πρόνοιες των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας οι οποίες όμως δεν έχουν καθόλου εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση αφού η υπόθεση, λόγω της χρονολογίας της καταχώρισης της εκδικάζεται στη βάση των νέων Κανονισμών[2], η δε αγόρευση των εναγόντων καμία αναφορά δεν κάμνει στις φερόμενες δικονομικές παραλείψεις της αίτησης και για τις οποίες, υπενθυμίζω, είχε κριθεί αναγκαίο να αποσυρθεί η αρχική ένσταση ώστε να καταχωρηθεί νέα προκειμένου να προωθηθούν ως λόγοι ένστασης και τα συγκεκριμένα. Τα όσα επομένως προβάλλονται με την ένσταση σε σχέση με τα συγκεκριμένα δικονομικά ζητήματα δεν μπορούν παρά να θεωρηθούν ότι έχουν εγκαταλειφθεί (βλ. μεταξύ άλλων Γρηγορίου v. Euroinvestment & Finance Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2229, ΜΑΡΙΝΑ ΗΡΟΔΟΤΟΥ κ.α. v. ΜΑΡΙΑΣ ΠΑΝΑΓΙΔΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 336/2014, 13/7/2023, ECLI:CY:AD:2023:A251, ΒΑΡΝΑΒΑΣ ΧΑΤΖΗΠΑΝΑΓΗ ΛΤΔ v. DEMADES DESIGN LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. 334/2015, 4/6/2024, LAURA SLETKEVICIUTE v. ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ, Ποινική Έφεση Αρ.: 171/2023, 4/7/2024, και IVAN KIRILOV OPRENOV v. ΠΟΛΥΚΛΙΝΙΚΗ ΥΓΕΙΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 279/2018, 10/7/2024)
Έχοντας λοιπόν μελετήσει με προσοχή όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιον μου σημειώνω τα ακόλουθα.
Κατ’ αρχή θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση που εκδόθηκε εναντίον των εναγομένων στις 26/02/24 συνιστούσε απόφαση που εκδόθηκε στα πλαίσια γραπτού αιτήματος δυνάμει του Μ.13 Κ.4(1)(α), ήτοι αιτήματος για έκδοση απόφασης ερήμην για καθορισμένο χρηματικό ποσό λόγω παράλειψης καταχώρισης εμφάνισης (Έντυπο 15). Το εν λόγω αίτημα όμως, επισημαίνω, δεν εξομοιώνεται με αίτηση δυνάμει του Μέρους 23 αφού μεταξύ των δυο διαδικασιών υπάρχει μια σημαντική διαφορά η οποία έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη περίπτωση, δηλαδή του Μ.13 Κ.4(1)(α), το αίτημα αφορά σε πολύ συγκεκριμένες και καθορισμένες περιπτώσεις εξ’ ου και δεν απαιτείται η κατάθεση οποιασδήποτε μαρτυρίας προς υποστήριξη του αφού ουσιαστικά εξετάζεται επί μιας διαδικαστικά τυπικής βάσης (βλ. Μ.13 Κ.4(1) και Blackstone’s Civil Practice 2019 παρ.20.1a - «judgment is entered over the counter»), ενώ στη δεύτερη περίπτωση, δηλαδή της αίτησης δυνάμει του Μ.23, απαιτείται να γίνει κάποια ακρόαση της αίτησης στα πλαίσια της οποίας το Δικαστήριο εξετάζει σε κάποιο πιο προχωρημένο βαθμό τις θέσεις του αιτητή προκειμένου να διαπιστώσει κατά πόσο ο τελευταίος όντως δικαιούται σε απόφαση ως η απαίτηση του (βλ. παρ. 20.1b Blackstone’s ανωτέρω). Μάλιστα δε, η διαφορά αυτή μεταξύ των δύο διαδικασιών αντικατοπτρίζεται και στα έξοδα που προβλέπονται για την κάθε διαδικασία στο σχετικό πίνακα των Κανονισμών, ακριβώς διότι για την κάθε διαδικασία είναι διαφορετικά τα διαβήματα που πρέπει να ληφθούν και τα στοιχεία που πρέπει να παρουσιαστούν (βλ. 8.2, 11 και 12 και 25 του σχετικού πίνακα εξόδων).
Τα πιο πάνω τα αναφέρω διότι κατά τους εναγόμενους, οι ενάγοντες εσφαλμένα εξασφάλισαν απόφαση διότι «…όλες οι υπόλοιπες απαιτήσεις των Εναγόντων σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνονται, αφού πέραν της παράθεσης δικών του τιμολογίων, χωρίς εν πάση περιπτώσει να δικαιολογούν και να εξηγούν, σε καμία περίπτωση τεκμηριώνουν πώς και γιατί προκύπτουν τα εν λόγω απαιτούμενα ποσά…». Στο στάδιο όμως που βρισκόταν τότε η υπόθεση και για σκοπούς του αιτήματος δυνάμει του Μ.13 Κ.4(1)(α), τα όσα είχαν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου οι ενάγοντες τότε ήταν αρκούντως ικανοποιητικά για να εκδοθεί απόφαση υπέρ τους.
Των πιο πάνω λεχθέντων επισημαίνω ότι στο Μ.14 καθορίζεται ρητά ο τρόπος παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην δυνάμει του Μ.13. Μάλιστα δε, οι συγκεκριμένες πρόνοιες του Μ.14 διαχωρίζουν μεταξύ των περιπτώσεων που πρέπει να παραμεριστεί η εκδοθείσα απόφαση ερήμην και των περιπτώσεων όπου ο παραμερισμός ανάγεται στην διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου (δύναται). Παραθέτω λοιπόν αυτούσιες τις εν λόγω πρόνοιες:
«14.2. Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε, δυνάμει του Μέρους 13
(1) Το δικαστήριο πρέπει να παραμερίσει απόφαση, η οποία εκδόθηκε δυνάμει του Μέρους 13, ανεξαρτήτως της σπουδής που επέδειξε ο εναγόμενος ή, στην περίπτωση ανταπαίτησης, ο ενάγων, ή, σε σχέση με την προοπτική επιτυχίας τους, αν η απόφαση εκδόθηκε εσφαλμένα:
(α) στην περίπτωση απόφασης, λόγω παράλειψης καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 13.3(1)·
(β) στην περίπτωση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης, για τον λόγο ότι δεν ικανοποιήθηκε οποιαδήποτε από τις προϋποθέσεις του Κανονισμού 13.3(1) και 13.3(2)·
(γ) για τον λόγο ότι η απαίτηση ή ανταπαίτηση ικανοποιήθηκε στο σύνολό της πριν από την έκδοση απόφασης· ή
(δ) για τον λόγο ότι το έντυπο απαίτησης δεν επιδόθηκε στην πραγματικότητα.
14.3. Περιπτώσεις όπου το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13
(1) Σε κάθε άλλη περίπτωση, το δικαστήριο δύναται να παραμερίσει ή να διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13 με τέτοιους όρους ως κρίνεται δίκαιο αν:
(α) ο εναγόμενος ή ο ενάγων έχει πραγματική προοπτική να υπερασπιστεί επιτυχώς την απαίτηση ή ανταπαίτηση· ή
(β) το δικαστήριο κρίνει ότι υπάρχει άλλος καλός λόγος για τον οποίο:
(i) πρέπει να παραμεριστεί ή διαφοροποιηθεί η απόφαση· ή
(ii) πρέπει να επιτραπεί στον εναγόμενο να υπερασπιστεί την απαίτηση.
(2) Το δικαστήριο, εξετάζοντας αν πρέπει να παραμερίσει ή διαφοροποιήσει απόφαση, η οποία εκδίδεται, δυνάμει του Μέρους 13, στα θέματα τα οποία λαμβάνει υπόψη του περιλαμβάνεται και το κατά πόσο το πρόσωπο, το οποίο επιδιώκει τον παραμερισμό ή τη διαφοροποίηση της απόφασης, υπέβαλε τη σχετική αίτηση χωρίς χρονοτριβή.»
Με γνώμονα τα πιο πάνω επισημαίνω ότι στην παρούσα περίπτωση είναι κοινώς αποδεκτό ότι η απαίτηση των εναγόντων ήταν για καθορισμένο χρηματικό ποσό και ότι είναι « … πραγματικό και παραδεχτό γεγονός ότι επιδόθηκαν στα γραφεία της αιτήτριας στις 08/11/23 επιστολή απαίτησης Τύπος Ι από τους ενάγοντες και η εν λόγω αγωγή στις 06/12/23…». Με άλλα λόγια, η παρούσα περίπτωση δεν συνιστά περίπτωση η οποία θα πρέπει να εξεταστεί στη βάση των προνοιών του Μ.14 Κ.2, ήτοι περίπτωση όπου ενδεχομένως να πρέπει να παραμεριστεί η εκδοθείσα απόφαση, αλλά περίπτωση στην οποία θα πρέπει να εξεταστεί κατά πόσο δικαιολογείται να ασκηθεί προς όφελος των εναγομένων η διακριτική εξουσία που έχει το Δικαστήριο δυνάμει του Μ.14 Κ.3.
Σημειώνω λοιπόν ότι με βάση τα όσα οι ίδιοι οι εναγόμενοι έχουν θέσει ενώπιον του Δικαστηρίου, αυτοί, ως οι ίδιοι δέχονται, δεν είχαν μόνο ειδοποιηθεί για την εναντίον τους απαίτηση με τον δέοντα τρόπο αλλά και την ειδοποίηση αυτή, η οποία τους καθιστούσε ξεκάθαρες τις προθέσεις των εναγόντων, την είχαν λάβει πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης εναντίον τους και παρά ταύτα κανένα σημείωμα εμφάνισης δεν καταχώρισαν.
Ισχυρίζονται βεβαίως οι εναγόμενοι ότι ο λόγος που δεν προχώρησαν τότε στην καταχώρηση οποιουδήποτε σημειώματος εμφάνισης ή έστω στο διορισμό κάποιου δικηγόρου για να τους συμβουλέψει τι να πράξουν, είναι διότι καθησυχάστηκαν από τις δήθεν διαβεβαιώσεις των εναγόντων ότι η απαίτηση δεν θα προχωρούσε διότι θα εξεταζόταν το ενδεχόμενο διευθέτησης στη βάση της πρότασης που είχαν υποβάλει για έκδοση εκ συμφώνου απόφασης με αναστολή εκτέλεσης. Με κάθε σεβασμό όμως προς την πλευρά των εναγομένων, ο εν λόγω ισχυρισμός τους δεν μπορεί καθόλου να γίνει αποδεκτός ως καλόπιστη δικαιολογία για την αδράνεια που αυτοί επέδειξαν. Εξηγώ.
Κατά πρώτο, ως οι ίδιοι οι εναγόμενοι αναφέρουν, αυτοί είχαν από τις 08/11/23 προειδοποιηθεί και για τις απαιτήσεις των εναγόντων αλλά και για την πρόθεση των τελευταίων να κινηθούν δικαστικά αν χρειαστεί προκειμένου να ικανοποιήσουν τις εν λόγω απαιτήσεις τους. Μάλιστα δε, με τη συγκεκριμένη γραπτή προειδοποίηση που είχε δοθεί τότε στους εναγόμενους σύμφωνα με το προδικαστηριακό πρωτόκολλο, οι τελευταίοι ενημερώθηκαν και για το ότι είχαν στη διάθεση τους 14 μέρες για να εκφράσουν τις δικές τους θέσεις σε σχέση με τις συγκεκριμένες απαιτήσεις των εναγόντων αλλά και για το ότι θα εγειρόταν δικαστική διαδικασία εναντίον τους σε περίπτωση που παρέλειπαν να απαντήσουν. Παρά ταύτα οι εναγόμενοι, μέχρι και τις 06/12/23 που τους επιδόθηκε η απαίτηση των εναγόντων, δηλαδή για 1 περίπου μήνα, καμία απάντηση ή αντίθετη θέση δεν εξέφρασαν σε σχέση με τις συγκεκριμένες απαιτήσεις. Ήταν συνεπώς εξ’ αρχής σε γνώση των εναγομένων η καταχώρηση δικαστικών μέτρων εναντίον τους θα ήταν ουσιαστικά αναπόφευκτη συνέπεια της στάσης που οι ίδιοι επέλεξαν να τηρήσουν.
Κατά δεύτερο, και να μπορούσε να θεωρηθεί ότι υπήρχε οποιαδήποτε αμφιβολία στο μυαλό των εναγομένων ως προς το πώς ενδεχομένως να ενεργούσαν οι ενάγοντες σε περίπτωση που δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις τους κατά το προαναφερόμενο προδικαστικό στάδιο, η αμφιβολία αυτή σίγουρα ξεκαθάρισε όταν επιδόθηκε σε αυτούς η απαίτηση στις 06/12/23 με την οποία αυτοί δεν ενημερώθηκαν μόνο για τη φύση των απαιτήσεων των εναγόντων και το πώς φέρονταν να προέκυψαν οι συγκεκριμένες κατ’ ισχυρισμό οφειλές, αλλά και για το ότι «εάν δεν λάβετε μέτρα για την καταχώριση Σημειώματος Εμφάνισης και την υπεράσπισή σας στην Απαίτηση, ο (οι) Ενάγων (-οντες) μπορεί να προωθήσει (-ούν) την απαίτηση του και να εξασφαλίσει (-ουν) απόφαση εναντίον σας.»[3]. Και πάλι όμως οι εναγόμενοι επέλεξαν να μην ενεργήσουν ως τους υποδεικνυόταν – αυτή η φορά μάλιστα μέσω δικαστικού εντύπου – και αντί να καταχωρίσουν σημείωμα εμφάνισης με το οποίο θα μπορούσαν να δήλωναν «παραδοχή για όλη ή μέρος της Απαίτησης», ως επίσης αναφερόταν στο έντυπο απαίτησης, προτίμησαν συνειδητά να μη συμμετάσχουν στη δικαστική διαδικασία προκειμένου να επιχειρήσουν εξώδικη διευθέτηση της υπόθεσης. Τότε ήταν δηλαδή που αποφάσισαν να πράξουν αυτό που τους είχε ζητηθεί πριν από 1 μήνα να πράξουν ώστε να μην χρειαστεί το όλο θέμα να οδηγηθεί στο Δικαστήριο.
Έστω όμως και αν ήθελε επιδειχθεί κάποια κατανόηση στην τότε επιλογή των εναγομένων να αναλώσουν τον χρόνο τους σε προσπάθειες εξώδικης διευθέτησης παρά σε συμμετοχή τους στη δικαστική διαδικασία που ήδη γνώριζαν ότι είχε εγερθεί εναντίον τους, έστω για να «διασφαλίσουν βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον τα συμφέροντα και δικαιώματα τους»[4], καμία πειστική εξήγηση δεν δίνουν ως προς το γιατί άφησαν να παρέλθουν 9 μήνες προτού να ενδιαφερθούν σοβαρά για την τύχη της εκκρεμούσας δικαστικής διαδικασίας. Σίγουρα, ένας ο οποίος ενημερώνεται ότι απαιτείται από αυτόν να καταβάλει ποσά τα οποία θεωρεί αδικαιολόγητα και άδικα, το τελευταίο πράγμα που θ’ ανέμενε κανείς ότι θα πράξει θα ήταν ν’ αποδεχτεί τυφλά την προτροπή του ίδιου του διώχτη του όπως αφήσει ανυπεράσπιστο τον εαυτό του στην εναντίον του απαίτηση. Και σίγουρα, ένας ο οποίος περιμένει από τον διώχτη του να τοποθετηθεί σε σχέση με τις προσπάθειες που γίνονται για εξώδικη διευθέτηση, δεν αναμένεται ότι θ’ αφήσει με εφησυχασμό για 9 μήνες το όλο θέμα στην αποκλειστική κρίση του κατά τ’ άλλα άδικου διώχτη του ο οποίος μάλιστα παρουσιάζεται να μην ενδιαφέρεται καν να του απαντήσει, αγνοώντας έτσι και κάθε προτροπή και προειδοποίηση που του γίνεται μέσω ενός δικαστικού εντύπου. (βλ. κατ’ αναλογία ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΟΥ v. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΖΗΚΑΚΗ, Πολιτική Έφεση Αρ.: E157/2018, E158/2018, 27/5/2024, ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ v. CPH INVESTMENTS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε203/19, 18/6/2024 καθώς επίσης και Κάτια Χριστοφόρου κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2000) 1Α.Α.Δ. 86). Υπενθυμίζω συναφώς ότι η πρόταση που έκαμαν οι εναγόμενοι είχε υποβληθεί στις 13/12/2023 και, σύμφωνα με τους ίδιους τους τελευταίους, μέχρι και τις 26/09/24 που οι δικηγόροι που διόρισαν για να τους συμβουλέψουν για ένα παρεμφερές θέμα έκριναν ορθό να ερευνήσουν το φάκελο της παρούσας υπόθεσης, οι ενάγοντες δεν είχαν ακόμη απαντήσει στην πρόταση διευθέτησης. Και βεβαίως, το ότι οι εναγόμενοι είχαν εξ’ αρχής τη δυνατότητα να διορίσουν δικηγόρο για να τους εκπροσωπήσει αλλά και ότι εξ’ αρχής αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα για ένα τέτοιο διορισμό, προκύπτει ξεκάθαρα από το γεγονός ότι σε κάποιο στάδιο αυτοί όντως αποτάθηκαν σε δικηγόρο έστω και αν υποτίθεται ότι ήταν ακόμη καθησυχασμένοι από τους ενάγοντες. Μάλιστα δε, το πρώτο πράγμα που ο εν λόγω δικηγόρος ζήτησε να πληροφορηθεί, ως ήταν και το εύλογα αναμενόμενο, ήταν για το τι έγινε με την υπόθεση που εκκρεμούσε ενώπιον του Δικαστηρίου.
Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση οι εναγόμενοι είχαν ειδοποιηθεί έγκαιρα και δεόντως για την πρόθεση των εναγόντων να καταχωρίσουν εναντίον τους υπόθεση αν δεν ικανοποιούνταν οι απαιτήσεις τους και παρά ταύτα επέλεξαν να μην αντιδράσουν ή να πράξουν οτιδήποτε προς αμφισβήτηση των εν λόγω απαιτήσεων μέχρις ότου οι ενάγοντες «ταρακουνήσουν τα νερά». Στη συνέχεια όμως, αφού ειδοποιήθηκαν έγκαιρα και δεόντως για την καταχώριση υπόθεσης εναντίον τους, προτίμησαν και πάλι να μην ενεργήσουν με τον προβλεπόμενο και εύλογα αναμενόμενο τρόπο ο μάλιστα τους υποδεικνυόταν και από τα δικαστικά έγγραφα που τους είχαν επιδοθεί. Και ενώ υποτίθεται ότι είχαν καθησυχαστεί από τους ενάγοντες ότι η υπόθεση δεν θα προωθείτο μέχρις ότου ληφθεί απόφαση σε σχέση με την πρόταση διευθέτησης που εκείνοι είχαν υποβάλει, καμία ανησυχία και κανένας προβληματισμός δεν τους δημιουργήθηκε συνεπεία του ότι οι ενάγοντες δεν τους απαντούσαν, ως έπρεπε να τους δημιουργηθεί, και για τους επόμενους 9 μήνες επέλεξαν να τηρήσουν μια ουσιαστικά παθητική στάση στο όλο θέμα.
Με κάθε σεβασμό λοιπόν προς την πλευρά των εναγομένων καμία δικαιολογία και κανένας ισχυρισμός που αυτοί πρόβαλαν δεν κρίνεται να συνιστά είτε βάσιμο είτε επαρκή λόγο για τον οποίο δεν εμφανίστηκαν στην υπόθεση ή γιατί καθυστέρησαν να προβάλουν τα όσα προβάλλουν σήμερα με την παρούσα αίτηση. Αντιθέτως, η συνολική τους συμπεριφορά κρίνεται να συνιστά αδιαφορία και περιφρόνηση των διαδικασιών και των δικαιωμάτων των αντιδίκων τους, παράγοντας ο οποίος, ως αναφέρεται και στο Μ.14 Κ.3(2), αποκτά ιδιαίτερη σημασία σε τέτοιες περιπτώσεις. Το ότι δε την παρούσα αίτηση παραμερισμού οι εναγόμενοι την καταχώρισαν σχετικά σύντομα μετά που αποφάσισαν να ενδιαφερθούν για την τύχη της υπόθεσης δεν κρίνεται αρκετό για να διαγράψει την προγενέστερη συμπεριφορά τους (βλ. κατ’ αναλογία ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΟΥ ανωτέρω).
Όσον αφορά τώρα το κατά πόσο οι εναγόμενοι προβάλλουν τέτοιους ισχυρισμούς σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης ώστε να μπορεί να λεχθεί είτε ότι καταδεικνύουν μια πραγματική προοπτική να υπερασπιστούν επιτυχώς την απαίτηση είτε ότι υπάρχει κάποιος άλλος καλός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να παραμεριστεί η εκδοθείσα απόφαση και να τους επιτραπεί να υπερασπιστούν την απαίτηση, σημειώνω, πρόσθετα και σε συνδυασμό με τα όσα αναφέρω ανωτέρω, τα ακόλουθα.
Η επί του προκειμένου θέση των εναγομένων είναι, υπενθυμίζω, ότι «…το ύψος της απαίτησης σε ότι αφορά τα τέλη θεάματος, το οποίο η Αιτήτρια αμφισβητεί, αφού λαμβάνοντας υπόψη τις χρεώσεις συγγενών Δήμων, το ύψος που απαιτούν οι Ενάγοντες είναι αυθαίρετο, ατεκμηρίωτο, αντικανονικό, εξωπραγματικό και άδικο. Περαιτέρω, όλες οι υπόλοιπες απαιτήσεις των Εναγόντων σε καμία περίπτωση δεν τεκμηριώνονται, αφού πέραν της παράθεσης δικών του τιμολογίων, χωρίς εν πάση περιπτώσει να δικαιολογούν και να εξηγούν, σε καμία περίπτωση τεκμηριώνουν πώς και γιατί προκύπτουν τα εν λόγω απαιτούμενα ποσά…». Η θέση όμως αυτή, πέραν του ότι δεν συνάδει με τις θέσεις που μέχρι την καταχώριση της παρούσας εξέφραζαν οι εναγόμενοι προς τους ενάγοντες, και πέραν του ότι δεν επεκτείνεται ούτε και στο σύνολο των απαιτήσεων των τελευταίων, έχει προ πολλού νομολογηθεί ότι δεν μπορεί, ως θέμα νομικό τουλάχιστο, να θεωρηθεί ως υπεράσπιση σε τέτοιας φύσης απαιτήσεις. Παραθέτω συνεπώς αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την ΑΟΜΜ Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ ν. Δήμου Στροβόλου (2014) 1 ΑΑΔ 1584 το οποίο θεωρώ εφαρμόζεται πλήρως στην υπό κρίση περίπτωση:
«…Το παράπονο των Εφεσειόντων, όπως αποτυπώνεται στους εξεταζόμενους λόγους έφεσης, κινείται γύρω από τη θέση ότι δεν έχουν εισπράξει τα ποσά που οι Εφεσίβλητοι αξιώνουν, καθότι λανθασμένα και/ή παράνομα υπολογίστηκαν τα τέλη θεάματος και, κατ' ακολουθία, εσφαλμένα και/ή παράνομα αξιώνεται το ποσό που εμφαίνεται στην έκθεση απαίτησης. Προεκτείνοντας οι Εφεσείοντες, θέτουν ότι εάν ο υπολογισμός του τέλους θεάματος είναι εσφαλμένος και/ή αντίκειται στην υφιστάμενη νομοθεσία, τότε παράνομη είναι και η αξίωσή τους και/ή το ποσό που αξιούται ως εισπραχθέν από τους Εφεσείοντες δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, αφού τέτοιο ποσό δεν εισπράχθηκε. Προβάλλεται, συνοπτικά, πως ο λανθασμένος υπολογισμός από τους Εφεσίβλητους του τέλους θεάματος επηρεάζει άμεσα και το ποσό που αξιούται.
Η εγκυρότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης μπορεί να προσβληθεί μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Εφόσον δεν προσβληθεί ή ακυρωθεί από αρμόδιο αναθεωρητικό Δικαστήριο η διοικητική πράξη, η απόφαση διατηρεί καθόλα την ισχύ της ως προς τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτή (Takis P. Markides Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, Συμβούλιο Εγγραφής Αρχιτεκτόνων & Πολιτικών Μηχανικών v. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453). Η αποκλειστική δικαιοδοσία για τον έλεγχο της νομιμότητας αποφάσεων, πράξεων η παραλείψεων αρχών ή οργάνων της Δημοκρατίας, τα οποία ασκούν εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία, επαφίεται, λοιπόν, μόνο στο Ανώτατο Δικαστήριο. Σταθερή είναι η γραμμή της νομολογίας ότι δεν μπορούν να υπάρχουν παράλληλες θεραπείες στο πλαίσιο του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Ενόψει των προνοιών του, είναι νομολογημένη αρχή του Κυπριακού Διοικητικού Δικαίου ότι η εγκυρότητα διοικητικών πράξεων δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο, άμεσα ή έμμεσα, οποιασδήποτε άλλης διαδικασίας ενώπιον άλλου Δικαστηρίου, πολιτικής ή ποινικής. Με βάση τις ρητές πρόνοιες του Άρθρου 146, παροχή παράλληλης δικαιοδοσίας σε άλλα Δικαστήρια είναι ανεπίτρεπτη και ο θεσμικός αυτός διαχωρισμός των δικαιοδοσιών είναι κάθετος και απόλυτος. Θέματα όπως η ιδιοκτησία ή κατοχή, το είδος του υποστατικού και το ύψος των τελών, είναι ζητήματα που αφορούν την εγκυρότητα της διοικητικής πράξης επιβολής του τέλους και δεν μπορούν να αμφισβητηθούν στα πλαίσια άλλης παράλληλης διαδικασίας, πέραν της αναθεωρητικής που καθορίζεται στο Άρθρο 146 του Συντάγματος (James Peter v. Δήμου Αγίου Αθανασίου (2001) 2 Α.Α.Δ. 612, 615). Εφόσον η απόφαση για επιβολή τέλους δεν ακυρώθηκε ή δεν προσβλήθηκε, αυτό καθίσταται απαιτητό με αγωγή, στην οποία η νομιμότητα της απόφασης δεν μπορεί να αμφισβητηθεί και η οφειλή πρέπει να θεωρείται δεδομένη (D.E.L. Kirzis Tourist Enterprises Ltd κ.ά. v. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού-Αμαθούντος (2000) 1 Α.Α.Δ. 1946, Amazing Trading Ltd v. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2002) 1 Α.Α.Δ. 1136, 1138-9).
Η πιο πάνω νομική προσέγγιση απλοποιεί και την κατάληξή μας σε σχέση με τους υπό αναφορά λόγους έφεσης, η απόρριψη των οποίων είναι αναπόφευκτη. Οι Εφεσείοντες στόχευαν, μέσω του διαγραφέντος δικογράφου τους, στην αμφισβήτηση, ουσιαστικά, της απόφασης των Εφεσιβλήτων για επιβολή τέλους θεάματος και ανάλογης επιβάρυνσης. Επιχείρησαν ένδικη ανατροπή διοικητικής πράξης, υπερφαλαγγίζοντας την αποκλειστική αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου, κατ΄ακολουθία του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Η πρωτόδικη διαδικασία είχε ως αντικείμενο τη διεκδίκηση, υπό τύπο αστικού δικαιώματος, της καταβολής του αναφερόμενου φόρου θεάματος. Η πράξη που στοιχειοθετούσε το αγώγιμο δικαίωμα αποτελεί αναπόσπαστη πτυχή της διοικητικής λειτουργίας των Εφεσιβλήτων, άρρηκτα συνυφασμένης με την έκδοση εκτελεστής απόφασης στο πεδίο του δημόσιου δικαίου. Συνιστούσε διοικητική πράξη νομικού προσώπου δημόσιου δικαίου, η οποία είχε παράξει έννομο αποτέλεσμα. Η αμφισβήτηση της νομιμότητάς της δεν μπορούσε να λάβει χώρα μέσω υπεράσπισης στα πλαίσια διαδικασίας ενώπιον Επαρχιακού Δικαστηρίου. Συνακόλουθα, η έλλειψη τέτοιας δικαιοδοσίας αποστερούσε από το πρωτόδικο Δικαστήριο της οποιασδήποτε εξουσίας εξέτασης οιουδήποτε θέματος ουσίας εγειρόταν στα πλαίσια υπεράσπισης και το οποίο ουσιαστικό σκοπό είχε την αμφισβήτηση της νομιμότητας της προαναφερθείσας διοικητικής πράξης. Μια διοικητική πράξη παράγει έννομα αποτελέσματα μέχρι ακύρωσης ή ανάκλησής της. Η υπό εξέταση ούτε ανακλήθηκε, ούτε ακυρώθηκε δικαστικά. Ως απόρροια, συνέχιζε να παράγει έννομα αποτελέσματα και παρείχε, ταυτόχρονα, το δικαίωμα στους Εφεσίβλητους να αξιώνουν την καταβολή των οφειλόμενων τελών. Αξίωση χρηματικής μεν μορφής, η οποία όμως στηριζόταν σε προηγηθείσα διοικητική πράξη.
Με βάση τα πιο πάνω, τα επίδικα μέρη της υπεράσπισης που στόχευαν στην αμφισβήτηση της νομιμότητας της απόφασης των Εφεσιβλήτων δεν θα ήταν επιτρεπτό να τεθούν και να κριθούν δικαστικά από το πρωτόδικο Δικαστήριο, λόγω αναρμοδιότητας. Έπλητταν, ουσιαστικά, το θεμέλιο της νομιμότητας της διοικητικής πράξης.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσειόντων επικαλέστηκε, ως βοηθητικό των θέσεών του, τον δικαστικό λόγο των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις Αναθεωρητικές Εφέσεις 136/06 και 137/06 Α.Ο.Μ.Μ. Γαλαξίας Παραγωγές Λτδ v. Δήμου Στροβόλου (2008) 3 Α.Α.Δ. 291. Έθεσε ότι συνάγεται από αυτές πως τα πολιτικά δικαστήρια έχουν δικαιοδοσία να εκδικάσουν ισχυρισμούς περί υπολογισμού τέλους θεάματος. Με όλο το σεβασμό, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η πιο πάνω προσέγγιση…»
Για όλους τους πιο πάνω λόγους λοιπόν κρίνω ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις του Μ.14 Κ.3 ώστε να δικαιολογείται να ασκηθεί προς όφελος των εναγομένων η εκεί αναφερόμενη διακριτική εξουσία που έχει το Δικαστήριο και ως εκ τούτου η παρούσα αίτηση απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, αυτά, ως είναι και ο γενικός κανόνας, επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων. Προτού όμως προχωρήσω να ακούσω τους συνηγόρους των διαδίκων σε σχέση με το ύψος των εξόδων αυτών στα πλαίσια της σχετικής διαδικασίας που προνοούν οι Κανονισμοί, θα δώσω στους τελευταίους την ευκαιρία να συμφωνήσουν και να δηλώσουν το ύψος τους. Αν λοιπόν μέχρι τις 07/05/25 οι διάδικοι δεν καταλήξουν σε συμφωνία ως προς το ύψος των εξόδων τότε να καταχωρήσουν εκατέρωθεν σχετικούς καταλόγους μέχρι τις 09/05/25 και το Δικαστήριο θα επιληφθεί του θέματος στις 11/05/25 και ώρα 09:30 στη φυσική παρουσία τους.
(Υπ.)…………………………
Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Καταχωρίστηκε 26/09/24 στις 14:04
[2] Βλ. Μ.60 Κ.1(2) - Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες, στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η Σεπτεμβρίου 2023.
[3] Βλ. υποσημείωση Εντύπου Απαίτησης αρ.4
[4] Βλ. ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ v. CPH INVESTMENTS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε203/19, 18/6/2024
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο