Γ.Σ.Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ) ΛΤΔ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Αρ. Αγωγής: 1437/23, 28/5/2025
print
Τίτλος:
Γ.Σ.Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ) ΛΤΔ ν. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ, Αρ. Αγωγής: 1437/23, 28/5/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

 

Αρ, Αγωγής: 1437/23 (ι)

Μεταξύ:

Γ.Σ.Χ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ (ΟΙΚΟΔΟΜΕΣ) ΛΤΔ

Ενάγουσα

 

Και

 

ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΣ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ

Εναγόμενος

----------

(Αίτηση εναγομένου ημερ. 05/02/25 για παραμερισμό απόφασης που εκδόθηκε εναντίον του ερήμην στις 12/12/23)

 

Ημερομηνία:28 Μαΐου 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για Ενάγουσα – Καθ’ ης η αίτηση: κα. Α. Παναγιώτου για Αρτεμίου, Πιερή & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

Για Εναγόμενο – αιτητή:   κ. Α. Κουκούνης για Ανδρέας Κουκούνης & Σία ΔΕΠΕ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Στην παρούσα υπόθεση, η ενάγουσα εταιρεία, η οποία δραστηριοποιείται στον τομέα της ανάπτυξης ακίνητης ιδιοκτησίας, καταχώρισε στις 30/08/23 ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εναντίον του εναγόμενου ζητώντας, (α) όπως αναγνωριστεί δικαστικώς ότι ο εναγόμενος έχει παραβεί ουσιώδεις όρους ενός αγοραπωλητηρίου εγγράφου που είχε υπογραφτεί μεταξύ των διαδίκων στις 22/05/2013 σε σχέση με την αγορά μιας οικίας η οποία θα ανεγειρόταν σε συγκεκριμένο τεμάχιο της ενάγουσας στη Λάρνακα (β) όπως αναγνωριστεί δικαστικώς ότι το συγκεκριμένο αγοραπωλητήριο έγγραφο έχει τερματιστεί και δεν έχει πλέον οποιαδήποτε ισχύ, (γ) όπως διαταχθεί η απόσυρσή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο όπου κατατέθηκε στις 23/05/2013 με αριθμό ΠΩΕ 249/13 ή όπως διαταχθεί ο εναγόμενος να το αποσύρει, (δ) όπως αναγνωριστεί δικαστικώς ότι ο εναγόμενος κανένα δικαίωμα δεν έχει στην πωληθείσα οικία η οποία του είχε παραδοθεί κατά την υπογραφή της συμφωνίας, (ε) όπως απαγορευτεί στον εναγόμενο από του να κατέχει και να χρησιμοποιεί με οποιοδήποτε τρόπο την πωληθείσα οικία, (στ) όπως διαταχθεί ο εναγόμενος να παραδώσει στην ενάγουσα κενή και ελευθέρα κατοχή της πωληθείσας οικίας και (στ) όπως διαταχθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των €1500 μηνιαίως από την 01/08/23 και για όσο καιρό δεν την παραδίδει στην ενάγουσα.

Μετά την καταχώριση της στις 30/08/23, η αγωγή, σύμφωνα με ένορκη δήλωση ιδιώτη επιδότη η οποία έχει κατατεθεί στον φάκελο, επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 20/10/23 άνευ της υπογραφής του. Επειδή όμως ο τελευταίος δεν καταχώρισε οποιαδήποτε εμφάνιση μέχρι και τις 07/11/23, η ενάγουσα αιτήθηκε κατ’ εκείνη την ημερομηνία όπως στη βάση τη Δ.17 εκδοθεί απόφαση εναντίον του. Την εν λόγω αίτηση η ενάγουσα την υποστήριξε με σχετική ένορκη δήλωση στις 08/12/23 και στις 12/12/23 πέτυχε όπως εκδοθεί απόφαση υπέρ της και εναντίον του εναγομένου η οποία συνίστατο σε, δήλωση του Δικαστηρίου ότι το επίδικο αγοραπωλητήριο έγγραφο είχε παραβιαστεί από πλευράς του εναγομένου και ως εκ τούτου είχε τερματιστεί και δεν είχε πλέον οποιανδήποτε νομική ισχύ, διάταγμα με το οποίο διατάσσετο η απόσυρσή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο Λάρνακας και διάταγμα με το οποίο διατάσσετο ο εναγόμενος να παραδώσει στην ενάγουσα κενή και ελεύθερη κατοχή της πωληθείσας κατοικίας διότι, ως επίσης αναγνωρίστηκε, κανένα δικαίωμα δεν είχε να κατέχει ή να χρησιμοποιεί την εν λόγω κατοικία. Σημειώνω εδώ ότι η αξίωση της ενάγουσας για αποζημιώσεις τελικά δεν προωθήθηκε και ως εκ τούτου απορρίφθηκε.

Η απόφαση της 12/12/23 επιδόθηκε στο Κτηματολόγιο στις 10/01/24 (βλ. σχετική ένορκη δήλωση που βρίσκεται στον φάκελο) και στις 24/10/24, δηλαδή 10 περίπου μήνες μετά την έκδοσή της, επιχειρήθηκε να εκτελεστεί εναντίον του εναγόμενου με την ενεργοποίηση διαδικασίας έκδοσης εντάλματος ανάκτησης κατοχής ακίνητης ιδιοκτησίας. Στα πλαίσια της εν λόγω διαδικασίας, το Δικαστήριο, έχοντας ικανοποιηθεί με βάση τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του ότι η απόφαση της 12/12/23 είχε επιδοθεί προσωπικά στον εναγόμενο στις 26/07/24, έδωσε τη σχετική άδεια για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος.

Στις 30/01/25, δηλαδή 2½ περίπου μήνες μετά την έκδοση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής του ακινήτου και έναν και πλέον χρόνο μετά την έκδοση της απόφασής της 12/12/23, δικηγόροι οι οποίοι παρουσιάστηκαν να ενεργούν εκ μέρους του εναγόμενου ζήτησαν όπως τους επιτραπεί να διενεργήσουν έρευνα στον φάκελο της υπόθεσης προκειμένου «να εξεταστεί το ενδεχόμενο καταχώρησης αίτησης παραμερισμού της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην του εναγόμενου». Την επόμενη μέρα, δηλαδή στις 31/01/25, οι εν λόγω δικηγόροι καταχώρησαν εκ μέρους του εναγόμενου σημείωμα εμφάνισης υπό διαμαρτυρία, και στις 05/02/25 καταχώρισαν δύο ενδιάμεσες αιτήσεις, η μία είναι η παρούσα αίτηση δια κλήσεως η οποία αποσκοπεί στον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στις 12/12/23 καθώς επίσης και του διατάγματος της 12/11/24 με το οποίο δόθηκε άδεια για έκδοση εντάλματος ανάκτησης κατοχής, και η άλλη, η οποία ήταν μονομερής, αποσκοπούσε σε αναστολή εκτέλεσης του εντάλματος ανάκτησης κατοχής και γενικότερα της απόφασης της 12/12/23.

Εξετάζοντας την μονομερή αίτηση του εναγόμενου το Δικαστήριο έκρινε στις 07/02/25 ότι δικαιολογείτο όπως ανασταλεί προσωρινά μόνο η εκτέλεση του εντάλματος ανάκτησης κατοχής καθώς και το μέρος εκείνο της απόφασης της 12/12/23 που αφορούσε στην απόσυρση του επίδικου αγοραπωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο Λάρνακας και εξέδωσε ανάλογη διαταγή. Στην πορεία όμως, και αφού το μονομερώς εκδοθέν διάταγμα και οι δύο αιτήσεις επιδόθηκαν στην πλευρά της ενάγουσας, διατάχτηκε, με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εμπλεκομένων, περιλαμβανομένου και του Κτηματολογίου που ειδοποιήθηκε να εμφανιστεί, όπως το προσωρινό διάταγμα της 07/02/25 παραμείνει σε ισχύ μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης παραμερισμού.

Σημειώνω εδώ ότι στα πλαίσια των εμφανίσεων των εμπλεκομένων μερών είχε αναφερθεί ότι επειδή η απόφασή της 12/12/23 είχε προλάβει να κοινοποιηθεί στο Κτηματολόγιο προτού εκδοθεί και επιδοθεί το διάταγμα της 07/02/25, το επίδικο αγοραπωλητήριο είχε διαγραφεί από το μητρώο από τις 29/07/24.

Των πιο πάνω λεχθέντων στρέφομαι στις θέσεις που προβάλλονται εκατέρωθεν σε σχέση με την παρούσα αίτηση παραμερισμού η οποία εδράζεται κυρίως στις πρόνοιες των Δ.40, Δ.41, Δ.44, Δ.17, Δ.19 και Δ.26.

Σημειώνω κατ’ αρχή ότι η υπόθεση που είχε προωθήσει η ενάγουσα με το δικόγραφο και τη μαρτυρία της στις 12/12/23 ήταν ότι σύμφωνα με το αγοραπωλητηριο έγγραφο που υπεγράφη με τον εναγόμενο στις 22/05/13, ο τελευταίος είχε συμφωνήσει όπως αγοράσει την εκεί αναφερόμενη υπό ανέγερση κατοικία για το ποσό των €127.440,00, το οποίο και θα κατέβαλλε τμηματικά, €500 με την υπογραφή, €126.890 εντός 5 ετών από την ημερομηνία υπογραφής και €50 εντός 15 ετών ή με την εγγραφή τίτλου ιδιοκτησίας στο όνομα του, και όπως την κατοχή της ημιτελούς τότε κατοικίας, την οποία αναλάμβανε να αποπερατώσει εντός 5 ετών με δικούς του πόρους, θα την λάμβανε την ίδια μέρα δηλαδή στις 22/05/13. Παρά όμως το ότι η ενάγουσα εκπλήρωσε τις δικές της συμβατικές υποχρεώσεις και παρέδωσε στον εναγόμενο από τότε την κατοχή της κατοικίας και παρά το ότι ο τελευταίος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να κατέχει και να χρησιμοποιεί την εν λόγω κατοικία, εντούτοις αυτός, ο εναγόμενος δηλαδή, ούτε τα €500 κατέβαλε πριν να καταθέσει το αγοραπωλητήριο έγγραφο στο κτηματολόγιο αλλά ούτε και κατέβαλε το ποσό των €126.890 που έπρεπε να καταβάλει εντός 5 ετών.  Συνεπεία αυτής της στάσης του εναγόμενου η ενάγουσα ειδοποίησε τον τελευταίο επανειλημμένα για την υποχρέωση του να εξοφλήσει το συμφωνηθέν τίμημα αγοράς της κατοικίας και επειδή αυτός δεν συμμορφώθηκε, του έστειλε στις 14/07/23 επιστολή με την οποία τον ειδοποίησε ότι η συμφωνία της 22/05/13 τερματιζόταν και ότι θα έπρεπε να της παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή του ακινήτου.  Όταν ο τελευταίος παρέλειψε να συμμορφωθεί με το περιεχόμενο της εν λόγω επιστολής, καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή.

Σύμφωνα τώρα με την Ε/Δ του εναγομένου που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση παραμερισμού, οι ενάγοντες είχαν κατά την έκδοση της απόφασής της 12/12/23 αποκρύψει από το Δικαστήριο τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και τα οποία καταδεικνύουν ότι στην ουσία πρόκειται για μια οικογενειακή διαφορά μεταξύ του εναγομένου και των αδελφών του σε σχέση με τη διαχείριση της ενάγουσας εταιρείας η οποία συνιστούσε την οικογενειακή τους επιχείρηση. Στην εν λόγω εταιρεία, ο εναγόμενος, ως αναφέρει, ήταν και διευθυντής και μέτοχος αλλά και εργοδοτούμενος μέχρι τις 09/05/11 που απεβίωσε ο πατέρας του.

Η θέση λοιπόν του εναγόμενου είναι ότι δεν ήταν ποτέ η πρόθεση των αντισυμβαλλομένων στο αγοραπωλητήριο της 22/05/13 (Τεκ.4) να καταστήσουν τον όρο για το χρόνο καταβολής του τιμήματος αγοράς («εντός 5 ετών») ως ουσιώδη όρο της συμφωνίας, αλλά ακόμη και αν ήθελε θεωρηθεί ότι ήταν τότε ουσιώδης ο εν λόγω όρος, το γεγονός ότι μόλις τον Ιούλιο του 2023 αποφασίστηκε να σταλεί επιστολή για τη φερόμενη μη εκπλήρωση του καταδεικνύει ότι ο όρος αυτός είχε προ πολλού παύσει να είναι ουσιώδης. Ως εκ τούτου, προχωρεί ο εναγόμενος, η ενάγουσα δεν δικαιολογείτο να επικαλεστεί την παράβαση του συγκεκριμένου όρου για να τερματίσει το αγοραπωλητήριο της 22/05/13 και κατ' επέκταση δεν είχε ούτε έγκυρη και νόμιμη βάση για να ζητήσει μέσω της παρούσας αγωγής τις θεραπείες που εξασφάλισε με την απόφασή της 12/12/23. Από μόνο του αυτό, υποστηρίζει ο εναγόμενος, δικαιολογεί όπως η απόφαση της 12/12/23 παραμεριστεί «ως χρέος προς τη δικαιοσύνη» - «ex debito justitiae».

Σε κάθε περίπτωση όμως, αναφέρει ο εναγόμενος, η απόφαση της 12/12/23 δικαιολογείται να παραμεριστεί και στη βάση των πραγματικών γεγονότων τα οποία καταδεικνύουν, ως είναι ο ισχυρισμός του, ότι έχει καλή υπεράσπιση στην αγωγή. Ειδικότερα, ο εναγόμενος ισχυρίζεται τα ακόλουθα.

Όταν η ενάγουσα ιδρύθηκε στις 22/07/04, αυτός και ο αδελφός του κατείχαν σε αυτήν από 240 μετοχές και ο πατέρας τους 520 μετοχές. Όταν όμως ο τελευταίος απεβίωσε, ο αδελφός του τον ενημέρωσε ότι δεν ήθελε να παραμείνουν μαζί στην εταιρεία οπόταν και συμφώνησαν όπως τις 240 μετοχές του, καθώς και το κληρονομικό του μερίδιο σε ακόμη 130 μετοχές, τις δωρίσει εξ ημισείας στον αδελφό του και στην άλλη τους αδελφή (Τεκμήριο 5 και 6). Και επειδή τον τότε καιρό η ενάγουσα είχε ξεκινήσει την ανέγερση 3 κατοικιών επί τεμαχίου γης που της άνηκε, συμφωνήθηκε με τον αδελφό του, ο οποίος ήταν πλέον εκείνος που εκπροσωπούσε την ενάγουσα, ότι τη μια από αυτές τις κατοικίες θα την ολοκλήρωνε ο ίδιος με δικούς του πόρους και ακολούθως θα την αγόραζε για το ποσό των €108.000 πλέον ΦΠΑ, το οποίο θα κατέβαλλε στην ουσία εντός 5 ετών από την υπογραφή στις 22/05/13 και με ταυτόχρονη έκδοση και μεταβίβαση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας στο όνομά του. Κατά τον εναγόμενο, επειδή τότε ο αδελφός του, και κατ' επέκταση η ενάγουσα, γνώριζαν ότι το τίμημα αγοράς της κατοικίας θα εξασφαλιζόταν μέσω δανείου, εισήχθη πρόνοια στο αγοραπωλητήριο ότι η ενάγουσα έπρεπε εντός 5 χρόνων να εκδώσει ξεχωριστούς τίτλους για την κατοικία ούτως ώστε να μπορεί να προσφερθεί ως εξασφάλιση για σκοπούς εξασφάλισης δανείου. Ήταν επομένως γι' αυτόν τον λόγο, ισχυρίζεται ο εναγόμενος, που δεν υπήρξε καμία ενόχλησή του για πληρωμή του τιμήματος αγοράς μετά την πάροδο των 5 ετών από τις 22/05/13, ήτοι διότι η ενάγουσα και ο αδελφός του γνώριζαν ότι αυτός δεν μπορούσε να εξασφαλίσει δάνειο από τράπεζα εφόσον η μη έκδοση ξεχωριστού τίτλου για την κατοικία δεν επέτρεπε την υποθήκευσή της.

Ισχυριζόμενος λοιπόν ότι ουδέποτε παρέλαβε την επιστολή τερματισμού του αγοραπωλητηρίου συμβολαίου που η ενάγουσα ισχυρίστηκε ότι του έστειλε στις 14/07/23, την οποία επιστολή είδε για πρώτη φορά όταν οι δικηγόροι του προέβησαν σε έρευνα του φακέλου της υπόθεσης, ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι λαμβανομένου υπόψη του ιστορικού των γεγονότων αλλά και του γεγονός ότι μέχρι σήμερα έχει καταβάλει περί τις €70.000 προκειμένου να ολοκληρώσει την κατοικία που αγόρασε, είναι άδικο να επιτραπεί στην ενάγουσα να ενεργήσει με τον τρόπο που ενήργησε.

Όσον αφορά τέλος το πότε και το μπώς πληροφορήθηκε για την παρούσα υπόθεση, ο εναγόμενος ισχυρίζεται τα εξής:

«Μετά που ενημερώθηκα για την παρούσα αγωγή, μετά από έρευνα του φακέλου της υπόθεσης από τους δικηγόρους μου, προσπάθησα να θυμηθώ αν με επισκέφθηκε ποτέ επιδότης για να μου επιδώσει την αγωγή και νομίζω παρόλο που δεν θυμάμαι καλά, ίσως να ήρθε επιδότης και να επιχείρησε να επιδώσει την αγωγή, αλλά δυστυχώς εγώ ένας φτωχός, κτίστης, αγράμματος, απόφοιτος δημοτικού, δεν κατάλαβα ότι εκείνη τη στιγμή μου επιδόθηκε δικαστικό έγγραφο για το οποίο έπρεπε να εμφανιστώ στο Δικαστήριο, ούτε και όταν προφανώς μου επιδόθηκε και η δικαστική απόφαση και απολογούμαι στο Δικαστήριο για την αφελής άγνοιά μου».

Στην αντίπερα όχθη, με την ένσταση που καταχώρισε η πλευρά της ενάγουσας προβάλλονται 19 συνολικά λόγοι για τους οποίους η τελευταία υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Οι λόγοι ένστασης της ενάγουσας περιστρέφονται τόσο γύρω από τα γεγονότα της υπόθεσης όσο και γύρω από τις νομικές αρχές που περιβάλλουν αιτήσεις αυτής της φύσης.

Σύμφωνα λοιπόν με την Ε/Δ που υποστηρίζει την αίτηση, η οποία γίνεται από τον διευθυντή της ενάγουσας ο οποίος είναι αδελφός του εναγόμενου, τόσο η καταχώριση της αγωγής όσο και η έκδοση της απόφασης στις 12/12/23 ήταν και είναι απόλυτα δικαιολογημένες.

Είναι ειδικότερα ο ισχυρισμός του ομνύοντα ότι όντως μετά τον θάνατο του πατέρα του είχαν λάβει χώρα συζητήσεις με τον εναγόμενο προκειμένου να συμφωνηθεί το πλαίσιο εντός του οποίου αυτός θα έφευγε από την εταιρεία. Στα πλαίσια αυτών των συζητήσεων είχε συμφωνηθεί, κατόπιν εισήγησης του ίδιου του εναγόμενου, όπως ο τελευταίος αγοράσει τη μια εκ των 3 κατοικιών που έκτιζε τότε η ενάγουσα και η οποία, με βάση κοινώς αποδεκτή εκτίμηση, είχε εκτιμηθεί ν’ αξίζει περί τις €260.000 - €270.000 (Τεκ.3). Προκειμένου λοιπόν να μειωθεί το ποσό που θα έπρεπε ο εναγόμενος να καταβάλει για να αγοράσει τη συγκεκριμένη κατοικία, ο τελευταίος εισηγήθηκε στ’ αδέλφια του, τα οποία και συμφώνησαν, όπως τους μεταβιβάσει τις μετοχές που αυτός είχε στην εταιρεία. Ως εκ τούτου, αφού αφαιρέθηκε από την εκτιμημένη αξία της κατοικίας η αξία των μετοχών του εναγόμενου συμφωνήθηκε ότι το τίμημα αγοράς της κατοικίας θ’ ανερχόταν στις €108.000 πλέον ΦΠΑ. Παρά όμως το ότι η συμφωνία προνοούσε ότι ο εναγόμενος θα κατέβαλλε κατά την υπογραφή το ποσό των €500 και το υπόλοιπο ποσό των €126.890 εντός 5 ετών, εντούτοις ο τελευταίος, αν και κατέθεσε το αγοραπωλητήριο στο Κτηματολόγιο και έλαβε και την κατοχή της κατοικίας ως η συμφωνία προνοούσε, ούτε καν τα €500 δεν κατέβαλε.

Είναι η θέση του ομνύοντα ότι η ενάγουσα, τόσο πριν όσο και μετά την παρέλευση των 5 ετών, είχε επανειλημμένα ειδοποιήσει τον εναγόμενο ότι εκκρεμούσε η πληρωμή του τιμήματος αγοράς της κατοικίας και παρά ταύτα ο τελευταίος σε καμιά ενέργεια δεν προέβη. Ήταν λοιπόν γι’ αυτό το λόγο που στάληκε στον εναγόμενο διπλοσυστημένη επιστολή στις 14/07/23 μέσω δικηγόρων, με την οποία ενημερωνόταν ότι λόγω της παράλειψης του να εκπληρώσει τις συμβατικές του υποχρεώσεις η συμφωνία της 22/05/13 τερματιζόταν και ότι συνεπώς αυτός έπρεπε, εντός 15 ημερών, να επιστρέψει την κατοχή της (Τεκ 7 και 15). Όταν όμως ο εναγόμενος παρέλειψε να συμμορφωθεί με την εν λόγω επιστολή, η ενάγουσα προχώρησε στην καταχώρηση της παρούσας αγωγής την οποία επέδωσε στον εναγόμενο με ιδιώτη επιδότη στις 20/10/23 (Τεκ. 8). Και επειδή ο εναγόμενος δεν καταχώρισε εμφάνιση εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας η ενάγουσα δικαιολογημένα ζήτησε και πέτυχε την έκδοση απόφασης εναντίον του στις 12/12/23 και η οποία απόφαση επίσης του επιδόθηκε προσωπικά, και δη έναντι της υπογραφής του, στις 26/07/24. (Τεκ 9 και 10). Μάλιστα δε, προχωρεί ο ομνύοντας, σε μεταγενέστερο στάδιο περί τον Ιανουάριο 2025 ο εναγόμενος ενημερώθηκε και για το ένταλμα ανάκτησης κατοχής που είχε εκδοθεί αλλά και για την παράταση που ο δικαστικός επιδότης που είχε αναλάβει να εκτελέσει το εν λόγω ένταλμα αποφάσισε τότε να του δώσει για σκοπούς συμμόρφωσης (Τεκ. 11).

Αναφερόμενος λοιπόν και στα όσα αφορούν την κακή οικονομική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η ενάγουσα σήμερα, ο ομνύοντας υποστηρίζει ότι όλοι οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο εναγόμενος αποτελούν εκ των υστέρων σκέψεις ιδιαίτερα αν ληφθεί υπόψιν και το ότι σε κανένα σημείο της μαρτυρίας του δεν ισχυρίζεται αυτός ότι έχει καταβάλει το συμφωνηθέν τίμημα αγοράς της κατοικίας.

Εφόσον δεν επιδιώχθηκε να καταχωρηθεί οποιαδήποτε συμπληρωματική ένορκη δήλωση από τον εναγόμενο ως απάντηση στους ισχυρισμούς της ενάγουσας και εφόσον δεν ζητήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά η αντεξέταση του ομνύοντα της αντίδικης πλευράς, η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις γραπτές εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων, αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο. Επί του παρόντος περιορίζομαι να αναφέρω ότι με τις αγορεύσεις τους αμφότεροι οι συνήγοροι ασχολήθηκαν μεταξύ άλλων και με τα γεγονότα της υπόθεσης αλλά και με τις νομικές αρχές που περιβάλλουν αιτήσεις παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην.

Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, έχοντας μεταξύ άλλων κατά νου και το ότι συνιστά κοινό έδαφος ότι λόγω της χρονολογίας της υπόθεσης (καταχωρήθηκε πριν την 01/09/23), είναι οι «παλαιοί» Θεσμοί που τυγχάνουν εφαρμογής. Οι αναφορές λοιπόν που θα γίνονται πιο κάτω σε Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας θα αφορούν στους Θεσμούς που ίσχυαν μέχρι την 01/09/23 που θεσπίστηκαν οι νέοι Κανονισμοί. 

Οι αρχές που διέπουν τον παραμερισμό απόφασης δυνάμει της Δ.17 είναι γνωστές και δύναται να συνοψισθούν στο ότι για να πετύχει μια αίτηση παραμερισμού, ο εναγόμενος θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο, εκ πρώτης όψεως βέβαια, ότι έχει καλή ή συζητήσιμη υπεράσπιση και ότι υπήρχε σοβαρός και εύλογος λόγος που δεν παρουσιάσθηκε στο Δικαστήριο και άφησε να εκδοθεί απόφαση εναντίον του, παράγοντες οι οποίοι είναι σωρευτικοί και εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο εξέτασης μιας αίτησης για παραμερισμό, της αρχής, δηλαδή, να υπάρχει οριστική λήξη της αντιδικίας το συντομότερο δυνατό («interest repuplicae ut sit finis litium») και από την άλλη να μην αποστερείται διάδικος με ευκολία της δυνατότητας να ακουστεί (βλ. JURGEN κ.α. v. ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 80/2014, 1/6/2020 και ΚΟΤΣΩΝΗΣ ν. ΔΗΜΟΣ ΓΕΡΙΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. 254/2013, 31/10/2019, ECLI:CY:AD:2019:A452). Ο όρος καλή υπεράσπιση δε, έχει νομολογηθεί να σημαίνει υπεράσπιση που «ενέχει δυνητικά το στοιχείο της πειστικότητας…είναι λογικοφανής βασισμένη σε γεγονότα που την καθιστούν συζητήσιμη» και η οποία δεν κρίνεται υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης να είναι απλά επιφανειακή (βλ. ΚΑΛΛΙΣΙΗΣ v. ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΑΣ, ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ (ΤΜΗΜΑ ΑΝΑΠΤΥΞΕΩΣ ΥΔΑΤΩΝ), ΔΙΑ ΤΟΥ ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε207/2014, 11/9/2020, ECLI:CY:AD:2020:A314 και τη νομολογία στην οποία η εν λόγω αυθεντία παραπέμπει). Ο αιτητής θα πρέπει επίσης να μην έχει επιδείξει αδικαιολόγητη καθυστέρηση αναγόμενη σε περιφρόνηση του δικαστηρίου στην υποβολή της αίτησης του για παραμερισμό, εφόσον όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά (βλ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ν. HELLENIC BANK PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε66/2014, 12/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A143, Mερκή Zήνωνας ν. Yiannoukas Holiday Inns Limited και Άλλου (1994) 1 ΑΑΔ 736 και Τσεσμελόγλου Κυριακή ν. Σοφοκλή Σοφοκλέους (2013) 1 ΑΑΔ 64). Βεβαίως, η εγκυρότητα της διαδικασίας και ιδιαίτερα το νομότυπο της διαδικασίας επίδοσης μιας αγωγής, θέμα άμεσα συνδεδεμένο με τη μη εμφάνιση, είναι παράγοντας καθοριστικής σημασίας, εφόσον μπορεί από μόνος του να οδηγήσει σε ex debito justitiae παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε ερήμην, χωρίς να παρίσταται η ανάγκη να εξεταστούν θέματα μη εμφάνισης και καλής υπεράσπισης (βλ. μεταξύ άλλων ΗΛΙΑ ΜΑΝΩΛΗ ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ (ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΕΙΣ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 413/11, 3/2/2017, ECLI:CY:AD:2017:A37Γιωργαλλίδης Nικόλας ν. Xρυσόστομου Xρίστου (Tτόμη) (1997) 1 ΑΑΔ 247) και Τσεσμελόγλου ανωτέρω). Όπου τέλος υπάρχουν αντικρουόμενες εκδοχές, το Δικαστήριο, σε αυτό το στάδιο της διαδικασίας, θα πρέπει στο βαθμό του δυνατού, να αποφεύγει να προβαίνει σε ευρήματα αξιοπιστίας, έχοντας όμως πάντοτε κατά νουν ότι είναι ο αιτητής που φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Irena Knitting Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1 Α.Α.Δ.816). Συνεπώς, όταν ο καθ' ου η αίτηση με την αρχική και/ή συμπληρωματική ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την Ένσταση του, θέτει εκποδών ουσιώδεις ισχυρισμούς που παρατίθενται στην Αίτηση, τότε, αναμένεται από τον αιτητή όπως ενεργοποιήσει τους μηχανισμούς που παρέχονται από τους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας για να αποκαταστήσει την υποβαλλόμενη εικόνα των πραγμάτων. Τούτο, όχι ως ζήτημα ενδελεχούς αποτίμησης της αξιοπιστίας της κάθε πλευράς, αλλά στα πλαίσια απόσεισης του βάρους απόδειξης που αυτός επωμίζεται. 

Άμεσα σχετικές με τις πιο πάνω αρχές είναι επίσης και οι ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΟΥ v. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΖΗΚΑΚΗ, Πολιτική Έφεση Αρ.: E157/2018, E158/2018, 27/5/2024, ΒΑΣΟΣ ΧΑΤΖΗΒΑΣΙΛΕΙΟΥ v. CPH INVESTMENTS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε203/19, 18/6/2024, ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΙΤΤΟΚΟΠΙΤΗΣ v. ΦΟΙΒΟΣ ΠΕΛΙΔΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΕ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΟΣ ΚΑΛΟΥΣΤ ΣΕΚΕΡΤΕΜΙΑΝ, Πολιτική Έφεση Αρ. E23/2018, 30/5/2024, ΜΙΧΑΗΛ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ v. DAFNIS INSURANCE AGENCIES & CONSULTANTS LIMITED κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε129/2016, 16/5/2024,         ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΚΩΣΤΑ ΚΑΦΑΤΑΡΗ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε6/2019, 26/4/2024, ΚΥΡΙΑΚΗ ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΥ v. THEMIS PORTOFOLIO MANAGEMENT HOLDINGS LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. E60/2018, 9/2/2024, ALPHA PANARETI PUBLIC LTD v. ELAINE MARGARET HOVEY, Πολιτική Έφεση Αρ. E104/2018, ημερ.27.9.2023, KAMENEVA v. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ (ΠΡΩΗΝ) CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LTD (ΠΡΩΗΝ) MARFIN POPULAR BANK PUBLIC LTD, Πολιτική Έφεση Αρ Ε102/2015, 29/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:A107 και I.O.A. v. A.D.A., Έφεση Αρ. 13/20, 24/3/2021.

Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές, σημειώνω τα εξής αναφορικά με τα όσα περιβάλλουν την υπό κρίση περίπτωση.

Όπως φαίνεται από την Ε/Δ του ιδιώτη επιδότη που είναι καταχωρημένη στο φάκελο της υπόθεσης και δεν έχει αμφισβητηθεί από τον εναγόμενο, η αγωγή επιδόθηκε στον τελευταίο στις 20/10/23 με ένα από τους προβλεπόμενους τρόπους προσωπικής επίδοσης που προνοούνται στη Δ.5 (βλ. HOSSAN v. Γ. & Χ. ΛΑΜΨΗ ΑΝΑΚΥΚΛΩΣΗ ΛΤΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E134/2014, 21/4/2021, καθώς επίσης και J Z Classic Music Pro Ltd ν. Alkadia Music Land Ltd (2002) 1 ΑΑΔ 1151). Είναι επίσης κοινώς αποδεκτό ότι περί τους 2 μήνες μετά την επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο, ήτοι στις 12/12/23, η ενάγουσα κατάφερε να εξασφαλίσει απόφαση εναντίον του λόγω του ότι αυτός δεν είχε ως τότε καταχωρίσει οποιαδήποτε εμφάνιση στην αγωγή.

Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω ότι η επί του προκειμένου θέση του εναγόμενου ήταν ότι  «…νομίζω παρόλο που δεν θυμάμαι καλά, ίσως να ήρθε επιδότης και να επιχείρησε να επιδώσει την αγωγή, αλλά δυστυχώς εγώ ένας φτωχός, κτίστης, αγράμματος, απόφοιτος δημοτικού, δεν κατάλαβα ότι εκείνη τη στιγμή μου επιδόθηκε δικαστικό έγγραφο για το οποίο έπρεπε να εμφανιστώ στο Δικαστήριο…».

Με άλλα λόγια, ο εναγόμενος ουσιαστικά δεν αμφισβητεί ότι είχε ενημερωθεί για την εναντίον του αγωγή με το δέοντα τρόπο αλλά και ότι την ενημέρωση αυτή, η οποία του καθιστούσε πλέον ξεκάθαρο το πώς η ενάγουσα αντιμετώπιζε τη συμφωνία της 22/05/13 αλλά και το ποιες ήταν οι πραγματικές της προθέσεις, την είχε λάβει πριν από την έκδοση οποιασδήποτε απόφασης εναντίον του.

Ισχυρίζεται βεβαίως ο εναγόμενος ότι ο λόγος που δεν αντέδρασε μετά την επίδοση της αγωγής ήταν επειδή είναι «…ένας φτωχός, κτίστης, αγράμματος, απόφοιτος δημοτικού, δεν κατάλαβα ότι εκείνη τη στιγμή μου επιδόθηκε δικαστικό έγγραφο για το οποίο έπρεπε να εμφανιστώ στο Δικαστήριο…». Με κάθε σεβασμό όμως προς τον εναγόμενο, η δικαιολογία αυτή δεν μπορεί να σταθεί στη βάσανο της λογικής. Εξηγώ.

Κατά πρώτο, η οικονομική κατάσταση κάποιου προσώπου, όσο δύσκολη και να είναι,  καμία σημασία δεν έχει στο κατά πόσο το εν λόγω πρόσωπο αντιλαμβάνεται ή όχι το περιεχόμενο ενός εγγράφου.

Κατά δεύτερο, ένα πρόσωπο το οποίο είναι διευθυντής και μέτοχος σε μια εμπορική εταιρία και το οποίο το ίδιο παρουσιάζει τον εαυτό του να μπορεί να αντιλαμβάνεται και να συνάπτει, χωρίς κανένα πρόβλημα, γραπτές συμφωνίες δωρεάς αλλά και αγοραπωλησίας ακίνητης ιδιοκτησίας (βλ. Τεκ. 4 και 6 που εναγόμενος παρουσίασε), δεν μπορεί να ισχυρίζεται ότι δεν είχε το νοητικό και μορφωτικό επίπεδο για ν’ αντιληφθεί ότι ένα έγγραφο το οποίο του επιδίδεται από δικαστικό επιδότη, το οποίο περιέχει σφραγίδες Δικαστηρίου και στο οποίο δεν αναφέρεται μόνο το όνομα του και το όνομα της ενάγουσας αλλά και – σε απλά ελληνικά – ότι η τελευταία «αξιώνει εναντίον του» διάφορες θεραπείες, δεν είναι ένα απλό, συνηθισμένο και ασήμαντο έγγραφο. Αν μη τι άλλο, με βάση μόνο τα στοιχεία που προκύπτουν από την όψη του κλητηρίου εντάλματος που επιδόθηκε στον εναγόμενο, εύλογα θα αναμένονταν ότι κάποιος προβληματισμός θα του προκαλείτο ως προς τη σημασία του εν λόγω εγγράφου ώστε να το κρίνει αναγκαίο να επικοινωνήσει, αν όχι με δικηγόρο τουλάχιστο με τον ίδιο του τον αδελφό και την ενάγουσα για να μάθει τι είχε γίνει. Υποτίθεται άλλωστε, σύμφωνα με τον εναγόμενο, ότι μέχρι τότε ο αδελφός του και η ενάγουσα έδειχναν κατανόηση για το γεγονός ότι αυτός δεν είχε πληρώσει το τίμημα αγοράς και ότι εκείνος, ο εναγόμενος δηλαδή, τελούσε υπό πλήρη άγνοια για τη στάση και τις προθέσεις της ενάγουσας.  Καμία όμως τέτοια αντίδραση δεν αναφέρει ο εναγόμενος να είχε εκδηλώσει ως θα ήταν εύλογα αναμενόμενο.

Έστω όμως και αν θα μπορούσε η αδράνεια του εναγόμενου σ’ εκείνο το στάδιο να δικαιολογηθεί στη βάση μιας καλόπιστης σύγχυσης στην οποία αυτός ίσως να τελούσε τότε, η μετέπειτα στάση του καταδεικνύει ότι αυτό δεν ισχύει.

Η απόφαση της 12/12/23 επιδόθηκε στον εναγόμενο προσωπικά στις 26/07/24 και δη έναντι της υπογραφής του. Η απόφαση αυτή – πρόκειται για το συνταγμένο διάταγμα (drawn up order) – φέρει τα ονόματα των διαδίκων, σφραγίδες του Δικαστηρίου, και είναι καταγραμμένη σε απλή και ξεκάθαρη γλώσσα. Μάλιστα δε, σε αυτή είναι γραμμένες με κεφαλαία γράμματα και τονισμένες σε μαύρο φόντο οι φράσεις «ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥΤΟ ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΑΠΟΦΑΣΙΖΕΙ / ΔΗΛΩΝΕΙ / ΔΙΑΤΑΤΤΕΙ / ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΙ». Καμία δηλαδή δυσκολία δεν διαπιστώνεται να υπάρχει στο να καταλάβει κάποιος ότι πρόκειται για απόφαση Δικαστηρίου και δη με σαφές και ξεκάθαρο περιεχόμενο. Και να υπήρχε όμως οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το τι σήμαινε η απόφαση εκείνη, οι δικηγόροι της ενάγουσας την είχαν συνοδεύσει κατά την επίδοση στον εναγόμενο με δική τους επιστολή η οποία έκαμνε αναφορά στην παρούσα αγωγή και στην οποία αναφερόταν ρητά προς τον εναγόμενο, «…παρακαλώ σημειώστε την 12/12/23 εκδόθηκε απόφαση εναντίον σας. Επισυνάπτω την απόφαση ημερ. 12/12/23 το περιεχόμενο της οποίας μιλά από μόνο του. Εάν παραλείψετε να συμμορφωθείτε με την επισυννημένη απόφαση εντός του χρόνου που προβλέπεται σε αυτό, οι πελάτες μας θα προχωρήσουν με τη λήψη περαιτέρω νομικών μέτρων».   

Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, στην προκειμένη περίπτωση ο εναγόμενος είχε ειδοποιηθεί έγκαιρα και δεόντως για την εναντίον του αγωγή και παρά ταύτα δεν ενήργησε με τον προβλεπόμενο αλλά και εύλογα αναμενόμενο τρόπο προκειμένου να εκδηλώσει την οποιαδήποτε πρόθεση του να αμφισβητήσει τα όσα εκεί αναφέρονταν. Στη συνέχεια, και για τους επόμενους 9 μήνες, ήτοι μέχρι τις 26/07/24, κανένα ενδιαφέρον δεν επέδειξε ο εναγόμενος για να μάθει τι ήταν αυτό που του επιδόθηκε στις 20/10/23 ή έστω τι ήταν αυτό που κατ’ εκείνον ξαφνικά παρουσιαζόταν να θέλει η ενάγουσα και αυτό τη στιγμή που υποτίθεται, κατά τον εναγόμενο, ότι αντίθετα με το τι αναφερόταν στην αγωγή, ο αδελφός του και η ενάγουσα γνώριζαν, κατανοούσαν και συμφωνούσαν στο να μην εφαρμοστεί αυστηρά ο όρος για πληρωμή του τιμήματος αγοράς εντός των συμφωνημένων 5 χρόνων. Ακόμη όμως και όταν του επιδόθηκε στις 26/07/24 η απόφαση της 12/12/23 με την οποία πλέον φαινόταν ξεκάθαρα ότι ο αδελφός του και η ενάγουσα είχαν ουσιαστικά υπαναχωρήσει από τις δήθεν παραστάσεις, διαβεβαιώσεις και υποσχέσεις που ισχυρίζεται ότι του είχαν δώσει, ο εναγόμενος, για τους επόμενους 6 – 7 μήνες, ήτοι μέχρι το Φεβρουάριο που καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, τίποτα δεν έπραξε ως αντίδραση στην απόφαση εκείνη ή προκειμένου να δείξει, έστω, είτε ότι τον ενδιέφερε το όλο θέμα είτε ότι ήταν όντως εξ’ αρχής η πρόθεση του να υπερασπιστεί την αγωγή. Και ας μην μας διαφεύγει εδώ ότι όπως φαίνεται και από τα έγγραφα που ο ίδιος εναγόμενος παρουσίασε, στο μεσοδιάστημα είχε εμπλακεί και δικαστικός επιδότης προκειμένου να εκτελέσει την απόφαση της 12/12/23.

Από την επίδοση δηλαδή της αγωγής στις 20/10/23 και μέχρι τις 31/01/25 (1 και πλέον χρόνο), ο εναγόμενος κανένα ενδιαφέρον δεν επέδειξε σε σχέση με την παρούσα υπόθεση και ούτε έδειξε να είχε ποτέ πρόθεση να αμφισβητήσει τα όσα ισχυριζόταν η ενάγουσα.

Με κάθε σεβασμό λοιπόν προς την πλευρά του εναγόμενου καμία δικαιολογία και κανένας ισχυρισμός που αυτός πρόβαλε δεν κρίνεται να συνιστά είτε βάσιμο είτε επαρκή λόγο για τον οποίο αυτός δεν εμφανίστηκε στην αγωγή ή γιατί καθυστέρησε να προβάλει τα όσα προβάλλει σήμερα με την παρούσα αίτηση. Αντιθέτως, η συνολική του συμπεριφορά κρίνεται να συνιστά αδιαφορία και περιφρόνηση των διαδικασιών και των δικαιωμάτων των αντιδίκων του και η διαπίστωση αυτή συνιστά από μόνη της λόγο για απόρριψη της παρούσας αίτησης. Το γεγονός ότι την παρούσα αίτηση παραμερισμού ο εναγόμενος ενδεχομένως να την καταχώρισε σχετικά σύντομα μετά που του επιδόθηκαν τα μέτρα εκτέλεσης που έλαβε η ενάγουσα δεν διαγράφει την προγενέστερη συμπεριφορά του. Τα μέτρα αυτά άλλωστε είχαν ληφθεί 6 μήνες μετά που η ενάγουσα επέδωσε στον εναγόμενο προσωπικά την απόφαση της 12/12/23 (βλ. ΦΡΑΓΚΟΥΛΙΔΟΥ ανωτέρω).

Για τους πιο πάνω λόγους λοιπόν και υπενθυμίζοντας ότι « ... όπως έχει κατ' επανάληψη λεχθεί ... η χωρίς επαρκή λόγο παράλειψη εμφάνισης αποτελεί βάσιμο λόγο για απόρριψη της αίτησης παραμερισμού, διαφορετικά η όλη πορεία της δικαστικής διαδικασίας θα άφηνε αιωρούμενα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και θα ήταν δέσμια της κρίσης του εναγόμενου σε σχέση με το χρόνο που ο ίδιος επιλέγει να καταχωρήσει την αίτηση παραμερισμού. Όταν η συμπεριφορά του διαδίκου είναι τέτοια που πλήττει το θεμέλιο της δικαιοσύνης, το Δικαστήριο έχει καθήκον να αρνείται την επαναφορά…» (βλ. Τσεσμέλογλου ανωτέρω) κρίνω ότι η παρούσα αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί χωρίς να χρειάζεται να εξεταστεί οτιδήποτε άλλο εγείρεται από πλευράς εναγομένου. Άλλωστε, «…αίτηση παραμερισμού δύναται να απορριφθεί παρά την αποκάλυψη συζητήσιμης υπεράσπισης, εφόσον ο εναγόμενος επέδειξε αδιαφορία στην αγωγή, η οποία να ισοδυναμεί με τη μορφή καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας…» (βλ. Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτη (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 941 και ALPHA PANARETI PUBLIC LTD ανωτέρω).

Των πιο λεχθέντων επομένως και όσον αφορά τον ισχυρισμό που προβάλλει ο εναγόμενος για να δικαιολογήσει τον παραμερισμό της απόφασης της 12/12/23 ex debito justitae, ήτοι ότι το δικαίωμα τερματισμού μιας σύμβασης στη βάση μη συμμόρφωσης με κάποιο συμβατικό χρονοδιάγραμμα είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το κατά πόσο η συμμόρφωση με το εν λόγω χρονοδιάγραμμα ήταν και παρέμεινε να είναι ουσιώδης συμβατικός όρος, θα περιοριστώ να αναφέρω, και αυτό για σκοπούς πληρότητας, ότι μπορεί ο εν λόγω ισχυρισμός να έχει κάποιο νομικό έρεισμα (βλ. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α. ν. GALATEX TOURIST ENTERPRISES LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 185/2011, 186/2011, 2/5/2017), όμως στο βαθμό που πρέπει να υποστηρίζεται και από το αναγκαίο υπόβαθρο γεγονότων, ο εναγόμενος δεν έδειξε στην προκειμένη περίπτωση να είχε ποτέ την πρόθεση να αμφισβητήσει τον πραγματικό ισχυρισμό της ενάγουσας (allegation of fact) που καταγραφόταν ρητά στην αγωγή που του επιδόθηκε, ότι «…σε διάφορα χρονικά διαστήματα και πριν την παρέλευση των 5 ετών που προνοούσε το επίδικο αγοραπωλητήριο έγγραφο όχλησε τον εναγόμενο και/ή ενημέρωσε αυτόν ότι εκκρεμούσε η καταβολή της επόμενης δόσης του τιμήματος πώλησης της κατοικίας χωρίς αυτός να ανταποκριθεί και/ή χωρίς να καταβάλει οποιοδήποτε ποσό ως προνοούσε το αγοραπωλητήριο έγγραφο» (βλ. παρ. 9 Ε/Α).

Ούτε όμως και ισχυρίστηκε ποτέ ο εναγόμενος ότι εκπλήρωσε ή έστω ότι έχει πρόθεση να εκπληρώσει τη δική του συμβατική υποχρέωση για πληρωμή του τιμήματος αγοράς της κατοικίας την οποία όμως ήδη κατέχει δυνάμει της συμφωνίας της 22/05/13. 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους επομένως κρίνω ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και ως εκ τούτου απορρίπτεται με έξοδα υπέρ ενάγουσας και εναντίον εναγόμενου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

(Υπ.) ……………………………

Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

  

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο