
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 575/24(i)
Μεταξύ:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΔΟΣ
Ενάγοντας
και
1. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. GORDIAN HOLDINGS LTD
Εναγομένων
--------------
(Αίτηση ενάγοντα ημερ. 30/12/24 για αντεξέταση του ομνύοντα στις Ε/Δ που καταχώρισε η εναγόμενη 2 στις 06/12/24 και 20/12/24)
Ημερομηνία: 21 Ιανουαρίου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγοντα – αιτητή: κ. Π. Χ΄΄ Παναγιώτου
Για Εναγόμενη 2 – καθ’ ης η αίτηση: κα Ξ. Κόκκινου για Χρυσαφίνη & Πολυβίου ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 11/10/24 ο ενάγοντας καταχώρισε έντυπο απαίτησης δυνάμει του Μέρους 7, αξιώνοντας εναντίον των εναγομένων αριθμό διαταγμάτων για:
Α. Ακύρωση της μεταβίβασης που έγινε δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερ. 23/5/19 προς την εναγόμενη 2 των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είχε ο ενάγοντας προς την εναγόμενη 1.
Β. Αποστολή γραπτής ενημέρωσης προς τον ενάγοντα όλων των εμπράγματων βαρών που υπάρχουν επί της περιουσίας του καθώς επίσης και λεπτομερών καταστάσεων όλων των δανείων του.
Γ. Ενημέρωση σε σχέση με την κατάσταση συγκεκριμένων μετοχών της εταιρείας Globalsoft, περιλαμβανομένης και παροχής ενημέρωσης ως προς το κατά πόσο και οι μετοχές αυτές μεταβιβάστηκαν δυνάμει της απόφασης της 23/5/19.
Δ. Ενημέρωση ως προς το κατά πόσο καταχωρήθηκε οποιαδήποτε αγωγή εναντίον της εταιρείας Longtail Properties Ltd η οποία ήταν εγγυήτρια στα δάνεια που σύναψε ο ενάγοντας το 1999 και 2000 με την εναγόμενη 1.
Στο σχετικό πεδίο του εντύπου απαίτησης ο ενάγοντας έχει συνοψίσει την υπόθεση του ως εξής:
«Ο ενάγοντας κατά ή περί τα έτη 1999 και 2000 είχε συνάψει πέντε συμφωνίες δανείων με την εναγόμενη 1 με συγκεκριμένες εγγυήσεις και εξασφαλίσεις και συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής των δανείων σε ουσιώδης καθορισμένους χρόνους μέσω εκποίησης 446.344 μετοχών της δημόσιας εταιρείας LK GlobalSoft.com Ltd που μεταβιβάστηκαν από την ιδιοκτησία του ενάγοντα στην ιδιοκτησία της εταιρείας Longtail Properties Ltd, ιδιοκτησίας της εναγόμενης 1 και καθ΄ υπόδειξη της εναγόμενης 1 με σκοπό την διαχείριση των μετοχών προς εξόφληση των δανείων στους καθορισμένους χρόνους με βάση συμφωνίες του ενάγοντα με την εναγόμενη 1. Ως εκ τούτου η ευθύνη της εξόφλησης των δανείων ήταν αποκλειστική ευθύνη της Longtail Properties Ltd. Η εναγόμενη 1 ενώ είχε παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις της μέσω της Longtail Properties Ltd να προχωρήσει στην εκποίηση των μετοχών της LK GlobalSoft.com Ltd οι οποίες ευρίσκοντο έμμεσα στην ιδιοκτησία της κατά τον καθορισμένο συμφωνηθέντα χρόνο μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης 1 και της Longtail Properties Ltd, καταχώρισε πέντε αγωγές, μια για κάθε δάνειο, στο Ε.Δ. Λευκωσίας κατά ή περί το έτος 2005 με εναγόμενο 1 τον ενάγοντα στην παρούσα και εναγόμενη 2 την εγγυήτρια πρώην σύζυγο του ενάγοντα μη προωθόντας οποιαδήποτε αγωγή και/ή αξίωση εναντίον της Longtail Properties Ltd ενώ η τελευταία ήταν εγγυητής των πέντε δανείων γεγονός που αποτελεί δόλο και απάτη σε βάρος του ενάγοντα και της πρώην συζύγου του εφόσον η Longtail Properties Ltd είχε την συμβατική ευθύνη της εξόφλησης των πέντε δανείων».
Την ίδια μέρα που καταχώρισε την απαίτηση του ο ενάγοντας καταχώρισε και μία ενδιάμεση αίτηση με ειδοποίηση ζητώντας, στη βάση κυρίως των άρθρων 4,5 και 9 του Κεφ.6, των αρ. 27,29 και 32 του Ν.14/60 και των Μ.22, 23 και 25 των Κανονισμών, όπως εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με το οποίο η εναγόμενη 2 να απαγορεύεται και ή να εμποδίζεται να αποξενώσει και/ή μεταβιβάσει και/ή επιβαρύνει τρία συγκεκριμένα ακίνητα του ενάγοντα (εφ’ εξής η κυρίως αίτηση).
Σύμφωνα με την υποστηρικτική Ε/Δ του ενάγοντα, στην οποία ο τελευταίος κάνει αναφορά στο ιστορικό των επίδικων γεγονότων ως αυτό έχει συνοψιστεί στο έντυπο απαίτησης αλλά με περισσότερες λεπτομέρειες, όπως είναι δηλαδή οι αναφορές στις αγωγές που καταχώρισε εναντίον της εναγόμενης τράπεζας και του πρώην δικηγόρου του, οι αναφορές στις διάφορες καταγγελίες που υπέβαλε στην αστυνομία και στην Κεντρική Τράπεζα και οι αναφορές στις διάφορες δικαστικές διαδικασίες που καταχώρισε προς ακύρωση των μέτρων που λήφθηκαν προς εκποίηση των ακινήτων του που ήταν υποθηκευμένα ως εξασφάλιση των επίδικων δανείων, η «αφορμή» για την καταχώριση αίτησης για προσωρινά διατάγματα ήταν:
«… (η) επιστολή ημερ. 27/9/24 η οποία στάληκε από την καθ΄ ης η αίτηση … η οποία παρελήφθηκε την 4/10/24 … μέσω της οποίας ενημερώθηκα ότι τα ακίνητα μου που περιγράφονται πιο κάτω και βρίσκονται στην Επαρχία Λάρνακας έχουν αγοραστεί από αυτήν υπό την ιδιότητα της ως ενυπόθηκος δανειστής χωρίς να αναφέρεται καθόλου η ημερομηνία αγοράς αυτών … Η καθ΄ ης η αίτηση φαίνεται ότι αφού πληροφορήθηκε από εμένα … ότι ετοίμαζα αγωγή ακύρωσης της μεταβίβασης από την Τράπεζα Κύπρου προς αυτήν των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων σε σχέση με τα δάνεια μου από την Τράπεζα Κύπρου, συνέταξε (την επιστολή με την οποία) … φαίνεται η αγορά από την καθ΄ ης η αίτηση τριών ακινήτων μου υπό την ιδιότητα των ως ενυπόθηκος δανειστής … από την πώληση, ως ισχυρίζεται η καθ΄ ης η αίτηση, εισέπραξαν €355.500 χωρίς εγώ να έχω κανένα αποδεικτικό … η επιστολή … μιλά για προτεινόμενη διάθεση που δεν έχει ακόμη επικυρωθεί ως τελική … Τα ως άνω υπό αναφορά τεμάχια μου … έχουν 50 μέτρα απόσταση περίπου από την επικείμενη μαρίνα της Λάρνακας γεγονός που θα ανεβάσει την αξία τους κατακόρυφα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα … Η καθ΄ ης η αίτηση αγόρασε τα ακίνητα μου με σκοπό να τα πωλήσει σε τρίτους και όχι για να τα εκμεταλλευθεί …».
Μετά και την καταχώριση εμφάνισης από την επηρεαζόμενη καθ΄ ης η αίτηση 2 (εναγόμενη 2), το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες στα πλαίσια της προβλεπόμενης ΑΔΟ αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της αίτησης. Συμμορφούμενες στη συνέχεια οι δυο πλευρές με τις εν λόγω οδηγίες, καταχωρήθηκε στις 06/12/24 η ένσταση της η καθ΄ ης η αίτηση, στις 16/12/24 καταχωρήθηκε συμπληρωματική Ε/Δ από πλευράς ενάγοντα, στις 20/12/24 καταχωρήθηκε συμπληρωματική Ε/Δ από πλευράς καθ΄ ης η αίτηση και στις 30/12/24 καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση από τον ενάγοντα για αντεξέταση του ομνύοντα σε αμφότερες τις Ε/Δ της καθ΄ ης η αίτηση.
Εν συντομία αναφέρω ότι με την ένσταση της, και ειδικότερα με την εκεί υποστηρικτική Ε/Δ που αποτελείται από 48 παραγράφους, η καθ΄ ης η αίτηση 2 ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής είχε προωθήσει στο παρελθόν παρόμοιες διαδικασίες στα πλαίσια αγωγής που απερρίφθη, και αυτό πέραν και ανεξάρτητα του ότι ήδη τα επίδικα θέματα της απαίτησης έχουν αποφασιστεί σε άλλες διαδικασίες, ότι η επίδικη μεταβίβαση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων έγινε καθόλα νόμιμα και νομότυπα και δη με δικαστική έγκριση και γραπτή ενημέρωση του ενάγοντα, ότι η εταιρεία Longtail έχει διαγραφεί από το 2017, ήτοι δυο χρόνια πριν την επίδικη μεταβίβαση και αυτό ο ενάγοντας το γνώριζε λόγω των προγενέστερων διαδικασιών που είχαν εκδικαστεί και στις οποίες εκδόθηκαν εκ συμφώνου δικαστικές αποφάσεις, ότι η ανάκτηση/αγορά των τριών επίδικων ακινήτων έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.9/65, ότι δεν καταδεικνύεται το φερόμενο δικαίωμα του ενάγοντα στις μετοχές της GlοbalSoft και ότι η μη αμφισβητούμενη οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα της καθ΄ ης η αίτηση δεν επιτρέπει ούτε καν την υποψία αδυναμίας αποζημίωσης του ενάγοντα στο μέλλον αν αυτό ήθελε καταστεί αναγκαίο.
Όσον αφορά την συμπληρωματική Ε/Δ που καταχώρισε ο ενάγοντας, σε αυτή γίνεται αναφορά στις ενέργειες που έγιναν από τον τελευταίο περί τον Νοέμβριο του 2024 για να διαπιστωθεί το γεγονός της διαγραφής της Longtail, παρατίθενται «επιπρόσθετα αποσπάσματα εκ των αποφάσεων και συμφωνιών που έγιναν μεταξύ εμένα και της εναγόμενης 1 που περιλαμβάνονται στα έγγραφα του Τεκμηρίου 5», παρατίθενται τα συμπεράσματα και οι θέσεις του ενάγοντα σε σχέση με τις νομικές συνέπειες των διαφόρων επίδικων εγγράφων, γίνεται σχολιασμός απόφασης που εξέδωσε άλλο Δικαστήριο στα πλαίσια άλλης διαδικασίας που είχε καταχωρήσει ο ενάγοντας και επαναλαμβάνονται ουσιαστικά τα όσα αναφέρθηκαν με την αρχική Ε/Δ που υποστηρίζει την αίτηση για προσωρινά διατάγματα.
Με τη συμπληρωματική Ε/Δ της καθ΄ ης η αίτηση 2, η οποία αποτελείται από 10 παραγράφους, επαναλαμβάνεται η θέση της τελευταίας ότι δεν υπάρχει τίποτα που να τους εμποδίζει από του να εκμεταλλευθούν περιουσία που απέκτησαν νόμιμα και νομότυπα, επαναλαμβάνονται οι θέσεις αναφορικά με την εταιρεία Longtail και το ότι αυτή δεν ήταν ποτέ εγγυητής του ενάγοντα, ως έχει ήδη αποφασιστεί σε άλλες δικαστικές διαδικασίες και προς τούτο παρουσιάζονται και κάποιο μέρος των επίδικων συμφωνιών δανείου αλλά και των τεκμηρίων της προηγούμενης δικαστικής διαδικασίας που το αφορούσε.
Σημειώνω εδώ ότι η ακρόαση της κυρίως αίτησης είναι ορισμένη για τις 29/01/25 και ότι στις 18/12/24 ο ενάγοντας καταχώρισε εναντίον αμφότερων των εναγομένων και αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης για την οποία δεν έχουν ακόμη δοθεί οδηγίες.
Το αίτημα του ενάγοντα με την παρούσα αίτηση αντεξέτασης, η οποία εδράζεται στους Κ.8 8(4), Κ.23.11(1)(γ), Κ.23.13(2) και Κ.32.6(1) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, αφορά σε αντεξέταση του ομνύοντα της καθ΄ ης η αίτηση επί όλων σχεδόν των παραγράφων των δύο Ε/Δ που καταχώρισε η τελευταία. Ειδικότερα, το αίτημα αποσκοπεί στο να αντεξεταστεί ο ομνύοντας:
Α. Σε σχέση με «το περιεχόμενο των εγγράφων (που αποτελούν το Τεκ.5 της Ε/Δ του ενάγοντα) καθώς και στην παραδοχή ή όχι της έρευνας αξιών μετοχών … (και) στις συνέπειες που απορρέουν από άρθρα του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149 καθώς και στη βάση του άρθρου 26 του Συντάγματος».
Β. Σε σχέση με την εσωτερική απόφαση της Τράπεζας Κύπρου να εγκρίνει την παροχή πιστωτικών διευκολύνσεων στον ενάγοντα, τις επιστολές που στάληκαν από την Τράπεζα Κύπρου αναφορικά με την μεταβίβαση στην εναγόμενη 2, το εγγυητήριο της Longtail Properties Ltd και τις συμβατικές υποχρεώσεις της τελευταίας, τις κατ’ ισχυρισμό ψευδείς παραστάσεις βάσει των οποίων εκδόθηκαν διάφορες δικαστικές αποφάσεις, «…για να διαπιστωθεί η πραγματική εικόνα …» της φερόμενης κακόπιστης και άδικης ενέργειας της διαγραφής της Longtail Properties Ltd, την πραγματική ιδιοκτησία των επίδικων μετοχών, τα νομικά μέτρα που έλαβε ο ενάγοντας εναντίον της Longtail Properties Ltd, την έκταση της μεταβίβασης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων μεταξύ των εναγομένων και της φερόμενης σχετικής ενημέρωσης που έγινε στον ενάγοντα.
Γ. Σε σχέση με υπάρχουσες δικαστικές διαδικασίες, το περιεχόμενο τους και τις συνέπειες που φέρονται να έχουν στην προώθηση της παρούσας διαδικασίας.
Δ. Σε σχέση με την οικονομική ευχέρεια της εναγομένης 2.
Η καθ΄ ης η αίτηση καταχώρισε ένσταση στην υπό κρίση αίτηση του ενάγοντα προβάλλοντας πέντε συνολικά λόγους για τους οποίους υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Εν συντομία, η θέση της καθ’ ης η αίτηση είναι ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, αφ’ ενός διότι με αυτήν επιδιώκεται η αντεξέταση επί νομικών ζητημάτων και αφ’ ετέρου διότι το αίτημα, ως έχει υποβληθεί, στην ουσία αποσκοπεί σε μια τόσο γενική και αόριστη αντεξέταση, που αν εγκριθεί, θα μετατρέψει την κυρίως διαδικασία σε διαδικασία ακρόασης της ουσίας της υπόθεσης, πράγμα ανεπίτρεπτο.
Προς υποστήριξη των εκατέρωθεν θέσεων τους οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των μερών προέβησαν σε εμπεριστατωμένες γραπτές αγορεύσεις αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, σημειώνω τα εξής.
Προκειμένου να γίνει εύκολα κατανοητό το πώς είναι που το Δικαστήριο προσεγγίζει αιτήματα αντεξέτασης στα πλαίσια ενδιάμεσων αιτήσεων για προσωρινά διατάγματα, ενόψει και των «νέων» Κανονισμών[1], κρίνεται αναγκαίο να γίνει μια σύντομη αναφορά τόσο στις αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων όσο και στις αρχές που διέπουν το πως είναι που το Δικαστήριο εξετάζει την εκατέρωθεν μαρτυρία σε ενδιάμεσες αιτήσεις.
Όσον αφορά τις νομολογιακές αρχές που περιβάλλουν αιτήματα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του αρ.32 του Ν.14/60 λοιπόν, οι αρχές αυτές είναι καλά γνωστές και έχουν πολύ εύστοχα συνοψισθεί σε πληθώρα αποφάσεων όπως είναι οι ΚΟΖΑΚΟΥ κ.α. ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E127/2013, 13/6/2019 και Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της Λοϊζίδου που υιοθετήθηκε στη Κοζάκου:
«Στο άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η πρώτη αφορά το ποιοτικό κριτήριο της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και συνδέθηκε, αρχικά από την καθοριστική επί του ζητήματος υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557, με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα. Θεωρήθηκε ότι ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί ο,τιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων». Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά. Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια.
Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.
Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις....
Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.»
(βλ. επίσης μεταξύ άλλων και MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E179/2017, 2/5/2024, SERGIY MARFUT v. ZAFORPO VENTURES LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε144/2020, Ε145/2020, 29/3/2024, LAXIFLORA HOLDINGS LTD κ.α. v. ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε38/2021, Ε42/2021, 12/2/2024 και PROQUASERV ACCOUNTANTS LTD κ.α. v. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2018, 17/11/2023)
Οι πιο πάνω αρχές, στο βαθμό που άπτονται και του πώς είναι που διενεργείται η δικαστική εξέταση ενδιάμεσων αιτήσεων της παρούσας φύσης συνάδουν και με τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να εξετάζονται με βάση τους «νέους» Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας στη βάση των οποίων και εγείρεται η παρούσα. Προς τούτο παραπέμπω ενδεικτικά στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι είναι όμοιοι με τους κυπριακούς Κανονισμούς, αναφέρεται στις σελ. 585 – 588 ότι κατά την εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων δεν είναι ορθό να επιβάλλεται το επίπεδο απόδειξης που επιβάλλεται στα πλαίσια κανονικής δίκης (ισοζύγιο των πιθανοτήτων) αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ουσιαστικά είτε τη διεξαγωγή πρόωρης δίκης είτε όπως το Δικαστήριο προκαταβάλει στα πλαίσια μιας ενδιάμεσης διαδικασίας την ενδεχόμενη τελική του κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης. Παρόμοια είναι δε και η αρχή που διατυπώθηκε προ πολλού στην Κύπρο σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες για προσωρινά διατάγματα, αφού όπως λέχθηκε και στην Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557 ότι «The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish "a probability" of success. The concept of "a probability" imports something more than a mere possibility but something much less than the "balance of probabilities", the standard required for proof of a civil action. A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re J.S. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.) "A probability", in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success…»
Ως εκ τούτου, το σύνηθες επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες με βάση τους νέους Κανονισμούς είναι, όπως αναφέρεται στο Blackstone’s, το κατά πόσο το οποιοδήποτε αμφισβητούμενο γεγονός έχει καταδειχθεί μέσω μιας «καλής συζητήσιμης υπόθεσης», κριτήριο το οποίο «…εμπερικλείει το σημαντικό κανόνα ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι όσο ικανοποιημένο μπορεί να είναι, δεδομένων των περιορισμών που έχει μια ενδιάμεση διαδικασία, για το ότι υπάρχουν παράγοντες που του δίδουν δικαιοδοσία ή που δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής…». Για το λόγο αυτό, συνεχίζει το BLACKSTONE’S, «…οι περισσότερες αιτήσεις εξετάζονται στη βάση των γεγονότων που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα…(εφόσον)…η επιλογή μεταξύ μαρτύρων συνιστά λειτουργία του Δικαστή που εκδικάζει την ουσία της υπόθεσης και σε μια ενδιάμεση αίτηση είναι επιτρεπτό για ένα Δικαστή να «κοιτάξει πίσω» από μια Ε/Δ μόνο αν προβάλλεται κάποιος ισχυρισμός που παρουσιάζει εγγενή απιθανότητα ή όταν υπάρχει εξωγενής μαρτυρία που τον αντικρούει…» (βλ.σελ. 587 και την αναφορά που εκεί γίνεται στις HRH Prince of Wales v Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776 (21 December 2006), National Westminster Bank Plc v Daniel [1993] 1 WLR 1453 και Shyam Jewellers Ltd v Cheeseman | [2001] EWCA Civ 1818).
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω ότι για αιτήματα της παρούσας φύσης, ήτοι αντεξέτασης ομνύοντα σε ενδιάμεση διαδικασία για «καλό λόγο», η κυπριακή νομολογία που αφορούσε στην εφαρμογή των «παλαιών» Θεσμών, είχε, σε πλήρη συμφωνία με την αγγλική νομολογία που αφορά στους νέους Κανονισμούς, ως εξής:
«…σε διαδικασίες της εξεταζόμενης φύσης δεν έχει θέση ο χαρακτηρισμός οποιουδήποτε των διαδίκων ως αναξιόπιστου … Εξάλλου στις υπό συζήτηση διαδικασίες, άδεια για αντεξέταση σπάνια δίδεται (βλ. Αναφορικά με την αίτηση του Rana Wahed Ali (Aρ. 1) (2004) 1 Α.Α.Δ. 1660 και σύγγραμμα Ιnjunctions του David Bean, 8η έκδοση, σελ. 70-71) εφόσον στις διαδικασίες αυτές το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης ούτε προβαίνει σε εξέταση των αμφισβητουμένων γεγονότων…. (βλ. Κούππα Χαράλαμπoς Ανδρέα ν. Πουλλάς Τσαδιώτης Λτδ και Άλλων (2014) 1 ΑΑΔ 1665)
(βλ. επίσης ZONDRVAN GROUP LTD v. BONALBO FIDUCIARIES LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. E64/2015, 20/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A342, ECLI:CY:AD:2021:A342 και ΦΛΩΡΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΑΥΛΟΥ κ.α. v. ΧΡΥΣΤΑΛΛΑ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΜΕΤΤΑ κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. Ε189/2017, 16/7/2024)
Έχοντας λοιπόν κατά νου ότι η σχετική νομολογία που αφορούσε στους «παλαιούς» Θεσμούς συνάδει πλήρως με το πνεύμα και το σκοπό των νέων Κανονισμών σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα, επισημαίνω τα ακόλουθα σε σχέση με την παρούσα περίπτωση.
Από μια απλή ανάγνωση των όσων ο ενάγοντας αναφέρει στην Ε/Δ που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση σε σχέση με τα θέματα για τα οποία επιθυμεί να αντεξετάσει τον ομνύοντα της αντίδικης πλευράς αλλά και σε σχέση με τις θέσεις που επιδιώκει να θέσει ή ακόμη και να «διερευνήσει» κατά την προτιθέμενη αντεξέταση – ως τα εν λόγω θέματα και θέσεις έχουν συνοψιστεί πιο πάνω – διαπιστώνεται έκδηλα θεωρώ ότι αυτό που στην ουσία επιδιώκει να πράξει ο ενάγοντας είναι να μετατρέψει την ενδιάμεση διαδικασία της κυρίως αίτησης σε πλήρη δίκη της ουσίας των διαφορών του με τους εναγόμενους, πράγμα το οποίο και ήταν αλλά και εξακολουθεί να είναι ανεπίτρεπτο. Ενδεικτικά υπενθυμίζω ότι ο ενάγοντας επιθυμεί να αντεξετάσει τον ομνύοντα της άλλης πλευράς σε σχέση με νομικά θέματα και δη σε σχέση με το πεδίο εμβέλειας και εφαρμογής συγκεκριμένων νομοθετημάτων αλλά και του Συντάγματος, σε σχέση με το περιεχόμενο των διαφόρων επίδικων εγγράφων αλλά και τις νομικές τους συνέπειες – ως είναι και αρκετές από τις τελικές θεραπείες που ζητά με την απαίτηση του – σε σχέση με θέματα που άπτονται του αξιόπιστου των εκατέρωθεν εκδοχών και τέλος, σε σχέση με τους ισχυρισμούς του περί ψευδών παραστάσεων, δόλου και απάτης επί των οποίων και εδράζεται η όλη ουσία της απαίτησης του.
Κοντολογίς, αν επιτραπεί η αντεξέταση που ο ενάγοντας επιδιώκει να γίνει τότε αναπόφευκτα θα τίθεται κατά την εκδίκαση της κυρίως αίτησης «θέμα οριστικής διάγνωσης στο πλαίσιο διαδικασίας για έκδοση παρεμπίπτοντος διατάγματος ως προς τα θέματα που συνάπτονται προς τα επίδικα στην αγωγή», πράγμα όμως ανεπίτρεπτο (βλ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΡΡΙΨΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΑΝΤΕΞΕΤΑΣΗΣ ΤΟΥ ΚΑΘ΄ ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ ΚΥΠΡΟΥ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 49/2017, 6/4/2017, ECLI:CY:AD:2017:D131 και Νικολάου ν. Κεφάλα (1998) 1 Α.Α.Δ. 1400).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους λοιπόν η αίτηση απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα της παρούσας αίτησης, αυτά, ένεκα της άρρηκτης σχέσης της διαδικασίας με την κυρίως αίτηση εντός της οποίας έχει καταχωρηθεί, θα συνιστούν έξοδα στην πορεία της κυρίως αίτησης αλλά σε καμία περίπτωση εναντίον της επιτυχούσας εναγόμενης 2.
(Υπ.) ……………………………..
Λ. Πασχαλίδης, Α.ΕΔ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. Μ23.Κ13. «…(2) Το δικαστήριο δύναται για καλό λόγο να επιτρέψει την αντεξέταση οποιουδήποτε προσώπου δίδει γραπτή μαρτυρία προς υποστήριξη της αίτησης ή της ένστασης ή οποιουδήποτε άλλου προσώπου η αντεξέταση του οποίου επιτρέπεται από οποιοδήποτε κανονισμό ή νόμο…»
.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο