
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 575/24(i)
Μεταξύ:
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΔΟΣ
Ενάγοντας
και
1. ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ
2. GORDIAN HOLDINGS LTD
Εναγομένων
--------------
(Αίτηση ενάγοντα ημερ. 12/10/24 για προσωρινά διατάγματα[1])
Ημερομηνία: 31 Μαρτίου 2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγοντα – αιτητή: κ. Π. Χ΄΄ Παναγιώτου
Για Εναγόμενη 2 – καθ’ ης η αίτηση: κα Ξ. Κόκκινου για Χρυσαφίνη & Πολυβίου ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Το ιστορικό που περιβάλλει την παρούσα αίτηση έχει συνοψιστεί στην ενδιάμεση απόφαση που εξέδωσε το παρόν Δικαστήριο στις 21/01/25 από την οποία παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Στις 11/10/24 ο ενάγοντας καταχώρισε έντυπο απαίτησης δυνάμει του Μέρους 7, αξιώνοντας εναντίον των εναγομένων αριθμό διαταγμάτων για:
Α. Ακύρωση της μεταβίβασης που έγινε δυνάμει δικαστικού διατάγματος ημερ. 23/5/19 προς την εναγόμενη 2 των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που είχε ο ενάγοντας προς την εναγόμενη 1.
Β. Αποστολή γραπτής ενημέρωσης προς τον ενάγοντα όλων των εμπράγματων βαρών που υπάρχουν επί της περιουσίας του καθώς επίσης και λεπτομερών καταστάσεων όλων των δανείων του.
Γ. Ενημέρωση σε σχέση με την κατάσταση συγκεκριμένων μετοχών της εταιρείας Globalsoft, περιλαμβανομένης και παροχής ενημέρωσης ως προς το κατά πόσο και οι μετοχές αυτές μεταβιβάστηκαν δυνάμει της απόφασης της 23/5/19.
Δ. Ενημέρωση ως προς το κατά πόσο καταχωρήθηκε οποιαδήποτε αγωγή εναντίον της εταιρείας Longtail Properties Ltd η οποία ήταν εγγυήτρια στα δάνεια που σύναψε ο ενάγοντας το 1999 και 2000 με την εναγόμενη 1.
Στο σχετικό πεδίο του εντύπου απαίτησης ο ενάγοντας έχει συνοψίσει την υπόθεση του ως εξής:
«Ο ενάγοντας κατά ή περί τα έτη 1999 και 2000 είχε συνάψει πέντε συμφωνίες δανείων με την εναγόμενη 1 με συγκεκριμένες εγγυήσεις και εξασφαλίσεις και συγκεκριμένους όρους αποπληρωμής των δανείων σε ουσιώδης καθορισμένους χρόνους μέσω εκποίησης 446.344 μετοχών της δημόσιας εταιρείας LK GlobalSoft.com Ltd που μεταβιβάστηκαν από την ιδιοκτησία του ενάγοντα στην ιδιοκτησία της εταιρείας Longtail Properties Ltd, ιδιοκτησίας της εναγόμενης 1 και καθ΄ υπόδειξη της εναγόμενης 1 με σκοπό την διαχείριση των μετοχών προς εξόφληση των δανείων στους καθορισμένους χρόνους με βάση συμφωνίες του ενάγοντα με την εναγόμενη 1. Ως εκ τούτου η ευθύνη της εξόφλησης των δανείων ήταν αποκλειστική ευθύνη της Longtail Properties Ltd. Η εναγόμενη 1 ενώ είχε παραβεί τις συμβατικές υποχρεώσεις της μέσω της Longtail Properties Ltd να προχωρήσει στην εκποίηση των μετοχών της LK GlobalSoft.com Ltd οι οποίες ευρίσκοντο έμμεσα στην ιδιοκτησία της κατά τον καθορισμένο συμφωνηθέντα χρόνο μεταξύ του ενάγοντος και της εναγόμενης 1 και της Longtail Properties Ltd, καταχώρισε πέντε αγωγές, μια για κάθε δάνειο, στο Ε.Δ. Λευκωσίας κατά ή περί το έτος 2005 με εναγόμενο 1 τον ενάγοντα στην παρούσα και εναγόμενη 2 την εγγυήτρια πρώην σύζυγο του ενάγοντα μη προωθώντας οποιαδήποτε αγωγή και/ή αξίωση εναντίον της Longtail Properties Ltd ενώ η τελευταία ήταν εγγυητής των πέντε δανείων γεγονός που αποτελεί δόλο και απάτη σε βάρος του ενάγοντα και της πρώην συζύγου του εφόσον η Longtail Properties Ltd είχε την συμβατική ευθύνη της εξόφλησης των πέντε δανείων».
Την ίδια μέρα που καταχώρισε την απαίτηση του ο ενάγοντας καταχώρισε και μία ενδιάμεση αίτηση με ειδοποίηση ζητώντας, στη βάση κυρίως των άρθρων 4,5 και 9 του Κεφ.6, των αρ. 27,29 και 32 του Ν.14/60 και των Μ.22, 23 και 25 των Κανονισμών, όπως εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με το οποίο η εναγόμενη 2 να απαγορεύεται και ή να εμποδίζεται να αποξενώσει και/ή μεταβιβάσει και/ή επιβαρύνει τρία συγκεκριμένα ακίνητα του ενάγοντα (εφ’ εξής η κυρίως αίτηση).
Σύμφωνα με την υποστηρικτική Ε/Δ του ενάγοντα, στην οποία ο τελευταίος κάνει αναφορά στο ιστορικό των επίδικων γεγονότων ως αυτό έχει συνοψιστεί στο έντυπο απαίτησης αλλά με περισσότερες λεπτομέρειες, όπως είναι δηλαδή οι αναφορές στις αγωγές που καταχώρισε εναντίον της εναγόμενης τράπεζας και του πρώην δικηγόρου του, οι αναφορές στις διάφορες καταγγελίες που υπέβαλε στην αστυνομία και στην Κεντρική Τράπεζα και οι αναφορές στις διάφορες δικαστικές διαδικασίες που καταχώρισε προς ακύρωση των μέτρων που λήφθηκαν προς εκποίηση των ακινήτων του που ήταν υποθηκευμένα ως εξασφάλιση των επίδικων δανείων, η «αφορμή» για την καταχώριση αίτησης για προσωρινά διατάγματα ήταν:
«… (η) επιστολή ημερ. 27/9/24 η οποία στάληκε από την καθ΄ ης η αίτηση … η οποία παρελήφθηκε την 4/10/24 … μέσω της οποίας ενημερώθηκα ότι τα ακίνητα μου που περιγράφονται πιο κάτω και βρίσκονται στην Επαρχία Λάρνακας έχουν αγοραστεί από αυτήν υπό την ιδιότητα της ως ενυπόθηκος δανειστής χωρίς να αναφέρεται καθόλου η ημερομηνία αγοράς αυτών … Η καθ΄ ης η αίτηση φαίνεται ότι αφού πληροφορήθηκε από εμένα … ότι ετοίμαζα αγωγή ακύρωσης της μεταβίβασης από την Τράπεζα Κύπρου προς αυτήν των χρηματοπιστωτικών διευκολύνσεων σε σχέση με τα δάνεια μου από την Τράπεζα Κύπρου, συνέταξε (την επιστολή με την οποία) … φαίνεται η αγορά από την καθ΄ ης η αίτηση τριών ακινήτων μου υπό την ιδιότητα των ως ενυπόθηκος δανειστής … από την πώληση, ως ισχυρίζεται η καθ΄ ης η αίτηση, εισέπραξαν €355.500 χωρίς εγώ να έχω κανένα αποδεικτικό … η επιστολή … μιλά για προτεινόμενη διάθεση που δεν έχει ακόμη επικυρωθεί ως τελική … Τα ως άνω υπό αναφορά τεμάχια μου … έχουν 50 μέτρα απόσταση περίπου από την επικείμενη μαρίνα της Λάρνακας γεγονός που θα ανεβάσει την αξία τους κατακόρυφα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα … Η καθ΄ ης η αίτηση αγόρασε τα ακίνητα μου με σκοπό να τα πωλήσει σε τρίτους και όχι για να τα εκμεταλλευθεί …».
Μετά και την καταχώριση εμφάνισης από την επηρεαζόμενη καθ΄ ης η αίτηση 2 (εναγόμενη 2), το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες στα πλαίσια της προβλεπόμενης ΑΔΟ αναφορικά με το χρονοδιάγραμμα εκδίκασης της αίτησης. Συμμορφούμενες στη συνέχεια οι δυο πλευρές με τις εν λόγω οδηγίες, καταχωρήθηκε στις 06/12/24 η ένσταση της η καθ΄ ης η αίτηση, στις 16/12/24 καταχωρήθηκε συμπληρωματική Ε/Δ από πλευράς ενάγοντα, στις 20/12/24 καταχωρήθηκε συμπληρωματική Ε/Δ από πλευράς καθ΄ ης η αίτηση και στις 30/12/24 καταχωρήθηκε η παρούσα αίτηση από τον ενάγοντα για αντεξέταση του ομνύοντα σε αμφότερες τις Ε/Δ της καθ΄ ης η αίτηση.
Εν συντομία αναφέρω ότι με την ένσταση της, και ειδικότερα με την εκεί υποστηρικτική Ε/Δ που αποτελείται από 48 παραγράφους, η καθ΄ ης η αίτηση 2 ισχυρίστηκε ότι ο αιτητής είχε προωθήσει στο παρελθόν παρόμοιες διαδικασίες στα πλαίσια αγωγής που απερρίφθη, και αυτό πέραν και ανεξάρτητα του ότι ήδη τα επίδικα θέματα της απαίτησης έχουν αποφασιστεί σε άλλες διαδικασίες, ότι η επίδικη μεταβίβαση υποχρεώσεων και δικαιωμάτων έγινε καθόλα νόμιμα και νομότυπα και δη με δικαστική έγκριση και γραπτή ενημέρωση του ενάγοντα, ότι η εταιρεία Longtail έχει διαγραφεί από το 2017, ήτοι δυο χρόνια πριν την επίδικη μεταβίβαση και αυτό ο ενάγοντας το γνώριζε λόγω των προγενέστερων διαδικασιών που είχαν εκδικαστεί και στις οποίες εκδόθηκαν εκ συμφώνου δικαστικές αποφάσεις, ότι η ανάκτηση/αγορά των τριών επίδικων ακινήτων έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.9/65, ότι δεν καταδεικνύεται το φερόμενο δικαίωμα του ενάγοντα στις μετοχές της GlοbalSoft και ότι η μη αμφισβητούμενη οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα της καθ΄ ης η αίτηση δεν επιτρέπει ούτε καν την υποψία αδυναμίας αποζημίωσης του ενάγοντα στο μέλλον αν αυτό ήθελε καταστεί αναγκαίο.
Όσον αφορά την συμπληρωματική Ε/Δ που καταχώρισε ο ενάγοντας, σε αυτή γίνεται αναφορά στις ενέργειες που έγιναν από τον τελευταίο περί τον Νοέμβριο του 2024 για να διαπιστωθεί το γεγονός της διαγραφής της Longtail, παρατίθενται «επιπρόσθετα αποσπάσματα εκ των αποφάσεων και συμφωνιών που έγιναν μεταξύ εμένα και της εναγόμενης 1 που περιλαμβάνονται στα έγγραφα του Τεκμηρίου 5», παρατίθενται τα συμπεράσματα και οι θέσεις του ενάγοντα σε σχέση με τις νομικές συνέπειες των διαφόρων επίδικων εγγράφων, γίνεται σχολιασμός απόφασης που εξέδωσε άλλο Δικαστήριο στα πλαίσια άλλης διαδικασίας που είχε καταχωρήσει ο ενάγοντας και επαναλαμβάνονται ουσιαστικά τα όσα αναφέρθηκαν με την αρχική Ε/Δ που υποστηρίζει την αίτηση για προσωρινά διατάγματα.
Με τη συμπληρωματική Ε/Δ της καθ΄ ης η αίτηση 2, η οποία αποτελείται από 10 παραγράφους, επαναλαμβάνεται η θέση της τελευταίας ότι δεν υπάρχει τίποτα που να τους εμποδίζει από του να εκμεταλλευθούν περιουσία που απέκτησαν νόμιμα και νομότυπα, επαναλαμβάνονται οι θέσεις αναφορικά με την εταιρεία Longtail και το ότι αυτή δεν ήταν ποτέ εγγυητής του ενάγοντα, ως έχει ήδη αποφασιστεί σε άλλες δικαστικές διαδικασίες και προς τούτο παρουσιάζονται και κάποιο μέρος των επίδικων συμφωνιών δανείου αλλά και των τεκμηρίων της προηγούμενης δικαστικής διαδικασίας που το αφορούσε.»
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι εφόσον με την προαναφερόμενη ενδιάμεση απόφαση της 21/01/25 είχε απορριφθεί αίτηση που καταχώρισε ο ενάγοντας για αντεξέταση του ομνύοντα της εναγόμενης 2, η ακρόαση της παρούσας αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου.
Όπως είχα αναφέρει και στην ενδιάμεση απόφαση της 21/01/25:
«Όσον αφορά τις νομολογιακές αρχές που περιβάλλουν αιτήματα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του αρ.32 του Ν.14/60 λοιπόν, οι αρχές αυτές είναι καλά γνωστές και έχουν πολύ εύστοχα συνοψισθεί σε πληθώρα αποφάσεων όπως είναι οι ΚΟΖΑΚΟΥ κ.α. ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E127/2013, 13/6/2019 και Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της Λοϊζίδου που υιοθετήθηκε στη Κοζάκου:
«Στο άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η πρώτη αφορά το ποιοτικό κριτήριο της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και συνδέθηκε, αρχικά από την καθοριστική επί του ζητήματος υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557, με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα. Θεωρήθηκε ότι ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί ο,τιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων». Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά. Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια.
Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.
Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις....
Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.»
(βλ. επίσης μεταξύ άλλων και MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E179/2017, 2/5/2024, SERGIY MARFUT v. ZAFORPO VENTURES LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε144/2020, Ε145/2020, 29/3/2024, LAXIFLORA HOLDINGS LTD κ.α. v. ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε38/2021, Ε42/2021, 12/2/2024 και PROQUASERV ACCOUNTANTS LTD κ.α. v. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2018, 17/11/2023)
Οι πιο πάνω αρχές, στο βαθμό που άπτονται και του πώς είναι που διενεργείται η δικαστική εξέταση ενδιάμεσων αιτήσεων της παρούσας φύσης συνάδουν και με τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να εξετάζονται με βάση τους «νέους» Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας στη βάση των οποίων και εγείρεται η παρούσα. Προς τούτο παραπέμπω ενδεικτικά στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι είναι όμοιοι με τους κυπριακούς Κανονισμούς, αναφέρεται στις σελ. 585 – 588 ότι κατά την εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων δεν είναι ορθό να επιβάλλεται το επίπεδο απόδειξης που επιβάλλεται στα πλαίσια κανονικής δίκης (ισοζύγιο των πιθανοτήτων) αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ουσιαστικά είτε τη διεξαγωγή πρόωρης δίκης είτε όπως το Δικαστήριο προκαταβάλει στα πλαίσια μιας ενδιάμεσης διαδικασίας την ενδεχόμενη τελική του κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης. Παρόμοια είναι δε και η αρχή που διατυπώθηκε προ πολλού στην Κύπρο σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες για προσωρινά διατάγματα, αφού όπως λέχθηκε και στην Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557 ότι «The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish "a probability" of success. The concept of "a probability" imports something more than a mere possibility but something much less than the "balance of probabilities", the standard required for proof of a civil action. A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re J.S. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.) "A probability", in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success…»
Ως εκ τούτου, το σύνηθες επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες με βάση τους νέους Κανονισμούς είναι, όπως αναφέρεται στο Blackstone’s, το κατά πόσο το οποιοδήποτε αμφισβητούμενο γεγονός έχει καταδειχθεί μέσω μιας «καλής συζητήσιμης υπόθεσης», κριτήριο το οποίο «…εμπερικλείει το σημαντικό κανόνα ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι όσο ικανοποιημένο μπορεί να είναι, δεδομένων των περιορισμών που έχει μια ενδιάμεση διαδικασία, για το ότι υπάρχουν παράγοντες που του δίδουν δικαιοδοσία ή που δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής…». Για το λόγο αυτό, συνεχίζει το BLACKSTONE’S, «…οι περισσότερες αιτήσεις εξετάζονται στη βάση των γεγονότων που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα…(εφόσον)…η επιλογή μεταξύ μαρτύρων συνιστά λειτουργία του Δικαστή που εκδικάζει την ουσία της υπόθεσης και σε μια ενδιάμεση αίτηση είναι επιτρεπτό για ένα Δικαστή να «κοιτάξει πίσω» από μια Ε/Δ μόνο αν προβάλλεται κάποιος ισχυρισμός που παρουσιάζει εγγενή απιθανότητα ή όταν υπάρχει εξωγενής μαρτυρία που τον αντικρούει…» (βλ.σελ. 587 και την αναφορά που εκεί γίνεται στις HRH Prince of Wales v Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776 (21 December 2006), National Westminster Bank Plc v Daniel [1993] 1 WLR 1453 και Shyam Jewellers Ltd v Cheeseman | [2001] EWCA Civ 1818).»
Με γνώμονα όλες τις πιο πάνω αρχές λοιπόν αλλά και τις θέσεις που προωθήθηκαν εκατέρωθεν μέσω των Ε/Δ που υποστηρίζουν αίτηση και ένσταση αντίστοιχα, σημειώνω τα ακόλουθα:
Όπως προκύπτει από το λεκτικό του διατάγματος που ζητείται με την παρούσα αίτηση, αυτό που ο ενάγοντας επιδιώκει είναι να απαγορευτεί στην εναγόμενη 2 ν’ αποξενώσει ή να μεταβιβάσει ή να επιβαρύνει με οποιοδήποτε τρόπο τρία συγκεκριμένα ακίνητα τα οποία αυτή έχει αποκτήσει, ως αναφέρεται στην επιστολή που ο ενάγοντας επικαλείται, «…δυνάμει του Άρθρου 44ΙΑ, Εδάφιο 1, του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 1965 – 2023» (βλ. Τεκ.7 αρχικής Ε/Δ ενάγοντα). Με την ίδια επιστολή, σημειώνω, η εναγόμενη 2 είχε ενημερώσει τον ενάγοντα στις 27/09/24 ότι προτίθετο να διαθέσει σε συγκεκριμένα πρόσωπα, περιλαμβανομένης μάλιστα και της ιδίας ως πιστωτή, το ποσό των €355.500 που είχε εισπραχθεί από την πώληση των τριών ακινήτων, και αυτό προφανώς σε συμμόρφωση με τις πρόνοιες του αρ.44Ι του Ν.9/65 οι οποίες έχουν ως εξής:
«44Ι.-(1) Ο ενυπόθηκος δανειστής, μετά την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου, ενημερώνει τον ενυπόθηκο οφειλέτη-
(i) για το προϊόν της πώλησης που εισπράχθηκε είτε με πλειστηριασμό είτε με πώληση,
(ii) για το κόστος, τις χρεώσεις, τους φόρους ή τα τέλη που επιβλήθηκαν κατά τη διαδικασία του πλειστηριασμού, σε περίπτωση που η πώληση πραγματοποιήθηκε με πλειστηριασμό.
(2) Ο ενυπόθηκος δανειστής αποστέλλει, εντός χρονικής περιόδου που δεν υπερβαίνει τις τριάντα (30) ημέρες από την πώληση του ενυπόθηκου ακινήτου μέσω ταχυδρομείου, ειδοποίηση αναφορικά με την προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος της πώλησης στον ενυπόθηκο οφειλέτη και σε οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, καθώς και σε όλους τους κατόχους απαιτήσεων, επιβαρύνσεων ή δικαιωμάτων πληρωμής αναφορικά με το ενυπόθηκο ακίνητο, καταγράφοντας την προτεινόμενη διάθεσή του:
Νοείται ότι με την ειδοποίηση ενημερώνονται όλα τα ως άνω πρόσωπα ότι η προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος της πώλησης θεωρείται ότι επικυρώνεται την τριακοστή (30ή) ημέρα από την ημερομηνία της ειδοποίησης, η οποία καθίσταται τελική και ο ενυπόθηκος δανειστής αποστέλλει την επικύρωση σε όλα τα μέρη εντός πέντε (5) ημερών από την ημερομηνία της επικύρωσης…»
Ο ενάγοντας τώρα, ο οποίος δεν αμφισβητεί ότι τα συγκεκριμένα τρία ακίνητα ήταν επιβαρυμένα με υποθήκη κατά το χρόνο που στάληκε η πιο πάνω επιστολή, δικαιούτο, σύμφωνα με το αρ.44Ι(3) του Ν.9/65, όπως «…Σε περίπτωση που … αμφισβητεί την προτεινόμενη διάθεση του προϊόντος της πώλησης…να καταχωρίσει έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο…» αφού σε αντίθετη περίπτωση «…με την πάροδο της προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών που αναφέρεται στο εδάφιο (2) και νοουμένου ότι δεν έχει εκδοθεί οποιοδήποτε σχετικό απαγορευτικό διάταγμα Δικαστηρίου το οποίο εξακολουθεί να βρίσκεται σε ισχύ, ο ενυπόθηκος δανειστής επικυρώνει την προτεινόμενη διάθεση, η οποία καθίσταται τελική…». Επισημαίνεται εδώ ότι στην επιστολή που είχε σταλεί στον ενάγοντα στις 27/09/24 γινόταν ιδιαίτερη μνεία και για την προθεσμία των 30 ημερών που τάσσει ο Νόμος αλλά και για τις συνέπειες που θα συνεπαγόταν η πάροδος της.
Ενώ όμως ο ενάγοντας είχε ενημερωθεί για την πώληση των ακινήτων του καθώς και για την προθεσμία των 30 ημερών που είχε στη διάθεση του να αμφισβητήσει τον προτεινόμενο τρόπο διάθεσης του τιμήματος πώλησης, αυτός επέλεξε όπως μην καταχωρίσει «έφεση στο Επαρχιακό Δικαστήριο» ως ο Νόμος προνοεί αλλά όπως καταχωρίσει την πιο πάνω απαίτηση και την παρούσα αίτηση. Ακόμη όμως και με αυτές τις διαδικασίες που επέλεξε να καταχωρίσει, ο ενάγοντας δεν επεδίωξε ούτε ν’ ανακόψει την ταχθείσα προθεσμία των 30 ημερών αλλά ούτε και ν’ ανακόψει τις συνέπειες που σύμφωνα με το Νόμο θα συνεπαγόταν η πάροδος της εν λόγω προθεσμίας, ήτοι ότι πλέον τα ακίνητα θα ενεγράφονταν στο όνομα της εναγόμενης 2 ως ιδιοκτήτριας δυνάμει αγοράς έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Αντιθέτως, όχι μόνο ο ενάγοντας περιέγραψε στην αίτηση του τα τρία ακίνητα ως «ακίνητη ιδιοκτησία η οποία ευρίσκεται εγγεγραμμένη στο όνομα της (εναγόμενης 2)» αλλά και παρέλειψε να προωθήσει με τον ενδεδειγμένο τρόπο το αίτημα του για εκδίκαση της παρούσας αίτησης επί επείγουσας βάσης (βλ. Μ.23 Κ.8) με αποτέλεσμα η αίτηση να οριστεί μετά τις 30 μέρες.
Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, στην ουσία ο ίδιος ο ενάγοντας είναι που επέτρεψε με τη στάση που επέδειξε μετά την επιστολή της 27/09/24 να ολοκληρωθεί κανονικά η διαδικασία που προνοεί ο Νόμος προκειμένου να πωληθούν νόμιμα και νομότυπα στην εναγόμενη 2 τα ενυπόθηκα ακίνητα μέσω της διαδικασίας του Μέρους VIA και κατ’ επέκταση ο ίδιος είναι που επέτρεψε στην εναγόμενη 2 να θεωρείται πλέον, δια Νόμου, ως πρόσωπο που απέκτησε τα εν λόγω ακίνητα έναντι χρηματικού ανταλλάγματος. Η διαπίστωση αυτή αναπόφευκτα σφραγίζει την τύχη των ισχυρισμών που προβάλλει ο ενάγοντας περί αλλότριων κινήτρων της εναγόμενης 2, είτε πριν είτε μετά την αποστολή της επιστολής της 27/09/24, όπως σφραγίζει και την τύχη των οποιωνδήποτε ισχυρισμών προβάλλει ο ενάγοντας αναφορικά με τη διαδικασία που ακολουθήθηκε για την απόκτηση των συγκεκριμένων ακινήτων από την εναγόμενη 2.
Ο λόγος που έχω αναφέρει τα πιο πάνω είναι διότι από μια απλή ανάγνωση του εντύπου απαίτησης του ενάγοντα αλλά και των Ε/Δ που υποστηρίζουν την παρούσα αίτηση διαπιστώνεται ότι η ουσία των παραπόνων του τελευταίου δεν αφορά σε αυτή καθ’ αυτή την πώληση των ακινήτων του στην εναγόμενη 2 μέσω της διαδικασίας του Ν.9/65 αλλά περισσότερο αφορά στις διαφορές που αυτός είχε και έχει με την εναγόμενη 1. Γι’ αυτές όμως τις διαφορές, όπως επίσης και για τα γεγονότα που οδήγησαν στον πλειστηριασμό των επίδικων ακινήτων, ο ενάγοντας είχε καταχωρίσει στις 07/12/23 την Αγωγή 3394/23 στο Ε.Δ Λ/σιας στην οποία είχε ζητήσει, όπως και εδώ, την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων που και πάλι αφορούσαν τα συγκεκριμένα ακίνητα. Κρίνω λοιπόν σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο και σε κάποια έκταση το σχετικό απόσπασμα από την απορριπτική απόφαση που εξέδωσε σ’ εκείνη τη διαδικασία η έντιμη Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ:
«Ο Ενάγοντας είναι ιδιοκτήτης 1/8 μεριδίου σε τρία ακίνητα στη Λάρνακα. Πρόκειται για τα ακίνητα με (α) αριθμό εγγραφής 4/[ ] φύλλο σχέδιο 41/570101/4 τεμάχιο [ ], (β) αριθμό εγγραφής 4/[ ] φύλλο σχέδιο 41/570101/4 τεμάχιο [ ] και (γ) αριθμό εγγραφής 4/[ ] φύλλο σχέδιο 41/5 70101/4 τεμάχιο [ ] (στο εξής τα «Επίδικα Ακίνητα»).
Τα Επίδικα Ακίνητα βαρύνονται με την υποθήκη Υ3297/1999 με αρχικό δικαιούχο την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ (στο εξής η «Τράπεζα Κύπρου»).
Στις 2.11.2023 επιδόθηκε μέσω θυροκόλλησης στον Ενάγοντα η ειδοποίηση Τύπου ΙΑ με την οποία ενημερώθηκε για την πρόθεση της Gordian Holdings Ltd (στο εξής η «Gordian») να πωλήσει τα Επίδικα Ακίνητα δια ηλεκτρονικού πλειστηριασμού στις 28.12.2023, σύμφωνα με τον περί Μεταβιβάσεως κα Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965.
…
Όπως προκύπτει από το τεκμήρια που παρουσιάστηκαν μέσω των ενστάσεων, η Τράπεζα Κύπρου, αρχικός εξ αποφάσεως πιστωτής και ενυπόθηκος δανειστής, έχει στο μεταξύ υποκατασταθεί από την Gordian. Με την έκδοση του σχετικού δικαστικού διατάγματος το 2019, καμία περαιτέρω εμπλοκή, δικαίωμα ή συμφέρον έχει η Τράπεζα Κύπρου στην υποθήκη επί των Επίδικων Ακινήτων, στη διαδικασία πλειστηριασμού που βρίσκεται σε εξέλιξη και στις δικαστικές αποφάσεις στις πέντε αγωγές.
Ο Ενάγοντας δεν έχει αμφισβητήσει τη μεταβίβαση των δικαιωμάτων στην υποθήκη και στα εξ αποφάσεως χρέη προς την Gordian. Αντίθετα, πρόκειται για κάτι που και ο ίδιος αναφέρει στην έκθεση απαίτησης του και στην ένορκη του δήλωση. Έχω σημειώσει τη θέση του ότι η μεταβίβαση αυτή έγινε χωρίς τη γνώση και συγκατάθεση του. Αυτό όμως, ακόμα και αν ευσταθεί, είναι άσχετο. Η επικύρωση της μεταφοράς των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων από την Τράπεζα Κύπρου στην Gordian έχει συντελεστεί με την έκδοση του δικαστικού διατάγματος.
Έκτοτε, η Τράπεζα Κύπρου κανένα δικαίωμα, συμφέρον ή εμπλοκή έχει σε μέτρα εκτέλεσης των αποφάσεων στις πέντε αγωγές και κανένα δικαίωμα, συμφέρον ή εμπλοκή έχει στην εκποίηση της ακίνητης περιουσίας του Ενάγοντα στα πλαίσια εκτέλεσης εκείνων των αποφάσεων. Το ίδιο ισχύει και για τη διαδικασία εκποίησης των Επίδικων Ακινήτων μέσω του πλειστηριασμού.
…
Τόσο στο έντυπο απαίτησης όπως και στην ένορκη δήλωση, ο Ενάγοντας καταγράφει πληθώρα γεγονότων και εκφράζει διάφορες απόψεις και παράπονα ως προς τον χειρισμό των πέντε αγωγών, των αποφάσεων που εκδόθηκαν σε αυτές, τον χειρισμού των δανειακών του συμβάσεων από την Τράπεζα Κύπρου πριν την καταχώρηση των αγωγών και τη δυσαρέσκεια του για τα δεδομένα με τα οποία είναι σήμερα αντιμέτωπος.
Παρά την πληθώρα γεγονότων και απόψεων που παραθέτει και παρά την έλλειψη αυστηρότητας με την οποία προσεγγίζω την έκθεση απαίτησης, δεν διαπιστώνω να αποκαλύπτεται συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Gordian στην αγωγή.
Οι αναφορές του Ενάγοντα σε απάτη και δόλο, δεν στρέφονται και δεν αφορούν την Gordian. Λεπτομέρειες απάτης ή αμέλειας σε σχέση με την έκδοση των αποφάσεων στις πέντε αγωγές ή στην συνομολόγηση της υποθήκης επί των Επίδικων Ακινήτων το 1999, που να εμπλέκουν την Gordian δεν υπάρχουν. Ούτε διαπιστώνω από τα όσα περιέχονται στην έκθεση απαίτησης να αποκαλύπτεται άλλη βάση επί της οποίας να μπορούν να εγερθούν οι προαναφερόμενες αξιώσεις εναντίον της Gordian στην αγωγή.
Τα παράπονα του Ενάγοντα για καθυστέρηση στην εκτέλεση των αποφάσεων στις πέντε αγωγές επίσης δεν δημιουργούν αγώγιμο δικαίωμα. Υπέρμετρη καθυστέρηση από πλευράς της Gordian στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων της για εκτέλεση των αποφάσεων δεν διαπιστώνεται ενώ προηγουμένως φαίνεται ότι η Τράπεζα Κύπρου είχε λάβει μέτρα προς εκτέλεση, όπως εγγραφή ΜΕΜΟ και έκδοση εντάλματος κατάσχεσης κινητής περιουσίας που με παρέμβαση του Ενάγοντα δεν είχε αποτέλεσμα.
Δεν διαπιστώνω επίσης ενέργειες καταπιεστικές από πλευράς της Gordian. Οι αναφορές σε οχλήσεις για πληρωμή και αναζήτηση πληροφοριών από λειτουργούς της Gordian, δέχομαι ότι προκάλεσαν αναστάτωση και εκνευρισμό, όμως η Gordian ενεργούσε εντός των δικαιωμάτων της.
Με την αγωγή ο Ενάγοντας αξιώνει απόφαση για ποσό €11.416.179,63 ως αποζημιώσεις για ζημιά που του προκάλεσαν οι ενέργειες των Εναγόμενων 1 και 2. Δεν διαπιστώνω ενέργειες ή παραλείψεις της Gordian που θα μπορούσαν να αποτελέσουν έρεισμα για διεκδίκηση εναντίον της αυτού του ποσού.
Με την αγωγή ο Ενάγοντας αξιώνει επίσης την ακύρωση όλων των επιβαρύνσεων που τέθηκαν επί της ακίνητης περιουσίας του.
Ούτε για αυτή την αξίωση διακρίνω να αποκαλύπτεται στο δικόγραφο βάση αγωγής. Δεν διακρίνω γεγονότα που να παρέχουν δυνατότητα διεκδίκησης της συγκεκριμένης θεραπείας.
Παρά τα παράπονα που εκφράζει ο Ενάγοντας σε σχέση με τις συνθήκες υπό τις οποίες εκδόθηκαν οι αποφάσεις στις πέντε αγωγές, δεν ζητά την ακύρωση των αποφάσεων εκείνων. Όπως αναφέρει μάλιστα στο μέρος της γραπτής του αγόρευσης που απαντά στην ένσταση της Gordian, «[η Gordian] επιμένει να συνδέει την αίτηση μου με τις δικαστικές αποφάσεις του έτους 2006. Η αίτηση μου δεν απαιτεί ακύρωση και/ή παραμερισμό των εν λόγω αποφάσεων, αλλά είναι αγωγή απαίτησης μετά από εξακρίβωση απάτης από τους τρεις Εναγόμενους, με αφετηρία τον Μάρτιο 2023 όταν πληροφορήθηκαν ότι ο τότε δικηγόρος μου και Εναγόμενος αρ. 1 είναι ή και ήταν ή και έγινε δικηγόρος ή και σύμβουλος ή και άλλοσπως, προς όφελος της Εναγόμενης αρ. 2 σε σωρεία υποθέσεων της.»
Εφόσον δεν επιζητείται ακύρωση των αποφάσεων που εκδόθηκαν στις πέντε αγωγές, δεν νοείται το παρόν Δικαστήριο να παρέμβει και να εμποδίσει ή ακυρώσει ή αναστείλει την εκτελεστότητα εκείνων των αποφάσεων.
Όπως εξηγήθηκε από τον έντιμο Παμπαλλή Δ. στην CVCIGP II Ukraine Investment Ltd κ.α. (2013) 1 ΑΑΔ 10, υπόθεση που αφορούσε διαδικασία certiorari:
«.το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι ιδιαίτερα ευαίσθητο στις περιπτώσεις ύπαρξης συγκρουσιακών προνοιών ή αντιφατικότητας μεταξύ των αποφάσεων ισότιμων Δικαστηρίων. Αυτή η ενέργεια αποτελεί μιας μορφής υπέρβασης εξουσίας που ομολογουμένως [.] εξουδετερώνει την αποτελεσματικότητα της Δικαιοσύνης. Η αναίρεση υφιστάμενου διατάγματος από άλλο ομόβαθμο δικαστήριο, ισοδυναμεί με ενέργεια υπερβατική της δικαιοδοσίας.[7]»
Η ακύρωση ή τροποποίηση ή αναστολή εκτέλεσης των αποφάσεων που εκδόθηκαν εναντίον του στις πέντε αγωγές (που περιλαμβάνουν διάταγμα εκποίησης υποθηκών επί ακινήτων του Ενάγοντα), δεν είναι κάτι που μπορεί να επιτευχθεί μέσω της παρούσας αγωγής.»
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι η πιο πάνω αγωγή του ενάγοντα τελικά απορρίφθηκε με συνοπτική απόφαση που εκδόθηκε στις 13/06/24. Το απορριπτικό σκεπτικό της έντιμης Π.Ε.Δ, στο οποίο η εδώ εναγόμενη 2 αναφέρεται ως εναγόμενη 3, είχε ως εξής:
«Από το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης του Ενάγοντα για σκοπούς αυτής της Αίτησης, διαφαίνεται ότι επιδιώκει να δικαστούν, μέσω της παρούσας αγωγής οι ισχυρισμοί που είχε προβάλει στις υπερασπίσεις και ανταπαιτήσεις που είχε καταχωρήσει στις τέσσερεις αγωγές και οι λόγοι που είχε προβάλει στην προσπάθεια παραμερισμού της ερήμην απόφασης στην πέμπτη αγωγή. Αυτό δεν επιτρέπεται και δεν υπάρχει περιθώριο επιτυχίας μιας τέτοιας προσπάθειας. Η παρούσα αγωγή δεν μπορεί να καταστεί όχημα για να εκδικαστούν, έμμεσα, τα επίδικα θέματα των πέντε αγωγών. Εκείνες οι αγωγές έχουν τελεσιδικήσει από το 2006.
Σε κάθε περίπτωση, υπάρχει συγκεκριμένος τρόπος αμφισβήτησης δικαστικής απόφασης που έχει ληφθεί με δόλο, υπάρχουν αυστηροί κανόνες δικογράφησης και συγκεκριμένες προϋποθέσεις[3]. Μέσω της παρούσας αγωγής ο Ενάγων ούτε ζητά τον παραμερισμό/ακύρωση των αποφάσεων στις πέντε αγωγές ούτε δικογραφεί λεπτομέρειες απάτης ή δόλου στην έκδοση εκείνων των αποφάσεων, ώστε να μπορούν να τεθούν σε αμφισβήτηση.
Αναφέρει ο Ενάγοντας, τόσο στην ένορκη του δήλωση όσο και στην αγόρευση του, ότι δεν χρειαζόταν να ζητήσει τον παραμερισμό εκείνων των πέντε αποφάσεων γιατί όταν επιτύχει στην παρούσα αγωγή δεν θα δικαιούνται η Εναγόμενη 3 να διεκδικεί εκποίηση της περιουσίας του. Αυτή η θέση είναι νομικά ανυπόστατη. Οι αποφάσεις στις πέντε αγωγές περιλαμβάνουν και διατάγματα εκποίηση ενυπόθηκων ακινήτων. Θα ήταν νομικά ανεπίτρεπτο να εκδοθεί στην παρούσα αγωγή διάταγμα που να ακυρώνει τις εξασφαλίσεις επί της ακίνητης περιουσίας και, ταυτόχρονα, να υφίστανται οι αποφάσεις στις πέντε αγωγές.
Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα από το White Book 2021, παράγραφος 24.2.3(vii), σελίδα 841, από το οποίο αντλώ καθοδήγηση:
«.it is not uncommon for an application under Pt 24 to give rise to a short point of law or construction and, if the court is satisfied that it has before it all the evidence necessary for the proper determination of the question and that the parties have had an adequate opportunity to address it in argument, it should grasp the nettle and decide it. The reason is quite simple: if the respondent's case is bad in law, he will in truth have no real prospect of succeeding on his claim or successfully defending the claim against him, as the case may be. Similarly, if the applicant's case is bad in law, the sooner that is determined, the better.»
Περαιτέρω, τα παράπονα του Ενάγοντα σε σχέση με καθυστέρηση στην λήψη μέτρων εκτέλεσης των αποφάσεων επίσης δεν στοιχειοθετούν ή αποκαλύπτουν αγώγιμο δικαίωμα εναντίον της Εναγόμενης 3 ούτε βάση για να διεκδικεί τις θεραπείες που επιδιώκει μέσω της αγωγής. Από πλευράς δε της Εναγόμενης 3 δεν διαπιστώνεται καθυστέρηση στη λήψη μέτρων εκτέλεσης των αποφάσεων από την μεταβίβαση των σχετικών δικαιωμάτων προς αυτήν.
Ούτε συμφωνώ με τον Ενάγοντα ότι οι ενέργειες και επαφές που ισχυρίζεται ότι έγιναν εκ μέρους της Εναγόμενης 3 ήταν μεμπτές. Δεν διακρίνω με ποιο τρόπο θα μπορούσαν να θεωρηθούν καταπιεστικές ούτε και φαίνεται να είναι εκτός του πλαισίου των δικαιωμάτων της ως δικαιούχου των εξ αποφάσεως χρεών και των σχετικών εξασφαλίσεων.
Επιπρόσθετα, πρέπει να σημειώσω ότι η παρούσα αγωγή είναι λανθασμένο δικονομικό διάβημα για αμφισβήτηση της νομιμότητας ή ορθότητας μέτρων εκτέλεσης ή άλλων μονομερών αιτήσεων που καταχωρήθηκαν σε άλλες διαδικασίες. Δεν είναι εφικτό, μέσω της παρούσας αγωγής, να αμφισβητηθεί η νομιμότητα της μεταβίβασης των εξ αποφάσεων χρεών και των δικαιωμάτων των σχετικών εξασφαλίσεων από την Εναγόμενη 2 προς την Εναγόμενη 3.»
Με άλλα λόγια, όλοι ουσιαστικά οι ισχυρισμοί που προβάλλει ο ενάγοντας προκειμένου να στοιχειοθετήσει τα αγώγιμα δικαιώματα επί των οποίων εδράζει τόσο την απαίτηση του όσο και την παρούσα αίτηση έχουν ήδη εκδικαστεί και απορριφθεί, είτε στα πλαίσια των αγωγών που τελεσιδίκησαν από το 2006, είτε στα πλαίσια των διαδικασιών που ο ενάγοντας καταχώρησε πριν από την παρούσα υπόθεση. Το να επανέρχεται συνεπώς ο ενάγοντας με νέα διαδικασία στην οποία να προβάλλει τους ίδιους ουσιαστικά ισχυρισμούς προκειμένου να πετύχει κάπως διαφοροποιημένες αξιώσεις, δεν μπορεί θεωρώ παρά να συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας. Και επισημαίνω εδώ ότι δεν έχω παραγνωρίσει το ότι ο ενάγοντας έχει ασκήσει έφεση εναντίον της απόφασης με την οποία απορρίφθηκε η αγωγή 3394/23. Όπως όμως υπέδειξε και το Εφετείο προς τον ενάγοντα στην ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΣΑΡΔΟΣ v. GORDIAN HOLDINGS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 50/24, 28/11/2024, η οποιαδήποτε προσπάθεια να παρακαμφθεί η κανονική πορεία της έφεσης που έχει καταχωρηθεί και δη μέσω επανεξέτασης των επίδικων θεμάτων από άλλο Δικαστήριο ή στα πλαίσια άλλης διαδικασίας, συνιστά μορφή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας που δύναται από μόνη της να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης:
«Ακόμα ένα σημείο το οποίο χρήζει αναφοράς, είναι η θέση της εφεσίβλητης για κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου από πλευράς εφεσείοντος με βάση το ιστορικό της υπόθεσης. Είναι γεγονός ότι ο εφεσείων ουσιαστικά ζητά από το Εφετείο την εκ προοιμίου εξέταση της Έφεσης του, προτού καν οριστεί δικάσιμος ημερομηνία, καταχωρηθούν περιγράμματα αγόρευσης και εκδικαστεί στην κανονική πορεία των πραγμάτων.
Ο τρόπος ενέργειας του εφεσείοντος στη συγκεκριμένη περίπτωση συνάδει με τα όσα έχουν αναφερθεί στην κλασσική υπόθεση Δ/ντής των Φυλακών ν. Τζεννάρο Περρέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217, και αποτελεί όντως μορφή κατάχρησης της δικαστικής διαδικασίας, με αποτέλεσμα την απόρριψη της Αίτησης και γι' αυτό τον λόγο.»
Υπό το φως των πιο πάνω λοιπόν, ήτοι της διαπίστωσης ότι η απαίτηση του ενάγοντα, αν όχι στο σύνολο της τουλάχιστον στο μεγαλύτερο και ουσιαστικότερο της μέρος, φαίνεται εκ πρώτης όψεως να συνιστά κατάχρηση της δικαστικής διαδικασίας, κρίνεται ότι δεν μπορεί με κανένα τρόπο να θεωρηθεί ότι στο παρόν στάδιο προβάλλεται από πλευράς ενάγοντα μια καλή συζητήσιμη υπόθεση με ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Στο ίδιο όμως συμπέρασμα θα κατέληγα σε κάθε περίπτωση για τους ίδιους λόγους που εξήγησε και η έντιμη Π.Ε.Δ στις ανωτέρω αποφάσεις της στην αγωγή 3394/23.
Για σκοπούς πληρότητας θα αναφέρω και τα εξής σε σχέση με την 3η προϋπόθεση του αρ.32.
Τα όσα επί του συγκεκριμένου ζητήματος προβάλλει ο ενάγοντας με τις Ε/Δ του τα είχε προβάλει και στα πλαίσια της αίτησης που καταχώρισε στην 3394/24 όπου εκεί λέχθηκαν τα εξής σχετικά:
«Καμία μαρτυρία ή ισχυρισμός έχει προβληθεί από τον Ενάγοντα ότι η Gordian δεν θα είναι σε θέση να πληρώσει απόφαση που τυχόν εκδοθεί εναντίον της σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής. Καμία μαρτυρία ούτε ισχυρισμός ότι είναι αφερέγγυα ή δεν έχει τους πόρους ή την περιουσία να ικανοποιήσει ενδεχόμενη απόφαση.
Ο κίνδυνος απώλειας της ιδιοκτησίας του 1/8 μεριδίου στα Επίδικα Ακίνητα που βαρύνονται με την υποθήκη δεν μπορεί, αφ εαυτού, να στοιχειοθετήσει ανεπανόρθωτη ζημιά. Ούτε και η συναισθηματική αξία ή πρόθεση για μελλοντική ανάπτυξη και εκμετάλλευση των Επίδικων Ακινήτων αλλάζουν τα δεδομένα.
Όπως εξηγήθηκε στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου Loucas Panayiotou Estates κ.α. ν Hellenic Bank Public Company Ltd, πολιτική έφεση Ε203/2013, ημερομηνίας 11.9.2019:
«Η «παραμονή» της ιδιοκτησίας στους εφεσείοντες με δική τους συγκατάθεση έχει, εκ των προτέρων, τεθεί υπό αμφισβήτηση καθότι τα συγκεκριμένα ακίνητα έχουν αποτελέσει αντικείμενο υποθήκης. Με αυτό τον τρόπο οι ίδιοι οι εφεσείοντες έχουν απεμπολήσει ένα μέρος της δικής τους απολύτου ιδιοκτησίας, θέτοντας την περιουσία υπό ενδεχόμενη πώληση λόγω εκποίησης της υποθήκης.»
Το ίδιο ισχύει, κατ' αναλογία και στην παρούσα περίπτωση.
Συνεπώς, ούτε η 3η προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν. 14/1960 πληρείται.»
Συμφωνώ με τα όσα αναφέρει η έντιμη ΠΕΔ και τα οποία κρίνω ότι εφαρμόζονται πλήρως και στα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης.
Κρίνω συνεπώς ότι ούτε η 3η προϋπόθεση του αρ.32 πληρείται αλλά και για τους λόγους που έχω εξηγήσει πιο πάνω αναφορικά με το πώς αντιμετώπισε ο ενάγοντας την επιστολή της 27/09/24, κρίνω ότι ούτε το ισοζύγιο της ευχέρειας δικαιολογεί την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους συνεπώς, κρίνω ότι η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και συνεπώς απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, αυτά, ως είναι και ο γενικός κανόνας, επιδικάζονται υπέρ της εναγομένης 2 και εναντίον του ενάγοντα. Προτού όμως προχωρήσω να ακούσω τους συνηγόρους των διαδίκων σε σχέση με το ύψος των εξόδων αυτών στα πλαίσια της σχετικής διαδικασίας που προνοούν οι Κανονισμοί, θα δώσω στους τελευταίους την ευκαιρία να συμφωνήσουν και να δηλώσουν το ύψος τους, το οποίο, από μια πρώτη θεώρηση των σχετικών Πινάκων και υπό την επιφύλαξη βέβαια των όσων ενδεχομένως να επιχειρηματολογήσουν οι συνήγοροι, φαίνεται να κυμαίνεται μεταξύ €2500 - €3000 πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει. Αν λοιπόν μέχρι τις 07/04/25 οι διάδικοι δεν καταλήξουν σε συμφωνία ως προς το ύψος των εξόδων τότε να καταχωρήσουν εκατέρωθεν σχετικούς καταλόγους μέχρι τις 09/04/25 και το Δικαστήριο θα επιληφθεί του θέματος στις 11/04/25 και ώρα 09:30 στη φυσική παρουσία τους.
(Υπ.)…………………………
Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστόν αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Καταχωρήθηκε 11/10/24 και ώρα 1450μ.μ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο