ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΡΗΣ κ.α. ν. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ κ.α., Αρ, Αγωγής: 596/22, 28/5/2025
print
Τίτλος:
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΡΗΣ κ.α. ν. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ κ.α., Αρ, Αγωγής: 596/22, 28/5/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

 

Αρ, Αγωγής: 596/22 (ι)

 

Μεταξύ:

 

1.    ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΟΥΡΡΗΣ

2.    ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΟΥΡΡΗΣ

Ενάγοντες

 

Και

 

1.     ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

2.     TRUST INTERNATIONAL INSURANCE COMPANY CYPRUS LTD

        Εναγόμενοι

----------

(Αίτηση εναγομένων ημερ. 27/08/25 για προδικαστική απόρριψη της αγωγής λόγω παραγραφής)

 

Ημερομηνία: 28 Μαΐου 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για Ενάγοντες – Καθ’ ων η αίτηση: κ. Α. Αναστασίου

Για Εναγόμενους 1 και 2 - αιτητές: κ. Ο. Καϊλής για Χαβιαρά & Φιλίππου ΔΕΠΕ

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε με γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 15/06/22 και σύμφωνα με τη γενική οπισθογράφηση με αυτή αξιώνονται γενικές και ειδικές αποζημιώσεις για τροχαίο ατύχημα που έλαβε χώρα στις 25/08/14 μεταξύ οχήματος το οποίο  οδηγούσε ο ενάγοντας 2 με συνοδηγό τον ενάγοντα 1 και οχήματος το οποίο οδηγούσε ο εναγόμενος 1 και για το οποίο η εναγόμενη 2 ασφαλιστική εταιρεία παρείχε ασφαλιστική κάλυψη.

Αναφέρω εδώ ότι κατά την καταχώρηση της αγωγής είχε σημειωθεί επί του κλητηρίου ότι πρόκειται για «νέα αγωγή σε σχέση με αγωγή που απορρίφθηκε συνέπεια των προνοιών της Δ.30 θ.1» - αυτό προφανώς κατ' εφαρμογή των προνοιών της Δ.30(1)(ε)[1] -  ενώ στον φάκελο της υπόθεσης κατατέθηκε ταυτόχρονα και τιμολόγιο και απόδειξη εξόφλησης δικηγορικών εξόδων της αγωγής 560/18.

Σύμφωνα με την έκθεση απαίτησης που καταχωρήθηκε  στις 29/11/22 και μετά που οι εναγόμενοι καταχώρησαν εμφάνιση, το επίδικο ατύχημα φέρεται να έλαβε χώρα στις 25/08/14 περί ώρα 17:00 στον δρόμο Κόρνου - Κλαυδιά όταν ο εναγόμενος 1, ο οποίος οδηγούσε με αντίθετη κατεύθυνση σε σχέση με τους ενάγοντες, εισήλθε στο αντίθετο ρεύμα κυκλοφορίας, δηλαδή στην λωρίδα που οδηγούσαν οι τελευταίοι, με αποτέλεσμα να αναγκάσει τον ενάγοντα 2 να επιχειρήσει ελιγμό προς το παγκέτο του δρόμου χωρίς όμως να καταφέρει να αποφύγει εντελώς τη σύγκρουση. Συνεπεία όμως της σύγκρουσης των δύο οχημάτων, η οποία έγινε μεταξύ του δεξιού μπροστινού μέρους του κάθε αυτοκινήτου, το όχημα των εναγόντων έγειρε στον γκρεμό που υπήρχε στην αριστερή πλευρά του δρόμου προς την οποία το όχημα είχε κινηθεί λόγω του ελιγμού οπόταν και έπεσε από ύψος 3 με 4 μέτρων.

Ο δικογραφημένος ισχυρισμός των εναγόντων είναι ότι από το ατύχημα υπέστησαν και οι δύο τους σωματικές βλάβες, απώλειες και ζημιές. Συγκεκριμένα προβάλλεται ο ισχυρισμός ότι αμφότεροι οι ενάγοντες μεταφέρθηκαν την ίδια μέρα στις Α΄ Βοήθειες του Γ.Ν. Λ/κας όπου  έτυχαν των πρώτων βοηθειών και όπου κρατήθηκαν για νοσηλεία για κάποιο χρονικό διάστημα. Ειδικότερα, και για ό,τι αφορά την παρούσα διαδικασία, στην Ε/Α αναφέρονται τα ακόλουθα.

Για τον ενάγοντα 2 καταγράφεται στην Ε/Α ως ημερομηνία της τελευταίας εξέτασης στην οποία αυτός υπεβλήθη η 19/10/15 ενώ προβάλλεται και ο ισχυρισμός ότι έχει κριθεί αναγκαίο όπως επαναλαμβάνονται οι εξετάσεις κάθε 1 με 1½ έτος για παρακολούθηση των συμπτωμάτων. Επιπρόσθετα αυτού, στην Ε/Α αναφέρεται και ότι από τις 12/09/14 ο ενάγοντας 2 παρακολουθείται από τις υπηρεσίες ψυχικής υγείας λόγω μετά-τραυματικού στρες που του έχει προκληθεί συνεπεία του ατυχήματος. Για τον ενάγοντα 1, στην Ε/Α καταγράφεται ως χρονολογία της τελευταίας ιατρικής θεραπείας που αυτός φέρεται να έλαβε ο μήνας Δεκέμβριος 2018, όταν και κατά τον τελευταίο είχε υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση λόγω επιδείνωσης της κατάστασης της υγείας του συνέπεια του ατυχήματος.

Με τη υπεράσπιση που καταχώρησαν οι εναγόμενοι στις 16/06/23 προβάλλεται αφ’ ενός προδικαστική ένσταση ότι η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω του ότι τα όποια αγώγιμα δικαιώματα είχαν οι ενάγοντες σε σχέση με το επίδικο ατύχημα αυτά έχουν παραγραφεί, και αφ’ ετέρου, και σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης, ότι το επίδικο ατύχημα δεν συνέβη συνεπεία της αποκλειστικής αμέλειας του εναγόμενου 1 αλλά συνεπεία της αμέλειας ή έστω της συντρέχουσας αμέλειας του ενάγοντα 2, ισχυρισμό για τον οποίο παρατίθενται και σχετικές λεπτομέρειες. Όσον αφορά τις κατ’ ισχυρισμό σωματικές βλάβες και υλικές ζημιές των εναγόντων, οι εναγόμενοι τις αμφισβητούν ισχυριζόμενοι ότι οι εν λόγω ζημιές και βλάβες δεν υπήρξαν ή έστω ότι δεν υπήρξαν στον υπερβολικό και διογκωμένο βαθμό που ισχυρίζονται οι ενάγοντες τους οποίους και καλούν να τις αποδείξουν αυστηρά.

Αφού ολοκληρώθηκε η δικογραφία της υπόθεσης και εκδόθηκε και στις 29/11/23 η προβλεπόμενη από τη Δ.30 κλήση για οδηγίες, οι εναγόμενοι, ενόσω η υπόθεση ήταν ακόμη στο στάδιο των οδηγιών, καταχώρισαν αίτηση με την οποία ζητούσαν όπως εκδικαστεί προδικαστικά η ένσταση τους περί παραγραφής και στα πλαίσια εκείνης της αίτησης, το Δικαστήριο, κατόπιν ακρόασης, έδωσε στις 24/02/25 την αιτούμενη άδεια.

Όσον αφορά τώρα τις εκατέρωθεν θέσεις σε σχέση με το θέμα της παραγραφής, αυτές έχουν δηλωθεί να περιέχονται στις γραπτές παραστάσεις που οι διάδικοι καταχώρισαν σε σχέση με το αίτημα για λήψη άδειας για εκδίκαση προδικαστικού σημείου, ήτοι στην αίτηση, στην ένσταση και στις αντίστοιχες υποστηρικτικές Ε/Δ, και στις οποίες παραστάσεις προχωρώ να αναφερθώ.

Σύμφωνα με την πλευρά των εναγόντων, για το επίδικο ατύχημα που επεσυνέβη στις 25/08/14 δεν είναι μόνο η παρούσα αγωγή που έχει καταχωρηθεί 8 περίπου χρόνια  αργότερα αλλά το 2018 είχε καταχωρηθεί και η αγωγή 560/18 η οποία αφορούσε το ίδιο ατύχημα και τους ίδιους διάδικους και η οποία όμως απορρίφθηκε στις 17/02/20 λόγω μη εμπρόθεσμης καταχώρισης εκεί της προβλεπόμενης από τη Δ.30 κλήσης (Τεκ. 1, 2 και 3).

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη, υποστηρίζει η πλευρά των εναγομένων, ότι πρόκειται για αγωγή που εδράζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας και της οποίας η βάση συμπληρώθηκε στις 25/08/14, για σκοπούς εξέτασης του θέματος της παραγραφής τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Ν.66(Ι)/2012, σύμφωνα με τις οποίες ο χρόνος παραγραφής για τέτοιες αγωγές είναι τα 3 έτη και ξεκινά να προσμετρείται από την 01/01/16. Αγωγή συνεπώς για το συγκεκριμένο ατύχημα έπρεπε, σύμφωνα με τους εναγόμενους, να είχε καταχωρηθεί μέχρι την 31/12/18. Και αν και όντως καταχωρήθηκε αγωγή πριν την παρέλευση της εν λόγω ημερομηνίας, ήτοι η αγωγή 560/18, η οποία καταχωρήθηκε στις 14/05/18 όταν και απέμεναν ακόμη 6 μήνες και 17 μέρες για να συμπληρωθούν τα 3 χρόνια παραγραφής, η αγωγή αυτή τελικά απορρίφθηκε στις 17/02/20. Με βάση τις πρόνοιες του Νόμου όμως, μετά που απορρίφθηκε η πρώτη αγωγή των εναγόντων, οι τελευταίοι είχαν στη διάθεση τους για να καταχωρίσουν νέα αγωγή μόνο το χρόνο που τους είχε απομείνει μετά την πρώτη καταχώριση, δηλαδή ακόμη 6 μήνες και 17 μέρες. Από τη στιγμή λοιπόν που η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε την 15/06/22, δηλαδή 2 χρόνια και 4 μήνες μετά την απόρριψη της 560/18 και περίπου 8 χρόνια μετά το επίδικο ατύχημα, τα προβαλλόμενα και προωθούμενα αγώγιμα δικαιώματα είχαν ήδη παραγραφεί.

Στην αντίπερα όχθη, με τη  Ε/Δ του ενάγοντα 1 γίνεται παραδοχή από τους ενάγοντες αναφορικά με το ότι είχε όντως καταχωρηθεί στο παρελθόν η αγωγή 560/18 σε σχέση με το επίδικο ατύχημα και με τους ίδιους διαδίκους όπως και το ότι η αγωγή εκείνη είχε απορριφθεί στις 17/02/20 λόγω μη συμμόρφωσης με τις προθεσμίες της Δ.30. Επιπρόσθετα τούτου οι ενάγοντες δεν αμφισβητούν και τον ισχυρισμό που αναφέρεται στην παράγραφο 4(iii) της Ε/Δ των εναγομένων ότι «Αναμφισβήτητα η βάση της αγωγής συμπληρώθηκε κατά τη ημερομηνία του ατυχήματος ήτοι στις 25/08/14 και ο χρόνος παραγραφής του είναι 3 (τρία) έτη». Υποστηρίζουν παρά ταύτα οι ενάγοντες ότι δεν δικαιολογείται η απόρριψη της αγωγής τους από αυτό το στάδιο διότι:

«Ενημερωθήκαμε ως τότε Ενάγοντες από τον δικηγόρο (Χ.Λ) που είχε καταχωρήσει την πρώτη αγωγή ημερομηνίας 13/05/18 με αριθμό αγωγής 560/18 με τα ίδια επίδικα θέματα κατά ή περί τις αρχές του έτους 2022 ότι είχε απορριφθεί η αναφερόμενη αγωγή λόγω μη καταχώρησης κλήσης για οδηγίες εκ μέρους του. Αυτό έγινε κατόπιν προτροπής του τώρα δικηγόρου μου... προς τον (Χ.Λ) αφού απευθυνθήκαμε στον (νυν δικηγόρο) για να μάθει γιατί καθυστερούσε η εν λόγω αγωγή. Ο κατάλογος εξόδων των Eναγόμενων αιτητών στην αγωγή καταχωρίστηκε και ψηφίστηκε την 7/09/21... (Τεκ. 1)... όπως μου εξηγήθηκε από τον (νυν δικηγόρο) έπρεπε να εξοφληθούν τα μέχρι στιγμής έξοδα στην εν λόγω αγωγή με αριθμό 560/18 και τα πραγματικά έξοδα της παρούσας αγωγής έπρεπε να καταβληθούν δίπλα για να επιτραπεί εκ νέου η καταχώρηση της αγωγής. Εν τελεί ο (Χ.Λ) επικοινώνησε με το γραφείο των Eναγόμενων και εξόφλησε τα έξοδα της εν λόγω αγωγής κατά ή περί την 11/01/22...(Τεκ.2)...εξ όσων μας ενημέρωσε ο δικηγόρος μου εάν καταχωρούσα αγωγή εναντίον του πρώην δικηγόρου μας του (Χ. Λ) χωρίς τελεσίδικη απόφαση επί του ζητήματος παραγραφής εφόσον το άρθρο 17 του νόμου 66/12 προβλέπει για επανεκκίνηση του χρόνου παραγραφής παρόλο που δεν ήταν κατ’ αναγκαστικό για να κινηθώ εναντίον του τότε δικηγόρου μου για τη απόρριψη θα την προτιμότερο να είναι αποφασισμένο το ζήτημα για να υπάρξει ξεκάθαρη ζημιά μου για αμέλεια.... ο τώρα δικηγόρος...μας ενημέρωσε πως υπάρχει κίνδυνος να εγερθεί προδικαστικό ζήτημα παραγραφής παρόλο που ως αναφέρει ο νόμος 66/12 το άρθρο 18 η περίοδος παραγραφής αρχίζει εξ αρχής. Σε τέτοια περίπτωση όπως μου εξήγησε θα πρέπει να εκδικαστεί το συντομότερο από καταχώρηση της αγωγής μας για να ξεκαθαρίσει εάν παραγράφηκε το αγώγιμο μας δικαίωμα συνέπεια των πράξεων ή παραλείψεων του προηγούμενου (δικηγόρου) εφόσον είναι ένα ζήτημα νομικό το οποίο θα μπορούσε να εξεταστεί στα αρχικά στάδια της παρούσας αγωγής από τις 15/06/22 που καταχωρίστηκε και όχι σήμερα μετά από 3 χρόνια... οι Ενάγοντες καθ' όλη τη διάρκεια απόρριψης της πρώτης αγωγής με αριθμό 560/18 από τις 17/02/20 και ή από τις 14/09/21 μέχρι και της καταχώρησης της παρούσας αγωγής... δεν επικοινώνησαν μαζί μας για τα έξοδα τους και μάλιστα περίμεναν να περάσει η περίοδος των 6 μηνών και 17 ημερών από τις 17/02/20 που απορρίφθηκε η αγωγή 560/18... »

Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις των μερών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο. Επί του παρόντος όμως περιορίζομαι ν’ αναφέρω ότι μεν η πλευρά των αιτητών επιχειρηματολόγησε σε σχέση με το πώς τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του περί παραγραφής Νόμου σε συνάρτηση με τα γεγονότα της υπόθεσης ενώ η πλευρά των καθ’ ών η αίτηση υποστήριξε ότι στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες ουσιαστικά τιμωρούνται για την αμέλεια που επέδειξε ο δικηγόρος τους και ο οποίος δεν τους είχε ενημερώσει εγκαίρως για τα δικαιώματα και υποχρεώσεις τους.

Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Σημειώνω τα εξής.

Ως έχει νομολογηθεί, το ζήτημα της παραγραφής «...είναι δικαιοδοτικό και ορθό είναι να εξετάζεται κατά προτεραιότητα και να αποφασίζεται αναλόγως…εφόσον άπτεται της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί στην ουσία την υπόθεση...» (βλ. ΝΕΟΦΥΤΟΥ ν. MALAK κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 118/2012, 21/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:A297 και ΑΝΤΩΝΙΟΥ v. ΠΕΖΙΚΗ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. Ε146/2020, 14/7/2021, ECLI:CY:AD:2021:A371). Για σκοπούς εξέτασης του ζητήματος δε, «το ισχύον δίκαιο προσδιορίζεται κατά το χρόνο προώθησης του δικονομικού διαβήματος» (βλ. Δημητρίου ν. Δημητρίου (2012) 1(Α) ΑΑΔ 834) και είναι «με αναφορά στο χρόνο καταχώρησης της αγωγής (που) εξετάζεται κατά πόσο η απαίτηση έχει εκ τούτου παραγραφεί.» (βλ. Όμηρος Χριστοδουλίδης ν Global Capital Securities and Financial Services Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 636).

Βεβαίως, «…η παραγραφή αποτελεί δικονομικό κανόνα δικαίου και συνεπώς αν έχει παραγραφεί η απαίτηση με προγενέστερο νόμο αυτή δεν εξαφανίζεται αλλά μπορεί να προωθηθεί δικονομικά εφόσον με το νεότερο νόμο επεκτείνεται ο χρόνος της παραγραφής…» (βλ. Global ανωτέρω). Ακόμη δηλαδή και αν προηγούμενο νομοθέτημα έχει καταστήσει παραγραμμένο το αγώγιμο δικαίωμα, εντούτοις, αν μεταγενέστερο νομοθέτημα που ισχύει κατά τον χρόνο καταχώρησης της αγωγής, έχει ρυθμίσει διαφορετικά το θέμα, τότε το αγώγιμο δικαίωμα δύναται να θεωρηθεί ότι βρίσκεται ακόμη «εν ζωή».

Το κρίσιμο χρονικό σημείο επομένως, τόσο για σκοπούς επιμέτρησης του χρόνου παραγραφής όσο και για καθορισμό του εφαρμοστέου δικαίου είναι η ημέρα καταχώρησης της αγωγής. Είναι σε συνάρτηση με αυτή την ημερομηνία που θα εξεταστεί ποιο είναι το νομοθέτημα που θα εφαρμοστεί για να αποφασιστεί το κατά πόσο το αγώγιμο δικαίωμα έχει ή όχι παραγραφεί καθώς επίσης και ο χρόνος που παρήλθε από την ημέρα που έλαβε χώρα η κατ' ισχυρισμό πράξη ή παράλειψη από την οποία πηγάζει το αγώγιμο δικαίωμα (βλ. ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗΣ ν. LOUIS HOTELS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 8/2013, 1/10/2019).

Στην παρούσα αγωγή, η οποία καταχωρήθηκε στις 15/06/22 και αφορά σε τροχαίο ατύχημα που επεσυνέβη στις 25/08/14, είναι κοινώς αποδεκτό ότι για το ζήτημα της παραγραφής τυγχάνουν εφαρμογής οι πρόνοιες του Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμου του 2012 (66(I)/2012) ο οποίος τέθηκε «σε ισχύ την 1η Ιουλίου 2012» δυνάμει του αρχικού αρ.28. Σύμφωνα με τις πρόνοιες του τότε αρ. 3 του Ν.66(Ι)/12, «…Ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να τρέχει όταν συμπληρωθεί η βάση της αγωγής…», και, «… Αν η αξίωση στην αγωγή αφορά αποζημιώσεις για αμέλεια, οχληρία ή παράβαση θέσμιου καθήκοντος, καμιά αγωγή δεν εγείρεται μετά την πάροδο τριών ετών από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής, εκτός αν το πρόσωπο που υπέστη την σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση» (βλ. αρ.6). Παρά όμως το ότι με τη θέσπιση του Νόμου είχε πλέον ενεργοποιηθεί η προσμέτρηση του χρόνου για σκοπούς παραγραφής, εντούτοις, με τις πρόνοιες του τότε αρ.26 του Ν.66(Ι)/12, ο νομοθέτης έδωσε ουσιαστικά παράταση στο χρόνο παραγραφής αγώγιμων δικαιωμάτων που είχαν προκύψει πριν την 01/07/12, αρχικά μέχρι 31/12/2013 και στη συνέχεια, κατόπιν διαδοχικών ετήσιων τροποποιήσεων που έλαβαν χώρα μεταξύ 2012 - 2015, περαιτέρω παρατάσεις από έτος σε έτος μέχρι και την 31/12/15. Οι πρόνοιες όμως του αρ.3 που αφορούσαν στο πότε ξεκινά να μετρά ο χρόνος παραγραφής, αλλά και του αρ.6 σε σχέση με αξιώσεις στη βάση αμέλειας, παρέμειναν αναλλοίωτες μέχρι και τις 23/12/15 που θεσπίστηκε ο τροποποιητικός Ν.207(Ι)/15, ο οποίος κατάργησε το αρ.26 και τις εκεί αναφερόμενες παρατάσεις και μέσω τροποποίησης που έγινε τότε στο αρ.3, καθόρισε ότι «ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016».

Δέον να σημειωθεί εδώ ότι με το αρ.6(3) του Νόμου παρέχεται στο Δικαστήριο η εξουσία να διατάξει όπως σε κάποιες περιπτώσεις μην εφαρμοστούν οι πρόνοιες της παραγραφής και συγκεκριμένα:

«6(3) Σε οποιαδήποτε αγωγή, στην οποία η αξίωση αφορά αποζημιώσεις για πρόκληση σωματικής βλάβης ή και θανάτου ένεκα αστικού αδικήματος, το δικαστήριο έχει διακριτική εξουσία, αφού λάβει υπόψη τους λόγους και το χρόνο καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής και την διάρκεια της ανικανότητας του ενάγοντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, του αποβιώσαντα, να χειριστεί την υπόθεσή του, τη προσπάθεια του ενάγοντα ή, ανάλογα με την περίπτωση, του αποβιώσαντα για εξασφάλιση των απαραιτήτων σχετικών στοιχείων και τη στάση του εναγομένου σε σχέση με την προσπάθεια αυτή και τις συνέπειες της καθυστέρησης σε σχέση με τη διασφάλιση ή και την αξιοπιστία της μαρτυρίας, να αποφασίσει τη μη εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής:

Νοείται ότι, η πιο πάνω διακριτική ευχέρεια του δικαστηρίου δε θα ασκείται μετά την πάροδο δύο ετών από την ημέρα παραγραφής του δικαιώματος έγερσης αγωγής.»

Σημειώνω τέλος ότι για σκοπούς της παρούσας υπόθεσης αναφορά θα πρέπει να γίνει και στις πρόνοιες του αρ.13(β) που παραπέμπουν οι ενάγοντες, ήτοι ότι «Ο χρόνος παραγραφής αναστέλλεται…(β) για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής ο εναγόμενος ή πρόσωπο για το οποίο ο εναγόμενος υπέχει ευθύνη απέτρεψε τον ενάγοντα να εγείρει αγωγή…» αλλά και στις πρόνοιες του αρ.17(γ) που παραπέμπουν οι εναγόμενοι, ήτοι ότι «Ο χρόνος παραγραφής διακόπτεται και θεωρείται ότι αρχίζει να τρέχει εκ νέου εξ υπαρχής…με την έγερση αγωγής∙ αν η αγωγή αποσυρθεί κατά τρόπο που δεν δημιουργεί δεδικασμένο ή απορριφθεί για λόγους μη ουσιαστικούς ή απορριφθεί δυνάμει διατάξεων διαδικαστικού κανονισμού που αφορά καταχώριση δικογράφων και κλήση για οδηγίες, ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από της εγέρσεως της αγωγής, θεωρείται χρόνος αναστολής του χρόνου παραγραφής και εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 15 και σε περίπτωση που ο δικαιούχος εγείρει ταυτόσημη αγωγή μέσα σε έξι μήνες, ο χρόνος παραγραφής θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή»

Με γνώμονα τις πιο πάνω πρόνοιες λοιπόν επισημαίνω τα εξής.

Κατά πρώτο, είναι κοινώς αποδεκτό ότι κατά το χρόνο καταχώρησης της παρούσας αγωγής στις 15/06/22, ο χρόνος παραγραφής σε σχέση με τα επίδικα αγώγιμα δικαιώματα ήταν τα «τρία έτη από την ημέρα κατά την οποία συμπληρώθηκε η βάση της αγωγής».

Κατά δεύτερο, είναι κοινώς αποδεκτό ότι η βάση της παρούσας αγωγής συμπληρώθηκε κατά τη ημερομηνία του επίδικου ατυχήματος, ήτοι στις 25/08/14.

Κατά τρίτο, συνεπεία του τροποποιητικού Ν.207(Ι)/15, «ο χρόνος παραγραφής αρχίζει να προσμετρείται από την 1η Ιανουαρίου 2016».

Έπεται συνεπώς εκ πρώτης όψεως ότι η παρούσα η αγωγή δεν μπορούσε να εγερθεί στις 15/06/22 που καταχωρήθηκε διότι τα προβαλλόμενα αγώγιμα δικαιώματα είχαν παραγραφεί από την 01/01/19.

Το ερώτημα όμως είναι πλέον αν υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης μπορούν να τύχουν εφαρμογής οι επιφυλάξεις και οι άλλες πρόνοιες του Νόμου που δυνατό να επηρεάζουν το θέμα της παραγραφής κατά τρόπο που η παρούσα αγωγή να μην υπόκειται σε απόρριψη λόγω παραγραφής.

Η πρώτη πρόνοια που θα πρέπει να εξεταστεί είναι η ειδική πρόνοια στο αρ. 6(2) η οποία αφορά στο πότε μπορεί να θεωρηθεί διαφορετικά ότι ξεκινά ο χρόνος παραγραφής στις περιπτώσεις που αφορούν σε πρόκληση σωματικών βλαβών συνεπεία αμέλειας, ήτοι όταν «το πρόσωπο που υπέστη την σωματική βλάβη έλαβε γνώση της βλάβης μεταγενέστερα, οπότε ο χρόνος παραγραφής αρχίζει από την ημέρα που έλαβε γνώση».

Στην προκειμένη περίπτωση δεν εγείρεται τέτοια θέση από πλευράς εναγόντων και έστω και αν στην Ε/Α φαίνεται ότι αυτοί υπόκειντο σε ιατρικές εξετάσεις μέχρι και το Δεκέμβριο 2018, εντούτοις, ως οι ίδιοι δέχονται, η βάση της παρούσας αγωγής συμπληρώθηκε κατά τη ημερομηνία του επίδικου ατυχήματος, ήτοι στις 25/08/14. Ήταν άλλωστε από τις 14/05/18 που καταχώρισαν την αγωγή 560/18 που οι ενάγοντες έδειξαν ότι κανένα πρόβλημα δεν είχαν να γνωρίζουν από τότε ότι είχε συμπληρωθεί η βάση της αγωγής τους.

Η δεύτερη πρόνοια, είναι ο συνδυασμός των αρ.13(β) και 17(γ) τα οποία αφορούν στο πότε θεωρείται ότι αναστέλλεται ή διακόπτεται ο χρόνος παραγραφής. Επισημαίνω εδώ ότι σύμφωνα με τις πρόνοιες του αρ.15, οι οποίες αναφέρονται στο.αρ.13 αλλά και στις οποίες παραπέμπει και το αρ.17(γ), «…Το χρονικό διάστημα της αναστολής του χρόνου παραγραφής σύμφωνα με τα άρθρα 12 και 13 δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής. Όταν εκλείψει ο λόγος αναστολής, ο χρόνος παραγραφής αρχίζει ή, ανάλογα με την περίπτωση, συνεχίζει να τρέχει, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες….».

Οι ενάγοντες λοιπόν επικαλούνται ο αρ.13 και υποστηρίζουν ότι εφόσον πριν το 2022 δεν είχαν πληροφορηθεί από τον προηγούμενο δικηγόρο τους ότι η προηγούμενη τους αγωγή είχε απορριφθεί στις 17/02/20 και εφόσον οι εναγόμενοι μέχρι την 11/01/22 δεν είχαν προχωρήσει  να υπολογίσουν τα έξοδα τους ώστε να μπορούν αυτοί, οι ενάγοντες, δηλαδή να τα τους τα καταβάλουν, το Δικαστήριο θα πρέπει να θεωρήσει ότι «Ο χρόνος παραγραφής αναστάληκε για όσο χρονικό διάστημα μέσα στο τελευταίο εξάμηνο του χρόνου παραγραφής ο εναγόμενος ή πρόσωπο για το οποίο ο εναγόμενος υπέχει ευθύνη απέτρεψε τον ενάγοντα να εγείρει αγωγή…». Με κάθε σεβασμό προς την πλευρά των εναγόντων όμως θεωρώ ότι η θέση τους αυτή δεν ευσταθεί. Εξηγώ.

Η αμέλεια και η αδράνεια που φαίνεται να αποδίδεται στον πρώην δικηγόρο των εναγόντων σίγουρα δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι καθιστά την περίπτωση ως περίπτωση όπου «ο εναγόμενος ή πρόσωπο για το οποίο ο εναγόμενος υπέχει ευθύνη απέτρεψε τον ενάγοντα να εγείρει αγωγή». Ούτε όμως και μπορούν οι εναγόμενοι να θεωρηθούν υπεύθυνοι για το χρόνο που χρειάστηκε να υπολογιστούν τα έξοδα τους εφόσον αν ήταν όντως η πρόθεση των εναγόντων να καταχωρίσουν άμεσα νέα αγωγή, τίποτα δεν τους εμπόδιζε, και μάλιστα ίσως να ήταν και καθήκον τους, από του να προχωρήσουν και να ζητήσουν εκείνοι να γίνει το συντομότερο δυνατό ο υπολογισμός ώστε να καταβάλουν τα έξοδα. Υπενθυμίζω ότι δεν επρόκειτο για ψήφιση αλλά για υπολογισμό εξόδων ο οποίος γίνεται από τον Πρωτοκολλητή προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και συνεπώς δεν χρειάζεται να καταχωρηθεί οτιδήποτε προκειμένου να «ενεργοποιηθεί».

Οι εναγόμενοι τώρα υποστηρίζουν ότι στην προκειμένη περίπτωση τυγχάνει εφαρμογής η πρόνοια του αρ.17(γ), δηλαδή, όταν καταχωρήθηκε η πρώτη αγωγή στις 14/05/18, ο «χρόνος παραγραφής διακόπηκε» και όταν η αγωγή απορρίφθηκε στις 17/02/20, «ο χρόνος που έχει διαρρεύσει από της εγέρσεως της αγωγής, θεωρείται χρόνος αναστολής του χρόνου παραγραφής», τότε, κατ’ εφαρμογή του αρ. 15, ο εν λόγω χρόνος «…δεν υπολογίζεται στο χρόνο παραγραφής …(και)…ο χρόνος παραγραφής αρχίζει ή, ανάλογα με την περίπτωση, συνεχίζει να τρέχει, σε καμιά όμως περίπτωση δεν συμπληρώνεται πριν περάσουν έξι μήνες». Αν δε «ο δικαιούχος εγείρει ταυτόσημη αγωγή μέσα σε έξι μήνες», τότε «ο χρόνος παραγραφής θεωρείται ότι έχει διακοπεί με την προηγούμενη αγωγή».

Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, όπως εύστοχα επισημαίνουν οι εναγόμενοι,  όταν καταχωρήθηκε η αγωγή 560/18 στις 14/05/18, παρέμεναν ακόμη 6 μήνες και 17 μέρες για να συμπληρωθούν τα 3 χρόνια παραγραφής και με βάση το αρ.15, και αυτός ήταν και ο χρόνος που παρέμενε μετά τις 17/02/20 που εκείνη η αγωγή απορρίφθηκε, αφού όμως πρώτα συμπληρώνονταν ακόμη 6 μήνες. Ο χρόνος δηλαδή των 6  μηνών και 17 ημερών που είχαν στη διάθεση τους οι ενάγοντες για να καταχωρίσουν νέα αγωγή συμπληρωνόταν στις 17/02/21, ήτοι 1 χρόνο και 4 μήνες πριν να καταχωρηθεί η παρούσα.

Συνάγεται συνεπώς ότι όταν καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή, τα επίδικα αγώγιμα δικαιώματα των εναγόντων είχαν όντως παραγραφεί.

Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης το τελευταίο που απομένει να εξεταστεί είναι το αν η περίπτωση είναι τέτοια που δικαιολογεί την άσκηση της διακριτικής εξουσίας που έχει το Δικαστήριο δυνάμει του αρ. 6(3) του Νόμου «να αποφασίσει τη μη εφαρμογή των διατάξεων περί παραγραφής». Υπενθυμίζω συναφώς ότι η παρούσα αγωγή έχει καταχωρηθεί εντός των δυο ετών που μπορεί η εν λόγω εξουσία ν’ ασκηθεί.

Έχοντας λοιπόν λάβει υπόψη, αφ’ ενός το χρόνο καθυστέρησης στην καταχώρηση της αγωγής, ήτοι  1 χρόνο και 4 μήνες, και τους λόγους που προέβαλαν οι ενάγοντες για την καθυστέρηση αυτή, ήτοι ότι ήταν ουσιαστικά ο πρώην δικηγόρος τους που την προκάλεσε, και αφ’ ετέρου τη στάση που επέδειξαν οι εναγόμενοι, ήτοι ότι δεν επιχείρησαν καθόλου να αποτρέψουν ή να εμποδίσουν τους ενάγοντες από του να καταχωρίσουν νέα αγωγή αλλά μάλιστα, όταν τους ζητήθηκε να ενημερώσουν για τα έξοδα τους το έπραξαν χωρίς να καθυστερήσουν εσκεμμένα, κρίνω ότι η διακριτική εξουσία που παρέχει το αρ.6(3) δεν μπορεί ν’ ασκηθεί υπέρ των εναγόντων, και όχι τουλάχιστο χωρίς να παραβιάζονται άδικα και αδικαιολόγητα τα δικαιώματα των εναγόμενων που διασφαλίζονται από τις πρόνοιες του Ν.66(I)/2012.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους συνεπώς η προδικαστική ένσταση επιτυγχάνει και η αγωγή απορρίπτεται εξ ολοκλήρου λόγω παραγραφής με έξοδα υπέρ εναγομένων και εναντίον εναγόντων ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.

(Υπ.)………………………

Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] 1. (α) Ο ενάγων σε κάθε αγωγή υποχρεούται εντός ενενήντα ημερών από το χρόνο κατά τον οποίο τα δικόγραφα θεωρούνται συμπληρωμένα …να εκδώσει κλήση για οδηγίες, οριζόμενη ενώπιον του Δικαστηρίου σε χρονικό διάστημα όχι μικρότερο των εξήντα ημερών…. (γ) Σε περίπτωση που ο ενάγων αμελήσει ή παραλείψει να εκδώσει την προνοούμενη στην παράγραφο …. το Δικαστήριο δύναται… να απορρίψει την αγωγή με τέτοιους όρους όπως ήθελε κρίνει δίκαιο…(νοείται ότι) σε περίπτωση που παρέλθουν άπρακτες οι παραπάνω προθεσμίες, η αγωγή θα θεωρείται ως εγκαταλειφθείσα και το Πρωτοκολλητείο θα θέτει το φάκελο της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου το συντομότερο δυνατό προς απόρριψή της, με έξοδα εναντίον του ενάγοντα… δ) Η κατά τα ανωτέρω απόρριψη της αγωγής ή της ανταπαίτησης, ως θα είναι η περίπτωση, δεν θα συνιστά κώλυμα καταχώρησης νέας αγωγής ή ανταπαίτησης με την ίδια αιτία αγωγής, τηρουμένων των προνοιών περί παραγραφής σε οποιοδήποτε νόμο. (ε) Τα έξοδα εναντίον του ενάγοντα….θα υπολογίζονται και η πληρωμή τους θα συνιστά προαπαιτούμενο καταχώρησης νέας αγωγής κατά την παράγραφο (δ) ανωτέρω. Το νέο κλητήριο θα φέρει σημείωμα ότι πρόκειται για «Νέα αγωγή σε σχέση με αγωγή αρ. .................................. που απορρίφθηκε την .................................. συνεπεία των προνοιών της Δ.30 Θ 1» και τα τέλη καταχώρησης της (χαρτόσημα, δικηγορόσημα ή άλλα) θα είναι τα διπλάσια εκείνων που αναλογούν στην κλίμακα της αγωγής ή της ανταπαίτησης ως θα είναι η περίπτωση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο