Β2KAPITAL CYPRUS LTD ν. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΗ κ.α., Αρ. Αγωγής: 485/16, 19/3/2025
print
Τίτλος:
Β2KAPITAL CYPRUS LTD ν. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΗ κ.α., Αρ. Αγωγής: 485/16, 19/3/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 485/16

Μεταξύ:

Β2KAPITAL CYPRUS LTD, εκ Λευκωσίας

Εναγόντων

Και

 

1.    ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΜΟΥΖΟΥΡΗ, Ξυλοφάγου

2.    ΑΝΔΡΟΥΛΛΑ ΓΙΑΝΝΑΡΑ ΜΟΥΖΟΥΡΗ, Ξυλοφάγου

Εναγομένων

----------

Ημερομηνία: 19 Μαρτίου, 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για Ενάγοντες: κ. Α. Ζαχαρίου

Για Εναγόμενους 1 και 2: Χειρίζονται αυτοπροσώπως την υπόθεση - εναγόμενος 1 παρών  

ΑΠΟΦΑΣΗ

Σύμφωνα με το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχωρήθηκε στις 10/03/2016, η παρούσα υπόθεση αφορά σε αξίωση που προβάλλεται εναντίον των εναγομένων, οι οποίοι είναι αντρόγυνο, για ποσά τα οποία κατ’ ισχυρισμό κατέληξαν να οφείλονται από τους τελευταίους συνεπεία πιστωτικών διευκολύνσεων που είχαν παρασχεθεί μεταξύ 2003 - 2012 στον εναγόμενο 1 από την τότε Marfin Laiki Popular Bank Public Ltd (εφ΄ εξής Λαϊκή) υπό την εγγύηση της εναγομένης 2 συζύγου του και οι οποίες διευκολύνσεις αφορούσαν σε όριο ενός τρεχούμενου λογαριασμού και σ’ ένα δάνειο. 

Σημειώνω εδώ ότι η αγωγή είχε καταχωρηθεί αρχικά από την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, η οποία δεν αμφισβητείται ότι το 2013 είχε αποκτήσει, δυνάμει νομοθεσίας (ΚΔΠ104/13), όλα τα περιουσιακά στοιχεία, δικαιώματα και υποχρεώσεις της Λαϊκής, περιλαμβανομένων και των  δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από τις επίδικες στην παρούσα υπόθεση συμφωνίες (Τεκ.1).  Εκκρεμούσης όμως της αγωγής, τα πρόσωπα που αναφέρονται στον τίτλο ανωτέρω ως οι νυν ενάγοντες, απέκτησαν από την Τράπεζα Κύπρου δυνάμει συμφωνίας που έγινε κατ’ εφαρμογή των προνοιών του αρ. 18 του Ν.169(Ι)/15, όλα τα επίδικα δικαιώματα και υποχρεώσεις, οπόταν και αντικατέστησαν και υποκατέστησαν εκείνα την Τράπεζα Κύπρου στην προώθηση της παρούσας αγωγής ως ενάγοντες (βλ. σχετική ειδοποίηση που κατατέθηκε στο φάκελο). Η εν λόγω αλλαγή είχε γνωστοποιηθεί τότε και στους εναγόμενους με σχετικές επιστολές (Τεκ.2, 3 και 4).

Σημειώνω επίσης ότι αρχικά οι εναγόμενοι εκπροσωπούνταν από διάφορους δικηγόρους οι οποίοι είχαν προβεί εκ μέρους τους και σε καταχώρηση κοινής υπεράσπισης και ανταπαίτησης αλλά και σε διάφορα άλλα διαδικαστικά διαβήματα όπως π.χ. αιτήσεις τροποποίησης, αιτήματα στη βάση της Δ.30, καταχώριση ονομαστικών καταλόγων μαρτύρων κλπ. Πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας όμως, η τελευταία δικηγόρος που εκπροσωπούσε τους εναγόμενους ζήτησε και έλαβε, με τη σύμφωνο γνώμη των εναγομένων, άδεια του Δικαστηρίου να αποσυρθεί, οπόταν και οι τελευταίοι παρέμειναν έκτοτε να εκπροσωπούν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Μάλιστα δε, σε κάποιο στάδιο πριν από την ακρόαση, οι εναγόμενοι υπέβαλαν και γραπτή αίτηση για τροποποίηση της υπεράσπισης τους η οποία όμως, κατόπιν ακρόασης, απορρίφθηκε με σχετική ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου.

Των πιο πάνω λεχθέντων αναφέρω ότι κατά την ακρόαση μαρτυρία εκ μέρους των εναγόντων έδωσε μια εκ των λειτουργών τους, ήτοι η Ζ.Γ. (ΜΕ1), ενώ εκ μέρους των εναγομένων μαρτυρία έδωσε μόνο ο εναγόμενος 1, ο οποίος, τόσο με τη δική του μαρτυρία όσο και με την αντεξέταση που έκαμε της μάρτυρος των εναγόντων προώθησε τις θέσεις και των δύο εναγομένων, δίδοντας ιδιαίτερη έμφαση στα θέματα που αφορούσαν την εναγόμενη 2 σύζυγο του. 

 

Η εκδοχή λοιπόν που προώθησαν οι ενάγοντες με τα δικόγραφα τους και τη μαρτυρία της ΜΕ1 (Έγγραφο Α) ήταν η εξής:

Α.   Στις 02/3/2006 ο εναγόμενος 1 υπέγραψε γραπτή συμφωνία με την Λαϊκή για χορήγηση σε αυτόν πιστωτικών διευκολύνσεων υπό την μορφή ορίου σε τρεχούμενο λογαριασμό ύψους Λ.Κ.10.000. Είχε τότε συμφωνηθεί μεταξύ Λαϊκής και εναγόμενου 1 ότι ο συγκεκριμένος λογαριασμός θα επιβαρυνόταν με κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο αποτελείτο από βασικό επιτόκιο, ύψους τότε 4,25%, και περιθώριο, ύψους τότε 3,8% - σύνολο δηλαδή 8,05% καθώς και ότι οι συμβατικές υποχρεώσεις του τελευταίου θα διέπονταν από τα όσα αναφέρονταν στον Κατάλογο Επιτοκίων και Χρεώσεων της τράπεζας και στους Γενικούς Όρους και Κανονισμούς της.  Οι υποχρεώσεις του εναγόμενου 1 δε, είχε συμφωνηθεί ότι  θα εξασφαλίζονταν με την προσωπική εγγύηση της εναγόμενης 2 και ενός άλλου συγγενή του εναγόμενου 1 για ποσό Λ.Κ.10.000. (Τεκ.5 και 12).

Σε κατοπινό στάδιο, και συγκεκριμένα στις 03/11/2009 και 27/01/10, η Λαϊκή και ο εναγόμενος 1 συμφώνησαν γραπτώς όπως η συμφωνία της 02/03/06 τροποποιηθεί τόσο σε σχέση με το όριο του λογαριασμού όσο και σε σχέση με τις εξασφαλίσεις του. Είχε ειδικότερα συμφωνηθεί όπως το μεν όριο του λογαριασμού αυξηθεί, εν τέλει στο ποσό των €130.000, ενώ για τις εξασφαλίσεις που είχαν αρχικά δοθεί υπό τη μορφή προσωπικής εγγύησης της εναγόμενης 2 και ενός συγγενή του εναγόμενου 1, συμφωνήθηκε πρώτα όπως αυτές αντικατασταθούν με εγγύηση της εναγόμενης 2 ύψους €100.000 και δέσμευση 100 αξιογράφων της Λαϊκής αξίας €100.000 τα οποία ήταν εγγεγραμμένα επ΄  ονόματι του εναγόμενου 1 και στη συνέχεια όπως αυτές ακυρωθούν και αντικατασταθούν με «νέα προσωπική εγγύηση της (εναγόμενης 1) για το ποσό των €130.000» και με «νέα δέσμευση 100 αξιογράφων της (Λαϊκής) για το ποσό των €100.000» (βλ.Τεκ. 6 και 7). Στα πλαίσια των εν λόγω συμφωνιών, είχε δηλωθεί ρητά και ότι  όλοι οι άλλοι όροι της συμφωνίας της 02/03/06, περιλαμβανομένων δηλαδή και των όσων αναφέρονταν στους Γενικούς Όρους και Κανονισμούς της Τράπεζας (Τεκ.8) και στον Κατάλογο Επιτοκίων της τελευταίας (Τεκ.9), θα συνέχιζαν να ισχύουν με τον ίδιο δεσμευτικό τρόπο. Στη βάση των συμφωνηθέντων, ο μεν εναγόμενος 1 προέβη στις 06/11/2009 σε γραπτή συμφωνία δέσμευσης και ενεχυρίασης προς όφελος της Λαϊκής 100 αξιογράφων της τελευταίας που είχε εγγεγραμμένα στο όνομα του (Τεκ.21), ενώ η εναγόμενη 2, αφού έλαβε από την Λαϊκή σχετική γραπτή ενημέρωση για την τροποποιητική συμφωνία με τον εναγόμενο 1 ημερ. 27/01/10 και δήλωσε ενυπογράφως ότι είχε κατανοήσει πλήρως τα όσα είχαν συμφωνηθεί καθώς επίσης και τη δέσμευση που ζητείτο ν’ αναληφθεί από εκείνη αλλά και το δικαίωμα της να λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή, συμφώνησε γραπτώς στις 27/01/10 όπως εγγυηθεί προσωπικά τον εναγόμενο 1 για το συμφωνηθέν αυξημένο όριο των €130.000 πλέον τόκους και έξοδα (Τεκ. 7Α και 19).  .

Στις 18/6/2010, ο εναγόμενος 1 και η Λαϊκή συμφώνησαν γραπτώς για περαιτέρω τροποποίηση της συμφωνίας της 02/03/06 σε σχέση με το περιθώριο του επιτοκίου του λογαριασμού οπόταν και το περιθώριο αυτό μειώθηκε σε 2,5% (Τεκ.10).

Στις 24/08/2012, κατόπιν νέας τροποποιητικής συμφωνίας μεταξύ της Λαϊκής και του εναγόμενου 1, συμφωνήθηκε όπως αποδεσμευθούν 50 από τα 100 δεσμευμένα αξιόγραφα της Λαϊκής που ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα του τελευταίου και όπως αντικατασταθούν με την ενεχυρίαση 500.000 μετοχών της Λαϊκής που ήταν επίσης εγγεγραμμένες στο όνομα του εναγόμενου 1 (Τεκ.11).  Στη βάση αυτής της συμφωνίας, ο εναγόμενος 1 υπέγραψε στις 24/08/2012  συμφωνία ενεχυρίασης 500.000 μετοχών της Λαϊκής προς όφελος της τελευταίας ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων του σε σχέση με το συγκεκριμένο επίδικο λογαριασμό (Τεκ.22).

Β.   Στις 18/06/2010, ο εναγόμενος 1 συμφώνησε με την Λαϊκή όπως λάβει από την τελευταία δάνειο ύψους €100.000 με σκοπό την «οικονομική βοήθεια προς τα παιδιά του». Το εν λόγω δάνειο είχε συμφωνηθεί όπως επιβαρύνεται με βασικό επιτόκιο 5% και με επιπρόσθετο επιτόκιο 2% - δηλαδή 7% στο σύνολο - και όπως αποπληρωθεί με 17 ισόποσες τριμηνιαίες δόσεις από την 04/09/2010 και με μια τελευταία 18η δόση ύψους €101.734,92 η οποία θα ήταν πληρωτέα στις 04/12/2014. Συμφωνήθηκε τότε επίσης όπως ο Κατάλογος Επιτοκίων και Χρεώσεων της τράπεζας καθώς και οι Γενικοί Όροι και Κανονισμοί της (Τεκ.8 και 9) ισχύουν κατά δεσμευτικό τρόπο σε σχέση και με την εν λόγω συμφωνία (Τεκ.13).

Ως εξασφάλιση του εν λόγω δανείου είχε συμφωνηθεί μεταξύ άλλων όπως δοθεί προσωπική εγγύηση της εναγομένης 2 για το ποσό των €100.000, την οποία εγγύηση η τελευταία έδωσε αφού πρώτα έλαβε από τη Λαϊκή σχετική γραπτή ενημέρωση για την συμφωνία δανείου με τον εναγόμενο 1 και δήλωσε ενυπογράφως ότι είχε κατανοήσει πλήρως και τα όσα είχαν συμφωνηθεί, και τη δέσμευση που ζητείτο από εκείνη να αναλάβει, αλλά και το δικαίωμα που είχε να λάβει ανεξάρτητη νομική συμβουλή (Τεκ.20).

Αφού λοιπόν υπογράφτηκαν όλα τα σχετικά έγγραφα και παραχωρήθηκαν οι συμφωνηθείσες εξασφαλίσεις η Λαϊκή άνοιξε επ’ ονόματι του εναγόμενου 1 σχετικό λογαριασμό δανείου, ο οποίος, στις 28/6/2009, όταν και ξεκίνησε με μηδενικό υπόλοιπο, χρεώθηκε το δανεισθέν ποσό των €100.000 λόγω πίστωσης του συγκεκριμένου ποσού την ίδια μέρα στον τρεχούμενο λογαριασμό του εναγόμενου 1 που αναφέρεται στο Α ανωτέρω (βλ. Τεκ. 17 και 18 στα οποία θα κάνω πιο κάτω ειδικότερη αναφορά).

Με άλλα λόγια, ανέφερε η μάρτυς, με βάση τις συμφωνίες των εναγομένων, κατέληξε να υπάρχει στο όνομα του εναγόμενου 1 ένας τρεχούμενος λογαριασμός με όριο €130.000 και ένα δάνειο ύψους €100.000, ενώ ως εξασφαλίσεις κατέληξαν να υπάρχουν προσωπικές εγγυήσεις της εναγομένης 2 για €130.000 και €100.000 και ενεχυριάσεις προς όφελος της Λαϊκής,  αξιογράφων και μετοχών της Λαϊκής που ήταν εγγεγραμμένα στο όνομα του εναγόμενου 1.

Όσον αφορά τώρα τη διακύμανση του επιτοκίου των δυο πιο πάνω λογαριασμών, δηλαδή του τρεχούμενου και του δανείου, κατατέθηκαν ως Τεκ. 16 διάφορες σχετικές ειδοποιήσεις που δημοσίευε κατά καιρούς η Λαϊκή στον ημερήσιο τύπο ως της επέτρεπαν οι όροι της κάθε επίδικης συμφωνίας (βλ. μεταξύ άλλων Όρο 18(ι)(ε) (Τεκ.8), παρ. 3 Τεκ.12).

Σύμφωνα με τη μάρτυρα, λόγω του ότι είχε σε κάποιο στάδιο διαπιστωθεί ότι ο εναγόμενος 1 παρέλειπε επανειλημμένα να συμμορφωθεί με τις συμβατικές του υποχρεώσεις σε σχέση με την αποπληρωμή των εκάστοτε οφειλόμενων υπολοίπων των λογαριασμών του, η Τράπεζα Κύπρου, στην οποία είχαν τότε μεταβιβαστεί οι επίδικες συμφωνίες και λογαριασμοί, έστειλε στις 19/10/2015 σε αμφότερους τους εναγομένους επιστολές με τις οποίες τους ενημέρωνε αφ΄ ενός για τις συμβατικές παραβάσεις και αφ’ ετέρου τους καλούσε όπως διευθετήσουν άμεσα την ομαλοποίηση των λογαριασμών (Τεκ.23). Λόγω όμως της μη θετικής ανταπόκρισης των εναγομένων, η Τράπεζα Κύπρου τους έστειλε νέα επιστολή στις 21/01/2016 με την οποία τους ενημέρωνε ότι τερμάτιζε τη λειτουργία αμφότερων των λογαριασμών και καθιστούσε τα τότε αντίστοιχα οφειλόμενα ποσά, πλέον τόκους και έξοδα, άμεσα απαιτητά και πληρωτέα (Τεκ.24).

Όσον αφορά το πώς κινήθηκαν οι δυο επίδικοι λογαριασμοί, η μάρτυς κατέθεσε τις αντίστοιχες καταστάσεις λογαριασμού που εκδίδονταν κατά καιρούς από την Λαϊκή και την Τράπεζα Κύπρου, συνοδεύοντας αμφότερα τα δύο σετ καταστάσεων με πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35(3) του περί Αποδείξεως Νόμου, ήτοι ως αποτελούντα μέρος του αρχείου που οι ενάγοντες τηρούν σε σχέση με τις συμφωνίες και λογαριασμούς που απέκτησαν από την Τράπεζα Κύπρου (Τεκ.17 και 18).  Σύμφωνα λοιπόν με τις εν λόγω καταστάσεις:

Α)   Ο τρεχούμενος λογαριασμός φαίνεται να ενεργοποιείται τον Φεβρουάριο του 1999, όταν και παρουσιάζεται να έχει μηδενικό υπόλοιπο, και ακολούθως, κατόπιν διαφόρων χρεοπιστώσεων, να φτάνει, στις 02/03/2006 που έγινε η επίδικη συμφωνία παραχώρησης ορίου ΛΚ10.000, σε οφειλόμενο υπόλοιπο περί τις Λ.Κ.10.000, στις 03/11/2009 που αυξήθηκε το όριο, σε οφειλόμενο υπόλοιπο περί τις €83,500, τον Ιανουάριο του 2010 που αυξήθηκε ξανά το όριο σε €130.000, σε οφειλόμενο υπόλοιπο περί τις €134.000, στις 18/06/2010 που μειώθηκε το περιθώριο του επιτοκίου και συνάφθηκε η επίδικη συμφωνία δανείου των €100.000, σε οφειλόμενο υπόλοιπο περί τις €124.000 το οποίο μειώθηκε κατά €100.000 στις 28/06/10 όταν μεταφέρθηκε το δανεισθέν ποσό από τον επίδικο λογαριασμό δανείου, στις 24/08/2012 που τροποποιήθηκαν οι εξασφαλίσεις, σε  οφειλόμενο υπόλοιπο περί τις €134.000 και τον Ιανουάριο του 2016 που απεστάλη η επιστολή τερματισμού, σε οφειλόμενο υπόλοιπο €179.134,31. Σημειώνω εδώ ότι το ποσό που αξιώθηκε με την παρούσα αγωγή σε σχέση με τον εν λόγω λογαριασμό, ήταν το ποσό των €179.261,20 με τόκο 8,5% από 01/01/2016.

Β.   Ο επίδικος λογαριασμός του δανείου φαίνεται να ενεργοποιείται στις 28/06/2010 με την χρέωση του ποσού των €100.000 το οποίο πιστώθηκε ταυτόχρονα στον επίδικο τρεχούμενο λογαριασμό, και ακολούθως, κατόπιν διαφόρων χρεοπιστώσεων, να φτάνει, στις 19/10/2015 σε οφειλόμενο υπόλοιπο περί τις €130.527,04, και τον Ιανουάριο του 2016 που στάληκε η επιστολή τερματισμού, σε οφειλόμενο υπόλοιπο €130.553,35 που είναι και το σχετικό ποσό που αξιώθηκε με την παρούσα αγωγή.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι κατά τη μαρτυρία της η μάρτυς κατέθεσε και δυο αναδομημένες καταστάσεις σε σχέση με τον κάθε επίδικο λογαριασμό (Τεκ.14 και 15), αναφέροντας ότι οι ενάγοντες είχαν αποφασίσει να περιορίσουν την απαίτηση τους σε σχέση και με τους δυο λογαριασμούς στο εκάστοτε αντίστοιχο οφειλόμενο υπόλοιπο, αφαιρουμένων όμως οποιονδήποτε χρεωθέντων εξόδων και με επιτόκιο περιορισμένο στα συμβατικά πλαίσια ως αυτό διαμορφώθηκε με τις εκάστοτε δημοσιεύσεις και τερματισμό μέχρι και τις 08/05/20 που ανέλαβαν οι νυν ενάγοντες, δηλαδή 7,75%, 6,50 και 8,5% σε σχέση με τον τρεχούμενο και 7%, 7,5%, 7,75%, 7,25%, 6,50%, 6,25%, 5,25%, και 7,25% σε σχέση με το δάνειο. Από τις 08/05/20 όμως και εντεύθεν, οι νυν ενάγοντες περιορίζουν τον αξιούμενο τόκο στο 6,5% σε σχέση με τον τρεχούμενο και στο 5,25% σε σχέση με το δάνειο (Τεκ.14 και 15). Λόγω αυτής της αναδόμησης, το οφειλόμενο υπόλοιπο των δύο λογαριασμών κατά την ημερομηνία τερματισμού τους, αναδιαμορφώνεται σε €165.545,06 για τον τρεχούμενο (αντί του ποσού των €179.261,20 που αξιώθηκε με την αγωγή) και σε €127.180,16 για το δάνειο (αντί του ποσού των €130.553,35 που αξιώθηκε με την αγωγή). 

Περιορίστηκε δηλαδή η απαίτηση των εναγόντων στο ποσό των €320,567,83 πλέον τόκο 6,5% επί ποσού €319.817,43 από 14/01/2025 σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό και στο ποσό των €220.785,50 πλέον τόκο 5,25% επί ποσού €220.373,43 από 14/01/2025 σε σχέση με το δάνειο, αμφότερα τα εν λόγω ποσά κεφαλαιοποιούμενα δυο φορές το χρόνο μέχρι εξόφλησης.

Η μάρτυς αντεξετάστηκε από τον εναγόμενο 1 επί διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας της και της υπεβλήθη μεταξύ άλλων ότι τα έγγραφα που έχει παρουσιάσει είναι στην ουσία κατασκευασμένα, ότι δεν ευσταθούν οι αξιώσεις των εναγόντων εναντίον των εναγομένων και ιδιαίτερα της εναγομένης 2, καθώς επίσης και ότι «μόνο €130.000 είναι το χρέος της (εναγόμενης 2) και του (εναγόμενου 1), δεν υπάρχει ούτε άλλο δάνειο και ελέγξετε τα έγγραφα σας ότι δεν υπάρχει άλλο δάνειο όπως και λογαριασμός (βλ. σελ.17 πρακτικών ημερ. 14/1/2025). Η μάρτυς απέρριψε τις υποβολές του εναγόμενου 1 και επανέλαβε τις θέσεις της ως προς το ότι από τα έγγραφα που υπέγραψαν οι εναγόμενοι και τις καταστάσεις λογαριασμού που τηρούνταν κατά καιρούς, οι υποχρεώσεις των μερών και τα οφειλόμενα υπόλοιπα είναι ακριβώς ως εκεί αναφέρονται.

Στην αντιπέρα όχθη οι εναγόμενοι υποστήριξαν, μέσω της μαρτυρίας του εναγόμενου 1, τα εξής:

«…Δεν έχει κανένα δάνειο υπογραμμένο και η γυναίκα μου δεν έκαμε κανένα δάνειο, ούτε τρεχούμενους είχε, ούτε δάνεια. Και στην πρώτη σελίδα... ούτε δέσμευσε αξιόγραφο πάνω της για να το γυρίσω εγώ, να γυριστεί πάνω της ή κάτι. Και στο τεκμήριο 7, Εντιμότατε, όλα τα γράμματα είναι... αν τα δείτε λίγο προσεκτικά, είναι με εκείνο που γράφει εξασφαλίσεις προς ακύρωση μέχρι τις νέες εξασφαλίσεις δέσμευσης αξιογράφων είναι με άλλα γράμματα, με μαυρισμένα γράμματα. Τούτα μπήκαν από άλλη σελίδα. Δεν ξέρω από πού βρεθήκαν. Η ημερομηνία που λέει στο τεκμήριο είναι 18/06/10…Το άλλο Εντιμότατε, αρνούνται ότι ήταν 200.000 τα αξιόγραφα. Αυτό που θέλω να πω στο Δικαστήριο συγκεκριμένα για την κατάσταση λογαριασμού που στέλνουν αποδεικνύουν την κατάσταση έκθεσης με μηνιαίων δόσεων από τα αξιόγραφα που έπιαναν από τον λογαριασμό μου που αναφέρονται. Ήταν 1,743 ευρώ που αποδεικνύουν το αντίστοιχο ποσό των €200.000 και πριν τελειώσουμε την περασμένη φορά στη δίκη Εντιμότατε, σου έδωσα δύο καταστάσεις λογαριασμούς τις οποίες μας έδωσε η Τράπεζα. Η μία είναι εκ μεταφοράς, και η άλλη γράφει το αρχικό ποσό…Εντιμότατε, ότι όπως είπε η μάρτυρας τους ότι απαλλάχτηκαν οι εγγυητές όλοι. Δεν είχα καμία εγγύηση, κανέναν εγγυητή δεν είχα εγώ, ούτε η γυναίκα μου ήταν απλώς δέσμευση μόνο των αξιογράφων, το ένα δάνειο που ήταν 100.000, το αρχικό ποσό, ούτε καν τους τόκους δεν τους αφαίρεσαν, ούτε ξέρουν ποιος τους το είχε δώσει. Πήγαν στα αξιόγραφα δεν μας αποδείξαν και υποδείξαν, που έπρεπε να αφαιρεθούν και μπορεί να ήταν 50 ή 30 χιλιάδες σήμερα το χρέος αν αφαιρούνταν οι δόσεις των αξιογράφων. Ποτέ δεν κατάφεραν μέχρι και σήμερα, με τα στοιχεία που ανέφερα της Τράπεζας στο Δικαστήριο, δεν κατάφεραν να υποδείξουν ούτε και σε ένα συμβόλαιο καθαρό που να δείχνει το δάνειο μεν τις υπογραφές πάνω σωστές το ποιος ήταν, ποιος είναι όπως είπα και την προηγούμενη φορά στο Δικαστήριο. Είναι άλλες σελίδες αυτά από άλλα συμβόλαια. Συνεννοημένες όπως της σύμφερε της Τράπεζας να τις παρουσιάσει. Οπόταν κύριε Πρόεδρε, ζητώ απαλλαγή από όλους τους εγγυητές που είναι παραδεκτό από τη μαρτυρία τους ότι απαλλάχτηκαν…Και ζητώ από το σεβαστό Δικαστήριο όπως απορριφθεί η υπόθεση του Δικαστηρίου, που κατά τη γνώμη μου, δεν έχει οποιαδήποτε σαφή έγγραφα και δεν λεν την πραγματική αλήθεια…Δεν υπάρχει η υπογραφή της γυναίκας μου που να την δεσμεύει σε αξιόγραφα ή εγγύηση…Καμία συμφωνία δεν υπέγραψα εγώ για να δεσμευτούν αξιόγραφα για δάνειο της (εναγόμενης 2)…Δεν έχω δάνειο εκτός από αυτό με τις 100.000 και εκείνες ακόμα τις αμφισβητώ, γιατί θα έπρεπε να ήταν πιο μειωμένο το ποσό αν αφαιρούνταν τα χρέη…Για τα αξιόγραφα ανέφερα ότι οι ίδιοι δεν ήξεραν πόσα είναι τα αξιόγραφα. Ήταν 200.000 και θα αποδεικνύονταν με τους τόκους ότι μιλούν ψέματα ότι είναι 200.000. Και οι 50.000 μετοχές έγιναν το '13, που ήταν να κλείσει η Τράπεζα…Η γυναίκα μου καμία γνώση δεν έχει σε αυτά τα θέματα, ούτε υπέγραψε, ούτε και ξέρει οτιδήποτε. Δεν έχει ιδέα, ούτε και κάποια κατάσταση στάλθηκε στη γυναίκα μου μέχρι σήμερα από τις 300 σελίδες που γράφει ο Ζαχαρίου που κρατεί στο Δικαστήριο…»

Η ακρόαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε με τις προφορικές αγορεύσεις των δύο πλευρών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο.

Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου παρακολουθώντας παράλληλα με την ίδια προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν κατά την ακρόαση, έχοντας κατά νου και τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ.             AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 366/2018, 31/1/2024, Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256). Σημειώνω τα εξής.

Με το δικόγραφο της υπεράσπισης και ανταπαίτησης που καταχωρίστηκε εκ μέρους αμφότερων των εναγομένων στις 27/09/16, καθίστατο παραδεκτή από τους τελευταίους η υπογραφή όλων των επίδικων συμφωνιών, περιλαμβανομένων και των συμφωνιών που αφορούσαν τις εγγυήσεις που έδωσε η εναγόμενη 2 και τις ενεχυριάσεις αξιογράφων και μετοχών στις οποίες προέβη ο εναγόμενος 1 (βλ. παρ. 3, 5, 8, 12, 13 υπεράσπισης). Στο βαθμό λοιπόν που οι εναγόμενοι επιχείρησαν κατά την ακρόαση να υποστηρίξουν το αντίθετο μέσω του εναγόμενου 1, οι θέσεις τους αυτές δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές και απορρίπτονται ως μη συνάδουσες με τη δικογραφία και τα εκ της δικογραφίας παραδεκτά γεγονότα. Την ίδια στιγμή, οι επί του προκειμένου θέσεις που πρόβαλε η ΜΕ1 και τα σχετικά τεκμήρια που αυτή παρουσίασε προς επίρρωση των θέσεων της, ήτοι τα Τεκ.5, 6, 7, 7Α, 10, 11, 12, 13, 19, 20, 21 και 22, συνάδουν πλήρως με τα εκ της δικογραφίας παραδεκτά γεγονότα και δη τις εκεί προβαλλόμενες παραδοχές των εναγομένων ως προς «την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας της (02/03/06)», «την υπογραφή των (συμπληρωματικών) συμφωνιών», «το άνοιγμα του επίδικου (τρεχούμενου) λογαριασμού», «την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας (δανείου)», «το ότι (η εναγόμενη 2) εγγυήθηκε τις υποχρεώσεις του εναγόμενου 1 (ως αναφέρεται στις παρ13 και 14 της Ε/Α δηλαδή την 27/01/2010 και 18/06/10 «δια εγγράφου εγγυήσεως της»)», την ενεχυρίαση αξιογράφων και μετοχών του εναγόμενου 1 δυνάμει συμφωνίας ημερ. 06/11/09 και 24/08/12.

Των πιο πάνω λεχθέντων, επισημαίνω ότι αυτό που οι εναγόμενοι αμφισβήτησαν με το δικόγραφο τους σε σχέση με το περιεχόμενο των πιο πάνω συμφωνιών ήταν η ακριβής έκταση των όρων τους, ζήτημα για το οποίο κάλεσαν τους ενάγοντες σε αυστηρή απόδειξη του. Ουδέποτε όμως κατά την αντεξέταση της ΜΕ1 ή τη μαρτυρία του εναγόμενου 1 δεν υπεδείχθη από πλευράς εναγομένων να υπάρχει μεταξύ των μερών οποιαδήποτε συμφωνία ή κείμενο άλλο από αυτά που παρουσίασε η πρώτη και ουδέποτε αντικρούσθηκε η θέση της ΜΕ1 ότι οι όροι των επίδικων συμφωνιών ήταν ως φαίνονται στις συμφωνίες που αυτή παρουσίασε καθώς επίσης και στα Τεκ.8 και 9 στα οποία οι εν λόγω συμφωνίες παραπέμπουν ρητά.

Ούτε όμως και προωθήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο οι δικογραφημένες θέσεις των εναγομένων περί πίεσης, εξαναγκασμού και εξαπάτησης τους κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών. Αντιθέτως, τα έγγραφα που παρουσίασε η ΜΕ1 και τα οποία είναι εκ της δικογραφίας παραδεκτό ότι υπογράφηκαν από τους εναγόμενους, παρουσιάζουν τους τελευταίους να δηλώνουν ρητά και ενυπογράφως κατά το χρόνο που υπέγραφαν το κάθε έγγραφο, ότι ήταν πλήρως ενημερωμένοι για το περιεχόμενο του εγγράφου που υπέγραφαν, ότι είχαν πλήρη επίγνωση για τις συνέπειες που συνεπαγόταν η υπογραφή τους επί του κάθε εγγράφου και ότι την υπογραφή τους αυτή την έθεταν ενσυνείδητα και ασκώντας την ελεύθερη βούληση τους. Υπενθυμίζω συναφώς τη νομολογιακή αρχή ότι «..Η γενική αρχή είναι ότι η υπογραφή δεσμεύει (Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004, The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 AAΔ 96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240).  Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές. Κατ΄αρχάς θα πρέπει εκείνος που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, να καταδείξει… ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω … λόγω παραπλάνησης ή δόλου,»[1].

Όπως άλλωστε έχει επίσης νομολογηθεί, «σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούσει»[2] - (βλ. επίσης - «…Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του»[3]».

Άνευ προώθησης όμως παρέμειναν και οι δικογραφημένες αρνήσεις των εναγομένων σε σχέση με την  εκταμίευση του ποσού του επίδικου δανείου καθώς και σε σχέση με την αποστολή σε αυτούς προειδοποιητικών επιστολών και επιστολών τερματισμού, αφού οι επί του προκειμένου θέσεις της ΜΕ1, οι οποίες υποστηρίχθηκαν και από σχετική έγγραφη μαρτυρία (Τεκ.14, 15, 23 και 24), στην  ουσία παρέμειναν αναντίλεκτες. Σε κάθε περίπτωση όμως, υπενθυμίζω ότι κατά την ακρόαση ο εναγόμενος 1 παραδέχτηκε και τη χορήγηση του δανείου – «…Δεν έχω δάνειο εκτός από αυτό με τις 100.000…», αλλά και την ύπαρξη οφειλής από μέρους των εναγομένων ύψους, τουλάχιστο €130.000 – «…μόνο €130.000 είναι το χρέος της (εναγόμενης 2) και του (εναγόμενου 1)».

Κοντολογίς, τα όσα ισχυρίστηκε η ΜΕ1 σε σχέση με τα γεγονότα της υπόθεσης, και για τα οποία γεγονότα η μάρτυς παρέπεμψε με λεπτομέρεια στα σχετικά έγγραφα που κατέθεσε,  αυτά ήταν είτε εκ της δικογραφίας παραδεκτά είτε δεν αμφισβητήθηκαν κατά την ακρόαση. Τα όσα όμως περί του αντιθέτου γεγονότα είχαν ισχυριστεί οι εναγόμενοι με την υπεράσπιση τους, τόσο σε σχέση με τις συνθήκες υπογραφής των επίδικων συμφωνιών όσο και σε σχέση με τα ειδικότερα δικαιώματα της εναγομένης 2 εγγυήτριας, αυτά είτε παρέμειναν άνευ προώθησης κατά την ακρόαση είτε καταρρίφθηκαν από τα υπογεγραμμένα από τους εναγόμενους έγγραφα που παρουσίασαν οι ενάγοντες, και τα οποία έγγραφα στην ουσία οι πρώτοι δεν τα αμφισβήτησαν. Την ίδια στιγμή, η θέση του εναγόμενου 1 περί εκ των υστέρων κατασκευής των εγγράφων που παρουσίασαν οι ενάγοντες ως τεκμήρια, παρέμεινε μέχρι τέλους να συνιστά μια γενική και ατεκμηρίωτη θέση.

Υπό το φως των πιο πάνω προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν όντως καταφέρει με τις καταστάσεις που παρουσίασαν να αποδείξουν ότι τους οφείλονται τα ποσά που παρέμειναν να αξιώνονται.

Η πλευρά των εναγόντων, υπενθυμίζω, παρουσίασε κατά την ακρόαση τις αναλυτικές καταστάσεις των επίδικων λογαριασμών (Τεκ.17 και 18) καθώς και δύο σετ αντίστοιχα αναδομημένων καταστάσεων (Τεκ.14 και 15), οι οποίες, σύμφωνα με τη ΜΕ1, είχαν δημιουργηθεί στη βάση των συναλλαγών που καταγράφηκαν στις αναλυτικές καταστάσεις και περιλάμβαναν αφ’ ενός τις πιστώσεις και χρεώσεις που έγιναν συνεπεία συναλλαγών που έκαμνε ο εναγόμενος 1 και αφ’ ετέρου τις χρεώσεις τόκου που υπολογίστηκαν στη βάση των διαφόρων διακυμάνσεων του επιτοκίου για τις οποίες είχαν γίνει σχετικές δημοσιεύσεις ως επέτρεπαν οι συμφωνίες. Με βάση τις αναδομημένες καταστάσεις αυτές, οι νυν ενάγοντες περιόρισαν την αξίωση τους στα «καταληκτικά» ποσά που αναφέρθηκαν ανωτέρω.

Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι οι αναλυτικές καταστάσεις Τεκ.17 και 18 είχαν κατατεθεί, όχι δυνάμει του αρ.22 Κεφ.9, ήτοι ως μέρος τραπεζικού βιβλίου – ούτε και το πιστοποιητικό που τις συνόδευε έκαμνε οποιαδήποτε αναφορά στη συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια – αλλά με πιστοποιητικό που εξέδωσαν δυνάμει του αρ.35 οι νυν ενάγοντες, οι οποίοι δεν είναι τραπεζικό ίδρυμα. Κατατέθηκαν δηλαδή ως καταστάσεις που αποτελούν μέρος του αρχείου των νυν εναγόντων, το οποίο αποτελείται από το αρχείο που μεταβιβάστηκε αυτούσιο σε αυτούς από την Τράπεζα Κύπρου, η οποία παρουσιάζεται να είναι η συντάκτης του, και η οποία είχε λάβει μέρος του συγκεκριμένου αρχείου από τη Λαϊκή. Υπενθυμίζω συναφώς ότι για την περίοδο που ο επίδικος λογαριασμός διατηρείτο στη Λαϊκή, οι πρόνοιες της ΚΔΠ 104/2013 ανέφεραν ότι από τις 29/03/13 η Τράπεζα Κύπρου, το «αποκτών πρόσωπο» δηλαδή», έπρεπε να αντιμετωπίζεται ως να είναι το ίδιο πρόσωπο με τη Λαϊκή Τράπεζα σε σχέση με περιουσιακά δικαιώματα και υποχρεώσεις που μεταβιβάζονταν και ότι οι συμφωνίες οι οποίες είχαν ήδη συναφθεί από ή σε σχέση με τη Λαϊκή και αφορούσαν τα μεταβιβαζόμενα δικαιώματα και υποχρεώσεις, έπρεπε να «λογίζονται ως αν να έχουν συναφθεί με ή σε σχέση με το Αποκτών πρόσωπο».

Βεβαίως, ενόψει του γεγονότος ότι οι εν λόγω καταστάσεις δεν κατατέθηκαν δυνάμει του αρ.22 Κεφ.9 αλλά δυνάμει του αρ.35 Κεφ.9, τα όσα λέχθηκαν στην Μιχάλης Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και υιοθετήθηκαν αργότερα με επιδοκιμασία στην ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ 390/2011, 6/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A389, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής:

«Το επίδικο χρέος, κρίνεται, έχει δεόντως αποδειχθεί. Προς τούτο κατατέθηκε ο σχετικός λογαριασμός, Τεκμ. 12, αλλά και δέσμη πινακιδίων συναλλαγής, Τεκμ. 4. Ως προς το τελευταίο δεν υπήρξε ένσταση για την κατάθεση τους. Ως προς τον λογαριασμό υπό μορφή «Cash Statement (Valuation)», υπήρξε ένσταση βασισθείσα στο ανυπόγραφο του και στην μη συνοδεία του από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση του λογαριασμού ως έγγραφο που αναφερόταν στη γραπτή δήλωση του Α. Έλληνα, Τεκμ. «Α», παρ. 22, και ήσαν στην κατοχή του υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου των εφεσιβλήτων….Κρίνεται υπό το φως των ανωτέρω, ότι ορθά το Δικαστήριο δέχθηκε ως μαρτυρία το λογαριασμό, Τεκμ. 12. Αυτός θα μπορούσε να υποστηριζόταν από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35(1) του Κεφ. 9, αλλά η απουσία του δεν το αποδυνάμωνε ως αποδεικτικό υλικό. Το Άρθρο 35(2) σχετίζεται με την τήρηση αρχείου επιχείρησης, έγγραφο δε που καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος τέτοιου αρχείου, προσάγεται ως αποδεικτικό στοιχείο, με την αξία του να αποτιμάται από το Δικαστήριο. Εδώ το Τεκμ. 12 κατατέθηκε ως έγγραφο στην κατοχή του μάρτυρα και δεν αποκλειόταν η κατάθεση του ως εξ ακοής και μόνο, δυνάμει του Άρθρου 24(1) του Κεφ. 9, εφόσον ο μάρτυρας δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ο ίδιος που περνούσε τα επί μέρους στοιχεία στο λογαριασμό. Όμως, δεν αποκλειόταν το Δικαστήριο να αποδώσει σ' αυτό το λογαριασμό τη βαρύτητα που άρμοζε, έχοντας υπόψη και τα πινακίδια συναλλαγών, Τεκμ. 4, αλλά και τη θέση του ιδίου του εφεσείοντος κατά τη δική του μαρτυρία ότι είχε όντως δώσει εντολές για αγοραπωλησία μετοχών στο λογαριασμό του (παρ. 5 της γραπτής του δήλωσης - Τεκμ. Β), και ότι έδινε εντολές στον χρηματιστή του για πώληση μετοχών και ότι μέσω αυτού ενημερωνόταν κάθε 2-3 ημέρες για το τι πωλήθηκε και τι αγοράστηκε (σελ. 65-66 των πρακτικών). Να παρατηρηθεί εδώ ότι η θέση του εφεσείοντος στη μαρτυρία του ότι ουδέποτε λάμβανε είτε τις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού, (Τεκμ. 5), οι οποίες επίσης κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, ή, τα πινακίδια συναλλαγής, ευλόγως κρίθηκε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ως μη αληθής εφόσον ο ίδιος δέχθηκε ότι κάποιες επιστολές που του αποστέλλονταν στην ίδια διεύθυνση, τις λάμβανε, ενώ δέχθηκε ότι είχε ζητήσει και κατάσταση λογαριασμού σε κάποιο στάδιο γύρω στο 2000, αλλά δεν του εστάλη οτιδήποτε, ενώ αντιφατικά κατέθεσε ότι γνώριζε για τις συναλλαγές και ότι θεωρούσε, στη βάση των δικών του υπολογισμών, ότι ήταν υπερκαλυμμένος με το όριο. Άλλωστε, είναι ανακόλουθη η θέση που προβλήθηκε ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 12, δεν ήταν έγκυρη, με την χωρίς ένσταση αποδοχή των μηνιαίων καταστάσεων λογαριασμού, Τεκμ. 5.»

Σε ανάλογες δε γραμμές κινήθηκε και η ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΥ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ-ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2014, 7/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:A135:

«…η ικανοποίηση (ή όχι) των προαπαιτούμενων προς αποδοχή μαρτυρίας τού είδους που εννοείται στο Άρθρο 22, Κεφ.9 - και εν προκειμένω της Κατάστασης Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 - δεν αποκλείει, στη συνήθη πορεία του πράγματος, την κατ' επιλογή του διαδίκου, παράλληλη ή και επάλληλη παρουσίαση άλλης παρόμοιας ή όμοιας αξιόπιστης (προφορικής ή και έγγραφης) μαρτυρίας προς απόδειξη (εν όλω ή εν μέρει), της αφορώσας απαίτησης, πέραν ή και εναλλακτικώς του Άρθρου 22, Κεφ.9 (βλ. κατ' αναλογίαν, Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ. 20.3.23), ECLI:CY:AD:2023:A124. Στη βάση τούτης της αρχής λοιπόν (αλλά και κατά δικαιική λογική) - και πολύ σωστά - είναι που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας από την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ (και όσα αποδεκτώς την επικούρησαν). Αυτό, επειδή, ο ΜΕ στη γραπτή του κατάθεση/Έγγραφο Α (έκτασης πέντε τόσων πυκνογραμμένων σελίδων), παρουσίασε μέσω και της (άνευ ενστάσεως των Εφεσειόντων) κατάθεσης αντίστοιχων τεκμηρίων (βλ. Τεκμήρια 1-16Β), όσα έπρεπε για στοιχειοθέτηση των συστατικών γνωμόνων τής διεκδίκησης των Εφεσίβλητων και τελεσφόρηση της Αγωγής.»

Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, η ΜΕ1, επικαλούμενη την πρόσβαση που έχει στο αρχείο που αποκτήθηκε αυτούσιο από την Τράπεζα Κύπρου στα πλαίσια της μεταβίβασης που έγινε δυνάμει του αρ.18 Ν.169(Ι)/15, ισχυρίστηκε ότι οι καταστάσεις Τεκ.17 και 18, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την ετοιμασία των καταστάσεων Τεκ. 14 και 15, αποτυπώνουν πιστά το περιεχόμενο του τραπεζικού βιβλίου που τηρείτο από τη Τράπεζα Κύπρου σε σχέση με όλες τις συναλλαγές που γίνονταν κατά καιρούς στον συγκεκριμένο λογαριασμό και οι οποίες περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις που αποστέλλονταν στους εναγόμενους στη δηλωθείσα από αυτούς διεύθυνση.

Η υπεράσπιση επέλεξε να μην αντεξετάσει τη ΜΕ1 επί του περιεχόμενου των εν λόγω καταστάσεων έστω και αν με το δικόγραφο της προβάλλονταν ισχυρισμοί για ύπαρξη σωρείας παράνομων και αντισυμβατικών χρεώσεων. Συνεπεία της μη αντεξέτασης της ΜΕ1 όμως, παρέμεινε αδιαμφισβήτητο ότι είχαν όντως γίνει ως γεγονός οι χρεοπιστώσεις που οι εν λόγω καταστάσεις καταγράφουν να είχαν γίνει καθώς επίσης και το ότι οι χρεοπιστώσεις αυτές «εξηγούν», μαθηματικά τουλάχιστο, το πώς είναι που προκύπτουν τα ποσά που αξιώθηκαν με την αγωγή. Οι εξηγήσεις δε που έδωσε η ΜΕ1 σε σχέση με το περιεχόμενο των αναλυτικών καταστάσεων αλλά και των αναδομημένων ήταν και σαφείς αλλά και λεπτομερείς.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι κατά τη μαρτυρία του ο εναγόμενος 1 επιχείρησε να υποδείξει διάφορα «προβλήματα» στα όσα περιέχονταν στις καταστάσεις που παρουσίασαν οι ενάγοντες. Με κάθε σεβασμό όμως προς την υπεράσπιση, τα κατ’ ισχυρισμό «προβλήματα» αυτά δεν τέθηκαν ποτέ ενώπιον της ΜΕ1 ή του Δικαστηρίου με τον ενδεδειγμένο τρόπο, και ως εκ τούτου δεν μπορούν παρά να αγνοηθούν. Σε κάθε περίπτωση όμως, πέραν του ότι οι συναλλαγές που παρουσιάζονται στις αναλυτικές καταστάσεις διαπιστώνονται να συνάδουν λογικά και χρονικά με τις συμφωνίες που είναι παραδεκτό ότι συνάπτονταν μεταξύ Λαϊκής και εναγόμενων – ως αναφέρεται ανωτέρω οι εκάστοτε συμφωνίες για την αύξηση του ορίου του τρεχούμενου αλλά και για τη χορήγηση του επίδικου δανείου γίνονταν κατά το χρόνο που ο τρεχούμενος παρουσίαζε να έχει ανάλογο ποσό ως οφειλόμενο υπόλοιπο – υπενθυμίζω ότι «…η παρουσίαση αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού αποτελεί μια συνήθη πρακτική…, ώστε να αφαιρούνται κάποιες χρεώσεις ή επιβολή επιτοκίων, προς ικανοποίηση του πελάτη και ενθάρρυνση για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης…» (βλ. ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΙΑΚΟΥΡΤΗ v. B2KAPITAL CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 174/2015, 10/4/2024). Άλλωστε, αυτού του είδους οι αναδομήσεις αποτελούν συνήθη πρακτική σε τέτοιες υποθέσεις, η οποία έχει εγκριθεί από τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων GEOPET ALUMINIUM LTD κ.α. v. ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2014, 13/3/2024 και ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ALIREZA SHARAFI κ.α., Αρ.αγωγής 510/2011, 9/11/2015 «…είναι έγγραφα βοηθητικά που καταρτίζονται για σκοπούς του δικαστικού αγώνα προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και περιορισμό, στην προκειμένη περίπτωση, των επιδίκων θεμάτων. (βλ. Καλλικάς ν Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, 1246-48)»)   

Αποδέχομαι συνεπώς τη θέση της ΜΕ1 ότι οι καταστάσεις Τεκ.17 και 18 αντικατοπτρίζουν πλήρως το τι έλαβε χώρα ως γεγονός κατά τη διάρκεια λειτουργίας των επίδικων λογαριασμών καθώς επίσης και τη θέση ότι οι αναδομημένες καταστάσεις Τεκ.14 και 15 περιέχουν τις ίδιες συναλλαγές πλην των όσων χρεώσεων έχουν αναφερθεί ότι έχουν αφαιρεθεί.

Λαμβανομένων λοιπόν υπόψη όλων των πιο πάνω, κρίνω τις συναλλαγές που καταγράφονται στις αναλυτικές και αναδομημένες καταστάσεις ως ορθές και νόμιμες και αποδέχομαι ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία της ΜΕ1 ενώ την περί του αντιθέτου μαρτυρία του εναγόμενου 1 την απορρίπτω.

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας, βρίσκω ότι οι εναγόμενοι ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση και αντίληψη των πράξεων τους αποφάσισαν να συνάψουν τις επίδικες συμφωνίες υπό τους όρους που εκεί αναφέρονται και ότι στη βάση των συμφωνιών αυτών έλαβαν το όφελος που ήθελαν. Για λόγους όμως που αφορούν αποκλειστικά τους ίδιους τους εναγόμενους, αυτοί δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα και δεν ανταποκρίθηκαν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις με αποτέλεσμα να λάβουν πρώτα σχετική προειδοποίηση και όταν δεν ανταποκρίθηκαν θετικά, οι επίδικες συμβάσεις νόμιμα και δικαιωματικά τερματίστηκαν οπόταν και απαιτήθηκε από αυτούς όπως καταβάλουν άμεσα όλα τα οφειλόμενα ποσά. Σύμφωνα δε με τις αναδομημένες καταστάσεις Τεκ.14 και 15 επί των οποίων οι ενάγοντες περιόρισαν την απαίτηση τους και οι οποίες καταστάσεις περιέχουν τα ποσά που κρίνονται από το Δικαστήριο ότι ορθά και δικαιωματικά αξιώνονται εναντίον των εναγομένων, οι τελευταίοι όφειλαν κατά το χρόνο καταχώρησης της αγωγής €165.545,06 σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό και €127.180,16 σε σχέση με το δάνειο, ενώ τα εν λόγω ποσά ανέρχονται σήμερα στο ποσό των €320,567,83 πλέον τόκο 6,5% επί ποσού €319.817,43 από 14/01/2025 και €220.785,50 πλέον τόκο 5,25% επί ποσού €220.373,43 από 14/01/2025.

Όσον αφορά τέλος την αξίωση των εναγόντων για κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο, χωρίς να παραγνωρίζω τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2018, 18/12/2024, υπενθυμίζω ότι στην προκειμένη περίπτωση, (α) η συγκεκριμένη αξίωση περιλαμβάνετο στις πρόνοιες της επίδικης συμφωνίας (βλ. όρο 18(i)(δ) Τεκ.8, (β) ότι μέχρι την ημερομηνία τερματισμού, ήτοι όταν και αποκρυσταλλώθηκαν τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση τουλάχιστο με το θέμα του τόκου (βλ. Evelthon Developments Ltd και άλλος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ και άλλος (2012) 1 ΑΑΔ 2486), η τράπεζα είχε δεόντως ενημερώσει τους εναγόμενους για τις διάφορες μεταβολές του επιτοκίου και (γ) ότι μέχρι το 2016 ίσχυε για σκοπούς της επίδικης σύμβασης το αρ. 3(δ) του Ν160(I)/99 το οποίο καθόριζε την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479 στην οποία, όπως και στην Γεωργιάδης, απασχόλησαν οι πρόνοιες του αρ. 33 Ν.14/60,

«Όπως πολύ ορθά έχει υποδειχθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας τράπεζας, το Άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) επιτρέπει την επιδίκαση τόκου όπως προνοεί η συμφωνία των διαδίκων ή σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά νόμου επιτόκιο. Το Άρθρο 33(1) του Νόμου 14/60 έχει τροποποιηθεί με τις πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου αρ. 160(I)/99, το Αρθρο 3(δ) του οποίου καθορίζει την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως. Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα τράπεζα δεν απαιτούσε την επιδίκαση τόκου επί τόκου. Η αξίωσή της ήταν για £66.668,49 με τόκο 12.5% από 18/3/05 με κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές ετησίως. Η εφεσείουσα τράπεζα είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων (Τ.1), να τροποποιεί το επιτόκιο μέχρι το επιτρεπόμενο νόμιμο επιτόκιο. Η εφεσείουσα τράπεζα τροποποίησε το επιτόκιο με σχετικές επιστολές ημερομηνίας 26/8/2002 οι οποίες στάληκαν στους εφεσίβλητους, στις οποίες αναφερόταν ότι το επιτόκιο του λογαριασμού μεταβαλλόταν σε 12.5% και ότι ο τόκος θα κεφαλαιοποιείτο την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουλίου κάθε χρόνο. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνεται ότι η αξίωση της εφεσείουσας τράπεζας ήταν καθόλα νόμιμη.» 

Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι στην Γεωργιάδης το υπό κρίση ζήτημα δεν εξετάστηκε και υπό τη σκοπιά της Χαριλάου, κρίνω ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, από τη στιγμή που η αξίωση των εναγόντων σε σχέση με τον τόκο έχει περιοριστεί στα συμβατικά όρια και δη στα όρια για τα οποία είχε δοθεί δέουσα ενημέρωση στους εναγόμενους, η αξίωση για κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο είναι δικαιολογημένη.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους συνεπώς, κρίνω ότι με την αξιόπιστη μαρτυρία που παρουσίασαν, οι ενάγοντες πέτυχαν να αποδείξουν στον απαιτούμενο βαθμό την απαίτηση τους εναντίον των εναγομένων 1 και 2 ως αυτή έχει περιοριστεί, ενώ η ανταπαίτηση κρίνεται αβάσιμη.

Εκδίδεται συνεπώς απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα α) για το ποσό των €320,567,83 πλέον τόκο 6,5% επί ποσού €319.817,43 από 14/01/2025 μέχρι εξοφλήσεως κεφαλαιοποιούμενο δυο φορές το χρόνο την 30/06 και 31/12 κάθε χρόνου και β) €220.785,50 πλέον τόκο 5,25% επί ποσού €220.373,43 από 14/01/2025 μέχρι εξοφλήσεως κεφαλαιοποιούμενο 2 φορές το χρόνο την 30/06 και 31/12 κάθε χρόνου.

Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται.

Όσον αφορά τα έξοδα της αγωγής και της ανταπαίτησης, αυτά επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και νοείται ότι εκεί όπου τα εν λόγω έξοδα είναι κοινά σε σχέση με την απαίτηση και την ανταπαίτησης αυτά θα περιορίζονται σε ένα μόνο σετ.

 

(Υπ.)………………….…….

                                                                                                            Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ

 

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

 



[1] Βλ. κατ’ αναλογία τα λεχθέντα στην ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΔΗ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 293/2012, 7/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A67

[2] Διονά ν Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., ECLI:CY:AD:2016:A250, Π.Ε. 182/2011, 24/5/2016

[3] Χατζηστυλλή ν Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1Β ΑΑΔ 989, ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ v. AQUA MASTERS LTD, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 340/2013, 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:A65 και ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ ν. UNIVERSAL LIFE INSURANCE CO LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 144/2013, 16/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A145, ECLI:CY:AD:2019:A145


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο