BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD ν. HAIG VARBEDIAN κ.α., Αρ. Αγωγής: 2064/15, 7/1/2025
print
Τίτλος:
BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD ν. HAIG VARBEDIAN κ.α., Αρ. Αγωγής: 2064/15, 7/1/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδη, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 2064/15

Μεταξύ:

BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD

Εναγόντων

Και

 

1.    HAIG VARBEDIAN

2.    LEVON VARBEDIAN

3.    VICKEN VARBEDIAN

4.    V.F. HIGHCRAFT JEWELLERS LTD (A/E 8943)

Εναγόμενων

-----------------------------

Ημερομηνία: 07 Ιανουαρίου 2025

ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ

Για Ενάγοντες: κ. Α. Παστός και κα Κ. Χρυσάφη για Ανδρέου, ΧατζηΧριστοφής ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους: κ. Θ. Αναστασιάδης και κα Χ. Παπαχριστοδούλου για Ανδρέας Μαθηκολώνης & Σια ΔΕΠΕ 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Οι πιο πάνω ενάγοντες, κυπριακό τραπεζικό ίδρυμα, καταχώρισαν την παρούσα αγωγή στις 15/10/15 αξιώνοντας, από τους εναγόμενους 1, 2 και 3 ως πρωτοφειλέτες και από την εναγόμενη 4 ως εγγυήτρια των τελευταίων, (α) €181.223,01 πλέον τόκο 9,25% ετησίως επί ποσού €180.944,05 από 07/07/15 μέχρι εξοφλήσεως κεφαλαιοποιούμενο 2 φορές το χρόνο, ως ποσό που κατ’ ισχυρισμό προέκυψε να οφείλεται δυνάμει συμφωνίας παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων και (β) διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ2690/08 του Κτηματολογίου Λάρνακας η οποία είχε εγγραφεί επί ενός ακινήτου της εναγόμενης 4 ως εξασφάλιση των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων.

Η δικογραφημένη εκδοχή των εναγόντων, η οποία κατά την ακρόαση υποστηρίχθηκε με την ένορκη μαρτυρία δύο λειτουργών του Τμήματος Ανάκτησης Χρεών (Π.Π – ΜΕ1 και Ν.Ν ΜΕ2), ήταν ότι στις 08/04/08, οι εναγόμενοι 1, 2 και 3, κατόπιν αίτησης που είχαν υποβάλει προς το τότε τραπεζικό ίδρυμα Marfin Popular Bank Public Co Ltd (εφ’ εξής Λαϊκή), συμφώνησαν γραπτώς με την τελευταία όπως λάβουν από αυτή δάνειο ύψους €132.000 προκειμένου να αγοράσουν διαμέρισμα στο Dubai. Το εν λόγω δάνειο είχε συμφωνηθεί ότι θα ήταν πληρωτέο από τις 28/04/08 δια 180 μηνιαίων δόσεων (179 δόσεις εκ €598,19 και μία δόση εκ €132.598) και ότι θα επιβαρύνετο, αφ’ ενός με κυμαινόμενο επιτόκιο το οποίο θα αποτελείτο από το εκάστοτε βασικό επιτόκιο της τράπεζας πλέον το περιθώριο που θα καθοριζόταν από καιρό σε καιρό από την τράπεζα κεφαλαιοποιημένο 2 φορές το χρόνο – κατά το χρόνο της υπογραφής το συνολικό επιτόκιο ανερχόταν σε 5,50% ετησίως (4% βασικό πλέον 1,50% περιθώριο) – και αφ’ ετέρου με διάφορα τραπεζικά έξοδα και δικαιώματα ως αυτά καθορίζονταν γραπτώς στους «Γενικούς Όρους και Κανονισμούς» και στον «Κατάλογο Επιτοκίων και Χρεώσεων» της τράπεζας, έγγραφα για τα οποία είχε δηλωθεί ενυπογράφως από τους εναγόμενους 1, 2 και 3 ότι θεωρούνταν αποδεκτά και δεσμευτικά έγγραφα που «…αποτελούν αναπόσπαστο μέρος…» της επίδικης συμφωνίας δανείου (βλ. Τεκ.2, 3 και 4). Επιπρόσθετα των όρων αυτών, στην επίδικη συμφωνία υπήρχε μεταξύ άλλων και ρητός όρος ότι σε περίπτωση που θα υπήρχε καθυστέρηση στην καταβολή οποιασδήποτε συμφωνηθείσας δόσης τότε θα υπήρχε επιπρόσθετη χρέωση τόκου υπερημερίας ύψους 5% πέραν του συμφωνηθέντος επιτοκίου που θα ίσχυε κατά το χρόνο της καθυστέρησης.

Ως εξασφάλιση των υποχρεώσεων των εναγομένων 1, 2 και 3 σε σχέση με την αποπληρωμή του προαναφερόμενου δάνειου είχε συμφωνηθεί ότι θα εγγραφόταν Ά υποθήκη επί ενός ακινήτου της εναγόμενης 4 εταιρείας, στην οποία οι κύριοι μέτοχοι και διευθυντές ήταν οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 (Τεκ. 11), καθώς και ότι θα παραχωρείτο και εγγύηση από την εναγόμενη 4 για ποσό €132.000 πλέον τόκους και έξοδα (Τεκ.2). Οι εν λόγω εξασφαλίσεις, οι οποίες είχαν τύχει της εκ των προτέρων γραπτής αποδοχής και έγκρισης του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης 4 (10/03/08 - Τεκ.5 και 7), υλοποιήθηκαν με την υπογραφή από την τελευταία σχετικής συμφωνίας εγγύησης στις 08/04/08 ενώπιον δύο λειτουργών της Λαϊκής και σχετικής συμφωνίας και δήλωσης υποθήκης στις 18/04/08 ενώπιον των ίδιων δύο λειτουργών αλλά και μίας λειτουργού του Κτηματολογίου η οποία επιβεβαίωσε την ενώπιον της υπογραφή τοποθετώντας επί των σχετικών εγγράφων τη δική της υπογραφή και σφραγίδα (Τεκ. 6 και 8).

Αφού λοιπόν υπογράφτηκαν όλες οι σχετικές συμφωνίες η Λαϊκή προχώρησε και άνοιξε στο όνομα των εναγομένων 1, 2 και 3 τον επίδικο λογαριασμό δανείου (***067) στον οποίο χρέωσαν το δανεισθέν ποσό των €132.000 όταν οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 ζήτησαν στις 22/04/08 γραπτώς όπως λάβουν το εν λόγω ποσό υπό τη μορφή ανάλογης πίστωσης σε άλλο λογαριασμό που διατηρείτο τότε στην Λαϊκή επ’ ονόματι τους, ήτοι στο λογαριασμό ***841, όπως και έγινε (Τεκ.13 και 16).

Κατά τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού η Λαϊκή πληροφορούσε κατά καιρούς τους εναγόμενους ότι γίνονταν μεταβολές στο επιτόκιο με το οποίο χρεωνόταν ο λογαριασμός δημοσιεύοντας προς τούτο σχετικές ανακοινώσεις στον ημερήσιο τύπο ως προνοούσαν οι όροι της επίδικης συμφωνίας και συγκεκριμένα οι όροι 5 της συμφωνίας Τεκ.2 και οι όροι 17.1(ε) και (στ) των «Γενικών Όρων και Κανονισμών» Τεκ.7 (Τεκ 14).

Μέχρι το 2012 οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 ουσιαστικά ανταποκρίνονταν κανονικά στις συμβατικές τους υποχρεώσεις σε σχέση με την αποπληρωμή του δανείου τους όμως επειδή αυτό στη συνέχεια έπαυσε να ισχύει, η Λαϊκή τους έστειλε στις 15/01/13 επιστολή στη διεύθυνση που είχαν δηλώσει στη συμφωνία Τεκ.2 με την οποία τους ενημέρωνε για τις συμβατικές τους παραβάσεις, οι οποίες συνίσταντο τότε σε καθυστερημένες δόσεις ύψους €5760,10, και τους καλούσε όπως εντός 21 ημερών λάβουν τα δέοντα μέτρα για τήρηση των συμφωνηθέντων. Ανάλογη επιστολή είχε σταλεί τότε και στην εναγόμενη 4 (Τεκ 9).

Επειδή δεν υπήρξε οποιαδήποτε θετική ανταπόκριση από πλευράς εναγομένων 1, 2 και 3 και επειδή οι συμβατικές παραβάσεις των τελευταίων εξακολουθούσαν να υφίστανται και να αυξάνονται, η Λαϊκή έστειλε νέες επιστολές σε όλους τους εναγόμενους στις 15/02/2013 με τις οποίες τους ενημέρωνε ότι είχε αποφασιστεί μεταξύ άλλων ο τερματισμός της επίδικης πιστωτικής διευκόλυνσης και ότι το τότε οφειλόμενο ποσό των €147.700,39 καθίστατο πλέον άμεσα απαιτητό και πληρωτέο πλέον συνολικό τόκο 12% από 15/02/13 μέχρι εξόφλησης. Με την ίδια επιστολή, η Λαϊκή ενημέρωσε όλους τους εναγόμενους και για το σε περίπτωση που δεν εξοφλείτο το απαιτητό χρέος εντός 10 ημερών τότε θα λαμβάνονταν εναντίον τους δικαστικά μέτρα στη βάση των αντίστοιχων συμφωνιών (Τεκ. 10)

Σημειώνω εδώ ότι κατά τη μαρτυρία τους αμφότεροι οι μάρτυρες των εναγόντων ισχυρίστηκαν ότι από το σχετικό αρχείο που τηρείται στην τράπεζα δεν φαίνεται να επιστράφηκαν ποτέ οι πιο πάνω επιστολές που στάληκαν με κανονικό ταχυδρομείο στη δηλωθείσα διεύθυνση όλων των εναγομένων.

Στις 29/03/13, δυνάμει συγκεκριμένης νομοθεσίας, ήτοι του Ν.17(I)/2013 και της σχετικής ΚΔΠ104/13, μεταβιβάστηκαν στους ενάγοντες όλα τα περιουσιακά στοιχεία της Λαϊκής, περιλαμβανομένων δηλαδή και των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων και υποχρεώσεων η τελευταία είχε αποκτήσει δυνάμει συμβάσεων με τρίτους, όπως ήταν και τα επίδικα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις (Τεκ.1). Ως εκ τούτου, από εκείνη την ημερομηνία και εντεύθεν οι ενάγοντες θεωρούνται ως τα πρόσωπα που έχουν υποκαταστήσει και αντικαταστήσει τη Λαϊκή στα επίδικα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις και είναι γι’ αυτό λόγο που καταχώρισαν εκείνοι την παρούσα αγωγή το 2015 αξιώνοντας εναντίον των εναγομένων τις επίδικες θεραπείες.

Όσον αφορά τώρα το πώς είναι που κατά τους ενάγοντες προκύπτει το αξιούμενο με την αγωγή ποσό, ο ΜΕ1 κατάθεσε κατά την ακρόαση ως Τεκ.12 τις αναλυτικές καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού που κατ’ εκείνον τηρούνταν κατά τον ουσιώδη χρόνο ως μέρος του τραπεζικού βιβλίου, αρχικά της Λαϊκής και ακολούθως των εναγόντων. Οι εν λόγω καταστάσεις «ξεκινούν» από τις 22/04/08 με την εκταμίευση του δανείου με τον τρόπο που είχαν ζητήσει οι εναγόμενοι και την χρέωση του σχετικού ποσού των €132.000 και κατόπιν διαφόρων χρεοπιστώσεων που καταγράφονται εκεί να έγιναν, περιλαμβανομένων και πιστώσεων λόγω καταθέσεων αλλά και διαφόρων χρεώσεων τόκων και εξόδων, καταλήγουν στις 31/12/23 στο φερόμενο ως σημερινό οφειλόμενο ποσό των €527.542,71. Οι καταστάσεις αυτές, σημειώνω, κατατέθηκαν στο Δικαστήριο συνοδευόμενες από πιστοποιητικό που εκδόθηκε δυνάμει του άρθρου 35 Κεφ. 9 και ως αμφότεροι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ισχυρίστηκαν, η ορθότητα και ακρίβεια του περιεχομένου τους ελέγχθηκε και επιβεβαιώθηκε από τους ίδιους προσωπικά κατόπιν αντιπαραβολής τους και με το αρχείο των εναγόντων αλλά και με το αρχείο της Λαϊκής που είχε μεταβιβαστεί στους ενάγοντες δυνάμει της προαναφερόμενης νομοθεσίας και συγχωνεύτηκε με το δικό τους αρχείο.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι κατά τη μαρτυρία του ο ΜΕ1 κατέθεσε και ένα σετ αναδομημένων καταστάσεων του επίδικου λογαριασμού τις οποίες ανέφερε ότι είχε ετοιμάσει ο ίδιος χρησιμοποιώντας όλες τις καταγραφείσες στις αναλυτικές καταστάσεις συναλλαγές, με τη μόνη διαφορά να είναι ότι στις αναδομημένες αυτές καταστάσεις ο μάρτυρας δεν συμπεριέλαβε τις χρεώσεις που είχαν γίνει στον επίδικο λογαριασμό σε σχέση με τραπεζικά έξοδα, δικαιώματα, προμήθειες και τυχόν τόκο υπερημερίας, ενώ τον ετήσιο τόκο με τον οποίο χρεώνονται τα εκάστοτε οφειλόμενα ποσά τον υπολόγισε στη βάση μόνο των εκάστοτε διακυμάνσεων του συνολικού επιτοκίου του λογαριασμού μέχρι την 15/02/13 που τερματίστηκε, όταν και το συνολικό επιτόκιο ανερχόταν στα 7,25% (5,75% βασικό πλέον 1,50% περιθώριο), και ακολούθως στη βάση του άνευ βλάβης περιορισμένου από τους ενάγοντες συνολικού επιτοκίου των 7% στο οποίο δεν περιλαμβάνεται τόκος υπερημερίας (Τεκ.15). Στη βάση του υπολογισμού αυτού, το ποσό που προκύπτει να οφείλεται από τους εναγόμενους από τις 31/12/23 ανέρχεται σύμφωνα με το ΜΕ1, στις €304.888,73. Αν και ειδικότερη αναφορά στις αναδομημένες καταστάσεις κάνω σε κατοπινό στάδιο της απόφασης μου, σημειώνω εδώ ότι αμφότεροι οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ισχυρίστηκαν κατά την μαρτυρία τους ότι προκειμένου να επιβεβαιώσουν την ορθότητα και ακρίβεια των συναλλαγών που χρησιμοποιήθηκαν για την ετοιμασία των συγκεκριμένων αναδομημένων καταστάσεων χρησιμοποιήσαν το τραπεζικό βιβλίο των εναγόντων και αφού ικανοποιήθηκαν για την ορθότητα και ακρίβεια των συγκεκριμένων συναλλαγών, αποφασίστηκε από τους ενάγοντες όπως η επίδικη αξίωση περιοριστεί άνευ βλάβης στο ποσό που εκεί καταγράφεται να οφείλεται από τις 31/12/23, ήτοι €304.888,73 και σε χρέωση τόκου 7% από 31/12/23 μέχρι εξόφλησης με κεφαλαιοποίηση 2 φορές το χρόνο, ήτοι κάθε 30/06/ και 31/12.

Στην αντιπέρα όχθη οι εναγόμενοι ήγειραν με το δικόγραφο τους σωρεία νομικών και πραγματικών ισχυρισμών οι οποίοι περιλάμβαναν και θέση ότι είναι αντισυνταγματική, άκυρη και ανεφάρμοστη η νομοθεσία βάση της οποίας οι ενάγοντες παρουσιάζονται ν’ απέκτησαν τα επίδικα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις, και άρνηση ως προς την φερόμενη υπογραφή των επίδικων συμφωνιών από μέρους τους, και θέση ότι το περιεχόμενο των επίδικων συμφωνιών είναι άκυρο, παράνομο και ασαφές, και άρνηση ότι έλαβαν ποτέ το επίδικο δάνειο, και άρνηση ότι παραβίασαν τις επίδικες συμφωνίες αλλά και άρνηση ως προς τον φερόμενο τερματισμό των επίδικων συμφωνιών. Στη βάση δε των ισχυρισμών τους αυτών, οι εναγόμενοι ήγειραν και ανταπαίτηση με την οποία ζήτησαν την ακύρωση των επίδικων συμφωνιών λόγω του ότι «…η επίδικη υποθήκη ή και σύμβαση ή και δήλωση υποθήκης είναι παράνομες, άκυρες και ανεφάρμοστες…».

Κατά την ακρόαση η πλευρά των εναγομένων επέλεξε να μην παρουσιάσει οποιαδήποτε μαρτυρία και περιορίστηκε μόνο στην αντεξέταση των ΜΕ1 και ΜΕ2 η οποία επικεντρώθηκε κυρίως στη γνώση που οι εν λόγω μάρτυρες παρουσιάστηκαν να είχαν σε σχέση με την ορθότητα και ακρίβεια των καταστάσεων του επίδικου λογαριασμού, στο κατά πόσο οι διάφορες παρουσιαζόμενες χρεώσεις τόκων ενέπιπταν εντός των προνοιών των επίδικων συμφωνιών, στον τρόπο με τον οποίο μεταβαλλόταν το επιτόκιο του λογαριασμού και στην ανάλογη ενημέρωση που έπρεπε να γινόταν στους εναγόμενους, στον τρόπο με τον οποίο διαμορφωνόταν το εκάστοτε υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού καθώς και στην φερόμενη αποστολή στους εναγόμενους προειδοποιητικών επιστολών και επιστολών τερματισμού. Ειδικότερα, ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων υπέβαλε στους μάρτυρες των εναγόντων ότι αυτοί δεν ήταν σε θέση να επιβεβαιώσουν την ορθότητα και ακρίβεια των συναλλαγών που παρουσιάζονταν στις αναλυτικές και αναδομημένες καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού εφόσον δεν είχαν καμία εμπλοκή σε αυτές, ότι δεν είχε εξηγηθεί στους εναγόμενους ο τρόπος μεταβολής του επιτοκίου του επίδικου λογαριασμού και ούτε οι τελευταίοι ενημερώθηκαν ποτέ για τέτοιες μεταβολές, ότι με δεδομένο ότι οι εναγόμενοι κατέβαλλαν κανονικά τις πρώτες δόσεις τους το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού δεν έπρεπε να χρεώνεται με τους τόκους που χρεωνόταν, ότι αν εφαρμόζονταν σωστά τα όσα είχαν συμφωνηθεί με τη Λαϊκή και ειδικότερα «αν γινόταν σωστός ανατοκισμός…κάθε δύο φορές (το χρόνο)…» τότε το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού θα ήταν πολύ διαφορετικό και μάλιστα θα ήταν πολύ χαμηλότερο και τέλος ότι ουδέποτε στάλθηκαν ή παραλήφθηκαν οι επιστολές των 15/01/13 και 15/02/13. Αμφότεροι οι μάρτυρες απέρριψαν τις υποβολές του συνηγόρου και παραπέμποντας στα διάφορα τεκμήρια εξήγησαν αφ’ ενός το πώς προκύπτει να λειτούργησε ο επίδικος λογαριασμός και να έλαβαν χώρα οι διάφορες χρεοπιστώσεις και επανέλαβαν αφ’ ετέρου τόσο τη θέση τους ότι όλα έγιναν νόμιμα, νομότυπα και εντός των συμβατικών ορίων όσο και τη θέση ότι ενόψει του περιορισμού της απαίτησης στη βάση των αναδομημένων καταστάσεων, κανένα θέμα δεν τίθεται πλέον σε σχέση με κατ’ ισχυρισμό παράνομες και εσφαλμένες χρεώσεις τόκων και εξόδων αφού ο αξιούμενος τόκος έχει περιοριστεί εντός των συμφωνηθέντων ορίων που ίσχυαν μέχρι τον τερματισμό των συμφωνιών και μάλιστα σε πιο χαμηλό επίπεδο.

Η ακρόαση ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων τελικών αγορεύσεων από αμφότερους τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο. Επί του παρόντος όμως σημειώνω ότι με την αγόρευση της η πλευρά των εναγομένων επικεντρώθηκε σε τέσσερα ζητήματα. Το πρώτο αφορά στη θέση ότι «…οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος υπογραφής των συμφωνιών…», το δεύτερο αφορά στη θέση ότι «…οι ενάγοντες δεν έχουν αποδείξει το ισχυριζόμενο υπόλοιπο…», το τρίτο αφορά στη θέση ότι «…δεν έχει αποδεικτεί ότι υπήρξε νόμιμος και νομότυπος τερματισμός της συμφωνίας δανείου και εγγύησης…» και το τέταρτο αφορά στη θέση ότι «…οι επίδικες υποθήκες είναι παράνομες και άκυρες ως καταρτισθείσες κατά παράβαση των άρθρων 5 και 21(1)(γ) του Ν.9/65…διοτι ξεκάθαρα έκαστη επίδικη υποθήκη καλύπτει ή/και περιλαμβάνει έξοδα πέραν του υπό του Νόμου επιτρεπόμενα…».

Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου παρακολουθώντας παράλληλα με την ίδια προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν κατά την ακρόαση, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ. Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).

Όσον αφορά τα επίδικα γεγονότα, υπενθυμίζω κατ’ αρχή ότι εφόσον από πλευράς εναγομένων δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία – είτε προς αντίκρουση των όσων ισχυρισμών περί γεγονότων πρόβαλαν οι μάρτυρες των εναγόντων είτε προς υποστήριξη των όσων περί του αντιθέτου ισχυρισμών περί γεγονότων προβλήθηκαν μέσω του δικογράφου της υπεράσπισης και ανταπαίτησης αλλά και μέσω της αντεξέτασης που έγινε από τον συνήγορο των εναγομένων – η εκδοχή των εναγόντων, όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον είναι και η μόνη εκδοχή που παρουσιάστηκε κατά την ακρόαση, «…συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο. (Wynne v. Mavronicolas κ.α. (2009) 1 A.A.Δ. 1138)…» (βλ. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Μιχάλη Ματσούκα και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460).

Τούτου λεχθέντος λοιπόν, σημειώνω ότι η εκδοχή των εναγόντων ως προς τα επίδικα γεγονότα, όπως αυτή προβλήθηκε στα δικόγραφα τους και προωθήθηκε κατά την ακρόαση μέσω των ΜΕ1 και ΜΕ2, παρέμεινε από την αρχή μέχρι το τέλος σταθερή και υποστηρίχτηκε τόσο από την λογικοφανή και πειστική μαρτυρία των ΜΕ1 και ΜΕ2, ο καθένας εκ των οποίων έκαμε καλή εντύπωση στο Δικαστήριο, όσο και από την ανάλογη έγγραφη μαρτυρία, η οποία μάλιστα περιλάμβανε και μαρτυρία που φαίνεται να προήλθε από τους ίδιους τους εναγόμενους σε σχέση τουλάχιστο με την από μέρους τους υπογραφή των επίδικων συμφωνιών αλλά και με τη λήψη, στη βάση των συμφωνιών αυτών, του ποσού του επίδικου δανείου (βλ. π.χ. Τεκ.5, 7 και 16). Και επισημαίνω εδώ, με κάθε σεβασμό προς τους ευπαίδευτους συνηγόρους των εναγομένων, δεν γίνεται να προωθείται η θέση ότι «…οι ενάγοντες δεν απέσεισαν το βάρος υπογραφής των συμφωνιών…» τη στιγμή που κατά την ακρόαση υπεβλήθη εκ μέρους των εναγομένων ότι όχι μόνο δεν εφαρμόστηκαν σωστά τα όσα είχαν συμφωνηθεί με τη Λαϊκή αλλά και ότι με δεδομένη την κανονική και εμπρόθεσμη καταβολή των πρώτων δόσεων του επίδικου δανείου, το υπόλοιπο του επίδικου λογαριασμού θα έπρεπε, με βάση τα συμφωνηθέντα, να ήταν χαμηλότερο. Ούτε όμως και μπορεί να αγνοηθεί και η έκδηλη αντίφαση που προκύπτει με τις άλλες θέσεις που προωθήθηκαν ταυτόχρονα μέσω της τελικής αγόρευσης της πλευράς των εναγομένων, ήτοι ότι «…δεν έχει αποδεικτεί ότι υπήρξε νόμιμος και νομότυπος τερματισμός της συμφωνίας δανείου και εγγύησης…»  και ότι «…οι επίδικες υποθήκες είναι παράνομες και άκυρες ως καταρτισθείσες κατά παράβαση των άρθρων 5 και 21(1)(γ) του Ν.9/65…». Δεν μπορεί δηλαδή να προωθείται η πραγματική (factual) θέση ότι οι επίδικες συμφωνίες δεν καταρτίστηκαν ποτέ δια της εκατέρωθεν υπογραφής τους και ταυτόχρονα να προωθείται και η πραγματική (factual) θέση ότι το «πραγματικό πρόβλημα» έγκειται στον τρόπο εφαρμογής του περιεχομένου των συγκεκριμένων συμφωνιών και αυτό διότι η πραγματικότητα μόνο μία μπορεί να είναι. Υπενθυμίζω συναφώς την πάγια νομολογιακή αρχή ότι «…ένας διάδικος δικαιούται να προβάλει με το δικόγραφό του διαζευκτικούς ισχυρισμούς, αλλά οφείλει, κατά την ακροαματική διαδικασία, να επιλέξει την εκδοχή που θα προωθήσει - (βλ. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματ.) Λτδ ν. Χίνη (2008) 1 Α.Α.Δ. 818· Καστάνος κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα (Χρημ.) Λτδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 1374 και Marfin Popular Bank Public Co. Ltd v. Μιχαήλ (2012) 1 Α.Α.Δ. 41)…»[1] και αυτό όχι μόνο διότι «…Τα γεγονότα μπορούν να επιδέχονται διαζευκτικούς νομικούς χαρακτηρισμούς ή να υπάγονται σε διαζευκτικές νομικές έννοιες. Διαζεύξεις όμως ως προς το τί ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα …δεν χωρούν…»[2] αλλά και διότι «…Παρά το παραδεκτό της διεκδίκησης διαζευκτικών θεραπειών, οι αξιώσεις δεν μπορεί, όπως μας φαίνεται, ευχερώς να συνυπάρχουν, όταν εδράζονται σε συγκρουόμενα γεγονότα….»[3].

Επιπρόσθετα όμως των πιο πάνω και σε ό,τι αφορά την θέση της πλευράς των εναγομένων ότι «…δεν έχει αποδεικτεί ότι υπήρξε νόμιμος και νομότυπος τερματισμός της συμφωνίας δανείου και εγγύησης…», περιορίζομαι να υπενθυμίσω ότι από πλευράς εναγόντων κατατέθηκαν οι σχετικές επιστολές Τεκ. 9 και 10, οι οποίες παρουσιάζονται να είχαν αποσταλεί κατά την κανονική και συνηθισμένη πορεία των εργασιών ενός τραπεζικού ιδρύματος στις διευθύνσεις που οι εναγόμενοι παρουσιάζονται να δήλωσαν ενυπογράφως στις επίδικες συμφωνίες, και πέραν από μια απλή υποβολή προς το αντίθετο από το συνήγορο των εναγομένων κατά την αντεξέταση των ΜΕ1 και ΜΕ2, καμία μαρτυρία δεν δόθηκε από τους εναγόμενους προς αντίκρουση ή έστω προς αμφισβήτηση της επί του προκειμένου μαρτυρίας των εναγόντων. Υπό αυτές τις περιστάσεις λοιπόν δύναται θεωρώ να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι οι συγκεκριμένες επιστολές όντως αποστάλησαν στην δηλωθείσα διεύθυνση των εναγομένων με κοινό ταχυδρομείο ως ισχυρίστηκαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2, και συνακόλουθα, λαμβανομένης υπόψη και της επιλογής των εναγομένων να μην προσφέρουν οποιαδήποτε περί του θέματος αυτού μαρτυρία, έστω προς αντίκρουση της θέσης των ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι δεν υπάρχει τίποτα που να υποδηλοί ότι οι εν λόγω επιστολές είχαν ποτέ επιστραφεί, δύναται θεωρώ να δημιουργηθεί και το μαχητό τεκμήριο ότι οι επιστολές είχαν περιέλθει στη γνώση των εναγομένων (βλ. ΕΛΛΗΝΑΣ κ.α. ν. ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 87/2013, 3/12/2019), ECLI:CY:AD:2019:A503. Άλλωστε, όπως  πολύ πρόσφατα λέχθηκε στην υπόθεση ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2018, 18/12/2024:

«…Οι δύο επιστολές συμφώνως της αδιαμφισβήτητης μαρτυρίας επί του σημείου, αλλά και του συνακόλουθου εύλογου συμπεράσματος του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ανέγραφαν τη διεύθυνση του εφεσείοντος, ταχυδρομήθηκαν δεόντως και δεν επιστράφηκαν. Συνεπώς, ενεργοποιήθηκε το τεκμήριο παραλαβής των επιστολών (βλ. Πιττάκα v. Γ & Β Χατζηδημοσθένους Λτδ (2004) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1895, ALPHA BANK CYPRUS LTD v. ARENA MOTOR SHOW LTD κ.α. (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2077 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ v. Deme Dairy Ltd κ.α. Πολ. Έφεση 246/2013 ημερ.11.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A523, ECLI:CY:AD:2019:A523). Το γεγονός τούτο, αναδείκνυε με τη σειρά του το νόμιμο του τερματισμού και της μετέπειτα διεκδίκησης της οφειλής στο Δικαστήριο (βλ. Lombard Natwest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1(Β) Α.Α.Δ.1466 και M.I.T Global Data Solutions Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Δ.Δ. 2704). Ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός διά της προαναφερθείσας επιστολής, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (βλ. Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ.1322 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση 87/2013, ημερ.3.12.2019), ECLI:CY:AD:2019:A503, ECLI:CY:AD:2019:A503….»

Όσον αφορά τώρα τη θέση που προωθήθηκε κατά των αντεξέταση των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως προς το ότι οι εναγόμενοι δεν έτυχαν ενημέρωσης για το επιτόκιο του δανείου ή για τις εκάστοτε μεταβολές του, επισημαίνω ότι πέραν του ότι η θέση αυτή παρέμεινε μέχρι τέλους να συνιστά μια απλή υποβολή αφού ουδέποτε προωθήθηκε από τους εναγόμενους με μαρτυρία, ο σχετικός όρος 5 της συμφωνίας Τεκ.2 που υπέγραψαν οι εναγόμενοι αλλά και οι όροι 17.1(ε) και (στ) των «Γενικών Όρων και Κανονισμών» Τεκ.7 που οι τελευταίοι αποδέχτηκαν ενυπογράφως ότι ήταν αναπόσπαστο μέρος της συμφωνίας τους, ήταν έκδηλα σαφείς και ξεκάθαροι ως προς το συγκεκριμένο θέμα. Σε κάθε περίπτωση όμως, η επί του προκειμένου υποχρέωση που είχε η τράπεζα κατά τον ουσιώδη χρόνο και μέχρι το 2014, ήταν, με βάση τα τότε εν ισχύ αρ. 3(1)(α) και (γ) του Περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου Ν.160(Ι)/99, όπως «…ενημερώνουν τους οφειλέτες είτε με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο είτε με γραπτή ειδοποίηση προς αυτούς για τυχόν αλλαγή στο επιτόκιο ή στον τρόπο υπολογισμού του…», και όπως φαίνεται από τις αδιαμφισβήτητες δημοσιεύσεις Τεκ.14 που παρουσίασε ο ΜΕ1, η υποχρέωση αυτή είχε εκπληρωθεί.      

Υπό το φως των πιο πάνω λοιπόν προχωρώ να εξετάσω το κατά πόσο οι ενάγοντες έχουν όντως καταφέρει με τις καταστάσεις που παρουσίασαν να αποδείξουν ότι τους οφείλονται τα ποσά που παρέμειναν να αξιώνονται και επισημαίνω εδώ ότι η θέση που πρόβαλλαν οι εναγόμενοι αναφορικά με την εγκυρότητα της επίδικης υποθήκης, αυτή συναρτήθηκε αποκλειστικά με τα ποσά που αξιώνονται να ανακτηθούν μέσω της παρούσας αγωγής και κατ’ επέκταση μέσω της ζητούμενης εκποίησης.

Υπενθυμίζω λοιπόν ότι η πλευρά των εναγόντων παρουσίασε κατά την ακρόαση την αναλυτική κατάσταση του επίδικου λογαριασμού (Τεκ.12) καθώς και μία αναδομημένη κατάσταση (Τεκ.15) η οποία, σύμφωνα με το ΜΕ1 αλλά και το ΜΕ2, είχε δημιουργηθεί στη βάση των συναλλαγών που καταγράφηκαν στις αναλυτικές καταστάσεις και περιλάμβανε αφ’ ενός τις παραδεκτές πιστώσεις που έγιναν συνεπεία καταθέσεων που έκαμαν οι εναγόμενοι και αφ’ ετέρου χρεώσεις τόκου που υπολογίστηκαν μόνο στη βάση των ορίων που καθόρισε η σύμβαση μέχρι την ημερομηνία του τερματισμού, ήτοι στη βάση του συμβατικού επιτοκίου και των διαφόρων διακυμάνσεων του για τις οποίες είχαν γίνει σχετικές δημοσιεύσεις – κατά τον τερματισμό το επιτόκιο ήταν 7,25% - και ακολούθως με επιτόκιο 7% μέχρι εξόφλησης, ήτοι με επιτόκιο χαμηλότερο από το «συμβατικό». Με βάση την κατάσταση αυτή, οι ενάγοντες περιόρισαν την αξίωση τους στο «καταληκτικό» στις 30/12/23 ποσό των €304.888,73 το οποίο αξιώνουν με συνολικό τόκο 7% από 31/12/23 μέχρι εξόφλησης με κεφαλαιοποίηση 2 φορές το χρόνο, ήτοι κάθε 30/06/ και 31/12.

Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι για άγνωστο λόγο, αν και στο πιστοποιητικό που συνοδεύει τις αναλυτικές καταστάσεις Τεκ.12 γίνεται αναφορά σε τραπεζικό βιβλίο εντούτοις το ίδιο το πιστοποιητικό αναφέρει ότι εκδόθηκε δυνάμει του αρ.35 και όχι του αρ.22 Κεφ.9. Κατατέθηκαν δηλαδή οι συγκεκριμένες καταστάσεις ως καταστάσεις που αποτελούν μέρος του αρχείου των εναγόντων, το οποίο, ως ανέφεραν οι ΜΕ1 και ΜΕ2, αποτελείται και από το αρχείο που μεταβιβάστηκε αυτούσιο στους ενάγοντες από την Λαϊκή κατ’ εφαρμογή των προνοιών της ΚΔΠ 104/2013.

Βεβαίως, ενόψει του γεγονότος ότι οι εν λόγω καταστάσεις δεν κατατέθηκαν δυνάμει του αρ.22 Κεφ.9 αλλά δυνάμει του αρ.35 Κεφ.9, τα όσα λέχθηκαν στην Μιχάλης Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και υιοθετήθηκαν αργότερα με επιδοκιμασία στην ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ 390/2011, 6/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A389, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής:

«Το επίδικο χρέος, κρίνεται, έχει δεόντως αποδειχθεί. Προς τούτο κατατέθηκε ο σχετικός λογαριασμός, Τεκμ. 12, αλλά και δέσμη πινακιδίων συναλλαγής, Τεκμ. 4. Ως προς το τελευταίο δεν υπήρξε ένσταση για την κατάθεση τους. Ως προς τον λογαριασμό υπό μορφή «Cash Statement (Valuation)», υπήρξε ένσταση βασισθείσα στο ανυπόγραφο του και στην μη συνοδεία του από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση του λογαριασμού ως έγγραφο που αναφερόταν στη γραπτή δήλωση του Α. Έλληνα, Τεκμ. «Α», παρ. 22, και ήσαν στην κατοχή του υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου των εφεσιβλήτων….Κρίνεται υπό το φως των ανωτέρω, ότι ορθά το Δικαστήριο δέχθηκε ως μαρτυρία το λογαριασμό, Τεκμ. 12. Αυτός θα μπορούσε να υποστηριζόταν από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35(1) του Κεφ. 9, αλλά η απουσία του δεν το αποδυνάμωνε ως αποδεικτικό υλικό. Το Άρθρο 35(2) σχετίζεται με την τήρηση αρχείου επιχείρησης, έγγραφο δε που καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος τέτοιου αρχείου, προσάγεται ως αποδεικτικό στοιχείο, με την αξία του να αποτιμάται από το Δικαστήριο. Εδώ το Τεκμ. 12 κατατέθηκε ως έγγραφο στην κατοχή του μάρτυρα και δεν αποκλειόταν η κατάθεση του ως εξ ακοής και μόνο, δυνάμει του Άρθρου 24(1) του Κεφ. 9, εφόσον ο μάρτυρας δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ο ίδιος που περνούσε τα επί μέρους στοιχεία στο λογαριασμό. Όμως, δεν αποκλειόταν το Δικαστήριο να αποδώσει σ' αυτό το λογαριασμό τη βαρύτητα που άρμοζε, έχοντας υπόψη και τα πινακίδια συναλλαγών, Τεκμ. 4, αλλά και τη θέση του ιδίου του εφεσείοντος κατά τη δική του μαρτυρία ότι είχε όντως δώσει εντολές για αγοραπωλησία μετοχών στο λογαριασμό του (παρ. 5 της γραπτής του δήλωσης - Τεκμ. Β), και ότι έδινε εντολές στον χρηματιστή του για πώληση μετοχών και ότι μέσω αυτού ενημερωνόταν κάθε 2-3 ημέρες για το τι πωλήθηκε και τι αγοράστηκε (σελ. 65-66 των πρακτικών). Να παρατηρηθεί εδώ ότι η θέση του εφεσείοντος στη μαρτυρία του ότι ουδέποτε λάμβανε είτε τις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού, (Τεκμ. 5), οι οποίες επίσης κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, ή, τα πινακίδια συναλλαγής, ευλόγως κρίθηκε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ως μη αληθής εφόσον ο ίδιος δέχθηκε ότι κάποιες επιστολές που του αποστέλλονταν στην ίδια διεύθυνση, τις λάμβανε, ενώ δέχθηκε ότι είχε ζητήσει και κατάσταση λογαριασμού σε κάποιο στάδιο γύρω στο 2000, αλλά δεν του εστάλη οτιδήποτε, ενώ αντιφατικά κατέθεσε ότι γνώριζε για τις συναλλαγές και ότι θεωρούσε, στη βάση των δικών του υπολογισμών, ότι ήταν υπερκαλυμμένος με το όριο. Άλλωστε, είναι ανακόλουθη η θέση που προβλήθηκε ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 12, δεν ήταν έγκυρη, με την χωρίς ένσταση αποδοχή των μηνιαίων καταστάσεων λογαριασμού, Τεκμ. 5.»

Σε ανάλογες δε γραμμές κινήθηκε και η ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΥ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ-ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2014, 7/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:A135:

«…η ικανοποίηση (ή όχι) των προαπαιτούμενων προς αποδοχή μαρτυρίας τού είδους που εννοείται στο Άρθρο 22, Κεφ.9 - και εν προκειμένω της Κατάστασης Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 - δεν αποκλείει, στη συνήθη πορεία του πράγματος, την κατ' επιλογή του διαδίκου, παράλληλη ή και επάλληλη παρουσίαση άλλης παρόμοιας ή όμοιας αξιόπιστης (προφορικής ή και έγγραφης) μαρτυρίας προς απόδειξη (εν όλω ή εν μέρει), της αφορώσας απαίτησης, πέραν ή και εναλλακτικώς του Άρθρου 22, Κεφ.9 (βλ. κατ' αναλογίαν, Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ. 20.3.23), ECLI:CY:AD:2023:A124. Στη βάση τούτης της αρχής λοιπόν (αλλά και κατά δικαιική λογική) - και πολύ σωστά - είναι που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας από την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ (και όσα αποδεκτώς την επικούρησαν). Αυτό, επειδή, ο ΜΕ στη γραπτή του κατάθεση/Έγγραφο Α (έκτασης πέντε τόσων πυκνογραμμένων σελίδων), παρουσίασε μέσω και της (άνευ ενστάσεως των Εφεσειόντων) κατάθεσης αντίστοιχων τεκμηρίων (βλ. Τεκμήρια 1-16Β), όσα έπρεπε για στοιχειοθέτηση των συστατικών γνωμόνων τής διεκδίκησης των Εφεσίβλητων και τελεσφόρηση της Αγωγής.»

Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, αμφότεροι οι ΜΕ1 και ΜΕ2, επικαλούμενοι την πρόσβαση που έχουν στο ηλεκτρονικό αρχείο της Λαϊκής που αποκτήθηκε αυτούσιο από τους ενάγοντες και συγχωνεύτηκε με το δικό τους αρχείο, ισχυρίστηκαν ότι οι καταστάσεις Τεκ.12, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την ετοιμασία της κατάστασης Τεκ. 15, αποτυπώνουν πιστά το περιεχόμενο του τραπεζικού βιβλίου που τηρείτο από την Λαϊκή μέχρι το Μάρτιο 2013 και ακολούθως από τους ενάγοντες σε σχέση με όλες τις συναλλαγές που γίνονταν κατά καιρούς στον συγκεκριμένο λογαριασμό και οι οποίες συναλλαγές περιλαμβάνονταν στις καταστάσεις που σύμφωνα με την μαρτυρία του ΜΕ2 αποστέλλονταν στους εναγόμενους στη δηλωθείσα από αυτούς διεύθυνση (βλ. αντεξέταση ΜΕ2).

Η υπεράσπιση επέλεξε να μην προσφέρει οποιαδήποτε μαρτυρία προς αμφισβήτηση είτε του περιεχομένου των εν λόγω καταστάσεων είτε του ισχυρισμού περί αποστολής τους στους εναγόμενους και περιορίστηκε μόνο σε αντεξέταση των ΜΕ1 και ΜΕ2 σε σχέση με το νόμιμο των χρεώσεων του τόκου που εκεί καταγράφονται να είχαν γίνει. Καθόλου όμως δεν αμφισβητήθηκε ότι είχαν όντως γίνει ως γεγονός οι χρεοπιστώσεις που οι εν λόγω καταστάσεις καταγράφουν να είχαν γίνει, ούτε και αμφισβητήθηκε το ότι οι χρεοπιστώσεις αυτές «εξηγούν», μαθηματικά τουλάχιστο, το πώς είναι που προκύπτουν τα ποσά που αξιώθηκαν με την αγωγή. Ούτε όμως και τεκμηριώθηκε ποτέ από την υπεράσπιση το πώς είναι που η επιλογή των εναγόντων να περιορίσουν τις χρεώσεις του τόκου αποκλειστικά εντός των συμβατικών ορίων και χωρίς οποιοδήποτε τόκο υπερημερίας δεν συνάδει είτε με τις πρόνοιες της επίδικης σύβασης είτε με τον Νόμο (βλ. Γεωργιάδης ανωτέρω). Αντιθέτως, οι εξηγήσεις που έδωσαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 τόσο σε σχέση με το περιεχόμενο της αναλυτικής κατάστασης του επίδικου λογαριασμού όσο και της αναδομημένης κατάστασης ήταν και σαφείς και λεπτομερείς, και όπως εύστοχα επεσήμανε και ο ΜΕ2, υπό το φως του περιορισμού της επίδικης αξίωσης στη βάση του περιεχομένου του Τεκ.15, τα επί του προκειμένου «παράπονα» των εναγομένων έχουν ουσιαστικά καταστεί να είναι αβάσιμα και ακαδημαϊκά.

Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τις πλήρως τεκμηριωμένες θέσεις των ΜΕ1 και ΜΕ2 ως προς το περιεχόμενο και την ορθότητα των Τεκ.12 και 15, η θέση που η υπεράσπιση έθεσε κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 και ΜΕ2 ως προς το ότι αν οι χρεώσεις του τόκου γίνονταν με βάση τα συμφωνηθέντα τότε το εκάστοτε υπόλοιπο θα ήταν πιο χαμηλό, παρέμεινε παντελώς μετέωρη και ατεκμηρίωτη. Και το αναφέρω αυτό επισημαίνοντας ταυτόχρονα και ότι από τη στιγμή που η θέση αυτή της υπεράσπισης συνιστά, εμμέσως πλην σαφώς, παραδοχή ως προς την ύπαρξη κάποιου χρέους, τότε εύλογα θα αναμένετο ότι θα παρουσιαστεί και η σχετική μαρτυρία που αποδεικνύει ένα τέτοιο ισχυρισμό.

Σε κάθε περίπτωση όμως, για να διασκεδάσω τις όποιες θέσεις προβάλλει η υπεράσπιση αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο επέλεξαν οι ενάγοντες να ετοιμάσουν την αναδομημένη κατάσταση Τεκ.15, υπενθυμίζω ότι «…η παρουσίαση αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού αποτελεί μια συνήθη πρακτική…, ώστε να αφαιρούνται κάποιες χρεώσεις ή επιβολή επιτοκίων, προς ικανοποίηση του πελάτη και ενθάρρυνση για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης…» (βλ. ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΙΑΚΟΥΡΤΗ v. B2KAPITAL CYPRUS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 174/2015, 10/4/2024). Άλλωστε, αυτού του είδους οι αναδομήσεις αποτελούν συνήθη πρακτική σε τέτοιες υποθέσεις, η οποία έχει εγκριθεί από τη νομολογία (βλ. μεταξύ άλλων GEOPET ALUMINIUM LTD κ.α. v. ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2014, 13/3/2024 και ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ALIREZA SHARAFI κ.α., Αρ. αγωγής 510/2011, 9/11/2015 (υπό Χ. Μαλαχτο ΠΕΔ ως ήταν τότε) -  «…είναι έγγραφα βοηθητικά που καταρτίζονται για σκοπούς του δικαστικού αγώνα προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και περιορισμό, στην προκειμένη περίπτωση, των επιδίκων θεμάτων. (βλ. Καλλικάς ν Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, 1246-48)»)   

Αποδέχομαι συνεπώς τη θέση των ΜΕ1 και ΜΕ2 ότι η κατάσταση Τεκ.12 αντικατοπτρίζει πλήρως το τι έλαβε χώρα ως γεγονός κατά τη διάρκεια λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού καθώς επίσης και τη θέση ότι η αναδομημένη κατάσταση Τεκ.15 περιέχει τις ίδιες συναλλαγές πλην των όσων χρεώσεων τόκων και εξόδων έχουν αφαιρεθεί για τους λόγους που οι μάρτυρες ανέφεραν, τους οποίους λόγους κρίνω υπό τις περιστάσεις ορθούς και νόμιμους.

Κοντολογίς, με βάση την αδιαμφισβήτητη μαρτυρία που παρουσίασαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2, η οποία μαρτυρία για τους λόγους που έχω εξηγήσει κρίνεται πλήρως αξιόπιστη, βρίσκω ότι τα γεγονότα που περιέβαλλαν την σύναψη των επίδικων συμφωνιών, τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού καθώς και του τερματισμού του, περιλαμβανομένων δηλαδή και των ειδοποιήσεων που δημοσιεύονταν κατά καιρούς στον ημερήσιο τύπο αναφορικά με τις μεταβολές του επιτοκίου ως επέβαλλαν οι όροι των επίδικων συμφωνιών και ο Νόμος αλλά και την αποστολή των επιστολών των 15/01/13 και 15/02/13, είναι ως τα ισχυρίστηκαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2. Κρίνω επίσης ως πλήρως αξιόπιστη και την πτυχή της μαρτυρίας των ΜΕ1 και ΜΕ2 αναφορικά με τις συναλλαγές που καταγράφονται στις καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού και ειδικότερα σε σχέση με τις συναλλαγές που καταγράφονται στην κατάσταση Τεκ.15 στη βάση της οποίας έχει περιοριστεί η επίδικη αξίωση, τις οποίες συναλλαγές, για τους λόγους που επίσης έχω εξηγήσει, κρίνω ως ορθές και νόμιμες.

Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μου και λαμβανομένου υπόψη ότι η εκποίηση της επίδικης υποθήκης έχει περιοριστεί πλέον να αφορά στην ανάκτηση μόνο των ποσών που αναφέρονται στο Τεκ.15, ήτοι μόνο στο εναπομείναν οφειλόμενο ποσό του δανείου και σε όσους τόκους δεν υπερβαίνουν το όριο του συμβατικού επιτοκίου και χωρίς αυτό να επεκτείνεται και σε οποιοδήποτε τόκο υπερημερίας, η θέση των εναγομένων ότι «…οι επίδικες υποθήκες είναι παράνομες και άκυρες ως καταρτισθείσες κατά παράβαση των άρθρων 5 και 21(1)(γ) του Ν.9/65…διοτι ξεκάθαρα έκαστη επίδικη υποθήκη καλύπτει ή/και περιλαμβάνει έξοδα πέραν του υπό του Νόμου επιτρεπόμενα…» κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.

Όσον αφορά τέλος την αξίωση των εναγόντων για κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο, χωρίς να παραγνωρίζω τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην Γεωργιάδης ανωτέρω, υπενθυμίζω ότι στην προκειμένη περίπτωση, (α) η συγκεκριμένη αξίωση περιλαμβάνετο στις πρόνοιες της επίδικης συμφωνίας (βλ. όρο 17.1(δ) Τεκ.3), (β) ότι μέχρι την ημερομηνία τερματισμού (15/02/13), ήτοι όταν και αποκρυσταλλώθηκαν τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση τουλάχιστο με το θέμα του τόκου (βλ. Evelthon Developments Ltd και άλλος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ και άλλος (2012) 1 ΑΑΔ 2486), η τράπεζα είχε δεόντως ενημερώσει τους εναγόμενους για τις διάφορες μεταβολές του επιτοκίου και (γ) ότι μέχρι το 2014 ίσχυε για σκοπούς της επίδικης σύμβασης το αρ. 3(δ) του Ν160(I)/99 το οποίο καθόριζε την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479 στην οποία, όπως και στην Γεωργιάδης, απασχόλησαν οι πρόνοιες του αρ. 33 Ν.14/60,

«Όπως πολύ ορθά έχει υποδειχθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας τράπεζας, το Άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) επιτρέπει την επιδίκαση τόκου όπως προνοεί η συμφωνία των διαδίκων ή σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά νόμου επιτόκιο. Το Άρθρο 33(1) του Νόμου 14/60 έχει τροποποιηθεί με τις πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου αρ. 160(I)/99, το Αρθρο 3(δ) του οποίου καθορίζει την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως.

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα τράπεζα δεν απαιτούσε την επιδίκαση τόκου επί τόκου. Η αξίωσή της ήταν για £66.668,49 με τόκο 12.5% από 18/3/05 με κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές ετησίως. Η εφεσείουσα τράπεζα είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων (Τ.1), να τροποποιεί το επιτόκιο μέχρι το επιτρεπόμενο νόμιμο επιτόκιο. Η εφεσείουσα τράπεζα τροποποίησε το επιτόκιο με σχετικές επιστολές ημερομηνίας 26/8/2002 οι οποίες στάληκαν στους εφεσίβλητους, στις οποίες αναφερόταν ότι το επιτόκιο του λογαριασμού μεταβαλλόταν σε 12.5% και ότι ο τόκος θα εκεφαλαιοποιείτο την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουλίου κάθε χρόνο. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνεται ότι η αξίωση της εφεσείουσας τράπεζας ήταν καθόλα νόμιμη.»  

Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι στην Γεωργιάδης το υπό κρίση ζήτημα δεν εξετάστηκε και υπό τη σκοπιά της Χαριλάου, κρίνω ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, από τη στιγμή που η αξίωση των εναγόντων σε σχέση με τον τόκο έχει περιοριστεί στα συμβατικά όρια και δη στα όρια για τα οποία είχε δοθεί δέουσα ενημέρωση στους εναγόμενους, η αξίωση για κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο είναι δικαιολογημένη.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους συνεπώς, κρίνω ότι με την αξιόπιστη μαρτυρία που παρουσίασαν, οι ενάγοντες πέτυχαν να αποδείξουν στον απαιτούμενο βαθμό την απαίτηση τους εναντίον των εναγομένων 1, 2, 3 και 4 ως αυτή έχει περιοριστεί, ενώ η ανταπαίτηση κρίνεται αβάσιμη.

Εκδίδεται συνεπώς απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1, 2, 3 και 4 για το ποσό των €304.888,73 πλέον τόκο 7% από 31/12/23 μέχρι εξόφλησης με κεφαλαιοποίηση δύο φορές το χρόνο, ήτοι κάθε 30/06 και 31/12. Επιπλέον εκδίδεται διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ2690/08 ως η παρ. Β της έκθεσης Απαίτησης.

Η Ανταπαίτηση απορρίπτεται.

Όσον αφορά τα έξοδα της αγωγής και της ανταπαίτησης, αυτά επιδικάζονται υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1, 2, 3 και 4 ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και νοείται ότι εκεί όπου τα εν λόγω έξοδα είναι κοινά σε σχέση με την απαίτηση και την ανταπαίτησης αυτά θα περιορίζονται σε ένα μόνο σετ.

 

(Υπ.)………………….…….

                                                                                                            Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ

 

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 

 

.

 

   

 



[1] Βλ. Μούντης Μιχάλης και άλλοι ν. Κώστα Φοίβου Παπαχριστοφόρου και άλλων (2012) 1 ΑΑΔ 2637

[2] βλ. El Fath Co ν. EDT Shipping και άλλος (1992) 1 ΑΑΔ 1255 καθώς και Πατούρης Μιχάλης ν. Ηellenic Bank Ltd (2001) 1 ΑΑΔ 2118

[3] (βλ. Δρυάδης Δάφνος κ.ά. ν. Kώστα Kαλησπέρα (1998) 1 ΑΑΔ 881 καθώς και Kαλησπέρας ν. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1 ΑΑΔ 867).


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο