ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. GHOLAM REZA VEDADIAN κ.α., Αγωγή: 1750/2017, 14/4/2025
print
Τίτλος:
ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ ν. GHOLAM REZA VEDADIAN κ.α., Αγωγή: 1750/2017, 14/4/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.

Αγωγή: 1750/2017

Μεταξύ:

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, Λευκωσία

       Ενάγοντες

 

Και

 

1.         GHOLAM REZA VEDADIAN, Ιράν

2.         NEDA VEDADIAN, Ιράν

3.         GEOMARIDE LIMITED, Λευκωσία

 

                                                                                                               Εναγόμενοι

 

----------

Ημερομηνία: 14 Απριλίου 2025

 

Για Ενάγοντες: κ. Α. Κουκούνης για Ανδρέα Κουκούνη & Σία ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους: κ. Μπολώτος για Νικόλα Μπολώτο & Σία  ΔΕΠΕ

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα αγωγή που καταχώρησαν στις 28/12/17 με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα, οι ενάγοντες, κυπριακό τραπεζικό ίδρυμα, αξιώνουν εναντίον των εναγομένων, οι οποίοι είναι, οι εναγόμενοι 1 και 2 πατέρας και θυγατέρα με ιρανική καταγωγή και υπηκοότητα, η εναγόμενη 3 κυπριακή εταιρεία, ποσό €105.057,86 πλέον τόκο 5,4818% ετησίως από 07/09/17 μέχρι εξόφλησης με κεφαλαιοποίηση δύο φορές το χρόνο, ως ποσό που κατ’ ισχυρισμό τους οφείλουν συνεπεία πιστωτικών διευκολύνσεων που είχαν δοθεί στους εναγομένους 1 και 2 υπό την εγγύηση της εναγόμενης 3. Με την αγωγή ζητείται επίσης να εκδοθεί και αριθμός δηλωτικών και αναγνωριστικών αποφάσεων σε σχέση με πωλητήριο έγγραφο που είχε συναφθεί στις 06/08/10 μεταξύ των εναγόμενων 1 και 2 από τη μια και της εναγόμενης 3 από την άλλη για την αγορά ενός διαμερίσματος που θα έκτιζε η τελευταία σε ακίνητο της. Η εν λόγω αγορά φέρεται να είχε σε μεγάλο βαθμό χρηματοδοτηθεί μέσω των επίδικων πιστωτικών διευκολύνσεων.

Αφού η αγωγή επιδόθηκε στους εναγόμενους, οι μεν εναγόμενοι 1 και 2 καταχώρισαν εμφάνιση μέσω του ίδιου δικηγόρου ενώ η εναγόμενη 3 εμφανίστηκε μέσω δικού της δικηγόρου. Με τις υπερασπίσεις που καταχωρήθηκαν εκ μέρους όλων των εναγομένων προβάλλονται διάφοροι πραγματικοί και νομικοί ισχυρισμοί στη βάση των οποίων υποστηρίζεται η θέση ότι η αγωγή θα πρέπει να απορριφθεί. Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι αν και οι εναγόμενοι 1 και 2 εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο, εντούτοις, επειδή η αγωγή δεν είχε επιδοθεί στους εν λόγω εναγομένους κατά τον ίδιο χρόνο, ο δικηγόρος που εν τέλει εκπροσώπησε και τους δύο είχε καταχωρήσει ξεχωριστές Υπερασπίσεις για τον καθένα τους. Αμφότερες όμως οι υπερασπίσεις των εναγομένων 1 και 2, ειδικότερη αναφορά στις οποίες κάνω σε κατοπινό στάδιο, κινούνται ουσιαστικά πάνω στις ίδιες γραμμές. Για την εναγόμενη 3 περιορίζομαι ν’ αναφέρω ότι μετά που ξεκίνησε η ακρόαση της υπόθεσης και κατέθεσε και ένας εκ των μαρτύρων των εναγόντων, δηλώθηκε ότι η εν λόγω εναγόμενη 3 δέχεται όπως εκδοθεί απόφαση εναντίον της ως η (περιορισμένη) απαίτηση[1] οπόταν και αφού εκδόθηκε σχετική εκ συμφώνου απόφαση  η υπόθεση προχώρησε μόνο σε σχέση με τους εναγόμενους 1 και 2

Κατά την ακρόαση της υπόθεσης μαρτυρία εκ μέρους των εναγόντων έδωσαν δύο λειτουργοί των τελευταίων, ήτοι ο Π.Π (ΜΕ1 – Έγγραφο Α) και ο Σ.Β (ΜΕ2 – Εγγραφο Β) ενώ από πλευράς εναγομένων 1 και2 επιλέγηκε όπως μην προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία.

Συνοψίζω λοιπόν την εκδοχή που προώθησαν οι μάρτυρες των εναγόντων.

Στις 04/08/10 οι ενάγοντες συμφώνησαν γραπτώς με τους εναγόμενους 1 και 2 όπως τους παραχωρήσουν στεγαστικό δάνειο τακτής προθεσμίας ύψους €106.750 με σκοπό την αγορά ακίνητης ιδιοκτησίας στην Κύπρο (Τεκ. 1 και 16). Η εν λόγω συμφωνία, η οποία ήταν στην αγγλική γλώσσα, προνοούσε για αποπληρωμή του δανεισθέντος ποσού με 220 συνολικά μηνιαίες δόσεις και με επιβάρυνσή του με σταθερό επιτόκιο 4,25% για δύο χρόνια και ακολούθως με επιτόκιο 6 μηνών Euribor προσαυξημένο κατά 3,750%. Όσον αφορά τους όρους της συγκεκριμένης συμφωνίας, αυτοί ήταν αφ’ ενός ενσωματωμένοι στην συμφωνία στην αγγλική γλώσσα και αφ’ ετέρου περιέχονταν στον «πίνακα χρεώσεων και προμηθειών της τράπεζας», ο οποίος, ως ήταν στην αγγλική γλώσσα, υπογράφτηκε από αμφότερους τους εναγόμενους 1 και 2 (Τεκ. 17).

Πριν από την υπογραφή της προαναφερόμενης συμφωνίας και συγκεκριμένα στις 03/08/10, οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν προσκομίσει στην τράπεζα γραπτές ενυπόγραφες δηλώσεις των ίδιων αλλά και συγκεκριμένου δικηγόρου που παρουσιάστηκε να τους εκπροσωπεί τότε, σύμφωνα με τις οποίες αυτοί, οι εναγόμενοι 1 και 2 δηλαδή, δήλωναν ότι είχαν αποφασίσει με την ελεύθερη βούληση και συνείδησή τους να προχωρήσουν στη σύναψη συμφωνίας με τους ενάγοντες έχοντας προηγουμένως αντιληφθεί πλήρως όλους τους όρους των συμφωνιών που είχαν πρόθεση να υπογράψουν αλλά και τις νομικές συνέπειες που θα συνεπαγόταν η υπογραφή τους, ως τους όρους αυτούς και συνέπειες τους τις είχε εξηγήσει ο τότε δικηγόρος τους, ο οποίος με τη δική του ενυπόγραφη δήλωση το επιβεβαίωνε αυτό (Τεκ. 7 και 8).

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι κατά τη μαρτυρία του ο ΜΕ2 ανέφερε ότι αν και στις προαναφερόμενες δηλώσεις Τεκ. 7 και 8 παρουσιάζεται ο τότε δικηγόρος των εναγομένων 1 και 2 να είχε εξηγήσει στους τελευταίους τις προτιθέμενες συμφωνίες στην Ιρανική γλώσσα, εντούτοις, κατόπιν επικοινωνίας που ο μάρτυρας ισχυρίστηκε ότι είχε με τον εν λόγω δικηγόρο ο τελευταίος του διευκρίνισε ότι η συγκεκριμένη αναφορά στις δηλώσεις είχε τεθεί εκ παραδρομής διότι η επεξήγηση των διαφόρων εγγράφων στους εναγόεμςνους 1 και 2 είχε γίνει στην αγγλική γλώσσα. Σύμφωνα δε με το μάρτυρα, τόσο ο ίδιος όσο και ο τότε δικηγόρος των εναγομένων 1 και 2, από τις διάφορες επαφές που είχαν προσωπικά με τους τελευταίους είχαν αντιληφθεί ότι αυτοί, οι εναγόμενοι 1 και 2 δηλαδή, αντιλαμβάνονταν πλήρως την αγγλική γλώσσα (Βλ. παρ. 4 Έγγραφο Β). Περαιτέρω αναφορά στην επικοινωνίας που οι εναγόμενοι  1 και 2 είχαν με ενάγοντες γενικότερα αλλά και με το ΜΕ2 ειδικότερα θα κάνω και σε κατοπινό σημείο της παρούσας.

Δύο ημέρες μετά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας με τους ενάγοντες, δηλαδή στις 06/08/10, οι εναγόμενοι 1 και 2 σύναψαν γραπτή συμφωνία με τους εναγόμενους 3 στην αγγλική γλώσσα για την αγορά συγκεκριμένου διαμερίσματος για το συνολικό ποσό των €152.500, εκ των οποίων οι €106.750 θα πληρώνονταν, ως είχε συμφωνηθεί, μέσω δανείου που οι εναγόμενοι 1 και 2 θα εξασφάλιζαν από τραπεζικό ίδρυμα (Τεκ. 4). Αφού λοιπόν η εν λόγω συμφωνία υπογράφτηκε από αμφότερους τους εναγόμενους 1 και 2 και χαρτοσημάνθηκε από τον Έφορο Τελών Χαρτοσήμανσης κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης οπόταν και έλαβε τον αριθμό ΠΩΕ 929/10.

Την ίδια μέρα που υπογράφτηκε η πιο πάνω συμφωνία μεταξύ των εναγομένων 1 και 2 και της εναγόμενης 3, οι πρώτοι υπέγραψαν πληρεξούσιο έγγραφο στην αγγλική γλώσσα με το οποίο εξουσιοδοτούσαν τους ενάγοντες όπως προβούν εκ μέρους τους σε όλα τα αναγκαία διαβήματα προκειμένου να μεταβιβαστεί αφ’ ενός στο όνομά τους ξεχωριστός τίτλος του διαμερίσματος που συμφώνησαν να αγοράσουν από την εναγόμενη 3 και να εγγραφεί αφ’ ετέρου υποθήκη επί του διαμερίσματος προς όφελος των εναγόντων ως εξασφάλιση του δανείου που θα λάμβαναν. Την υπογραφή του συγκεκριμένου πληρεξούσιου την πιστοποίησε αρμόδιος πιστοποιών υπάλληλος, ο οποίος μεταξύ άλλων πιστοποίησε και ότι κατά την υπογραφή του εν λόγω πληρεξουσίου παρών ήταν και ο ΜΕ2 (Τεκ. 2).

Σε κατοπινό στάδιο και προς εξασφάλιση του δανείου που οι ενάγοντες συμφώνησαν να χορηγήσουν στους εναγόμενους 1 και 2, ο μεν εναγόμενος 1 εκχώρησε προς τους ενάγοντες τα δικαιώματα που είχε από συγκεκριμένη συμφωνία ασφάλειας ζωής ενώ η εναγόμενη 3 εγγυήθηκε γραπτώς τις υποχρεώσεις των εναγομένων 1 και 2 για το ποσό των €129.000 πλέον τόκους και έξοδα. Ως επιπρόσθετη εξασφάλιση του δανείου, υπεγράφη μεταξύ όλων των διαδίκων συμφωνία στην αγγλική γλώσσα με την οποία τα δικαιώματα που είχαν οι εναγόμενοι 1 και 2 από το πωλητήριο έγγραφο με την εναγόμενη 3 εκχωρούνταν προς όφελος των εναγόντων ούτως ώστε όταν θα εκδιδόταν ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας θα γινόταν μεταβίβαση του διαμερίσματος στο όνομα των εναγόμενων 1 και 2 και ταυτόχρονα θα εγγραφόταν υποθήκη προς όφελος των εναγόντων. Στις δύο από τις τρεις αυτές συμφωνίες, δηλαδή της εγγύησης της εναγόμενης 3 και της εκχώρησης των δικαιωμάτων του πωλητηρίου, ο ΜΕ2 είχε υπογράψει ως ένας εκ των μαρτύρων των υπογραφών (Τεκ. 3, 5, 6, 9 & 10).

Αφού λοιπόν υπογράφτηκαν όλα τα σχετικά έγγραφα και ανοίχθηκε ο σχετικός λογαριασμός του δανείου, οι ενάγοντες εκταμίευσαν το δανεισθέν ποσό το οποίο πίστωσαν, ως η συμφωνία αγοραπωλησίας του διαμερίσματος προνοούσε, στον τραπεζικό λογαριασμό που διατηρούσε η εναγόμενη 3 (Τεκ. 12 και 18). Στη συνέχεια και για τα επόμενα εφτά χρόνια, δηλαδή μέχρι και το 2017, οι εναγόμενοι 1 και 2 πλήρωναν κανονικά τις συμφωνηθείσες δόσεις τους ενώ παράλληλα ο λογαριασμός τους χρεωνόταν με βάση το συμφωνηθέν επιτόκιο το οποίο καθοριζόταν με βάση τις εκάστοτε διακυμάνσεις των επιτοκίων Euribor οι οποίες ανακτούνταν από τη διεθνή πηγή Bloomberg και διατηρούνταν στη βάση των δεδομένων των εναγόντων (Τεκ. 15 και 25).

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι προς επίρρωση της θέσης ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 αντιλαμβάνονταν πλήρως την αγγλική γλώσσα στην οποία είχαν συνταχθεί και οι επίδικες συμφωνίες, ο ΜΕ2 κατέθεσε αλληλογραφία την οποία κατά καιρούς αντάλλασσε με τους εναγόμενους 1 και 2 στην αγγλική γλώσσα και στα πλαίσια της οποίας ο εναγόμενος 1 παρουσιαζεται περί τον Φεβρουάριο του 2013 να είχε ειδοποιήσει το μάρτυρα για την πρόθεση αμφότερων των εναγόμενων 1 και 2 όπως επισκεφθούν την Κύπρο περί τα τέλη Μαρτίου 2013 για να εξοφλήσουν ολόκληρο το δάνειο πληρώνοντας σε μετρητά. Ο λόγος για τούτο, σύμφωνα με το email του εναγόμενου 1, ήταν διότι ήταν τότε δύσκολο για τους εναγόμενους να στέλνουν χρήματα από το Ιράν ένεκα των διεθνών κυρώσεων που επιβάλλονταν κατά καιρούς εναντίον της συγκεκριμένης χώρας (βλ. Τεκ 20, 21, 22 και 24). Επιπρόσθετα της αλληλογραφίας αυτής όμως ο Μ.Ε 2 κατέθεσε και δέσμη εγγράφων που αφορούσαν σε αίτημα που ο εναγόμενος 1 είχε υποβάλει προς τους ενάγοντες την 08/09/08 στην αγγλική γλώσσα, με το οποίο ζητούσε όπως ανοιχθεί ένας άλλος κοινός λογαριασμός με την σύζυγό του (Τεκ. 23).

Σύμφωνα με τους μάρτυρες των Εναγόντων, περί τα μέσα του 2017 διαπιστώθηκε ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 παρέλειπαν να συμμορφωθούν με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις σε σχέση με την αποπληρωμή του δανείου που είχαν λάβει. Λόγω τούτου οι ενάγοντες έστειλαν και στους δύο εναγόμενους επιστολή ημερομηνίας 03/07/17 στη διεύθυνση που οι τελευταίοι είχαν δηλώσει στο Ιράν, ενημερώνοντας τους αφ’ ενός για τις συμβατικές παραβάσεις τους και καλώντας τους αφ’ ετέρου όπως διευθετήσουν άμεσα την ομαλοποίηση του λογαριασμού τους (Τεκ. 13). Η ίδια επιστολή είχε κοινοποιηθεί τότε και στην εναγόμενη 3 υπό την ιδιότητα της ως εγγυήτρια των εναγόμενων 1 και 2. Λόγω της μη θετικής ανταπόκρισης στην επιστολή της 03/09/17 οι ενάγοντες έστειλαν σε όλους τους εναγόμενους νέα επιστολή στις 06/09/17 με την οποία τους ενημέρωναν ότι είχε αποφασιστεί όπως τερματιστεί ο επίδικος λογαριασμός και όπως το υπόλοιπο του, το οποίο θα επιβαρύνεται πλέον και με τόκο υπερημερίας, καταστεί άμεσα απαιτητό και πληρωτέο πλέον έξοδα (Τεκ. 14).

Όσον αφορά τώρα το πώς κινήθηκε ο επίδικος λογαριασμός, ο ΜΕ1 κατέθεσε την σχετική κατάσταση λογαριασμού που οι ενάγοντες εξέδιδαν κατά καιρούς, συνοδεύοντας την με πιστοποιητικό δυνάμει και του αρ.35 Κεφ.9 αλλά και του αρ. 22, δηλαδή ως μέρος και του αρχείου των εναγόντων αλλά και του τραπεζικού τους βιβλίου (Τεκ. 18).

Σύμφωνα με την κατάσταση, ο επίδικος λογαριασμός παρουσιάζεται να ξεκινά την 27/09/10 με μηδενικό υπόλοιπο, ακολούθως να χρεώνεται με το ποσό του δανείου, δηλαδή €106,750,00, το οποίο όπως αναφέρθηκε πιο πάνω πιστώθηκε στον λογαριασμό της εναγόμενης 3 (Τεκ. 12) και ακολούθως, κατόπιν διάφορων χρεοπιστώσεων που καταγράφονται εκεί να έγιναν, να φτάνει τον Σεπτέμβρη του 2017 στο ποσό των €105,156 ευρώ που είναι και το ποσό που αξιώθηκε με την παρούσα αγωγή.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι κατά τη μαρτυρία του ο ΜΕ1 κατέθεσε και μια αναδομημένη κατάσταση του επίδικου λογαριασμού (Τεκ. 19), την οποία ανέφερε ότι ο ίδιος ετοίμασε χρησιμοποιώντας τις συναλλαγές που περιέχονται στην αναλυτική κατάσταση Τεκ. 18 και την ορθότητα της οποίας επιβεβαίωσε μέσω αντιπαραβολής των συναλλαγών που καταγράφονται εκεί με τις αντίστοιχες καταχωρήσεις που παρουσιάζονται στο τραπεζικό βιβλίο των εναγόντων σε ηλεκτρονική μορφή. Η εν λόγω αναδομημένη κατάσταση, ανέφερε ο μάρτυρας, περιέχει μόνο τις πιστώσεις που έγιναν συνεπεία καταθέσεων από τους εναγόμενους 1 και 2 καθώς επίσης και το συμφωνηθέντα τόκο όσο ο τόκος αυτός διαμορφωνόταν κατά καιρούς με βάση τη συμφωνία των μερών, και δεν περιέχει οποιαδήποτε τυχόν έξοδα ή τόκο υπερημερίας είχαν χρεωθεί στην αναλυτική κατάσταση λογαριασμού μέχρι τον τερματισμό του. Στη βάση αυτής της αναδομημένης κατάστασης, η οποία καταλήγει σε οφειλόμενο υπόλοιπο €143.826,10 στις 30/06/24 αντί του ποσού των €152.170, 09 που καταλήγει κατά την ίδια ημερομηνία η αναλυτική κατάσταση Τεκμήριο 18, οι ενάγοντες περιόρισαν την απαίτηση τους εναντίον όλων των εναγόμενων. Περιορίστηκε δηλαδή η απαίτηση των εναγόντων στο ποσό των €143.826,10 πλέον τόκο 5.4818% από 30/06/24 κεφαλαιοποιούμενο δύο φορές τον χρόνο μέχρι εξόφλησης.

Αμφότεροι οι μάρτυρες των εναγόντων αντεξετάστηκαν από τον δικηγόρο των εναγόμενων 1 και 2 επί διάφορων θεμάτων. Έμφαση όμως δόθηκε κατά την αντεξέταση στο θέμα της γλώσσας που αντιλαμβάνονταν οι εναγόμενοι 1 και 2 καθώς επίσης και στους λόγους που σύμφωνα με την υπεράσπιση δεν είχαν μπορέσει οι εναγόμενοι να ανταποκριθούν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις, ήτοι λόγω των διεθνών κυρώσεων που είχαν επιβληθεί εναντίον της χώρας του Ιράν στην οποία αυτοί διέμεναν. Όσον αφορά το πρώτο σκέλος των θέσεων των εναγόμενων 1 και 2, οι μάρτυρες των εναγόντων, και ιδιαίτερα ο ΜΕ2, απέρριψαν τον ισχυρισμό περί αδυναμίας των εναγομένων 1 και 2 να αντιληφθούν τα έγγραφα που υπέγραψαν λόγω του ότι αυτά ήταν συνταγμένα στην αγγλική γλώσσα και παρέπεμψαν τόσο στην αλληλογραφία που είχε ανταλλαχθεί με τους εναγόμενους στην αγγλική γλώσσα όσο και στα όσα ο ΜΕ2 είχε βιώσει ο ίδιος προσωπικά κατά τις επαφές του με τους εναγόμενους κατά την υπογραφή της συμφωνίας αλλά και μεταγενέστερα αυτής. Όσον αφορά το δεύτερο σκέλος των θέσεων των εναγόμενων 1 και 2, ότι δηλαδή οι εναγόμενοι δεν μπορούσαν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους συνεπεία των κυρώσεων που επιβλήθηκαν εναντίον του Ιράν, ο μεν ΜΕ1 επισήμανε ότι το επίδικο δάνειο είχε δοθεί το 2010 και παρά τις κυρώσεις που επιβληθήκαν μεταξύ 2010 ‑ 2014 οι εναγόμενοι 1 και 2 πλήρωναν κανονικά τις δόσεις τους μέχρι το 2017, ο δε ΜΕ2 παρέπεμψε στη σχετική αλληλογραφία που είχε με τον εναγόμενο 1 κατά την οποία ο τελευταίος του είχε αναφέρει ότι η πρόθεση του ήταν όπως εξοφλήσει το δάνειο πληρώνοντας μετρητά όταν θα ερχόταν στην Κύπρο το 2013. Σημειώνω εδώ ότι μια τρίτη πτυχή της αντεξέτασης αφορούσε στο περιεχόμενο των καταστάσεων Euribor που παρουσίασαν οι μάρτυρες των εναγόντων καθώς επίσης και στην πηγή προέλευσης των στοιχείων που εκεί καταγράφονται.

Η ακρόαση ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων τελικών αγορεύσεων από αμφότερους τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο.

Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου παρακολουθώντας παράλληλα με την ίδια προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν κατά την ακρόαση, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ. AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 366/2018, 31/1/2024, Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).

Όσον αφορά τα επίδικα γεγονότα, υπενθυμίζω κατ’ αρχή ότι εφόσον από πλευράς εναγομένων 1 και 2 δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία – είτε προς αντίκρουση των όσων ισχυρισμών περί γεγονότων πρόβαλαν οι μάρτυρες των εναγόντων είτε προς υποστήριξη των όσων περί του αντιθέτου ισχυρισμών περί γεγονότων προβλήθηκαν μέσω του δικογράφου της υπεράσπισης αλλά και μέσω της αντεξέτασης που έγινε από τον συνήγορο των εναγομένων – η εκδοχή των εναγόντων, όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον είναι και η μόνη εκδοχή που παρουσιάστηκε κατά την ακρόαση, «…συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο. (Wynne v. Mavronicolas κ.α. (2009) 1 A.A.Δ. 1138)…» (βλ. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Μιχάλη Ματσούκα και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460).

Όπως λοιπόν αναφέρθηκε και πιο πάνω η πλευρά των εναγόμενων 1 και 2 δέχτηκε κατά την ακρόαση ότι οι τελευταίοι υπέγραψαν όλα τα έγγραφα που παρουσιάζονται να υπογράφονται από εκείνους και σε κανένα σημείο της ακρόασης δεν αμφισβητήθηκε και η παρουσία του ΜΕ2 ως μάρτυρα κατά τις εν λόγω υπογραφές. Υπενθυμίζω συναφώς τη νομολογιακή αρχή ότι «..Η γενική αρχή είναι ότι η υπογραφή δεσμεύει (Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004, The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 AAΔ 96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240).  Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές. Κατ΄αρχάς θα πρέπει εκείνος που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, να καταδείξει… ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω … λόγω παραπλάνησης ή δόλου,»[2]. Άλλωστε, λαμβανομένων υπόψη και της ρητών δηλώσεων των εναγομένων 1 και 2 ότι είχαν κατανοήσει πλήρως το τι υπέγραφαν και ότι με την ελεύθερη βούληση και συνείδηση τους αποδέχονταν να δεσμευτούν από τους όρους των επίδικων συμφωνιών, τυγχάνουν θεωρώ πλήρους εφαρμογής οι νομολογιακές αρχές ότι «…σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούσει»[3], καθώς και ότι «…Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του»[4]».

Επιχειρήθηκε βεβαίως από πλευράς εναγομένων 1 και 2 να προβληθεί μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων των εναγόντων η θέση ότι αυτοί, οι εναγόμενοι 1 και 2 δηλαδή, δεν αντιλαμβάνονταν τι ήταν αυτό που υπέγραφαν και δεσμεύονταν να πράξουν λόγω αδυναμίας τους ν’ αντιληφθούν την αγγλική γλώσσα στην οποία ήταν συνταγμένα τα έγγραφα. Η θέση όμως αυτή στο τέλος παρέμεινε να συνιστά απλά μια ατεκμηρίωτη υποβολή εφόσον κανένας εκ των εναγομένων 1 και 2 δεν προσήλθε στο Δικαστήριο για να την προωθήσει με τη μαρτυρία του, αν μη τι άλλο ώστε να δώσει και την ευκαιρία στους ενάγοντες να αντεξετάσουν στη βάση των περί του αντίθετου δηλώσεων που οι εναγόμενοι 1 και 2 παρουσιάζονταν να είχαν κάμει ενυπογράφως τόσο πριν και κατά την υπογραφή των εν λόγω συμφωνιών όσο και κατά τη διάρκεια της λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού. Υπενθυμίζονται συναφώς όχι μόνο οι ενυπόγραφες δηλώσεις που παρουσιάζονται να έκαμαν οι εναγόμενοι πριν την υπογραφή της συμφωνίας αλλά και η αλληλογραφία που είχαν με τους ενάγοντες πριν και μετά το άνοιγμα το επίδικου λογαριασμού. Ούτε όμως και επιχειρήθηκε με οποιονδήποτε τρόπο να αντικρουσθούν τα όσα ανέφερε ο ΜΕ2 σε σχέση με τα όσα σχετικά ο ίδιος ανέφερε ότι αντιλήφθηκε και βίωσε κατά την υπογραφή των επίδικων συμφωνιών από τους εναγόμενους 1 και 2 αλλά και με τις διευκρινίσεις που ανέφερε ότι έλαβε ο ίδιος από τον δικηγόρο που οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν διορίσει πριν την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας για να τους επεξηγήσει τι ήταν και τι σήμαινε αυτό που προτίθεντο να υπογράψουν.

Λαμβάνοντας λοιπόν υπόψη, α) τη μη εμφάνιση οποιουδήποτε εκ των εναγόμενων 1 και 2 για να προωθήσει με θετικό τρόπο τον ισχυρισμό ότι δεν αντιλαμβάνονταν τη γλώσσα των εγγράφων που υπέγραφαν ή έστω για να αντικρούσει τους περί του αντιθέτου θετικούς ισχυρισμούς του ΜΕ2 ή τις περί του αντιθέτου ενυπόγραφες δηλώσεις τους που γίνονται στα εν λόγω έγγραφα, β) την αναντίλεκτη επικοινωνία που οι εναγόμενοι φαίνονται να είχαν με τους ενάγοντες πριν και μετά την υπογραφή των εν λόγω συμφωνιών, γ) το γεγονός ότι η συμφωνά που οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν συνάψει με την εναγόμενη 3 ήταν στην αγγλική γλώσσα και τέλος δ) ότι μία εκ των θέσεων που ο εναγόμενοι 1 και 2 πρόβαλαν κατά την ακρόαση μέσω του συνηγόρου τους ήταν ότι ο λόγος που δεν ανταποκρίνονταν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις ήταν οι κυρώσεις που επιβλήθηκαν εναντίον της χώρας στην οποία διέμεναν και όχι διότι δεν αντιλαμβάνονταν ότι είχαν οποιεσδήποτε συμβατικές υποχρεώσεις ή έστω ποιες ήταν αυτές, δεν μπορεί παρά να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι η επί του προκειμένου θέση της υπεράσπισης είναι παντελώς χωρίς έρεισμα.

Σε αντίθεση επομένως με τους ΜΕ1 και ΜΕ2 οι οποίοι εξήγησαν με λεπτομέρεια και σαφήνεια αλλά και με παραπομπή στα σχετικά έγγραφα που υπογράφτηκαν από τους ίδιους τους εναγόμενους το πώς ήταν που εκτυλίχθηκαν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, οι ισχυρισμοί που η υπεράσπιση υπέβαλε στους μάρτυρες ως προς τα κατ’ εκείνη γεγονότα της υπόθεσης παρέμειναν το τέλος να συνιστούν απλά μετέωρες και ατεκμηρίωτες υποβολές.

Των πιο πάνω λεχθέντων, το ερώτημα που προκύπτει τώρα και το οποίο προχωρώ να εξετάσω είναι αν οι ενάγοντες κατάφεραν με τις καταστάσεις που παρουσίασαν να αποδείξουν ότι όντως τους οφείλονται τα περιορισμένα ποσά που αξιώνουν.

Υπενθυμίζω συναφώς ότι στην προκειμένη περίπτωση, ο ΜΕ1, επικαλούμενος τη θέση και την ιδιότητα που έχει στους ενάγοντες, ανέφερε ότι κατόπιν ελέγχου που ο ίδιος έκανε, διαπίστωσε και επιβεβαίωσε ότι οι συναλλαγές που καταγράφονται στην κατάσταση Τεκ.18 τις οποίες στη συνέχεια χρησιμοποίησε ως βάση για την ετοιμασία της αναδομημένης κατάστασης Τεκ. 19, αποτυπώνουν πιστά το περιεχόμενο του τραπεζικού βιβλίου που τηρούσαν οι ενάγοντες κατά τον ουσιώδη χρόνο και συνιστούν όλες τις συναλλαγές που γίνονταν κατά καιρούς στον συγκεκριμένο λογαριασμό κατά τη συvήθη και καvovική διεξαγωγή τωv εργασιώv τους. Από πλευράς υπεράσπισης τώρα επιλέγηκε όπως μην αμφισβητηθεί ή αντικρουστεί με οποιοδήποτε τρόπο ο εν λόγω ισχυρισμός και ούτε και παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να τείνει να καταδείξει ότι κάποια από τις καταγραφείσες χρεοπιστώσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Με άλλα λόγια, από πλευράς υπεράσπισης δεν αντικρούστηκε το ότι όντως έγιναν ως γεγονός οι συναλλαγές που οι εν λόγω καταστάσεις καταγράφουν να είχαν γίνει, ούτε και αμφισβητήθηκε το ότι οι εν λόγω συναλλαγές όντως «εξηγούν», μαθηματικά τουλάχιστο, το πώς είναι που προκύπτουν τα ποσά που αξιώθηκαν με την αγωγή. Άλλωστε, πέραν του ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την υπεράσπιση για την ύπαρξη οποιωνδήποτε συναλλαγών άλλων από αυτές που φαίνονται στις σχετικές καταστάσεις, είναι στη βάση των εκεί αναφερόμενων χρεοπιστώσεων που προωθήθηκε και η θέση ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 αδυνατούσαν να συμμορφωθούν με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις λόγω των κυρώσεων που επιβάλλονταν στη χώρα τους.

Επιχειρήθηκε βεβαίως από την υπεράσπιση να «πληγεί» ο τρόπος υπολογισμού του εκάστοτε επιτοκίου του λογαριασμού και συγκεκριμένα ο τρόπος με τον οποίο αντλούνταν και εφαρμόζονταν οι διακυμάνσεις του Euribor. Πέραν όμως από κάποιες ερωτήσεις διευκρινιστικού κυρίως τύπου που τέθηκαν στους μάρτυρες, τίποτε ουσιαστικά δεν παρουσιάστηκε από την υπεράσπιση που να αντικρούει τις κατά τ’ άλλα λεπτομερείς και τεκμηριωμένες εξηγήσεις που έδωσαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2 για το συγκεκριμένο θέμα (βλ. μεταξύ άλλων Τεκ. 15 και 25). Άλλωστε, από την αναντίλεκτη αλληλογραφία που οι εναγόμενοι 1 και 2 παρουσιάζονται να είχαν με τους ενάγοντες κατά τη διάρκεια λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού, όταν και οι πρώτοι εξέφρασαν το 2013 την πρόθεση τους να εξοφλήσουν ολόκληρο το δάνειο, κανένα παράπονο ή πρόβλημα δεν προκύπτει να εκφράστηκε σε σχέση με οποιαδήποτε χρέωση στο λογαριασμό και δη με τις χρεώσεις του τόκου και υπολογισμού του επιτοκίου. Υπενθυμίζω συναφώς ότι ακόμη και αυτό το «κώλυμα» που παρουσιάστηκε κατά την ακρόαση να είχαν οι εναγόμενοι 1 και 2 στο να συμμορφωθούν με τις συμβατικές τους υποχρεώσεις δεν αφορούσε σε οποιαδήποτε διαφωνία τους με τις χρεώσεις που γίνονταν στο λογαριασμό τους ή σε κάποια αντισυμβατική ενέργεια των εναγόντων αλλά αποκλειστικά σε εξωγενείς παράγοντες που είχαν να κάμουν με τη χώρα στην οποία διέμεναν.   

Των πιο πάνω λεχθέντων συνεπώς, και λαμβανομένου υπόψη και των όσων λέχθηκαν στην Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ. 20.3.23, ECLI:CY:AD:2023:A124, ECLI:CY:AD:2023:A124 σε σχέση με την αποδοχή καταστάσεων, αναλυτικών και αναδομημένων, στη βάση του αρ.22 Κεφ.9:

«…η αναθεωρημένη κατάσταση λογαριασμού ημερομηνίας 15.10.14 - η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 16 κατά την κυρίως εξέταση της ΜΕ2 (μέρος της οποίας συναποτέλεσε και η κατατεθείσα στη δίκη γραπτή της κατάθεση την 17.10.14) - ικανοποιεί απολύτως (βάσει και της αναντίρρητης επί του σημείου μαρτυρίας τής μάρτυρος), τις εφαρμοζόμενες πρόνοιες του Άρθρου 22 του Περί Απόδειξης Νόμου, Κεφ.9, δοσμένου ότι η μάρτυς εναργώς ανέφερε πως είχε ελέγξει τις σχετικές καταχωρίσεις «. με την αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που διατηρούσε η συνεργατική στο ηλεκτρονικό βιβλίο της και με όλες τις καταχωρήσεις που βρίσκονται στην αναλυτική κατάσταση λογαριασμού, όπως την έχω μελετήσει με προσοχή από το ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής, στο οποίο έχω πρόσβαση από τον προσωπικό μου ηλεκτρονικό υπολογιστή και διαπιστώνω ότι είναι ορθές, όπως γίνονταν κατά την συνήθη πορεία των εργασιών της συνεργατικής, σύμφωνα με την τραπεζική πρακτική και την γνώση και τις οδηγίες που έδιδε και τηρούσε η συνεργατική, ως προς τον τρόπο που έπρεπε να γίνονται οι καταχωρήσεις στις καταστάσεις λογαριασμού των δανείων .», και ότι η «. αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού του δανείου . την οποία ετοίμασα η ίδια, αφαιρώντας όλα τα ποσά που ανέφερα και επεξήγησα παραπάνω . αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του τραπεζικού βιβλίου της Συνεργατικής, το οποίο τηρείται σε ηλεκτρονική μορφή, στις κτιριακές εγκαταστάσεις της Συνεργατικής .», υπογραμμίζοντας (η ΜΕ2), πως η «. εν λόγω αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού ετοιμάστηκε και εκτυπώθηκε από εμένα, από τον ηλεκτρονικό μου υπολογιστή ο οποίος είναι συνδεδεμένος με το ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής στο οποίο έχω πρόσβαση, μέρος του οποίου αποτελεί και η μηχανογραφημένη αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού .», με την μάρτυρα να τονίζει με έμφαση πως είχε ετοιμάσει και μελετήσει με προσοχή την υπό αναφορά κατάσταση λογαριασμού αντιπαραβάλλοντας και συγκρίνοντας την «. με το ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής και τις αρχικές καταχωρήσεις που βρίσκονται σε αυτό και έχω διαπιστώσει ότι όλες οι καταχωρήσεις που βρίσκονται στην αναθεωρημένη αναλυτική κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάζω συμφωνούν απόλυτα με τις αρχικές καταχωρήσεις όπως αναθεωρήθηκαν από εμένα και βρίσκονται στο ηλεκτρονικό βιβλίο της συνεργατικής και είναι ορθές .». Η μαρτυρία αυτή - μαζί με όσα άλλα προσέθεσε συναφώς η ΜΕ2 δίχως στην ουσία να αμφισβητηθεί αντεξεταστικώς - ήσαν πέρα για πέρα επαρκή για να ενταχθεί η περίπτωση εντός των αναλυόμενων νομοθετικών προβλέψεων αλλά και να συναπαρτίσει, εκτός αυτού, πρόσθετο αξιολογικό βάθρο προς απόδειξη όσων στόχευαν να καταφέρουν εν τέλει οι Εφεσίβλητοι (Φρουταρία Πανέρι Λτδ και Άλλων ν. Hellenic Bank Public Company Ltd, Π.Ε. 426/11, ημ. 29.11.17, ECLI:CY:AD:2017:A432, ECLI:CY:AD:2017:A432, Επίσημου Παραλήπτη ως Εκκαθαριστή της Εταιρείας Αpak Agro Industries Ltd και Άλλης ν. Μarfin Popular Bank Public Co Ltd και Άλλων (2016) 1(B) Α.Α.Δ. 1070, 1083-1092, Αττεσλή και Άλλης ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2222, 2239, Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Limited (2012) 1(Γ) A.A.Δ. 2059, 2069-2071).

αποδέχομαι τη θέση του ΜΕ1 ότι η κατάσταση Τεκ.18 αντικατοπτρίζει πλήρως το τι έλαβε χώρα ως γεγονός κατά τη διάρκεια λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού καθώς επίσης και τη θέση ότι η αναδομημένη κατάσταση περιέχει τις ίδιες συναλλαγές πλην των όσων χρεώσεων έχουν αφαιρεθεί για τους λόγους που ο μάρτυρας ανέφερε.

Στη βάση των πιο πάνω συνεπώς και λαμβανομένων υπόψη και των όσων αναντίλεκτων στοιχείων παρουσίασαν οι ενάγοντες προς τεκμηρίωση και αιτιολόγηση των χρεώσεων τους, αποδέχομαι ως ορθές και νόμιμες όλες τις συναλλαγές που καταγράφονται στο Τεκ.18 αλλά και στο Τεκ.19 επί του οποίου περιορίστηκε η αξίωση των εναγόντων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους αποδέχομαι ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία ενός εκάστου των ΜΕ1 και ΜΕ2 και το περιεχόμενο των τεκμηρίων που αυτοί κατέθεσαν ενώ τις περί του αντιθέτου θέσεις των εναγομένων 1 και 2 τις απορρίπτω.

Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας βρίσκω ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση και αντίληψη των πράξεων τους αιτήθηκαν το επίδικο δάνειο ύψους €106.750 το οποίο έλαβαν από τους ενάγοντες και χρησιμοποίησαν πλήρως κατά τον τρόπο που ήθελαν. Οι συμβατικές υποχρεώσεις των εναγομένων 1 και 2 για την αποπληρωμή του δανείου τους είχαν εξασφαλιστεί με την γραπτή εκχώρηση των δικαιωμάτων που είχαν στην αγορά ενός διαμερίσματος από την εναγόμενη 3 και σε μία ασφάλεια ζωής που ο εναγόμενος 1 διατηρούσε με συγκεκριμένη ασφαλιστική εταιρεία και με την εγγύηση της εναγόμενης 3. Για λόγους όμως που αφορούν αποκλειστικά τους εναγόμενους 1 και 2 αυτοί δεν τήρησαν τα συμφωνηθέντα και δεν ανταποκρίθηκαν στις συμβατικές τους υποχρεώσεις για αποπληρωμή του δανείου με τον τρόπο που είχαν συμφωνήσει να πράξει. Ως αποτέλεσμα, οι ενάγοντες δικαιωματικά τερμάτισαν το δάνειο και απαίτησαν να τους καταβληθούν άμεσα όλα τα οφειλόμενα ποσά. Σύμφωνα δε με την αναδομημένη κατάσταση Τεκ.19 επί της οποίας οι ενάγοντες περιόρισαν την απαίτηση τους και οποία περιέχει τα ποσά που κρίνονται από το Δικαστήριο ότι ορθά και δικαιωματικά αξιώνονται εναντίον των εναγομένων 1 και 2, οι τελευταίοι όφειλαν €143.826,10 στις 30/06/24 πλέον τόκο 5.4818% από 30/06/24 κεφαλαιοποιούμενο δύο φορές τον χρόνο μέχρι εξόφλησης.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι όσον αφορά την αξίωση των εναγόντων για κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο, χωρίς να παραγνωρίζω τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2018, 18/12/2024, υπενθυμίζω ότι στην προκειμένη περίπτωση, (α) η συγκεκριμένη αξίωση περιλαμβάνετο στις πρόνοιες της επίδικης συμφωνίας (βλ. «Agreement Addendum» Τεκ.1), (β) ότι μέχρι και την ημερομηνία τερματισμού (06/09/17), ήτοι όταν και αποκρυσταλλώθηκαν τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση τουλάχιστο με το θέμα του τόκου (βλ. Evelthon Developments Ltd και άλλος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ και άλλος (2012) 1 ΑΑΔ 2486), η τράπεζα είχε δεόντως ενημερώσει τους εναγόμενους για τις διάφορες μεταβολές του επιτοκίου και (γ) ότι μέχρι το 2014 ίσχυε για σκοπούς της επίδικης σύμβασης το αρ. 3(δ) του Ν160(I)/99 το οποίο καθόριζε την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως. Ως εκ τούτου θεωρώ ότι τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην υπόθεση Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. Λάμπρος Χαριλάου Λτδ και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 479 στην οποία, όπως και στην Γεωργιάδης, απασχόλησαν οι πρόνοιες του αρ. 33 Ν.14/60,

«Όπως πολύ ορθά έχει υποδειχθεί από την ευπαίδευτη συνήγορο της εφεσείουσας τράπεζας, το Άρθρο 33(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου (αρ. 14/60) επιτρέπει την επιδίκαση τόκου όπως προνοεί η συμφωνία των διαδίκων ή σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά νόμου επιτόκιο. Το Άρθρο 33(1) του Νόμου 14/60 έχει τροποποιηθεί με τις πρόνοιες του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου αρ. 160(I)/99, το Αρθρο 3(δ) του οποίου καθορίζει την υποχρέωση σε πιστωτικά ιδρύματα να μην ανατοκίζουν περισσότερο από δύο φορές ετησίως.

Στην παρούσα περίπτωση η εφεσείουσα τράπεζα δεν απαιτούσε την επιδίκαση τόκου επί τόκου. Η αξίωσή της ήταν για £66.668,49 με τόκο 12.5% από 18/3/05 με κεφαλαιοποίηση των τόκων δύο φορές ετησίως. Η εφεσείουσα τράπεζα είχε το δικαίωμα, σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων (Τ.1), να τροποποιεί το επιτόκιο μέχρι το επιτρεπόμενο νόμιμο επιτόκιο. Η εφεσείουσα τράπεζα τροποποίησε το επιτόκιο με σχετικές επιστολές ημερομηνίας 26/8/2002 οι οποίες στάληκαν στους εφεσίβλητους, στις οποίες αναφερόταν ότι το επιτόκιο του λογαριασμού μεταβαλλόταν σε 12.5% και ότι ο τόκος θα εκεφαλαιοποιείτο την 1η Ιανουαρίου και 1η Ιουλίου κάθε χρόνο. Μέσα στα πιο πάνω πλαίσια κρίνεται ότι η αξίωση της εφεσείουσας τράπεζας ήταν καθόλα νόμιμη.» 

Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι στην Γεωργιάδης το υπό κρίση ζήτημα δεν εξετάστηκε και υπό τη σκοπιά της Χαριλάου, κρίνω ότι υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, από τη στιγμή που η αξίωση των εναγόντων σε σχέση με τον τόκο έχει περιοριστεί στα συμβατικά όρια και δη στα όρια για τα οποία είχε δοθεί δέουσα ενημέρωση στους εναγόμενους, η αξίωση για κεφαλαιοποίηση του τόκου 2 φορές το χρόνο είναι δικαιολογημένη.

Κρίνω συνεπώς ότι με την αξιόπιστη μαρτυρία που παρουσίασαν, οι ενάγοντες πέτυχαν να αποδείξουν στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεση τους εναντίον των εναγομένων 1 και 2.

Εκδίδεται συνεπώς απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 για το ποσό των €143.826,10 πλέον τόκο 5.4818% από 30/06/24 κεφαλαιοποιούμενο δύο φορές τον χρόνο, ήτοι την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου έκαστου έτους, μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Νοείται ότι εκεί όπου τα ποσά που επιδικάζονται εναντίον των εναγομένων 1 και 2 είναι κοινά με τα ποσά που επιδικάστηκαν εναντίον της εναγόμενης 3 αυτά θα οφείλονται από τους εναγόμενους 1 και 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα με την εναγόμενη 3.

Εκδίδονται υπέρ των εναγόντων και διατάγματα ως το Γ – ΙΑ της Ε/Α τα οποία θα ισχύουν σε σχέση με όλους τους εναγόμενους (για εναγόμενη 3 βλ. πρακτικό 11/12/24)

(Υπ.)………………….…….

                                                                                                            Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ

 

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 

 



[1] σ.Δ. Έγινε περιορισμός του αξιούμενου ποσού κατά την ακρόαση

[2] Βλ. κατ’ αναλογία τα λεχθέντα στην ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΔΗ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 293/2012, 7/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A67

[3] Διονά ν Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., ECLI:CY:AD:2016:A250, Π.Ε. 182/2011, 24/5/2016

[4] Χατζηστυλλή ν Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1Β ΑΑΔ 989, ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ v. AQUA MASTERS LTD, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 340/2013, 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:A65 και ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ ν. UNIVERSAL LIFE INSURANCE CO LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 144/2013, 16/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A145, ECLI:CY:AD:2019:A145


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο