
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Λ. Πασχαλίδη, Α.Ε.Δ.
Αίτηση Ετ.: 73/2020
Αναφορικά με την εταιρεία Κ & Υ THEODOROU INVESTMENTS & CONSTRUCTIONS LTD από τη Λάρνακα
και
Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο Κεφ.113
---------------------------------------------
(Αίτηση ημερ. 13/6/24 υπό Α.Α. για εξασφάλιση άδειας για συνέχιση δικαστικής διαδικασίας)
Ημερομηνία: 17 Μαρτίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτητή: κ. Α. Κασιανής και κα Μ. Βασιλείου για Ανδρέα Θ. Μαθηκολώνη & Σια ΔΕΠΕ
Για εκκαθαριστή της καθ’ ης η αίτηση: κ. Κ. Πανάγος και κα Ι. Τσίγκη για Πανάγος & Πανάγος ΔΕΠΕ
Για Τμήμα Αφερεγγυότητας: Καμία Εμφάνιση
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα αίτηση που καταχώρισε στις 13/06/24, ο πιο πάνω αιτητής ζητά, στη βάση κυρίως των άρθρων 2, 209, 215, 220, 222, 228, 233, 298 – 330 του Κεφ. 113 και των σχετικών Κανονισμών, της Δ.9 Θ.10-11 και Δ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας και του Ν.9/65, όπως εκδοθεί διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να αίρεται η δια Νόμου αναστολή που επήλθε στις δικαστικές διαδικασίες που αφορούν την υπό εκκαθάριση εταιρεία συνεπεία της έκδοσης διατάγματος εκκαθάρισης της στις 14/10/20 και όπως δοθεί άδεια για συνέχιση:
Α) Της αγωγής 820/19 του Ε.Δ. Λάρνακας η οποία καταχωρήθηκε από τον αιτητή την 01/07/2019 και στρέφεται, μεταξύ άλλων, και εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση εταιρείας,
Β) Της Πολιτικής Έφεσης Ε178/19 που καταχωρήθηκε από τον αιτητή στις 25/07/2019 και στρέφεται, μεταξύ άλλων, και εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση εταιρείας, και η οποία έφεση αφορά σε πρωτόδικη ενδιάμεση απόφαση που εκδόθηκε στις 11/07/2019 στα πλαίσια της αγωγής 820/19 και,
Γ) Της Πολιτικής Έφεσης 188/21 που καταχωρήθηκε από τον αιτητή στις 28/06/21, η οποία στρέφεται, μεταξύ άλλων, και εναντίον της καθ΄ ης η αίτηση εταιρείας, και η οποία αφορά στην πρωτόδικη απόφαση που εκδόθηκε στις 15/06/21 στα πλαίσια αίτησης έφεσης 72/2019 του Ε.Δ. Λάρνακας.
Όσον αφορά τα γεγονότα και τους λόγους που κατά τον αιτητή δικαιολογούν την έγκριση του αιτήματος του, τα οποία στοιχεία αναπτύσσονται σε υποστηρικτική Ε/Δ του τελευταίου, θα κάνω αναφορά σε κατοπινό στάδιο. Επί του παρόντος περιορίζομαι να αναφέρω ότι με την αίτηση του ο αιτητής επισυνάπτει ως Τεκμήρια, τα έγγραφα που αφορούν την καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία και το διάταγμα εκκαθάρισης της (Τεκ. 1 και 2), τα δικόγραφα των δικαστικών διαδικασιών που ο αιτητής επικαλείται, και συγκεκριμένα, το κλητήριο ένταλμα και έκθεση απαίτησης της αγωγής 820/19 τα οποία παρουσιάζουν την καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία ως εναγόμενη 1 (Τεκ.3 και 4), την εμφάνιση που ο εκκαθαριστής της καθ’ ης η αίτηση καταχώρισε στην εν λόγω αγωγή μετά την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης καθώς επίσης και την υπεράσπιση που αυτός καταχώρισε στις 22/01/2022 με την οποία εγείρει, μεταξύ άλλων, προδικαστική ένσταση ως προς το ότι δεν έχει ληφθεί άδεια του Δικαστηρίου για συνέχιση της διαδικασίας συνεπεία του διατάγματος της εκκαθάρισης (Τεκ.5 και 6), την ενδιάμεση αίτηση που ο αιτητής καταχώρισε στην αγωγή 820/19 για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων καθώς επίσης και την ενδιάμεση απορριπτική απόφαση της 11/07/2019 και την σχετική Πολιτική Έφεση Ε178/19 (Τεκ.7, 8, 9 και 10) και τέλος την Πολιτική Έφεση 188/21 την οποία ο αιτητής καταχώρισε στις 28/06/2021 εναντίον της πρωτόδικης απόφασης που εκδόθηκε στις 15/06/2021 και με την οποία απορρίφθηκε η Αίτηση Έφεση 72/2019 που αυτός καταχώρισε προκειμένου να παραμερίσει την απόφαση του Διευθυντή του Κτηματολογίου με την οποία ο τελευταίος απέρριψε αίτηση εγκλωβισμένου αγοραστή (ΑΕΑ) που ο αιτητής είχε καταχωρίσει το 2017 με σκοπό να εγγραφεί επ΄ ονόματι του ακίνητο το οποίο ισχυριζόταν ότι αγόρασε από την καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία το 2011 (Τεκ. 11, 12 και 13).
Στην αντιπέρα όχθη, με την ένσταση που καταχώρισε ο εκκαθαριστής της καθ΄ ης η αίτηση προβάλλονται συνολικά 18 λόγοι για τους οποίους ο τελευταίος υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Οι λόγοι αυτοί, οι οποίοι χωρίζονται σε αρκετές υποπαραγράφους, περιστρέφονται γύρω από τις αρχές που διέπουν την άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου σε αιτήσεις αυτής της φύσης, γύρω από θέματα κατ’ ισχυρισμό κακοπιστίας και κατάχρησης της διαδικασίας από πλευράς του αιτητή αλλά και γύρω από τα όσα περιβάλλουν και αφορούν τις δικαστικές διαδικασίες για τις οποίες ο τελευταίος ζητά να λάβει την αιτούμενη άδεια. Αν και αναφορά στην Ε/Δ του του εκκαθαριστή που υποστηρίζει την ένσταση θα κάνω σε κατοπινό στάδιο, επί του παρόντος αναφέρω ότι με αυτήν παρουσιάζονται ως Τεκμήρια το διάταγμα εκκαθάρισης της εταιρείας και τα σχετικά έγγραφα της τελευταίας (Τεκ. 1 και 2), πωλητήριο έγγραφο που υπεγράφη το 2011 μεταξύ του αιτητή ως αγοραστή και της καθ΄ ης η αίτηση ως πωλητή για την αγορά συγκεκριμένου διαμερίσματος που ανεγειρόταν επί ακινήτου της καθ’ ης η αίτηση (Τεκ.3), διάφορες αποδείξεις σε σχέση με τα ποσά που κατέβαλε ο αιτητής στη βάση του εν λόγω πωλητηρίου (Τεκ.4) και τέλος, πιστοποιητικό έρευνας του κτηματολογίου αναφορικά με τα εμπράγματα βάρη που επιβαρύνουν το ακίνητο της καθ΄ ης η αίτηση εταιρείας και το οποίο πιστοποιητικό παρουσιάζει το πωλητήριο του αιτητή να έχει εγγραφεί ως εμπράγματο βάρος με αριθμό ΠΩΕ684/11 (Τεκ.5)
Εφόσον δεν ζητήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά η αντεξέταση του ομνύοντα της άλλης πλευράς και ούτε επιχειρήθηκε η καταχώριση οποιασδήποτε συμπληρωματικής Ε/Δ από πλευράς του αιτητή σε σχέση με τα όσα ισχυρίστηκε ο εκκαθαριστής της καθ΄ ης η αίτηση, η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων αναφορά στις οποίες θα κάνω εκεί όπου είναι αναγκαίο.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Σημειώνω τα εξής.
Όσον αφορά τη νομική πτυχή που διέπει αιτήσεις αυτής της φύσης, ήτοι αιτήσεις στη βάση του αρ.220 Κεφ.113 για λήψη άδειας συνέχισης δικαστικής διαδικασίας εναντίον εταιρείας που τέθηκε υπό εκκαθάριση, είχα στο παρελθόν την ευκαιρία να εξετάσω το θέμα σε διάφορες περιπτώσεις. Παραθέτω λοιπόν αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσα στην MEGAPACK LTD ν. AGROMARKETS LTD δια μέσω του Προσωρινού Εκκαθαριστή της, Αρ. Αγωγής: 2582/17, 31/7/2020 το οποίο υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας:
«…Αναφέρω κατ’ αρχήν ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι πρόνοιες του αρ.215 Κεφ.113 όπως επίσης και οι πρόνοιες του αρ.220 Κεφ.113, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέση με αγωγές ή διαδικασίες που έχουν εγερθεί ή που θα εγερθούν εναντίον μιας εταιρείας τόσο κατά τη διάρκεια που εκκρεμεί αίτηση εκκαθάρισης της τελευταίας όσο και μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, συνιστούν μερικές από τις ασφαλιστικές δικλίδες που περιέχοντα στο Κεφ.113 προς προστασία της περιουσίας της εταιρείας και των συμφερόντων των πιστωτών της. Η νομική δε πτυχή που περιβάλλει τις εν λόγω πρόνοιες, οι οποίες όπως καταδεικνύεται και από τη σχετική κυπριακή νομολογία και συγγράμματα κινούνται πάνω στις ίδιες γραμμές, έτυχε στο παρελθόν να απασχολήσει τόσο τον αδελφό Επαρχιακό Δικαστή Χ. Ρασπόπουλο στην αγωγή ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. Pampoukkas Construction Ltd, Αρ. Αγωγής: 8134/13, 28/5/2015 όσο και εμένα στην Αίτηση των Ηλία Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ MAGIA OLD PEOPLE'S HOME, Αίτηση Αρ.: 250/2016, 4/12/2018. Παραθέτω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από τις εν λόγω αποφάσεις τα οποία συνεχίζουν να με βρίσκουν σύμφωνο και τα οποία υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. Pampoukkas Construction Ltd, Αρ. Αγωγής: 8134/13, 28/5/2015
«…Η διάταξη του άρθρου 215 του Κεφ. 113 (μαζί με αυτή του άρθρου 220 του Κεφ. 113 στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω) απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Limited ν. ΚΕΑΝ Λίμιτεδ (1998) 1 ΑΑΔ 1806 όπου λέχθηκαν τα εξής.
«Σκοπός των προνοιών αυτών για αναστολή, είναι η παροχή προστασίας στους πιστωτές και στην περιουσία της υπό διάλυση εταιρείας με στόχο την ίση πληρωμή των πιστωτών της ίδιας τάξης και την αποτροπή προώθησης διαδικασιών από ορισμένους πιστωτές προς απόκτηση ωφελημάτων. (Βλ. Bowkett v. Fullers United Electric Works Ltd [1923] 1 K.B. 160, In re Dynamics Corpn. (Ch. D.), [1973] 1 W.L.R. 63).»
Τα πιο πάνω άρθρα του δικού μας Νόμου, είναι παρόμοια με τα άρθρα 231 και 226 του αγγλικού Companies Act 1948. Παρόμοιες πρόνοιες που αφήνουν ανεπηρέαστες τις αρχές που διέπουν τα ερωτήματα ενώπιον μας έγιναν και με τα άρθρα 126, 128 και 130(3) του Insolvency Act 1986. Κατά συνέπεια, αγγλικά συγγράμματα και δικαστικές αποφάσεις μπορούν να είναι καθοδηγητικές πάνω στα θέματα που μας απασχολούν.
Στον Palmer's Company Law, 24η έκδοση, τόμος 1, αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελ. 1448-1450:
«The object of the winding-up provisions of the Companies Act 1862", said Lindley L.J. in Re Oak Pitts Colliery Co., "is to put all unsecured creditors upon an equality and to pay them pari passu." To accomplish this it was indispensable that proceedings against the company by way of action, execution, distress or other process should be suspended; otherwise the winding up would resolve itself into a scramble for the assets. Section 126 of the Insolvency Act gives the court power on the application of the company or a creditor or a contributory to restrain proceedings against the company. That power may be exercised at any time in the interval between the presentation of the petition and the making of the order. Section 128(1) provides that where any company is being wound up by the court any attachment, sequestration, distress or execution put in force against the company after the commencement of the winding up is void. Section 130(2) provides that when a winding-up order has been made or a provisional liquidator appointed, no action or proceeding shall be proceeded with or commenced against the company except by leave of the court and subject to such terms as the court may impose. In this way creditors and others are compelled to come in and prove their claims in the winding up, and a rateable and just distribution of the company's assets is effected. "Proceedings" under section 130(2) is given a wide meaning, and includes executions and interpleader summonses. The words "any other action or proceeding" in section 126(1) likewise are general and not limited to actions in England but extend to actions and proceedings in Scotland; Northern Ireland being covered by section 126(1)(a)…Where a winding-up order has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding-up."
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1Γ Α.Α.Δ 2055 επικυρώθηκε η ακόλουθη ερμηνεία του άρθρου 215 που είχε δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Απ' όλα τα ανωτέρω καθαρά συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο σκοπός και η πρόθεση του νομοθέτη όταν νομοθετούσε τη δυνατότητα αναστολής διαδικασιών μετά την καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης εταιρείας, ήταν να προστατεύσει τα περιουσιακά στοιχεία και την ίση μεταχείριση μεταξύ πιστωτών. Να μην παρατηρείται δηλαδή το φαινόμενο "όποιος προλάβει ό' τι αρπάξει".»
Στην Bowkett v. Fullers United Electric Works Ltd [1923] 1 K.B. 160, η οποία αποφασίσθηκε στη βάση του άρθρου 140 του Companies (Consolidation) Act του 1908 το οποίο είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 215 του Κεφ. 113, λέχθηκε ότι στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει την διακριτική ευχέρεια υπέρ της αναστολής της διαδικασίας ώστε να διασφαλιστεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας θα διανεμηθούν ίσα μεταξύ των πιστωτών της ίδιας τάξης και κανένας να μην αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι του άλλου. Σημειώνεται ότι η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε το στάδιο επικείμενης λήψης μέτρων εκτέλεσης αφού απόφαση είχε ήδη εκδοθεί.»
Αίτηση των Ηλία Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ MAGIA OLD PEOPLE'S HOME, Αίτηση Αρ.: 250/2016, 4/12/2018
«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του αρ. 220 «Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει».
Ο όρος "διαδικασία" έχει νομολογηθεί ότι περιλαμβάνει και την ποινική διαδικασία (βλ. Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (Σ.Ε.Κ.) ν. Samoa Clothing Ιndustry και Άλλου (Αρ. 1), (2000) 2 Α.Α.Δ. 289).
Όπως λέχθηκε στη Samoa ανωτέρω, τα άρθρα 226 και 231 του αγγλικού Companies Act 1948 περιέχουν περίπου παρόμοιες με το αρ. 220 Κεφ.113 πρόνοιες. Η σχετική επομένως με τα εν λόγω άρθρα αγγλική νομολογία, όπως καταδεικνύει η Stefanos & Andreas Cold Stories Trading Limited v. Εταιρείας Αναψυτικών ΚΕΑΝ Λίμιτεδ (αρ. 1) (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1806 αλλά και η Samoa, είναι καθοδηγητική ως προς τις εφαρμοστέες αρχές (βλ. αναφορές που γίνονται στις εν λόγω αυθεντίες στις Re J. Barrows (Leeds) Ltd [1982] 2 All E.R. 882 και Langley Constructions (Brixham) Ltd v. Wells [1969] 2 All E.R. 46.
Σημειώνω εδώ ότι στην Αγγλία, τα προαναφερόμενα άρθρα του Companies Act 1948 αντικαταστάθηκαν από το S.130(2) Insolvency Act 1986, οι πρόνοιες του οποίου είναι πανομοιότυπες με το αρ. 220 Κεφ.113. Παρά τη νομοθετική τροποποίηση όμως, όπως καταδεικνύεται από την πρόσφατη αγγλική νομολογία, οι εφαρμοστέες αρχές παρέμειναν οι ίδιες και αυτές, όπως και ο σκοπός της νομοθετικής υποχρέωσης για λήψη άδειας μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, συνοψίζονται θεωρώ εύστοχα στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Cook v Mortgage Debenture Ltd [2016] EWCA Civ 103 (25 February 2016):
«In the case of liquidation and bankruptcy, the purpose of these provisions is essentially twofold. First, given that the property of the company or individual stands under the statute to be realised and distributed, subject to any existing interests, among the creditors on a pari passu basis, the moratorium prevents any creditor from obtaining priority and thereby undermining the pari passu basis of distribution. Second, given that both a liquidation and bankruptcy contain provisions for the adjudication of claims by persons claiming to be creditors, the moratorium protects those procedures and prevents unnecessary and potentially expensive litigation. In circumstances where the potential liability of the company or bankrupt is best determined in ordinary legal proceedings, as for example is often the case with a personal injuries claim, the court will give permission for proceedings to be commenced or continued, but usually on terms that no judgment against the company or individual can be enforced against the assets of the estate.
In the case of an administration, this is not a sufficient description of the purposes of the moratorium in paragraph 43(6). An administration may be a prelude to a liquidation or, once an administrator gives notice of an intention to make distributions to creditors, may become a substitute for a liquidation. In such circumstances, the purposes described above apply also to the moratorium in the case of an administration. But before that point is reached, the principal purpose of an administration is either to rescue the company itself as a going concern or to preserve its business or such parts of its business as may be viable. The purpose of the moratorium is to assist in the achievement of those purposes. The moratorium on legal process against the property of the company best preserves the opportunity to save the company or its business by preventing the dismemberment of its assets through execution or distress. The moratorium on legal proceedings serves the same purpose by preventing the company from being distracted by unnecessary claims. As Nicholls LJ put it in In re Atlantic Computer Systems plc [1992] Ch 505 at 528, the moratorium provides "a breathing space". Once again, however, the court will readily give permission for proceedings to be commenced or continued where it is appropriate to do so.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
Σε περίπτωση εκκαθάρισης και πτώχευσης, ο σκοπός των διατάξεων αυτών είναι ουσιαστικά διττός. Πρώτον, δεδομένου ότι η περιουσία της εταιρίας ή του ατόμου θα πρέπει, σύμφωνα με το Νόμο, να περισυλλεχθεί και να διανεμηθεί, υπό την επιφύλαξη οποιωνδήποτε υφιστάμενων συμφερόντων, μεταξύ των πιστωτών ισότιμα και χωρίς προτεραιότητα (pari passu), η απαγόρευση (μορατόριουμ) εμποδίζει κάθε πιστωτή από του να αποκτήσει προτεραιότητα και κατά συνέπεια να υπονομεύσει την ισότιμη βάση της διανομής. Δεύτερον, δεδομένου ότι τόσο η εκκαθάριση όσο και η πτώχευση περιέχουν διατάξεις για την επίλυση απαιτήσεων από πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι είναι πιστωτές, η απαγόρευση (μορατόριουμ) προστατεύει τις διαδικασίες αυτές και αποτρέπει αχρείαστες και δυνητικά δαπανηρές δικαστικές διαδικασίες. Σε περιπτώσεις όπου η πιθανή ευθύνη της εταιρείας ή πτωχεύσαντα καθορίζεται καλύτερα σε τακτική δίκη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει συχνά με απαιτήσεις για σωματικές βλάβες, το δικαστήριο θα δώσει άδεια για την έναρξη ή τη συνέχιση δικαστικής διαδικασίας, αλλά συνήθως με όρους όπως καμία απόφαση κατά της εταιρείας ή του ατόμου να μην μπορεί να εκτελεσθεί ενάντια στα περιουσιακά στοιχεία της περιουσίας.
Στην περίπτωση διαχείρισης, αυτή δεν αποτελεί επαρκή περιγραφή των σκοπών της απαγόρευσης (μορατόριουμ) της παραγράφου 43(6) (σ.σ. του Παραρτήματος Β1 του Insolvency Act 1986). Μια διαχείριση μπορεί να είναι προάγγελος μιας εκκαθάρισης ή μπορεί να υποκαταστήσει την εκκαθάριση όταν ένας διαχειριστής ειδοποιά για την πρόθεση του να προβεί σε διανομή στους πιστωτές. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σκοποί που περιγράφονται παραπάνω ισχύουν και για την απαγόρευση (μορατόριουμ) στην περίπτωση διαχείρισης. Πριν το σημείο αυτό όμως, ο κύριος σκοπός μιας διαχείρισης είναι είτε η διάσωση της ίδιας της εταιρείας ως συνεχιζόμενης δραστηριότητας (going concern) είτε η διατήρηση της επιχείρησής της ή των τμημάτων της επιχείρησής της που μπορεί να είναι βιώσιμα. Σκοπός της απαγόρευσης (μορατόριουμ) είναι να βοηθήσει στην επίτευξη αυτών των σκοπών. Η απαγόρευση (μορατόριουμ) νομικών διαδικασιών κατά της περιουσίας της εταιρείας διατηρεί καλύτερα την ευκαιρία να σωθεί η εταιρεία ή η επιχείρηση της εμποδίζοντας την αποσυναρμολόγηση των περιουσιακών της στοιχείων μέσω εκτέλεσης ή εξαναγκασμού. Η απαγόρευση δικαστικών διαδικασιών εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, εμποδίζοντας την απόσπαση της προσοχής της εταιρείας με αχρείαστες απαιτήσεις. Όπως το έθεσε ο Nicholls LJ στη Re Atlantic Computer Systems plc [1992] Ch 505 στο 528, η απαγόρευση παρέχει "χώρο για ανάσα" ("a breathing space"). Και πάλι, όμως, το δικαστήριο θα δώσει τη δυνατότητα έγερση ή συνέχιση διαδικασιών όπου κρίνεται σκόπιμο.» (έμφαση δική μου)
Παρόμοια είναι και τα σχόλια που γίνονται στις σχετικές αναφορές του Company Law, 4th ed. του Robert R. Pennington (σελ. 701), του Palmer's Company Law 21st ed. (σελ.768), του Halsbury's Laws Of England 5η Έκδοση, Τόμος 17, παρ. 853 και του Ian F. Fletcher, The Law Of Insolvency, 4η Έκδοση (σελ.701), τα οποία με περισσή επάρκεια κατέγραψαν οι αδελφοί Επαρχιακοί Δικαστές Λ. Παντελή και Μιχ. Λοΐζου στις υποθέσεις Αίτηση 245/2001 του Ε.Δ. Λ/σιας, Αναφορικά με την εταιρεία Maxdata Holdings Ltd, ημερομηνίας 30/11/2011 και Αίτηση Εκκαθάρισης Αρ.: 36/2013 του Ε.Δ Λ/κας, Αναφορικά με την εταιρεία AE GAZILION CONSTRUCTIONS LTD, ημερ 15/12/2015 αντίστοιχα.
Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, ο σκοπός του αρ.220 είναι να διασφαλίσει ότι εκείνες οι αξιώσεις εναντίον της εταιρείας που μπορούν να αποφασιστούν στα πλαίσια της παρεχόμενης από το Νόμο, φτηνής και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, μην καταστούν αντικείμενο δαπανηρών ή αχρείαστων δικαστικών διαδικασιών που θα επενεργήσουν εις βάρος και της εταιρείας αλλά και των πιστωτών της. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δε, ασκείται σύμφωνα με το σωστό και δίκαιο της κάθε περίπτωσης και προς όφελος προσώπου που θεμελιώνει προς τούτο καλό και επιτακτικό λόγο. Όπως περαιτέρω καταδεικνύεται από αποφάσεις όπως οι Kerr v Preston Corpn (1876) 6 ChD 463, In re BRITON MEDICAL AND GENERAL LIFE ASSURANCE ASSOCIATION (1886) 32 Ch.D. 503 και SAULL v. BROWNE. [1872 S. 237.] - (1874) L.R. 10 Ch.App. 64, η φύση, ομοιότητα και αναγκαιότητα της διαδικασίας που προτίθεται να εγερθεί εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας, συνιστούν σημαντικούς παράγοντες που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο έτσι ώστε να αποφευχθούν και οι αχρείαστες αλλά και οι καταχρηστικές διαδικασίες…».
Επισημαίνω εδώ για σκοπούς πληρότητας ότι … Άλλες τέτοιες ασφαλιστικές δικλίδες συνιστούν οι πρόνοιες που τυγχάνουν εφαρμογής μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης όταν ο εκκαθαριστής λαμβάνει υπό τον έλεγχο και τη φύλαξη του όλη την ιδιοκτησία και αγώγιμα δικαιώματα που η εταιρεία δικαιούται ή φαίνεται ότι δικαιούται, οπόταν και μόνο κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου μπορεί να εγερθεί οποιαδήποτε διαδικασία, τουλάχιστον εναντίον της εταιρείας (βλ. μεταξύ άλλων αρ. 220, 231 και 232 Κεφ.113, Καν.21 Περι Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμών 1933 καθώς και το σχετικό απόσπασμα από τον Palmers στη σελ 766 υπό τον τίτλο «Distress for Rent accrued after winding up» όπου γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων, στο Winding Up Rule 99 που είναι πανομοιότυπος με το Κ.21)…»
Επιπρόσθετα των πιο πάνω κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσιο και το ακόλουθο απόσπασμα από την Pantrans Nav. Ltd ν. Επίσημου Παραλήπτη (1992) 1 ΑΑΔ 900:
Τα άρθρα 215 και 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αποσκοπούν στην προστασία της περιουσίας εταιρείας που βρίσκεται υπό διάλυση με απώτερο στόχο την ίση μεταχείριση των πιστωτών τους. Ο Palmer "Company Law" 24η έκδοση παράγραφο 88-69 στις σελ. 1449 και 1450 παρουσιάζει το θέμα ως εξής:
"where a winding-up order has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding up."
Στην παράγραφο 88-75 σελ. 1454 υπό την επικεφαλίδα "Liberty to Proceed" του ίδιου συγγράμματος αναφέρεται ότι η εξουσία χορήγησης άδειας ασκείται συχνά. Και στη συνέχεια εξειδικεύονται περιπτώσεις που κρίθηκε πως ήταν δικαιολογημένη η άδεια για την αποπεράτωση διαδικασιών. Μεταξύ των περιπτώσεων είναι εκείνες δανειστών των οποίων τα χρέη έχουν εξασφαλιστεί. Στην In re Aro Co. Ltd. (1980) 2 W.L.R. 453, τονίστηκε ο χαρακτήρας της εξουσίας του δικαστηρίου ως διακριτικής και η ευχέρεια να παραχωρείται άδεια και σε περιπτώσεις που ο δανειστής δεν έχει ασφάλεια, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Στη σύνοψη του σκεπτικού στη σελ. 454 διαβάζουμε:
"Whether or not leave to proceed with an action was given under section 231 was a matter for the discretion of the court and was not dependent on a claimant having established the status of a secured creditor and in the circumstances, even if it were wrong to regard the plaintiffs as secured creditors at the time of winding up, the court ought to exercise its discretion in their favour."
Βασιζόμενος στην υπόθεση In re Aro, ανωτέρω, ο εκδότης του Palmer παρατηρεί:
"....the discretion conferred by the section gives the court freedom to do what is right and fair in the circumstances."
To θέμα απασχολεί και τον Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση τόμος 6 σελ. 698, παράγραφος 1389
"Proceedings will also be allowed to continue where the company is a necessary party to an action against it and other persons; or where an action is the most convenient method of trying a question."»
Των πιο πάνω λεχθέντων προχωρώ τώρα στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση επισημαίνοντας ότι από το περιεχόμενο των εκατέρωθεν Ε/Δ, τη μη αντεξέταση των ομνυόντων αλλά και τις τοποθετήσεις των συνηγόρων των μερών, τα πιο κάτω γεγονότα προκύπτουν να συνιστούν κοινό και μη αμφισβητούμενο έδαφος μεταξύ των διαδίκων.
Στις 05/08/2011 ο αιτητής συμφώνησε γραπτώς με την καθ’ ης η αίτηση εταιρεία όπως αγοράσει από αυτή συγκεκριμένο διαμέρισμα το οποίο θα ανεγειρόταν σε ακίνητο της. Στη βάση της εν λόγω συμφωνίας, η οποία κατατέθηκε στο κτηματολόγιο στις 25/08/2011 οπόταν και ενεγράφη ως εμπράγματο βάρος επί του ακινήτου της καθ΄ ης η αίτηση, ο αιτητής κατέβαλε στην πρώτη διάφορα χρηματικά ποσά. Επ’ ονόματι του αιτήτη όμως δεν μεταβιβάστηκε ποτέ ούτε το διαμέρισμα αλλά ούτε και μερίδιο επί του ακινήτου.
Περί τις 08/11/17 ο αιτητής καταχώρισε στο Διευθυντή του Κτηματολογίου αίτηση εγκλωβισμένου αγοραστή (ΑΕΑ) στη βάση των σχετικών προνοιών του Ν.9/65, προκειμένου να πετύχει, μέσω εκείνης της διαδικασίας, την εγγραφή του διαμερίσματος στο όνομα του. Στην αίτηση αυτή ο Διευθυντής απάντησε γραπτώς στις 12/06/2019, μεταξύ άλλων ότι, λόγω του ότι το ακίνητο είχε εν τω μεταξύ πωληθεί σε τρίτα πρόσωπα στα πλαίσια πλειστηριασμού που διεξήγαγε στις 13/11/17 στη βάση του Ν.9/65 το τραπεζικό ίδρυμα που είχε προς όφελος του εγγεγραμμένη υποθήκη επί του ακινήτου, η ΑΕΑ «θα παραμεριστεί εκτός και αν μέσα σε 30 μέρες προσκομίσετε διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει διαφορετικά».
Την 01/07/19, ο αιτητής, επικαλούμενος μεταξύ άλλων το γεγονός ότι ο Διευθυντής του Κτηματολογίου τον είχε ενημερώσει ότι η πρόθεση του σε σχέση με την ΑΕΑ θα μπορούσε να ανακοπεί με την εξασφάλιση διατάγματος Δικαστηρίου, καταχώρισε την αγωγή 820/19 με την οποία ζητά, πέραν από αποζημιώσεις για παράβαση της σύμβασης του με την καθ’ ης η αίτηση, όπως ακυρωθεί ως παράνομη και εξ΄ υπ’ αρχής άκυρη η πώληση σε τρίτους του ακινήτου εντός του οποίου βρίσκεται το διαμέρισμα που αυτός συμφώνησε να αγοράσει, η οποία πώληση έγινε στις 13/11/2017 μέσω πλειστηριασμού, και όπως διαταχθεί η επαναφορά του ιδιοκτησιακού καθεστώτος του ακινήτου στην κατάσταση που υφίστατο πριν τις 13/11/2017 που έγινε ο πλειστηριασμός, όταν δηλαδή ιδιοκτήτρια ήταν μόνο η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία. Διάδικοι στην αγωγή εκείνη είναι η προηγούμενη ιδιοκτήτρια του ακινήτου, δηλαδή η καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία, ο ενυπόθηκος πιστωτής που προώθησε τον πλειστηριασμό, οι αγοραστές του ακινήτου και ο Διευθυντής του Κτηματολογίου. Στα πλαίσια της αγωγής εκείνης, ο αιτητής καταχώρισε και μία μονομερή αίτηση με την οποία ζήτησε την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων με τα οποία αφ’ ενός να απαγορεύεται η μεταβίβαση του ακινήτου στα πρόσωπα που το αγόρασαν μέσω του πλειστηριασμού και αφ’ ετέρου να μην παραμεριστεί η διαδικασία ΑΕΑ που αυτός είχε καταχωρήσει.
Το πρωτόδικο Δικαστήριο που εξέτασε την αίτηση του αιτητ, αποφάσισε στις 11/07/2019 κατόπιν ακρόασης να την απορρίψει, μεταξύ άλλων και διότι έκρινε την απάντηση του Διευθυντή του Κτηματολογίου να «…αποτελεί απόφαση του Διευθυντή Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας…η (οποία)…προσβάλλεται με βάση το άρθρο 51 του Ν.9/1965 με αίτηση-έφεση…(και συνεπώς)…κατά την κρίση του Δικαστηρίου, θα έπρεπε να προσβληθεί η απόφαση αυτή με αίτηση-έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου. Στα πλαίσια δε της αίτησης-έφεσης, θα μπορούσε να γίνει αίτηση για έκδοση διατάγματος, το οποίο ο Διευθυντής του Κτηματολογίου ανέφερε στον Αιτητή ότι αν του προσκόμιζε, θα σταματούσε και δεν θα προχωρούσε στον παραμερισμό της αίτησης…». Σημειώνω εδώ ότι το Δικαστήριο είχε τότε αναφέρει και ότι «…θα έλεγα ότι ως προς την πρώτη και δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και ορατή πιθανότητα επιτυχίας, εφόσον ο πλειστηριασμός έγινε μετά την καταχώρηση της αίτησης ΑΕΑ 363/17, στις 8/11/2017, πληροί τις δύο αυτές προϋποθέσεις». Η εδώ καθ’ ης η αίτηση εταιρεία, ως αναφέρεται στην απόφαση της 11/07/19, δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία παρά το ότι είχε δεόντως ειδοποιηθεί περί αυτής. Εναντίον της απόφασης της 11/07/19 ο αιτητής καταχώρισε την Πολιτική Έφεση Ε178/19 στις 25/07/2019, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί και στην οποία διάδικοι είναι τα ίδια πρόσωπα που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη διαδικασία.
Την επομένη ημέρα της απόφασης της 11/07/19, δηλαδή στις 12/07/19, ο αιτητής, ασκώντας το δικαίωμα που του παρέχει ο Ν.9/65 – και προφανώς ενεργώντας στη βάση της απόφασης στην 820/19 – καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο την Αίτηση Έφεση 72/19 προκειμένου να ακυρώσει την απόφαση του Διευθυντή για παραμερισμό της ΑΕΑ του. Στη δικαστική διαδικασία εκείνη είχαν συμπεριληφθεί ως διάδικοι η καθ΄ ης η αίτηση εταιρεία, η οποία δεν είχε ως τότε τεθεί υπό εκκαθάριση, το πιστωτικό ίδρυμα που είχε εγγεγραμμένη την υποθήκη επί του ακινήτου της καθ’ ης η αίτηση, και τα πρόσωπα που είχαν αγοράσει στις 13/11/2017 ολόκληρο το ακίνητο της καθ’ ης η αίτηση στα πλαίσια της διαδικασίας πλειστηριασμού. Σημειώνω εδώ ότι δεν αμφισβητείται ότι η διαδικασία πλειστηριασμού είχε ενεργοποιηθεί από τον Απρίλιο του 2017 και ότι το πιστωτικό ίδρυμα είχε θεωρήσει τον αιτητή, συνεπεία του κατατεθειμένου πωλητηρίου εγγράφου του, ως ενδιαφερόμενο πρόσωπο εν τι εννοία του Ν.9/65, δηλαδή ως «…πρόσωπο (που) έχει δικαίωμα σε οποιοδήποτε μέρος του εκπλειστηριάσματος της πώλησης, όπως αυτό προκύπτει από έρευνα στα μητρώα του Κτηματολογίου…», και λόγω τούτου τον ειδοποίησε για τη συγκεκριμένη διαδικασία αλλά και για τα δικαιώματα που είχε για να εμπλακεί σε αυτήν.
Στις 5/06/2021, το πρωτόδικο Δικαστήριο που εξέτασε την αίτηση έφεση 72/19 εξέδωσε απορριπτική απόφαση κρίνοντας ότι ορθά είχε αποφασίσει να πράξει υπό τις περιστάσεις ο Διευθυντής του Κτηματολογίου. Δέον να σημειωθεί εδώ ότι από την απόφαση της 05/06/21 προκύπτει ότι αν και η διαδικασία είχε επιδοθεί στην καθ’ ης η αίτηση εντούτοις καμία εμφάνιση δεν καταχωρήθηκε εκ μέρους της και ούτε μετά την εκκαθάριση της στις 14/10/20 φαίνεται να εμφανίστηκε ο οποιοσδήποτε για να αναφέρει στο Δικαστήριο το εν λόγω γεγονός. Εναντίον της εν λόγω απόφασης ο αιτητής καταχώρισε στις 28/06/2021 την Πολιτική Έφεση 188/21, της οποίας η εκδίκαση εκκρεμεί και στην οποία ως εφεσίβλητοι παρουσιάζονται όλα τα πρόσωπα που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη διαδικασία.
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι δύο μήνες πριν να εκδοθεί η πρωτόδικη απόφαση στην Αίτηση Έφεση 72/19, ο εκκαθαριστής της καθ’ ης η αίτηση καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης στην αγωγή 820/19 και ένα χρόνο αργότερα καταχώρισε Υπεράσπιση με την οποία ήγειρε προδικαστική ένσταση ότι η αγωγή δεν μπορούσε πλέον να προωθείται χωρίς την άδεια του Δικαστηρίου, εννοώντας προφανώς άδεια της φύσης που ζητείται με την παρούσα αίτηση. Παρόμοιο δε θέμα φαίνεται ο εκκαθαριστής να ήγειρε και στις δύο εφέσεις του αιτητή που εκκρεμούν.
Με γνώμονα λοιπόν τα πιο πάνω κοινώς αποδεκτά γεγονότα και τις νομικές αρχές που αναφέρονται ανωτέρω, σημειώνω τα εξής σε σχέση με την υπό κρίση αίτηση.
Κατά πρώτο, όταν ο αιτητής καταχώρισε την αγωγή 820/19 και την Αίτηση Έφεση 72/19, η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία, όχι μόνο δεν ήταν υπό εκκαθάριση αλλά και είχε τότε ειδοποιηθεί προκειμένου να συμμετάσχει ελεύθερα στις εν λόγω διαδικασίες αν το επιθυμούσε. Μάλιστα δε, όταν η καθ’ ης η αίτηση εκκαθαρίστηκε το 2020, η ενδιάμεση διαδικασία στην 820/19 είχε ήδη ολοκληρωθεί και η Πολιτική Έφεση Ε178/19 είχε ήδη καταχωρηθεί, ενώ όταν ο εκκαθαριστής έκαμε για πρώτη φορά την εμφάνιση του οπόταν και έθιξε το 2022 την ανάγκη για λήψη άδειας συνέχισης από το Δικαστήριο της εκκαθάρισης, ασκώντας – τονίζω – το δικαίωμα που του παρείχε η ιδιότητα της καθ’ ης η αίτηση ως διάδικου (βλ. Μιχαήλ κ.ά. ν. Επίσημου Παραλήπτου κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1033, Gooch's Case [1872] 7 Ch. App. 207 και In re Opera, Limited [1891] 2 Ch. 154), η Αίτηση Έφεση 72/19 είχε ήδη αποφασιστεί και η Πολιτική Έφεση 188/21 είχε ήδη καταχωρηθεί. Υπενθυμίζω συναφώς ότι οι πρόνοιες του αρ.220 δεν επενεργούν ακυρωτικά αλλά ανασταλτικά και είναι ακριβώς λόγω τούτου που σε περίπτωση που δικαστική διαδικασία αρχίζει ή συνεχίζεται εναντίον εταιρείας υπό εκκαθάριση, η διαδικασία απλά αναστέλλεται μέχρι να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη άδεια, και απορρίπτεται μόνο όταν η εταιρεία ζητήσει την απόρριψη της μέσω του εκκαθαριστή και ο αντίδικος παραλείπει να εξασφαλίσει τη σχετική άδεια για συνέχιση (βλ. Langley Constructions (Brixham) Ltd v. Wells Wells Estate (Dartford) Ltd (1969) 2 All E.R.46). Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε στην In re ARO Co Ltd (1980) 2 W.L.R. 45 στην οποία παραπέμπει η Pantrans Nav. Ltd ανωτέρω, «…Thus if a winding up order has been made, proceedings are automatically stayed but the court may on application by the creditor allow them to be continued…»
Κατά δεύτερο, τόσο η αγωγή 820/19 και η ενδιάμεση της διαδικασία όσο και η Αίτηση 72/19, συνιστούν δικαστικές διαδικασίες που αφορούν ρητά σε δικαιώματα επί ακίνητης ιδιοκτησίας και δη σε δικαιώματα τα οποία όχι μόνο φέρονται ν’ αποκτήθηκαν δυνάμει σύμβασης που είχε συναφθεί με την καθ’ ης η αίτηση εταιρεία πριν αυτή εκκαθαριστεί αλλά και που ενεγράφηκαν επί του επίδικου ακινήτου ως εμπράγματο βάρος προτού το ακίνητο αγοραστεί από τρίτους. Μάλιστα δε, τυχόν πρωτόδικη – και πλέον κατ’ έφεση – επιτυχία της Αίτησης Έφεσης 72/19, θα συνεπαγόταν, το λιγότερο, «επανάνοιγμα» της ΑΕΑ του αιτητή για μεταβίβαση στο όνομα του μέρους του ακινήτου της καθ’ ης η αίτηση, ενώ τυχόν επιτυχία της αγωγής 820/19 ενδέχεται να οδηγήσει είτε σε επαναφορά του ακινήτου στην ιδιοκτησία της καθ’ ης η αίτηση είτε σε επιδίκαση συμβατικών αποζημιώσεων εναντίον της.
Με άλλα λόγια, η φύση της κάθε διαδικασίας που ήγειρε ο αιτητής είναι τέτοια που η καθ’ ης η αίτηση δεν μπορούσε και δεν μπορεί παρά να θεωρείται ως επηρεαζόμενο πρόσωπο και αναγκαίος διάδικος στην κάθε μία εξ’ αυτών των διαδικασιών. Επισημαίνω συναφώς ότι στο βαθμό που οι διαδικασίες του αιτητή αφορούν στην εφαρμογή και εκτέλεση των συμβατικών δικαιωμάτων που αυτός είχε αποκτήσει έναντι της καθ’ ης η αίτηση το 2011 η τελευταία πρέπει να είναι διάδικος στις διαδικασίες λόγω της ιδιότητας του αντισυμβαλλόμενου μέρους, ενώ στο βαθμό που οι διαδικασίες αφορούν στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα που η καθ’ ης η αίτηση είχε – και που κατά τον αιτητή πρέπει να έχει – επί ακίνητης ιδιοκτησίας, η πάγια νομολογιακή αρχή είναι ότι «…σε διαδικασίες που έχουν ως αντικείμενο ακίνητη ιδιοκτησία επιβάλλεται να συνενώνονται ως διάδικοι όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα…» (βλ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2019, 8/5/2020), ECLI:CY:AD:2020:A144. Δεν θα πρέπει άλλωστε να μας διαφεύγει ότι για τη διαδικασία ΑΕΑ στο Κτηματολόγιο, επί της οποίας βασίστηκαν και η Αίτηση Έφεση 72/19 αλλά και η αγωγή 820/19, η καθ’ ης η αίτηση ήταν από τους πιο αναγκαίους διαδίκους αφού όπως υπέδειξε και το Δικαστήριο που εξέτασε την ενδιάμεση αίτηση της αγωγής 820/19, αυτή ήταν ακόμη η ιδιοκτήτρια του ακινήτου κατά το χρόνο καταχώρησης της ΑΕΑ - «ο πλειστηριασμός έγινε μετά την καταχώρηση της αίτησης ΑΕΑ 363/17».
Κατά τρίτο, όποια και να ήταν η ιδιότητα που είχε η καθ’ ης η αίτηση στις πρωτόδικες διαδικασίες της Αίτησης Έφεσης 72/19 και της αγωγής 820/19, και όποια και αν είναι η «δύναμη» της υπόθεσης που ο αιτητής προωθεί εναντίον της καθ’ ης η αίτηση στην κάθε διαδικασία, η ουσία παραμένει να είναι ότι η τελευταία ήταν και είναι μία εκ των διαδίκων στις πρωτόδικες αυτές διαδικασίες, έστω και αν σε κάποιες επέλεξε να μην εμφανιστεί. Λόγω όμως της ιδιότητας αυτής του «διαδίκου στην πρωτόδικη διαδικασία», η καθ’ ης η αίτηση δεν μπορεί παρά να συνιστά και αναγκαίο διάδικο για σκοπούς των εφέσεων που έχουν καταχωρηθεί σε σχέση με τις πρωτόδικες διαδικασίες αυτές. Μάλιστα δε, όπως υπέδειξε και το Ανώτατο Δικαστήριο, η προώθηση έφεσης στην απουσία ενός εκ των διαδίκων της πρωτόδικης διαδικασίας και δη έφεσης η οποία αποσκοπεί στο να εκδοθεί κάποια απόφαση κατ’ εφεση η οποία θα επηρεάζει άμεσα τα συμφέροντα του εν λόγω διαδίκου, συνιστά παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και καθιστά τρωτή την οποιαδήποτε απόφαση ήθελε εκδοθεί, ακόμη και αν είναι απόφαση εφετειακού βαθμού (βλ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α/ΦΟΙ Γ.Χ.Γ. ΛΥΤΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ v. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ Π. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΥΤΡΑ ΚΑΙ Κ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΛΥΤΡΑ-ΚΑΤΣΙΑΡΗ, ΜΕΤΟΧΟΙ ΚΑΙ ΠΙΣΤΩΤΕΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΓΕΩΡΓΟΚΤΗΝΟΤΡΟΦΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ Α/ΦΟΙ Γ.Χ.Γ. ΛΥΤΡΑ ΛΙΜΙΤΕΔ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 112/2018, 29/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:D111 - «…η εταιρεία, δεδομένου ότι αυτή υπήρξε διάδικος στη σχετική πρωτόδικη διαδικασία, εντάσσεται στα πρόσωπα τα οποία, κατά την απόφαση στην υπόθεση Cyprus Asbestos Mines Co. Ltd. (1990) 1 Α.Α.Δ. 49, δικαιούντο να λάβουν μέρος στην υπό αναφορά έφεση».
Κρίνεται συνεπώς ότι όπως και αν ήθελαν ιδωθούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, η καθ’ ης η αίτηση εταιρεία είναι αναγκαία διάδικος στις δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν, ήτοι στην αγωγή 820/19 και στις Πολιτικές Εφέσεις Ε178/19 και 188/21, και συνεπώς δικαιολογείται να δοθεί στον αιτητή η αιτούμενη άδεια για συνέχιση των εν λόγω διαδικασιών (βλ. Pantrans Nav. Ltd και την παραπομπή που εκεί γίνεται στο Halsbury's Laws of England)
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι δεν έχω καθόλου παραγνωρίσει τα όσα προβάλλει ο εκκαθαριστής περί κατάχρησης της διαδικασίας από πλευράς αιτητή καθώς και περί του κατ’ ισχυρισμό νομικά αβάσιμου των ισχυρισμών του τελευταίου. Ενώ όμως τα στοιχεία αυτά έχουν όντως τη σημασία τους σε διαδικασίες της παρούσας φύσης ώστε το Δικαστήριο να διασφαλίσει ότι η χορήγηση της αιτούμενης άδειας δεν θα οδηγήσει σε αδικαιολόγητα δαπανηρές ή αχρείαστες δικαστικές διαδικασίες που θα επενεργήσουν σε βάρος της εταιρείας και των πιστωτών της, εντούτοις, όπως προανέφερα, η προκειμένη περίπτωση δεν αφορά σε αίτημα για χορήγηση άδειας για έναρξη οποιασδήποτε διαδικασίας αλλά σε αίτημα για χορήγηση άδειας για συνέχιση διαδικασιών οι οποίες είχαν αχθεί, ως επί το πλείστο, προτού η καθ’ ης η αίτηση τεθεί υπό εκκαθάριση και οι οποίες διαδικασίες μάλιστα έχουν φτάσει σε προχωρημένο στάδιο, ήτοι αυτό της έφεσης.
Μπορεί λοιπόν το επιχείρημα του εκκαθαριστή περί κατάχρησης των διαδικασιών να προβάλλει λογικό υπό μια σκοπιά (βλ. π.χ. ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ κ.α. v. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. E95/2021, 8/2/2024 - Κατά την άποψή μας εν προκειμένω, η κατάχρηση έγκειται στο γεγονός ότι οι Εφεσείοντες προωθούν, ως φαίνεται πιο πάνω, τα ίδια θέματα μέσω αριθμού διαδικασιών, ακόμη και μετά που αυτά αποφασίστηκαν και απορρίφθηκαν από άλλα Δικαστήρια…», όμως στο προχωρημένο αυτό στάδιο που έχουν φτάσει οι εν λόγω διαδικασίες δεν είναι αυτό το Δικαστήριο που θα πρέπει να κρίνει το συγκεκριμένο ζήτημα αλλά τα Δικαστήρια που θα εξετάσουν την ουσία των διαδικασιών και στα οποία Δικαστήρια ο εκκαθαριστής μπορεί, αν θέλει, να προβάλει όλες τις επί του προκειμένου θέσεις του. Υπενθυμίζω όμως για σκοπούς πληρότητας και μόνο ότι της καταχώρισης της αγωγής 820/19 είχε προηγηθεί η αναφορά του Διευθυντή του Κτηματολογίου ότι η ΑΕΑ του αιτητή «θα παραμεριστεί εκτός και αν μέσα σε 30 μέρες προσκομίσετε διάταγμα του Δικαστηρίου που να διατάσσει διαφορετικά», ενώ της καταχώρισης της Αίτησης Έφεσης 72/19, η οποία έγινε εντός της προθεσμίας που τάσσει ο Νόμος, είχε προηγηθεί η δικαστική υπόδειξη στην αγωγή 820/19 ότι «…(η) απόφαση του Διευθυντή … θα έπρεπε να προσβληθεί…με αίτηση-έφεση ενώπιον του Δικαστηρίου… (και) …Στα πλαίσια δε της αίτησης-έφεσης, θα μπορούσε να γίνει αίτηση για έκδοση διατάγματος, το οποίο ο Διευθυντής του Κτηματολογίου ανέφερε στον Αιτητή ότι αν του προσκόμιζε, θα σταματούσε και δεν θα προχωρούσε στον παραμερισμό της αίτησης…»
Τα πιο πάνω ισχύουν και σε σχέση με τη θέση του εκκαθαριστή ότι κανένα νομικό έρεισμα δεν έχουν οι θέσεις του αιτητή από τη στιγμή που η καθ’ ης αίτηση δεν είναι ιδιοκτήτρια του επίμαχου ακίνητου. Η θέση αυτή, υπενθυμίζω, είχε προβληθεί και από τον Διευθυντή του Κτηματολογίου κατά την εξέταση της ΑΕΑ του αιτητή αλλά και κατά τις πρωτόδικες διαδικασίες που ακολούθησαν, και συνεπεία του τρόπου με τον οποίο η θέση αυτή προσεγγίστηκε από τα Δικαστήρια που επιλήφθηκαν πρωτόδικα της αγωγής 820/19 και της Αίτησης Έφεσης 72/19, αποτελεί σήμερα ένα από τα ζητήματα των εφέσεων που καταχώρισε ο αιτητής. Υπό αυτά τα δεδομένα συνεπώς δεν θεωρώ ότι θα ήταν ορθό για το παρόν Δικαστήριο να προκρίνει στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας το ποια θα είναι ενδεχομένως η απόφαση του Εφετείου επί του συγκεκριμένου θέματος και δη να προκρίνει ότι η απόφαση αυτή θα είναι αρνητική για τον αιτητή ούτως ώστε αυτός να εμποδιστεί σήμερα να συνεχίσει αυτό που ήδη ξεκίνησε. Πρόσφατη άλλωστε νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχει καταδείξει ότι η πώληση ενός ακινήτου μέσω πλειστηριασμού κατ’ εφαρμογή των προνοιών του Ν.9/65, δεν αφαιρεί το δικαίωμα αμφισβήτησης της εγκυρότητας της διαδικασίας που τα επηρεαζόμενα πρόσωπα έχουν δυνάμει του Νόμου (βλ. ΣΩΦΡΟΝΙΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΧΑΤΖΗΣΩΦΡΟΝΙΟΥ v. GORDIAN HOLDINGS LTD, Αρ. Αίτησης 4/2023, 21/11/2024) και το αναφέρω αυτό υπενθυμίζοντας ότι ο εδώ αιτητής είχε θεωρηθεί, ως ο ίδιος ο εκκαθαριστής προβάλλει, να ήταν τότε ένα τέτοιο επηρεαζόμενο πρόσωπο.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους λοιπόν κρίνω την αίτηση του αιτητή δικαιολογημένη και την εγκρίνω. Δίδεται η αιτούμενη άδεια ως οι παρ. 2, 3 και 4 της αίτησης. Όσον αφορά την παράγραφο 1 της αίτησης, εξυπακούεται από την άδεια που δίνεται ότι η αναστολή που επιφέρει το αρ.220 αίρεται για τον αποκλειστικό σκοπό συνέχισης των συγκεκριμένων διαδικασιών και μόνο.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας αυτά επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Λαμβάνοντας όμως υπόψη, αφ’ ενός το ότι η παρούσα διαδικασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τις διαδικασίες για τις οποίες έχει δοθεί η άδεια του Δικαστηρίου να συνεχίσουν και αφ’ ετέρου ότι το καθήκον του παρόντος Δικαστηρίου της εκκαθάρισης είναι όπως διαφυλάξει όσο το δυνατό την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας από αδικαιολόγητες σπατάλες και ενδεχόμενες διαδικασίες εκτέλεσης για τις οποίες δεν έχει ακόμη δοθεί οποιαδήποτε άδεια να γίνουν (βλ. αρ.220 Κεφ.113 και In re ARO Co Ltd ανωτέρω), κρίνω ορθό και δίκαιο να διατάξω – και εκδίδω ανάλογη διαταγή – όπως τα έξοδα που επιδικάζονται σήμερα υπέρ του αιτητή θα είναι πληρωτέα μόνο όταν ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για τις οποίες έχει δοθεί η άδεια να συνεχίσουν και όπως, σε περίπτωση που στις εν λόγω διαδικασίες επιδικασθούν οποιαδήποτε έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας, τότε τα εδώ επιδικασθέντα έξοδα υπέρ του αιτητή θα συμψηφιστούν με τα εκεί εναντίον του έξοδα ώστε η εταιρεία να υποχρεούται να πληρώσει στον αιτητή μόνο το οποιοδήποτε πλεόνασμα ήθελε προκύψει προς όφελος του συνεπεία του συμψηφισμού.
(Υπ.)……………………….
Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο