
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Λ. Πασχαλίδη, Α.Ε.Δ.
Αίτηση Ετ.: 121/2005
Αναφορικά με τον Περί Εταιρειών Νόμο Κεφ.113
ΚΑΙ
Επί τοις αφορώσι εταιρείας LORD SHERATONS OF LONDON (CYPRUS) LIMITED
KAI
Αίτηση από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας
----------------------------
(Αίτηση ημερ. 2/12/24 υπό Γ.Ε. για εξασφάλιση άδειας για συνέχιση δικαστικής διαδικασίας)
Ημερομηνία: 02 Μαΐου 2025
Εμφανίσεις:
Για Αιτητή: κ. Γ. Κυπριανίδης
Για εκκαθαριστή της καθ’ ης η αίτηση: κ. Μ. Παναγιώτου για Τορναρίτης & Σια ΔΕΠΕ
Για ενιστάμενο πρόσωπο Π.Π.: κ. Γ. Λουκαΐδης με κ Α. Πέρδικο για Δρ Ανδρέα Π. Ποιητή & Σια ΔΕΠΕ
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με την παρούσα αίτηση που καταχώρισε στις 02/12/24, ο Γενικός Εισαγγελέας (εφ’ εξής ο αιτητής) ζητά, στη βάση κυρίως των άρθρων 219, 220 και 221 του Κεφ. 113 και των σχετικών Κανονισμών, καθώς και της Δ.12 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπως δοθεί άδεια του Δικαστηρίου για συνέχιση της αγωγής υπ΄ αριθμό 826/20 του Ε.Δ. Λάρνακας η οποία καταχωρήθηκε από τον αιτητή εναντίον του «Πέτρου Ιωαννίδη υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση εταιρείας LORD SHERATONS OF LONDON (CYPRUS) LIMITED».
Όσον αφορά τα γεγονότα και τους λόγους που κατά τον αιτητή δικαιολογούν την έγκριση του αιτήματος του, και τα οποία στοιχεία αναπτύσσονται σε υποστηρικτική Ε/Δ στην οποία προέβη λειτουργός του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, σ’ αυτά θα κάνω αναφορά σε κατοπινό στάδιο. Επί του παρόντος περιορίζομαι να αναφέρω ότι με την Ε/Δ που υποστηρίζει την αίτηση ο αιτητής παρουσιάζει ως Τεκμήρια, το ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα της αγωγής 826/20 που καταχώρισε στις 22/05/2020 εναντίον του «Πέτρου Ιωαννίδη υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση εταιρείας LORD SHERATONS OF LONDON (CYPRUS) LIMITED» (εναγόμενος 1) και του ενιστάμενου προσώπου Π.Π., διευθυντή της LORD SHERATONS OF LONDON (CYPRUS) LIMITED ως εναγόμενου 2 (Τεκ.1), τα έγγραφα που αφορούν στην καθ’ ης η αίτηση εταιρεία, την εκκαθάριση της και το διάταγμα διορισμού του νυν εκκαθαριστή της στις 27/07/2017 σε αντικατάσταση του Επίσημου Παραλήπτη (Τεκ. 2 και 3), τις επιδόσεις της αγωγής 826/20 που έγιναν στον εκκαθαριστή της εταιρείας στις 28/05/2020 και στον Π.Π. στις 26/06/2020 (Τεκ.4), την απόφαση που είχε εκδοθεί στις 09/03/2005 στην αγωγή 764/2002 με την οποία επιδικάσθηκε συγκεκριμένο ποσό εναντίον της εταιρείας και υπέρ του αιτητή και εκδόθηκε διάταγμα με το οποίο αφ’ ενός απαγορευόταν στην εταιρεία «…να χρησιμοποιεί τα υποστατικά τα οποία έχουν ανεγερθεί επί των ακινήτων με αρ. τεμ.215/01, 216 … στο χωριό Αραδίππου της Επαρχίας Λάρνακας ως κατοικία για την οικογένεια του διευθυντή (της) κύριου Π.Π. και της οικογένειας του …» και αφ’ ετέρου διατασσόταν η επαναφορά του συγκεκριμένου ακινήτου στην κατάσταση στην οποία βρισκόταν πριν την μετατροπή του σε κατοικία, σύμφωνα με τις πρόνοιες της σύμβασης μίσθωσης της 27/12/85 (Τεκ.5), τη συμφωνία μίσθωσης ημερ. 27/12/1985 στην οποία αφορά η αγωγή 826/20 καθώς επίσης και τα συναφή έγγραφα (Τεκ. 6, 7, 8, 9, 10).
Στην αντιπέρα όχθη, με την ένσταση που καταχώρισε ο εκκαθαριστής της καθ΄ ης η αίτηση προβάλλονται συνολικά 7 λόγοι ένστασης για τους οποίους ο τελευταίος υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, ενώ με την ένσταση που καταχώρισε ο Π.Π. προβάλλονται 5 λόγοι ένστασης για τον ίδιο σκοπό.
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι σε μεγάλο βαθμό οι λόγοι ένστασης που προβάλλονται στις δυο ενστάσεις κινούνται πάνω στις ίδιες γραμμές και συγκεκριμένα ότι:
Α. Η παρούσα αίτηση καταχωρήθηκε κατά παράβαση του νόμου και ειδικότερα του άρθρου 220 Κεφ. 113 αφού καταχωρήθηκε μετά την καταχώριση της αγωγής και χωρίς να έχει ληφθεί άδεια από το Δικαστήριο η οποία δεν μπορεί να δοθεί αναδρομικά.
Β. Η καθυστέρηση που επέδειξε ο αιτητής στην καταχώριση της παρούσας αίτησης είναι αδικαιολόγητη και υπέρμετρη ώστε να μην είναι πλέον δίκαιο να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα.
Γ. Τυχόν έγκριση της αίτησης θα οδηγήσει σε δημιουργία περιττών εξόδων σε βάρος της εταιρείας αλλά και θα επιφέρει δυσμενείς συνέπειες στους πιστωτές της εταιρείας.
Δ. Ο αιτητής δεν έχει προβεί σε επαλήθευση της απαίτησης του η οποία, αν γινόταν πιθανόν να καθιστούσε την καταχώριση της 826/20 αχρείαστη (λόγος που προβάλλεται μόνο από πλευράς εκκαθαριστή).
Ε. Η αίτηση θα έπρεπε να επιδοθεί σε κάθε ενδιαφερόμενο και επηρεαζόμενο πρόσωπο όπως είναι οι πιστωτές της εταιρείας (λόγος που προβάλλεται μόνο από πλευράς Π.Π.) .
Αν και αναφορά στις Ε/Δ που υποστηρίζουν τις δυο ενστάσεις θα κάνω σε κατοπινό στάδιο, επί του παρόντος αναφέρω ότι με την Ε/Δ που υποστηρίζει την ένσταση του εκκαθαριστή επισυνάπτονται ως Τεκμήρια, η αλληλογραφία που ανταλλάχθηκε μεταξύ του αιτητή και του εκκαθαριστή της εταιρείας μεταξύ 22/08/2017 και 02/11/2018 αναφορικά με τα θέματα που κατέληξαν να είναι επίδικα στην αγωγή 826/20 (Τεκ. 1-7), ενώ με την Ε/Δ που υποστηρίζει την ένσταση του Π.Π. δεν προσκομίζονται οποιαδήποτε τεκμήρια αφού οι εκεί προβαλλόμενες θέσεις περιορίζονται στην προώθηση της θέσης ότι ο αιτητής όφειλε δια νόμου να λάβει την αιτούμενη άδεια πριν να καταχωρήσει την αγωγή 826/20 και τη θέση ότι στο παρόν στάδιο, ήτοι μετά από 5 χρόνια, ο αιτητής δεν δικαιούται να λάβει την αιτούμενη άδεια, ιδιαίτερα και διότι «εάν εκδοθεί απόφαση εναντίον της εναγόμενης εταιρείας θα επιβαρυνθεί και όλα αυτά τα έξοδα τα οποία έχουν δημιουργηθεί μέχρι σήμερα …».
Εφόσον δεν ζητήθηκε από οποιαδήποτε πλευρά η αντεξέταση του ομνύοντα της άλλης πλευράς και ούτε επιχειρήθηκε η καταχώριση οποιασδήποτε συμπληρωματικής Ε/Δ από πλευράς του αιτητή σε σχέση με τα όσα ισχυρίστηκαν οι αντίδικοι ομνύοντες, η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των διαδίκων αναφορά στις οποίες θα κάνω εκεί όπου είναι αναγκαίο.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Σημειώνω τα εξής.
Όσον αφορά τη νομική πτυχή που διέπει αιτήσεις αυτής της φύσης, ήτοι αιτήσεις στη βάση του αρ.220 Κεφ.113 για λήψη άδειας συνέχισης δικαστικής διαδικασίας εναντίον εταιρείας που τέθηκε υπό εκκαθάριση, είχα στο παρελθόν την ευκαιρία να εξετάσω το θέμα σε διάφορες περιπτώσεις. Παραθέτω λοιπόν αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση που εξέδωσα στην MEGAPACK LTD ν. AGROMARKETS LTD δια μέσω του Προσωρινού Εκκαθαριστή της, Αρ. Αγωγής: 2582/17, 31/7/2020 το οποίο υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας:
«…Αναφέρω κατ’ αρχήν ότι είναι κοινώς αποδεκτό ότι οι πρόνοιες του αρ.215 Κεφ.113 όπως επίσης και οι πρόνοιες του αρ.220 Κεφ.113, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμογής σε σχέση με αγωγές ή διαδικασίες που έχουν εγερθεί ή που θα εγερθούν εναντίον μιας εταιρείας τόσο κατά τη διάρκεια που εκκρεμεί αίτηση εκκαθάρισης της τελευταίας όσο και μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, συνιστούν μερικές από τις ασφαλιστικές δικλίδες που περιέχοντα στο Κεφ.113 προς προστασία της περιουσίας της εταιρείας και των συμφερόντων των πιστωτών της. Η νομική δε πτυχή που περιβάλλει τις εν λόγω πρόνοιες, οι οποίες όπως καταδεικνύεται και από τη σχετική κυπριακή νομολογία και συγγράμματα κινούνται πάνω στις ίδιες γραμμές, έτυχε στο παρελθόν να απασχολήσει τόσο τον αδελφό Επαρχιακό Δικαστή Χ. Ρασπόπουλο στην αγωγή ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. Pampoukkas Construction Ltd, Αρ. Αγωγής: 8134/13, 28/5/2015 όσο και εμένα στην Αίτηση των Ηλία Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ MAGIA OLD PEOPLE'S HOME, Αίτηση Αρ.: 250/2016, 4/12/2018. Παραθέτω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από τις εν λόγω αποφάσεις τα οποία συνεχίζουν να με βρίσκουν σύμφωνο και τα οποία υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας.
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΥΔΑΤΟΠΡΟΜΗΘΕΙΑΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ν. Pampoukkas Construction Ltd, Αρ. Αγωγής: 8134/13, 28/5/2015
«…Η διάταξη του άρθρου 215 του Κεφ. 113 (μαζί με αυτή του άρθρου 220 του Κεφ. 113 στην οποία θα αναφερθώ πιο κάτω) απασχόλησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Stefanos & Andreas Cold Stores Trading Limited ν. ΚΕΑΝ Λίμιτεδ (1998) 1 ΑΑΔ 1806 όπου λέχθηκαν τα εξής.
«Σκοπός των προνοιών αυτών για αναστολή, είναι η παροχή προστασίας στους πιστωτές και στην περιουσία της υπό διάλυση εταιρείας με στόχο την ίση πληρωμή των πιστωτών της ίδιας τάξης και την αποτροπή προώθησης διαδικασιών από ορισμένους πιστωτές προς απόκτηση ωφελημάτων. (Βλ. Bowkett v. Fullers United Electric Works Ltd [1923] 1 K.B. 160, In re Dynamics Corpn. (Ch. D.), [1973] 1 W.L.R. 63).»
Τα πιο πάνω άρθρα του δικού μας Νόμου, είναι παρόμοια με τα άρθρα 231 και 226 του αγγλικού Companies Act 1948. Παρόμοιες πρόνοιες που αφήνουν ανεπηρέαστες τις αρχές που διέπουν τα ερωτήματα ενώπιον μας έγιναν και με τα άρθρα 126, 128 και 130(3) του Insolvency Act 1986. Κατά συνέπεια, αγγλικά συγγράμματα και δικαστικές αποφάσεις μπορούν να είναι καθοδηγητικές πάνω στα θέματα που μας απασχολούν.
Στον Palmer's Company Law, 24η έκδοση, τόμος 1, αναφέρονται τα ακόλουθα στις σελ. 1448-1450:
«The object of the winding-up provisions of the Companies Act 1862", said Lindley L.J. in Re Oak Pitts Colliery Co., "is to put all unsecured creditors upon an equality and to pay them pari passu." To accomplish this it was indispensable that proceedings against the company by way of action, execution, distress or other process should be suspended; otherwise the winding up would resolve itself into a scramble for the assets. Section 126 of the Insolvency Act gives the court power on the application of the company or a creditor or a contributory to restrain proceedings against the company. That power may be exercised at any time in the interval between the presentation of the petition and the making of the order. Section 128(1) provides that where any company is being wound up by the court any attachment, sequestration, distress or execution put in force against the company after the commencement of the winding up is void. Section 130(2) provides that when a winding-up order has been made or a provisional liquidator appointed, no action or proceeding shall be proceeded with or commenced against the company except by leave of the court and subject to such terms as the court may impose. In this way creditors and others are compelled to come in and prove their claims in the winding up, and a rateable and just distribution of the company's assets is effected. "Proceedings" under section 130(2) is given a wide meaning, and includes executions and interpleader summonses. The words "any other action or proceeding" in section 126(1) likewise are general and not limited to actions in England but extend to actions and proceedings in Scotland; Northern Ireland being covered by section 126(1)(a)…Where a winding-up order has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding-up."
Στην υπόθεση Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1Γ Α.Α.Δ 2055 επικυρώθηκε η ακόλουθη ερμηνεία του άρθρου 215 που είχε δοθεί από το πρωτόδικο Δικαστήριο:
«Απ' όλα τα ανωτέρω καθαρά συνάγεται το συμπέρασμα ότι ο σκοπός και η πρόθεση του νομοθέτη όταν νομοθετούσε τη δυνατότητα αναστολής διαδικασιών μετά την καταχώρηση αίτησης εκκαθάρισης εταιρείας, ήταν να προστατεύσει τα περιουσιακά στοιχεία και την ίση μεταχείριση μεταξύ πιστωτών. Να μην παρατηρείται δηλαδή το φαινόμενο "όποιος προλάβει ό' τι αρπάξει".»
Στην Bowkett v. Fullers United Electric Works Ltd [1923] 1 K.B. 160, η οποία αποφασίσθηκε στη βάση του άρθρου 140 του Companies (Consolidation) Act του 1908 το οποίο είναι πανομοιότυπο με το άρθρο 215 του Κεφ. 113, λέχθηκε ότι στην απουσία εξαιρετικών περιστάσεων, το Δικαστήριο οφείλει να ασκήσει την διακριτική ευχέρεια υπέρ της αναστολής της διαδικασίας ώστε να διασφαλιστεί ότι τα περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας θα διανεμηθούν ίσα μεταξύ των πιστωτών της ίδιας τάξης και κανένας να μην αποκτήσει πλεονέκτημα έναντι του άλλου. Σημειώνεται ότι η πιο πάνω υπόθεση αφορούσε το στάδιο επικείμενης λήψης μέτρων εκτέλεσης αφού απόφαση είχε ήδη εκδοθεί.»
Αίτηση των Ηλία Νεοκλέους & Σια ΔΕΠΕ ν. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ MAGIA OLD PEOPLE'S HOME, Αίτηση Αρ.: 250/2016, 4/12/2018
«Σύμφωνα με τις πρόνοιες του αρ. 220 «Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει».
Ο όρος "διαδικασία" έχει νομολογηθεί ότι περιλαμβάνει και την ποινική διαδικασία (βλ. Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (Σ.Ε.Κ.) ν. Samoa Clothing Ιndustry και Άλλου (Αρ. 1), (2000) 2 Α.Α.Δ. 289).
Όπως λέχθηκε στη Samoa ανωτέρω, τα άρθρα 226 και 231 του αγγλικού Companies Act 1948 περιέχουν περίπου παρόμοιες με το αρ. 220 Κεφ.113 πρόνοιες. Η σχετική επομένως με τα εν λόγω άρθρα αγγλική νομολογία, όπως καταδεικνύει η Stefanos & Andreas Cold Stories Trading Limited v. Εταιρείας Αναψυτικών ΚΕΑΝ Λίμιτεδ (αρ. 1) (1998) 1Γ Α.Α.Δ. 1806 αλλά και η Samoa, είναι καθοδηγητική ως προς τις εφαρμοστέες αρχές (βλ. αναφορές που γίνονται στις εν λόγω αυθεντίες στις Re J. Barrows (Leeds) Ltd [1982] 2 All E.R. 882 και Langley Constructions (Brixham) Ltd v. Wells [1969] 2 All E.R. 46.
Σημειώνω εδώ ότι στην Αγγλία, τα προαναφερόμενα άρθρα του Companies Act 1948 αντικαταστάθηκαν από το S.130(2) Insolvency Act 1986, οι πρόνοιες του οποίου είναι πανομοιότυπες με το αρ. 220 Κεφ.113. Παρά τη νομοθετική τροποποίηση όμως, όπως καταδεικνύεται από την πρόσφατη αγγλική νομολογία, οι εφαρμοστέες αρχές παρέμειναν οι ίδιες και αυτές, όπως και ο σκοπός της νομοθετικής υποχρέωσης για λήψη άδειας μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, συνοψίζονται θεωρώ εύστοχα στο ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση του Αγγλικού Εφετείου στην Cook v Mortgage Debenture Ltd [2016] EWCA Civ 103 (25 February 2016):
«In the case of liquidation and bankruptcy, the purpose of these provisions is essentially twofold. First, given that the property of the company or individual stands under the statute to be realised and distributed, subject to any existing interests, among the creditors on a pari passu basis, the moratorium prevents any creditor from obtaining priority and thereby undermining the pari passu basis of distribution. Second, given that both a liquidation and bankruptcy contain provisions for the adjudication of claims by persons claiming to be creditors, the moratorium protects those procedures and prevents unnecessary and potentially expensive litigation. In circumstances where the potential liability of the company or bankrupt is best determined in ordinary legal proceedings, as for example is often the case with a personal injuries claim, the court will give permission for proceedings to be commenced or continued, but usually on terms that no judgment against the company or individual can be enforced against the assets of the estate.
In the case of an administration, this is not a sufficient description of the purposes of the moratorium in paragraph 43(6). An administration may be a prelude to a liquidation or, once an administrator gives notice of an intention to make distributions to creditors, may become a substitute for a liquidation. In such circumstances, the purposes described above apply also to the moratorium in the case of an administration. But before that point is reached, the principal purpose of an administration is either to rescue the company itself as a going concern or to preserve its business or such parts of its business as may be viable. The purpose of the moratorium is to assist in the achievement of those purposes. The moratorium on legal process against the property of the company best preserves the opportunity to save the company or its business by preventing the dismemberment of its assets through execution or distress. The moratorium on legal proceedings serves the same purpose by preventing the company from being distracted by unnecessary claims. As Nicholls LJ put it in In re Atlantic Computer Systems plc [1992] Ch 505 at 528, the moratorium provides "a breathing space". Once again, however, the court will readily give permission for proceedings to be commenced or continued where it is appropriate to do so.»
Σε ελεύθερη μετάφραση:
Σε περίπτωση εκκαθάρισης και πτώχευσης, ο σκοπός των διατάξεων αυτών είναι ουσιαστικά διττός. Πρώτον, δεδομένου ότι η περιουσία της εταιρίας ή του ατόμου θα πρέπει, σύμφωνα με το Νόμο, να περισυλλεχθεί και να διανεμηθεί, υπό την επιφύλαξη οποιωνδήποτε υφιστάμενων συμφερόντων, μεταξύ των πιστωτών ισότιμα και χωρίς προτεραιότητα (pari passu), η απαγόρευση (μορατόριουμ) εμποδίζει κάθε πιστωτή από του να αποκτήσει προτεραιότητα και κατά συνέπεια να υπονομεύσει την ισότιμη βάση της διανομής. Δεύτερον, δεδομένου ότι τόσο η εκκαθάριση όσο και η πτώχευση περιέχουν διατάξεις για την επίλυση απαιτήσεων από πρόσωπα που ισχυρίζονται ότι είναι πιστωτές, η απαγόρευση (μορατόριουμ) προστατεύει τις διαδικασίες αυτές και αποτρέπει αχρείαστες και δυνητικά δαπανηρές δικαστικές διαδικασίες. Σε περιπτώσεις όπου η πιθανή ευθύνη της εταιρείας ή πτωχεύσαντα καθορίζεται καλύτερα σε τακτική δίκη, όπως για παράδειγμα συμβαίνει συχνά με απαιτήσεις για σωματικές βλάβες, το δικαστήριο θα δώσει άδεια για την έναρξη ή τη συνέχιση δικαστικής διαδικασίας, αλλά συνήθως με όρους όπως καμία απόφαση κατά της εταιρείας ή του ατόμου να μην μπορεί να εκτελεσθεί ενάντια στα περιουσιακά στοιχεία της περιουσίας.
Στην περίπτωση διαχείρισης, αυτή δεν αποτελεί επαρκή περιγραφή των σκοπών της απαγόρευσης (μορατόριουμ) της παραγράφου 43(6) (σ.σ. του Παραρτήματος Β1 του Insolvency Act 1986). Μια διαχείριση μπορεί να είναι προάγγελος μιας εκκαθάρισης ή μπορεί να υποκαταστήσει την εκκαθάριση όταν ένας διαχειριστής ειδοποιά για την πρόθεση του να προβεί σε διανομή στους πιστωτές. Υπό αυτές τις συνθήκες, οι σκοποί που περιγράφονται παραπάνω ισχύουν και για την απαγόρευση (μορατόριουμ) στην περίπτωση διαχείρισης. Πριν το σημείο αυτό όμως, ο κύριος σκοπός μιας διαχείρισης είναι είτε η διάσωση της ίδιας της εταιρείας ως συνεχιζόμενης δραστηριότητας (going concern) είτε η διατήρηση της επιχείρησής της ή των τμημάτων της επιχείρησής της που μπορεί να είναι βιώσιμα. Σκοπός της απαγόρευσης (μορατόριουμ) είναι να βοηθήσει στην επίτευξη αυτών των σκοπών. Η απαγόρευση (μορατόριουμ) νομικών διαδικασιών κατά της περιουσίας της εταιρείας διατηρεί καλύτερα την ευκαιρία να σωθεί η εταιρεία ή η επιχείρηση της εμποδίζοντας την αποσυναρμολόγηση των περιουσιακών της στοιχείων μέσω εκτέλεσης ή εξαναγκασμού. Η απαγόρευση δικαστικών διαδικασιών εξυπηρετεί τον ίδιο σκοπό, εμποδίζοντας την απόσπαση της προσοχής της εταιρείας με αχρείαστες απαιτήσεις. Όπως το έθεσε ο Nicholls LJ στη Re Atlantic Computer Systems plc [1992] Ch 505 στο 528, η απαγόρευση παρέχει "χώρο για ανάσα" ("a breathing space"). Και πάλι, όμως, το δικαστήριο θα δώσει τη δυνατότητα έγερση ή συνέχιση διαδικασιών όπου κρίνεται σκόπιμο.» (έμφαση δική μου)
Παρόμοια είναι και τα σχόλια που γίνονται στις σχετικές αναφορές του Company Law, 4th ed. του Robert R. Pennington (σελ. 701), του Palmer's Company Law 21st ed. (σελ.768), του Halsbury's Laws Of England 5η Έκδοση, Τόμος 17, παρ. 853 και του Ian F. Fletcher, The Law Of Insolvency, 4η Έκδοση (σελ.701), τα οποία με περισσή επάρκεια κατέγραψαν οι αδελφοί Επαρχιακοί Δικαστές Λ. Παντελή και Μιχ. Λοΐζου στις υποθέσεις Αίτηση 245/2001 του Ε.Δ. Λ/σιας, Αναφορικά με την εταιρεία Maxdata Holdings Ltd, ημερομηνίας 30/11/2011 και Αίτηση Εκκαθάρισης Αρ.: 36/2013 του Ε.Δ Λ/κας, Αναφορικά με την εταιρεία AE GAZILION CONSTRUCTIONS LTD, ημερ 15/12/2015 αντίστοιχα.
Συνοψίζοντας τα πιο πάνω, ο σκοπός του αρ.220 είναι να διασφαλίσει ότι εκείνες οι αξιώσεις εναντίον της εταιρείας που μπορούν να αποφασιστούν στα πλαίσια της παρεχόμενης από το Νόμο, φτηνής και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, μην καταστούν αντικείμενο δαπανηρών ή αχρείαστων δικαστικών διαδικασιών που θα επενεργήσουν εις βάρος και της εταιρείας αλλά και των πιστωτών της. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δε, ασκείται σύμφωνα με το σωστό και δίκαιο της κάθε περίπτωσης και προς όφελος προσώπου που θεμελιώνει προς τούτο καλό και επιτακτικό λόγο. Όπως περαιτέρω καταδεικνύεται από αποφάσεις όπως οι Kerr v Preston Corpn (1876) 6 ChD 463, In re BRITON MEDICAL AND GENERAL LIFE ASSURANCE ASSOCIATION (1886) 32 Ch.D. 503 και SAULL v. BROWNE. [1872 S. 237.] - (1874) L.R. 10 Ch.App. 64, η φύση, ομοιότητα και αναγκαιότητα της διαδικασίας που προτίθεται να εγερθεί εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας, συνιστούν σημαντικούς παράγοντες που λαμβάνει υπόψη του το Δικαστήριο έτσι ώστε να αποφευχθούν και οι αχρείαστες αλλά και οι καταχρηστικές διαδικασίες…».
Επισημαίνω εδώ για σκοπούς πληρότητας ότι … Άλλες τέτοιες ασφαλιστικές δικλίδες συνιστούν οι πρόνοιες που τυγχάνουν εφαρμογής μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης όταν ο εκκαθαριστής λαμβάνει υπό τον έλεγχο και τη φύλαξη του όλη την ιδιοκτησία και αγώγιμα δικαιώματα που η εταιρεία δικαιούται ή φαίνεται ότι δικαιούται, οπόταν και μόνο κατόπιν άδειας του Δικαστηρίου μπορεί να εγερθεί οποιαδήποτε διαδικασία, τουλάχιστον εναντίον της εταιρείας (βλ. μεταξύ άλλων αρ. 220, 231 και 232 Κεφ.113, Καν.21 Περι Εταιρειών (Εκκαθαρίσεις) Κανονισμών 1933 καθώς και το σχετικό απόσπασμα από τον Palmers στη σελ 766 υπό τον τίτλο «Distress for Rent accrued after winding up» όπου γίνεται αναφορά μεταξύ άλλων, στο Winding Up Rule 99 που είναι πανομοιότυπος με το Κ.21)…»
Επιπρόσθετα των πιο πάνω κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσιο και το ακόλουθο απόσπασμα από την Pantrans Nav. Ltd ν. Επίσημου Παραλήπτη (1992) 1 ΑΑΔ 900:
Τα άρθρα 215 και 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113, αποσκοπούν στην προστασία της περιουσίας εταιρείας που βρίσκεται υπό διάλυση με απώτερο στόχο την ίση μεταχείριση των πιστωτών τους. Ο Palmer "Company Law" 24η έκδοση παράγραφο 88-69 στις σελ. 1449 και 1450 παρουσιάζει το θέμα ως εξής:
"where a winding-up order has been made, the combined effect of sections 130(2) and 128 of the Act is that such order operates automatically as a stay of all actions, executions, distresses, sequestrations, etc., against the company, subject to the discretion of the court to allow such actions, executions, etc., to proceed notwithstanding the winding up."
Στην παράγραφο 88-75 σελ. 1454 υπό την επικεφαλίδα "Liberty to Proceed" του ίδιου συγγράμματος αναφέρεται ότι η εξουσία χορήγησης άδειας ασκείται συχνά. Και στη συνέχεια εξειδικεύονται περιπτώσεις που κρίθηκε πως ήταν δικαιολογημένη η άδεια για την αποπεράτωση διαδικασιών. Μεταξύ των περιπτώσεων είναι εκείνες δανειστών των οποίων τα χρέη έχουν εξασφαλιστεί. Στην In re Aro Co. Ltd. (1980) 2 W.L.R. 453, τονίστηκε ο χαρακτήρας της εξουσίας του δικαστηρίου ως διακριτικής και η ευχέρεια να παραχωρείται άδεια και σε περιπτώσεις που ο δανειστής δεν έχει ασφάλεια, όπως στην προκείμενη περίπτωση. Στη σύνοψη του σκεπτικού στη σελ. 454 διαβάζουμε:
"Whether or not leave to proceed with an action was given under section 231 was a matter for the discretion of the court and was not dependent on a claimant having established the status of a secured creditor and in the circumstances, even if it were wrong to regard the plaintiffs as secured creditors at the time of winding up, the court ought to exercise its discretion in their favour."
Βασιζόμενος στην υπόθεση In re Aro, ανωτέρω, ο εκδότης του Palmer παρατηρεί:
"....the discretion conferred by the section gives the court freedom to do what is right and fair in the circumstances."
To θέμα απασχολεί και τον Halsbury's Laws of England, 3η έκδοση τόμος 6 σελ. 698, παράγραφος 1389
"Proceedings will also be allowed to continue where the company is a necessary party to an action against it and other persons; or where an action is the most convenient method of trying a question."»
Στο σημείο αυτό υπενθυμίζω ότι οι πρόνοιες του αρ.220 δεν επενεργούν ακυρωτικά αλλά ανασταλτικά και είναι ακριβώς λόγω τούτου που σε περίπτωση που δικαστική διαδικασία αρχίζει ή συνεχίζεται εναντίον εταιρείας υπό εκκαθάριση, η διαδικασία απλά αναστέλλεται μέχρι να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη άδεια, και απορρίπτεται μόνο όταν η εταιρεία ζητήσει την απόρριψη της μέσω του εκκαθαριστή και ο αντίδικος παραλείπει να εξασφαλίσει τη σχετική άδεια για συνέχιση (βλ. Langley Constructions (Brixham) Ltd v. Wells Wells Estate (Dartford) Ltd (1969) 2 All E.R.46). Όπως χαρακτηριστικά τέθηκε στην In re ARO Co Ltd (1980) 2 W.L.R. 45, στην οποία παραπέμπει η Pantrans Nav. Ltd ανωτέρω, «…Thus if a winding up order has been made, proceedings are automatically stayed but the court may on application by the creditor allow them to be continued…»
Τέλος, ενόψει και των συγκεκριμένων νομικών θέσεων που προβάλλονται από πλευράς των ενισταμένων στην εδώ περίπτωση, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσιο και το ακόλουθο απόσπασμα από την παράγραφο 739 του συγγράμματος Halsbury's Laws of England (ηλεκτρονική έκδοση[1]):
«When a winding-up order has been made or a provisional liquidator has been appointed, then, except with the permission of the court and subject to such terms as it may impose, no claim or proceeding may be proceeded with or commenced against the company or its property by a person capable of proving in the winding up… The court will set aside a judgment obtained without its leave after a winding-up order has been made. The proceedings which may be restrained, or as to which leave to commence or proceed is necessary, are proceedings against the company or against the liquidator as such… including… a claim … to enforce a debt of the company ...».
(σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά)
«Όταν εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, τότε, εκτός εάν δοθεί άδεια του δικαστηρίου και με την επιφύλαξη των όρων που αυτό μπορεί να επιβάλει, καμία αξίωση ή διαδικασία δεν μπορεί να εγερθεί ή να συνεχίσει κατά της εταιρείας ή της περιουσίας της από πρόσωπο ικανό να αποδείξει την αξίωση του κατά την εκκαθάριση... Το δικαστήριο θα ακυρώσει απόφαση που εκδόθηκε χωρίς την άδειά του μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης. Οι διαδικασίες που μπορούν να ανασταλούν ή ως προς τις οποίες απαιτείται άδεια για έναρξη ή συνέχιση, είναι διαδικασίες κατά της εταιρείας ή κατά του εκκαθαριστή αυτού καθ’ αυτού... συμπεριλαμβανομένης...(και) αξίωσης... για την είσπραξη χρέους της εταιρείας...».
Επισημαίνω εδώ ότι όσον αφορά το θέμα χορήγησης της σχετικής άδειας αναδρομικά, δηλαδή μετά που ηγέρθηκαν δικαστικές διαδικασίες εναντίον μιας υπό εκκαθάριση εταιρείας, στην υποσημείωση 9 του πιο πάνω αποσπάσματος του συγγράμματος Halsbury's, η οποία αφορά στις περιπτώσεις όπου το Δικαστήριο δύναται να ακυρώσει δικαστικές διαδικασίες από ή εναντίον μιας υπό εκκαθάριση εταιρείας για τις οποίες δεν είχε εξασφαλιστεί προηγουμένως η σχετική άδεια του Δικαστηρίου, αναφέρονται τα εξής σχετικά:
«…Hartford v Amicable Mutual Life Assurance Co (1871) IR 5 CL 368. Proceedings commenced without the leave of the court are not a nullity and the court has power to grant leave retrospectively: Re Linkrealm Ltd [1998] BCC 478 (not following Re National Employers Mutual General Insurance Association Ltd (in liquidation) [1995] 1 BCLC 232, [1995] BCC 774…).»
Των πιο πάνω λεχθέντων προχωρώ τώρα στα γεγονότα που περιβάλλουν την παρούσα υπόθεση επισημαίνοντας ότι από το περιεχόμενο των εκατέρωθεν Ε/Δ, τη μη αντεξέταση των ομνυόντων αλλά και τις τοποθετήσεις των συνηγόρων των μερών, τα πιο κάτω γεγονότα προκύπτουν να συνιστούν κοινό και μη αμφισβητούμενο έδαφος μεταξύ των διαδίκων.
Στις 27/12/1985, η Κυπριακή Δημοκρατία, μέσω του Υπουργείου Εμπορείου και Βιομηχανίας, συμφώνησε γραπτώς με την υπό εκκαθάριση εταιρεία για την μίσθωση από την τελευταία ενός συγκεκριμένου ακινήτου ιδιοκτησίας της Δημοκρατίας προκειμένου να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για την κατασκευή επίπλων, έναντι συγκεκριμένου συμφωνηθέντος μίσθιου (βλ. Τεκ.6 αιτητή και μεταξύ άλλων όρο 5(viii)). Η εν λόγω σύμβαση θα είχε ισχύ για 33 έτη, δηλαδή μέχρι τις 31/5/2018 και στη λήξη της θα μπορούσε να ανανεωθεί για περαιτέρω περίοδο 99 χρόνων το μέγιστο. Σε κάποιο στάδιο πριν την λήξη της σύμβασης προέκυψαν διαφορές μεταξύ Δημοκρατίας και εταιρείας σε σχέση με τις συμβατικές υποχρεώσεις της τελευταίας οπόταν η πρώτη ήγειρε εναντίον της δεύτερης την αγωγή 764/02. Στα πλαίσια της εν λόγω αγωγής, η Δημοκρατία εξασφάλισε στις 09/03/2005 απόφαση εναντίον της εταιρείας για πληρωμή συγκεκριμένου ποσού, το οποίο δεν αμφισβητείται ότι συνιστούσε απλήρωτα ενοίκια, καθώς επίσης και διάταγμα με το οποίο αφ’ ενός απαγορευόταν στην εταιρεία να χρησιμοποιεί το ακίνητο ως κατοικία για την οικογένεια του διευθυντή της, δηλαδή του Π.Π. και της οικογένειας του και αφ’ ετέρου διατασσόταν η εταιρεία όπως επαναφέρει το ακίνητο στην κατάσταση που ήταν πριν αυτό μετατραπεί σε κατοικία, ήτοι στην κατάσταση που έπρεπε να ήταν σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας μίσθωσης της 27/12/85. Στη πορεία, και συγκεκριμένα στις 23/03/06, εκδόθηκε στα πλαίσια της εταιρικής αίτησης 121/05 διάταγμα με το οποίο η εταιρεία τέθηκε υπό εκκαθάριση. Σε κατοπινό στάδιο δε, ήτοι στις 27/06/2017, διατάχθηκε από το Δικαστήριο της εκκαθάρισης όπως σε αντικατάσταση του Επίσημου Παραλήπτη διοριστεί ως εκκαθαριστής της εταιρείας ο νυν εκκαθαριστής.
Μεταξύ 22/08/2017 και 2/11/2018, η Δημοκρατία και ο νυν εκκαθαριστής αντάλλαξαν διάφορες επιστολές αναφορικά με τα θέματα που εκκρεμούσαν σε σχέση με το μισθωμένο ακίνητο. Στα πλαίσια της αλληλογραφίας αυτής, ο εκκαθαριστής ζήτησε αρχικά να πληροφορηθεί για τα ποσά που διεκδικούσε ως τότε η Δημοκρατία με βάση τη συμφωνία μίσθωσης του 1985 και αφού ενημερώθηκε ότι απαιτούνταν τα ενοίκια για την περίοδο 01/1/02 – 31/05/18, επιχείρησε να υποβάλει διάφορες προτάσεις διευθέτησης «…που σκοπό (είχαν) την εξασφάλιση της πιθανότητας αποπληρωμής του συνόλου των πιστωτών και κυρίως την εξόφληση του μισθώματος προς την Κυπριακή Δημοκρατία…και την έξωση του παάνομου επεμβασία εναγόμενου 2…» . Όλες όμως οι προτάσεις αυτές του εκκαθαριστή απορρίφθηκαν από τη Δημοκρατία η οποία κοινοποίησε και την απαίτηση της όπως λάβει κενή και ελεύθερη κατοχή του ακινήτου στις 31/05/18 που θα έληγε η σύμβαση μίσθωσης εφόσον δεν δεχόταν την οποιαδήποτε ανανέωση της. Ο εκκαθαριστής πληροφόρησε τότε τη Δημοκρατία ότι «…ουδέποτε έλαβε κατοχή του εν λόγω ακινήτου και ως εκ τούτου ήταν αδύνατο να παραδώσει το ακίνητο στην Κυπριακή Δημοκρατία. Οι αρμόδιοι γνώριζαν ότι το ακίνητο κατείχε ο διευθυντής της υπό εκκαθάριση εταιρείας και το χρησιμοποιούσε ως οικία και παρά τα όποια διατάγματα εκδόθηκαν στα πλαίσια της αγωγής 764/02 αυτός αρνείτο να εγκαταλείψει το υποστατικό…». Ακολούθως η Δημοκρατία καταχώρισε την αγωγή 826/20 στις 22/05/2020 με την οποία αξιώνει από την εταιρεία απλήρωτα ενοίκια περί της €91.000 για την περίοδο 01/06/2005 – 31/5/2018, και την έκδοση διαταγμάτων με τα οποία να διατάσσονται τόσο η εταιρεία όσο και ο Π.Π. να σταματήσουν να επεμβαίνουν παράνομα στο ακίνητο και να το εγκαταλείψουν παραδίδοντας ελεύθερη την κατοχή του στη Δημοκρατία. Η εν λόγω αγωγή, η οποία με βάση τον τίτλο της παρουσιάζεται να στρέφεται εναντίον του «Πέτρου Ιωαννίδη υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση εταιρείας LORD SHERATONS OF LONDON (CYPRUS) LIMITED» (εναγόμενος 1) και του ενιστάμενου προσώπου Π.Π., διευθυντή της LORD SHERATONS OF LONDON (CYPRUS) LIMITED ως εναγόμενου 2, εξακολουθεί μέχρι σήμερα να εκκρεμεί.
Με γνώμονα λοιπόν τα πιο πάνω κοινώς αποδεκτά γεγονότα και τις νομικές αρχές που αναφέρονται ανωτέρω, σημειώνω τα εξής σε σχέση με την υπό κρίση αίτηση.
Κατ’ αρχή, όσον αφορά τη θέση του ΠΠ ότι η παρούσα αίτηση δεν έχει επιδοθεί σε όλα τα επηρεαζόμενα πρόσωπα, ήτοι στους πιστωτές της εταιρείας, περιορίζομαι να παραπέμψω στην TRICOR LTD ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ (ΔΙΑ ΤΟΥ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗ ΤΗΣ ΑΘΑΝΑΣΗ ΝΕΟΦΥΤΟΥ) v. ΕΦΟΡΟΣ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ-ΤΜΗΜΑ ΦΟΡΟΛΟΓΙΑΣ, Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε106/2022, 25/4/2024, όπου με παραπομπή στις Western & Brazilian Telegraph Co. v. Bibby [1880] 42 L. T. 821, Unibrand Secretarial Services Limited, Πολ. Έφεση 214/2016 ημερ.2.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A330 (απόφαση μειοψηφίας), Constantinos Antoni and Another v. The Cyprus & General Asbestos Co. Ltd (V16) 1 CLR 4 και Hagell v. Currie, Re Breech‑Loading Armoury [1867] W.N. 75) λέχθηκαν τα εξής:
«…η αίτηση για άδεια για έναρξη ή συνέχιση αγωγής ή διαδικασίας εναντίον εταιρείας, μετά την έκδοση του διατάγματος εκκαθάρισης της, θα πρέπει να επιδίδεται στον εκκαθαριστή, o οποίος εκπροσωπεί τα συμφέροντα της εταιρείας και όλων που αντλούν δικαίωμα από αυτή… τέτοιας φύσης διατάγματα δεν θα πρέπει να εκδίδονται μονομερώς (εκτός όπου συντρέχουν εξαιρετικές περιστάσεις) αφού θα πρέπει να ακουστεί ο εκκαθαριστής, ο οποίος εκπροσωπεί το σύνολο των πιστωτών…»
Εφόσον συνεπώς η παρούσα επιδόθηκε στον εκκαθαριστή της εταιρείας ο οποίος έχει εμφανιστεί και έχει εκφράσει τις θέσεις του, η επί του προκειμένου εισήγηση του ΠΠ κρίνεται ανυπόστατη και απορρίπτεται.
Όσον αφορά τώρα τις θέσεις που προβάλλονται αναφορικά με την μη ύπαρξη εξουσίας για παροχή της αιτούμενης άδειας «αναδρομικά», ήτοι για δικαστική διαδικασία που ήδη ξεκίνησε εναντίον μιας υπό εκκαθάριση εταιρείας χωρίς να ληφθεί η αιτούμενη άδεια, επαναλαμβάνω τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον Halsbury's ανωτέρω, τα οποία απαντούν πλήρως και στις θέσεις περί εξ αρχής ακυρότητας και θνησιγένειας της αγωγής 826/20 - «…Hartford v Amicable Mutual Life Assurance Co (1871) IR 5 CL 368. Proceedings commenced without the leave of the court are not a nullity and the court has power to grant leave retrospectively: Re Linkrealm Ltd [1998] BCC 478 (not following Re National Employers Mutual General Insurance Association Ltd (in liquidation) [1995] 1 BCLC 232, [1995] BCC 774…).». Υπενθυμίζω όμως σε κάθε περίπτωση ότι ακόμη και στις αποφάσεις που με παρέπεμψαν οι ενιστάμενοι, ιδιαίτερα η πλευρά του ΠΠ, επιβεβαιώνεται η αρχή ότι επειδή οι πρόνοιες του αρ.220 δεν επενεργούν ακυρωτικά αλλά ανασταλτικά, σε περίπτωση που δικαστική διαδικασία αρχίζει ή συνεχίζεται εναντίον εταιρείας υπό εκκαθάριση η διαδικασία απλά αναστέλλεται μέχρι να εξασφαλιστεί η απαιτούμενη άδεια και απορρίπτεται μόνο όταν η εταιρεία ζητήσει την απόρριψη της μέσω του εκκαθαριστή και ο αντίδικος παραλείπει να εξασφαλίσει τη σχετική άδεια για συνέχιση (βλ. Langley Constructions (Brixham) Ltd ανωτέρω και In re ARO Co Ltd (1980) 2 W.L.R. 45 η οποία αναφέρθηκε με επιδοκιμασία στην Pantrans Nav. Ltd που επικαλείται και ο ΠΠ - «…Thus if a winding up order has been made, proceedings are automatically stayed but the court may on application by the creditor allow them to be continued…»). Ανάλογη δε ήταν και η προσέγγιση στην Ταμείο Προνοίας Προσωπικού Βιομηχανιών Συνομοσπονδίας Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (Σ.Ε.Κ.) ν. Samoa Clothing Ιndustry και Άλλου (Αρ. 1) (2000) 2 ΑΑΔ 289.
Εφόσον λοιπόν στην προκειμένη περίπτωση η διαδικασία στην αγωγή 826/20 δεν έχει ολοκληρωθεί ώστε να τίθεται πλέον θέμα ακύρωσης της εν λόγω διαδικασίας (βλ. την αναφορά που γίνεται στο Halsbury's στην υπόθεση Hartford ανωτέρω) και εφόσον η αναγκαιότητα εξασφάλισης της απαιτούμενης άδειας έχει τεθεί από τον εκκαθαριστή, καθηκόντως η Δημοκρατία επιδιώκει με την παρούσα αίτηση δια κλήσεως να εξασφαλίσει την εν λόγω άδεια, έστω και στο στάδιο αυτό.
Λαμβανομένου λοιπόν υπόψη ότι η εξασφάλιση άδειας για έγερση ή συνέχιση μιας δικαστικής διαδικασίας συνιστά θέσμια υποχρέωση που μπορεί ουσιαστικά να εκπληρωθεί σε οποιοδήποτε στάδιο πριν την ολοκλήρωση της διαδικασίας στην οποία αφορά και χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι επικροτείται η καταχώριση διαδικασιών χωρίς άδεια, η καθυστέρηση στην εξασφάλιση της εν λόγω άδειας είναι μεν παράγοντας που λαμβάνεται υπόψη αλλά δεν έχει την καταλυτική σημασία που του αποδίδουν οι ενιστάμενοι.
Υπό αυτή την σκοπιά συνεπώς, και λαμβανομένου υπόψη αφ’ ενός του ότι ούτε ο εκκαθαριστής αλλά ούτε και ο ΠΠ αμφισβητούν ότι και εκείνοι είχαν προχωρήσει με όλες τις προδικαστικές διαδικασίες στην 826/20 χωρίς ποτέ να τους προβληματίσει ή να εγείρουν το ζήτημα της μη εξασφάλισης άδειας δυνάμει του αρ.220, και αφ’ ετέρου ότι με τον τρόπο που τιτλοφορήθηκε η αγωγή δεν ήταν εύκολα αντιληπτό αν αυτή στρεφόταν εναντίον της υπό εκκαθάρισης εταιρείας ή εναντίον του εκκαθαριστή της προσωπικά (βλ. White Knight Holdings Public Company Ltd ν. Ήβης Χαραλάμπους (2015) 1 ΑΑΔ 707 και την αναφορά που εκεί γίνεται στη σελ.310 του Annual Practice 1958), κρίνεται ότι καμία αδικία δεν θα προκληθεί στην εταιρεία από το γεγονός ότι σήμερα είναι που επιδιώκεται να εξασφαλιστεί η εν λόγω άδεια. Στο βαθμό άλλωστε που η 826/20 προωθείται εναντίον του ΠΠ προσωπικά, καμία άδεια δεν χρειάζεται να ληφθεί σε σχέση με εκείνον δυνάμει του αρ.220 εφόσον το συγκεκριμένο άρθρο είναι στην υπό εκκαθάριση εταιρεία που αφορά και όχι στους οποιουσδήποτε μετόχους ή αξιωματούχους της (βλ. και σελ.310 του Annual Practice 1958).
Την πιο πάνω λεχθέντων συνεπώς προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο δικαιολογείται να δοθεί η αιτούμενη άδεια για συνέχιση της 826/20. Επί αυτού του θέματος σημειώνω τα ακόλουθα.
Κατά πρώτο, όπως προκύπτει από όλες τις θέσεις που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, το ακίνητο το οποίο αποτελεί το επίδικο αντικείμενο της αγωγής 826/20, ήτοι το ακίνητο στο οποίο η εταιρεία και ο ΠΠ φέρονται από τη Δημοκρατία να επεμβαίνουν παράνομα, είναι ιδιοκτησίας της τελευταίας η οποία στις 27/12/1985 το μίσθωσε στην εταιρεία δυνάμει σύμβασης που θα ίσχυε μέχρι τις 31/05/18. Έπεται συνεπώς ότι η Δημοκρατία έχει ισχυρά περιουσιακά δικαιώματα και συμφέροντα επί του συγκεκριμένου ακινήτου, ήτοι όλα τα δικαιώματα και συμφέροντα που απολαμβάνει ένας ιδιοκτήτης ακίνητης περιουσίας.
Κατά δεύτερο, είναι κοινώς αποδεκτό, και άλλωστε προκύπτει και από τα μη αμφισβητούμενα έγγραφα που καταχωρήθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, ότι το 2002 η Δημοκρατία καταχώρισε αγωγή εναντίον της εταιρείας εξασφαλίζοντας απόφαση σε σχέση με ενοίκια που έπρεπε να της πληρωθούν δυνάμει της σύμβασης του 1985 και τα οποία δεν της είχαν πληρωθεί, ενώ με την αγωγή 826/20 η Δημοκρατία αξιώνει απλήρωτα ενοίκια από το 2005 μέχρι τις 31/05/18 που έληξε η σύμβαση του 1985. Εν τη απουσία συνεπώς οποιασδήποτε μαρτυρίας που να υποδηλοί ότι με την απόφαση του 2005 επιδικάστηκαν υπέρ της Δημοκρατίας και τα ενοίκια μέχρι τις 31/05/18, κανένα θέμα δεδικασμένου ή κατάχρησης δεν προκύπτει να υπάρχει σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα συνεπεία της καταχώρισης της αγωγής 826/20. Άλλωστε, χωρίς να γίνεται σχετική ρητή πρόνοια στην δικαστική απόφαση του 2005, το παρόν Δικαστήριο δεν μπορεί να θεωρήσει ότι μ’ εκείνη την απόφαση είχαν επιδικασθεί και ενοίκια που δεν είχαν καταστεί οφειλόμενα κατά την καταχώριση της αγωγής εκείνης το 2002 ή έστω κατά την έκδοση της απόφασης το 2005. Το ότι λοιπόν η Δημοκρατία μπορεί να εκτελέσει ή να επαληθεύσει την απόφαση του 2005 καμία σημασία δεν έχει υπό τις περιστάσεις για σκοπούς του υπό κρίση αιτήματος. Άλλωστε, όπως αναφέρεται και στην παρ. 85-76 του Palmer’s Company Law 1982 ed., η αιτούμενη άδεια δίνεται και εκεί όπου κρίνεται πιο επιθυμητό όπως τα εγειρόμενα θέματα αποφασιστούν στα πλαίσια μιας αγωγής, όπως είναι π.χ. οι περιπτώσεις που επιχειρείται να αρθεί μια παράνομη επέμβαση ή ακόμη και για να εξασφαλιστούν οι καρποί της επιτυχίας μιας προγενέστερης αγωγής (βλ. παραπομπές σε Wyley v Exhall Coal etc, Co (1864) 33 Beav. 538 και Re National Provincial Insurance etc, Co (1912) 56 S.J. 290)
Κατά τρίτο, από την ίδια δικαστική απόφαση του 2005 προκύπτει και το ότι είχε τότε κριθεί δικαστικώς, με τη σύμφωνο γνώμη και της εταιρείας η οποία τότε δεν ήταν υπό εκκαθάριση αλλά διοικείτο από τον Π.Π., ότι ενόσω το ακίνητο βρισκόταν στην κατοχή της εταιρείας δυνάμει της μίσθωσης του 1985, αυτό, το ακίνητο δηλαδή, παρά το ότι είχε συμφωνηθεί το 1985 να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για την κατασκευή επίπλων είχε εντούτοις μετατραπεί σε χώρο κατοικίας «…για την οικογένεια του διευθυντή (της εταιρείας) κύριου Π.Π. και της οικογένειας του …». Για το λόγο αυτό είχε διαταχθεί τότε όπως σταματήσει άμεσα η χρήση του ακινήτου για το συγκεκριμένο σκοπό και όπως αυτό επαναφερθεί στην προ των μετατροπών κατάσταση του, ήτοι στην κατάσταση που προνοούσε η συμφωνία του 1985. Καμία όμως πρόνοια στην εν λόγω απόφαση δεν υπάρχει που να υποδηλοί ότι είχε τότε διαταχθεί είτε ο τερματισμός της συμφωνίας μίσθωσης του 1985 είτε η επιστροφή του ακινήτου στη Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, ούτε σε σχέση με αυτό το θέμα προκύπτει να υπάρχει οποιοδήποτε θέμα δεδικασμένου ή κατάχρησης συνεπεία της καταχώρισης της 826/20 με την οποία ζητείται πλέον ρητά η παράδοση της κατοχής του ακινήτου. Και να είχε όμως εκδοθεί μια τέτοια διαταγή το 2005, που δεν εκδόθηκε, αν το ακίνητο δεν επιστράφηκε στη συνέχεια στη Δημοκρατία η τελευταία και πάλι θα μπορούσε να λάβει άδεια για να καταχωρίσει νέα αγωγή για το σκοπό αυτό (βλ. τα όσα αναφέρονται ανωτέρω σε σχέση με τις σελ. 85-76 του Palmer’s και την χορήγηση άδειας για να καταχωρηθεί αγωγή προκειμένου να εξασφαλιστούν οι καρποί της επιτυχίας μιας προγενέστερης αγωγής).
Τέλος, είναι κοινώς αποδεκτό μεταξύ εκκαθαριστή και Δημοκρατίας ότι μέχρι την 22/05/20 που καταχωρήθηκε η αγωγή 826/20 αλλά και μέχρι σήμερα, η τελευταία δεν έχει λάβει κενή και ελεύθερη κατοχή του ακινήτου ως απαίτησε να λάβει πριν την λήξη της σύμβασης μίσθωσης του 1985 και ο ΠΠ όχι μόνο δεν φαίνεται να αμφισβητεί το γεγονός αυτό, αλλά φαίνεται ότι προβάλλει και θετική άρνηση στο να εκδοθεί μια τέτοια διαταγή στα πλαίσια της αγωγής 826/20 που ήγειρε η Δημοκρατία ώστε να εξασφαλίσει μια τέτοια διαταγή. Προκύπτει λοιπόν να υπάρχει σοβαρό θέμα αναφορικά με την κατοχή του ακινήτου που δεν αμφισβητείται ότι ανήκει στη Δημοκρατία η οποία θέλει να της επιστραφεί και σίγουρα δεν μπορεί να αγνοηθεί για σκοπούς της παρούσας διαδικασίας ότι σε κάποιο βαθμό ο εκκαθαριστής της εταιρείας συμφωνεί με τη Δημοκρατία ως προς το ότι όντως γίνεται παράνομη επέμβαση στο ακίνητο της. Μάλιστα δε, ο εκκαθαριστής ισχυρίζεται ότι η παράνομη αυτή επέμβαση γίνεται από τον ΠΠ διότι αυτός εξακολουθεί να χρησιμοποιεί το ακίνητο ως κατοικία για τον ίδιο και την οικογένεια του παρά το διάταγμα που εκδόθηκε το 2005. Το κατά πόσο βεβαίως ευσταθούν ή όχι αυτοί οι ισχυρισμοί δεν είναι θέμα που θα αποφασιστεί στα πλαίσια της παρούσας αλλά στα πλαίσια της αγωγής 826/20 όπου και ο Π.Π. θα έχει την ευκαιρία να εκφράσει τις θέσεις του.
Κρίνεται συνεπώς ότι όπως και αν ήθελαν ιδωθούν οι συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης, δικαιολογείται όπως δοθεί στον αιτητή η αιτούμενη άδεια για συνέχιση της αγωγής 826/20 η οποία μάλιστα φαίνεται να βρίσκεται και σε τέτοιο προχωρημένο στάδιο που αν δεν επιτραπεί να προχωρήσει τότε είναι ενδεχομένως που θα προκληθούν σοβαρές επιπτώσεις και στην εταιρεία η οποία έχει μέχρι σήμερα καταβάλει αρκετά έξοδα για την αγωγή εκείνη η οποία προς το παρόν τελεί υπό αναστολή.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους λοιπόν κρίνω την αίτηση δικαιολογημένη και την εγκρίνω. Δίδεται η αιτούμενη άδεια ως η αίτηση.
Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, αυτά επιδικάζονται υπέρ του αιτητή και εναντίον της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας και του ΠΠ αλληλέγγυα (ήτοι από ½) ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο. Τούτου λεχθέντος, λαμβάνοντας υπόψη ότι η παρούσα διαδικασία είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη διαδικασία για την οποία έχει δοθεί η άδεια του Δικαστηρίου να συνεχίσει και ότι το καθήκον του παρόντος Δικαστηρίου της εκκαθάρισης είναι όπως διαφυλάξει όσο το δυνατό την περιουσία της υπό εκκαθάριση εταιρείας από αδικαιολόγητες σπατάλες και ενδεχόμενες διαδικασίες εκτέλεσης για τις οποίες δεν έχει ακόμη δοθεί οποιαδήποτε άδεια να γίνουν (βλ. αρ.220 Κεφ.113 και In re ARO Co Ltd ανωτέρω), κρίνω ορθό και δίκαιο να διατάξω – και εκδίδω ανάλογη διαταγή – όπως το μέρος των εξόδων που επιδικάζονται σήμερα εναντίον της εταιρείας θα είναι πληρωτέο μόνο όταν ολοκληρωθεί η αγωγή 826/20 για την οποία έχει δοθεί η άδεια να συνεχίσει και όπως, σε περίπτωση που στην εν λόγω διαδικασία επιδικασθούν οποιαδήποτε έξοδα εναντίον του αιτητή και υπέρ της καθ’ ης η αίτηση εταιρείας, τότε τα εδώ επιδικασθέντα έξοδα υπέρ του αιτητή θα συμψηφιστούν με τα εκεί εναντίον του έξοδα ώστε η εταιρεία να υποχρεούται να πληρώσει στον αιτητή μόνο το οποιοδήποτε πλεόνασμα ήθελε προκύψει προς όφελος του συνεπεία του συμψηφισμού. Όσον αφορά τον ΠΠ, η διαταγή εναντίον του σε σχέση με το μέρος των επιδικασθέντων εξόδων θα είναι άμεσα εκτελεστή ως έχει.
(Υπ.)……………………….
Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Company and Partnership Insolvency (Volume 16 (2024), paras 1-598; Volume 17 (2024), paras 599-1249) > 8. Winding Up by the Court > (14) Stay and Transfer of Proceedings; Special Case > (i) Proceedings by or against the Company
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο