
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 2044/19
Μεταξύ:
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ,
Ενάγοντες
Και
1. Π.Τ.Ζ.(ΑΚΙΝΗΤΑ) ΛΙΜΙΤΕΔ, εκ Λάρνακας
2. ΙΩΣΗΦ ΤΕΡΖΗ
3. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΠΑΠΑΕΥΘΥΜΙΟΥ, εκ Λάρνακας
Εναγόμενοι
-----------
Ημερομηνία: 31 Ιανουαρίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες: κα Ρ. Καραμανή για Χριστόφορος Ιωάννου ΔΕΠΕ
Για Εναγόμενους 1 και 2: κ. Χρ. Πουτζιούρης
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 20/12/19 με αναφερόμενους ενάγοντες την Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων (ΣΕΔΙΠΕΣ), η οποία αξίωνε, (α) από την εναγόμενη 1 υπό την ιδιότητα του πρωτοφειλέτη και από τους εναγόμενους 2 και 3 υπό την ιδιότητα του εγγυητή, ποσό €361.286,42 πλέον τόκο 9,5% από 01/01/16 κεφαλαιοποιούμενο 2 φορές το χρόνο ως ποσό «προερχόμενο εκ γραμματίου και/ή γραπτής αναγνωρίσεως χρέους και/ή συμφωνίας δανείου και/ή ως αποζημιώσεις» και (β) διάταγμα εκποίησης της υποθήκης Υ902/10 του Κτηματολογίου Λάρνακας η οποία είχε εγγραφεί ως εξασφάλιση των οφειλών της εναγομένης 1 επί ακινήτου ιδιοκτησίας της εναγομένης 1.
Σημειώνω εδώ ότι έχει καταστεί μη αμφισβητούμενο γεγονός[1] ότι οι επίδικες για την υπόθεση συμφωνίες είχαν συναφθεί με το Συνεργατικό Ταμιευτήριο Λύσης (ΣΤΛ) το οποίο στις 25/01/14 συγχωνεύτηκε με τη Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας (εφ’ εξής ΣΠΕ), η οποία κατόπιν διάφορων αλλαγών στην ονομασία της κατέληξε να μεταφέρει κατά την 01/07/17 όλα ανεξαιρέτως τα στοιχεία του ενεργητικού και παθητικού της στην Συνεργατική Κεντρική Τράπεζα Λτδ (ΣΚΤ - Αρ. Εγγραφής 88). Η τελευταία, ως είναι επίσης αδιαμφισβήτητο γεγονός, κατόπιν διαφόρων αλλαγών κατέληξε περί τις 03/09/18 να ονομάζεται Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ – οπόταν και έπαψε να είναι Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα και Αδειοδοτημένο Πιστωτικό Ίδρυμα (ΑΠΙ) αλλά παρέμεινε παρά ταύτα να συνιστά Συνεργατική Εταιρεία σύμφωνα με τις πρόνοιες του Ν.22/1985 – και περί τα τέλη του 2022 μεταβίβασε στους νυν ενάγοντες δυνάμει των προνοιών του Ν.169(Ι)/2015, όλες τις πιστωτικές διευκολύνσεις και συναφείς εξασφαλίσεις που κατείχε ως δανειστής (βλ. σχ. Τεκ. 1, 2, 3 και ειδοποιήσεις που έχουν καταχωρηθεί στο φάκελο).
Σημειώνω επίσης ότι επειδή μετά την καταχώριση της αγωγής διαπιστώθηκε ότι ο εναγόμενος 3 είχε αποβιώσει, η αγωγή εναντίον του εν λόγω εναγόμενου διακόπηκε δυνάμει της Δ.15 (24/02/21). Ως εκ τούτου η αγωγή προχώρησε μόνο σε σχέση με τους εναγομένους 1 και 2 για τους οποίους καταχωρήθηκε και υπεράσπιση αλλά και ανταπαίτηση αναφορά στην οποία κάνω σε κατοπινό στάδιο.
Όσον αφορά τώρα τις δικογραφημένες θέσεις των εναγόντων, οι οποίες κατά την ακρόαση προωθήθηκαν από δυο μάρτυρες, ήτοι τις Μ.Γ (ΜΕ1) και Σ.Μ.Σ (ΜΕ2), οι οποίες εργάζονται σε ιδιωτική εταιρεία που διαχειρίζεται τις χρηματοπιστωτικές διευκολύνσεις που έχουν μεταβιβαστεί στους ενάγοντες (Έγγραφο Α και Β), είναι οι ακόλουθες:
Στις 05/11/10 η εναγόμενη 1 αιτήθηκε γραπτώς δάνειο από το ΣΤΛ για το ποσό των €190.000 δηλώνοντας επί της αίτησης ότι ο πραγματικός σκοπός του δανείου ήταν η «ανανέωση – αγορά γης » (Τεκ.12). Επί της αίτησης εκείνης, η εναγόμενη 1, στην οποία διευθυντές ήταν οι εναγόμενοι 2 και 3 (Τεκ.7), δήλωσε μεταξύ άλλων τα στοιχεία της ιδίας, τα στοιχεία των προτεινόμενων εγγυητών της – τα οποία ήταν τα στοιχεία των εναγομένων 2 και 3 διευθυντών – καθώς επίσης και την ύπαρξη άλλου χρέους που είχε στο ΣΤΛ μέσω του λογαριασμού *9778 ύψους τότε €183.435 (Τεκ.14). Πέραν του χρέους αυτού, υπήρχε τότε ως επιβάρυνση προς όφελος του ΣΤΛ επί της ακίνητης ιδιοκτησίας της εναγόμενης 1, η υποθήκη Υ1597/07 του Επ. Κτηματολογίου Λάρνακας (Τεκ.13).
Η αίτηση της εναγόμενης 1 εγκρίθηκε από την επιτροπή του ΣΤΛ στις 15/11/10 και στις 07/12/10, υπογράφτηκε μεταξύ του ΣΤΛ και της εναγόμενης 1 στην παρουσία δύο μαρτύρων, γραπτή συμφωνία δανείου, στη βάση της οποίας το ΣΤΛ χορήγησε στην εναγόμενη 1, δάνειο ύψους €190.000 (Τεκ.2 και 4).
Το συγκεκριμένο δάνειο, το οποίο είχε συμφωνηθεί ότι θα ήταν πληρωτέο με 9 ετήσιες δόσεις εκ €32.000 η κάθε μια από 07/12/12, είχε συμφωνηθεί (όρος 3) ότι θα επιβαρύνετο με:
(α) ετήσιο κυμαινόμενο επιτόκιο που … « στο συνολικό επιτόκιο» το οποίο θα αποτελείται από το Βασικό Καταναλωτικό Επιτόκιο του Ταμιευτηρίου και το οποίο θα καθορίζεται από το Ταμιευτήριο από καιρού εις καιρό … και την προσαύξηση η οποία επίσης θα καθορίζεται από το Ταμιευτήριο … Με βάση τα πιο πάνω ο τόκος με τον οποίο θα χρεώνεται σήμερα το παρόν δάνειο ή πίστωση ή πιστωτική διευκόλυνση είναι … : Βασικό Καταναλωτικό Επιτόκιο: 5 % Περιθώριο 2% Συνολικό Επιτόκιο 7%
Ο τόκος θα υπολογίζεται πάνω στα ημερήσια χρεωστικά υπόλοιπα και για τον υπολογισμό του, οι μήνες θα λογαριάζονται προς όσες μέρες έχει o καθένας αλλά θα λαμβάνεται σαν διαιρέτης το εμπορικό έτος που αποτελείται από 360 μέρες ...
(β) Πέραν των πιο πάνω το Ταμιευτήριο θα έχει το δικαίωμα να χρεώνει το δάνειο κατά την κρίση του με δικαιώματα παροχής υπηρεσιών και/ή με οποιαδήποτε άλλα έξοδα και δικαιώματα τα οπ οποία θα γνωστοποιούνται στον χρεώστη…
Το Ταμιευτήριο θα έχει το δικαίωμα να κεφαλαιοποιεί τις πιο πάνω χρεώσεις δυο φορές το χρόνο.
Αν οποιοδήποτε ποσό … δεν πληρωθεί την ημέρα που καθίσταται πληρωτέο … ο χρεώστης θα πληρώνει τόκο υπερημερίας προς 1,5% …»
Άλλος όρος της Συμφωνίας (όρος 4) ήταν ότι:
«Το Ταμιευτήριο δικαιούται να μεταβάλλει (είτε να αυξάνει είτε να μειώνει) κατά την κρίση του και οποτεδήποτε το βασικό επιτόκιο, το περιθώριο, των τόκων υπερημερίας, τα δικαιώματα παροχής υπηρεσιών … και η αλλαγή και ή επιβολή αυτή θα είναι δεσμευτική για τον χρεώστη που θα λαμβάνει γνώση με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ή ειδοποίηση με τον προσφορότερο κατά την κρίση του Ταμιευτηρίου τρόπο και θα ισχύει από την ημερομηνία που θα καθορίζεται στην ανακοίνωση ή ειδοποίηση ...»
Όσον αφορά την εξασφάλιση των πιο πάνω πιστωτικών διευκολύνσεων, σύμφωνα με την ΜΕ1 και τα έγγραφα που παρουσιάστηκαν κατά τη μαρτυρία της, το πιο πάνω δάνειο εξασφαλίστηκε στις 07/12/10 με την υπογραφή από πλευράς αμφότερων των εναγομένων 2 και 3 στην παρουσία δύο μαρτύρων, αφ΄ ενός γραπτής σύμβασης προσωπικής εγγύησης του κάθε ενός εξ΄ αυτών και αφ΄ ετέρου γραπτής σύμβασης και δήλωσης υποθήκης από την εναγόμενη 1 προς όφελος του ΣΤΛ (Υ7902/10) επί ενός ακινήτου της πρώτης (Τεκ.5 και 6).
Αφού ενεργοποιήθηκε ο επίδικος λογαριασμός του δανείου της εναγομένης 1 (*681), καθώς και οι εκατέρωθεν υποχρεώσεις και δικαιώματα, το ποσό των €189.293,94 εκταμιεύθηκε στις 08/12/10, και από αυτό, ποσό €189.056,97 πιστώθηκε στον άλλο λογαριασμό της εναγόμενης υπ΄ αρ. **9778, οπόταν και το χρεωστικό υπόλοιπο εκείνου του λογαριασμού εξοφλήθηκε πλήρως. Το υπόλοιπο ποσό των €236,97 επιστράφηκε πίσω στον επίδικο λογαριασμό, ο οποίος την ίδια μέρα χρεώθηκε με δυο περαιτέρω χρεώσεις που αφορούσαν σε τέλη υποθήκευσης και χαρτόσημα (βλ. Τεκ.14 και παρ. 6 Εγγράφου Β). Σημειώνεται εδώ ότι με την εξόφληση του άλλου λογαριασμού της εναγόμενης (*9778), ο οποίος αφορούσε σε δάνειο που η τελευταία είχε λάβει στις 7/3/07 για Λ.Κ.100.000 με τους ίδιους ουσιαστικούς όρους (ετήσιες δόσεις εκ Λ.Κ. 13.800 και κυμαινόμενο επιτόκιο συνολικού ύψους τότε 6,25%) εξαλείφθηκε και η υποθήκη Υ1597/07 που εξασφάλιζε τον εν λόγω λογαριασμό και δάνειο και που είχε εγγραφεί επί ακινήτου της εναγόμενης 1 (Τεκ.13 και 15).
Κατά τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού το ΣΤΛ πληροφόρησε την εναγόμενη 1 ότι έγινε μεταβολή στο επιτόκιο με το οποίο χρεωνόταν ο λογαριασμός, δημοσιεύοντας προς τούτο σχετική ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο ως προνοούσαν οι όροι της επίδικης συμφωνίας (Τεκ 8).
Στις 06/07/16, η ΣΚΤ, έχοντας διαπιστώσει ότι η εναγόμενη 1 δεν ανταποκρινόταν στις συμβατικές της υποχρεώσεις σε σχέση με το δάνειο που έλαβε, έστειλε επιστολές σε όλους τους εναγόμενους με τις οποίες τους ενημέρωνε ότι είχε αποφασιστεί ο τερματισμός της επίδικης πιστωτικής διευκόλυνσης και ότι καθίστατο πλέον άμεσα απαιτητό και πληρωτέο το οφειλόμενο ποσό των €289.477,76 πλέον τόκους 9.50% μέχρι εξόφλησης. Με την ίδια επιστολή, η ΣΚΤ ενημέρωσε τους εναγόμενους, επισυνάπτοντας προς τούτο και σχετική ειδοποίηση τύπου Θ με βάσει το Ν.9/65[2], ότι «αν δεν εξευρεθεί κοινώς αποδεκτή λύση για το χρέος σας θα διενεργοποιηθούν οι διαδικασίες πώλησης του ακινήτου … (αν όμως) … έχετε επαρκείς λόγους να πιστεύεται ότι δεν οφείλεται στο δανειστή σας το απαιτούμενο ποσό ή εάν έχετε επαρκείς λόγους να πιστεύεται ότι ο δανειστής σας δεν έχει ενεργήσει σύμφωνα με το νόμο, ενδεχομένως να έχετε το δικαίωμα να προσφύγεται στο Επαρχιακό Δικαστήριο …» (Τεκ. 11Α, 11Β και 11Γ).
Σημειώνω εδώ ότι κατά τη μαρτυρία της η ΜΕ1 ισχυρίστηκε ότι οι πιο πάνω επιστολές που στάληκαν με κανονικό ταχυδρομείο στη δηλωθείσα διεύθυνση των εναγομένων και ουδέποτε επιστράφηκαν.
Ενόψει λοιπόν του ότι ούτε και τότε υπήρξε οποιαδήποτε θετική ανταπόκριση από πλευράς εναγομένων, η ΣΕΔΙΠΕΣ καταχώρησε την παρούσα αγωγή αξιώνοντας τα όσα αναφέρονται πιο πάνω.
Όσον αφορά το πώς είναι που κατά τους ενάγοντες προκύπτουν τα προαναφερόμενα αξιούμενα ποσά, η ΜΕ1 κατάθεσε κατά την ακρόαση ως Τεκ.9 τις αναλυτικές καταστάσεις του επίδικου λογαριασμού που τηρούνταν καθ’ όλο τον ουσιώδη χρόνο, οι οποίες «ξεκινούν» από τις 08/12/10 με την εκταμίευση - χρέωση ως αναφέρεται ανωτέρω, «φτάνουν» στις 28/06/19 κατόπιν διαφόρων χρεοπιστώσεων που εκεί καταγράφονται να έγιναν στο ποσό που αξιώνεται με την παρούσα αγωγή, και κατόπιν διαφόρων χρεώσεων – κυρίως τόκων και εξόδων – καταλήγουν στις 29/12/23 στο φερόμενο ως σημερινό οφειλόμενο ποσό των €503.333,91. Οι εν λόγω καταστάσεις σημειώνω, κατατέθηκαν στο Δικαστήριο συνοδευόμενες από πιστοποιητικό δυνάμει του άρθρου 35 Κεφ. 9, ήτοι ως αποτελούσες μέρος του αρχείου που οι ενάγοντες προφανώς παρέλαβαν από το ΣΤΛ και τους διαδόχους του (σ.Δ. το πιστοποιητικό υπογράφεται και σφραγίζεται από τους νυν ενάγοντες όμως οι καταστάσεις που αυτό συνοδεύει φέρουν ως συντάκτη τους το ΣΤΛ, τη ΣΚΤ και τη ΣΕΔΙΠΕΣ).
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι κατά τη μαρτυρία της η ΜΕ1 κατέθεσε και δύο σετ αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού (Τεκ.10Α και 10Β) τις οποίες ανέφερε ότι ετοίμασε η ίδια χρησιμοποιώντας τις καταγραφείσες στις αναλυτικές καταστάσεις συναλλαγές, με τη μόνη διαφορά να είναι ότι στις αναδομημένες αυτές καταστάσεις δεν έχουν συμπεριληφθεί οι χρεώσεις που έγιναν στον επίδικο λογαριασμό σε σχέση με τραπεζικά έξοδα, δικαιώματα, προμήθειες και τόκο υπερημερίας, ενώ ο ετήσιος τόκος με τον οποίο χρεώνονται τα εκάστοτε οφειλόμενα ποσά, υπολογίστηκε στη βάση έτους που αποτελείται από 365 και 366 μέρες (δίσεκτο έτος). Η διαφορά τώρα που υπάρχει μεταξύ των δύο αυτών αναδομημένων καταστάσεων είναι ότι στην πρώτη (Τεκ.10Α), η οποία καταλήγει σε σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο (31/12/23) ύψους €491.721,30, ο τόκος που χρεώνεται είναι ως ήταν οι εκάστοτε διακυμάνσεις του συνολικού επιτοκίου (7% και 7,50%), ενώ στη δεύτερη (Τεκ.10Β), η οποία καταλήγει σε σημερινό οφειλόμενο υπόλοιπο (31/12/23) ύψους €464.397,35, ο τόκος που χρεώνεται παραμένει από την αρχή μέχρι το τέλος σταθερός στο συμβατικό συνολικό επιτόκιο των 7%.
Αν και ειδικότερη αναφορά στις αναδομημένες αυτές καταστάσεις κάνω σε κατοπινό στάδιο της απόφασης μου, σημειώνω εδώ ότι κατά την κατάθεση τους η ΜΕ1 δήλωσε ότι οι ενάγοντες θα περιορίσουν την απαίτηση τους «…στα αναγραφόμενα εις την πρώτη αναδομημένη κατάσταση λογαριασμού στην οποία έχει χρεωθεί επιτόκιο ως η διακύμανση του επιτοκίου και στην αναλυτική κατάσταση λογαριασμού και θα αξιώσουν περαιτέρω τόκο υπερημερίας προς 1% από την ημέρα έκδοσης τυχόν αποφάσεως υπέρ των εναγόντων…».
Με άλλα λόγια, οι ενάγοντες περιόρισαν την απαίτηση τους στο ποσό των €491.721,30, το οποίο κατ’ εκείνους προκύπτει να οφείλεται σήμερα κατόπιν συνυπολογισμού των διαφόρων χρεώσεων που έγιναν σε σχέση μόνο με το εκάστοτε χρεωθέν επιτόκιο αλλά όχι σε σχέση με τόκο υπερημερίας, πλέον τόκο 7,50% από 1/01/24 καθώς επίσης και επιπρόσθετο 1% τόκο υπερημερίας από την ημέρα που θα εκδοθεί απόφαση υπέρ τους για οποιοδήποτε ποσό.
Στην αντιπέρα όχθη οι εναγόμενοι 1 και 2 ήγειραν με το δικόγραφο της υπεράσπισης σωρεία νομικών και πραγματικών ισχυρισμών στη βάση των οποίων ήγειραν και ανταπαίτηση ζητώντας δικαστική αναγνώριση για την ύπαρξη παράνομων και αντισυμβατικών χρεώσεων στον επίδικο λογαριασμό, δικαστική αναγνώριση για παράνομο και ή άκυρο και ή αντισυμβατικό και ή πρόωρο τερματισμό του επίδικου δανείου, για την ακυρότητα των επίδικων συμφωνιών καθώς και για να διαταχθούν οι ενάγοντες να αναδομήσουν αφ΄ ενός την κατάσταση λογαριασμού και να αποκαλύψουν αφ΄ ετέρου την μέθοδο και τον τρόπο καθορισμού του βασικού επιτοκίου που χρέωναν.
Με τη γραπτή δήλωση που ο εναγόμενος 2 υιοθέτησε ενώπιον του Δικαστηρίου (Έγγραφο Γ), ως ο μόνος μάρτυρας για την πλευρά του, ο τελευταίος δέχτηκε ότι υπέγραψε τις επίδικες συμφωνίες και ότι το επίδικο δάνειο λήφθηκε και χρησιμοποίησε ώστε να εξοφληθεί άλλο δάνειο της εναγομένης 1 και ισχυρίστηκε τα εξής.
«… μαζί με τον μακαρίτη (εναγόμενο 3) είμαστε φίλοι και το 2007 με έπεισε μετά από πολλή καιρό και επιμονή να επενδύσουμε στην αγορά του χωραφιού που είναι σήμερα υποθήκη στην υπόθεση τούτη… Εγώ ήμουν τότε συνταξιούχος εκπαιδευτικός και το ιδιο ήταν τότε και ο μακαρίτης ο οποιός ήταν πρώην διευθυντής του Κτηματολογίου Λάρνακας. Εγώ δεν ήμουν γνώστης γι΄ αυτά τα θέματα και όλα τα ανέλαβε ο μακαρίτης … γι΄ αυτό έκανε την εταιρεία που είναι η εναγόμενη 1 και έγινε το δάνειο πάνω της … Το πρώτο δάνειο που έγινε ήταν την 7/3/2007 για το ποσό των Λ.Κ.100.000 … όπως φαίνεται (από τα Τεκ. 13, 14, 15) έγιναν γι΄ αυτό το δάνειο από την εταιρεία δυο πληρωμές. Η μια την 04/03/2008 για €23.600 και η άλλη την 31/12/2009 για €500. Το 2010 μου ζήτησε ο μακαρίτης να πάω στο ΣΤΛ όπου όπως μου είπε κανόνισε να μας ανανεώσουν το δάνειο γιατί δεν πλήρωνε η εταιρεία την δόση … για το δάνειο του 2007 και πιράγματι υπογράψαμε την συμφωνία δανείου ημερ. 07/12/2010 (γίνεται παραπομπή στα Τεκ. 4, 5, και 12) … Όπως φαίνεται τότε και οι δυο εγγυητές είμασταν συνταξιούχοι και σε κάποια ηλικία και δεν είχαμε εισοδήματα από εργασία και φαίνεται ότι το προηγούμενο δάνειο δεν μπορούσε η εταιρεία να το εξοφλήσει … εν τούτοις το νέο δάνειο που της έκαναν ήταν για το ποσό των €190.000 για να εξοφληθεί το δάνειο του 2007. Οι υπαλλήλοι του ΣΤΛ ήξεραν ότι όταν έκανα το δάνειο του 2010 ότι η εταιρεία δεν είχε εισοδήματα για να πληρώσει το δάνειο … και από την στιγμή που δεν πλήρωνε το δάνειο του 2007 δεν έπρεπε να της κάνουν το δάνειο του 2010 αφού το ήξεραν ότι δεν μπορούσε να πληρωθεί από την εταιρεία εξ΄ αρχής … Το ΣΤΛ που έδωσε το δάνειο στην εταιρεία διαλύθηκε την 27/01/2014 μετά που μετέφερε το δάνειο στην ΣΠΕ Μακράσυκας και η εταιρεία είχε συμφωνήσει να της βάζει βασικό επιτόκιο το ΣΤΛ και όχι η ΣΠΕ Μακράσυκας και επομένως από την ημερομηνία που διαλύθηκε είναι άδικο να μπαίνει τόκος πάνω στο δάνειο εφόσον εμείς δεν είχαμε συμφωνία με τη ΣΠΕ Μακράσυκκας να μας βάλλει τα δικά της επιτόκια. Επίσης … και η ΣΠΕ Μακράσυκας διαλύθηκε την 21/07/2017… Με την ΚΕΔΙΠΕΣ που έχει σήμερα το δάνειο δεν έχουμε καμία συμβατική σχέση μαζί της και είναι μια απλή εταιρεία και όχι αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα για να επιβάλλει βασικό επιτόκιο…».
Τόσο οι ΜΕ1 και ΜΕ2 όσο και ο εναγόμενος 2 αντεξετάστηκαν εκτενώς από τους ευπαίδευτους συνηγόρους της αντίστοιχης αντίδικης πλευράς. Ειδική αναφορά στα σημεία της αντεξέτασης των εν λόγω μαρτύρων θα κάνω εκεί και όπου χρειάζεται για σκοπούς εξέτασης των επιδίκων θεμάτων.
Κατά τις εμπεριστατωμένες τελικές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων λοιπόν, η μεν πλευρά των εναγόντων αναφέρθηκε σε όλα τα θέματα που εγείρονταν με το δικόγραφο της υπεράσπισης, ακόμη και αυτά που θεωρήθηκαν ενδεχόμενο να εγερθούν, ενώ η υπεράσπιση επικεντρώθηκε στις εξής θέσεις :
«…Είναι η θέση μας ότι δεν πρέπει να επιβληθούν τόκοι στο δάνειο για τους λόγους που αναφέραμε πιο πάνω δηλαδή ότι οι όροι του Τεκμηρίου 4 είναι άκυροι ένεκα καταχρηστικότητας τους και για τον λόγο ότι οι ενάγοντες δεν έχουν συμμορφωθεί με το άρθρο 3 του Νόμου για δάνεια που προστατεύει τους καταναλωτές αναφορικά με την ειδική πληροφόρηση τους για το ύψος και τον τρόπο υπολογισμού του επιτοκίου τους. Είναι εξόφθαλμη η παράβασης εκ μέρους των εναγόντων των νόμιμων καθηκόντων τους σε σχέση με το άρθρο 3 του Νόμου Ν.160(Ι)/1999.
2.Είναι η θέση μας ότι το Δικαστήριο στα πλαίσια της Δικαστικής του κρίσης της παρούσας υπόθεσης αν κηρύξει τους όρους της επίδικης σύμβασης άκυρους ένεκα της καταχρηστικότητας τους τότε δεν διασώζεται η επίδικη σύμβαση ένεκα των πολλών καταχρηστικών όρων σε αυτή και επομένως την οδηγεί σε ακυρότητα και επομένως επιτυχία της υπεράσπισης των εναγομένων. Αν όμως διαφωνεί το Δικαστήριο μαζί μας και κρίνει το αντίθετο από την εισήγηση μας τότε μπορεί να επιδικάσει στους εναγόμενους το ποσό του αρχικού δανείου μείον τα ποσά της αποπληρωμής που αναφέρουμε πιο πάνω χωρίς τόκους αν κρίνει ότι διασώζεται η σύμβαση.
3.Είναι επίσης η θέση μας ότι η υπεράσπισή των εναγομένων έχει επιτύχει σε όλα τα θέματα που επέλεξαν να προωθήσουν κατά την ακροαματική διαδικασία και επομένως το Δικαστήριο μπορεί στα πλαίσια της διακριτικής τους ευχέρειας να επιδικάσει τα έξοδα της ανταπαίτησης στους εναγόμενους….».
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου παρακολουθώντας παράλληλα με την ίδια προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν κατά την ακρόαση, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ. Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).
Σημειώνω κατ’ αρχή ότι με δεδομένο τον ανωτέρω αναφερόμενο περιορισμό των επίδικων θεμάτων από πλευράς εναγόμενου 1, οι θέσεις των ΜΕ1 και ΜΕ2 περί υπογραφής των επίδικων συμφωνιών, ενεργοποίησης του επίδικου λογαριασμού, χορήγησης και εκταμίευσης του επίδικου δανείου με τον τρόπο που οι ΜΕ1 και ΜΕ2 ισχυρίστηκαν, ήτοι προκειμένου να εξοφληθεί προηγούμενο δάνειο της εναγομένης 1, και περί τερματισμού του επίδικου λογαριασμού με την αποστολή των σχετικών επιστολών, κατέληξαν να συνιστούν κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα και κατ’ επέκταση αυτά καθίστανται και ευρήματα του Δικαστηρίου.
Όσον αφορά τώρα τη θέση του εναγόμενου 1 ότι η επίδικη σύμβαση δανείου είναι από τη ρίζα της μολυσμένη από παρανομία και συνεπώς άκυρη σημειώνω τα εξής.
Κατά πρώτο, ως ανέφερα και πιο πάνω, συνιστά αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 υπέγραψαν όλα τα έγγραφα που φέρονται να έχουν υπογραφτεί από εκείνους, ήτοι την αίτηση για τη χορήγηση του επίδικου δανείου, την επίδικη συμφωνία δανείου, την επίδικη συμφωνία υποθήκης και την επίδικη συμφωνία εγγύησης. Υπενθυμίζω συναφώς τη νομολογιακή αρχή ότι «..Η γενική αρχή είναι ότι η υπογραφή δεσμεύει (Saunders v. Anglia Building Society [1971] AC 1004, The Cyprus Development Bank Ltd v. Krini Evangelou Kyriacou (1989) 1 AAΔ 96, Αναστασία Θεοδόση Αναστασίου ή David Guy ν. Χριστίνας Θεοδόση Μιχαηλούδη (1998) 1 ΑΑΔ 264, Τουτζικιάν κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Χρηματοδοτήσεις Λτδ (2003) 1 ΑΑΔ 1240). Είναι πολύ στενά τα περιθώρια ώστε να αποφύγει κάποιος την ευθύνη που εκ πρώτης όψεως δημιουργεί η υπογραφή του, κατάσταση που έρχεται σε αντίθεση με την επιβεβλημένη εμπιστοσύνη στις έγγραφες συμφωνίες και πράξεις και συνεπώς με την αναγκαία εμπιστοσύνη και ασφάλεια στις συναλλαγές. Κατ΄αρχάς θα πρέπει εκείνος που επιδιώκει να αποδεσμευθεί από τις συνέπειες που κανονικά επιφέρει η υπογραφή του, να καταδείξει… ότι η υπογραφή του τέθηκε λόγω … λόγω παραπλάνησης ή δόλου,»[3].
Άλλωστε, λαμβανομένης υπόψη και της ρητής γραπτής δήλωσης που έκαμε ο εναγόμενος 2 κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας εγγύησης (Τεκ.6) ως προς το ότι «…δηλώνει και διαβεβαιώνει ρητά και ανέκκλητα ότι προ της υπογραφής της παρούσης Σύμβασης Εγγύησης και αποζημίωσης, ενημερώθηκε δεόντως από το Ταμιευτήριο με επιστολή που του επιδόθηκε προσωπικά και στην οποία επισυνάφθηκε γραπτή δήλωση του πρωτοφειλέτη ως προς τα περιουσιακά του στοιχεία και τις τυχόν επιβαρύνσεις και ότι πριν την υπογραφή της Σύμβασης αυτής Ζ όπως ορίζεται στους περί Καταχρηστικών ρητρών σε καταναλωτικές συμβάσεις Νόμους…», τυγχάνουν θεωρώ πλήρους εφαρμογής οι νομολογιακές αρχές ότι «…σαφής δήλωση ή δέσμευση σε έγγραφο πρέπει να εκλαμβάνεται ως δεσμευτική μεταξύ των μερών και επομένως μη επιδεχόμενη οποιασδήποτε απόδειξης που να την αντικρούσει»[4], καθώς και ότι «…Όταν διάδικος έχει αναλάβει εγγράφως δέσμευση, δεν μπορεί στη συνέχεια να ισχυριστεί ότι τα γεγονότα που αναφέρονται στο συγκεκριμένο έγγραφο δεν είναι ορθά. Όπως έχει προσφυώς αναφερθεί στην αγγλική υπόθεση Gallie v. Lee [1971] A.C. 1004, το πρόσωπο που υπογράφει έγγραφο, έχει την ευθύνη να προσέχει τι υπογράφει και εμποδίζεται από του να αρνηθεί την ευθύνη του με βάση το έγγραφο και σύμφωνα με το περιεχόμενό του»[5]».
Επισημαίνω εδώ όμως και το ότι κατά τη μαρτυρία του ο εναγόμενος 2 δέχτηκε ουσιαστικά ότι είχε πλήρη επίγνωση του περιεχομένου των εγγράφων που υπέγραφε για τον εαυτό του και για την εναγόμενη 1 αλλά και για τις συνέπειες που συνεπαγόταν η υπογραφή του αυτή. Ήταν μάλιστα η θέση του, τόσο κατά την κυρίως εξέταση όσο και κατά την αντεξέταση, ότι ο λόγος για τον οποίο έγινε το επίδικο δάνειο ήταν ώστε να εξοφληθεί άλλο δάνειο που είχε τον τότε καιρό η εταιρεία του, ήτοι η εναγόμενη 1, και αυτό διότι η τελευταία δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί σε εκείνες τις δανειακές υποχρεώσεις της. Επιπρόσθετα όμως αυτού, σύμφωνα με τον ίδιο τον εναγόμενο 2, η απόφαση του να ληφθεί δάνειο από το ΣΤΛ δεν ήταν απόρροια οποιασδήποτε προτροπής ή παρότρυνσης του ΣΤΛ ή των υπαλλήλων του αλλά απόρροια των συζητήσεων και συνεννοήσεων που αυτός είχε αποκλειστικά με τον άλλο διευθυντή της εναγόμενης 1 ο οποίος ήταν φίλος και συνέταιρος του, και ο οποίος ήταν και το πρόσωπο που «…με παρέσυρε…επέμεινε και με έπεισε»[6] και που «κανόνισε να μας ανανεώσουν το δάνειο γιατί δεν πλήρωνε η εταιρεία την δόση».
Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, σύμφωνα με τον ίδιο τον εναγόμενο 2, το επίδικο δάνειο συμφωνήθηκε και δόθηκε για όλους ακριβώς τους λόγους που ο ίδιος και η εναγόμενη 1 είχαν υπόψη τους αλλά και κατά τρόπο που ήταν πλήρως και απόλυτα προς το συμφέρον τους, αφού με τα δανεισθέντα χρήματα εξοφλήθηκε πλήρως άλλο δάνειο που είχε η εναγόμενη και το οποίο δεν εξυπηρετούσε. Και υπενθυμίζω και επισημαίνω εδώ ότι σύμφωνα με τον εναγόμενο 2, η εναγόμενη 1 συνιστούσε το μέσο με το οποίο αυτός και ο μ. εναγόμενος 3 είχαν αποφασίσει να «επενδύσουν στην αγορά (ακίνητης ιδιοκτησίας)», ότι η επένδυση στην οποία είχαν προβεί ήταν η αγορά του ακινήτου που υποθηκεύτηκε ως εξασφάλιση του δανείου που εξοφλήθηκε με το ποσό που λήφθηκε από το επίδικο δάνειο, ότι με την εξόφληση του εν λόγω δανείου εξαλείφτηκε και η υποθήκη που επιβάρυνε το ακίνητο αλλά και ότι ο απώτερος επενδυτικός σκοπός των εναγόμενων ήταν «η εταιρεία να πουλήσει (το ακίνητο) για να εισπράξουμε… (developers)».
Υπό αυτή την σκοπιά λοιπόν και λαμβανομένου υπόψη ότι με την παραδεκτή υπογραφή τους επί των επίδικων συμφωνιών οι εναγόμενοι 1 και 2 παρέστησαν και δεσμεύτηκαν προς τους ενάγοντες ότι με την παροχή εξασφάλισης υπό τη μορφή υποθήκης ακινήτου και προσωπικών εγγυήσεων η εναγόμενη 1 θα μπορούσε να λάβει δάνειο ύψους €190.000 και να το αποπληρώσει με το συμφωνηθέντα τρόπο, η θέση της υπεράσπισης ότι παραβιάστηκαν οι πρόνοιες των Θεσμων 56 και 57 Περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμοί 1987 – 2012 (142/1987) δεν μπορεί παρά να απορριφθεί ως αβάσιμη. Οι συγκεκριμένοι Θεσμοί υπενθυμίζω προνοούσαν τα εξής:
«56. Για τη σύναψη δανείου υποβάλλεται προς την επιτροπεία αίτηση θεσμών, στην οποία δηλώνεται το ποσό και ο σκοπός του δανείου, ο χρόνος και ο τρόπος αποπληρωμής του ως και η προσφερόμενη ασφάλεια καθώς και άλλες πληροφορίες όπως αυτές καθορίζονται στις γενικές ή ειδικές οδηγίες που εκδίδονται από τον Έφορο.
57.Η επιτροπεία θα εξετάζη εις συνεδρίαν αυτής εκάστην αίτησιν διά δάνειον και δύναται να εγκρίνη τούτο εφόσον ικανοποιηθή ότι ο αιτητής είναι αξιόπιστον πρόσωπον, διαθέτει την απαιτούμενη ικανότητα αποπληρωμής του δανείου, ότι η προτεινομένη ασφάλεια είναι επαρκής και ότι το δάνειον θα χρησιμοποιηθή προς όφελος του αιτητού».
Σε κάθε περίπτωση όμως, όποια δυσκολία και διαφωνία αν εξέφρασε πριν την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας ο εναγόμενος 2 σε σχέση με την δυνατότητα της εναγόμενης 1 να πληρώνει τη δόση της, αν εξέφρασε οποιαδήποτε τέτοια δυσκολία ως ισχυρίστηκε, στο τέλος της ημέρας ο ίδιος ενσυνείδητα και αυτόβουλα αποφάσισε να δηλώσει και να παραστήσει ενυπογράφως προς τους προτιθέμενους δανειστές, ήτοι το ΣΤΛ, ότι θα πληρωνόταν η καθορισθείσα δόση προκειμένου να εξασφαλιστεί το δάνειο που ήθελε η εταιρεία του και τίποτα δεν έχει τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποδηλοί ότι ήταν το ΣΤΛ που τον ώθησε ή τον παρότρυνε να συνάψει συμφωνία δανείου με εκείνη αντί με κάποιο άλλο τραπεζικό ίδρυμα. Μάλιστα δε, ο ίδιος ο εναγόμενος 2 ισχυρίστηκε ότι θα έπρεπε από τότε το ΣΤΛ να εκποιήσει το ακίνητο για να εισπράξει το λαβείν του και ότι αυτό θα γινόταν αν δεν τον έπειθε ο μ.εναγόμενος 3 να εξασφαλίσουν το νέο επίδικο δάνειο. Στο βαθμό λοιπόν που αφορά το ΣΤΛ, ο εναγόμενος 2 είχε και την ελευθερία αλλά και τη δυνατότητα να μην ζητήσει το επίδικο δάνειο αν δεν ήταν διατεθειμένος – τόσο για τον ίδιο όσο και εκ μέρους της εναγομένης 1 - να δεσμευτούν με τον τρόπο που δεσμεύτηκαν ή έστω αν ένιωθε ότι η εναγόμενη 1 δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις διαβεβαιώσεις που ζητήθηκαν να δοθούν. Επέλεξε όμως να προχωρήσει με την επίδικη συμφωνία με το ΣΤΛ και όταν το τελευταίο, βασιζόμενο στις παραστάσεις τούς, έδωσε το αιτούμενο δάνειο, αυτό λήφθηκε αδιαμαρτύρητα και χρησιμοποιήθηκε πλήρως για το σκοπό που ζητήθηκε, ήτοι προς άμεσο όφελος της εναγομένης 1 και έμμεσο όφελος του εναγόμενου 2 τουλάχιστο. Δεν θα ήταν επομένως δίκαιο υπό αυτές τις περιστάσεις να επιτραπεί στους εναγόμενους 1 και 2 να αμφισβητήσουν την ορθότητα των διαβεβαιώσεών τους προς το ΣΤΛ, στις οποίες διαβεβαιώσεις βασίστηκε το τελευταίο και μετέβαλε τη θέση του, δυσμενώς γι' αυτό (βλ. κατ’ αναλογία Αντωνίου Αντώνης και Άλλη ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2010) 1 ΑΑΔ 856).
Τα πιο πάνω αναπόφευκτα σφραγίζουν και την τύχη της θέσης της υπεράσπισης ότι η επίδικη σύμβαση θα πρέπει κατ’ εφαρμογή του αρ. 23 Κεφ.149 να ακυρωθεί ως παράνομη λόγω παραβίασης των Θεσμών 56 και 57 ανωτέρω όπως επίσης και τη θέση ότι ένεκα του ότι πριν από την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας η εναγόμενη 1, ως ο εναγόμενος 2 ισχυρίζεται, φαινόταν ότι δεν θα μπορούσε να καταβάλλει τη δόση της, θα πρέπει να εφαρμοστεί το δόγμα της ματαίωσης (frustration) που εμπεριέχεται στο αρ. 56 Κεφ.149. Το συγκεκριμένο δόγμα άλλωστε δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως δικαιολογία για κάθε περίπτωση αδυναμίας εκπλήρωσης μιας συμβατικής υποχρέωσης, πόσο μάλλον στην προκειμένη περίπτωση, όπου η συγκεκριμένη υποχρέωση αποπληρωμής του επίδικου δανείου όχι μόνο αναλήφθηκε στη βάση ρητής ενυπόγραφης παράστασης και διαβεβαίωσης ότι το δάνειο μπορεί να αποπληρωθεί με το συμφωνηθέντα τρόπο, αλλά και στη βάση των προσωπικών εγγυήσεων που έδωσαν οι εναγόμενοι 2 και 3. Υπενθυμίζω εδώ ότι όπως ο ίδιος ο εναγόμενος 2 ανέφερε, η αντίληψη που ο ίδιος είχε τότε ήταν ότι θα κατάφερναν τελικά (οι εναγόμενοι) να πουλήσουν το ακίνητο της εναγόμενης 1 και έτσι θα εξοφλούσαν το δάνειο αλλά και θα πετύχαιναν και τον επενδυτικό τους στόχο. Υπό αυτές τις περιστάσεις λοιπόν, υπενθυμίζω τα λεχθέντα στην υπόθεση ΔΗΜΟΣ ΣΤΡΟΒΟΛΟΥ ν. ΕΠΙΣΗΜΟΣ ΠΑΡΑΛΗΠΤΗΣ, ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΣ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ PC INFOMEDIA PUBLICATIONS LIMITED κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 125/2011, 20/1/2017 αναφορικά με το δόγμα της ματαίωσης (frustration) και τα οποία καταδεικνύουν επακριβώς το λόγο που η επί του προκειμένου θέση της υπεράσπισης δεν μπορεί να επιτύχει:
«Είναι θεμελιωμένο ότι το δόγμα της ματαίωσης εφαρμόζεται μέσα σε στενά πλαίσια. Το δόγμα αυτό δεν εφαρμόζεται ελαφρά τη καρδία για να απαλλάξει συμβαλλομένους από κακές συμφωνίες. Στην αρχική υπόθεση Taylor v. Caldwell (1863) 3 B & S 826 καθιερώθηκε η αρχή ότι η ματαίωση μιας σύμβασης δικαιολογείται στην περίπτωση που η σύμβαση καθίσταται αδύνατο να εκτελεστεί, εξαιτίας της εξαφάνισης του αντικειμένου της σύμβασης, χωρίς να ευθύνεται ο συμβαλλόμενος που επικαλείται τη ματαίωση. Η αιτία της ματαίωσης μιας σύμβασης πρέπει να είναι μια εξωτερική αλλαγή της κατάστασης. Μια αλλαγή στο νόμο ή στη νομική θέση που διέπει τη σύμβαση, μετά την υπογραφή της, αναγνωρίζεται ως έγκυρος λόγος ματαίωσης της σύμβασης (Δέστε: Baily v. De Crespigny (1869) L.R. 4 Q.B., 180). Στην υπόθεση Davis Contractors Ltd v. Fareham U.D.C. (1956) A.C., 696 τονίστηκε ότι για να υπάρξει ματαίωση σύμβασης θα πρέπει η συμβατική υποχρέωση να έχει καταστεί αδύνατο να εκτελεστεί, χωρίς ευθύνη του συμβαλλόμενου που την επικαλείται, εξαιτίας περιστάσεων που κατέστησαν την εκτέλεση της υποχρέωσης ριζικά διαφορετική από εκείνη που ο συμβαλλόμενος έχει αναλάβει.»
Κατά δεύτερο και όσον αφορά τη θέση της υπεράσπισης ότι κατά τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας το ΣΤΛ παραβίασε τις τότε ισχύουσες πρόνοιες του αρ. 3(1)(α) και (γ) του Ν.160(Ι)/99:
«3.-(1) Όλα τα πιστωτικά ιδρύματα έχουν υποχρέωση-
(α) Να ενημερώνουν ειδικά κάθε οφειλέτη στον οποίο παραχωρούν δάνειο ή άλλη πιστωτική διευκόλυνση για το ύψος του επιτοκίου που θα χρεώνεται εκάστοτε αναφορικά με το δάνειο ή την πιστωτική διευκόλυνση, τον τρόπο με τον οποίο τούτο θα υπολογίζεται και το χρόνο κατά τον οποίο θα εισπράττεται ή θα χρεώνεται στο λογαριασμό του οφειλέτη·…
(γ) να ενημερώνουν τους οφειλέτες είτε με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο είτε με γραπτή ειδοποίηση προς αυτούς για τυχόν αλλαγή στο επιτόκιο ή στον τρόπο υπολογισμού του ή στο χρόνο καταβολής του ή γενικά για οποιαδήποτε άλλη αλλαγή»
ούτε η θέση αυτή θεωρώ δύναται υπό τις περιστάσεις να επιτύχει. Εξηγώ.
Στη επίδικη σύμβαση δανείου καταγράφεται αναλυτικά στον όρο 3 το πώς είναι που προκύπτει το συνολικό επιτόκιο με το οποίο θα χρεωνόταν ο επίδικος λογαριασμός καθώς επίσης και ο τρόπος με τον οποίο το επιτόκιο αυτό δυνατό να άλλαζε κατά τη λειτουργία του λογαριασμού, τρόπος ο οποίος συνάδει με τις πρόνοιες του αρ.3(1)(γ) ανωτέρω, ήτοι με δημοσίευση στον ημερήσιο τύπο. Ο εναγόμενος 2, ο οποίος υπενθυμίζω ότι είχε τότε δηλώσει ενυπογράφως ότι «…είχε την ευκαιρία της ελεύθερης και ατομικής διαπραγμάτευσης…» των όρων της σύμβασης, δεν εξέφρασε ποτέ πριν την καταχώρηση της παρούσας αγωγής ότι ο ίδιος ή η εναγόμενη 1 τελούσαν υπό σύγχυση ή αμφιβολία για το συγκεκριμένο θέμα αλλά ούτε και παρουσιάστηκαν ποτέ να νιώθουν ότι χρειάζονταν να λάβουν περαιτέρω λεπτομέρειες αναφορικά με το θέμα του τόκου και δη εξειδικευμένες λεπτομέρειες αναφορικά με τον τρόπο καθορισμού/υπολογισμού του βασικού επιτοκίου του ΣΤΛ ως είναι σήμερα η θέση. Ούτε όμως και εξήγησε κατά την ακρόαση ο εναγόμενος 2 το πώς ακριβώς είναι που η κατ’ ισχυρισμό μη επεξήγηση του τρόπου με τον οποίο το ΣΤΛ καθόριζε το βασικό της επιτόκιο επηρέασε τους εναγόμενους 1 και 2 στο να συμφωνήσουν να δοθεί το επίδικο δάνειο, το οποίο υπενθυμίζω ότι ο ίδιος ο εναγόμενος 2 ανέφερε ότι ζητήθηκε προκειμένου να εξοφληθεί άλλο δάνειο που είχε η εταιρεία του. Άλλωστε, πριν τον τροποποιητικό Ν.141(Ι)/2014, ο Ν.160(Ι)/99 που η πλευρά των εναγομένων 1 και 2 επικαλείται, δεν επέβαλλε στα πιστωτικά ιδρύματα την υποχρέωση να παρέχουν ειδικές λεπτομέρειες σε σχέση με τον τρόπο υπολογισμού και μεταβολής του βασικού επιτοκίου – η συγκεκριμένη υποχρέωση αφορούσε στο επιτόκιο γενικά – ούτε όμως και απαγόρευε την ύπαρξη συμβατικής ρήτρας που παρείχε το δικαίωμα μονομερούς αύξησης του περιθωρίου του επιτοκίου αλλά αντιθέτως επέβαλλε απλά την υποχρέωση κοινοποίηση τέτοιας αλλαγής, μεταξύ άλλων με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο (βλ. αρ.2Α και 3Α που εισήχθηκαν στο Νόμο το 2014 με τον τροποποιητικό Ν.141(Ι)/2014).
Σε κάθε περίπτωση όμως, θα πρέπει εδώ να υπενθυμίσω ότι κατά τη μαρτυρία του ο εναγόμενος 2 έδειξε ότι είχε πλήρη αντίληψη και του τι υπέγραφε αλλά και τις συνέπειες που θα είχε η εν λόγω υπογραφή του τόσο για τον ίδιο όσο και για την εναγόμενη 1.
Αν τώρα σε όλα τα πιο πάνω συνυπολογιστεί και το γεγονός ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 δεν ήταν πρόσωπα που δεν είχαν ήδη εμπειρία και γνώση αναφορικά με το δανεισμό χρημάτων από πιστωτικά ιδρύματα και τη συναφή χρέωση τόκου επί του δανεισθέντος ποσού - και μάλιστα με δανεισμό χρημάτων από το ίδιο ΣΤΛ - αλλά και το ότι το ΣΤΛ είχε ασκήσει μόνο μία φορά το συμβατικό του δικαίωμα για μεταβολή του συμφωνηθέντος επιτοκίου, και δη πριν τη θέσπιση του τροποποιητικού Ν.141(Ι)/14, και δημοσίευσε την αλλαγή αυτή στον ημερήσιο τύπο ως το αρ.3(1)(γ) του Ν.160(Ι)/99 επέβαλλε τότε (Τεκ.8), καμία παρανομία δεν διαπιστώνεται να είχε μολύνει την επίδικη σύμβαση ως ο τελευταίος ισχυρίζεται ότι είχε γίνει.
Κοντολογίς, για όλους τους λόγους που έχω εξηγήσει ανωτέρω κρίνεται ότι καμία θέση του εναγόμενου περί ακυρότητας των επίδικων συμφωνιών λόγω παρανομίας δεν ευσταθεί και συνεπώς οι επί του προκειμένου θέσεις απορρίπτονται.
Στρέφομαι τώρα στην άλλη πτυχή των θέσεων που πρόβαλε η πλευρά του εναγόμενου 1, ήτοι τις θέσεις περί ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στην επίδικη συμφωνία και περί παράνομων, αντισυμβατικών και εσφαλμένων χρεώσεων στον επίδικο λογαριασμό. Επειδή οι θέσεις αυτές κατέληξαν να συναρτούνται άμεσα και με το περιεχόμενο των καταστάσεων του επίδικου λογαριασμού που κατέθεσε η ΜΕ1, θα εξετάσω μαζί όλα αυτά τα θέματα. Σημειώνω λοιπόν τα εξής:
Οι ισχυρισμοί της υπεράσπισης περί ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών στην επίδικη συμφωνία δεν «εξηγήθηκαν» με οποιοδήποτε τρόπο κατά τη μαρτυρία του εναγόμενου 2. Θα μπορούσε λοιπόν να λεχθεί ότι η συγκεκριμένη θέση εν τέλει δεν προωθήθηκε. Παρά ταύτα όμως, στο βαθμό που ίσως να μπορούσε να θεωρηθεί ότι το θέμα δύναται να εξεταστεί αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο[7], σημειώνω ότι στην αγόρευση των δικηγόρων των εναγομένων 1 και 2 το συγκεκριμένο θέμα προβάλλεται να αφορά στον όρο καθορισμού του βασικού επιτοκίου και του περιθωρίου, στον όρο για εξεύρεση του ημερήσιου τόκου με διαιρέτη το έτος των 360 ημερών, στον όρο για πληρωμή δικαιωμάτων προμήθειων και εξόδων, στον όρο για μεταβολή του βασικού επιτοκίου, και στον όρο για επιβολή τόκου υπερημερίας. Βεβαίως, κατά την τελική αγόρευση των συνηγόρων των εναγομένων έγινε σχετική αναφορά και στον όρο για απαίτηση άμεσης πληρωμής του ποσού του δανείου χωρίς προηγούμενη παραβίαση των συμβατικών όρων όμως είναι προφανές ότι η παρούσα δεν συνιστά τέτοια περίπτωση αφού η απαίτηση πληρωμής του επίδικου ποσού έγινε στη βάση κατ’ ισχυρισμό παραβίασης των συμφωνηθέντων και όχι κατ’ επίκληση του συγκεκριμένου όρου. Οι μόνες λοιπόν θέσεις που θα με απασχολήσουν θα είναι αυτές που αφορούν στους υπόλοιπους όρους στους οποίους έγινε αναφορά στην αγόρευση των συνηγόρων.
Των πιο πάνω λεχθέντων όμως, για να έχει κάποιο ουσιαστικό νόημα η εξέταση της θέσης περί ύπαρξης καταχρηστικών ρητρών σε μια συμφωνία θα πρέπει να καταδειχθεί ότι όχι μόνο οι ρήτρες αυτές όντως εφαρμόστηκαν κατά την εκτέλεση της συμφωνίας αλλά και ότι το συμβαλλόμενο μέρος που τις εφάρμοσε επιχειρεί να επωφεληθεί από αυτές. Σε αντίθετη περίπτωση, η συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο θέμα θα καθίστατο καθαρά ακαδημαϊκού χαρακτήρα και θα οδηγούσε στο να εξετάζει το Δικαστήριο θεωρητικά θέματα και να ενεργεί επί ματαίω, πράγμα ανεπίτρεπτο (βλ. Khalil Farhan και άλλοι ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, (2012) 1 Α.Α.Δ. 2214). Όπως αναφέρθηκε και στην Γεωργιάδης ανωτέρω «…υπάρχει αυτεπάγγελτη (ex officio) υποχρέωση, το εκδικάζον Δικαστήριο - νοουμένου ότι υπάρχουν τα νομικά και πραγματικά στοιχεία ενώπιον του - να αποτιμά τυχόν καταχρηστικότητα συμβατικών όρων, πέραν και ανεξαρτήτως των προβαλλόμενων ενώπιον του επιχειρημάτων…»
Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, η υπεράσπιση ισχυρίστηκε με το δικόγραφο της ότι όντως υπήρξε εφαρμογή των συγκεκριμένων κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικών όρων κατά τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού. Καμία όμως μαρτυρία δεν προσέφερε η υπεράσπιση προς απόδειξη των πιο πάνω θετικών – πραγματικών (factual) ισχυρισμών που πρόβαλε με το δικόγραφο της και κατά την ακρόαση περιορίστηκε στο να προωθήσει τη δικογραφημένη θέση της περί καταχρηστικών όρων μόνο μέσω αντεξέτασης των μαρτύρων των εναγόντων σε σχέση με τον τρόπο με τον οποίον χρεώνονταν οι τόκοι και οι συναφείς επιβαρύνσεις στον επίδικο λογαριασμό.
Οι ενάγοντες όμως είχαν από την αρχή της ακρόασης καταστήσει το όλο θέμα ουσιαστικά άνευ σημασίας λόγω του περιορισμού της απαίτησης τους μέσω των αναδομημένων καταστάσεων, με τις οποίες «αφαίρεσαν» από την αξίωση τους κάθε ποσό που χρεώθηκε στον επίδικο λογαριασμό υπό τη μορφή των κατ’ ισχυρισμό καταχρηστικών και αυθαίρετων τόκων και εξόδων, αφήνοντας ως αξιούμενες μόνο χρεώσεις τόκου στη βάση έτους 365 και 366 ημερών και εντός των ορίων που καθόρισε η σύμβαση, ήτοι με μεταβαλλόμενο συνολικό επιτόκιο στη μια περίπτωση (Τεκ.10Α) και με σταθερό το αρχικό συνολικό επιτόκιο στην άλλη (Τεκ.10Β).
Αν και δεν αγνοείται λοιπόν το γεγονός ότι ήταν μόνο κατά την ακρόαση που οι ενάγοντες αποφάσισαν να μην αξιώσουν τα ποσά που αξίωναν για 5 χρόνια και για τα οποία οι εναγόμενοι 1 και 2 είχαν προβάλει και υπεράσπιση αλλά και ανταπαίτηση, η ενασχόληση με το κατά πόσο ήταν όχι καταχρηστικές και αυθαίρετες οι συγκεκριμένες ρήτρες που επικαλείται η πλευρά των εναγομένων 1 και 2 κατέστη πλέον θέμα ουσιαστικά ακαδημαϊκού χαρακτήρα.
Το ερώτημα τώρα που προκύπτει είναι αν οι ενάγοντες κατάφεραν με τις καταστάσεις που παρουσίασαν να αποδείξουν ότι όντως τους οφείλονται τα περιορισμένα ποσά που αξιώνουν; Το αναφέρω αυτό υπενθυμίζοντας αφ’ ενός ότι οι αναδομημένες καταστάσεις δημιουργήθηκαν στη βάση των συναλλαγών που καταγράφηκαν στις αναλυτικές καταστάσεις Τεκ.9 και επισημαίνοντας αφ’ ετέρου ότι με την τελική της αγόρευση η πλευρά των εναγομένων 1 και 2 εισηγείται ότι το Δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εναντίον των τελευταίων και προς όφελος των εναγόντων το ποσό του δανείου €190.000 (εφόσον δεν έγινε καμία πληρωμή έναντι) χωρίς οποιουσδήποτε τόκους (πλην του νόμιμου βεβαίως).
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι μεταξύ των διάφορων θέσεων που προώθησε η υπεράσπιση ήταν ότι επειδή το ΣΤΛ διαλύθηκε στις 27/01/14 μετά που μετέφερε το δάνειο στη ΣΠΕ, και επειδή η τελευταία διαλύθηκε τον Ιούλιο 2017 (Τεκ.14), κανένα άλλο πρόσωπο πλην του ΣΤΛ δεν δικαιούτο να χρεώνει στον επίδικο λογαριασμό τους συμφωνηθέντες με το ΣΤΛ τόκους, και ειδικά οι ΣΕΔΙΠΕΣ και ΚΕΔΙΠΕΣ αφού σύμφωνα με το αρ. 2 του Ν.160(Ι)/99, το βασικό επιτόκιο επιβάλλεται από Αδειοδοτημένα Πιστωτικά Ιδρύματα (ΑΠΙ). Η θέση όμως αυτή της υπεράσπισης δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για δύο λόγους.
Ο πρώτος λόγος είναι διότι όλα τα επίδικα συμβατικά δικαιώματα και υποχρεώσεις που είχε το ΣΤΛ, περιλαμβανομένου δηλαδή και του τρόπου καθορισμού και χρέωσης του συμφωνηθέντα τόκου, είχαν μεταφερθεί δυνάμει νομοθετικά ρυθμισμένων διαδικασιών, πρώτα στη ΣΠΕ πριν τη διάλυση του ΣΤΛ (Τεκ.1) και ακολούθως στη ΣΚΤ πριν τη διάλυση της ΣΠΕ (Τεκ.2). Η επίδικη σύμβαση δε, ως είναι παραδεκτό, ήταν από τη ΣΚΤ που τερματίστηκε στις 06/07/16 και τότε ήταν και που ουσιαστικά αποκρυσταλλώθηκαν όλα τα εκατέρωθεν δικαιώματα και υποχρεώσεις σε σχέση τουλάχιστο με το θέμα του τόκου (βλ. Evelthon Developments Ltd και άλλος ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ και άλλος (2012) 1 ΑΑΔ 2486). Το μόνο που άλλαξε μέχρι και τις 20/12/19 που καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή από τη ΣΕΔΙΠΕΣ ήταν απλά το πρόσωπο που συνέχιζε να προωθεί τα αποκρυσταλλωμένα πλέον δικαιώματα που είχε το ΣΤΛ και στη συνέχεια η ΣΠΕ και η ΣΚΤ. Η αξίωση επομένως τόκου από τη ΣΕΔΙΠΕΣ και πλέον από τους νυν ενάγοντες για την περίοδο μετά τον Ιούλη 2017, δεν γίνεται στα πλαίσια κάποιας αναβίωσης ή συνέχισης της τερματισθείσας επίδικης σύμβασης αλλά καθαρά στη βάση του δικαιώματος των τελευταίων να προωθήσουν εκείνοι τα δικαιώματα των ΣΤΛ, ΣΠΕ και ΣΚΤ. Από «δικογραφικής σκοπιάς» άλλωστε, η επίδικη αξίωση βασίστηκε στο ποσό που η ΣΚΤ ισχυρίστηκε ότι κατέληξε να της οφείλεται κατά τον τερματισμό του 2016 και το γεγονός ότι η ΣΕΔΙΠΕΣ και οι νυν ενάγοντες παρουσίασαν την κατάσταση του συγκεκριμένου ποσού κατά την καταχώρηση της αγωγής αλλά και μέχρι σήμερα, ως αυτό διαμορφώθηκε υπό το φως του αξιούμενου τόκου αλλά περιορισμένου κατά τρόπο που είναι προς όφελος των εναγομένων 1 και 2, ουδόλως δύναται να θεωρηθεί ως μεταβολή των αρχικά προβαλλόμενων και προωθούμενων δικαιωμάτων και υποχρεώσεων.
Ο δεύτερος λόγος έγκειται στο γεγονός ότι η πλευρά των εναγομένων 1 και 2 εξακολουθεί να προωθεί εναντίον των νυν εναγόντων την ανταπαίτηση που είχε εγείρει εναντίον της ΣΕΔΙΠΕΣ, αντιμετωπίζοντας δηλαδή και τις δύο ως πρόσωπα που έχουν τα ίδια δικαιώματα και υποχρεώσεις με το ΣΤΛ. Δεν μπορεί επομένως η πλευρά των εναγομένων 1 και 2 να ισχυρίζεται ότι οι νυν ενάγοντες έχουν τις ίδιες υποχρεώσεις που είχε το ΣΤΛ σε σχέση με τα αξιούμενα ποσά αλλά όχι και τα ίδια δικαιώματα.
Με γνώμονα τα πιο πάνω λοιπόν, προχωρώ να εξετάσω τις καταστάσεις λογαριασμού Τεκ. 9, 10Α και 10Β σημειώνοντας εξ’ αρχης ότι οι εν λόγω καταστάσεις κατατέθηκαν, όχι δυνάμει του αρ.22 Κεφ.9, ήτοι ως μέρος τραπεζικού βιβλίου – ούτε και το πιστοποιητικό που τις συνόδευε έκαμνε οποιαδήποτε αναφορά στη συγκεκριμένη νομοθετική πρόνοια – αλλά με πιστοποιητικό που εξέδωσε δυνάμει του αρ.35 η νυν ενάγουσα, η οποία δεν είναι τραπεζικό ίδρυμα. Κατατέθηκαν δηλαδή ως καταστάσεις που αποτελούν μέρος του αρχείου των νυν εναγόντων και το οποίο αρχείο αποτελείται και από το αρχείο που μεταβιβάστηκε στους τελευταίους από το ΣΤΛ και τους διαδόχους του.
Βεβαίως, ενόψει του γεγονότος ότι οι εν λόγω καταστάσεις δεν κατατέθηκαν δυνάμει του αρ.22 Κεφ.9 αλλά δυνάμει του αρ.35 Κεφ.9, τα όσα λέχθηκαν στην Μιχάλης Χατζήγαβριηλ ν. Ellinas Finance Public Company Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 668 και υιοθετήθηκαν αργότερα με επιδοκιμασία στην ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΗ ν. ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ 390/2011, 6/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:A389, τυγχάνουν πλήρους εφαρμογής:
«Το επίδικο χρέος, κρίνεται, έχει δεόντως αποδειχθεί. Προς τούτο κατατέθηκε ο σχετικός λογαριασμός, Τεκμ. 12, αλλά και δέσμη πινακιδίων συναλλαγής, Τεκμ. 4. Ως προς το τελευταίο δεν υπήρξε ένσταση για την κατάθεση τους. Ως προς τον λογαριασμό υπό μορφή «Cash Statement (Valuation)», υπήρξε ένσταση βασισθείσα στο ανυπόγραφο του και στην μη συνοδεία του από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9. Το Δικαστήριο αποδέχθηκε την κατάθεση του λογαριασμού ως έγγραφο που αναφερόταν στη γραπτή δήλωση του Α. Έλληνα, Τεκμ. «Α», παρ. 22, και ήσαν στην κατοχή του υπό την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου των εφεσιβλήτων….Κρίνεται υπό το φως των ανωτέρω, ότι ορθά το Δικαστήριο δέχθηκε ως μαρτυρία το λογαριασμό, Τεκμ. 12. Αυτός θα μπορούσε να υποστηριζόταν από πιστοποιητικό δυνάμει του Άρθρου 35(1) του Κεφ. 9, αλλά η απουσία του δεν το αποδυνάμωνε ως αποδεικτικό υλικό. Το Άρθρο 35(2) σχετίζεται με την τήρηση αρχείου επιχείρησης, έγγραφο δε που καταδεικνύεται ότι αποτελεί μέρος τέτοιου αρχείου, προσάγεται ως αποδεικτικό στοιχείο, με την αξία του να αποτιμάται από το Δικαστήριο. Εδώ το Τεκμ. 12 κατατέθηκε ως έγγραφο στην κατοχή του μάρτυρα και δεν αποκλειόταν η κατάθεση του ως εξ ακοής και μόνο, δυνάμει του Άρθρου 24(1) του Κεφ. 9, εφόσον ο μάρτυρας δέχθηκε στην αντεξέταση του ότι δεν ήταν ο ίδιος που περνούσε τα επί μέρους στοιχεία στο λογαριασμό. Όμως, δεν αποκλειόταν το Δικαστήριο να αποδώσει σ' αυτό το λογαριασμό τη βαρύτητα που άρμοζε, έχοντας υπόψη και τα πινακίδια συναλλαγών, Τεκμ. 4, αλλά και τη θέση του ιδίου του εφεσείοντος κατά τη δική του μαρτυρία ότι είχε όντως δώσει εντολές για αγοραπωλησία μετοχών στο λογαριασμό του (παρ. 5 της γραπτής του δήλωσης - Τεκμ. Β), και ότι έδινε εντολές στον χρηματιστή του για πώληση μετοχών και ότι μέσω αυτού ενημερωνόταν κάθε 2-3 ημέρες για το τι πωλήθηκε και τι αγοράστηκε (σελ. 65-66 των πρακτικών). Να παρατηρηθεί εδώ ότι η θέση του εφεσείοντος στη μαρτυρία του ότι ουδέποτε λάμβανε είτε τις μηνιαίες καταστάσεις λογαριασμού, (Τεκμ. 5), οι οποίες επίσης κατατέθηκαν χωρίς ένσταση, ή, τα πινακίδια συναλλαγής, ευλόγως κρίθηκε, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ως μη αληθής εφόσον ο ίδιος δέχθηκε ότι κάποιες επιστολές που του αποστέλλονταν στην ίδια διεύθυνση, τις λάμβανε, ενώ δέχθηκε ότι είχε ζητήσει και κατάσταση λογαριασμού σε κάποιο στάδιο γύρω στο 2000, αλλά δεν του εστάλη οτιδήποτε, ενώ αντιφατικά κατέθεσε ότι γνώριζε για τις συναλλαγές και ότι θεωρούσε, στη βάση των δικών του υπολογισμών, ότι ήταν υπερκαλυμμένος με το όριο. Άλλωστε, είναι ανακόλουθη η θέση που προβλήθηκε ότι η κατάσταση λογαριασμού, Τεκμ. 12, δεν ήταν έγκυρη, με την χωρίς ένσταση αποδοχή των μηνιαίων καταστάσεων λογαριασμού, Τεκμ. 5.»
Σε ανάλογες δε γραμμές κινήθηκε και η πιο πρόσφατη απόφαση στην ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΥ κ.α. v. ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΠΙΣΤΩΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΜΑΚΡΑΣΥΚΑΣ-ΛΑΡΝΑΚΑΣ-ΕΠΑΡΧΙΑΣ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ. 325/2014, 7/4/2023, ECLI:CY:AD:2023:A135:
«…η ικανοποίηση (ή όχι) των προαπαιτούμενων προς αποδοχή μαρτυρίας τού είδους που εννοείται στο Άρθρο 22, Κεφ.9 - και εν προκειμένω της Κατάστασης Λογαριασμού/Τεκμήριο 15 - δεν αποκλείει, στη συνήθη πορεία του πράγματος, την κατ' επιλογή του διαδίκου, παράλληλη ή και επάλληλη παρουσίαση άλλης παρόμοιας ή όμοιας αξιόπιστης (προφορικής ή και έγγραφης) μαρτυρίας προς απόδειξη (εν όλω ή εν μέρει), της αφορώσας απαίτησης, πέραν ή και εναλλακτικώς του Άρθρου 22, Κεφ.9 (βλ. κατ' αναλογίαν, Κόκκινου και Άλλης ν. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Π.Ε. 386/14, ημ. 20.3.23), ECLI:CY:AD:2023:A124. Στη βάση τούτης της αρχής λοιπόν (αλλά και κατά δικαιική λογική) - και πολύ σωστά - είναι που ενήργησε το Πρωτόδικο Δικαστήριο, αντλώντας από την αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ (και όσα αποδεκτώς την επικούρησαν). Αυτό, επειδή, ο ΜΕ στη γραπτή του κατάθεση/Έγγραφο Α (έκτασης πέντε τόσων πυκνογραμμένων σελίδων), παρουσίασε μέσω και της (άνευ ενστάσεως των Εφεσειόντων) κατάθεσης αντίστοιχων τεκμηρίων (βλ. Τεκμήρια 1-16Β), όσα έπρεπε για στοιχειοθέτηση των συστατικών γνωμόνων τής διεκδίκησης των Εφεσίβλητων και τελεσφόρηση της Αγωγής.»
Στην προκειμένη περίπτωση λοιπόν, η ΜΕ1, επικαλούμενη την πρόσβαση που έχει στο ηλεκτρονικό αρχείο που παραλήφθηκε από το ΣΤΛ και τους διαδόχους του, ανέφερε ότι οι καταστάσεις Τεκ.9, οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν ως βάση για την ετοιμασία των καταστάσεων Τεκ. 10Α και 10Β, αποτυπώνουν πιστά το περιεχόμενο του τραπεζικού βιβλίου που τηρούσε το ΣΤΛ και η ΣΚΤ και των καταστάσεων που παρουσιάζονται να αποστέλλονταν στους εναγόμενους 1 και 2 στις δηλωθείσες από αυτούς διευθύνσεις και οι οποίες περιέχουν όλες τις συναλλαγές που γίνονταν κατά καιρούς στον συγκεκριμένο λογαριασμό. Από πλευράς υπεράσπισης τώρα, επιλέγηκε όπως μην αμφισβητηθεί ή αντικρουστεί με οποιοδήποτε τρόπο είτε το ένα είτε το άλλο κατ’ ισχυρισμό γεγονός που προώθησε η ΜΕ1 – ούτε και παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να τείνει να καταδείξει ότι κάποια από τις καταγραφείσες χρεοπιστώσεις δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα – αλλά όπως αντ’ αυτού αμφισβητηθεί το περιεχόμενο των εν λόγω καταστάσεων μόνο στα πλαίσια αντεξέτασης σε σχέση με το νόμιμο και δικαιολογημένο των χρεώσεων που εκεί καταγράφονται να είχαν γίνει –πιστώσεις ουσιαστικά δεν υπήρχαν εφόσον δεν έγινε καμία πλήρωμη.
Με άλλα λόγια, από πλευράς υπεράσπισης δεν αντικρούστηκε το ότι όντως έγιναν ως γεγονός οι συναλλαγές που οι εν λόγω καταστάσεις καταγράφουν να είχαν γίνει, ούτε και αμφισβητήθηκε το ότι οι εν λόγω συναλλαγές όντως «εξηγούν», μαθηματικά τουλάχιστο, το πώς είναι που προκύπτουν τα ποσά που αξιώθηκαν με την αγωγή, αλλά αμφισβητήθηκε μόνο το κατά πόσο ήταν νόμιμο και δικαιολογημένο να γίνουν οι χρεώσεις που έγιναν ώστε να υποχρεούνται σήμερα οι εναγόμενοι 1 και 2 να πληρώσουν το ποσό που οι εν λόγω καταστάσεις παρουσιάζουν να είναι οφειλόμενο. Άλλωστε, πέραν του ότι δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία από την υπεράσπιση για την ύπαρξη οποιωνδήποτε συναλλαγών άλλων από αυτές που φαίνονται στις σχετικές καταστάσεις, είναι στη βάση των εκεί αναφερόμενων χρεοπιστώσεων που προωθήθηκε η θέση περί παράνομων και αυθαίρετων χρεώσεων.
Αποδέχομαι λοιπόν τη θέση της ΜΕ1 ότι η κατάσταση Τεκ.9 αντικατοπτρίζει πλήρως το τι έλαβε χώρα ως γεγονός κατά τη διάρκεια λειτουργίας του επίδικου λογαριασμού καθώς επίσης και τη θέση ότι οι αναδομημένες καταστάσεις περιέχουν τις ίδιες συναλλαγές πλην των όσων χρεώσεων τόκων και εξόδων έχουν αφαιρεθεί για τους λόγους που η μάρτυς ανέφερε.
Η υπεράσπιση τώρα υποστηρίζει, ως ήδη ανέφερα, ότι η χρήση στις αναδομημένες καταστάσεις του αρχικά συμφωνηθέντος συνολικού επιτοκίου 7% δεν είναι σωστή διότι ο τρόπος υπολογισμού του επιτοκίου αυτού δεν επεξηγήθηκε στους εναγόμενους 1 και 2. Η θέση όμως αυτή, για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει, κρίνεται αβάσιμη και ανεδαφική.
Προχωρεί η υπεράσπιση και εισηγείται ότι εσφαλμένη ήταν και η χρήση των μετέπειτα διακυμάνσεων στο επιτόκιο για σκοπούς ετοιμασίας της αναδομημένης κατάστασης Τεκ.10Α. Όπως όμως εξήγησα, οι συγκεκριμένες μεταβολές του επιτοκίου ήταν και εντός των όσων είχαν ρητά συμφωνηθεί με τους εναγόμενους, και εντός των συμβατικών δικαιωμάτων του ΣΤΛ αλλά και επιτρέπονταν να γίνουν από την νομοθεσία που ίσχυε τον καιρό που αυτές έγιναν. Επιπρόσθετα τούτου, η ενημέρωση προς τους εναγόμενους 1 και 2 σε σχέση με τις συγκεκριμένες μεταβολές έγινε με τον τρόπο που προνοούσε και η επίδικη σύμβαση αλλά και η τότε εφαρμοστέα νομοθεσία.
Όσον αφορά τέλος τον τόκο υπερημερίας, όπως ανέφερα και πιο πάνω οι ενάγοντες δήλωσαν ότι δεν αξιώνουν αυτό το είδος τόκου μέχρι την 31/12/23 έστω και αν τον δικαιούνταν. Ζητούν όμως όπως ο τόκος αυτός, ύψους 1%, επιδικασθεί προς όφελος τους ώστε να ισχύει από την έκδοση απόφασης και σε σχέση με όποιο ποσό ήθελε επιδικαστεί προς όφελος τους. Με κάθε σεβασμό προς την πλευρά των εναγόντων όμως, αδυνατώ να αντιληφθώ το πώς γίνεται να δηλώνεται περιορισμός στην απαίτηση με την μη προώθηση αξίωσης τόκου υπερημερίας σε σχέση με τα ποσά που κατέστησαν «καθυστερημένα» κατά τη λειτουργία του επίδικου λογαριασμού και μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης - με τον παράγοντα «καθυστέρηση» να συνιστά και το λόγο για τον οποίο συμφωνήθηκε εξ’ αρχής να χρεώνεται τέτοιος τόκος - και την ίδια στιγμή να ζητείται η «επαναφορά» της εν λόγω αξίωσης σε σχέση μόνο με οποιοδήποτε ποσό ήθελε επιδικαστεί προς όφελος τους. Είτε γίνεται περιορισμός της αξίωσης και των επιδίκων θεμάτων είτε όχι και το αναφέρω αυτό επισημαίνοντας ότι ο συγκεκριμένος περιορισμός έγινε με τη χρήση αναδομημένων καταστάσεων, οι οποίες, όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ ν. ALIREZA SHARAFI κ.α., Αρ.αγωγής 510/2011, 9/11/2015 στην οποία με παρέπεμψε η ευπαίδευτη συνήγορος των εναγόντων «είναι έγγραφα βοηθητικά που καταρτίζονται για σκοπούς του δικαστικού αγώνα προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου και περιορισμό, στην προκειμένη περίπτωση, των επιδίκων θεμάτων. (βλ. Καλλικάς ν Ελληνική Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, 1246-48)». Δεν μπορεί λοιπόν θεωρώ να περιορίζεται μια αξίωση για σκοπούς της ακρόασης και δη κατά τρόπο που να «εξαλείφει» και μια ουσιαστική πτυχή της υπόθεσης που προωθεί η αντίδικη πλευρά, και μετά να ζητείται όπως σε περίπτωση που επιτύχουν οι υπόλοιπες αξιώσεις επαναφερθεί και η συγκεκριμένη αξίωση για σκοπούς της τελικής απόφασης.
Στη βάση των πιο πάνω συνεπώς, αποδέχομαι ως ορθές και νόμιμες όλες τις συναλλαγές που καταγράφονται στο Τεκ.10Α επί του οποίου περιορίστηκε η αξίωση των εναγόντων.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους αποδέχομαι ως πλήρως αξιόπιστη τη μαρτυρία μίας εκάστης των ΜΕ1 και ΜΕ2 και το περιεχόμενο των τεκμηρίων που αυτές κατέθεσαν ενώ την περί του αντιθέτου μαρτυρία του εναγόμενου 2 την απορρίπτω.
Με βάση την πιο πάνω αξιολόγηση της μαρτυρίας βρίσκω ότι οι εναγόμενοι 1 και 2 ενσυνείδητα και με πλήρη επίγνωση και αντίληψη των πράξεων τους αιτήθηκαν το επίδικο δάνειο ως αναφέρεται στο Τεκ.12, στη συνέχεια συμβλήθηκαν με το ΣΤΛ υπό τους όρους που αναφέρονται στο Τεκ.4 και υπό την εξασφάλιση εγγραφής υποθήκης ως αναφέρεται στο Τεκ.5 και προσωπικής εγγύησης του εναγομένου 2 ως αναφέρεται στο Τεκ.6 και με βάση τις εν λόγω συμφωνίες η εναγόμενη 1 έλαβε από το ΣΤΛ υπό την εγγύηση του εναγόμενου 2 και την υποθήκη του ακινήτου της, δάνειο ύψους €190.000 το οποίο χρησιμοποίησε πλήρως κατά τρόπο με την οποίο ωφελήθηκε και η ίδια αλλά και ο εναγόμενος 2 ιδιοκτήτης και διευθυντής της. Για λόγους όμως που αφορούν αποκλειστικά την εναγόμενη 1 αυτή δεν τήρησε τα συμφωνηθέντα και δεν ανταποκρίθηκε στις συμβατικές της υποχρεώσεις για αποπληρωμή του δανείου με τον τρόπο που είχε συμφωνήσει να πράξει. Ως αποτέλεσμα, η ΣΚΤ, η διάδοχος δηλαδή του ΣΤΛ, δικαιωματικά τερμάτισε το δάνειο και απαίτησε να της καταβληθούν άμεσα όλα τα οφειλόμενα ποσά. Σύμφωνα δε με την αναδομημένη κατάσταση Τεκ.10Α επί της οποίας οι ενάγοντες περιόρισαν την απαίτηση τους και οποία περιέχει τα ποσά που κρίνονται από το Δικαστήριο ότι ορθά και δικαιωματικά αξιώνονται εναντίον των εναγομένων 1 και 2, οι τελευταίοι όφειλαν κατά την 31/12/23 να καταβάλουν στους διαδόχους της ΣΚΤ, ήτοι στη ΣΕΔΙΠΕΣ και πλέον στους νυν ενάγοντες, το ποσό των €491.721,30 πλέον τόκο 7,50% ετησίως με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου έκαστου έτους μέχρι εξοφλήσεως, ως το ποσό και τόκος αυτός έχουν νόμιμα περιοριστεί.
Κρίνω συνεπώς ότι με την αξιόπιστη μαρτυρία που παρουσίασαν, οι ενάγοντες πέτυχαν να αποδείξουν στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεση τους εναντίον των εναγομένων 1 και 2 με εξαίρεση τον τόκο υπερημερίας τον οποίο για τους λόγους που έχω εξηγήσει κρίνω ότι δεν τον δικαιούνται. Ο τόκος δε που δικαιούνται οι ενάγοντες να λάβουν επί του ποσού των €491.721,30 είναι 7.50% ετησίως από 01/01/24 με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου έκαστου έτους μέχρι εξοφλήσεως ως ήταν και η τελευταία μεταβολή για την οποία οι εναγόμενοι 1 και 2 ενημερώθηκαν (βλ. Τεκ.8).
Για τους ίδιους λόγους που έχω εξηγήσει κρίνω την ανταπαίτηση αβάσιμη.
Εκδίδεται συνεπώς απόφαση υπέρ των εναγόντων και εναντίον των εναγομένων 1 και 2 ως οι παρ. 20 Ι και ΙΙ του Εγγράφου Α (όχι όμως σε σχέση με τον τόκο υπερημερίας αλλά μόνο με τόκο 7.50% ετησίως από 01/01/24 με δικαίωμα κεφαλαιοποίησης του τόκου την 30ην Ιουνίου και την 31ην Δεκεμβρίου έκαστου έτους μέχρι εξοφλήσεως) ενώ η ανταπαίτηση απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα της αγωγής, λαμβανομένου υπόψη ότι οι ενάγοντες συνιστούν τους επιτυχόντες διαδίκους, αυτοί δικαιούνται ως είναι ο γενικός κανόνας τα έξοδα της διαδικασίας. Παρά ταύτα όμως δεν μπορεί να αγνοηθεί το γεγονός ότι για 5 χρόνια οι ενάγοντες προωθούσαν αξιώσεις οι οποίες αποτελούσαν την ουσιαστικότερη ίσως βάση για την προβολή της υπεράσπισης και ανταπαίτησης των εναγομένων 1 και 2 και μόνο όταν άρχισε η ακρόαση αποφάσισαν να μην επιμείνουν στις αξιώσεις αυτές οπόταν και κατέστησαν έτσι άνευ αντικειμένου τις πλείστες θέσεις της άλλης πλευράς. Αν όμως οι ενάγοντες ήταν εξ’ αρχής ξεκάθαροι στις θέσεις και στις αξιώσεις που θα προωθούσαν – κάτι που όπως διαφάνηκε μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει με τον έγκαιρο καταρτισμό αναδομημένων καταστάσεων τουλάχιστο κατά το στάδιο της προδικασίας (βλ. Καλλικάς ανωτέρω) – τότε πολύ πιθανόν να μην χρειαζόταν καν να γίνει ακρόαση ή αν χρειαζόταν, θα αφορούσε σε πολύ περιορισμένα θέματα. Η επιλογή επομένως των εναγόντων να περιμένουν μέχρι την ημέρα της ακρόασης για να ξεκαθαρίσουν τις προθέσεις τους και δη για να βοηθήσουν, όχι μόνο το δικαστικό αγώνα αλλά και την όλη διαδικασία, δεν μπορεί παρά να θεωρηθεί ως συμβολή από μέρους τους στη δημιουργία αχρείαστων εξόδων και ταλαιπωρίας, η οποία δεν μπορεί παρά να επηρεάσει το θέμα των εξόδων. Θα μπορούσε άλλωστε υπό διαφορετικές συνθήκες να λεχθεί ότι στο βαθμό που περιορίστηκαν οι συγκεκριμένες αξιώσεις, η επί του προκειμένου υπεράσπιση και ανταπαίτηση των εναγομένων 1 και 2 έχει πετύχει.
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι επειδή σε άλλη υπόθεση όπου υπήρξε παρόμοιο θέμα είχα καταλήξει στο ίδιο συμπέρασμα σε σχέση με τα έξοδα των εναγόντων[8], η κα Καραμανή με κάλεσε μέσω της τελικής της αγόρευσης να μην υιοθετήσω την ίδια προσέγγιση στην παρούσα περίπτωση διότι κατ’ εκείνη, α) οι εδώ ενάγοντες είχαν επιφυλάξει στο δικόγραφο της Απάντησης το δικαίωμα να παρουσιάσουν κατά την ακρόαση αναδομημένες καταστάσεις και να περιορίσουν την απαίτηση τους, β) ότι έστω και αν οι αναδομημένες καταστάσεις παρουσιάστηκαν για πρώτη φορά κατά τη μαρτυρία της ΜΕ1 στις 29/04/24, εντούτοις ο εναγόμενος 2 κατά τη μαρτυρία του στις 22/05/24 ανέφερε ότι δεν τις είχε δει ποτέ – άρα ούτως ή άλλως δεν θα μπορούσε να γίνει περιορισμός των επιδίκων θεμάτων ή να εκδοθεί εκ συμφώνου απόφαση και γ) δεν θα πρέπει να «τιμωρηθούν» οι επιτυχόντες ενάγοντες για το λόγο ότι οι εναγόμενοι ούτως ή άλλως δεν θα δέχονταν απόφαση για οποιοδήποτε περιορισμένο σκοπό.
Με κάθε σεβασμό προς την ευπαίδευτη συνήγορο των εναγόντων θεωρώ ότι έχει παρερμηνεύσει πλήρως τη θέση που εξέφρασε το Δικαστήριο στην Αγωγή 57/16. Εξηγώ.
Είναι δικαίωμα του κάθε προσώπου να αξιώσει με αγωγή διάφορες θεραπείες εναντίον κάποιου άλλου προσώπου όπως είναι επίσης δικαίωμα του και να περιορίσει τις αξιώσεις του οποτεδήποτε πριν την έκδοση τελικής απόφασης. Το δικαίωμα αυτό είναι αναφαίρετο και δεν χρειάζεται καν να επιφυλαχθεί[9]. Όσο όμως το πρόσωπο αυτό δεν προβαίνει σε οποιοδήποτε περιορισμό των αρχικών αξιώσεων ή θέσεων του, η εντύπωση που δημιουργείται στο Δικαστήριο αλλά και στην αντίδικη πλευρά είναι ότι οι αρχικές αξιώσεις προωθούνται ως έχουν. Στη βάση της εντύπωση αυτής, η αντίδικη πλευρά καταρτίζει το «απαντητικό» δικόγραφο της, το Δικαστήριο δίνει τις ανάλογες προδικαστικές οδηγίες που με βάση τη δικογραφία απαιτούνται να δοθούν κατά το στάδιο των Οδηγιών, οι διάδικοι προχωρούν στις απαιτούμενες προδικαστικές διαδικασίες όπως είναι η αποκάλυψη εγγράφων και η δήλωση των μαρτύρων που κρίνονται εκατέρωθεν αναγκαίοι να παρουσιαστούν κατά τη δίκη και τέλος το Δικαστήριο προγραμματίζει την πορεία της ακρόασης με βάση τον καθορισμό που οι διάδικοι κάμνουν σε σχέση με τα επίδικα θέματα[10]. Οφείλει λοιπόν ένας διάδικος να αποφασίσει γρήγορα και έγκαιρα κατά πόσο θα προωθήσει όλες ή μόνο κάποιες από τις αξιώσεις ή θέσεις του ούτως ώστε να μην «παρασύρει» την αντίδικη πλευρά και το Δικαστήριο σε διαδικασίες και ενέργειες που στο τέλος διαπιστώνονται ότι δεν ήταν αναγκαίες.
Ο λόγος που αναφέρω τα πιο πάνω είναι διότι ναι μεν οι ενάγοντες ανέφεραν στο δικόγραφο της Απάντησης ότι όσον αφορά τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης περί παράνομων χρεώσεων επιφυλάσσουν το δικαίωμα τους να περιορίσουν την απαίτηση στη βάση αναδομημένων καταστάσεων κατά την ακρόαση, όμως ούτε στο στάδιο της Κλήσης Οδηγιών της Δ.30 ανέφεραν ότι θα προβούν σε τέτοιο περιορισμό των επιδίκων θεμάτων ως όφειλαν να πράξουν (βλ. Καλλικάς και Ιωάννου Ευάνθη ανωτέρω - «…Στις διαδικασίες πριν από την ακρόαση, οι δικηγόροι, αλλά και το Δικαστήριο οφείλουν να καθορίσουν με ακρίβεια και καθαρότητα τα επίδικα θέματα», ούτε κατά το στάδιο της αποκάλυψης εγγράφων και δήλωσης προτιθέμενων μαρτύρων αποκάλυψαν ότι είχαν στην κατοχή τους και θα χρησιμοποιούσαν αναδομημένες καταστάσεις ή έστω ότι είχαν πρόθεση να περιορίσουν την απαίτηση τους στη βάση τέτοιων αναδομημένων καταστάσεων (βλ. Ε/Δ αποκάλυψης, ΟΚΜ και ΣΜ εναγόντων ημερ. 6/08/21) (βλ. Καλλικάς ανωτέρω), αλλά ούτε και κατά τις διάφορες εμφανίσεις που έγιναν προκειμένου το Δικαστήριο να προγραμματίσει την ακρόαση με βάση τα επίδικα θέματα δεν ανέφεραν οτιδήποτε το σχετικό. Μάλιστα δε, από την αποκάλυψη εγγράφων των εναγόντων και τον κατάλογο της μαρτυρίας τους - όπου εκεί δηλώθηκε ότι θα προσέλθουν 13 τουλάχιστο μάρτυρες κατά την ακρόαση και μάλιστα ότι οι 4 εξ’ αυτών, συμπεριλαμβανομένης και της ΜΕ1, θα προέβαιναν σε μαρτυρία αναφορικά με τις χρεώσεις του λογαριασμού και σε απόδειξη του οφειλόμενου υπολοίπου στη βάση αναλυτικών καταστάσεων – προέκυπτε ότι κανένας περιορισμός δεν θα γινόταν κατά την ακρόαση.
Με άλλα λόγια, μέχρι και την ημέρα της μαρτυρίας της ΜΕ1 5 χρόνια μετά την καταχώρηση της αγωγής, το μόνο που ανέφεραν οι ενάγοντες ήταν ότι επιφυλάσσουν το δικαίωμα τους για περιορισμό της απαίτησης, δικαίωμα όμως το οποίο στην ουσία έδειξαν ότι δεν θα ασκούσαν. Στη βάση της εικόνας αυτής όμως, η μεν υπεράσπιση επέμεινε σε όλες τις θέσεις της και προγραμμάτισε να παρουσιάσει κατά την ακρόαση και ειδικό οικονομολόγο για να καταθέσει για τις τότε επίδικες χρεώσεις τόκων και εξόδων βλ. ΟΚΜ κα ΣΜ εναγομένων 22/07/21), ενώ το Δικαστήριο αναπόφευκτα έκρινε ότι η ακρόαση έπρεπε να προγραμματιστεί με γνώμονα αυτές τις εκατέρωθεν παραστάσεις. Και όσον αφορά το γεγονός ότι η Υπεράσπιση δεν δέχτηκε απόφαση όταν της παρουσιάστηκαν οι αναδομημένες καταστάσεις – η οποία υπόκειται στις συνέπειες που οι δικές της πράξεις και παραλείψεις συνεπάγονται, ήτοι με την εναντίον της διαταγή σε σχέση με τα έξοδα - αυτό δεν είναι θεωρώ στοιχείο που δύναται να «θεραπεύσει» τη στάση που επέδειξαν οι ενάγοντες. Άλλωστε, η θέση της Υπεράσπισης όταν κατά την ακρόαση παρουσιάστηκαν οι αναδομημένες καταστάσεις και περιορίστηκε η αξίωση στη βάση τους, ήταν ότι οι θέσεις που πρόβαλλε σε σχέση με τα συγκεκριμένα θέματα που εγκαταλείφθηκαν θα πρέπει να θεωρηθούν ότι έχουν επιτύχει ιδιαίτερα όταν μία από τις ανταπαιτούμενες θεραπείες ήταν και η έκδοση διαταγής για καταρτισμό αναδομημένων καταστάσεων λογαριασμού (βλ. σελ. 2 πρακτικών 02/04/24 και αγόρευση εναγομένων).
Ο λόγος λοιπόν που κρίνεται ορθό και δίκαιο να περιοριστούν τα έξοδα που δικαιούνται οι ενάγοντες δεν είναι για σκοπούς «επίδειξης καλής προαίρεσης (kindness) από το Δικαστήριο προς τον αποτυχόντα διάδικο» ή για να τιμωρηθούν οι επιτυχόντες ενάγοντες διότι «δεν περιορίστηκαν τα επίδικα θέματα στη δίκη ή επειδή εν τέλει οι εναγόμενοι δεν αποδέχθηκαν εκ συμφώνου απόφαση» ως υποστηρίζει η συνήγορος[11]. Αντιθέτως, ο περιορισμός των εξόδων – και όχι η πλήρης αποστέρηση τους - κρίνεται δίκαιος και εύλογος διότι η επιλογή των εναγόντων να επιμένουν μέχρι και την ημέρα της ακρόασης να προωθούν αξιώσεις για τις οποίες η υπεράσπιση εξ’ αρχής υποστήριξε ότι δεν τις δικαιούνται, αναπόφευκτα επηρέασε αρνητικά το οποιοδήποτε ενδεχόμενο διευθέτησης της υπόθεσης ή έστω εκδίκασης της ενωρίτερα και συνέβαλε και στη δημιουργία αχρείαστων εξόδων και ταλαιπωρίας. Άλλωστε, όπως ανέφερα και πιο πάνω, υπό διαφορετικές συνθήκες θα μπορούσε να λεχθεί – όπως λέγει και η υπεράσπιση - ότι στο βαθμό που περιορίστηκαν οι συγκεκριμένες αξιώσεις η επί του προκειμένου υπεράσπιση και ανταπαίτηση των εναγομένων 1 και 2 έχει πετύχει. Και ας μη μας διαφεύγει ότι και με τους νέους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας:
Μ.39.2 «…(2) Όταν το δικαστήριο αποφασίζει ποια διαταγή να εκδώσει (αν θα εκδώσει) αναφορικά με έξοδα, λαμβάνει υπόψη όλες τις περιστάσεις, περιλαμβανομένων των ακόλουθων:… (α) τη συμπεριφορά όλων των διαδίκων·…(3) Η συμπεριφορά των διαδίκων περιλαμβάνει: (α) συμπεριφορά πριν καθώς και κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας…(β) κατά πόσον ήταν εύλογο για διάδικο να εγείρει, προωθήσει ή αμφισβητήσει συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα·(γ) τον τρόπο με τον οποίο διάδικος έχει προωθήσει ή υπερασπιστεί την υπόθεσή του ή συγκεκριμένο ισχυρισμό ή ζήτημα· και (δ) κατά πόσον ενάγων ο οποίος έχει πετύχει στην απαίτησή του εν όλω ή εν μέρει, υπερέβαλε ως προς την απαίτησή του…»
Για τους πιο πάνω λόγους συνεπώς, κρίνω ότι οι ενάγοντες δικαιούνται στα έξοδα της διαδικασίας ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο και νοείται ότι εκεί όπου είναι κοινά σε σχέση με την απαίτηση και ανταπαίτηση αυτά θα περιορίζονται σε ένα μόνο σετ. Όλα τα εν λόγω έξοδα όμως διατάσσονται να είναι μειωμένα κατά το ½.
(Υπ.)………………….…….
Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ
Πιστόν Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Βλ. σελ.1 -3 Εγγράφου Α και παρ. 1 τελικής αγόρευσης εναγομένου 1
[2] Αρ. 44Β Ν.9/65 (ως ίσχυε το 2016). - (1) Σε περίπτωση υπερημερίας, κατά τα οριζόμενα στο άρθρο 27, ως αποτέλεσμα της οποίας ολόκληρο το ενυπόθηκο χρέος καθίσταται πληρωτέο και η υπερημερία αφορά σε περίοδο όχι μικρότερη των εκατόν είκοσι (120) ημερών από την ημερομηνία που αυτό καθίσταται πληρωτέο, δυνάμει των όρων της σύμβασης ή των διατάξεων του παρόντος Νόμου, ο ενυπόθηκος δανειστής δύναται να προχωρήσει στη διαδικασία που προβλέπεται στο παρόν Μέρος, εκτός εάν με βάση τις διατάξεις οποιωνδήποτε άλλων νόμων ή Κανονισμών ή οδηγιών, η προώθηση της διαδικασίας αναγκαστικής πώλησης του ενυποθήκου ακινήτου εκ μέρους του ενυπόθηκου δανειστή, ανασταλεί.
(2)(α) Οποιαδήποτε ειδοποίηση ως προς παρατηρηθείσα υπερημερία ή απαίτηση για πληρωμή του ενυπόθηκου χρέους, η οποία αποστέλλεται από τον ενυπόθηκο δανειστή, όταν ο ενυπόθηκος δανειστής είναι αδειοδοτημένο πιστωτικό ίδρυμα δυνάμει των διατάξεων του περί Εργασιών Πιστωτικών Ιδρυμάτων Νόμου, όπως αυτός εκάστοτε τροποποιείται ή αντικαθίσταται, προς τον ενυπόθηκο οφειλέτη ή προς οποιοδήποτε άλλο ενδιαφερόμενο πρόσωπο, συνοδεύεται από την ειδοποίηση που αναφέρεται στον Τύπο “Θ” του Δεύτερου Παραρτήματος:
[3] Βλ. κατ’ αναλογία τα λεχθέντα στην ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΕΡΓΑΤΙΔΗ ν. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Πολιτική Έφεση αρ. 293/2012, 7/2/2018, ECLI:CY:AD:2018:A67
[4] Διονά ν Κυπριακές Αερογραμμές Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.α., ECLI:CY:AD:2016:A250, Π.Ε. 182/2011, 24/5/2016
[5] Χατζηστυλλή ν Κυπριακών Αερογραμμών Λτδ (2012) 1Β ΑΑΔ 989, ΘΕΟΔΟΥΛΟΥ v. AQUA MASTERS LTD, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 340/2013, 25/2/2021, ECLI:CY:AD:2021:A65 και ΖΑΧΑΡΙΑΔΗ ν. UNIVERSAL LIFE INSURANCE CO LTD κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 144/2013, 16/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A145, ECLI:CY:AD:2019:A145
[6] Βλ. αντεξέταση εναγόμενου 2
[7] Βλ. ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΑΔΗΣ v. MARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 195/2018, 18/12/2024
[8] Βλ. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ ν. ΣΑΒΒΑ ΙΩΑΝΝΗ ΣΑΒΒΑ κ.α., Αρ. Αγωγής: 57/16, 8/5/2024
[9] Βλ. Spyros Eleftheriades v. Cyprus Hotels Ltd (1985) 1 C.L.R.677 και
[11] Βλ. σελ. 48 τελικής αγόρευσης εναγόντων
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο