
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 612/24(ι)
Μεταξύ:
Sforzesco Holdings Limited
Ενάγουσα
Και
1. Isaco Enterprises Limited
2. Victor Kucherenco
3. Επαρχιακός Οργανισμός Αυτοδιοίκησης Λάρνακας
4. Επαρχιακή Διοίκηση Λάρνακας
5. Patroclos Holdings Ltd
Εναγόμενοι
----------------
(Αίτηση ενάγουσας ημερ. 08/11/24[1] για προσωρινά διατάγματα εναντίον εναγομένων 1, 2 και 5)
Ημερομηνία: 30 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για ενάγουσα – αιτήτρια: κα Μ. Σιαμμούτη για ANASTASIA A. MARKANTONI LLC (πρώην Μαρίνα Σιαμμούτη ΔΕΠΕ)
Για Εναγόμενη 1 - καθ’ ης η αίτηση 1: ΣΤΕΛΙΟΣ Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενο 2 – καθ’ου η αίτηση 2: ΣΤΕΛΙΟΣ Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ Δ.Ε.Π.Ε
Για εναγόμενη 5 – καθ’ ης η αίτηση 5: κ. Γ. Γεωργίου για ΚΑΛΛΗΣ & ΚΑΛΛΗΣ Δ.Ε.Π.Ε.
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Η ενάγουσα στην παρούσα υπόθεση, η οποία είναι κυπριακή εταιρεία, καταχώρισε στις 30/10/24 απαίτηση δυνάμει του Μ.7 αξιώνοντας αφ’ ενός την έκδοση διατάγματος με το οποίο να απαγορεύεται στους εναγόμενους 1, 2 και 5 από του να επεμβαίνουν και/ή να εισέρχονται και/ή να ανεγείρουν πρόσθετους ορόφους σε συγκεκριμένη κατοικία στην οδό Αμμοχώστου στη Λάρνακα (εφ’ εξής το ακίνητο) καθώς επίσης και διάταγμα με το οποίο να διατάσσεται η επαναφορά του ακινήτου στην πρότερα του κατάσταση και αφ’ ετέρου αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και/ή για ζημιές που προκλήθηκαν στο ακίνητο.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στο έντυπο απαίτησης, η ενάγουσα είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτης του επίδικου ακινήτου το οποίο όμως έχει αγοραστεί από την εναγόμενη 1 στην οποία ο εναγόμενος 2 είναι διευθυντής. Ο τελευταίος, κατά την ενάγουσα, είναι και ο σημερινός κάτοχος του ακινήτου. Περί τον Αύγουστο 2014 η «ενάγουσα παρατήρησε (στο ακίνητο) κατασκευαστικά έργα και συγκεκριμένα εργασίες κατεδάφισης και ανέγερσης μεταξύ άλλων τρίτου ορόφου…χωρίς την απαραίτητη πολεοδομική άδεια και χωρίς την έγγραφη άδεια και συγκατάθεση του εγγεγραμμένου ιδιοκτήτη…». Παρά όμως τις προειδοποιήσεις που έδωσε προς τους εναγόμενους 1, 2 και 5, οι οποίοι είναι κατ’ εκείνη τα πρόσωπα που προβαίνουν στις συγκεκριμένες παράνομες εργασίες, και παρά τα παράπονα που υπέβαλε στις εναγόμενες 3 και 4 αρμόδιες αρχές, εντούτοις οι εργασίες συνεχίζονται με αποτέλεσμα να παραβιάζεται και η νομοθεσία άλλα και τα δικαιώματα της ως ιδιοκτήτη. Λόγω τούτου η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι έχει υποστεί ζημιές περί τις €500.000 για τις οποίες θεωρεί ότι ευθύνονται και οι εναγόμενοι 1, 2 και 5 αλλά και οι εναγόμενες 3 και 4.
Μια εβδομάδα μετά που καταχώρησε την πιο πάνω απαίτηση της, δηλαδή στις 07/11/25 16:50μ.μ, η ενάγουσα καταχώρησε την παρούσα αίτηση με τη οποία ζητά, στη βάση κυρίως των αρ. 32 και 43 του Ν. 16/60, των αρ. 4, 5 και 9 του Κεφ. 6, των αρ. 17 (3) 25, 26, 43, 45 του Κεφ. 148, των αρ. 23, 25, 26, 30 και 35 του Συντάγματος και των Μ.23 και Μ.25 των Κανονισμών, όπως εκδοθεί προσωρινό διάταγμα με το οποίο να απαγορεύεται στους Εναγόμενους 1, 2 και 5 από το να επεμβαίνουν με οποιονδήποτε τρόπο και/ή να εισέρχονται και/ή να τροποποιούν και/ή να ανεγείρουν πρόσθετους ορόφους στο επίδικο ακίνητο.
Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στην αίτηση και τα οποία ουσιαστικά επαναλαμβάνονται στην υποστηρικτική γραπτή δήλωση μάρτυρα στην οποία προέβη ο διευθυντής της ενάγουσας:
«…οι Καθ' ων η Αίτηση προχώρησαν στην εκτέλεση εργασιών ανακαίνισης και ανέγερσης στο εν λόγω ακίνητο χωρίς την απαραίτητη πολεοδομική άδεια και χωρίς την έγγραφη άδεια και συγκατάθεση του ιδιοκτήτη με αποτέλεσμα να ενεργούν παράνομα...παραβιάζοντας έτσι τα δικαιώματά του ιδιοκτήτη...η αιτήτρια με επιστολές μέσω των δικηγόρων της ενημέρωσε την εναγόμενη 5 εταιρεία σε σχέση με τη παραβίαση και καμία απάντηση δεν έλαβε... ενημέρωσε σχετικά τον Έπαρχο Λάρνακας και τον Επαρχιακό οργανισμό αυτοδιοίκησης χωρίς κανένα αποτέλεσμα... (οπόταν και)...καταχώρησε την προσφυγή με αριθμό 1317/24... ».
Προς επίρρωση των ανωτέρω ισχυρισμών του, ο ομνύοντας κατάθεσε τον τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου ο οποίος δείχνει την ενάγουσα να είναι σήμερα η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του (Έγγραφο 1), φωτογραφία των κατ’ ισχυρισμό παράνομων εργασιών στην οποία οποίες φαίνεται κάποιο εργοτάξιο το οποίο φέρει την πινακίδα της εναγόμενης 5 (Έγγραφο 2), την αλληλογραφία που αντάλλαξε η ενάγουσα με την εναγόμενη 5 και τις αρμόδιες αρχές (Έγγραφα 3, 4 και 5) και τέλος αντίγραφο της προσφυγής 1317/24 (Έγγραφο 6).
Είναι λοιπόν η θέση του ομνύοντα ότι εφόσον εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ακινήτου είναι η ενάγουσα και εφόσον δεν έχει εκδοθεί οποιαδήποτε άδεια για την εκτέλεση οικοδομικών έργων στο ακίνητο και ούτε έχει εξασφαλιστεί για το σκοπό αυτό η συγκατάθεσή της ενάγουσας, προκύπτει και να εγείρεται στην υπόθεση σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση με ορατή πιθανότητα επιτυχίας αλλά και ότι αν επιτραπεί στους εναγόμενους 1, 2 και 5 να συνεχίσουν τις παρανομίες τους τότε η ενάγουσα θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι αρχικά η παρούσα αίτηση επιχειρήθηκε να προωθηθεί μονομερώς. Για τους λόγους όμως που καταγράφηκαν τότε στο πρακτικό του Δικαστηρίου κρίθηκε ορθότερο όπως επιδοθεί στους επηρεαζόμενους εναγομένους 1, 2 και 5, οι οποίοι, αφού εμφανίστηκαν στη διαδικασία καταχώρησαν, ο καθένας τους, ξεχωριστή ένσταση στην αίτηση. Αναφέρω επίσης ότι μετά την καταχώρηση της παρούσας αίτησης είχαν καταχωρηθεί και διάφορες άλλες αιτήσεις από πλευράς ενάγουσας οι οποίες όμως τελικά, για τους λόγους που αναφέρθηκαν, δεν προωθήθηκαν και ως εκ τούτου δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνει οποιαδήποτε αναφορά σε αυτές.
Προχωρώ λοιπόν να συνοψίσω τις θέσεις του κάθε εναγόμενου.
Η εναγόμενη 1 προβάλλει 13 συνολικά λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί, οι οποίοι περιστρέφονται τόσο γύρω από τις αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων της αιτούμενης φύσης όσο και γύρω τα γεγονότα της υπόθεσης. Συμφωνάς δε με την υποστηρικτή Ε/Δ του εναγόμενου 2, δηλαδή του διευθυντή της εναγόμενης 1, η τελευταία είχε αγοράσει το επίδικο ακίνητο στις 07/09/11 δυνάμει σχετικής γραπτής συμφωνίας με την ενάγουσα, και αν και είχε τότε συμφωνηθεί όπως το συνολικό τίμημα αγοράς ύψους €580.000 θα καταβαλλόταν όταν η ενάγουσα θα ήταν σε θέση να μεταβιβάσει τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου, εντούτοις η εναγόμενη 1 κατέβαλε από τα αρχικά στάδια ολόκληρο το ποσό αυτό. Ως εκ τούτου, από το Σεπτέμβρη του 2011, δηλαδή για τα τελευταία 14 χρόνια περίπου, η εναγόμενη έχει εκείνη την κατοχή του ακινήτου (Τεκ. 1 και 2). Παρά όμως την εξόφληση ολόκληρου του τιμήματος αγοράς ου ακινήτου η ενάγουσα μέχρι και σήμερα παραλείπει να το μεταβιβάσει στην εναγόμενη 1 και ο λόγος για τούτο είναι, σύμφωνα πάντα με τον ομνύοντα, διότι η ενάγουσα «…διασυνδέει το θέμα της μεταβίβασης της κυριότητας της επίδικης κατοικίας... με το θέμα της μεταβίβασης της κυριότητας μιας δεύτερης κατοικίας στο ίδιο συγκρότημα κατοικιών την οποία αγόρασα προγενέστερα με την προσωπική μου ιδιότητα…» και για την οποία αγορά έχουν μέχρι σήμερα λάβει χώρα διάφορες διαδικασίες, τόσο στα Δικαστήρια και στο Κτηματολόγιο (Τεκ.3 -19). Συνεπεία των διαδικασιών αυτών, ισχυρίζεται ο ομνύοντας η ενάγουσα ήταν και είναι απρόθυμη να μεταβιβάσει την ιδιοκτησία του επίδικου ακινήτου στην εναγόμενη 1 και επιμένει όπως ο εναγόμενος 2 της καταβάλει περί τις €24.500 δικηγορικά έξοδα σε σχέση με τις διαδικασίες που έχουν λάβει χώρα. Αυτός είναι και ο λόγος, σύμφωνα με τον ομνύοντα, που έχει καταχωρηθεί και η παρούσα διαδικασία, ήτοι ώστε να ασκηθεί πίεση στον ίδιο κα την εναγόμενη 1 να καταβάλουν στην ενάγουσα το ποσό που εκείνη ισχυρίζεται ότι δικαιούται (Τεκ.20).
Όσον αφορά τις οικοδομικές εργασίες που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι γίνονται στο ακίνητο, ο ομνύοντας ισχυρίζεται ότι όντως είχε επιχειρηθεί να γίνουν εκεί διάφορες προσθηκομετατροπές και για το λόγο αυτό υπεβλήθη σχετική αίτηση για την έκδοση των απαιτούμενων αδειών η οποία όμως ακόμη εκκρεμεί. (Τεκ.21 και 22). Οι εργασίες δε τις οποίες η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι διαπίστωσε τον Αύγουστο του 2024 ήταν μόνο προπαρασκευαστικές εργασίες που έγιναν για σκοπούς προετοιμασίας του εργοταξίου και οι οποίες όμως είχαν σταματήσει να εκτελούνται από τον Ιούλιο 2024 διότι ο εργολάβος που είχε αναλάβει τότε να τις εκτελέσει, κάποιος Θ.Κ, είχε αποβιώσει. Σε καμία όμως περίπτωση, καταλήγει ο ομνύοντας, οι εργασίες που έγιναν ή που επιδιώκεται να γίνουν, δεν επιφέρουν στο ακίνητο τα ζημιογόνα αποτελέσματα που ισχυρίζεται η ενάγουσα.
Επισημαίνοντας λοιπόν ομνύοντας το γεγονός ότι η ενάγουσα αποφάσισε να λάβει νομικά μέτρα τον Νοέμβριο του 2024 για κατ’ ισχυρισμό παράνομες οικοδομικές εργασίες που ισχυρίζεται ότι αντιλήφθηκε να γίνονται τον Αύγουστο του 2024, θεωρεί ότι «…η καταχώρηση της παρούσας υπόθεσης γίνεται κακόπιστα εκβιαστικά και εκδικητικά με αποκλειστικό σκοπό να ασκηθεί αθέμιτη πίεση (στην εναγόμενη 1) για να ενδώσει στους εκβιασμούς της αιτήτριας για τη καταβολή πόσων που δεν νομιμοποιείται να επιζητά... σε περίπτωση έγκριση της (αίτησης) και έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος θα επηρεαστούν δυσμενώς και ανεπανόρθωτα τα συμφέροντα της (εναγόμενης 1) και θα αντιμετωπίζει τον κίνδυνο προώθησης δικαστικών διαδικασιών εναντίον της σε σχέση με τη συμμόρφωση δικαστικού διατάγματος και τον εκβιασμό λήψης μέτρων καρταφρόνησης του... (ενώ)... σε περίπτωση που δεν εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα τα συμφέροντα της αιτήτριας δεν θα επηρεαστούν δυσμενώς...»
Μέσω της ξεχωριστής ένστασης που καταχώρισε, ο εναγόμενος 2 περιορίζεται ουσιαστικά στο να προβάλει αφ’ ενός νομικά ζητήματα σε σχέση με την ουσία της υπόθεσης που προωθεί η ενάγουσα και αφ’ ετέρου τη θέση ότι εναντίον του ίδιου προσωπικά κανένα αγώγιμο δικαίωμα δεν μπορεί να έχει και να προωθεί η ενάγουσα αφού τα παράπονα της στην ουσία αφορούν την αγοράστρια και κάτοχο του ακινήτου, δηλαδή την εναγόμενη 1, στην οποία αυτός είναι απλά διευθυντής και όλες του οι ενέργειες είχαν γίνει υπό αυτή του την ιδιότητα.
Με την ένσταση της η εναγόμενη 5 προβάλλει πέντε συνολικά λόγους για τους οποίους υποστηρίζει ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, μέσω της υποστηρικτικής Ε/Δ του διευθυντή της, η εναγόμενη 5 ισχυρίζεται ότι καμία ανάμειξη δεν είχε στην εκτέλεση οποιωνδήποτε εργασιών στο επίδικο ακίνητο ούτε και επενέβη με οποιοδήποτε τρόπο παράνομα σ' αυτό. Αντιθέτως, τα πραγματικά γεγονότα είναι, σύμφωνα με τον ομνύοντα τα εξής:
« …κατά ή περί τον Ιούλιο - Αύγουστο του 2024 η αιτήτρια…επικοινώνησε τηλεφωνικώς με την (εναγόμενη 5) για να ενημερωθεί κατά πόσο η τελευταία κάνει οποιεσδήποτε εργασίες στο επίδικο ακίνητο. Η (Eναγόμενη 5)...της απάντησε πως ουδέποτε έκανε και/ή άρχισε και/ή έχει οποιανδήποτε συμφωνία για οποιεσδήποτε εργοληπτικές εργασίες στο επίδικο ακίνητο...λάβαμε την επιστολή 30/08/24 από τους δικηγόρους της αιτήτριας με την οποία ισχυρίζονται πως επί του επίδικου ακινήτου έχουμε προβεί σε συγκεκριμένες εργασίες χωρίς τις απαιτούμενες άδειες...οι αξιωματούχοι της (Eναγόμενης 5) αποφάσισαν να διερευνήσουν το ζήτημα...σε επιτόπιο έλεγχο που προβήκαμε ανακαλύψαμε προς έκπληξη μας πως η ταμπέλα της (Εναγόμενης 5) ήταν αναρτημένη χωρίς την άδεια και/ή συγκατάθεση της (Eναγόμενης 5) στο εργοτάξιο του επίδικου ακινήτου ως φαίνεται (στη φωτογραφία) της γραπτής δήλωσης του μάρτυρα της αιτήτριας. Αφού την αφαιρέσαμε αποχωρήσαμε από τον χώρο. Μετά από περαιτέρω διερεύνηση του ζητήματος ανακαλύψαμε πως η ταμπέλα της (Eναγόμενης 5) είχε τοποθετηθεί στο εργοτάξιο του επίδικου ακινήτου από τον Θ.Κ ο οποίος ήταν υπεργολάβος της (Eναγόμενης 5) και ο οποίος δεν εξουσιοδοτήθηκε να αναρτήσει την ταμπέλα ούτε και ενημέρωσε την Eναγόμενη περί τούτου. Η (Eναγόμενη 1) μέσω του (Eναγόμενου 2) ήρθε σε απευθείας επικοινωνία με τον Θ. Κ για τις εργοληπτικές εργασίες στο επίδικο ακίνητο χωρίς την οποιαδήποτε μεσολάβησή μας και/ή συγκατάθεσή μας για εμπλοκή μας στο συγκεκριμένο έργο. Ως εκ τούτου καμία σχέση έχει η (Eναγόμενη 5) με το επίδικο ακίνητο αφού δεν υπάρχει η οποιαδήποτε συμφωνία είτε με τον αγοραστή (Εναγόμενη 1) είτε με τον ιδιοκτήτη (Ενάγουσα) ούτε και προβήκαμε σε οποιανδήποτε εργασία στην επίδικη οικία.... η (Eναγόμενη 5) θα προχωρούσε σε σχετική καταγγελία στην αστυνομία και σε όλες τις αρμόδιες αρχές εναντίον του Θ. Κ ο οποίος όμως δυστυχώς απεβίωσε κατά ή περί τον Ιούλιο του 2024, προτού έρθουν στην αντίληψη μας όλα τα ανωτέρω…»
Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι με όλες τις ενστάσεις που καταχωρήθηκαν προβάλλονται, πέραν των όσων αναφέρονται ανωτέρω, και νομικές ενστάσεις σε σχέση με το δικαίωμα της ενάγουσας να καταχωρεί και να προωθεί την παρούσα αίτηση, αλλά και την απαίτησή της γενικότερα, και στις οποίες ενστάσεις θα ανφερθώ σε κατοπινό στάδιο.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους συνήγορους των μερών αναφορά στις οποίες κάνω πιο κάτω όπου κρίνεται αναγκαίο.
Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου. Σημειώνω τα εξής.
Οι νομολογιακές αρχές που περιβάλλουν αιτήματα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του αρ.32 του Ν.14/60 είναι καλά γνωστές και έχουν πολύ εύστοχα συνοψισθεί σε πληθώρα αποφάσεων όπως είναι οι ΚΟΖΑΚΟΥ κ.α. ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E127/2013, 13/6/2019 και Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019. Παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα της Λοϊζίδου που υιοθετήθηκε στη Κοζάκου:
«Στο άρθρο 32(1) αποτυπώνονται οι τρεις προϋποθέσεις, οι οποίες θα πρέπει να ικανοποιούνται σωρευτικά, προκειμένου να θεμελιώνεται η εξουσία προς έκδοση προσωρινού διατάγματος. Η πρώτη αφορά το ποιοτικό κριτήριο της ύπαρξης σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση και συνδέθηκε, αρχικά από την καθοριστική επί του ζητήματος υπόθεση Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd and Others (1982) 1 CLR 557, με τις δικογραφημένες θέσεις του Ενάγοντα. Θεωρήθηκε ότι ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί ο,τιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων». Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά. Η πιθανότητα επιτυχίας, η δεύτερη δηλαδή προϋπόθεση του άρθρου 32, χαρακτηρίζεται ως το «πρωταρχικό κριτήριο» και το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή του στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγοντας συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή. Υπό το πρίσμα αυτό, δεν είναι επιθυμητό το Δικαστήριο να υπεισέρχεται σε βάθος στα επίδικα θέματα σε αυτό το πρόωρο στάδιο. Όπως κατ΄ επανάληψη λέχθηκε, η άσκηση κρίσης επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων στα πλαίσια αίτησης για παρεμπίπτον διάταγμα δεν ενδείκνυται, αρχή η οποία θα πρέπει να τηρείται με ευλάβεια.
Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ΄ επανάληψη νομολογηθεί, η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Με δεδομένο ότι σε ορισμένες περιπτώσεις δεν θα ήταν επαρκής η θεραπεία των αποζημιώσεων για να απονεμηθεί ορθά η δικαιοσύνη, τα Δικαστήρια της επιείκειας προχωρούν στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων. Το τρίτο αυτό κριτήριο εξετάζεται προτού το Δικαστήριο ασκήσει τη διακριτική του εξουσία προκειμένου να αποφασίσει κατά πόσο θα είναι δίκαιο ή πρόσφορο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος. Εν τέλει, η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση, υπό την αίρεση πάντα ότι δεν αρκούν γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης, αλλά αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.
Μεταξύ των περιπτώσεων όπου η θεραπεία των αποζημιώσεων δεν μπορεί να κριθεί επαρκής εντάσσεται και η περίπτωση όπου γίνεται επίκληση παραβίασης δικαιωμάτων, ιδίως όπου η επικαλούμενη ζημιά ή βλάβη συνεχίζεται, με απρόβλεπτες προεκτάσεις....
Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, η ευρεία διακριτική εξουσία που δίδεται στο Δικαστήριο από το πιο πάνω άρθρο να εκδίδει διατάγματα στις περιπτώσεις όπου κρίνει ότι κάτι τέτοιο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον». Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση. Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος. Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Η εν προκειμένω άσκηση της εξουσίας του Δικαστηρίου δεν λαμβάνει τη μορφή αυθαίρετης απόφασης, αφού ενυπάρχει σε κάθε περίπτωση η υποχρέωση παράθεσης αιτιολογημένης απόφασης και παροχής εξηγήσεων ως προς τους λόγους άσκησης της διακριτικής ευχέρειας κατά συγκεκριμένο τρόπο. Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.»
(βλ. μεταξύ άλλων και MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E179/2017, 2/5/2024, SERGIY MARFUT v. ZAFORPO VENTURES LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε144/2020, Ε145/2020, 29/3/2024, LAXIFLORA HOLDINGS LTD κ.α. v. ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε38/2021, Ε42/2021, 12/2/2024 και PROQUASERV ACCOUNTANTS LTD κ.α. v. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2018, 17/11/2023)
Αναφέρω εδώ ότι οι πιο πάνω αρχές, στο βαθμό που άπτονται και του πώς είναι που διενεργείται η δικαστική εξέταση ενδιάμεσων αιτήσεων της παρούσας φύσης, συνάδουν με τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να εξετάζονται με βάση τους «νέους» Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας στη βάση των οποίων και εγείρεται η παρούσα. Προς τούτο παραπέμπω ενδεικτικά στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι είναι όμοιοι με τους κυπριακούς Κανονισμούς, αναφέρεται στις σελ. 585 – 588 ότι κατά την εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων δεν είναι ορθό να επιβάλλεται το επίπεδο απόδειξης που επιβάλλεται στα πλαίσια κανονικής δίκης (ισοζύγιο των πιθανοτήτων) αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ουσιαστικά είτε τη διεξαγωγή πρόωρης δίκης είτε όπως το Δικαστήριο προκαταβάλει στα πλαίσια μιας ενδιάμεσης διαδικασίας την ενδεχόμενη τελική του κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης. Παρόμοια είναι δε και η αρχή που διατυπώθηκε προ πολλού στην Κύπρο σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες για προσωρινά διατάγματα, αφού όπως λέχθηκε και στην Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557 ότι «The standard required for the plaintiff to overcome the evidential hurdle is not very high; he is only required to establish "a probability" of success. The concept of "a probability" imports something more than a mere possibility but something much less than the "balance of probabilities", the standard required for proof of a civil action. A legal probability is something different from a mathematical probability as the Court explained in Re J.S. (a minor) [1980] 1 All E.R. 1061 (C.A.) "A probability", in the context of the proviso to s. 32(1), requires the applicant to demonstrate that he has a visible chance of success…»
Ως εκ τούτου, το σύνηθες επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες με βάση τους νέους Κανονισμούς είναι, όπως αναφέρεται στο Blackstone’s, το κατά πόσο το οποιοδήποτε αμφισβητούμενο γεγονός έχει καταδειχθεί μέσω μιας «καλής συζητήσιμης υπόθεσης», κριτήριο το οποίο «…εμπερικλείει το σημαντικό κανόνα ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι όσο ικανοποιημένο μπορεί να είναι, δεδομένων των περιορισμών που έχει μια ενδιάμεση διαδικασία, για το ότι υπάρχουν παράγοντες που του δίδουν δικαιοδοσία ή που δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής…». Για το λόγο αυτό, συνεχίζει το BLACKSTONE’S, «…οι περισσότερες αιτήσεις εξετάζονται στη βάση των γεγονότων που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα…(εφόσον)…η επιλογή μεταξύ μαρτύρων συνιστά λειτουργία του Δικαστή που εκδικάζει την ουσία της υπόθεσης και σε μια ενδιάμεση αίτηση είναι επιτρεπτό για ένα Δικαστή να «κοιτάξει πίσω» από μια Ε/Δ μόνο αν προβάλλεται κάποιος ισχυρισμός που παρουσιάζει εγγενή απιθανότητα ή όταν υπάρχει εξωγενής μαρτυρία που τον αντικρούει…» (βλ.σελ. 587 και την αναφορά που εκεί γίνεται στις HRH Prince of Wales v Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776 (21 December 2006), National Westminster Bank Plc v Daniel [1993] 1 WLR 1453 και Shyam Jewellers Ltd v Cheeseman | [2001] EWCA Civ 1818).
Με γνώμονα όλες τις πιο πάνω αρχές λοιπόν σημειώνω τα ακόλουθα:
Από το περιεχόμενο των Ε/Δ που καταχώρησαν όλοι οι εμπλεκόμενοι διάδικοι, τα πιο κάτω γεγονότα προκύπτουν στο παρόν στάδιο να συνιστούν κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα.
Η ενάγουσα 1 παρουσιάζεται σήμερα να είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του επίδικου ακινήτου. Δεν έχει όμως και την κατοχή του διότι δυνάμει αγοραπωλητηρίου εγγράφου που σύναψε με την εναγόμενη 1 στις 07/09/11, πώλησε στην τελευταία το ακίνητο έναντι του ποσού των €580.000 και κατά την ίδια περίοδο παρέδωσε και την κατοχή του (βλ. όρους 3, 4 και 5 Τεκ.1 εναγόμενης 1). Η εναγόμενη 1, της οποίας διευθυντής είναι ο εναγόμενος 2, έχει, σύμφωνα με σχετική απόδειξη/βεβαίωση που εξέδωσε η ενάγουσα, εξοφλήσει το συμφωνηθέν τίμημα αγοράς του ακινήτου από τις 02/07/18 και συνεπώς δικαιούται, με βάση τη συμφωνία με την ενάγουσα, να λάβει μεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας στο όνομα της. Μέχρι και σήμερα η ενάγουσα δεν έχει προβεί στην εν λόγω μεταβίβαση. Στις 20/08/24 η ενάγουσα υπέβαλε στην εναγόμενη 3 αίτηση με επισυνημμένα αρχιτεκτονικά σχέδια για λογαριασμό της εναγόμενης 1 προκειμένου να δοθεί πολεοδομική άδεια για να γίνει στο ακίνητο «ανάπτυξη για οικοδομικούς σκοπούς» και συγκεκριμένα για «μετατροπή από αρχική άδεια. Αλλαγή καλυμένης θέσης χώρου στάθμευσης σε αποθήκη. Προσθήκη μπάνιου στον όροφο και σοφίτας. Νέα θέση χώρου». Προηγουμένως η εναγόμενη 1 είχε, μέσω του εναγόμενου 2, αναθέσει σε κάποιο Θ.Κ. να εκτελέσει τις συγκεκριμένες εργασίες στο ακίνητο οπόταν και ο τελευταίος, αφού ανήγειρε στο χώρο εργοτάξιο στο οποίο βρέθηκε αναρτημένη η πινακίδα της εναγόμενης 5, άρχισε να εκτελεί κάποιες εργασίες. Ο ΘΚ, για τον οποίο δεν υπάρχει κάποια μαρτυρία που να υποδηλοί ότι ήταν υπάλληλος ή εκπρόσωπός της εναγόμενης 5, απεβίωσε τον Ιούλιο 2024.
Υπό το φως των πιο πάνω κοινώς αποδεκτών γεγονότων κρίνεται ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Εξηγώ.
Η απαίτηση της ενάγουσας εδράζεται και προωθείται κυρίως στη βάση του αστικού αδικήματος της παράνομης επέμβασης για το οποίο υπενθυμίζω την πάγια νομολογιακή αρχή ότι «…Η παράνομη επέμβαση σε ακίνητη ιδιοκτησία είναι ουσιαστικά αδίκημα εναντίον της κατοχής και όχι της κυριότητας του ακινήτου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R. 100, έστω και μικρός βαθμός κατοχής είναι αρκετός για να νομιμοποιεί τον ενάγοντα να εγείρει αγωγή εναντίον του εναγομένου. Στην υπόθεση Liasidou and Another v. Papademetriou (1975) 1 C.L.R. 122, λέχθηκε ότι κατοχή (possession) σημαίνει πραγματική κατοχή (occupation) ή φυσικό έλεγχο της περιουσίας. Ο ιδιοκτήτης που δεν έχει κατοχή δεν μπορεί να ενάγει σε σχέση με παράνομη επέμβαση στην ιδιοκτησία του, με εξαίρεση την περίπτωση όπου υπάρχει πρόκληση ζημιάς στην περιουσία ή όπου η επέμβαση έχει μόνιμο χαρακτήρα. (Δέστε Γεωργίου ν. Ανδρέα, Π.Ε. 10140, ημερ. 16.12.98, όπου η φύτευση δένδρων θεωρήθηκε ως επέμβαση μόνιμου χαρακτήρα που νομιμοποιούσε την ιδιοκτήτρια που ενοικίαζε το κτήμα σε άλλους να εγείρει αγωγή)» (βλ. Γεώργιος Λάμπρου κ.α. ν. Ελένη Κεφάλα κ.α. (2000) 1 ΑΑΔ 1516).
Στην παρούσα περίπτωση λοιπόν, η ενάγουσα όχι μόνο δεν έχει την κατοχή του ακινήτου, ως η ίδια αναφέρει, αλλά με βάση τη συμφωνία της 07/09/11 με την εναγόμενη 1 κανονικά δεν θα έπρεπε σήμερα ούτε την ιδιοκτησία του να έχει. Αυτό γιατί, όπως ανέφερα πιο πάνω, η εναγόμενη 1 παρουσιάζεται να έχει καταβάλει πλήρως το τίμημα αγοράς του ακινήτου από το 2018 και συνεπώς η ενάγουσα όφειλε, με βάση τη συμφωνία των μερών, να προβεί στις δέουσες ενέργειες προκειμένου να της μεταβιβάσει την ιδιοκτησία του (βλ. όρο 9 της συμφωνίας). Δεν το έχει όμως μέχρι σήμερα πράξει και από τη στιγμή που δεν προβάλλεται να ευθύνεται για τούτο η εναγόμενη 1 δεν μπορεί η ενάγουσα να χρησιμοποιεί την κατάσταση που η δική της παράλειψη έχει δημιουργήσει, ως υπόβαθρο για την άσκηση ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων που κανονικά δεν θα είχε αν εκπλήρωνε τις συμβατικές της υποχρεώσεις.
Σε κάθε περίπτωση όμως, αλλά και στο βαθμό που η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι εκτελούνται εργασίες στο επίδικο ακίνητο χωρίς να έχει ληφθεί άδεια από εκείνη ως η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτης, από απλή ανάγνωση της αίτησης που υπεβλήθη στην αρμόδια αρχή για έκδοση πολεοδομικής άδειας σε σχέση με τις συγκεκριμένες εργασίες (Τεκ.21 και 22 εναγόμενης 1), προκύπτει ότι όχι μόνο η ενάγουσα είχε συγκατατεθεί στην εκτέλεση των εν λόγω εργασιών αλλά και μάλιστα ότι ήταν εκείνη που αιτήθηκε τη αδειοδότηση τους.
Υπό το φως των πιο πάνω συνεπώς, η απαίτηση της ενάγουσας δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να θεωρηθεί ότι εδράζεται επί καλής βάσης αγωγής, ή, αν εδράζεται, ότι έχει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, και θεωρώ περιττό εδώ να επεκταθώ στο γιατί η απουσία του απαραίτητου locus standi δεν επιτρέπει στην ενάγουσα ούτε να προωθεί η ίδια προσωπικά απαίτηση για κατ’ ισχυρισμό διάπραξη ποινικών αδικημάτων σε σχέση με το συγκεκριμένο ακίνητο. Για τα εν λόγω κατ’ ισχυρισμό αδικήματα άλλωστε η ενάγουσα έχει ήδη αποταθεί στην αρχή που είναι αρμόδια να τα διερευνήσει.
Ακόμη όμως και αν η υπόθεση της ενάγουσας μπορούσε να ικανοποιήσει τις πρώτες δύο προϋποθέσεις του αρ.32 η αίτηση και πάλι δεν θα μπορούσε να πετύχει λόγω του ότι δεν καταδεικνύεται να υπάρχει το στοιχείο της ανεπανόρθωτης ζημιάς. Αυτό γιατί από τη στιγμή που η ενάγουσα οφείλει, με βάση τη σύμβαση της 07/09/11, να μεταβιβάσει το ακίνητο στην εναγόμενη 1 η οποία δεν φαίνεται να υποχρεούται να πράξει οτιδήποτε άλλο προκειμένου να λάβει τέτοια μεταβίβαση, οι όποιες αλλαγές επιχειρούνται να γίνουν στο ακίνητο είναι στην ουσία την εναγόμενη 1 που θα δεσμεύουν και θα επηρεάζουν και όχι την ενάγουσα.
Στο σημείο αυτό επισημαίνω ότι δεν έχει διαφύγει της προσοχής μου ότι με βάση των όρο 3 της συμφωνίας της 07/09/11, «δεν μπορούν να γίνουν οποιεσδήποτε αλλαγές (στο ακίνητο) από τον αγοραστή μετά την παράδοση του ακινήτου και μέχρι την μεταβίβαση του στον τελευταίο…χωρίς τη γραπτή συγκατάθεση του πωλητή…» (βλ. σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά Μέρος Β όρος 3 συμφωνίας 07/09/11). Ο όρος αυτός όμως, τον οποίο να σημειωθεί η ενάγουσα δεν επικαλείται, είναι άρρηκτα συνδεδεμένος και με την υποχρέωση της τελευταίας να μεταβιβάσει την ιδιοκτησία του ακινήτου στην εναγόμενη 1 όταν η τελευταία θα εκπληρώσει τις δικές της συμβατικές της υποχρεώσεις αλλά και με τη συμβατική δυνατότητα που οι δύο αντισυμβαλλόμενοι έχουν στο να συμφωνήσουν όπως γίνουν τέτοιες αλλαγές στο ακίνητο μετά την παράδοση του. Και στην προκειμένη περίπτωση, η μεν εναγόμενη 1 φαίνεται να έχει εκπληρώσει ήδη όλες τις υποχρεώσεις της απέναντι στην ενάγουσα (βλ. απόδειξη εξόφλησης), ενώ η τελευταία φαίνεται, μέσω της αίτησης που υπέβαλε στην πολοεδομική αρχή τον Αύγουστο 2024, να έχει συγκατατεθεί στην διενέργεια αλλαγών στο ακίνητο.
Ακόμη δηλαδή και αν η υπόθεση ήθελε ιδωθεί υπό αυτή τη σκοπιά, η παρούσα αίτηση και πάλι δεν θα μπορούσε να επιτύχει.
Όλα τα πιο πάνω είναι αρκετά για να σφραγίσουν την τύχη της παρούσας αίτησης από αυτό το στάδιο, καθιστώντας περιττή την ενασχόληση με ό,τι άλλο ζήτημα εγείρεται από πλευράς εναγόμενων. Άλλωστε, από τη στιγμή που διαπιστώνεται, εκ πρώτης όψεως πάντοτε, ότι η ενάγουσα δεν έχει το απαιτούμενο locus standi να προωθεί την παρούσα απαίτηση, κανένα ουσιαστικό νόημα δεν έχει η ενασχόληση με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες αναρτήθηκε η πινακίδα της εναγόμενης 5 στο εργοτάξιο ή με το κατά πόσο ο πραγματικός κάτοχος του ακινήτου είναι ο εναγόμενος 2 και όχι η εναγόμενη 1 (σ.Δ. όλοι συμφωνούν τουλάχιστο ότι η ενάγουσα δεν είναι κάτοχος). Για σκοπούς πληρότητας όμως θα αναφέρω αφ’ ενός ότι από μόνη της η διευθυντική ιδιότητα ενός προσώπου δεν το απαλλάσσει από τυχόν προσωπική ευθύνη σε σχέση με τη διάπραξη ενός αστικού αδικήματος από την εταιρεία που διευθύνει (βλ. π.χ. Ξενοφώντος Κύπρος ν. KN Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 2786) και αφ’ ετέρου ότι το πώς και γιατί η εναγόμενη 5 κατέληξε να παρουσιάζεται ως υπεύθυνη του εργοταξίου στο ακίνητο, ως είναι κοινώς αποδεκτό ότι παρουσιαζόταν να είναι λόγω της αναρτημένης πινακίδας της, δεν είναι στο παρόν στάδιο που θα μπορούσε να εξεταστεί αλλά κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης. Τούτα τα θέματα όμως, υπό το φως των όσων αναφέρθηκαν πιο πάνω σε σχέση με το locus standi της ενάγουσας αλλά και γενικότερα την υπόθεση της, είναι πλέον ακαδημαϊκής σημασίας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους λοιπόν η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Όσον αφορά τα έξοδα της αίτησης, αυτά, ως είναι και ο γενικός κανόνας, επιδικάζονται εναντίον της ενάγουσας και υπέρ ενός εκάστου των εναγομένων 1, 2 και 5. Όσον αφορά το ύψος τους δε, χωρίς να παραγνωρίζω τις πρόνοιες του Μ.39 Κ.7, κρίνω ότι λόγω του αριθμού των διαδίκων και των ενστάσεων που έχουν καταχωρηθεί αλλά και λόγω των διαδικασιών που έλαβαν χώρα κατά την εκδίκαση της παρούσας αίτησης, είναι ορθότερο όπως το ύψος των επδικασθέντων εξόδων καθοριστεί κατόπιν λεπτομερούς υπολογισμού από τον πρωτοκολλητή ο οποίος είναι υπό την αίρεση της έγκρισης του Δικαστηρίου και εκδίδεται ανάλογη διαταγή.
Υπ……………………………
Λ. Πασχαλίδης, A.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] Καταχωρήθηκε 07/11/24 στις 16:50
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο