
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 376/25(ι)
Μεταξύ:
BLOZUME ENTERPRISES LIMITED
Ενάγουσα
και
ZUDOLEX CYPRUS LIMITED,
Εναγόμενοι
----------
(Αίτηση ενάγουσας ημερ. 18/06/25[1] για προσωρινά διατάγματα)
Ημερομηνία: 20 Ιουνίου 2025
Για ενάγουσα – αιτήτρια: κα Α. Νεοφύτου για Άκης Παπακυριακού Δ.Ε.Π.Ε
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Στις 17/06/25, η πιο πάνω ενάγουσα, η οποία είναι κυπριακή εταιρεία που δραστηριοποιείται στον τομέα της πώλησης παιδικών παιχνιδιών, ρούχων και συναφών προϊόντων υπό το όνομα «Accessories House», καταχώρισε απαίτηση δυνάμει του Μ.7 των Κανονισμών ζητώντας όπως εκδοθεί εναντίον των εναγομένων, οι οποίοι ειναι «η κατασκευάστρια και/ή η ιδιοκτήτρια και/ή η διαχειρίστρια του Metropolis Mall στη Λάρνακα» (εφ’ εξής το εμπορικό κέντρο), αριθμός τελικών αποφάσεων και διαταγμάτων με τα οποία, α) να αναγνωρίζεται ότι η συμφωνία άδειας χρήσης συγκεκριμένου χώρου/μονάδας στο εμπορικό κέντρο ημερ.04/11/21, όπως αυτή ανανεώθηκε, εξακολουθεί να είναι σε ισχύ και συνεχίζει να δεσμεύει την ενάγουσα και τους εναγόμενους, β) να αναγνωρίζεται ότι η ενάγουσα δικαιούται να κατέχει και/ή να χρησιμοποιεί το συγκεκριμένο χώρο/μονάδα στο εμπορικό κέντρο που είναι το αντικείμενο της συμφωνίας άδειας χρήσης ημερ. 04/11/21, γ) να απαγορεύεται στους εναγόμενους να διαθέσουν και/ή ενοικιάσουν και/ή εκχωρήσουν και/ή παραχωρήσουν άδεια χρήσης και/ή κατοχής του χώρου/μονάδας που κατέχει η ενάγουσα στο εμπορικό κέντρο και δ) να απαγορεύεται στους εναγόμενους να εμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση και/ή την ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος και/ή τη λειτουργία της επιχείρησης που η ενάγουσα ασκεί στο συγκεκριμένο χώρο/μονάδα του εμπορικού κέντρου. Με την απαίτηση της η ενάγουσα ζητά επίσης και αποζημιώσεις για παράβαση της συμφωνίας άδειας χρήσης ημερ. 04/11/21, και αποζημιώσεις για παράβαση του συνταγματικού δικαιώματος της να ασκεί ελεύθερα το επάγγελμα της, και αποζημιώσεις για απώλεια εισοδημάτων και/ή κερδών αλλά και αποζημιώσεις για απώλεια φήμης, πελατείας και/ή εμπορικής εύνοιας.
Την ίδια ουσιαστικά ημέρα που καταχωρήθηκε η προαναφερόμενη απαίτηση καταχωρήθηκε από πλευράς ενάγουσας και η υπό κρίση αίτηση χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά με την οποία ζητείται, στη βάση κυρίως του αρ. 32 του N14/60, των αρ.4,5 και 7 του Κεφ.6, των αρ. 46-50, 53 και 73-76 του Κεφ.149, των αρ. 17-25, 43 και 44 του Κεφ.148, των αρ. 25, 26, 28 και 30 του Συντάγματος, αλλά και των προνοιών των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας που παρέχουν την εξουσία έκδοσης προσωρινών διαταγμάτων τόσο με όσο και χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά, όπως εκδοθούν προσωρινά διατάγματα με τα οποία, α) να απαγορεύεται στους εναγόμενους να διαθέσουν και/ή ενοικιάσουν και/ή εκχωρήσουν και/ή παραχωρήσουν άδεια χρήσης και/ή κατοχής του χώρου/μονάδας που κατέχει η ενάγουσα στο εμπορικό κέντρο, β) να απαγορεύεται στους εναγόμενους να εμποδίζουν την ελεύθερη πρόσβαση και/ή την ελεύθερη άσκηση του επαγγέλματος και/ή τη λειτουργία της επιχείρησης που η ενάγουσα ασκεί στο συγκεκριμένο χώρο/μονάδα του εμπορικού κέντρου και γ) να διατάσσονται οι εναγόμενοι «να τηρούν και/ή να ενεργούν σύμφωνα με τους όρους της συμφωνίας άδειας χρήσης ημερ.04/11/21 όπως αυτή ανανεώθηκε».
Προτού αναφερθώ στην ένορκο δήλωση που υποστηρίζει την αίτηση, η οποία γίνεται από το διευθυντή της ενάγουσας, θα πρέπει να αναφέρω ότι κατόπιν ρητού γραπτού αιτήματος που υπέβαλε η πλευρά της ενάγουσας κατά την καταχώριση της αίτησης, το οποίο αίτημα είχε υποστηριχθεί και με σχετική ένορκη δήλωση ως προβλέπουν οι Κανονισμοί (βλ. Μ.23 Κ.8), η αίτηση ορίστηκε για εξέταση χθες 19/06/25.
Αφού λοιπόν η ευπαίδευτη δικηγόρος της ενάγουσας εμφανίστηκε χθες ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς εξέτασης της αίτησης, το Δικαστήριο έθιξε προς αυτή κάποιους προβληματισμούς σε σχέση με την επιλογή να επιδιωχθεί η έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων μονομερώς, ήτοι χωρίς να δοθεί προηγουμένως ειδοποίηση στην άλλη πλευρά ώστε να της δοθεί και εκείνης η ευκαιρία ν’ ακουστεί προτού το Δικαστήριο αποφασίσει αν θα εκδώσει οποιοδήποτε από τα διατάγματα που ζητούνται να εκδοθούν. Οι εν λόγω προβληματισμοί του Δικαστηρίου, οι οποίοι καταγράφηκαν στο σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε, εδράζονταν κυρίως στο γεγονός ότι αυτό που επιδιωκόταν με τα αιτούμενα διατάγματα ήταν ουσιαστικά να υπάρξει κάποιας μορφής δικαστική επέμβαση στη συμβατική σχέση δύο προσώπων, στο γεγονός ότι η ενάγουσα, σύμφωνα με τους δικούς της ισχυρισμούς, προς το παρόν έχει την πραγματική κατοχή του επίδικου χώρου/μονάδας στο εμπορικό κέντρο και αυτό δυνάμει μιας έγκυρης και δεσμευτικής σύμβασης με τους εναγόμενους η οποία δεν έχει τερματιστεί και η οποία φαίνεται να συνεχίζει να εκτελείται κανονικά, και τέλος στο γεγονός ότι οι «κίνδυνοι» για τους οποίους η ενάγουσα προβάλλει την ανησυχία της φαίνονται να μην έχουν κάποιο πραγματικό έρεισμα αλλά να βρίσκονται περισσότερο στη σφαίρα του υποθετικού.
Σημειώνω εδώ ότι στην ευπαίδευτη δικηγόρο της ενάγουσας επισημάνθηκε επίσης και ότι αν η πρόθεση της τελευταίας ήταν να επιμένει στην προώθηση της αίτησης χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά τότε το Δικαστήριο θα εξέταζε την αίτηση ως τέτοια και σε περίπτωση που την έκρινε δικαιολογημένη θα εξέδιδε τα προσωρινά διατάγματα που θα έκρινε ορθό να εκδοθούν. Σε αντίθετη όμως περίπτωση, αν δηλαδή ήθελε διαπιστωθεί ότι δεν πληρούνται οι δικαιοδοτικές και δικονομικές προϋποθέσεις για προώθηση της αίτησης ως αίτηση χωρίς ειδοποίηση, τότε, εφόσον πλέον θα υποστηριχθεί και το βάσιμο της αίτησης αλλά και η ορθότητα της επιλογής να καταχωρηθεί και να προωθηθεί χωρίς ειδοποίηση, αυτή θα απορρίπτετο στην ολότητα της (βλ. Μ.23 Κ.9(1) και ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ DAVID BARRY APPEL KAI ROSEMARY HELEN APPEL ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION, Πολιτική Αίτηση Αρ. 7/25, 30/1/2025). Η συνήγορος, αφού ζήτησε και έλαβε χρόνο να διαβουλευτεί με τους πελάτες της, ανέφερε ότι θα επιμείνει στο αίτημα για έκδοση των αιτούμενων προσωρινών διαταγμάτων χωρίς ειδοποίηση στην άλλη πλευρά οπόταν και προχώρησε ν’ αγορεύσει τόσο προφορικά όσο και γραπτώς σε σχέση με όλα τα εγειρόμενα θέματα παραπέμποντας το Δικαστήριο και σε διάφορες σχετικές αποφάσεις (βλ. μεταξύ άλλων Electromatic Constructions Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2009) 1 ΑΑΔ 258) .
Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω την αίτηση ως έχει καταχωρηθεί και προωθηθεί.
Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, οι διάδικοι είχαν συνάψει στις 04/11/21 γραπτή συμφωνία με την οποία οι εναγόμενοι παραχωρούσαν στην ενάγουσα έναντι χρηματικού ανταλλάγματος άδεια χρήσης συγκεκριμένου χώρου/μονάδας στο εμπορικό τους κέντρο προκειμένου να λειτουργήσει εκεί κατάστημα με την επιχείρηση της. Η άδεια αυτή, η οποία συμφωνήθηκε να ισχύει μέχρι της 30/09/24, θα μπορούσε με βάση τη συμφωνία των μερών ν’ ανανεωθεί για ακόμη 3 έτη στη λήξη της, ήτοι μέχρι τον Οκτώβριο 2027, νοουμένου ότι η ενάγουσα θ’ ασκούσε το ανάλογο συμβατικό δικαίωμα της τουλάχιστο 9 μήνες πριν τις 30/09/24. Ήταν δε όρος της συμφωνίας των μερών ότι κατά τη διάρκεια ισχύος της άδειας χρήσης η ενάγουσα θα κατέβαλλε ανελλιπώς και με τον τρόπο που συμφωνήθηκε, όλα τα αναλογούντα και συμφωνηθέντα τέλη για την άδεια που λάμβανε. Υπήρχε όμως και όρος στη συμφωνία των μερών ότι οι εναγόμενοι θα μπορούσαν «από καιρό σε καιρό να μεταφέρουν την ενάγουσα εντός του κτιρίου σε μονάδα η οποία κατά την εύλογη γνώμη (τους) είναι λογικά συγκρίσιμη με τη μονάδα που κατείχε προηγουμένως η ενάγουσα οπότε σε τέτοια περίπτωση (οι εναγόμενοι) θα καταβάλουν στην ενάγουσα όλα τα εύλογα έξοδα που συνδέονται με τη μετακίνηση».
Είναι η θέση της ενάγουσας ότι από τον Σεπτέμβριο 2021 που ξεκίνησε τη λειτουργία του το εμπορικό κέντρο, και μέχρι τις 10/06/24, αυτή πλήρωνε στους εναγόμενους κανονικά και ανελλιπώς τα συμφωνηθέντα τέλη, έστω και όταν οι τελευταίοι τα αύξησαν μονομερώς, και ότι καθ’ όλο αυτό το χρονικό διάστημα απολάμβανε πλήρως και στο ακέραιο τα συμβατικά της δικαιώματα.
Στις 10/6/24 η ενάγουσα αποφάσισε να ασκήσει το συμβατικό της δικαίωμα για ανανέωση της άδειας χρήσης της οπόταν έστειλε μέσω των δικηγόρων της σχετική γραπτή ειδοποίηση προς τους εναγόμενους. Εφόσον δεν υπήρξε καμία αντίδραση από τους τελευταίους για το γεγονός ότι το δικαίωμα για ανανέωση δεν είχε ασκηθεί εντός της συμφωνηθείσας περιόδου των 9 μηνών και εφόσον οι εναγόμενοι συνέχισαν να λαμβάνουν τα αναλογούντα τέλη που τους κατέβαλλε η ενάγουσα, η τελευταία θεώρησε ότι η άδεια χρήσης του επίδικου χώρου/μονάδας είχε ανανεωθεί για ακόμη 3 έτη, δηλαδή για περίοδο μέχρι τον Οκτώβριο 2027.
Περί τον Σεπτέμβριο 2024 οι εναγόμενοι άρχισαν να συζητούν με την ενάγουσα το ενδεχόμενο μετακίνησης της επιχείρησης της τελευταίας σε διαφορετικό χώρο/μονάδα οπόταν και προέκυψε μεταξύ τους διαφωνία σε σχέση με το ποιος θα έπρεπε να επωμιστεί τα σχετικά έξοδα μετακίνησης. Περί τον Οκτώβριο 2024, και ενόσω βρίσκονταν σε εξέλιξη οι συζητήσεις γύρω από το θέμα του κόστους της μετακίνησης της επιχείρησης της ενάγουσας, κάποιος φερόμενος αντιπρόσωπος των εναγομένων έθιξε για πρώτη φορά θέμα λήξης της άδειας χρήσης της τελευταίας από τις 30/09/24. Επειδή όμως, ισχυρίζεται η ενάγουσα, η θέση αυτή ήταν παντελώς αβάσιμη εφόσον και σχετική ειδοποίηση ανανέωσης είχε σταλεί αλλά και τα αναλογούντα τέλη καταβάλλονταν και εισπράττονταν κανονικά, και επειδή ο συγκεκριμένος φερόμενος αντιπρόσωπος των εναγομένων δεν ήταν το πρόσωπο που είχε συμφωνηθεί ότι θα συνιστά τον εξουσιοδοτημένο αντιπρόσωπο των τελευταίων, η ενάγουσα αποφάσισε να μην δώσει οποιαδήποτε σημασία στις εν λόγω θέσεις και μέχρι και τις αρχές του Νοέμβρη 2024 το θέμα δεν είχε εγερθεί ξανά.
Στις 08/11/24, ο προαναφερόμενος φερόμενος αντιπρόσωπος των εναγομένων παρουσίασε στην ενάγουσα ένα προσχέδιο συμφωνίας ανανέωσης το οποίο όμως προνοούσε για άδεια χρήσης για 1 χρόνο μόνο, για αυξημένα τέλη αλλά και για τοποθέτηση της επιχείρησης της ενάγουσας σε νέα τοποθεσία. Και αυτή τη φορά όμως η ενάγουσα αποφάσισε να μη δώσει σημασία στις θέσεις του συγκεκριμένου προσώπου θεωρώντας τις ως «καλόπιστο λάθος», εντύπωση η οποία κατ’ εκείνη επιβεβαιώθηκε στη συνέχεια αφού κατά τους επόμενους μήνες τα πράγματα δεν άλλαξαν.
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου 2025, ήτοι μετά από 3 μήνες, ο πιο πάνω αναφερόμενος αντιπρόσωπος των εναγομένων επανάφερε την απαίτηση για υπογραφή νέας συμφωνίας ανανέωσης, αυτή τη φορά όμως πιο έντονα και μάλιστα με επιπρόσθετες απαιτήσεις όπως η ανανέωση ισχύσει αναδρομικά, ήτοι από τον Οκτώβριο 2024, και όπως αντί για μετακίνηση της επιχείρησης της ενάγουσας σε νέο χώρο, για τροποποίηση των σχεδίων του υφιστάμενου καταστήματος. Τότε ήταν και που η ενάγουσα αποφάσισε πλέον να αποταθεί σε δικηγόρους για να διαφυλάξει τα δικαιώματα της.
Ακολούθησε λοιπόν περί τα μέσα Μαρτίου 2025 ανταλλαγή επικοινωνίας μεταξύ των δικηγόρων της ενάγουσας και του (ορθού πλέον) εξουσιοδοτημένου αντιπροσώπου των εναγομένων, στα πλαίσια της οποίας επικοινωνίας, ο τελευταίος, επιμένοντας στη θέση περί προγενέστερης λήξης της άδειας χρήσης και στην απαίτηση για υπογραφή νέας συμφωνίας και δη προχρονολογημένης, «…δήλωσε ξεκάθαρα ότι (οι εναγόμενοι) δεν είχε πρόθεση να τηρήσει τους όρους της Συμφωνίας ως αυτή είχε ανανεωθεί…όπως είπε «ετσι λειτουργούν τα malls, αν σας αρέσει»!».
Παρά όμως το ότι η ενάγουσα είχε από τότε (Μάρτιο 2025) αντιληφθεί ότι «εκβιαστικά η εναγόμενη απαιτούσε την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας αλλιώς θα μας «έδιωχνε» από το Metropolis Mall επιμένοντας στη θέση ότι η Συμφωνία δεν είχε ανανεωθεί», εντούτοις δενέλαβε οποιοδήποε μέτρο και «…προσπαθήσαμε μέσω των δικηγόρων μας να συζητήσουμε (με τους εναγόμενους) το πρόβλημα που δημιούργησε…πλην όμως δεν λάβαμε ποτέ την αναμενόμενη απάντηση…».
Δύο μήνες αργότερα, δηλαδή στις 13/05/25, οι εναγόμενοι, σύμφωνα με την ενάγουσα, «…επιδεικτικά και με προφανή αδιαφορία ως προς την ύπαρξη και την ισχύ της Συμφωνίας μας ανακοίνωσε μέσω ηλεκτρονικού μηνύματος ότι βρίσκεται ενεργά σε συζητήσεις με εταιρείας για την αντικατάσταση μας στο χώρο του καταστήματος…(και)…στις 20/05/25 επανήλθε επαναλαμβάνοντας ότι βρίσκεται σε προχωρημένες συζητήσεις με εταιρείες με σκοπό την αντικατάσταση μας…». Σύμφωνα με τον ομνύοντα, αν και έκτοτε δεν έχει γίνει οτιδήποτε άλλο από πλευράς εναγομένων εντούτοις αυτή η εξέλιξη πραγμάτων δείχνει ότι οι τελευταίοι δεν ενδιαφέρονται για τη συμφωνία των μερών η οποία είναι ακόμη ισχυρή και δεσμευτική μέχρι τον Οκτώβριο 2027 όπως και ότι δεν ενδιαφέρονται αν θα διώξουν την ενάγουσα παράνομα από το χώρο που αυτή νόμιμα κατέχει και χρησιμοποιεί.
Αν λοιπόν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα προσωρινά διατάγματα, υποστηρίζει η πλευρά της ενάγουσας, τότε οι εναγόμενοι «…θα προχωρήσουν στη σύναψη συμφωνίας για παραχώρηση άδειας χρήσης του χώρου που στεγάζεται η επιχείρηση της ενάγουσας…σε κάποια τρίτη επιχείρηση η οποία, σαν αθώο μέρος θα έχει απαίτηση να της παραχωρήσουμε άδειο το χώρο…η εναγόμενη θα επωφεληθεί, παράνομα και κακόπιστα…(οι εναγόμενοι) θα μας εξαναγκάσει να κλείσουμε την επιχείρηση μας εκεί με το έτσι θέλω…(αν οι εναγόμενοι) προχωρήσει με την μονομερή καταχρηστική και κακόπιστη ενέργεια της να «κλείσει» το κατάστημα της ενάγουσας…κατάσχοντας μας και όλα τα προϊόντα αυτό θα ήταν καταστροφικό…θα ήταν καταστροφικό και για τη φήμη της επιχείρησης της ενάγουσας…θα παραβιάσει τη μεταξύ μας συμφωνία …9και)…το δικαίωμα της ενάγουσας στην ελευθερία της άσκησης επαγγέλματος…τυχόν τερματισμός της λειτουργίας της επιχείρησης της ενάγουσας…θα απέκλειε εξ’ ολοκλήρου και δια παντός την τοπική μας επιχείρηση…».
Αντιθέτως, καταλήγει ο ομνύοντας, αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα τότε όχι μόνο θα αποφευχθεί να προκληθεί ανεπανόρθωτη ζημιά στην ενάγουσα αλλά και τα δικαιώματα των εναγομένων θα παραμείνουν στην ουσία ανεπηρέαστα αφού θα συνεχίσουν να εισπράττουν το συμφωνηθέν αντάλλαγμα της άδειας χρήσης.
Έχω εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου καθώς επίσης και την εμπεριστατωμένη επιχειρηματολογία της συνηγόρου η οποία είναι καταγραμμένη στα πρακτικά. Σημειώνω τα ακόλουθα.
Οι νομολογιακές αρχές που περιβάλλουν αιτήματα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στη βάση του αρ.32 του Ν.14/60 είναι καλά γνωστές και έχουν πολύ εύστοχα συνοψισθεί σε πληθώρα αποφάσεων όπως είναι οι ΚΟΖΑΚΟΥ κ.α. ν. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Πολιτική Έφεση Αρ. E127/2013, 13/6/2019, Εκδόσεις Αρκτίνος Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Π.Ε. Ε7/2018, ημερ. 21.3.2019, MERIDIAN GAMING LTD κ.α. v. ΔΗΜΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. E179/2017, 2/5/2024, SERGIY MARFUT v. ZAFORPO VENTURES LTD κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε144/2020, Ε145/2020, 29/3/2024, LAXIFLORA HOLDINGS LTD κ.α. v. ΚΩΣΤΑ ΖΕΡΒΟΥ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε38/2021, Ε42/2021, 12/2/2024 και PROQUASERV ACCOUNTANTS LTD κ.α. v. ΣΤΑΥΡΟΥ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗ, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε49/2018, 17/11/2023.
Οι πιο πάνω αρχές, στο βαθμό που άπτονται και του πώς είναι που διενεργείται η δικαστική εξέταση ενδιάμεσων αιτήσεων της παρούσας φύσης, συνάδουν με τον τρόπο με τον οποίο τέτοιες αιτήσεις θα πρέπει να εξετάζονται με βάση τους «νέους» Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας στη βάση των οποίων και εγείρεται η παρούσα. Προς τούτο παραπέμπω ενδεικτικά στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου σε σχέση με τον τρόπο εφαρμογής των αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίοι είναι όμοιοι με τους κυπριακούς Κανονισμούς, αναφέρεται στις σελ. 585 – 588 ότι κατά την εκδίκαση ενδιάμεσων αιτήσεων δεν είναι ορθό να επιβάλλεται το επίπεδο απόδειξης που επιβάλλεται στα πλαίσια κανονικής δίκης (ισοζύγιο των πιθανοτήτων) αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε ουσιαστικά είτε τη διεξαγωγή πρόωρης δίκης είτε όπως το Δικαστήριο προκαταβάλει στα πλαίσια μιας ενδιάμεσης διαδικασίας την ενδεχόμενη τελική του κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης. Παρόμοια είναι δε και η αρχή που διατυπώθηκε προ πολλού στην Κύπρο σε σχέση με το επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες για προσωρινά διατάγματα (βλ. Odysseos v. Pieris Estates & Others (1982) 1 C.L.R. 557). Ως εκ τούτου, το σύνηθες επίπεδο απόδειξης σε ενδιάμεσες διαδικασίες με βάση τους νέους Κανονισμούς είναι, όπως αναφέρεται στο Blackstone’s, το κατά πόσο το οποιοδήποτε αμφισβητούμενο γεγονός έχει καταδειχθεί μέσω μιας «καλής συζητήσιμης υπόθεσης», κριτήριο το οποίο «…εμπερικλείει το σημαντικό κανόνα ότι το Δικαστήριο θα πρέπει να είναι όσο ικανοποιημένο μπορεί να είναι, δεδομένων των περιορισμών που έχει μια ενδιάμεση διαδικασία, για το ότι υπάρχουν παράγοντες που του δίδουν δικαιοδοσία ή που δικαιολογούν την άσκηση της δικαιοδοσίας αυτής…». Για το λόγο αυτό, συνεχίζει το BLACKSTONE’S, «…οι περισσότερες αιτήσεις εξετάζονται στη βάση των γεγονότων που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα…(εφόσον)…η επιλογή μεταξύ μαρτύρων συνιστά λειτουργία του Δικαστή που εκδικάζει την ουσία της υπόθεσης και σε μια ενδιάμεση αίτηση είναι επιτρεπτό για ένα Δικαστή να «κοιτάξει πίσω» από μια Ε/Δ μόνο αν προβάλλεται κάποιος ισχυρισμός που παρουσιάζει εγγενή απιθανότητα ή όταν υπάρχει εξωγενής μαρτυρία που τον αντικρούει…» (βλ.σελ. 587 και την αναφορά που εκεί γίνεται στις HRH Prince of Wales v Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776 (21 December 2006), National Westminster Bank Plc v Daniel [1993] 1 WLR 1453 και Shyam Jewellers Ltd v Cheeseman | [2001] EWCA Civ 1818).
Επιπρόσθετα όμως των πιο πάνω επισημαίνω και ότι εφόσον η υπό κρίση περίπτωση πρόκειται για αίτηση που καταχωρήθηκε και προωθήθηκε χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά, δηλαδή μονομερώς, οι δικαιοδοτικοί παράγοντες του κατεπείγοντος και των εξαιρετικών/ιδιαίτερων περιστάσεων λαμβάνουν ιδιαίτερη σημασία αφού είναι αυτοί οι παράγοντες που συνιστούν τη θεμιτή εξαίρεση στον θεμελιώδη κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που δεν επιτρέπει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί (βλ. μεταξύ άλλων ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥ ΑΝΔΡΕΑ ΚΟΥΠΠΑ ν. ΠΟΥΛΛΑΣ ΤΣΑΔΙΩΤΗΣ ΛΙΜΙΤΕΔ κ.α., Πολιτική Έφεση Αρ. 312/10, 17/7/2014, ΑSPIS LIBERTY LIFE INSURANCE PUBLIC CO LTD ν. ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ ΑΛΛΩΣ ΝΟΡΑΣ ΣΙΑΚΑΤΙΔΟΥ, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. 52/2010, 19/3/2014, Αμβροσιάδου κ.ά. ν. Coward κ.ά. (2013) 1 Α.Α.Δ. 78, Vuitton ν. Δερμοσάκ Λτδ κ.α. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453 καθώς επίσης και Μ.23 Κ.5 και Κ.6).
Των πιο πάνω λεχθεντων σημειώνω ότι με τη θέσπιση των νέων Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας, τα στοιχείο του «κατεπείγοντος» και των «ιδιαίτερων περιστάσεων» έχουν πλέον καταστεί και δικονομική προϋπόθεση για την επιτυχία μιας αίτησης που καταχωρήθηκε ως «αίτηση χωρίς ειδοποίηση» εφόσον τέτοιες αιτήσεις έχουν πλέον αποκτήσει τη δική τους ξεχωριστή υπόσταση η οποία είναι ανεξάρτητη από τις αιτήσεις για τις οποίες δίνεται εξ’ αρχής ειδοποίηση, ήτοι τις γνωστές «δια κλήσεως αιτήσεις» (βλ. Μ.23 Κ.6). Με άλλα λόγια, οι «νυν» αιτήσεις χωρίς ειδοποίηση δεν συνιστούν αιτήσεις οι οποίες κανονικά γίνονται δια κλήσεως και ζητείται από το Δικαστήριο όπως «κατ’ εξαίρεση» εκδικαστούν μονομερώς, αλλά συνιστούν εξ αρχής μονομερείς αιτήσεις οι οποίες διέπονται πλέον από τις δικές τους δικονομικές προϋποθέσεις[2]. Όπως όμως και πριν τη θέσπιση των νέων Κανονισμών έτσι και τώρα, ο αιτητής δεν θα πρέπει μόνο να δώσει ικανοποιητικούς λόγους στο Δικαστήριο για να δικαιολογήσει το γιατί έχει καταχωρήσει αίτηση χωρίς ειδοποίηση, είτε πριν είτε μετά την καταχώριση απαίτησης, αλλά και τυχόν αποτυχία του να καταδείξει μέχρι τέλους ότι η επιλογή του αυτή ήταν δικαιολογημένη συνιστά λόγο για απόρριψη της αίτησης και ακύρωσης οποιουδήποτε εκδοθέντος διατάγματος (βλ. σελ. 575-578 και 658 - 661 Blackstone’s ανωτέρω όπου γίνεται αναφορά στο τι συνιστά έγκυρη αίτηση χωρίς ειδοποίηση καθώς επίσης και Bates v Lord Hailsham of St Marylebone [1972] 1 WLR 1373 – “delay by the applicant cannot make an application urgent”). Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Cinpres Gas Injection Ltd v Melea Ltd [2005] EWHC 3180 (Pat) (14 December 2005) στην οποία παραπέμπει το Blackstone’s ανωτέρω ως περίπτωση που η διαπιστωθείσα αδικαιολόγητη καταχώρηση αίτησης χωρίς ειδοποίηση οδήγησε στην ακύρωση του εκδοθέντος προσωρινού διατάγματος είναι άκρως διαφωτιστικό:
«Before turning to these particular matters I should make a number of general observations. The grant of an injunction is a serious matter. Our familiarity with injunctive relief tends to blunt our appreciation of the significance of an injunction to lay parties…The second important consideration is the court's need to protect its own proceedings against interference. This is an extremely serious matter…The more serious an application the more desirable it is for notice to be given to the respondent. Applications without notice are only for genuinely urgent cases and cases where notice would frustrate the purpose of the order. There are also cases where giving notice, although desirable, is simply not practicable in the time available and in all cases in which notice is not given the failure must be justified to the judge. No regard was had to this basic principle in this case and no explanation was given to the judge either at the time or now. It is not as if this was a recondite area of legal learning. These basic requirements, … are clearly set out in the notes to CPR 25 and in the practice direction thereunder. In this case a very serious allegation was being made ... As I have indicated the gravity of the allegation made the giving of notice even more desirable than perhaps it might otherwise be. Notice could plainly have been given in this case and was not. There is no question that notice was possible since when it came to service of the order the address of the solicitors was proffered as an address for alternative service. I regard this is a grave procedural fault and as I have indicated no attempt has been made to explain it…In obtaining the order from Patten J, therefore, it seems to me that there was a disregard for procedural safeguards, safeguards which were intended…to ensure that the case was dealt with efficiently and proportionately. These are matters which do not require the intervention of the judge who hears the application. They should be automatic and it is the duty of the parties to inform the judge who is hearing the application that they have not been done…»
Στις ίδιες όμως γραμμές κινείται και η κυπριακή νομολογία που περιέβαλλε τους «παλαιούς» Θεσμούς - βλ. μεταξύ άλλων CMK METAL CONSTRACTION LIMITED κ.α., Πολιτική Aίτηση Αρ. 138/2018, 7/11/2018:
«Εν προκειμένω οι αιτητές είχαν κάθε δικαίωμα να καταχωρίσουν την έφεση μέχρι και το τελευταίο λεπτό της προβλεπόμενης προθεσμίας. Εφόσον όμως είχαν πρόθεση να καταχωρίσουν και ενδιάμεση αίτηση για αναστολή του πλειστηριασμού, θα έπρεπε να ενεργήσουν με τέτοιο τρόπο ώστε να μη δημιουργήσουν συνθήκες πίεσης για το Δικαστήριο αλλά, κυρίως, για την άλλη πλευρά. Θα έπρεπε να καταχωρίσουν την έφεση και την ενδιάμεση αίτηση ενωρίτερα, οπότε και δεν θα υπήρχε ανάγκη για κατεπείγουσα αίτηση χωρίς ειδοποίηση. Η δέουσα, υπ΄αυτή την έννοια, δικονομική συμπεριφορά των αιτητών, θα έδιδε την ευκαιρία στο Δικαστήριο να προγραμματίσει και να χειριστεί την υπόθεση ακούγοντας προηγουμένως και τις δύο πλευρές, εξισορροπώντας τα εκατέρωθεν δικαιώματα και τους κινδύνους κάθε πλευράς, θέματα στα οποία αναφέρθηκε αγορεύοντας σήμερα ο ευπαίδευτος δικηγόρος των αιτητών. Θα μπορούσε σε αυτά τα πλαίσια το Δικαστήριο να εκδικάσει την ενδιάμεση αίτηση με την απαιτούμενη ταχύτητα ή να κατέληγαν τα μέρη σε εκ συμφώνου αναστολή της διαδικασίας του πλειστηριασμού με μια πρακτική μεταξύ τους διευθέτηση μέσα από συναινετικές προσεγγίσεις.
Αυτές όμως οι ορθές και δίκαιες δυνατότητες εξουδετερώθηκαν από τον χειρισμό των αιτητών να καταχωρίσουν την αίτησή τους στον ύστατο χρόνο που επέλεξαν να την καταχωρίσουν.
Η αντιμετώπιση του θέματος από το Επαρχιακό Δικαστήριο ήταν ορθή. Ορθά θεώρησε πως το κατεπείγον της αίτησης προέκυπτε από τους χειρισμούς των ίδιων των αιτητών και συνεπώς δεν μπορούσαν να το επικαλούνται ως δικαιοδοτική προϋπόθεση της αίτησης τους. Αντίθετη προσέγγιση θα επιβράβευε τέτοιες πρακτικές προς ζημία της απονομής της δικαιοσύνης και των ταλαιπωρημένων δικαστικών διαδικασιών.
Η αναγκαία και πολύτιμη στις κατάλληλες περιπτώσεις εξαίρεση απόδοσης θεραπείας χωρίς να ακουστεί η άλλη πλευρά δεν μπορεί να λειτουργεί προς απόκτηση τακτικού δικονομικού πλεονεκτήματος ή εν πάση περιπτώσει για πρόκληση πίεσης στο Δικαστήριο και τους αντιδίκους.»
Έχοντας λοιπόν κατά νου τις πιο πάνω αρχές σημειώνω τα εξής σχετικά με την υπό κρίση περίπτωση:
Α. Η σχέση των διαδίκων στην παρούσα υπόθεση προβάλλεται να είναι συμβατική, και η επίδικη διαφωνία που κατ’ ισχυρισμό έχει προκύψει μεταξύ τους, έγκειται, σύμφωνα με την ίδια την ενάγουσα, στον τρόπο που ο κάθε διάδικος ερμηνεύει το συμβατικό δικαίωμα της ενάγουσας για ανανέωση της συμφωνίας άδειας χρήσης καθώς και στο κατά πόσο η τελευταία έχει στην προκειμένη περίπτωση ασκήσει το εν λόγω δικαίωμα με τον ορθό και συμφωνημένο τρόπο. Το λιγότερο συνεπώς που θα μπορούσε να λεχθεί σε σχέση με τα δικαιώματα που έχουν οι διάδικοι είναι ότι αμφότεροι έχουν το ίδιο δικαίωμα να προβάλουν τις θέσεις τους σε σχέση με την επίδικη διαφορά. Αυτό μάλιστα καθίσταται εντονότερο όταν συνυπολογιστεί και ότι η υπόθεση της ενάγουσας στην ουσία εδράζεται στον ισχυρισμό της ότι ναι μεν δεν άσκησε το δικαίωμα της για ανανέωση της χρήσης με τον τρόπο που έτασσε η συμφωνία των μερών, ήτοι εντός της εκεί προβλεπόμενης προθεσμίας, όμως θα πρέπει να θεωρηθεί ότι οι εναγόμενοι έχουν εξυπακουόμενα αποδεχτεί την ανανέωση με τη στάση και τη συμπεριφορά που επέδειξαν.
Β. Παρά το ότι οι εναγόμενοι προβάλλονται από την ενάγουσα να θεωρούν ότι η άδεια χρήσης της έχει λήξει, εντούτοις μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχουν απαιτήσει από αυτή να εγκαταλείψει το χώρο/μονάδα και ούτε φαίνεται να της έστειλαν οποιαδήποτε επίσημη ειδοποίηση που να υποδηλοί ότι τη θεωρούν πλέον ως παράνομο επεμβασία στο χώρο λόγω τερματισμού της ισχύος της άδειας της. Αντιθέτως, σύμφωνα με την ίδια την ενάγουσα, από τον Οκτώβριο 2024 και μέχρι και το Μάρτιο του 2025, ήτοι για 6 μήνες, οι εναγόμενοι παρουσιάζονται όχι μόνο να εισπράττουν κανονικά και αδιαμαρτύρητα τα συμφωνηθέντα τέλη αλλά και να επιδιώκουν όπως υπογραφτεί νέα συμφωνία άδειας χρήσης και όπως μετακινηθεί η επιχείρηση της ενάγουσας σε άλλο χώρο στο εμπορικό κέντρο, κάτι το οποίο δικαιούνται να ζητήσουν με βάση τη συμφωνία των μερών. Το μόνο που προβάλλεται ν’ άλλαξε σε αυτή την κατάσταση πραγμάτων ήταν ότι το Μάιο 2025, δηλαδή ένα μήνα πριν την καταχώρηση της παρούσας, οι εναγόμενοι ανέφεραν ότι «…βρίσκεται ενεργά σε συζητήσεις με εταιρείες για την αντικατάσταση μας στο χώρο του καταστήματος…». Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Με άλλα λόγια η ενάγουσα παρουσιάζεται να έχει και πραγματική κατοχή του χώρου, και την προς τούτο ανοχή των εναγομένων αλλά και να καταβάλλει κανονικά τα τέλη που με βάση τη συμφωνία των μερών θα πρέπει να καταβάλλει ώστε να απολαμβάνει τη νόμιμη κατοχή του χώρου. Υπό αυτές τις περιστάσεις που η ίδια η ενάγουσα ισχυρίζεται ότι υφίστανται, η άμεση έξωση ή εκδίωξη της ενάγουσας από το χώρο δεν μπορεί να θεωρείται ούτε απλό αλλά ούτε και εύκολο εγχείρημα και σίγουρα δεν πρόκειται για εγχείρημα το οποίο μπορεί να επιτευχθεί απλά λόγω της υπογραφής μιας νέας συμφωνίας με κάποιο τρίτο πρόσωπο ως υποστηρίζει η ενάγουσα (βλ. π.χ. ODYSSEOS ν. PIERIS ESTATES AND OTHERS (1982) 1 CLR 557). Μπορεί λοιπόν η πλευρά της ενάγουσας να νιώθει ότι οι εναγόμενοι θα μπορούσαν να προβούν και σε άλλες ενέργειες προς εκδίωξη της οι οποίες θα συνιστούσαν αστικά και ποινικά αδικήματα, όμως ο ισχυρισμός αυτός δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις παρά να θεωρηθεί ως καθαρά υποθετικός.
Γ. Σύμφωνα με την ενάγουσα, αυτή είχε αντιληφθεί, αν όχι από το Νοέμβριο 2024 τουλάχιστο από το Μάρτιο 2025 ότι «εκβιαστικά η εναγόμενη απαιτούσε την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας αλλιώς θα μας «έδιωχνε» από το Metropolis Mall επιμένοντας στη θέση ότι η Συμφωνία δεν είχε ανανεωθεί». Παρά ταύτα δεν έκρινε αναγκαίο να λάβει από τότε οποιαδήποτε μέτρα της φύσης της παρούσας αίτησης και θεώρησε ότι θα ήταν ορθότερο να παραμείνει να συζητά το θέμα με τους εναγόμενους για τους επόμενους τρεις μήνες. Και ο λόγος δε που αποφάσισε να αντιδράσει τον Ιούνιο 2025, ήταν, όπως προανέφερα, διότι ένα μήνα προηγουμένως οι εναγόμενοι της ανέφεραν απλά ότι «…βρίσκονται ενεργά σε συζητήσεις με εταιρείες για την αντικατάσταση μας στο χώρο του καταστήματος…». Αυτή όμως δεν ήταν κάποια σημαντική εξέλιξη στην υπόθεση και ούτε συνιστούσε κάποια ανατροπή στα όσα ήδη λάμβαναν χώρα από το Μάρτιο του 2025.
Ακόμη όμως και να μπορούσε η αναφορά των εναγόμενων το Μάιο 2025 να θεωρηθεί ως μια σημαντική «εξέλιξη» στην υπόθεση, που υπό τις περιστάσεις δεν φαίνεται να είναι, η ενάγουσα δεν αμφισβητεί ότι οι εναγόμενοι όντως έχουν συμβατικό δικαίωμα να την αντικαταστήσουν φτάνει να είναι για την περίοδο μετά τον Οκτώβριο 2027. Έπεται συνεπώς ότι προτού το Δικαστήριο θεωρήσει ότι οι εναγόμενοι επιχειρούν με τις φερόμενες «ενεργές» συζητήσεις τους να παραβιάσουν τη συμφωνία των μερών, το λιγότερο που δικαιούνται οι τελευταίοι να λάβουν είναι την ευκαιρία να θέσουν και τις δικές τους θέσεις αναφορικά με το πώς και πότε προτίθενται να αντικαταστήσουν την ενάγουσα αν είναι όντως αυτή η πρόθεση τους.
Κοντολογίς, αν η ενάγουσα αξιοποιούσε ορθά το χρόνο που είχε στη διάθεση της όταν αντιλήφθηκε, ως η ίδια ισχυρίζεται, ότι «εκβιαστικά η εναγόμενη απαιτούσε την υπογραφή μιας νέας συμφωνίας αλλιώς θα μας «έδιωχνε» από το Metropolis Mall επιμένοντας στη θέση ότι η Συμφωνία δεν είχε ανανεωθεί», όταν δηλαδή δεν λάμβανε χώρα καμία «ενεργή συζήτηση» των εναγομένων με τρίτα πρόσωπα αλλά μόνο με την ενάγουσα, τότε δεν θα υπήρχε η προβαλλόμενη ανάγκη για καταχώριση κατεπείγουσας αίτησης χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά και κανένας λόγος δεν θα υπήρχε για να δημιουργηθούν συνθήκες πίεσης για το Δικαστήριο αλλά κυρίως και για την άλλην πλευρά, η οποία μάλιστα, σύμφωνα με την ίδια την ενάγουσα, δικαιούται σε κάποιο στάδιο να αντικαταστήσει τον αδειούχο κάτοχο του επίδικου χώρου. Και ας μη μας διαφεύγει εδώ ότι η ενάγουσα, με βάση τους δικούς της ισχυρισμούς, δεν είχε ενεργήσει ως η συμφωνία των μερών προνοούσε προκειμένου να ανανεώσει ορθά την άδεια χρήσης της και για να το «αντισταθμίσει» αυτό επικαλείται σήμερα την ερμηνεία που εκείνη δίνει στη μετέπειτα στάση και συμπεριφορά των εναγομένων.
Ακόμη δηλαδή και να υπάρχει το οποιοδήποτε στοιχείο του κατεπείγοντος, το οποίο δεν φαίνεται να υπάρχει, το στοιχείο αυτό διαπιστώνεται να προκύπτει αποκλειστικά συνεπεία των χειρισμών της ίδιας της ενάγουσας και συνεπώς δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί προς ικανοποίηση της συγκεκριμένης δικαιοδοτικής προϋπόθεσης επί της οποίας εδράζεται και προωθείται η παρούσα αίτηση χωρίς ειδοποίηση, ιδιαίτερα όταν κάτι τέτοιο θα επενεργήσει ουσιαστικά ως απόκτηση τακτικού δικονομικού πλεονεκτήματος προς όφελος της ενάγουσας και σε βάρος των εναγομένων (βλ. CMK ανωτέρω). Και το αναφέρω αυτό επισημαίνοντας ταυτόχρονα και ότι στην υπόθεση Electromatic Constructions Ltd στην οποία αναφέρθηκε η συνήγορος της ενάγουσας, το αίτημα που είχε υποβληθεί εκεί για την έκδοση παρόμοιας φύσης διαταγμάτων, είχε κριθεί ότι δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί μονομερώς και χωρίς πρώτα να ακουστεί και η άλλη πλευρά – «Με ex parte αίτηση καταχωρηθείσα την ίδια μέρα η Εφεσείουσα ζήτησε:1. Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η Δημοκρατία να αφαιρέσει, μετακινήσει ή άλλως πως επέμβη με το ήδη τοποθετηθέν σύστημα.2. Διάταγμα με το οποίο να εμποδίζεται η Δημοκρατία να συνάψει σύμβαση με άλλο σε σχέση με το αντικείμενο των συμβάσεων της με την Εφεσείουσα. Το πρώτο διάταγμα εδόθη ex parte. Ως προς το δεύτερο, διετάχθη να γίνει επίδοση.»
Υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις της υπόθεσης συνεπώς, όχι μόνο δεν δικαιολογείτο να καταχωρηθεί αίτηση χωρίς ειδοποίηση προς την άλλη πλευρά αλλά ήταν και επιβεβλημένο όπως δοθεί η ευκαιρία στους εναγόμενους να εκφράσουν τις δικές τους θέσεις προτού εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα της φύσης που ζητείται να εκδοθεί.
Αν και τα πιο πάνω είναι αρκετά για να σφραγίσουν την τύχη της παρούσας αίτησης από αυτό το στάδιο, εντούτοις, για σκοπούς πληρότητας θ’ αναφέρω και ότι στο βαθμό που προβάλλεται από πλευράς ενάγουσας η θέση ότι αν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα τότε αυτή θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά, η θέση αυτή κρίνεται προς το παρόν να στερείται ερείσματος εφόσον όπως ανέφερα, με βάση τους ισχυρισμούς της ίδιας της ενάγουσας, αυτή έχει και πραγματική κατοχή του χώρου αλλά και εισπράττονται τα αναλογούντα τέλη που καταβάλλει για τη χρήση του. Το ότι συνεπώς μπορεί να επιτευχθεί συμφωνία μεταξύ των εναγομένων και τρίτων προσώπων για τη χρήση του επίδικου χώρου, το οποίο είναι και το μόνο που προβάλλεται στο παρόν στάδιο ότι μπορεί να γίνει, δεν συνεπάγεται από μόνο του και άνευ ετέρου την έξωση ή την εκδίωξη της ενάγουσας από τον επίδικο χώρο.
Τέλος, στο βαθμό που η αίτηση προωθήθηκε και στη βάση του δικαιοδοτικού στοιχείου των «εξαιρετικών/ιδιαίτερων περιστάσεων», θα περιοριστώ ν’ αναφέρω ότι πέραν των όσων επισημαίνονται πιο πάνω σε σχέση με το ότι αυτές οι φερόμενες «ιδιαίτερες/εξαιρετικές περιστάσεις» στην ουσία φαίνεται να είναι οι περιστάσεις που ίσχυαν κατά τους τελευταίους 3 μήνες τουλάχιστο, όλα τα θέματα που εγείρει η ενάγουσα αφορούν στον τρόπο άσκησης των εκατέρωθεν συμβατικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων και συνεπώς και πάλι θα έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στους εναγόμενους να ακουστούν προτού εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα το οποίο θα επηρεάζει δραστικά τα δικαιώματα τους. Δεν πρόκειται δηλαδή για μια ξεκάθαρη και έκδηλη περίπτωση που θα δικαιολογούσε όπως μην ακουστεί και η άλλη πλευρά προτού εκδοθεί οποιοδήποτε διάταγμα που θα επηρεάσει σημαντικά και δραστικά τα δικαιώματα της (βλ. Electromatic Constructions Ltd).
Για όλους τους πιο πάνω λόγους λοιπόν και κατ’ εφαρμογή και των εξουσιών που μου παρέχει το Μ.23 Κ.9(1) (βλ. και DAVID BARRY APPEL κ.α ανωτέρω) κρίνω ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει ως έχει προωθηθεί και συνεπώς αυτή απορρίπτεται. Ως προς τα έξοδα δεν εκδίδεται καμία διαταγή.
(Υπ.)………………………
Πιστόν αντίγραφο Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
Πρωτοκολλητής
[1] Καταχωρήθηκε 17/06/25 στις 1305μ.μ.
[2] Μ.23Κ.6 (1) Αίτηση μπορεί να υποβληθεί χωρίς να επιδοθεί αντίγραφο αυτής στον καθ’ ου η αίτηση σε οποιαδήποτε από τις ακόλουθες περιπτώσεις:(α) όταν υπάρχει κατεπείγον ή άλλες ιδιαίτερες περιστάσεις· (β) όταν όλοι οι διάδικοι συγκατατίθενται·(γ) όταν το δικαστήριο απαλλάσσει τον αιτητή από την υποχρέωση επίδοσης·(δ) όταν ο πρωταρχικός σκοπός προάγεται καλύτερα με τον τρόπο αυτό·(ε) όταν αυτό επιτρέπεται από Νόμο, κανονισμό ή δικαστικό διάταγμα.
(2) Αιτητής ο οποίος υποβάλλει αίτηση χωρίς ειδοποίηση καταχωρίζει, μαζί με την αίτηση ή το συντομότερο δυνατό μετά την καταχώρισή της και, σε κάθε περίπτωση, τουλάχιστον δύο μέρες πριν από την ΑΔΟ, γραπτή αγόρευση. Η γραπτή αγόρευση πρέπει να είναι σύμφωνη με τον κανονισμό 23.11(4).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο