
ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Α.Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 484/24(ι)
Μεταξύ:
1. ΠΑΝΤΕΛΙΤΣΑ ΙΩΑΚΕΙΜ
2. ΑΝΤΩΝΗΣ ΙΩΑΚΕΙΜ
Ενάγοντες – Αιτητές
Και
CAC CORAL LIMITED
Εναγόμενη – Καθ΄ ης η αίτηση
----------------
(Αίτηση εναγόντων ημερ. 06/09/24 για συνοπτική απόφαση)
Ημερομηνία: 2 Ιουνίου 2025
Εμφανίσεις:
Για Ενάγοντες - αιτητές: κ. Χ. Πουτζιουρής για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε
Για Εναγόμενη - καθ’ ης η αίτηση: κα Γ. Ζαχαρίου για ΑΝΔΡΕΑΣ Β. ΖΑΧΑΡΙΟΥ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Το δικονομικό ιστορικό που περιβάλλει την παρούσα αίτηση των εναγόντων ημερ. 06/09/24 για έκδοση συνοπτικής απόφασης υπέρ τους δυνάμει του Μ.24 έχει συνοψισθεί μερικώς στην ενδιάμεση απόφαση που εκδόθηκε στις 27/01/25 από την οποία παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα:
«Στις 26/08/24, οι ενάγοντες στην παρούσα υπόθεση, οι οποίοι είναι ανδρόγυνο, καταχώρισαν έντυπο απαίτησης δυνάμει του Μ.7, χωρίς Ε/Α, αξιώνοντας εναντίον της εναγόμενης, η οποία είναι « … αδειοδοτημένη εταιρεία εξαγοράς πιστώσεων σύμφωνα με το Ν.169(Ι)/2015 … και βάσει διατάγματος του Ε.Δ. Λευκωσίας στην αίτηση 947 /2018, τους μεταβιβάστηκαν οι επίδικες πιστωτικές διευκολύνσεις των εναγόντων και των εταιρειών τους και όλες οι σχετικές εξασφαλίσεις που είχε η Εθνική Τράπεζα …»[1], αριθμό δηλωτικών αποφάσεων που αφορούν, (α) στην εφαρμογή του περί Τόκου Ν.2/1977 στην Συμφωνία υποθήκης/Υποθήκη Υ240/1987 που βαρύνει τα ακίνητα τους (215 & 216) καθώς επίσης και στις συνέπειες που η εν λόγω εφαρμογή έχει στα δικαιώματα των διαδίκων σε σχέση με την πληρωμή τόκου ώστε το χρέος των εναγόντων να θεωρηθεί ότι έχει εξοφληθεί και η υποθήκη να εξαλειφθεί, (β) σε ακύρωση και/ή εξάλειψη της υποθήκης Υ240/1987 με την κατάθεση του ποσού των €170.860,14, (γ) στην κήρυξη των Ειδοποιήσεων Ι και ΙΑ που η εναγόμενη επέδωσε στους ενάγοντες για εκποίηση των ενυπόθηκων ακινήτων αλλά και των ενεργειών στις οποίες προβαίνει η εναγόμενη προκειμένου να εισπράξει από τους ενάγοντες το κατ΄ εκείνην οφειλόμενο ποσό, ως δόλιων και ως παραβιάζουσες τις πρόνοιες του Ν.2/77.
Την ίδια μέρα που καταχώρισαν την απαίτηση τους, οι ενάγοντες καταχώρισαν και μια μονομερή αίτηση (την παρούσα) με την οποία ζήτησαν, στη βάση κυρίως των άρθρων 4 – 9, 21, 23, 29, 31 και 32 του Ν.14/60, του άρ. 23 Κεφ.6, των άρ. 44 -44ΙΣ του Ν.9/65, των Μ.2, 2.1(2), των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας και των άρ. 23, 26, 28 και 30(2) του Συντάγματος, όπως εκδοθούν προσωρινά διατάγματα που θα ισχύουν μέχρι την εκδίκαση της ουσίας της απαίτησης και/ή νεωτέρας διαταγής του Δικαστηρίου, με τα οποία, (Α) να αναστέλλεται αφ’ ενός η διαδικασία πλειστηριασμού των ενυπόθηκων ακινήτων που είχε τότε προγραμματίσει η εναγόμενη να γίνει στις 27/08/24 και αφ’ ετέρου (Β) να «…απαγορεύεται η πώληση και ή αποξένωση και ή επιβάρυνση των (ενυπόθηκων) ακινήτων…».
Σύμφωνα με την υποστηρικτική Ε/Δ της ενάγουσας 1, η οποία δηλώνει να είναι εξουσιοδοτημένη και από τον ενάγοντα 2 σύζυγο της, το ανδρόγυνο είχε εγγράψει την υποθήκη Υ240/1987 επί δυο ακινήτων που τους ανήκουν εξ’ ημισείας και επί των οποίων έχει ανεγερθεί η κατοικία στην οποία μέχρι και σήμερα διαμένουν, ως εξασφάλιση χρέους ύψους Λ.Κ.50.000 (€85.430,07) (Τεκ.1 και 2). Σε κάποιο κατοπινό στάδιο, όταν και μεταξύ του ανδρογύνου και της εναγόμενης εκκρεμούσαν διάφορες αγωγές (1517/15, 1518/15, 2318/15 και 346/16), εκ των οποίων κάποιες έχουν ήδη εκδικαστεί (1517/15, 1518/15 - Τεκ. 6) - εκκρεμεί και έφεση που το ανδρόγυνο καταχώρισε εναντίον απόφασης που εκδόθηκε εναντίον τους πρωτόδικα στην αγωγή 1517/15 - έγιναν διάφορες συναντήσεις και συζητήσεις για εξώδικη διευθέτηση όλων των αγωγών χωρίς όμως να υπάρξει θετικό αποτέλεσμα.
Στις 24/2/23 η εναγόμενη επέδωσε στους ενάγοντες Ειδοποίηση Τύπου Ι σε σχέση με την υποθήκη 240/87 (Τεκ.3). Με την εν λόγω ειδοποίηση η εναγόμενη απαίτησε όπως της καταβληθεί το συνολικό ποσό των €1.643.588,64 πλέον τόκους, το οποίο κατ’ εκείνη εξασφαλιζόταν από την υποθήκη Υ240/87. Οι ενάγοντες δεν συμφώνησαν με το περιεχόμενο της εν λόγω ειδοποίησης διότι κατ’ εκείνους, το εκεί αναφερόμενο ως αξιούμενο ποσό ήταν εσφαλμένο ένεκα του ότι με βάση τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου που ίσχυαν σε σχέση με τις συγκεκριμένες εξασφαλισμένες πιστωτικές διευκολύνσεις, απαιτούνταν να πληρωθούν τόκοι που δεν δικαιολογούνταν να απαιτηθούν. Τη θέση τους αυτή οι ενάγοντες την εξέφρασαν άμεσα προς την εναγόμενη μέσω επιστολής που έστειλε ο δικηγόρος τους την 01/03/23 (Τεκ. 4) πλην όμως η εναγόμενη την απέρριψε. Παρά ταύτα, στα πλαίσια των συζητήσεων που ήδη γίνονταν για εξώδικη διευθέτηση όλων των υποθέσεων που εκκρεμούσαν, οι ενάγοντες έστειλαν στις 27/5/24 μέσω του δικηγόρου τους πρόταση για διευθέτηση όλων των υποθέσεων με την καταβολή του συνολικού ποσού των €900.000 (€400.000 μέχρι την 27/6/24 και ακολούθως €500.000 με μηνιαίες δόσεις των €10.000) (Τεκ. 5).
Παρά την πιο πάνω πρόταση των εναγόντων η εναγόμενη προχώρησε στις 14/06/24 και επέδωσε στους ενάγοντες Ειδοποιήσεις Τύπου ΙΑ με τις οποίες όριζε πλειστηριασμό των ενυπόθηκων ακινήτων για τις 27/08/24 προκειμένου να εισπραχθεί το απαιτητό ποσό των €1.643.588,64 πλέον τόκους €194.162,36 (Τεκ.7). Όσον αφορά δε την πρόταση που είχαν υποβάλει οι ενάγοντες για διευθέτηση, η εναγόμενη απάντησε στις 23/08/24 ότι θα δεχόταν διευθέτηση όλων των υποθέσεων μόνο αν της καταβαλλόταν το συνολικό ποσό των €1.250.000 εκ των οποίων οι €800.000 θα έπρεπε να της καταβληθούν μέχρι την 27/08/24 κάτι το οποίο όμως ήταν αδύνατο για τους ενάγοντες να πράξουν εντός ενός τόσο στενού χρονοδιαγράμματος αλλά και υπό το φως της δέσμευσης της περιουσίας τους από την εναγόμενη με τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν ήδη εκδοθεί.
Θέση λοιπόν των εναγόντων είναι ότι η εναγόμενη χρησιμοποιεί καταχρηστικά και εκβιαστικά τη διαδικασία εκποίησης του Ν.9/65 προκειμένου να εισπράξει από τους ενάγοντες ποσά που δεν δικαιούται να πληρωθεί και συγκεκριμένα τόκους που δεν μπορούν να απαιτηθούν. Αυτό γιατί «…η υποθήκη ήταν υφιστάμενη πριν την υιοθέτηση του Ν.160(Ι)/1999 όπου τέθηκε σε ισχύ την 1/1/2001 και επομένως οι υποθήκες διέπονται από τον περί Τόκου Νόμου Ν.2/1977 …» και ως εκ τούτου « … τα ποσά των ειδοποιήσεων είναι λανθασμένα και παράνομα εφόσον μεταφέρονται όπως ήταν στις Ειδοποιήσεις Τύπο Ι με επιπρόσθετους τόκους που δεν δικαιούνται … εφόσον … τα ποσά των τόκων που μπορούσαν να εισπράξουν οι εφεσίβλητοι είναι μόνο μέχρι του ποσού της αρχικής υποθήκης δηλαδή το ποσό €85.430,07 ως τόκους, πλέον το κεφάλαιο της υποθήκης…». Κατά τους ενάγοντες, με τις ειδοποιήσεις Τύπος ΙΑ η εναγόμενη «μετέφερε το ποσό των €1.643.588,64 πλέον τόκους €194.162,36 για την υποθήκη Υ240/1987 από την Ειδοποίηση Τύπος Ι από την οποία τεκμαίρεται ότι το ποσό των €1.643.5888,64 το θεωρούν ως τα υπόλοιπα δανείου που καταγράφουν στην κατάσταση λογαριασμού χωρίς αναφορά σε τόκους στην κατάσταση λογαριασμού … να σημειωθεί ότι οι εφεσίβλητοι στην κατάσταση λογαριασμού στην Ειδοποίηση Τύπος Ι καταγράφουν το ποσό των €2.037.368,86 συμπεριλαμβανομένων τόκων για το ποσό που εξασφαλίζει υποθήκη που είναι παράνομο και λανθασμένο …». Προς επίρρωση των ισχυρισμών τους αυτών, οι ενάγοντες υποδεικνύουν μεταξύ άλλων το γεγονός ότι σύμφωνα με την πρώτη σελίδα της Ειδοποίησης Τύπου Ι φαίνεται να χρεώνεται τόκος 10% ενώ με τις δικαστικές αποφάσεις που είχαν εκδοθεί εναντίον των εναγόντων ο τόκος είχε καθοριστεί σε πολύ χαμηλότερα ποσοστά.
Στη βάση των πιο πάνω ισχυρισμών τους και επικαλούμενοι την πρόθεση τους να καταβάλουν το ποσό που νόμιμα υποχρεούνται να καταβάλουν στην εναγόμενη σε σχέση με το χρέος τους ώστε να εξασκήσουν το δικαίωμα τους στην εξάλειψη της υποθήκης, οι ενάγοντες θεωρούν ότι θα πρέπει να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα ώστε να μην υποστούν ανεπανόρθωτη ζημιά σε περίπτωση πώλησης της κατοικίας τους αλλά και για να διαφυλαχθούν στο ακέραιο τα εκατέρωθεν δικαιώματα.
Το Δικαστήριο που επιλήφθηκε τότε της αίτησης έκρινε ότι δικαιολογείτο η έκδοση μονομερώς του διατάγματος που αφορούσε σε αναστολή της προγραμματισθείσας για τις 27/08/24 διαδικασίας πλειστηριασμού και εξέδωσε στις 26/08/24 σχετικό προσωρινό διάταγμα. Όσον αφορά την άλλη πτυχή της αίτησης των εναγόντων, ήτοι για διάταγμα απαγόρευσης οποιασδήποτε πώλησης, επιβάρυνσης ή αποξένωσης των ενυπόθηκων ακινήτων, το Δικαστήριο έδωσε οδηγίες όπως επιδοθεί στην αντίδικη πλευρά.
Αφού η αίτηση και το διάταγμα επιδόθηκαν στην εναγόμενη, η τελευταία εκδήλωσε πρόθεση να υποβάλει ένσταση και στο εκδοθέν διάταγμα, έστω και αν παρήλθε η ημερομηνία του προγραμματισμένου πλειστηριασμού, αλλά και σε ολόκληρη την αίτηση και αυτό προφανώς διότι οι ενάγοντες επέμειναν στο να προωθούν και το αίτημα τους για έκδοση διατάγματος γενικής απαγόρευσης πώλησης των ενυπόθηκων ακινήτων.
Με την ένσταση που καταχώρισε στις 19/09/24 η εναγόμενη προβάλει 21 λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Ειδικότερα, σύμφωνα με την υποστηρικτική Ε/Δ λειτουργού της εταιρείας που διαχειρίζεται εκ μέρους της εναγόμενης τα θέματα των πιστωτικών διευκολύνσεων που η τελευταία έχει αποκτήσει από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Κύπρου Λτδ (εφ΄ εξής η Τράπεζα), ως μια τέτοια περίπτωση είναι και η επίδικη, τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης δεν είναι ως παραπλανητικά τα παρουσίασαν οι ενάγοντες. Αυτό κατά την ομνύουσα διότι η επίδικη υποθήκη δεν εξασφαλίζει μόνο την διευκόλυνση στην οποία αναφέρθηκαν οι ενάγοντες αλλά και διάφορες άλλες διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί προς τον ενάγοντα 2 και εταιρείες συμφερόντων του και οι οποίες διευκολύνσεις αποτέλεσαν αντικείμενα διαφόρων δικαστικών αγωγών σε κάποιες από τις οποίες έχουν ήδη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις (Τεκ.2, 3, 4 και 5).
Μεταξύ των διευκολύνσεων που εξασφαλίζει η επίδικη υποθήκη είναι και διευκολύνσεις που παρασχέθηκαν υπό τη μορφή δύο τρεχούμενων λογαριασμών και ενός δανείου. Ο ένας τρεχούμενος λογαριασμός είχε ανοιχτεί τον Μάρτιο του 1999 αλλά υπέστη διάφορες τροποποιήσεις μετά και που καταργήθηκε ο περί Τόκου Νόμος και ο τερματισμός του έγινε τον Μάρτιο του 2015 (τεκ.6) ενώ ο άλλος τρεχούμενος λογαριασμός και το δάνειο (Τεκ.7 και 8) είχαν παραχωρηθεί το 2001 και 2008 αντίστοιχα και αποτέλεσαν αντικείμενο της αγωγής 1518/15 στην οποία εκδόθηκε απόφαση την 5/10/22 η οποία και κατέστη τελεσίδικη. Ναι μεν λοιπόν οι διευκολύνσεις αυτές εξασφαλίστηκαν και με την υποθήκη του 1987 αλλά επρόκειτο για συμφωνίες οι οποίες έγιναν μετά την κατάργηση του περί Τόκου Νόμου και επομένως τίθενται εκτός του πεδίου εφαρμογής και εμβέλειας του.
Είναι συνεπώς η νομική θέση της εναγόμενης ότι «από την στιγμή που (η υποθήκη) εξασφάλιζε πιστωτικές διευκολύνσεις που ήταν σε ισχύ και /ή παραχωρήθηκαν κατά και μετά την θέσπιση του (Ν.160(Ι)/1999) δεν ισχύουν οι περιορισμοί του περί Τόκου Νόμου. Επιπλέον, ούτε και η μεταβατική διάταξη άρθρο 4 του Ν.160(Ι)/1999 ισχύει αφού δεν πρόκειται για υποθήκη με πέραν του ενός ενυπόθηκους δανειστές …».
Όσον αφορά τις επίδικες ειδοποιήσεις, θέση της εναγόμενης είναι ότι από το 2023 που στάληκε η Ειδοποίηση Τύπου Ι κανένα δικονομικό διάβημα δεν έλαβαν οι ενάγοντες εναντίον αυτής ούτε όμως και κατέβαλαν έστω το ποσό που εκείνοι θεωρούσαν ότι οφείλεται. Το μόνο που έγινε, υποστηρίζει η εναγόμενη, ήταν διάφορες συζητήσεις χωρίς όμως θετικό αποτέλεσμα, με τις συζητήσεις αυτές ν’ αφορούσαν όλες τις διαφορές των διαδίκων και όχι μόνο την επίδικη υποθήκη. Σε κάθε περίπτωση όμως, προβάλλει η ομνύουσα, οι ενάγοντες είχαν καταχωρήσει στις 29/07/24 την αίτηση έφεση 174/24 προκειμένου να ανακόψουν τη διαδικασία πλειστηριασμού που είχε οριστεί για τις 27/08/24 και η αίτηση αυτή εκδικάστηκε και απορρίφθηκε την 14/08/24 και ήταν μόνο μετά πάροδο 10 ημερών που αποτάθηκαν στο Δικαστήριο με την παρούσα διαδικασία αποκρύπτοντας και την ύπαρξη αλλά και την τύχη της 174/24. Από μόνοι τους δηλαδή οι ενάγοντες, και δη παραπλανητικά, δημιούργησαν το κατ’ ισχυρισμό κατεπείγον της περίπτωσης και αυτό προκειμένου να πετύχουν να ανακόψουν μια διαδικασία εκποίησης που ήταν καθόλα νόμιμη, νομότυπη και κανονική και η οποία ούτως ή άλλως περιέχει δικλίδες που διασφαλίζουν στο ακέραιο τα δικαιώματα όλων των εμπλεκομένων μερών, περιλαμβανομένων δηλαδή και των ενυπόθηκων οφειλετών. Αυτό γιατί οι τελευταίοι μπορούν, με βάση το Ν.9/65, να θέσουν την άποψη τους ως προς το πώς θα πρέπει να διανεμηθεί το εκπλειστηρίασμα μετά τον πλειστηριασμό.
Είναι επομένως η καταληκτική θέση της εναγόμενης ότι στην βάση των πιο πάνω ούτε κατεπείγον υπήρχε στην προκειμένη περίπτωση αλλά ούτε και δικαιολογείται επί της ουσίας η έκδοση των προσωρινών διαταγμάτων που ζητούν οι ενάγοντες»
Στα πιο πάνω θα προσθέσω και τα εξής:
Όσον αφορά την πιο πάνω αναφερόμενη ενδιάμεση αίτηση των εναγόντων για προσωρινά διατάγματα, αυτή τελικά απορρίφθηκε στις 27/01/25 κατόπιν ακρόασης διότι έστω και αν κρίθηκε ότι οι ενάγοντες πληρούσαν τις προϋποθέσεις του αρ.32 με βάση τα όσα λέχθηκαν, αφ’ ενός στις ΕΛΕΝΗ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΙΠΟΝΙΔΗ (ΣΥΖΥΓΟΣ ΑΝΤΩΝΗ ΧΑΤΖΗΑΝΤΩΝΗ) ν. ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΛΤΔ. κ.α., ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 429/2011, 6/12/2017, ECLI:CY:AD:2017:A444 και Ξιούρουππας Σταύρος και Άλλες ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1 ΑΑΔ 2604, ECLI:CY:AD:2016:A522 σε σχέση με συμβάσεις και υποθήκες που έγιναν ενόσω ήταν σε ισχύ ο περί Τόκου Νόμους και αφ’ ετέρου σε υποθέσεις όπως η ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ κ.α. v. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. E95/2021, 8/2/2024 αναφορικά με το δικαίωμα ενός ενυπόθηκου οφειλέτη να ζητήσει την εξάλειψη της υποθήκης με την εξόφληση του ενυπόθηκου χρέους που προνοεί η σχετική σύμβαση (equity of redemption), εντούτοις κρίθηκε ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας δεν μπορούσε να κλίνει υπέρ τους. Αυτό γιατί είχαν ήδη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις που διέτασσαν την εκποίηση της υποθήκης Υ240/87 και την πώληση των ενυπόθηκων ακινήτων δια δημοσίου πλειστηριασμού προκειμένου να εξοφληθούν εκείνα τα εξ αποφάσεως χρέη και συνεπώς κανένα ισότιμο Δικαστήριο δεν θα μπορούσε να εκδώσει διάταγμα με το οποίο θα διατασσόταν να μην γίνει οποιοσδήποτε τέτοιος πλειστηριασμός. Σημειώθηκε βεβαίως επί της εν λόγω απόφασης, όπως κατά παρόμοιο τρόπο είχε επισημανθεί και στην απόφαση με την οποία απορρίφθηκε στις 14/08/24 η αίτηση έφεση που είχαν καταχωρήσει οι ενάγοντες, ότι οι τελευταίοι «…διατηρούν το δικαίωμα να προωθήσουν τις συγκεκριμένες θέσεις τους είτε μέσω της διαδικασίας που προνοεί το αρ.44Ι του Ν.9/65, είτε μέσω της παρούσας αγωγής, είτε, σε περίπτωση που διενεργηθεί επιτυχώς ο πλειστηριασμός, μέσω κάποιας άλλης αγωγής ως ήταν οι περιπτώσεις στην Πιπονίδη και Γεωργίου ανωτέρω (Γεώργιου Μιχαήλ Μαρία ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (πρώην Cyprus Popular Bank Public Co Ltd και Marfin Popular Bank Public Co Ltd) (2016) 1 ΑΑΔ 1877)…».
Όσον αφορά τώρα την παρούσα διαδικασία, σημειώνω ότι στις 06/09/24 οι ενάγοντες καταχώρισαν την Ε/Α τους καθώς επίσης και την παρούσα αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης υπέρ τους ως η απαίτηση κατ’ εφαρμογή του Μ.24 των Κανονισμών. Τόσο στην Ε/Α όσο και στην Ε/Δ της ενάγουσας 1 που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση, οι ενάγοντες προβάλλουν ουσιαστικά τους ίδιους ισχυρισμούς με αυτούς που πρόβαλαν με την προηγούμενη ενδιάμεση αίτηση τους για προσωρινά διατάγματα, ήτοι ότι η εναγόμενη χρησιμοποιεί καταχρηστικά και εκβιαστικά τη διαδικασία εκποίησης του Ν.9/65 προκειμένου να εισπράξει από αυτούς ποσά που δεν δικαιούται να πληρωθεί και συγκεκριμένα τόκους που δεν μπορούν να απαιτηθούν διότι «…η υποθήκη ήταν υφιστάμενη πριν την υιοθέτηση του Ν.160(Ι)/1999 όπου τέθηκε σε ισχύ την 1/1/2001 και επομένως οι υποθήκες διέπονται από τον περί Τόκου Νόμου Ν.2/1977 …» και ως εκ τούτου « … τα ποσά των ειδοποιήσεων είναι λανθασμένα και παράνομα εφόσον μεταφέρονται όπως ήταν στις Ειδοποιήσεις Τύπος Ι με επιπρόσθετους τόκους που δεν δικαιούνται … εφόσον ίσχυε ο περί τόκου Νόμος και τα ποσά των τόκων που μπορούσαν να εισπράξουν από το ποσό της υποθήκης είναι μόνο μέχρι του ποσού του αρχικού ποσού της υποθήκης δηλαδή το ποσό €85.430,07 ως τόκους, πλέον το κεφάλαιο της υποθήκης…».
Επειδή η πλήρης έκταση των ισχυρισμών των εναγόντων έχει παρατεθεί ανωτέρω δεν κρίνω σκόπιμο να την επαναλάβω και θα περιοριστώ να αναφέρω ότι με την Ε/Δ που υποστηρίζει την παρούσα αίτηση οι ενάγοντες έχουν παρουσιάσει ως Τεκμήρια, τους τίτλους ιδιοκτησίας του επίδικου ακινήτου (Τεκ.1), τις δικαστικές αποφάσεις που εκδόθηκαν εναντίον τους (Τεκ.2), τη δήλωση υποθήκης Υ240/1987 που είναι κατατεθειμένη στο Κτηματολόγιο (Τεκ.3), τις ειδοποιήσεις τύπου Ι που η εναγόμενη επέδωσε στους ενάγοντες την 24/02/23 (Τεκ.4), την αλληλογραφία που ανταλλάχτηκε σε σχέση με τα διεκδικούμενα από την εναγόμενη ποσά (Τεκ. 5, 6, 7 και 8), τρεις άλλες αγωγές που καταχωρήθηκαν εναντίον τους από την εναγόμενη (Τεκ.9), ειδοποιήσεις τύπου ΙΑ που η εναγόμενη τους επέδωσαν στις 14/06/24 (Τεκ.10), αντίγραφο του παραρτήματος του Ν.9/65 που αφορά στις ειδοποιήσεις τύπου Ι (Τεκ.11) και την αίτηση έφεση υπ. αρ. 174/2024 που οι ενάγοντες είχαν καταχωρίσει σε σχέση με τις ειδοποιήσεις Ι και ΙΑ της εναγόμενης και η οποία διαδικασία απορρίφθηκε από το Δικαστήριο στις 14/08/24 (Τεκ.12).
Είναι λοιπόν η θέση των εναγόντων ότι η εναγόμενη δεν έχει οποιαδήποτε υπεράσπιση στις αξιώσεις τους και για το λόγο αυτό η εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης θα πρέπει να ασκηθεί υπέρ τους αφού δεν υπάρχει οτιδήποτε που να χρειάζεται να οδηγηθεί σε κανονική δίκη.
Στην αντιπέρα όχθη η εναγόμενη, η οποία δεν έχει ακόμη καταχωρίσει την υπεράσπιση της λόγω των διαδικασιών που εκκρεμούσαν, καταχώρισε ένσταση στην παρούσα αίτηση προβάλλοντας 15 συνολικά λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί. Οι λόγοι ένστασης της εναγόμενης αλλά και η Ε/Δ που τη συνοδεύει ουσιαστικά κυλούν πάνω στις ίδιες γραμμές με αυτές που προβλήθηκαν από μέρους της τελευταίας κατά την ακρόαση της αίτησης των εναγόντων για προσωρινά διατάγματα και περιστρέφονται γύρω από τη θέση ότι η επίδικη υποθήκη δεν εξασφαλίζει μόνο την διευκόλυνση στην οποία αναφέρθηκαν οι ενάγοντες αλλά και διάφορες άλλες διευκολύνσεις που είχαν παραχωρηθεί προς τον ενάγοντα 2 και εταιρείες συμφερόντων του και οι οποίες διευκολύνσεις αποτέλεσαν αντικείμενο διαφόρων δικαστικών αγωγών σε κάποιες από τις οποίες έχουν ήδη εκδοθεί δικαστικές αποφάσεις. Μάλιστα δε, μεταξύ των διευκολύνσεων που εξασφαλίζει η επίδικη υποθήκη, ισχυρίζεται η εναγόμενη, είναι και διευκολύνσεις που παρασχέθηκαν υπό τη μορφή ενός τρεχούμενου λογαριασμού που είχε ανοιχτεί τον Μάρτιο του 1999 και ο οποίος, αφού υπέστη διάφορες τροποποιήσεις μετά και που καταργήθηκε ο περί Τόκου Νόμος, τερματίστηκε το Μάρτιο του 2015, και ενός άλλου τρεχούμενου λογαριασμού και ενός δανείου που είχαν παραχωρηθεί το 2001 και 2008 αντίστοιχα και αποτέλεσαν αντικείμενο της αγωγής 1518/15 στην οποία εκδόθηκε απόφαση την 05/10/22 η οποία κατέστη τελεσίδικη. Συνεπώς, υποστηρίζουν οι ενάγοντες, «…ανεξάρτητα από το πότε παραχωρήθηκε η επίδικη υποθήκη, από την στιγμή που αυτή εξασφάλιζε πιστωτικές διευκολύνσεις που ήταν σε ισχύ ή και παραχωρήθηκαν κατά και μετά την θέσπιση του (Ν.160(Ι)/1999) δεν ισχύουν οι περιορισμοί του περί Τόκου Νόμου….(και )… ούτε και η μεταβατική διάταξη άρθρο 4 του Ν.160(Ι)/1999 ισχύει αφού δεν πρόκειται για υποθήκη με πέραν του ενός ενυπόθηκους δανειστές…μπορεί η υποθήκη να ενεγράφηκε το 1987 αλλά στη συνέχεια ανανεώθηκε η ισχύς της…».
Επικαλούμενη λοιπόν η εναγόμενη το γεγονός ότι οι ενάγοντες ουδέποτε προχώρησαν να καταβάλουν έστω το ποσό που εκείνοι θεωρούν ότι πρέπει να πληρώσουν αλλά και το ότι η ορθή, κατά την εναγόμενη, διαδικασία αμφισβήτησης του ποσού που δύναται να εισπραχθεί από την εκποίηση μιας υποθήκης είναι μόνο αυτή που προνοεί το αρ. 44Ι(3) του μέρους VIA του Ν.9/65, ήτοι αφού πωληθεί το ενυπόθηκο ακίνητο και προτού διατεθεί το εισπραχθέν ποσό, υποστηρίζει ότι δεν δικαιολογείται η έκδοση οποιασδήποτε συνοπτικής απόφασης και συνεπώς η αίτηση θα πρέπει να απορριφθεί.
Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνήγορους των διαδίκων. Αν και ειδικότερη αναφορά στο περιεχόμενο των αγορεύσεων θα κάνω σε κατοπινό στάδιο εντούτοις κρίνω σκόπιμο ν’ αναφέρω εδώ ότι σε αμφότερες τις αγορεύσεις γίνεται εκτενής ανάλυση της νομικής πτυχής που περιβάλλει την ουσία της επίδικης διαφοράς, ήτοι το πεδίο εμβέλειας και εφαρμογής του Ν.2/1977 και δη σε σχέση με υποθήκες. Κατά την πλευρά των εναγόντων η νομολογία είναι ξεκάθαρη επί του συγκεκριμένου θέματος και δη υπέρ των δικών τους θέσεων, ενώ κατά την πλευρά της εναγόμενης, η οποία παραπέμπει στη νομολογία που αφορούσε στην έκδοση συνοπτικής απόφασης με βάση τις πρόνοιες των παλαιών Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, οι οποίες βεβαίως δεν έχουν εφαρμογή στην υπό κρίση περίπτωση αφού η υπόθεση λόγω της χρονολογίας της καταχώρισης της εκδικάζεται στη βάση των νέων Κανονισμών[2], «…τα νομικά ζητήματα που τίθενται είναι περίπλοκα και εξαρτάται και από τα γεγονότα και τις συνθήκες σύναψης και τροποποίησης των συμφωνιών πιστωτικών διευκολύνσεων που εξασφαλίζονται από την επίδικη υποθήκη, που δεν μπορεί να αποφασιστεί σε αυτό το πρώιμο στάδιο.»
Έχοντας λοιπόν εξετάσει με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου κρίνω σκόπιμο όπως στο στάδιο αυτό προβώ σε παράθεση των νομικών αρχών που περιβάλλουν αιτήσεις αυτής της φύσης, ήτοι αιτήσεις στη βάση του Μ.24 για έκδοση συνοπτικής απόφασης, και αυτό καθαρά για σκοπούς ευκολότερης κατανόησης των όσων θα αναφερθούν πιο κάτω.
Επισημαίνω εδώ ότι ένεκα του ότι οι συγκεκριμένες πρόνοιες συνιστούν πρόνοιες που πρόσφατα εισήχθηκαν στην κυπριακή δικονομική τάξη και οι οποίες, έστω και αν σε κάποιο βαθμό προσομοιάζουν με τις φαινομενικά αντίστοιχες πρόνοιες των «παλαιών» Θεσμών, δηλαδή της Δ.18 (συνοπτική απόφαση), είναι εντούτοις διαφορετικές,έχω ανατρέξει για καθοδήγηση στο εγνωσμένου κύρους νομικό σύγγραμμα BLACKSTONE’S CIVIL PRACTICE 2019, όπου στις σελίδες 614 - 623 αναλύεται η νομική πτυχή και ο τρόπος εφαρμογής των αντίστοιχων αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας (CPR r.24) οι οποίοι είναι όμοιοι με τους υπό κρίση κυπριακούς Κανονισμούς (Μ.24). Εκεί γίνεται μάλιστα και συγκριτική αναφορά στους παλαιούς αγγλικούς κανονισμούς οι οποίοι είναι σε μεγάλο βαθμό πανομοιότυποι με τους παλαιούς κυπριακούς Θεσμούς (Δ.18). Ενόψει λοιπόν και της απουσίας στο παρόν στάδιο οποιασδήποτε κυπριακής νομολογίας σε σχέση με τους συγκεκριμένους κυπριακούς Κανονισμούς, κρίνω σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσια και σε κάποια έκταση τα σχετικά αποσπάσματα από τον Blackstone’s (σε ελεύθερη μετάφραση στα ελληνικά):
Ανατρέχοντας λοιπόν στους Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας, διαπιστώνεται ότι η εξουσία για χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας παρέχεται ουσιαστικά από το Μ.24 Κ.1 και Κ.2. σύμφωνα με το οποίο το Δικαστήριο δύναται να αποφασίσει επί απαίτησης ή συγκεκριμένου ζητήματος χωρίς δίκη και να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου «…επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος (στην περίπτωση εναγόμενου) αν :(α) κρίνει ότι:… (ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και…δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.». Στα πλαίσια δε μιας αίτησης για συνοπτική απόφαση «…(1) Τα διατάγματα τα οποία δύναται να εκδώσει το δικαστήριο … περιλαμβάνουν: (α) απόφαση επί της απαίτησης, (β) διαγραφή ή απόρριψη της απαίτησης, (γ) απόρριψη της αίτησης,(δ) διάταγμα υπό όρους…(ήτοι)… διάταγμα το οποίο απαιτεί από διάδικο (α) να καταβάλει χρηματικό ποσό στο δικαστήριο, ή (β) να πραγματοποιήσει συγκεκριμένο βήμα σε σχέση με την απαίτηση ή υπεράσπιση του διαδίκου, κατά περίπτωση, και προνοεί ότι η απαίτηση τού διαδίκου αυτού θα απορρίπτεται ή το δικόγραφό του θα διαγράφεται αν ο διάδικος δεν συμμορφωθεί.» (βλ. Μ.24 Κ.6).
Προσθέτω εδώ ότι ως αναφέρεται στη σελ. 617 του Blackstone’ s ανωτέρω, η λέξη «περιλαμβάνουν» στο λεκτικό του Μ.24 Κ.6 υποδηλοί ότι τα διατάγματα που το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει στα πλαίσια μιας αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν περιορίζονται μόνο στα διατάγματα που αναφέρονται στο Μ.24Κ.6 και ούτε υπάρχει οποιαδήποτε σχετική εξαντλητική λίστα αυτών. Ως εκ τούτου το Δικαστήριο μπορεί να εκδώσει και διάφορα άλλα διατάγματα όπως για παράδειγμα διάταγμα καταβολής ασφάλειας εξόδων (Olatawura v Abiloye [2002] EWCA Civ 998), δηλωτικές και αναγνωριστικές αποφάσεις (BBC Worldwide Ltd v Bee Load [2007] EWHC 134 (Comm), διάταγμα αναστολής εκτέλεσης τυχόν απόφασης που ενδέχεται να εκδοθεί και έκδοση συνοπτικής απόφασης επί ορισμένων θεμάτων μόνο και των οποίων η επίλυση θα βοηθήσει στην επίλυση του συνόλου της επίδικης διαφοράς (Kent v Griffiths (No.3) [2001] QB 36)
Οι δικονομικές δε προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, είναι, σύμφωνα με τα Μ.24 Κ.3, 4 και 5, οι ακόλουθες:
Α. Ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση θα πρέπει να έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης προτού ο ενάγοντας να δικαιούται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του εκτός αν εξασφαλίσει προηγουμένως την άδεια του Δικαστηρίου. Αν καταχωρηθεί δε αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον εναγόμενου και ο τελευταίος δεν έχει ακόμη καταχωρίσει υπεράσπιση τότε δεν χρειάζεται να προβεί σε τέτοια καταχώριση πριν από την ακρόαση της αίτησης. Παρομοίως, όταν ο εναγόμενος έχει αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον του ενάγοντα, ήτοι για συνοπτική απόρριψη της αγωγής, ο τελευταίος δεν μπορεί να αιτηθεί την έκδοση απόφασης λόγω παράλειψης καταχώρισης υπεράσπισης μέχρι να αποπερατωθεί η αίτηση του εναγόμενου (βλ. παρ. 34.6 Blackstones’ ανωτέρω)
Όπως περαιτέρω αναφέρεται στον Blackstone’s:
«…Αίτηση για συνοπτική απόφαση μπορεί να υποβληθεί από ένα ενάγοντα ή ένα εναγόμενο ή μπορεί να εγερθεί από το Δικαστήριο αυτεπάγγελτα … Όπου ένας ενάγοντας έχει παραλείψει να συμμορφωθεί με προδικαστηριακό πρωτόκολλο συνήθως δεν θα διασκεδαστεί αίτηση για συνοπτική απόφαση πριν να καταχωρηθεί υπεράσπιση ή όταν ο χρόνος για τέτοια καταχώριση έχει παρέλθει… Αιτήσεις για συνοπτική απόφαση θα πρέπει συνήθως να γίνονται μεταξύ της επίδοσης και της καταχώρισης του ερωτηματολογίου του αιτητή … Αν για οποιοδήποτε λόγο η αίτηση δεν γίνει πριν την ταξινόμηση της υπόθεσης τότε υπάρχει ακόμη η γενική υποχρέωση να υποβληθεί το συντομότερο που θα διαπιστωθεί ότι είναι επιθυμητό να καταχωρηθεί … Με βάση τους παλαιούς θεσμούς δεν υπήρχε τίποτα που να εμποδίζει την καθυστερημένη καταχώριση αίτησης συνοπτικής απόφασης αλλά ο Δικαστής που εξέταζε τέτοια αίτηση μπορεί εύλογα να ένιωθε ότι δεν πείθει ο αιτητής λόγω της σημαντικής καθυστέρησης…»
Β. Οι γενικοί κανόνες που διέπουν τις ενδιάμεσες αιτήσεις εφαρμόζονται και στις αιτήσεις για συνοπτική απόφαση με κάποιες ειδικότερές ρυθμίσεις. Ως εκ τούτου, η αίτηση για συνοπτική απόφαση υποβάλλεται σύμφωνα με το Μέρος 23 και πρέπει να υποστηρίζεται από μαρτυρία και εκτός αν η ίδια η αίτηση περιέχει το σύνολο τής μαρτυρίας (αν υπάρχει) στην οποία στηρίζεται ο αιτητής, η αίτηση θα πρέπει να προσδιορίζει τη γραπτή μαρτυρία στην οποία ο τελευταίος στηρίζεται. Συνήθως η μαρτυρία θα περιέχεται είτε στην ίδια την αίτηση είτε σε ξεχωριστό έγγραφο το οποίο θα πρέπει επίσης να επιδοθεί στην αντίδικη πλευρά. Σε κάθε περίπτωση, το σύνολο της γραπτής μαρτυρίας που καταχωρίζεται επιβεβαιώνεται με δήλωση αληθείας.
Γ. Η αίτηση ή η μαρτυρία η οποία περιέχεται ή αναφέρεται σε αυτή ή επιδίδεται με αυτή θα πρέπει να προσδιορίζει περιεκτικά οποιοδήποτε νομικό σημείο ή πρόνοια σε έγγραφο στα οποία στηρίζεται ο αιτητής, «ή/και» ν’ αναφέρει ότι υποβάλλεται διότι ο αιτητής πιστεύει ότι, με βάση τη μαρτυρία ο καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας επί της απαίτησης ή του ζητήματος ή (ανάλογα με την περίπτωση) προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης. Σε κάθε περίπτωση όμως, στην αίτηση ή στη μαρτυρία θα πρέπει ν’ αναφέρεται ότι ο αιτητής δεν γνωρίζει άλλο λόγο για τον οποίο η απαίτηση ή το ζήτημα πρέπει να εκδικαστεί. Όπως αναφέρεται και στον Blackstone’s ανωτέρω, αν και τα γεγονότα που υποστηρίζουν την απαίτηση θα έχουν ήδη βεβαιωθεί με σχετική δήλωση αλήθειας που θα περιέχεται στην έκθεση απαίτησης, «… θα ήταν φρόνιμο (ο αιτητής) να προχωρήσει και να δώσει (με την αίτηση και μαρτυρία) λεπτομέρειες για το υπόβαθρο γεγονότων και να παρουσιάσει σχετική γραπτή μαρτυρία προκειμένου να δείξει ότι δεν υπάρχει εύλογη υπεράσπιση…».
Δ. Στον καθ’ ου η αίτηση (ή στους διαδίκους όταν η ακρόαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο) θα πρέπει να δοθεί ειδοποίηση τουλάχιστον 14 ημερών για την ημερομηνία ακρόασης της αίτησης.
Όσον αφορά τώρα το «τεστ» για την έκδοση συνοπτικής απόφασης δυνάμει του Μ.24, αναφέρονται τα εξής σχετικά στον Blackstone’s ανωτέρω:
«Τεστ για Έκδοση Συνοπτικής Απόφασης
…Αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης αποφασίζεται με βάση το κατά πόσο ο καθ΄ ου η αίτηση αποκαλύπτει υπόθεση που έχει κάποια πραγματική προοπτική επιτυχίας για την οποία λαμβάνεται υπόψη ο πρωταρχικός σκοπός μεταχείρισης των υποθέσεων κατά τρόπο δίκαιο. Αυτό έχει λεχθεί ότι συνάδει με την ανάγκη για δίκαιη δίκη που επιβάλλει το άρθρο 6(1) της ΕΣΔΑ … Το κατά πόσο υπάρχει πραγματική προοπτική επιτυχίας αποφασίζεται με το ίδιο τεστ που ισχύει για τις αιτήσεις παραμερισμού απόφασης που εκδόθηκε ερήμην (βλ. E.D. and F. Man Liquid Products Ltd v Patel [2003] EWCA Civ 472). Το ερώτημα είναι κατά πόσο υπάρχει μια πραγματική προοπτική επιτυχίας της υπόθεσης ως έχει δικογραφηθεί με την έκθεση απαίτησης … Στην υπόθεση Swain v Hillman [2001] 1 All ER 91…(λέχθηκε) ότι οι λέξεις «καμία πραγματική προοπτική επιτυχίας» δεν χρειάζονταν καμία επέκταση καθώς μιλούσαν από μόνες τους. Η λέξη «πραγματική» κατεύθυνε το δικαστήριο στην ανάγκη να διαπιστώσει εάν υπήρχε μια ρεαλιστική, σε αντίθεση με μια φανταστική, προοπτική επιτυχίας. Η φράση δεν σημαίνει «πραγματική και ουσιαστική» προοπτική επιτυχίας. Ούτε σημαίνει ότι συνοπτική απόφαση θα εκδοθεί μόνο εάν η αξίωση ή η υπεράσπιση «είναι βέβαιο ότι θα απορριφθεί στη δίκη». Ούτε ότι η υπεράσπιση είναι «σοβαρά αμφισβητήσιμη» (National Infrastructure Development Co. Ltd ν Banco Santander SA (2011] EWCA Civ 27... Ούτε απαιτεί να υπάρχουν πειστικά αποδεικτικά στοιχεία, αλλά απλώς αρκετά αποδεικτικά στοιχεία για να εγείρουν μια πραγματική πιθανότητα περί ύπαρξης αντίθετης υπόθεσης (Korea National Insurance Corporation ν Allianz Global Corporate and Speciality AG [2007) EWCA Civ 1066... Στην Bee v Jenson [2006] EWHC 2534 (Comm)… το δικαστήριο υιοθέτησε την προσέγγιση που εξήγησε ο Potter LJ στην υπόθεση E. D. και F Man Liquid Products Ltd ν Patel [2003] EWCA CIV 472... «η υπεράσπιση που ζητείται να υποστηριχθεί πρέπει να φέρει κάποιο βαθμό πειστικότητας. Και οι δύο προσεγγίσεις απαιτούν από τον εναγόμενο να έχει μια υπόθεση που είναι καλύτερη από απλώς συζητήσιμη, όπως ίσχυε προηγουμένως βάσει του RSC Ord. 14…ο δικαστής θα πρέπει να λάβει υπόψη τη γραπτή μαρτυρία και να διερωτηθεί κατά πόσο η υπόθεση δύναται να ενισχυθεί με μαρτυρία κατά τη δίκη…όπου η μαρτυρία του καθ’ ου η αίτηση, στο απόγειο της, δεν εγείρει την πιθανότητα υπεράσπισης αλλά είναι στη σφαίρα της απλής (και σαφώς απίθανης) πιθανότητας, (τότε) είναι ορθό να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (Akinleye v East Sussex Hospitals NHS Trust [2008] EWHC 68 (QB)…Αντιστρόφως, όπουυπάρχει κάποια προοπτική επιτυχίας, το δικαστήριο θα αρνηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης και δεν θα πρέπει να διεξάγει μια μίνι δίκη σε σχέση με τα αμφισβητούμενα γεγονότα (cotton v Rickard Metals Inc. [2008] EWHC 824 (QB)…
Το ερώτημα του κατά πόσο υπάρχει μια πραγματική προοπτική επιτυχίας δεν προσεγγίζεται με την εφαρμογή του συνήθους βάρους απόδειξης του ισοζυγίου των πιθανοτήτων … Πολλές υποθέσεις θα επιτύχουν στη δίκη αλλά θα είναι ακατάλληλες για συνοπτική απόφαση επειδή υπάρχουν πολυπλοκότητες, διαφωνίες γεγονότων ή περαιτέρω διερευνήσεις που θα πρέπει να επιλυθούν κατά την διάρκεια της διαχείρισης της υπόθεσης… Αιτήσεις για συνοπτική απόφαση θα πρέπει να κρατούνται εντός του σωστού ρόλου τους. Δεν αποσκοπούν στο να αποφευχθεί η ανάγκη για δίκη όπου υπάρχουν θέματα που θα πρέπει να εξεταστούν σε δίκη. Επιπλέον η ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση δεν θα πρέπει να συνιστά μίνι - δίκη. Είναι απλά συνοπτικές ακροάσεις προκειμένου να διεκπεραιωθούν υποθέσεις οι οποίες δεν έχουν πραγματική πιθανότητα επιτυχίας…
Βάρος απόδειξης
…το βάρος απόδειξης είναι στους ώμους του αιτητή να αποδείξει ότι η υπόθεση του καθ’ ου η αίτηση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας…
Πολύπλοκες Υποθέσεις
Πολύπλοκες υποθέσεις, υποθέσεις οι οποίες εδράζονται σε πολύπλοκα γεγονότα και υποθέσεις με θέματα που αφορούν και νομικά αλλά και πραγματικά θέματα όπου ο νόμος είναι πολύπλοκος μάλλον δεν είναι κατάλληλα για έκδοση συνοπτικής απόφασης…
Υπεράσπιση επί της ουσίας
Όταν αντιμετωπίζει αίτηση για έκδοση συνοπτικής απόφασης από ένα ενάγοντα, ο εναγόμενος ενδεχομένως να επιχειρήσει να καταδείξει ότι (έχει) υπεράσπιση με πραγματική πιθανότητα επιτυχίας στη βάση (α) Μίας ουσιαστικής υπεράσπισης…(β) Ενός νομικού σημείου που καταστρέφει την υπόθεση του ενάγοντα…(γ) άρνησης των γεγονότων που συνθέτουν το αγώγιμο δικαίωμα του ενάγοντα…(δ) περαιτέρω γεγονότα που απαντούν στη βάση αγωγής του ενάγοντα
Ένα παράδειγμα με βάση τους παλιούς θεσμούς ήταν η υπόθεση Mercer v Craven Storage Ltd [1994] CLC 328…(όπου) ο εναγόμενος είχε ισχυριστεί ότι ο ενάγοντας είχε συμφωνήσει (με τρίτο πρόσωπο) για την αφαίρεση των εμπορευμάτων του από την αποθήκη του εναγόμενου. Με απλή πλειοψηφία αποφασίστηκε ότι αυτή η υπεράσπιση ήγειρε νομικά και πραγματικά ζητήματα που έπρεπε να εκδικαστούν σε κανονική δίκη. Με την αλλαγή 9όμως0 του «τεστ» αυτή η υπόθεση ενδεχομένως σήμερα να κατάληγε σε έκδοση κάποιου διατάγματος υπό όρους…
Νομικά Σημεία και ερμηνεία εγγράφων
Παρόλο που οι αιτήσεις για συνοπτικές αποφάσεις δεν θα πρέπει να επιτρέπεται να μετατρέπονται σε μίνι δίκες, όταν η υπόθεση αφορά ζήτημα ερμηνείας ενός όρου σε μια σύμβαση, το Δικαστήριο συνήθως θα επιλύσει το ζήτημα και θα εκδώσει την ανάλογη απόφαση του (Wootton ν Telecommunications UK Ltd (2000) LTL 4/5/2000)...όπου στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση εγείρεται ένα ξεκάθαρο νομικό ζήτημα υπό τύπο υπεράσπισης, το Δικαστήριο θα πρέπει να το αποφασίσει άμεσα. Αυτό ακόμα και αν το ερώτημα είναι, εκ πρώτης όψεως, κάποιας πολυπλοκότητας και επομένως θα χρειαστεί χρόνος για να επιχειρηματολογηθεί (Cow v Casey [1949] 1 KB 474). Το να μην αποφασιστεί μια υπόθεση μετά που προβάλλεται πλήρης επιχειρηματολογία στο Δικαστήριο θα συνεπάγεται να οδηγηθεί η υπόθεση σε δίκη όπου η επιχειρηματολογία απλά θα επαναπροβληθεί με συνεπακόλουθο την πρόκληση ταλαιπωρίας και αχρείαστων εξόδων . Συνοπτική απόφαση μπορεί να εκδοθεί όταν η διαφορά είναι κατά κύριο λόγο νομική και τα οποιαδήποτε αμφισβητούμενα γεγονότα είναι κατά κύριο λόγο παρεμφερή (Jenson v Faux [2011] EWCA Civ 423…
Αμφισβητήσεις γεγονότων
Πολλές αιτήσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης υποβάλλονται μετά την καταχώριση υπεράσπισης από τον εναγόμενο. Οι περισσότερες από αυτές τις αιτήσεις αποφασίζονται με βάση τα γεγονότα που δεν αμφισβητούνται από τον καθ’ ου η αίτηση, μαζί με την εκδοχή του καθ’ ου η αίτηση ως προς τα αμφισβητούμενα γεγονότα (Prince of Wales ν Associated Newspapers Ltd [2006] EWCA Civ 1776, [2008] Κεφ. 57). Απόφαση μπορεί να εκδοθεί εάν δεν υπάρχει, ή δεν υπάρχει πραγματική προοπτική ο εναγόμενος να αποδείξει γεγονότα επαρκή για να δικαιολογήσουν τα βασικά στοιχεία που επικαλείται στην υπεράσπιση του (P and S. Amusements Ltd ν Valley House Leisure Ltd (2006) 1510 (Ch), LTL 4/7/2006). Όταν δεν υπάρχει αμφισβήτηση πραγματικών γεγονότων, υπό την έννοια ότι τα αποδεικτικά στοιχεία περί ευθύνης είτε είναι παραδεκτά είτε προέρχονται από στοιχεία που προσκομίζει ο καθ’ ου η αίτηση, μπορεί να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (Wrexham Association Football Club Ltd κατά Crucialmove Ltd [2006] EWCA Civ 237, [2008] 1 BCLC 508). Μια υπεράσπιση που αποτελείται κυρίως από αρνήσεις χωρίς εξηγήσεις μπορεί να οδηγήσει το δικαστήριο στο συμπέρασμα ότι η υπεράσπιση δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχίας (Broderick κατά Centaur Tipping Services Ltd (2006) LTL 22/8/2006)…όπου υπάρχουν ζητήματα αναφορικά με γεγονότα, τα οποία αν αποφασίζονταν υπέρ του καθ’ ου η αίτηση θα οδηγούσαν στην έκδοση απόφασης υπέρ του τελευταίου τότε δεν είναι ορθό να εκδοθεί συνοπτική απόφαση ακόμη και αν υπάρχει ουσιαστική μαρτυρία προς υποστήριξη της υπόθεσης του αιτητή (Munn v north West Water Ltd (2000) LTL 18/7/2000)…Το δικαστήριο δεν είναι πάντα υπόχρεο να δεχτεί την γραπτή μαρτυρία στην όψη της και μπορεί να αγνοήσει μαρτυρία η οποία δεν είναι πειστική…είναι γενικά ακροσφαλές να βασιστεί η έκδοση συνοπτικής απόφασης σε δεύτερου και τρίτου βαθμού μαρτυρίας. Τέτοια μαρτυρία συχνά λαμβάνει άλλη υπόσταση όταν υποστεί αντεξέταση…
Μαρτυρία η οποία δεν έχει ακόμη διερευνηθεί
…όπου ένα ζήτημα απαιτεί από το δικαστήριο όπως λάβει υπόψη του συμπεριφορά που έλαβε χώρα σε μια περίοδο χρόνου είναι απίθανο ότι το ζήτημα θα μπορεί να επιλυθεί στα πλαίσια μιας αίτησης για συνοπτική απόφαση (Celador Productions Ltd v Melville [2004] EWHC 2362 (Ch))…»
Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές λοιπόν και λαμβανομένου υπόψη ότι δεν αμφισβητείται από πλευράς εναγόμενης ότι πληρούνται οι δικονομικές τουλάχιστο προϋποθέσεις για την έκδοση συνοπτικής απόφασης που αναφέρονται ανωτέρω υπό στοιχεία Α – Δ, σημειώνω τα ακόλουθα σε σχέση με την ουσία της υπό κρίση αίτησης.
Στην προκειμένη περίπτωση, η ουσία των θέσεων των εναγόντων περιστρέφεται γύρω από το θέμα ανάκτησης καθυστερημένων τόκων μέσω εκποίησης της επίδικης υποθήκης Υ240/87 και ειδικότερα γύρω από το βαθμό και την έκταση των σχετικών υποχρεώσεων και δικαιωμάτων που απορρέουν από τη σύμβαση της υποθήκης, η οποία συνάφθηκε - εγγράφηκε όταν ήταν σε ισχύ ο περί Τόκου Νόμος 2/77 και συγκεκριμένα ο περιορισμός που το εκεί αρ. 6 επέβαλλε σε σχέση με τα εν λόγω δικαιώματα – υποχρεώσεις[3].
Με κοινώς αποδεκτό λοιπόν το γεγονός ότι η επίδικη σύμβαση υποθήκη - Υποθήκη Υ240/87 συνάφθηκε - εγγράφηκε στις 16/02/87 όταν ίσχυε το αρ. 6 του Ν.2/77 και με μη αμφισβητούμενο από πλευράς εναγόντων το γεγονός ότι η εν λόγω υποθήκη χρησιμοποιήθηκε για να εξασφαλίσει και πιστωτικές διευκολύνσεις που είτε παραχωρήθηκαν μετά που καταργήθηκε ο Ν.2/77 είτε παραχωρήθηκαν πριν την κατάργηση του εν λόγω Νόμου αλλά παρά ταύτα συνεχίστηκαν να παραχωρούνται και μετά την κατάργηση οπόταν και τερματίστηκαν, το ερώτημα που εγείρεται προς εξέταση είναι αν μπορεί να εισπραχθεί μέσω της εκποίησης της επίδικης υποθήκης ποσό τόκων μεγαλύτερο από το κεφάλαιο που αυτή εξασφάλιζε, ήτοι ΛΚ50.000 - €85.430,07, ως φαίνεται να είναι και πρόθεση που η εναγόμενη έχει εκφράσει μέσω των ειδοποιήσεων Ι και ΙΑ.
Το πιο πάνω ερώτημα, το οποίο εδράζεται σε κοινώς αποδεκτά γεγονότα, είναι στην ουσία νομικό και ως εκ τούτου, αντίθετα με τη θέση της εναγόμενης ότι δεν θα πρέπει να επιχειρηθεί να απαντηθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας διότι «τα νομικά ζητήματα που τίθενται είναι περίπλοκα», όπως αναφέρεται και στο Blackstone’s ανωτέρω, «…όπου στα πλαίσια αίτησης για συνοπτική απόφαση εγείρεται ένα ξεκάθαρο νομικό ζήτημα …το Δικαστήριο θα πρέπει να το αποφασίσει άμεσα. Αυτό ακόμα και αν το ερώτημα είναι, εκ πρώτης όψεως, κάποιας πολυπλοκότητας και επομένως θα χρειαστεί χρόνος για να επιχειρηματολογηθεί (Cow v Casey [1949] 1 KB 474). Το να μην αποφασιστεί μια υπόθεση μετά που προβάλλεται πλήρης επιχειρηματολογία στο Δικαστήριο θα συνεπάγεται να οδηγηθεί η υπόθεση σε δίκη όπου η επιχειρηματολογία απλά θα επαναπροβληθεί με συνεπακόλουθο την πρόκληση ταλαιπωρίας και αχρείαστων εξόδων . Συνοπτική απόφαση μπορεί να εκδοθεί όταν η διαφορά είναι κατά κύριο λόγο νομική και τα οποιαδήποτε αμφισβητούμενα γεγονότα είναι κατά κύριο λόγο παρεμφερή (Jenson v Faux [2011] EWCA Civ 423…»
Προχωρώ λοιπόν να εξετάσω το προαναφερόμενο ερώτημα και σημειώνω τα ακόλουθα.
Κατά πρώτο, μία σύμβαση υποθήκης, ως έχει νομολογηθεί, «δημιουργεί πρωτογενή υποχρέωση με αυτοτέλεια», και ενώ μπορεί να σχετίζεται και με την όποια τυχόν άλλη σύμβαση παραχώρησης δανείου ή πιστωτικών διευκολύνσεων για την οποία η υποθήκη έχει δοθεί ως ασφάλεια, στην ουσία συνιστά μια ξεχωριστή και ανεξάρτητη σύμβαση η οποία διέπεται από τους δικούς της όρους και το δικό της νομοθετικό πλαίσιο και από την οποία απορρέουν ξεχωριστές και ανεξάρτητες υποχρεώσεις και δικαιώματα (βλ. Aγγελίδης Άγγελος ν. Συνεργατικής Πιστωτικής Eταιρείας Παλλουριώτισσας (1997) 1 ΑΑΔ 1771, Χ" Οικονόμου ν. Ελληνικής Τραπέζης Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949 και Eπιφανείου Hλιάδα ν. Oδυσσέα Oδυσσέως (2001) 1 ΑΑΔ 161). Μάλιστα δε, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Επιφανείου, το πρόσωπο που αναλαμβάνει μέσω μιας σύμβασης υποθήκης να εξοφλήσει μία υποχρέωση που αναλήφθηκε στα πλαίσια μιας συμφωνίας δανείου που εξασφαλίζεται από την υποθήκη, μπορεί να συνιστά «πρωτοφειλέτη» για τον ενυπόθηκο δανειστή σε σχέση με την υποχρέωση που αναλαμβάνει με τη σύμβαση υποθήκης αλλά δεν συνιστά και πρωτοφειλέτη σε σχέση με τη συμφωνία δανείου.
Κατά δεύτερο, όπως έχει επίσης νομολογηθεί, σε κάθε συμφωνία υποθήκης όπως την επίδικη, υπάρχει πάντοτε το δικαίωμα του ενυπόθηκου οφειλέτη να ζητήσει την εξάλειψη της υποθήκης νοουμένου φυσικά ότι εξοφλήσει το ενυπόθηκο χρέος που προνοεί η σχετική σύμβαση (equity of redemption). Μάλιστα δε, όπως επισημάνθηκε και στην ΣΑΒΒΑΣ ΠΑΣΙΟΥΡΤΙΔΗΣ κ.α. v. BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. E95/2021, 8/2/2024, «…το ίδιο το Άρθρο 44(Γ) και η Ειδοποίηση Τύπου «Ι» προβλέπουν ακριβώς για το δικαίωμα ενυπόθηκου οφειλέτη να αποφύγει την έναρξη της διαδικασίας εκποίησης, αποπληρώνοντας το ενυπόθηκο χρέος».
Κατά τρίτο και όσον αφορά το πεδίο εμβέλειας του Περί Τόκου Νόμου Ν.2/77, η κυπριακή νομολογία έχει θεωρώ αποκρυσταλλωθεί μέσω των Πιπονίδης Ξιούρουππας ανωτέρω:
«…Κύρια επιχειρηματολογία της εφεσείουσας, είναι ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η απαγόρευση είσπραξης τόκων που ανέρχονται σε μεγαλύτερο ποσό από το κεφάλαιο, σύμφωνα με το Νόμο 2/77, δεν ισχύει στην περίπτωση της εφεσείουσας, είναι εσφαλμένη…Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο 6 του περί Τόκου Νόμου του 1977 (Ν. 2/77) για σκοπούς καλύτερης παρακολούθησης…Με το άρθρο 7 του περί Ελευθεροποίησης του Eπιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 (Ν. 160(Ι)/99) που τέθηκε σε ισχύ την 1.1.01 ο περί Τόκου Νόμος (Ν. 2/77) καταργήθηκε. Το άρθρο 4 του Νόμου 160(1)/99 περιέχει επίσης μεταβατική διάταξη για υφιστάμενα δάνεια με εξασφάλιση Υποθήκης ακινήτου. Παραθέτουμε αυτούσιο το άρθρο…Υπενθυμίζουμε ότι η εφεσείουσα υποθήκευσε το ακίνητο της με αρ. εγγραφής 3778 προς εξασφάλιση δανείου που παραχωρήθηκε στον γιο της προτού ακόμη τεθεί σε ισχύ ο Νόμος 160(Ι)/99….Το θέμα της αναδρομικότητας του Νόμου 160(Ι)/99 υπήρξε αντικείμενο εξέτασης στην πρόσφατη υπόθεση Σταύρος Ξιούρουππας κ.α. ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφ. 386/10, ημερ. 15/11/16, ECLI:CY:AD:2016:A522, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο τόνισε ότι ο Νόμος αυτός δεν έχει οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις… Ενόψει των πιο πάνω η πρωτόδικη προσέγγιση ως προς το ύψος του ποσού που εξασφάλιζε η Υποθήκη και θα έπρεπε να πληρωθεί στην εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της καταναγκαστικής πώλησης, δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Οι πρόνοιες του άρθρου 4 του Νόμου 160(Ι)/99, όπως και η πιο πάνω νομολογία, καθιστούν σαφές ότι η εφεσίβλητη 1 - Τράπεζα, ενυπόθηκος δανειστής, δεν θα μπορούσε να εισπράξει από το προϊόν της καταναγκαστικής πώλησης του κτήματος της εφεσείουσας ποσό μεγαλύτερο των Λ.Κ.32.000,00 που είναι το κεφάλαιο εκ Λ.Κ.16.000,00 και ο τόκος εκ Λ.Κ.16.000,00 πλέον έξοδα… οι τόκοι δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν το κεφάλαιο, ενόψει των προνοιών του άρθρου 6 του Νόμου 2/77, διαπίστωση που καθορίζει και το ποσό που εξασφαλίζει η Υποθήκη, στην πληρωμή του οποίου δικαιούτο η εφεσίβλητη 1 από το προϊόν της αναγκαστικής πώλησης του ενυπόθηκου κτήματος.» (βλ. Πιπονίδης ανωτέρω)
«Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες, (Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 A.A.Δ. 245). Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 2/77 που καταργήθηκε με το νέο Νόμο. Σύμφωνα με τις αποφάσεις Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13 και Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή INTERCOLLEGE ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Παιδείας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 296, αναδρομικότητα στις πρόνοιες νομοθετήματος δεν εξυπακούεται ούτε υφίσταται εκτός εάν καθορίζεται ρητά τούτο. Το ίδιο προνοεί και ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν είχε οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις….
Εισηγούνται οι εφεσείοντες ότι η υφιστάμενη νομολογία δεν αποφάσισε ποτέ ρητά περί της αναδρομικότητας του Νόμου. Και προς τούτο αναφέρονται στις υποθέσεις Παναγιώτης Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρος) Λίμιτεδ (2005) 1 Α.Α.Δ. 818 και Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λίμιτεδ ν. Λάμπρου Χαριλάου Λίμιτεδ (2009) 1 Α.Α.Δ. 479, τις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο χρησιμοποίησε για να στηρίξει το συλλογισμό του περί αναδρομικότητας της ισχύος του Νόμου. Είναι γεγονός ότι η Νεάρχου εξέτασε θέματα κατά κύριο λόγο σχετιζόμενα με τις προϋποθέσεις για έκδοση συνοπτικής απόφασης και ότι παρεμπιπτόντως και μόνο έγινε αναφορά στο επιχείρημα των εκεί εφεσειόντων ότι δεν μπορούσαν να γίνονται αναδρομικές χρεώσεις στη βάση του Νόμου από την άποψη ότι κακώς το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε δεχθεί ένορκη δήλωση εκ μέρους της τράπεζας με την οποία εισήχθηκε επιστολή πληροφόρησης του χρεώστη ότι θα χρεώνονταν αναδρομικά από 1.1.2001 νέα επιτόκια, ισχυρισμός όμως που απερρίφθη διότι το έγγραφο αφορούσε απλώς στη γνωστοποίηση περί διαφοροποίησης του επιτοκίου το οποίο καλυπτόταν από τη συμφωνία των διαδίκων και την έκθεση απαιτήσεως. Στη Χαριλάου, από την άλλη, το Εφετείο αναφέρθηκε στο δικαίωμα της τράπεζας να τροποποιήσει το επιτόκιο με σχετικές επιστολές και η επιδίκαση πρόσθετου τόκου θεωρήθηκε επιτρεπτή στη βάση των συμφωνιών των διαδίκων, ή, σύμφωνα με το προβλεπόμενο διά Νόμου επιτόκιο, σημειώνοντας ότι το άρθρο 33(1) του Νόμου αρ. 14/60 τροποποιήθηκε με τις πρόνοιες του Νόμου.
Ακόμη και εάν οι πιο πάνω αποφάσεις δεν ασχολήθηκαν ρητά με το θέμα της αναδρομικότητας του Νόμου, όπως και η μεταγενέστερη Θεοδώρου ν. Hellenic Bank Ltd (2012) 1 Α.Α.Δ. 2059, στην οποία αναφέρθηκε η τράπεζα στο περίγραμμα της, αλλά μόνο με την επίπτωση της ελευθεροποίησης του επιτοκίου, είναι σαφές από το σκεπτικό τους ότι θεωρήθηκε αξιωματική η θέση περί μη αναδρομικότητας. Έτσι και το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά έκρινε ότι δεν τίθετο θέμα αναδρομικότητας διότι οι οποιεσδήποτε πρόσθετες χρεώσεις επιτοκίου έγιναν μόνο μετά τη νενομισμένη αποστολή της ειδοποίησης που προβλέπει το άρθρο 3(1)(γ) του Νόμου περί των αλλαγών στο επιτόκιο και ως επόμενο διάβημα της ημερομηνίας τερματισμού των συμφωνιών στις 2.4.2003, μετά, δηλαδή, που τέθηκε σε ισχύ ο Νόμος και στη βάση πάντοτε των προνοιών των συμφωνιών και των όσων αποδέχθησαν και ουδέποτε αμφισβήτησαν οι εφεσείοντες.» (βλ. Ξιούρουππας)
Στο σημείο αυτό όμως, ενόψει και της θέσης της εναγόμενης ότι «…ανεξάρτητα από το πότε παραχωρήθηκε η επίδικη υποθήκη, από την στιγμή που αυτή εξασφάλιζε πιστωτικές διευκολύνσεις που ήταν σε ισχύ ή και παραχωρήθηκαν κατά και μετά την θέσπιση του (Ν.160(Ι)/1999) δεν ισχύουν οι περιορισμοί του περί Τόκου Νόμου….», ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στα όσα σχετικά λέχθηκαν στη σχετικά πρόσφατη απόφαση στην Ανδρέα Διονυσίου κ.α. v. Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited, Πολιτική Έφεση Αρ.194/2016, 31/10/2024 όπου απασχόλησε ακριβώς το πεδίο εμβέλειας και εφαρμογής του επίδικο περιορισμού του Ν.2/77 σε σχέση με συμφωνίες πιστωτικών διευκολύνσεων οι οποίες ενώ έγιναν ενόσω ο εν λόγω Νόμος ήταν σε ισχύ, συνέχισαν να ισχύουν και μετά την κατάργηση του Ν.2/77:
«…Στη Ξιούρουππας κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2604, 2615, επιβεβαιώθηκε ότι ο Ν.160(Ι)/1999 δεν έχει οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις. Το απόσπασμα που ακολουθεί υιοθετήθηκε αυτούσιο στην Πιπονίδη ν. Ελληνικής Τράπεζας Δημόσιας Εταιρείας Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ.429/2011, ημερ. 6.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A444, ECLI:CY:AD:2017:A444:
«Ως ουσιαστικής, λοιπόν υφής και χωρίς ρητή και συγκεκριμένη πρόνοια, ο Νόμος δεν έχει αναδρομική ισχύ εφόσον δεν αφορά σε δικονομικές πρόνοιες, (Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 A.A.Δ. 245). Δεν επηρεάζει συνεπώς δικαιώματα προνόμια υποχρεώσεις ή ευθύνες που εξασφαλίστηκαν ή προέκυψαν δυνάμει του Νόμου αρ. 2/77 που καταργήθηκε με το νέο Νόμο. Σύμφωνα με τις αποφάσεις Datamedia AE v. KSN (Business Aids) Ltd (1990) 1 C.L.R. 13 και Ιδιωτική Τριτοβάθμια Σχολή INTERCOLLEGE ν. Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω Υπουργού Παιδείας, (2002) 3 Α.Α.Δ. 296, αναδρομικότητα στις πρόνοιες νομοθετήματος δεν εξυπακούεται ούτε υφίσταται εκτός εάν καθορίζεται ρητά τούτο. Το ίδιο προνοεί και ο περί Ερμηνείας Νόμος, Κεφ. 1. Είναι λοιπόν σαφές ότι ο Νόμος δεν είχε οποιαδήποτε αναδρομική ισχύ σε προηγηθείσες συμβάσεις».
…..
Στην Παπαχριστοφόρου κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2326, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, είχε αναφερθεί ότι (σελ.2334-5):
«Το πρωτόδικο Δικαστήριο . προέβη στον περιορισμό της ανάκτησης του τόκου με το σκεπτικό ότι «κατά το χρόνο του τερματισμού» που ήταν η 22/8/1997, ίσχυε ο περί Τόκου Νόμος του 1977 (Ν. 2/1977). Η απόφαση δόθηκε στις 24/9/2010 που ίσχυε ο Ν. 160(Ι)/1999... Είμαστε της γνώμης ότι ο Ν. 160(Ι)/99 δεν τυγχάνει εφαρμογής στην παρούσα υπόθεση δεδομένου ότι αυτός δεν έχει αναδρομική ισχύ. Η ισχύς του, αρχίζει από 1/1/2001 και συνεπώς δεν καλύπτει τα δεδομένα της παρούσας υπόθεσης που αφορά διαφορά του 1997. Υπενθυμίζεται ότι η μεταξύ των μερών συμφωνία τερματίστηκε στις 22/8/1997. Πρόκειται περί νόμου ουσίας και όχι διαδικαστικού και συνεπώς δεν έχει αναδρομική ισχύ (βλ. Χριστοφίδης ν. Παττίχης (2002) 1 Α.Α.Δ. 245). Παρ' όλα ταύτα η αντέφεση θα πρέπει να επιτύχει. Στην Αrchbold Inv. Ltd. κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ. (2006) 1 A.A.Δ. 1084, εξετάστηκε παρόμοιο θέμα όπως το αντικείμενο της αντέφεσης και αποφασίστηκε ότι το Άρθρο 6(1) του Ν. 2/1977 τυγχάνει εφαρμογής όταν το κεφάλαιο είναι σταθερό. Σύμφωνα με την αποδεκτή μαρτυρία στην παρούσα υπόθεση ο επίδικος λογαριασμός ήταν λογαριασμός παρατραβήγματος και το εκάστοτε οφειλόμενο υπόλοιπο δεν ήταν σταθερό. Εγένοντο συνεχείς χρεοπιστώσεις και κεφαλαιοποιήσεις τόκων στους συμφωνηθέντες χρόνους με αποτέλεσμα να μην υπάρχει σταθερό κεφάλαιο. Συνεπώς το Άρθρο 6(1) του Ν. 2/1977 επί του οποίου στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τυγχάνει εφαρμογής».
Στην Αrchbold Inv. Ltd., είχε αναφερθεί (σελ.1096) ότι στο λογαριασμό είχαν εγκριθεί αυξήσεις των ορίων παρατραβήγματος και γίνονταν συνεχείς χρεοπιστώσεις, ώστε να μην υπάρχει σταθερό κεφάλαιο όπως είχαν εισηγηθεί οι χρεώστες.
Η νομολογία δεν αναφέρεται σε τρεχούμενους λογαριασμούς δογματικά, αλλά σε περιπτώσεις όπου, ως εκ της λειτουργίας του τρεχούμενου λογαριασμού, δεν είναι δυνατό να καθοριστεί σταθερό ποσό κεφαλαίου. Σε περίπτωση, για παράδειγμα, που οι Εφεσείοντες θα είχαν προβεί σε μια μόνο ανάληψη ποσού Λ.Κ.40.000 από τον επίδικο λογαριασμό και καμία άλλη κίνηση δεν είχε πραγματοποιηθεί, το κεφάλαιο θα ήταν σταθερό, και δεν θα μπορούσε η Τράπεζα να αξιώσει την ανάκτηση ποσού μεγαλύτερου των Λ.Κ.80.000. Όταν τερματίζεται η λειτουργία τρεχούμενου λογαριασμού το χρεωστικό υπόλοιπο σταθεροποιείται. Στη συνέχεια ό,τι προστίθενται είναι τόκοι. Κατά κανόνα, η τράπεζα δεν θα μπορεί να αξιώσει την ανάκτηση ποσού πέραν του διπλάσιου του χρεωστικού υπόλοιπου κατά τον τερματισμό. Ακόμα και μικρότερο ποσό σε κάποιες περιπτώσεις. Εφόσον διαφαίνεται από τις σχετικές καταστάσεις ότι οι τελευταίες χρεώσεις αφορούν τόκους, αυτό σημαίνει ότι το κεφάλαιο είχε σταθεροποιηθεί νωρίτερα και αυξήθηκε στη συνέχεια με την προσθήκη των τόκων αυτών.
Εν προκειμένω, παρά το γεγονός ότι ο επίδικος λογαριασμός ήταν τρεχούμενος λογαριασμός με παρατράβηγμα, κατά τη λειτουργία του οποίου το χρεωστικό υπόλοιπο δεν ήταν σταθερό, αυτό σταθεροποιήθηκε κατά τον τερματισμό την 20.3.2001, παρουσιάζοντας χρεωστικό υπόλοιπο €90.635,14 (Λ.Κ.53.046,39) με «τοκοφόρο υπόλοιπο», όπως αναφέρεται στην κατάσταση λογαριασμού που παρουσιάστηκε, €75.557,16 (Λ.Κ.44.221,64). Το «τοκοφόρο υπόλοιπο» ήταν το ποσό που τοκιζόταν, δηλαδή το κεφάλαιο, αφού κεφαλαιοποίηση του τόκου στο λογαριασμό έγινε για πρώτη φορά την 30.6.2021. Η διαφορά των δύο ποσών κατά τον τερματισμό ήταν οι συσσωρευμένοι μέχρι τότε τόκοι. Επομένως, το χρεωστικό υπόλοιπο κατά τον τερματισμό συνίστατο σε €75.557,16 κεφάλαιο, πλέον €15.077,98 συσσωρευμένους τόκους. Στο μεγάλο χρονικό διάστημα που διέρρευσε από τον τερματισμό την 20.3.2001 μέχρι την καταχώριση της αγωγής την 14.5.2009 συσσωρεύτηκε περαιτέρω τόκος. Στην περίπτωση που ο τόκος αυτός μαζί με τον τόκο που είχε ήδη συσσωρευτεί ξεπερνούσε τις €75.557,16, δεν θα μπορούσε να ανακτηθεί.
Η Τράπεζα που είχε να λαμβάνει €90.635,14 κατά τον τερματισμό, δεν θα μπορούσε να ανακτήσει με την αγωγή της πέραν του διπλάσιου ποσού του κεφαλαίου των €75.557,16, δηλαδή €151.114,32.»
Έχοντας λοιπόν όλα τα πιο πάνω κατά νου, και υπενθυμίζοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση η επίδικη υποθήκη Υ240/87 συνάφθηκε - εγγράφηκε στις 16/02/87, όταν δηλαδή ήταν σε ισχύ ο Ν.2/77 και το αρ. 6 αυτού, και ότι με την εν λόγω υποθήκη αναλήφθηκε από τους ενάγοντες η υποχρέωση πληρωμής του καθορισμένου ποσού των ΛΚ50.000 (€85.430,07) πλέον τόκους, κρίνω ότι το νομικό ερώτημα που έχει τεθεί με την παρούσα υπόθεση δύναται και πρέπει να απαντηθεί στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας αλλά και ότι η απάντηση σε αυτό είναι η ακόλουθη.
Η επίδικη υποθήκη Υ240/87, λόγω του χρόνου κατάρτισης και εγγραφής της, και παρά το ότι έχει χρησιμοποιηθεί για να εξασφαλίσει συμβάσεις πιστωτικών διευκολύνσεων που έγιναν ή συνεχίστηκαν μετά την θέσπιση του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο, Ν. 160(Ι)/1999, διέπεται από τις πρόνοιες του περί Τόκου Νόμου Ν. 2/77, περιλαμβανομένων και των προνοιών του άρθρου 6 του εν λόγω Νόμου. Οι συγκεκριμένες πρόνοιες, κατά το χρόνο εγγραφής της επίδικης υποθήκης, παρείχαν στο δικαιούχο της υποθήκης δικαίωμα να ανακτήσει μέσω αυτής, δηλαδή μέσω εκποίησης της, ποσό τόκων το οποίο όμως δεν θα υπερέβαινε το κεφάλαιο που εξασφάλιζε η υποθήκη, δηλαδή ποσό πέραν των ΛΚ50.000 - €85.430,07. Κατ’ επέκταση, η υποχρέωση που αναλάμβαναν τότε οι ενάγοντες μέσω της σύμβασης υποθήκης ως ενυπόθηκοι οφειλέτες ήταν για πληρωμή στον ενυπόθηκο δανειστή μέσω της υποθήκης, ποσού, το οποίο μαζί με τους τόκους δεν θα υπερέβαινε τις ΛΚ100.000 (€170.860,14). Κατ’ αντίστοιχο τρόπο, το δικαίωμα των εναγόντων να απαλλάξουν το/τα ακίνητο/α τους από τη συγκεκριμένη υποθήκη με την εξόφληση του χρέους που αυτή κάλυπτε (right to redeem), μπορούσε να ασκηθεί με την πληρωμή ποσού το οποίο δεν θα υπερέβαινε το μέγιστο ποσό που ο ενυπόθηκος πιστωτής θα μπορούσε να ανακτήσει μέσω εκποίησης της υποθήκης, δηλαδή ΛΚ100.000 (€170.860,14). Τα εν λόγω δικαιώματα και υποχρεώσεις που οι διάδικοι απέκτησαν κατά το χρόνο σύναψης και εγγραφής της επίδικης υποθήκης εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ισχύουν και δεν έχουν επηρεαστεί καθόλου συνεπεία της κατάργησης του Ν.2/77 ή της «χρήσης» της υποθήκης ως εξασφάλιση για πιστωτικές διευκολύνσεις που είτε έγιναν είτε συνεχίστηκαν και μετά την κατάργηση του Ν.2/77. Κατ’ ανάλογο τρόπο, τα όποια δικαιώματα και υποχρεώσεις έχουν δημιουργηθεί μεταξύ των διαδίκων συνεπεία των συμφωνιών πιστωτικών διευκολύνσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ τους και των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί, αυτά ουδόλως επηρεάζονται από τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από την υποθήκη Υ240/87.
Με άλλα λόγια, οι ενάγοντες δικαιούνται να καταβάλουν στην εναγόμενη το ποσό των €170.860,14 προκειμένου να απαλλάξουν το/α ακίνητο/α τους από την υποθήκη Υ240/87 που τα επιβαρύνει και σε περίπτωση που καταβάλουν το εν λόγω ποσό προτού εκποιηθεί η υποθήκη, η εναγόμενη θα υποχρεούται να δεχτεί την εν λόγω πληρωμή και να προβεί στην απάλειψη της υποθήκης. Κατ’ ανάλογο τρόπο, αν οι ενάγοντες δεν καταβάλουν το ποσό των €170.860,14 πριν την εκποίηση της υποθήκης και η εναγόμενη προχωρήσει με τέτοια εκποίηση, τότε το μέγιστο ποσό που θα μπορεί η εναγόμενη να εισπράξει από την εκποίηση θα είναι το ποσό των €170.860,14, και σε περίπτωση που υπάρχει πλεόνασμα θα υποχρεούται να το επιστρέψει στους ενάγοντες. Η είσπραξη όμως του ποσού των €170.860,14, είτε κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος των εναγόντων σε απαλλαγή από την υποθήκη (right to redeem) είτε μέσω της διαδικασίας εκποίησης, θα συνεπάγεται μεν την απάλειψη της υποθήκης Υ240/87 όμως δεν θα απαλλάσσει τους ενάγοντες από την υποχρέωση τους να πληρώσουν στην εναγόμενη με άλλο τρόπο οποιαδήποτε άλλα ποσά τυχόν της οφείλουν συνεπεία των συμφωνιών παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των διαδίκων ή των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί.
Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξης μου, και λαμβάνοντας υπόψη και τη φύση των αξιώσεων που προβάλλουν οι ενάγοντες αλλά και τις θέσεις που προβάλλει η εναγόμενη αναφορικά με το ότι οι ενάγοντες δεν έχουν ακόμη καταβάλει το ποσό των €170.860,14, κρίνω ότι η παρούσα περίπτωση δικαιολογεί όπως ασκηθεί η εξουσία που παρέχει το Μ.24 Κ.6 για έκδοση δηλωτικής απόφασης ως αναφέρεται ανωτέρω, η οποία και επιλύει, θεωρώ, την επίδικη διαφορά που καθορίζεται με τις αξιώσεις των εναγόντων υπό στοιχεία 1 – 5.
Όσον αφορά τις άλλες δύο αξιώσεις των εναγόντων, ήτοι για ακύρωση των ειδοποιήσεων τύπου Ι και ΙΑ (αξίωση υπ. αρ. 6) και για επιδίκαση γενικών αποζημιώσεων (αξίωση υπ. αρ. 7), περιορίζομαι να αναφέρω ότι η μεν πρώτη έχει ουσιαστικά καταστεί άνευ αντικειμένου εφόσον έχει παρέλθει ο πλειστηριασμός που είχε προγραμματιστεί να γίνει με την επίδικη ειδοποίηση ΙΑ και η οποιαδήποτε νέα ειδοποίηση εκδοθεί θα πρέπει να συνάδει με την παρούσα απόφαση, ενώ για τη δεύτερη δεν έχει παρουσιαστεί κανένα στοιχείο που να δικαιολογεί την επιδίκαση της.
Στο βαθμό λοιπόν που η υπόθεση των εναγόντων εδράζεται σε καθορισμό των εκατέρωθεν δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από την επίδικη υποθήκη Υ240/87, εκδίδεται η εξής δηλωτική απόφαση:
Οι ενάγοντες δικαιούνται να καταβάλουν στην εναγόμενη το ποσό των €170.860,14 προκειμένου να απαλλάξουν το/α ακίνητο/α τους από την υποθήκη Υ240/87 που τα επιβαρύνει και σε περίπτωση που καταβάλουν το εν λόγω ποσό προτού εκποιηθεί η υποθήκη, η εναγόμενη θα υποχρεούται να δεχτεί την εν λόγω πληρωμή και να προβεί στην απάλειψη της υποθήκης. Κατ’ ανάλογο τρόπο, αν οι ενάγοντες δεν καταβάλουν το ποσό των €170.860,14 πριν την εκποίηση της υποθήκης και η εναγόμενη προχωρήσει με τέτοια εκποίηση, τότε το μέγιστο ποσό που θα μπορεί η εναγόμενη να εισπράξει από την εκποίηση θα είναι το ποσό των €170.860,14, και σε περίπτωση που υπάρχει πλεόνασμα θα υποχρεούται να το επιστρέψει στους ενάγοντες. Η είσπραξη όμως του ποσού των €170.860,14, είτε κατ’ ενάσκηση του δικαιώματος των εναγόντων σε απαλλαγή από την υποθήκη (right to redeem) είτε μέσω της διαδικασίας εκποίησης, θα συνεπάγεται μεν την απάλειψη της υποθήκης Υ240/87 όμως δεν θα απαλλάσσει τους ενάγοντες από την υποχρέωση τους να πληρώσουν στην εναγόμενη με άλλο τρόπο οποιαδήποτε άλλα ποσά τυχόν της οφείλουν συνεπεία των συμφωνιών παροχής πιστωτικών διευκολύνσεων που έχουν συναφθεί μεταξύ των διαδίκων ή των δικαστικών αποφάσεων που έχουν εκδοθεί.
Στο βαθμό που η υπόθεση των εναγόντων αφορά στην ακύρωση των ειδοποιήσεων Ι και ΙΑ αλλά και σε επιδίκαση αποζημιώσεων υπέρ τους, η αίτηση απορρίπτεται. Αν οι ενάγοντες δεν προτίθενται να προωθήσουν αυτή την πτυχή της υπόθεσης τους τότε να καταχωρίσουν εντός 7 ημερών σχετική ειδοποίηση διακοπής ενημερώνοντας προς τούτο και την πλευρά της εναγόμενης ώστε να γνωρίζει αν θα καταχωρήσει ή όχι υπεράσπιση. Νοείται ότι εντός αυτής της περιόδου των 7 ημερών η εναγόμενη δεν θα υποχρεούται να καταχωρίσει υπεράσπιση και σε περίπτωση που αποφασίσει να καταχωρίσει υπεράσπιση εντός αυτής της περιόδου των 7 ημερών αλλά διαφανεί στη λήξη της περιόδου ότι τελικά οι ενάγοντες δεν θα προωθήσουν αυτή την πτυχή της υπόθεσης τους, τότε η εναγόμενη δεν θα δικαιούται σε οποιαδήποτε έξοδα για την καταχώριση υπεράσπισης.
Όσον αφορά τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας, αυτά, ως είναι και ο γενικός κανόνας, τα δικαιούται η πλευρά των εναγόντων. Χωρίς λοιπόν να παραγνωρίζω ότι πρόκειται για διαδικασία για την οποία θα μπορούσε να γίνει συνοπτικός υπολογισμός από το Δικαστήριο δυνάμει του Μ.39 Κ.7, εντούτοις, λαμβάνοντας υπόψη ότι οι ενάγοντες έχουν στη διάθεση τους 7 μέρες για να αποφασίσουν αν θα προωθήσουν ή όχι την υπόλοιπη απαίτηση τους και ότι σε σχέση με την προηγούμενη αίτηση των εναγόντων η οποία απορρίφθηκε με τη διαταγή ως προς τα έξοδα εκείνης της διαδικασίας να ήταν όπως «συνιστούν έξοδα στην πορεία της απαίτησης αλλά σε καμία περίπτωση εναντίον της εναγομένης», κρίνω ορθό όπως διατάξω να γίνει λεπτομερής υπολογισμός των εξόδων από τον Πρωτοκολλητή ο οποίος θα τελεί υπό την αίρεση της έγκρισης του Δικαστηρίου.
Νοείται ότι αν οι ενάγοντες θα αποφασίσουν στις 7 μέρες να επιμείνουν στις υπόλοιπες αξιώσεις τους τότε τα υπέρ τους επιδικασθέντα έξοδα δεν θα περιλαμβάνουν οποιαδήποτε έξοδα πέραν της παρούσας διαδικασίας και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της υπόθεσης. Αν από την άλλη οι ενάγοντες δεν θα επιμείνουν στις υπόλοιπες αξιώσεις τους οπόταν και η απαίτηση θα θεωρείται αποπερατωθείσα με την έκδοση της παρούσας απόφασης, τότε στα έξοδα που δικαιούνται οι ενάγοντες θα περιληφθούν και όλα τα μέχρι σήμερα έξοδα που έγιναν στην κυρίως διαδικασία και τα οποία οι τελευταίοι δικαιούνται.
Πιστόν αντίγραφο (Υπ.)…………………………
Πρωτοκολλητής Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ.
[1] Βλ. έκθεση απαίτησης που καταχωρήθηκε στις 6/9/24
[2] Βλ. Μ.60 Κ.1(2) - Οι παρόντες κανονισμοί τίθενται σε ισχύ σε σχέση με τις υπόλοιπες δικαιοδοσίες, στις οποίες αφορούν, από την 1η Σεπτεμβρίου 2023 σε διαδικασίες που καταχωρίζονται από 1η Σεπτεμβρίου 2023.
[3] Αρ. 6 Ν. 2/77 - «6.(1) Το ποσόν το οποίον δύναται να ανακτηθή δι' αγωγής ως καθυστερούμενος τόκος εφ' οιουδήποτε χρέους ή υποχρεώσεως δεν θα υπερβαίνη το ποσόν του αρχικού χρέους ή υποχρεώσεως εν σχέσει προς την οποίαν ο τοιούτος τόκος είναι πληρωτέος. (2) Δια τους σκοπούς του παρόντος άρθρου οιαδήποτε διαδικασία προς αναγκαστικήν πώλησιν ιδιοκτησίας προς ικανοποίησιν χρέους δυνάμει των διατάξεων οιουδήποτε εκάστοτε εν ισχύϊ νόμου θα θεωρήται ως αγωγή.»
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο