ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΛΑΜΑ ν. A.K. BIO-CLEAN AIR TRADING LIMITED κ.α., Αρ. Αγωγής 1521/22, 3/6/2025
print
Τίτλος:
ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΛΑΜΑ ν. A.K. BIO-CLEAN AIR TRADING LIMITED κ.α., Αρ. Αγωγής 1521/22, 3/6/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Λ. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ, Α.Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής 1521/22(ι)

Μεταξύ:

ΧΡΙΣΤΟΣ ΠΑΛΑΜΑ

Ενάγοντας

και

1.    A.K. BIO-CLEAN AIR TRADING LIMITED (HE 132213)

2.    ΑΝΤΩΝΗΣ ΚΑΤΣΑΡΗΣ

Εναγόμενοι 

-----------------

Ημερομηνία: 03 Ιουνίου 2025

Για Ενάγοντα: κα Γ. Μιλτιάδου και κ. Χ. Χαραλάμπους για Γιώτα Μιλτιάδου και Συνεργάτες ΔΕΠΕ

Για Εναγόμενους: κ. Χ. Χριστοφόρου για ΧΡΙΣΤΟΣ Σ. ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.

ΑΠΟΦΑΣΗ

Με την παρούσα αγωγή που καταχώρισε με ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα στις 15/11/22, ο ενάγοντας αξιώνει από τους εναγόμενους, οι οποίοι είναι, ο μεν εναγόμενος 2 ο πρώην γαμπρός του η δε εναγόμενη 1 η εταιρεία που ο τελευταίος ίδρυσε το 2002, ποσό €118.359 «ως ποσό οφειλόμενο και πληρωτέο δυνάμει συμφωνίας δανείου και/ή ως χρέος και/ή δυνάμει προφορικής συμφωνίας και/ή δυνάμει των αρχών του αδικαιολόγητου πλουτισμού».

Η δικογραφημένη εκδοχή του ενάγοντα είναι ότι σε διάφορες χρονικές περιόδους είχε δανείσει τους εναγόμενους διάφορα χρηματικά ποσά συνολικού ύψους €118.359 υπό την υπόσχεση ότι θα του επέστρεφαν. Παρά όμως το ότι ο ενάγοντας ζήτησε περί το 2017 από τους εναγόμενους να του επιστρέψουν το εν λόγω ποσό και παρά το ότι οι τελευταίοι ζήτησαν και έλαβαν από τον ενάγοντα παράταση ενός χρόνου για να το πράξουν, εντούτοις, από τον Οκτώβριο του 2018 που επήλθε διάσταση μεταξύ του εναγομένου 2 και της θυγατέρας του ενάγοντα, αυτοί αρνούνται να επιστρέψουν οποιοδήποτε ποσό έστω και αν κλήθηκαν επανειλημμένα να το πράξουν, τόσο γραπτώς όσο και προφορικά.

Με την κοινή υπεράσπιση που καταχώρησαν στις 09/01/23, οι εναγόμενοι, αν και παραδέχονται ότι η εναγόμενη 1 ήταν η εταιρεία που ίδρυσε και διαχειριζόταν ο εναγόμενος 1 εντούτοις απορρίπτουν ότι έλαβε ποτέ χώρα ο δανεισμός που ισχυρίζεται ο ενάγοντας και υποστηρίζουν ότι η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε εκδικητικά λόγω της διάστασης που επήλθε στο γάμο του εναγόμενου 2 και της θυγατέρας του ενάγοντα. Κατά τους εναγόμενους, η μόνη φορά που γνωρίζουν να έδωσε ο ενάγοντας οποιαδήποτε χρήματα ήταν όταν περί το 2012 η θυγατέρα του τελευταίου, η οποία ήταν τότε και διευθύντρια στην εναγόμενη 1, ανέφερε στον τότε σύζυγο της εναγόμενο 2 ότι ο πατέρας της, ο ενάγοντας δηλαδή, της είχε δωρίσει κάποιο χρηματικό ποσό χωρίς όμως να του αποκαλύψει ποτέ τι ποσό ήταν ακριβώς.

Κατά την ακρόαση παρουσιάστηκαν από πλευράς ενάγοντα πέντε μάρτυρες, ήτοι ο ίδιος ο ενάγοντας, η θυγατέρα του ΑΚ (ΜΕ1), η ΒΝ, λειτουργός της ΚΕΔΙΠΕΣ (ΜΕ2), ο εγκεκριμένος ελεγκτής λογιστής ΣΤ (ΜΕ3) και ο ΘΠ, λειτουργός στην Ελληνική Τράπεζα (ΜΕ4), ενώ από πλευράς εναγομένων δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία. Προχωρώ λοιπόν να συνοψίσω τη μαρτυρία της πλευράς του ενάγοντα.

Ενάγοντας

Ο ενάγοντας υιοθέτησε κατά τη μαρτυρία του γραπτή δήλωση για σκοπούς της κυρίως εξέτασης του (Έγγραφο Α). Η θέση του ήταν ότι περί το 2007, ο εναγόμενος 2, ο οποίος ήταν τότε παντρεμένος με τη θυγατέρα τού, του ζήτησε να τον βοηθήσει να λάβει δάνειο από συγκεκριμένη ΣΠΕ προκειμένου να μπορέσει να λειτουργήσει επιχείρηση φρουταρίας μέσω της εναγόμενης 1 εταιρείας του την οποία είχε ιδρύσει περί το 2002 για να ασχολείται τότε με φίλτρα καθαρισμού του αέρα. Προκειμένου λοιπόν να βοηθήσει τον γαμπρό του, αλλά και τη θυγατέρα του, έθεσε ένα γραμμάτιο που είχε στην ΣΠΕ αξίας ΛΚ 50.000 ως εγγύηση για το δάνειο των ΛΚ45.000 που θα έπαιρνε ο εναγόμενος 2 και στην πορεία, κατόπιν παράκλησης του εναγόμενου 2, δάνειζε στο τελευταίο χρήματα για να πληρώνει τις δόσεις του καταθέτοντας ο ίδιος απευθείας πληρωμές στην ΣΠΕ έναντι του δανείου. Συγκεκριμένα, μέχρι το 2012, απ’ ότι υπολογίζει, «κατέθεσα από τα δικά μου χρήματα περί του ποσού των €30.000 με €40.000, τα οποία τα κατέβαλα υπό μορφή δανείου προς τον γαμπρό μου, στη βάση της μεταξύ μας συνεννόησης, με την υπόσχεση ότι θα μου τα επιστρέψει... Μετά από τόσα χρόνια δεν μπορώ να θυμάμαι σε ποιες συγκεκριμένες ημερομηνίες έβαλα από τα δικά μου χρήματα, αλλά από τα όσα μπορώ να θυμάμαι, κατέβαλα περί τις €30. 000 με 40.000 ποσό το οποίο αποδέχθηκε ο γαμπρός μου σε συζήτηση που είχα μαζί του και υποσχέθηκε ότι θα μου επιστρέψει» (Τεκ. 2 - πρωτότυπο βιβλιάριο του δανείου του εναγόμενου 2).

Κατά την ίδια περίοδο, ο εναγόμενος 2 του είχε ζητήσει να του δανείσει χρήματα για να ολοκληρώσει την επιχείρηση της φρουταρίας του οπόταν και αυτός δάνεισε το ποσό των ΛΚ5.000 (€8.540), ενώ περί τα 5 χρόνια αργότερα, δηλαδή το 2012, ο εναγόμενος 2 του ζήτησε και πάλι δανεικά ώστε να εξοφλήσει το δάνειο που είχε λάβει το 2007. Το υπόλοιπο τότε του εν λόγω δανείου του εναγόμενου 2 ανερχόταν, μαζί με τους τόκους, στο ποσό των  €34.646,95 και το ποσό αυτό το κατέβαλε ο ίδιος, ο ενάγοντας δηλαδή, χρησιμοποιώντας («σπάζοντας») το γραμμάτιο που είχε δεσμεύσει ως εγγύηση για το δάνειο (Τεκ 1 - απόδειξη κατάθεσης πληρωμής μετρητών 26/07/12). Περί τον έναν χρόνο αργότερα, δηλαδή το 2013, ο εναγόμενος 2 του ζήτησε και πάλι δανεικά προκειμένου να αγοράσει το ακίνητο εντός του οποίου λειτουργούσε η εναγόμενη 1 την επιχείρηση της και αυτή τη φορά, ως ισχυρίζεται, δάνεισε αρχικά το ποσό των €10.000, αργότερα ακόμη €5.000 και €2.000, ενώ το 2014 δάνεισε ακόμη €20.000 (βλ. Τεκ. 3 - αντίγραφο επιταγής €20.000 και καταστάσεις λογαριασμού).

Κατά τον ενάγοντα, ο εναγόμενος 2 τον καθησύχαζε πάντοτε ότι τα χρήματα που αυτός δάνειζε θα του επιστρέφονταν εξ’ ου και μέσα από τις γενικές συνελεύσεις και τις οικονομικές καταστάσεις της εναγόμενης 1 αναγνωριζόταν το συγκεκριμένο χρέος. Όταν δε το 2017 ζήτησε από τον εναγόμενο 2 όπως του επιστραφούν τα χρήματα που δάνεισε, ο τελευταίος τον διαβεβαίωσε και πάλι ότι θα του επιστρέφονταν και προς τούτο ζητήθηκε παράταση ενός έτους η οποία και δόθηκε. Αν και περί τον Οκτώβριο του 2018 επήλθε διάσταση στον γάμο της θυγατέρας του με τον εναγόμενο 2, ο τελευταίος μέχρι και τον Οκτώβριο του 2019 συνέχιζε να υπόσχεται ότι τα χρήματα θα επιστρέφονταν επικαλούμενος και το ότι είχαν τότε διοριστεί διευθυντές στην εναγόμενη 1 και τα εγγόνια του ενάγοντα, δηλαδή τα 2 παιδιά που είχαν αποκτήσει ο εναγόμενος 2 με τη θυγατέρα του. Τελικά όμως κανένα ποσό δεν του επιστράφηκε οπόταν και το 2021 αλλά και το 2022 απαίτησε τα χρήματα του μέσω δικηγόρων. Από την αλληλογραφία που έλαβε τότε χώρα μεταξύ των δικηγόρων των διαδίκων (Τεκ 4) κατέστη ξεκάθαρο ότι οι εναγόμενοι καμία πρόθεση δεν είχαν να του επιστρέψουν οποιαδήποτε χρήματα οπόταν αναγκαστικά καταχωρήθηκε η παρούσα αγωγή.

Από έρευνες στις οποίες προέβη με τη βοήθεια των δικηγόρων του κατάφερε να εντοπίσει τις οικονομικές καταστάσεις που είχε καταχωρήσει η εναγόμενη 1 στον Έφορο Εταιρειών κατά τα έτη 2012 και 2014 μέχρι 2022, από τις οποίες και διαπιστώθηκε ότι μέχρι και το 2016 δηλωνόταν από πλευράς εναγομένης 1 ότι όφειλε ως «δάνεια από συγγενικά μέρη», και ειδικά ότι όφειλε προς τον ίδιο ονομαστικά, διάφορα ποσά τα οποία κάθε επόμενο έτος αυξάνονταν και τα οποία συμποσούνταν  κατά το 2016 στο ποσό των €118.359. Διαπιστώθηκε όμως ότι για άγνωστο λόγο είχε σταματήσει από τις οικονομικές καταστάσεις του 2017 και εντεύθεν να καταγράφεται το χρέος που προηγουμένως δηλωνόταν ότι του οφείλετο και πουθενά δεν φαινόταν να είχε ποτέ εξοφληθεί το ποσό των €118.359 (Τεκ 5 - κατά τη διάρκεια της ακρόασης, κατατέθηκαν ως Τεκ 5Α και 5Β οι οικονομικές καταστάσεις της εναγόμενης 1 και για τα έτη 2013 και 2020).

Όσον αφορά τη δικογραφημένη θέση των εναγόμενων ότι είχε δωρίσει σε κάποιο στάδιο χρήματα προς το ανδρόγυνο, δηλαδή τη θυγατέρα του και τον εναγόμενο 2, ο ενάγοντας ισχυρίστηκε ότι είχε όντως δώσει στη θυγατέρα του ποσό περί τις ΛΚ12.000 για να κτίσει και να επιπλώσει το σπίτι της όμως τα εν λόγω χρήματα καμία σχέση δεν είχαν με τα χρήματα που δάνεισε στους εναγομένους.

Ο ενάγοντας αντεξετάστηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγομένων επί διαφόρων πτυχών της μαρτυρίας του. Έμφαση όμως δόθηκε σε δύο ζητήματα. Το πρώτο ζήτημα αφορούσε στο πώς είναι που προκύπτει ακριβώς το ποσό των €118.359 που αξιώνεται με την παρούσα αγωγή από τη στιγμή που ο ενάγοντας δηλώνει ότι δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει ένα σημαντικό μέρος του εν λόγω ποσού, ήτοι το συνολικό ποσό που ισχυρίστηκε ότι κατέβαλε απευθείας έναντι του δανείου του εναγόμενου 2. Το δεύτερο ζήτημα αφορούσε στο ποιο είναι πραγματικά το πρόσωπο από το οποίο ο ενάγοντας αξιώνει τα χρήματα που ισχυρίζεται ότι δάνεισε.

Όσον αφορά το πρώτο ζήτημα, δηλαδή το ύψος του αξιούμενου ποσού,  ο ενάγοντας ανέφερε ότι αν και ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει ακριβώς το συνολικό ποσό που κατέβαλε έναντι του δανείου του εναγόμενου 2 εντούτοις τα τεκμήρια που έχει εντοπίσει και καταθέσει καταδεικνύουν ακριβώς ποιο είναι το συνολικό ποσό που οφείλεται. Όσον αφορά το δεύτερο θέμα, ήτοι του ποιος είναι που κατά τον ενάγοντα οφείλει να του πληρώσει το αξιούμενο ποσό, κρίνω σκόπιμο να παραθέσω αυτούσια τη σχετική στιχομυθία που έλαβε χώρα κατά την αντεξέταση του ενάγοντα.

«E. Αυτό που λέτε, που έχετε καταθέσει, που αντιλαμβάνομαι όπως και αυτά τα έγγραφα, το Τεκμήριο 5, και αυτή τη δήλωση που καταθέσατε σήμερα, την οποία είδατε για πρώτη φορά σήμερα το πρωί, λέτε ξεκάθαρα ότι η εταιρεία αναγνωρίζει ότι σας οφείλει €118.359 σωστά;

A.         Ναι. Η εταιρεία, όχι ο γαμπρός μου, αφού έκανε την εταιρεία.

E.         Άρα αυτό το ποσό σας το οφείλει η εταιρεία και όχι ο γαμπρός σας;

A.         Ναι. Εγώ τα λεφτά μου τα θέλω πίσω. Είμαι με τα γυραθκειά μου και αν θα μου περισσέψουν λεφτά να τα διαιρέσω στα 5 εγγόνια.

......................

E.         Τα λεφτά σου θέλεις τα από την εταιρεία;

A.         Ναι.

E.         Μόνο;

A.         Ναι.»

Θυγατέρα ενάγοντα - ΜΕ 1

Η ουσία της μαρτυρίας της εν λόγω μάρτυρος κινήθηκε πάνω στις ίδιες γραμμές με αυτήν του πατέρα της υπό την έννοια ότι και αυτή η μάρτυς ισχυρίστηκε ότι μετά που ο εναγόμενος 2, ο πρώην σύζυγός της, είχε αποφασίσει να ανοίξει επιχείρηση φρουταρίας μέσω της εναγόμενης 1 εταιρείας, είχε αποταθεί σε διάφορες περιπτώσεις στον ενάγοντα πεθερό του για να δανειστεί χρήματα οπόταν και ο τελευταίος, μέχρι και το 2014 έδωσε τα δανεικά που του ζητούνταν για τις ανάγκες της εναγόμενης 1 όπως αυτό φαίνεται στα τεκμήρια που κατατέθηκαν αλλά και στις οικονομικές καταστάσεις της τελευταίας στην οποία η μάρτυς ήταν διευθύντρια μέχρι το 2019.

Ήταν η θέση της μάρτυρος ότι μετά που αποχώρησε από την εναγόμενη 1 το 2019 συνεπεία της διάστασης που επήλθε στο γάμο της, διαπίστωσε ότι στις οικονομικές καταστάσεις της τελευταίας, τις οποίες εκείνη απλά υπέγραφε μετά που ο εναγόμενος 2 τις ετοίμαζε με τους λογιστές της εταιρείας, είχε από το 2017 σταματήσει να αναγράφεται το χρέος που οφειλόταν στον ενάγοντα. Επειδή όμως η ίδια γνώριζε ότι μέχρι το 2019 που ήταν και εκείνη διευθύντρια στην εναγόμενη 1 δεν είχε ληφθεί ποτέ οποιαδήποτε απόφαση για να επιστραφούν χρήματα στον ενάγοντα, αποτάθηκε σε λογιστικό γραφείο για να μάθει τι μπορεί να είχε οδηγήσει στην αλλαγή αυτή στις καταστάσεις. Η εξήγηση που της δόθηκε τότε ήταν, σύμφωνα πάντα με την ίδια, ότι το προηγουμένως αναγνωρισμένο χρέος της εναγόμενης 1 προς τον ενάγοντα φαινόταν να είχε για άγνωστο λόγο διανεμηθεί σε άλλους πιστωτές της εταιρείας μεταξύ των οποίων και σε εταιρεία των δύο παιδιών της, τα οποία εν τω μεταξύ είχαν διοριστεί διευθυντές στην εναγόμενη 1.

Η μάρτυς αντεξετάστηκε επί όλων σχεδόν των ισχυρισμών της και ειδικότερα σε σχέση με τις θέσεις της αναφορικά με το περιεχόμενο των οικονομικών καταστάσεων της εναγόμενης 1 κατά την περίοδο που ήταν και εκείνη διευθύντρια, περιλαμβανομένων δηλαδή και των ετών όπου σταμάτησε πλέον να καταγράφεται στις καταστάσεις η ύπαρξη οφειλής προς τον ενάγοντα. Η μάρτυς, επαναλαμβάνοντας τη θέση ότι στην ουσία οι οικονομικές καταστάσεις ετοιμάζονταν από τον εναγόμενο 2 σε συνεννόηση με τον λογιστή που εκείνος είχε διορίσει και ότι η ίδια απλά τις υπέγραφε, ισχυρίστηκε ότι η εναγόμενη 1 πάντοτε αναγνώριζε ότι όφειλε να επιστρέψει τα χρήματα που είχε δώσει ο ενάγοντας ως δάνειο. Στη βάση της θέσης της αυτής, ρωτήθηκε η μάρτυς από τον ευπαίδευτο συνήγορο των εναγομένων κατά πόσο η εναγόμενη 1 είναι το πρόσωπο που έλαβε τα χρήματα που κατ' ισχυρισμό δάνεισε ο ενάγοντας και κατ' επέκταση το πρόσωπο που θα πρέπει να τα επιστρέψει, οπόταν και αυτή απάντησε καταφατικά. 

Λειτουργός ΚΕΔΙΠΕΣ – ΜΕ2

Η συγκεκριμένη μάρτυς κλήθηκε να καταθέσει αναφορικά με τη χρονική περίοδο που ο λογαριασμός δανείου του εναγόμενου 2  διατηρείτο σε συνεργατικό πιστωτικό ίδρυμα στο οποίο αυτή εργαζόταν (Τεκ 2). Ήταν η θέση της, την οποία υποστήριξε με την κατάθεση κατάστασης λογαριασμού του εν λόγω δανείου, ότι το συγκεκριμένο δάνειο εξασφαλιζόταν με προθεσμιακή κατάθεση που άνηκε στον ενάγοντα και τη σύζυγο του και ότι στις 26/07/12 εξοφλήθηκε με την καταβολή του ποσού των €34.646,95 (Τεκ.8). Αντεξεταζόμενη η μάρτυς ως προς το κατά πόσο γνωρίζει τον τρόπο με τον οποίο έλαβε χώρα η εν λόγω εξοφλητική πληρωμή ανάφερε ότι το μόνο που μπορεί να γνωρίζει είναι ότι η συγκεκριμένη πληρωμή είχε γίνει με κατάθεση μετρητών.

ΘΠ – ΜΕ3

Ο συγκεκριμένος μάρτυρας, του οποίου τα προσόντα ως εγκεκριμένος ελεγκτής λογιστής δεν αμφισβητούνται, κλήθηκε να καταθέσει αναφορικά με τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξε μετά από μελέτη των οικονομικών καταστάσεων της εναγόμενης 1 (Τεκ.5). Σύμφωνα με τον μάρτυρα, η αναφορά που γίνεται στις εν λόγω καταστάσεις σε «δάνειο από συγγενικά μέρη» σημαίνει ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στις εν λόγω καταστάσεις έχουν χρηματοδοτήσει την εναγόμενη 1 η οποία και τους οφείλει τα συγκεκριμένα ποσά που αναφέρονται στην κάθε κατάσταση κατά τη συγκεκριμένη ημερομηνία. Σε σχέση με τον ενάγοντα, ανέφερε ο μάρτυρας, αν και οι καταστάσεις της εναγόμενης 1 για το 2016 δείχνουν ότι οφειλόταν σε αυτόν τότε το ποσό των €118.359,18, το εν λόγω ποσό, από το 2017 και μετά, παρουσιάζεται να έχει μυστηριωδώς εξαφανιστεί, ήτοι ωσάν να και δεν οφειλόταν πλέον. Η θέση του μάρτυρα ήταν ότι κατά παράδοξο, αλλά και άγνωστο και ανεξήγητο για εκείνον τρόπο, φαίνεται ν’ άλλαξαν τα δεδομένα που καταγράφονταν στις οικονομικές καταστάσεις από το 2017 και μετά χωρίς όμως να υπάρχει και οτιδήποτε που να το δικαιολογεί ή οποιαδήποτε συγκατάθεση από τον ενάγοντα για «αφαίρεση» του χρέους που μέχρι το 2016 δηλωνόταν ότι του οφείλετο.

Αντεξεταζόμενος ο μάρτυρας ανέφερε ότι δεν είναι σε θέση ούτε να επιβεβαιώσει αλλά ούτε και να διαψεύσει κατά πόσο το χρέος που μέχρι και το 2016 δηλωνόταν ότι οφειλόταν προς τον ενάγοντα είχε εξοφληθεί ή άλλως πώς διευθετηθεί, όμως εκ της πείρας του γνωρίζει ότι ένας σωστός ελεγκτής θα έλεγχε και θα επιβεβαίωνε μια τέτοια εξέλιξη αν αυτό ήταν που δηλωνόταν από το Δ.Σ της εναγόμενης, κάτι που δεν φαίνεται να έγινε στην προκειμένη περίπτωση.

Λειτουργός Ελληνικής Τράπεζας – ΜΕ4

Ο εν λόγω μάρτυρας κλήθηκε να καταθέσει αναφορικά με τον λογαριασμό που ο ενάγοντας και η σύζυγός του διατηρούσαν, πρώτα στη ΣΠΕ Κυπερούντας και ύστερα στην Ελληνική Τράπεζα, και ο οποίος λογαριασμός συνιστούσε ένα ενδιάμεσο λογαριασμό υπό την έννοια ότι ήταν ο λογαριασμός στον οποίο καταθέτονταν χρήματα των δικαιούχων μετά την εξαργύρωση κάποιου γραμματίου τους ώστε να παραμείνουν εκεί μέχρι να δοθούν οδηγίες για το πώς θα τύχουν περαιτέρω χειρισμού (Τεκ. 9). Σύμφωνα με τον μάρτυρα, από τις καταστάσεις του συγκεκριμένου λογαριασμού διαπιστώνεται ότι στις 26/07/12  υπήρχε πιστωμένο από γραμμάτιο ποσό €97.819,01 το οποίο κατά την ίδια μέρα «έσπασε» και μετατράπηκε, αφ’ ενός σε ένα νέο γραμμάτιο €46.000 και αφ’ ετέρου σε μετρητά €34.818,94 τα οποία αναλήφθηκαν. Την ίδια μέρα εκδόθηκε και μία τραπεζική επιταγή για το ποσό των €17.000 για τον δικαιούχο της οποίας όμως ο μάρτυρας ανέφερε κατά την αντεξέτασή του ότι δεν γνωρίζει περαιτέρω στοιχεία.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι κατά τη μαρτυρία του ενάγοντα και της ΜΕ1 απασχόλησε έντονα ένα χειρόγραφο σημείωμα το οποίο οι τελευταίοι ισχυρίστηκαν ότι είχε καταρτίσει ο εναγόμενος 2 στην παρουσία της ΜΕ1 όταν του ζητήθηκε να καταγράψει τα ποσά που οφείλονταν στον ενάγοντα (Τεκ 4). Επί του παρόντος δεν θεωρώ αναγκαίο να επεκταθώ επί του εν λόγω σημειώματος το οποίο περιέχει απλά καταγραφές διάφορων ποσών και περιορίζομαι να αναφέρω ότι η πλευρά των εναγομένων αμφισβητεί ότι το έγγραφο αυτό καταρτίστηκε από τον εναγόμενο 2, θέση την οποία τόσο ο ενάγοντας όσο και η ΜΕ1 απορρίψαν κατηγορηματικά.

Η ακρόαση της υπόθεσης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους ευπαίδευτους συνηγόρους των μερών αναφορά στις οποίες κάνω όπου κρίνεται αναγκαίο.

Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου παρακολουθώντας παράλληλα με την ίδια προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν κατά την ακρόαση, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας αλλά και τη δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ. AUTOMIND ENTERPRISES LIMITED v. ΚΥΘΡΟΜΑΚ (ΑΣΦΑΛΤΙΝΚ) ΛΤΔ, Πολιτική Έφεση Αρ.: 366/2018, 31/1/2024, Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256). Σημειώνω τα εξής.

Υπενθυμίζεται κατ’ αρχή ότι όσον αφορά τα επίδικα γεγονότα, εφόσον από πλευράς εναγόμενων δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία – είτε προς αντίκρουση των όσων ισχυρισμών περί γεγονότων πρόβαλαν οι μάρτυρες του ενάγοντα είτε προς υποστήριξη των όσων περί του αντιθέτου ισχυρισμών περί γεγονότων προβλήθηκαν από πλευράς εναγομένων μέσω του δικογράφου της υπεράσπισης αλλά και μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων της αντίδικης πλευράς – η εκδοχή των εναγόντων, όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον είναι και η μόνη εκδοχή που παρουσιάστηκε κατά την ακρόαση, «…συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο. (Wynne v. Mavronicolas κ.α. (2009) 1 A.A.Δ. 1138)…» (βλ. Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Μιχάλη Ματσούκα και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 1377, ECLI:CY:AD:2014:A460). Με τούτη την αρχή κατά νου αναφέρω τ’ ακόλουθα σε σχέση με τη μαρτυρία που προσκόμισε η πλευρά του ενάγοντα.

Κατά την κυρίως εξέτασή του ο ενάγοντας προώθησε, ως όφειλε, τη δικογραφημένη θέση του ότι επειδή το αξιούμενο με την παρούσα αγωγή ποσό το είχε δανείσει και στους δύο εναγόμενους, αμφότεροι οι τελευταίοι όφειλαν να του το επιστρέψουν. Κατά την αντεξέταση του όμως ο ενάγοντας άφηνε να νοηθεί ότι τα χρήματα που δάνεισε κατόπιν παράκλησης του εναγόμενου 2 τότε γαμπρού του στην πραγματικότητα δεν ήταν και στους δύο εναγόμενους που τα δάνεισε αλλά μόνο στην εναγόμενη 1 η οποία ήταν και το πρόσωπο για την οποία τα δανεικά αυτά προορίζονταν. Στο τέλος όμως, όποια αμφιβολία και να υπήρχε αρχικά σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα ο ενάγοντας την «ξεκαθάρισε» όταν αντεξεταζόμενος ειδικά επί του θέματος αυτού υπέδειξε ρητά την εναγόμενη 1 ως το μόνο πρόσωπο στο οποίο θεωρούσε ότι δάνεισε χρήματα αλλά και ως το μόνο πρόσωπο το οποίο θεωρούσε ότι ήταν υπεύθυνο να του τα επιστρέψει. Μάλιστα δε, όπως ο ίδιος ο ενάγοντας ανέφερε κατά την αντεξέταση του, είναι από την εναγόμενη 1 που «θέλει» να λάβει τα χρήματά του και όχι από τον εναγόμενο 2.

Την ίδια όμως στάση με τον ενάγοντα σε σχέση με το συγκεκριμένο θέμα τήρησε και η ΜΕ1, η θυγατέρα του τελευταίου δηλαδή, η οποία παρουσιάστηκε να ήταν και η μόνη άλλη μάρτυρας που γνώριζε τα γεγονότα της υπόθεσης και η οποία, υπενθυμίζω, είχε τελέσει και διευθυντής στην εναγόμενη 1. Υπενθυμίζω συναφώς ότι η ΜΕ1 διευκρίνισε ρητά κατά την αντεξέταση της ότι όχι μόνο είναι η εναγόμενη 1 που λάμβανε τα ποσά που ισχυρίζεται ο ενάγοντας ότι δάνειζε αλλά και ότι ήταν εκείνη, η εναγόμενη 1 δηλαδή, το πρόσωπο που θα πρέπει να επιστρέψει στον ενάγοντα τα χρήματά του εφόσον το αναγνώριζε και το παραδεχόταν μέχρι το 2016 μέσω των οικονομικών της καταστάσεων.

Ούτε λίγο ούτε πολύ δηλαδή, έστω και αν η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε ως αγωγή που στρεφόταν εναντίον και των δύο εναγομένων σε σχέση με τον κατ’ ισχυρισμό δανεισμό στον οποίο προέβη ο ενάγοντας, κατά τη μαρτυρία των δύο ουσιαστικών μαρτύρων που κάλεσε η πλευρά του τελευταίου για να αποδείξει τα ορθά κατ’ εκείνη γεγονότα της υπόθεσης, διευκρινίστηκε ότι εναντίον του εναγόμενου 2 ουσιαστικά δεν προβάλλεται οποιαδήποτε αξίωση. Υπό το φως αυτής της διευκρίνισης, η οποία είναι αρκετή για να σφραγίσει από αυτό το στάδιο την τύχη της αγωγής σε σχέση με τον εναγόμενο 2, καθίσταται περιττή και ουσιαστικά αχρείαστη η εκτεταμένη αξιολόγηση της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ. ΙΩΑΝΝΟΥ κ.α. ν. ΑΛΗΦΑΝΤΗ κ.α., Ποινικές Εφέσεις Αρ. 163 /2017, 164/2017, 165/2017, 7/10/2019). Εξηγώ.

Προς τεκμηρίωση του ύψους του αξιούμενου ποσού των €118.359 αλλά και προς στοιχειοθέτηση του προβαλλόμενου αγώγιμου δικαιώματος για ανάκτηση του εν λόγω ποσού από την εναγόμενη 1, η πλευρά του ενάγοντα παρουσίασε τις οικονομικές καταστάσεις που η ίδια η εναγόμενη 1 είχε συντάξει και καταθέσει στον Έφορο Εταιρειών και με τις οποίες παρουσιαζόταν, μέχρι και το 2016 τουλάχιστο, να αναγνώριζε και να παραδεχόταν γραπτώς ότι όφειλε στον ενάγοντα συνολικό ποσό €118.359.

Η συγκεκριμένη γραπτή παραδοχή της εναγόμενης 1, η οποία είναι από μόνη της αρκετή για να στοιχειοθετήσει, εκ πρώτης όψεως τουλάχιστο, την υπόθεση που προωθεί εναντίον της ο ενάγοντας και η οποία παραδοχή καθιστά αχρείαστη και περιττή την αξιολόγηση του κάθε στοιχείου που παρουσιάστηκε προκειμένου να αποδειχτεί το κάθε ποσό που κατ’ ισχυρισμό συνθέτει το συνολικό ποσό των €118.359, ουδέποτε αντικρούστηκε από την εναγόμενη 1, η οποία υπενθυμίζω επέλεξε να μην παρουσιάσει οποιουσδήποτε μάρτυρες προς υπεράσπισή της. Έμεινε δηλαδή να συνιστά αναντίλεκτο γεγονός ότι η εναγόμενη 1 είχε αναγνωρίσει και παραδεχθεί εγγράφως ότι μέχρι το 2016 τουλάχιστο όφειλε στον ενάγοντα το αξιούμενο ποσό των €118.359 και μάλιστα ότι το όφειλε διότι το είχε λάβει ως δάνειο.

Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι δεν έχω παραγνωρίσει ότι από το 2017 και μετά η εναγόμενη 1 σταμάτησε να προβαίνει στη συγκεκριμένη παραδοχή. Ο λόγος όμως για τούτο δεν ήταν και δεν θα μπορούσε ποτέ να ήταν στους ώμους του ενάγοντα να καταδείξει και το αναφέρω αυτό διότι κατά την ακρόαση διαφάνηκε ότι η πλευρά του τελευταίου, παρά τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου, θεωρούσε ότι ήταν αναγκαίο να παρουσιάσει εκείνη μαρτυρία, όπως ήταν η μαρτυρία του ΜΕ3, προκειμένου να εξηγήσει το λόγο που η εναγόμενη 1 σταμάτησε να παραδέχεται το χρέος της. Αυτό όμως ήταν κάτι που μόνο η πλευρά της εναγόμενης 1 μπορούσε να πράξει, αν ήθελε, και σίγουρα, αν τελικά ο ισχυρισμός της εναγόμενης 1 θα ήταν ότι εξόφλησε ή άλλως πώς διευθέτησε το χρέος που παραδεχόταν ότι όφειλε – που τέτοιος ισχυρισμός δεν προβαλλόταν με την υπεράσπιση– τότε θα αναμενόταν ότι αυτή θα έφερνε και την ανάλογη μαρτυρία για να τον αποδείξει. Καμία όμως μαρτυρία δεν παρουσίασε η εναγόμενη 1 που να υποδηλοί ότι είχε εξοφληθεί ή διευθετηθεί το χρέος που μέχρι το 2016 παραδεχόταν ότι όφειλε προς τον ενάγοντα όπως και καμία εξήγηση δεν έδωσε ως προς το γιατί ξαφνικά και μυστηριωδώς «ανάκαλεσε» την γραπτή παραδοχή της επί του ζητήματος αυτού.

Κοντολογίς, λαμβάνοντας υπόψη αφ’ ενός την επιλογή του ενάγοντα να περιορίσει ουσιαστικά την υπόθεσή του αποκλειστικά εναντίον της εναγόμενης 1 και αφ’ ετέρου την επιλογή της τελευταίας να μην αντικρούσει με οποιονδήποτε τρόπο τη γραπτή και ρητή παραδοχή της ότι οφείλει το αξιούμενο ποσό στον ενάγοντα διότι της το είχε δανείσει, ή έστω να παρουσιάσει οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ότι το εν λόγω χρέος είχε εξοφληθεί ή διευθετηθεί μετά το 2016, κανένας λόγος δεν υπάρχει για να εξεταστεί οποιοδήποτε άλλο θέμα εγείρεται στην παρούσα υπόθεση, είτε σε σχέση με τη μαρτυρία είτε άλλως πώς.

 

Στη βάση των όσων αναφέρονται πιο πάνω επομένως, καθίσταται εύρημα του Δικαστηρίου ότι η εναγόμενη 1 είχε μέχρι και το 2016 λάβει από τον ενάγοντα το συνολικό ποσό των €118.359 υπό τη μορφή δανείου το οποίο όμως ουδέποτε το εξόφλησε. Οφείλει συνεπώς η εναγόμενη 1 να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των €118.359.

Υπό το φως του πιο πάνω ευρήματος του Δικαστηρίου κρίνω ότι ο ενάγοντας απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεσή του εναντίον της εναγόμενης 1 ενώ σε σχέση με τον εναγόμενο 2, για τους λόγους που έχω εξηγήσει, η υπόθεση δεν μπορεί παρά να απορριφθεί.

Εκδίδεται συνεπώς απόφαση υπέρ ενάγοντα και εναντίον εναγόμενης 1 για το ποσό των €118.359,00 πλέον νόμιμο τόκο μέχρι εξόφλησης. Όσον αφορά τον εναγόμενο 2 η αγωγή εναντίον του απορρίπτεται.

Όσον αφορά τα έξοδα της αγωγής, λαμβάνοντας υπόψη ότι ο ενάγοντας είναι ο επιτυχόντας διάδικος σε σχέση με την εναγόμενη 1 και ταυτόχρονα ο αποτυχόντας διάδικος σε σχέση με τον εναγόμενο 2, και λαμβάνοντας υπόψη ότι αμφότεροι οι εναγόμενοι πρόβαλαν και προώθησαν κοινή υπεράσπιση και εκπροσωπήθηκαν από τον ίδιο δικηγόρο, δεν κρίνω ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστούν οποιαδήποτε έξοδα υπέρ του εναγόμενου 2 αλλά όπως περιοριστούν τα έξοδα που ο ενάγοντας δικαιούται να λάβει από την εναγόμενη 1. Στην κατάληξη μου αυτή έχω συνυπολογίσει και το ότι η πλευρά του ενάγοντα, παρά τις επισημάνσεις του Δικαστηρίου κατά τη διάρκεια της ακρόασης, περιέπλεξε τη διαδικασία με την προσκόμιση αχρείαστης μαρτυρίας όπως ήταν για παράδειγμα η μαρτυρία του ΜΕ3.

Τα έξοδα συνεπώς της αγωγής επιδικάζονται υπέρ του ενάγοντα και εναντίον της εναγόμενης 1 όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, μειωμένα όμως κατά 50%.

(Υπ.)………………….…….

                                                                                                            Λ. Πασχαλίδης, Α.Ε.Δ

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο