ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Α. Σάββα προσ. Ε.Δ
Αγωγή αρ. 629/2018
Mεταξύ:
ΙΩΑΝΝΑ ΝΙΚΟΛΑΟΥ, εκ Λάρνακας
Ενάγουσας
και
ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ, εκ Λάρνακας
Εναγομένου
Ημερομηνία: 22/5/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγουσα: κ. Χριστοφόρου για κκ. ΣΠΥΡΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο: κ. Κότροφος για κκ. ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΠΟΙΗΤΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. Εισαγωγή
1. Με τη παρούσα αγωγή η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον του Εναγομένου, το ποσό των €5.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας ή ως οφειλόμενο ποσό δυνάμει αχρεωστήτως καταβληθέν ποσού από την Ενάγουσα προς τον Εναγόμενο ή ποσού που ο Εναγόμενος έχει προσπορισθεί εις βάρος της Ενάγουσας πλέον νόμιμο τόκο, δικηγορικά έξοδα, ΦΠΑ και έξοδα επίδοσης. Σημειώνω ότι ενώ αρχικά με την Αγωγή της η Ενάγουσα αξίωνε επιπρόσθετα, μεταξύ άλλων, γενικές αποζημιώσεις, κατά το στάδιο των αγορεύσεων η απαίτηση περιορίστηκε στο ποσό των €5.000 για το οποίο προσκομίστηκε και σχετική μαρτυρία.
ΙΙ. Δικογραφημένες θέσεις
2. Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης η Ενάγουσα κατά τον Οκτώβριο του 2013 προσεγγίστηκε από τον Εναγόμενο, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, με σκοπό να καταρτίσουν συνεταιρική σχέση μεταξύ τους και να ανοίξουν νέα μπυραρία/μπαράκι στη Λάρνακα (στο εξής ο “Σκοπός”) και συγκεκριμένα στα καταστήματα 3 και 4 του ELEXENIA COURT, οδός Δημήτρη Δημητριάδη στη Λάρνακα (στο εξής τα “καταστήματα”), για τα οποία ο Εναγόμενος παρουσιαζόταν ως κάτοχος των καταστημάτων.
3. Ακολούθως η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι κατόπιν διαβουλεύσεων η ίδια και ο Εναγόμενος, συμφώνησαν προφορικά όπως η Ενάγουσα καταβάλει στον Εναγόμενο το ποσό των €5.000 για την υλοποίηση του Σκοπού (στο εξής η “Συμφωνία”). Ακολούθως η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι μεταξύ των ημερομηνιών 22/10/2013 και 18/01/2014 κατέβαλε στον Εναγόμενο το ποσό των €5.000 σε διάφορες δόσεις (το “επίδικο ποσό”). Με τη καταβολή έκαστης δόσης ο Εναγόμενος υπέγραφε σχετικό έγγραφο με το οποίο επιβεβαίωνε τη παραλαβή έκαστου ποσού, διαβεβαιώνοντας έτσι και τη Συμφωνία. Μετά την καταβολή του επίδικου ποσού προς τον Εναγόμενο, η Ενάγουσα επανειλημμένα ενοχλούσε τον Εναγόμενο για την υλοποίηση του Σκοπού, χωρίς ωστόσο καμία ανταπόκριση. Εξ όσων ενημερώθηκε η Ενάγουσα, ο Εναγόμενος αποχώρησε από τη Κύπρο και εγκαταστάθηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο.
4. Κατά τον Απρίλιο 2018 η Ενάγουσα συνάντησε τον Εναγόμενο, αφού είχε πληροφορηθεί για την επιστροφή του στη Κύπρο και τον ενημέρωσε προφορικά για τον τερματισμό της Συμφωνίας, ζητώντας παράλληλα την επιστροφή του επίδικου ποσού. Επιπλέον η Ενάγουσα ισχυρίζεται ότι ο Ενάγοντας μέχρι και την καταχώριση της παρούσας Αγωγής αρνήθηκε και αμέλησε να επιστρέψει το επίδικο ποσό. Συνακόλουθα η Ενάγουσα αξιώνει το ποσό των €5.000.
5. Ο Εναγόμενος με την υπεράσπιση του αρνείται όλους τους ισχυρισμούς που εγείρονται στην Έκθεση Απαίτησης πλην του ότι επήλθε η Συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, ότι η Ενάγουσα κατέβαλε στον Εναγόμενο το ποσό των €5.000 για την υλοποίηση του Σκοπού και ότι ο ίδιος υπέγραφε σχετικές βεβαιώσεις κάθε φορά που η Ενάγουσα του πλήρωνε μέρος του επίδικου ποσού. Ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι επέστρεψε οποιοδήποτε ποσό που η Ενάγουσα κατέβαλε σε αυτόν τόσο σε διάφορες δόσεις όσο και με πίνακα τον οποίο η Ενάγουσα αποδέχτηκε για πλήρη εξόφληση. Ο Εναγόμενος ζητά την απόρριψη της Αγωγής με έξοδα σε βάρος της Ενάγουσας.
6. Με την Απάντηση της η Ενάγουσα αρνείται τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο Εναγόμενος επαναλαμβάνοντας τις θέσεις που προβάλλει στην Έκθεση Απαίτησης της.
7. Όσον αφορά την προδικαστική ένσταση που αναφέρεται στην Υπεράσπιση του Εναγομένου ότι η παρούσα Αγωγή πρέπει να απορριφθεί καθώς έχει καταχωριστεί με ειδικώς οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα ενώ η απαίτηση αφορά δόλο, αυτή δεν προωθήθηκε σύμφωνα με τη τελική αγόρευση του συνηγόρου του Εναγομένου.
ΙΙΙ. Διαδικασία και ακρόαση
8. Προς απόδειξη των αξιώσεων της Ενάγουσας κατέθεσε η ίδια η Ενάγουσα. Για να προωθήσει την υπεράσπιση του Εναγόμενου, κατέθεσε εργοδοτούμενη του Εναγομένου κατά τον επίδικο χρόνο (ΜΥ1) και ο ιδιοκτήτης των καταστημάτων που ενοικίαζε ο Εναγόμενος (ΜΥ2). Οι μάρτυρες κατέθεσαν γραπτές δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους πλην του ΜΥ2. Οι μάρτυρες πλην του ΜΥ2 αντεξετάστηκαν από τους συνηγόρους της άλλης πλευράς. Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας, η δε έγγραφη και πραγματική μαρτυρία είναι καταχωρημένη ως Τεκμήρια.
9. Από τα δικόγραφα προκύπτουν τα ακόλουθα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα:
9.1. Η Ενάγουσα και ο Εναγόμενος κατόπιν προφορικής συμφωνίας συμφώνησαν όπως η Ενάγουσα καταβάλει το ποσό των €5.000 στον Εναγόμενο για να ανοιχθεί νέα μπυραρία/μπαράκι στα καταστήματα 3 και 4 στο ELEXENIA COURT, οδός Δημήτρη Δημητριάδη στη Λάρνακα.
9.2. Ο Εναγόμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο είχε στη κατοχή του και εκμεταλλευόταν τα καταστήματα 3 και 4 στο ELEXENIA COURT, οδός Δημήτρη Δημητριάδη στη Λάρνακα.
9.3. Η Εναγόμενη τήρησε τη συμβατική της υποχρέωση και μεταξύ των ημερομηνιών 22/10/2013 και 18/1/2014 κατέβαλε στον Εναγόμενο το συνολικό ποσό των €5.000. Με την καταβολή έκαστου ποσού, ο Εναγόμενος υπέγραφε σχετική βεβαίωση παραλαβής του.
10. Για όλα τα πιο πάνω κάνω ανάλογα ευρήματα.
11. Επομένως παραμένει να αποφασιστεί από το Δικαστήριο κατά πόσο ο Εναγόμενος επέστρεψε το χρηματικό ποσό των €5.000.
12. Παραθέτω πιο κάτω συνοπτικά τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ακολούθως το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας θα αξιολογηθεί. Περιορίζομαι στην καταγραφή των κύριων σημείων της μαρτυρίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της ως αυτή βρίσκεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά της υπόθεσης (βλ. Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. ν. Α. Σταθιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Άντρης Ηρακλέους Π.Ε. 7332 ημερομηνίας 12/1/2005).
IV. Προσαχθείσα μαρτυρία
Ενάγουσα (ΜΕ1)
- Σύμφωνα με τη γραπτή δήλωση της Ενάγουσας, η ίδια και ο Εναγόμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο διατηρούσαν φιλικές σχέσεις. Η Ενάγουσα κατά τον Οκτώβριο του 2013 προσεγγίστηκε από τον Εναγόμενο, με τον οποίο διατηρούσε φιλικές σχέσεις, με σκοπό να καταρτίσουν συνεταιρική σχέση μεταξύ τους και να ανοίξουν νέα μπυραρία ή μπαράκι στη Λάρνακα - Σκοπός- και συγκεκριμένα στα καταστήματα 3 και 4 του ELEXENIA COURT, οδός Δημήτρη Δημητριάδη στη Λάρνακα -καταστήματα-, για τα οποία ο Εναγόμενος παρουσιαζόταν ως κάτοχος. Κατόπιν προφορικής συμφωνίας η Ενάγουσα συμφώνησε όπως καταβάλει στον Εναγόμενο το ποσό των €5.000 ούτως ώστε να υλοποιηθεί ο Σκοπός. Αναφέρει δε ότι σε διάφορες ημερομηνίες μεταξύ 22/10/2013 και 18/01/2014 κατέβαλε σε δόσεις το ποσό των €5.000 στον Εναγόμενο. Με την καταβολή έκαστης δόσης στον Εναγόμενο, ο τελευταίος υπέγραφε σχετικό έγγραφο αναγνώρισης και βεβαίωσης παραλαβής του έκαστου ποσού και εξέδιδε ο ίδιος με σχετική σημείωση ως προς το λόγο που λάμβανε έκαστο ποσό αλλά και το υπόλοιπο που παραμένει. Η Ενάγουσα κατάθεσε σχετικά ως τεκμήρια τις εν λόγω πρωτότυπες βεβαιώσεις υπογεγραμμένες από τον Εναγόμενο:
● Τεκμήριο 1: Χειρόγραφη Βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ημερ. 22/10/2013 για το ποσό των €2.000.
● Τεκμήριο 2: Χειρόγραφη Αναγνώριση/Βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ημερ. 10/11/2013 για το ποσό των €1000.
● Τεκμήριο 3: Χειρόγραφη Αναγνώριση/Βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ημερ. 26/11/2013 για το ποσό των €1000.
● Τεκμήριο 4: Χειρόγραφη Αναγνώριση/Βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ημερ. 03/12/2013 για το ποσό των €500
● Τεκμήριο 5: Χειρόγραφη Αναγνώριση/Βεβαίωση υπογεγραμμένη από τον Εναγόμενο προς την Ενάγουσα ημερ. 18/01/2014 για το ποσό των €500.
- Μετά την καταβολή του επίδικου ποσού προς τον Εναγόμενο η Ενάγουσα επανειλημμένα ενοχλούσε τον Εναγόμενο για την υλοποίηση του Σκοπού, χωρίς ωστόσο καμία ανταπόκριση.
- Περί τον Απρίλιο του 2018 σε συνάντηση μεταξύ με τον Εναγόμενο, η Ενάγουσα τον πληροφόρησε προφορικά για το τερματισμό της Συμφωνίας και ζήτησε παράλληλα να της επιστραφεί το επίδικο ποσό, το οποίο ο Εναγόμενος αρνήθηκε, δηλώνοντας ότι δεν προτίθεται να το επιστρέψει. Αναφέρει δε ότι το επίδικο ποσό δεν καταβλήθηκε στον Εναγόμενο χαριστικά και ο Εναγόμενος μέχρι σήμερα αμελεί και αρνείται να το επιστρέψει. Αναφέρει δε ότι ο Εναγόμενος δεν υλοποίησε το Σκοπό.
- Κατά την αντεξέταση της η Ενάγουσα επέμεινε στις θέσεις που προέβαλε κατά την κυρίως εξέταση της. Συγκεκριμένα ότι ο Εναγόμενος ουδέποτε προέβη στην υλοποίηση του Σκοπού, παρά το ότι η ίδια κατέβαλε το επίδικο ποσό και ότι παρά το τερματισμό της μεταξύ τους Συμφωνίας ο Εναγόμενος δεν της το επέστρεψε. Σε ερώτηση του δικηγόρου κατά πόσο η ίδια διάβασε τις λεπτομέρειες που αναγράφονται στα Τεκμήρια 1-5 η ίδια είπε ότι ουδέποτε διάβαζε τις αποδείξεις απλά έδινε τα χρήματα στον Εναγόμενο και ο ίδιος της επέστρεφε τη βεβαίωση με την υπογραφή του. Σε υποβολή του δικηγόρου ότι ο λόγος που δεν άνοιξε το μαγαζί ήταν λόγω ασυμφωνίας της ίδιας, του Εναγόμενου και του ΜΥ2, η ίδια απλά ανέφερε ότι ουδέποτε είχε σχέση με τον ΜΥ2. Επιπλέον η Ενάγουσα αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ο Εναγόμενος της έδωσε λεφτά. Όσον αφορά τον πίνακα, φωτογραφία του οποίου κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6 (ο “Πίνακας”), ο συνήγορος του Εναγόμενου υπέβαλε στην Ενάγουσα ότι ο εν λόγω πίνακας δόθηκε από τον Εναγόμενο στην ίδια προς εξόφληση του επίδικου ποσού. Η Ενάγουσα αρνήθηκε αυτό τον ισχυρισμό και ανέφερε ότι η ίδια αγόρασε τον Πίνακα από τον Εναγόμενο για το ποσό των €500. Επιπλέον η Ενάγουσα ανέφερε ότι δεν θυμόταν πότε αγόρασε τον εν λόγω Πίνακα.
Εργαζόμενη Εναγόμενου (ΜΥ1)
- Με τη γραπτή δήλωση της η ΜΥ1 ανέφερε ότι μεταξύ των ετών 2014 και 2017 εργαζόταν σε ένα μικρό καφενείο που λειτουργούσε ο Εναγόμενος στο Elexenia Court, στην οδό Δημήτρη Δημητριάδη στην Λάρνακα. Ακολούθως αναφέρει ότι μετά ο Εναγόμενος έφυγε και πήγε στην Αγγλία και η ίδια δεν τον είδε ξανά. Ανέφερε δε ότι θυμάται την Ενάγουσα να επισκεπτεται για ένα με δύο χρόνια μεταξύ των ετών 2014-2017 σχεδόν κάθε εβδομάδα το πιο πάνω καφενείο και της έδινε χρήματα ο Εναγόμενος. Επιπλέον ανέφερε ότι εξ όσων της έχει πει ο Εναγόμενος, ήταν λεφτά που χρωστούσε ο Εναγόμενος στην Ενάγουσα και της τα έδινε λίγα λίγα. Η ίδια ανέφερε ότι δεν γνωρίζει ποια ήταν η μεταξύ τους συμφωνία αλλά γνώριζε ότι αφορούσε λεφτά που είχε δώσει η Ενάγουσα στον Εναγόμενο για να γίνουν συνέταιροι.
- Κατά την αντεξέταση της επιβεβαίωσε ότι διαβάζει, γράφει και αντιλαμβάνεται Ελληνικά απλά συγχέει κάποιες λέξεις, ως η ίδια ανέφερε τις λεξεις Εναγόμενος/ Ενάγουσα. Επιπλέον ανέφερε ότι δεν χρειάζεται μεταφραστή. Ανέφερε δε ότι στο καφενείο ερχόταν μια γυναίκα κάθε 1-2 εβδομάδες και έδινε λεφτά. Σε ερώτηση του συνηγόρου της Ενάγουσας κατά πόσο η ΜΥ1 θυμόταν πόσες φορές ή πόσα λεφτά έδωσε ο Εναγόμενος στην Ενάγουσα η ίδια απάντησε ότι δεν θυμόταν. Σε ερώτηση του συνηγόρου της Ενάγουσας “άρα εκείνο που μπορείτε να μας πείτε με σιγουριά είναι ότι όντως της χρωστούσε λεφτά ο κύριος Δημήτρης της Ιωάννας Νικολάου” η ίδια απάντησε καταφατικά. Επίσης ανέφερε ότι δεν γνωρίζει για την οποιαδήποτε συμφωνία μεταξύ των διαδίκων. Επιπλέον ανέφερε κάθε φορά που έδινε ένα ποσό ο Εναγόμενος στην Ενάγουσα έβλεπε την τελευταία να γράφει κάπου αλλά δεν γνωρίζει τι έγραφε. Κατά την επανεξέταση της από το συνήγορο του Εναγόμενου ανέφερε ότι καταλαβαίνει τα όσα ανέφερε στη γραπτή της δήλωσης και ότι το μόνο που μπερδεύτηκε ήταν οι λέξεις Ενάγουσα και Εναγόμενος.
Ιδιοκτήτης καταστημάτων (ΜΥ2)
- Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΥ2 ανέφερε ότι κατά τον επίδικο χρόνο ήταν ιδιοκτήτης του ELEXENIA COURT και ότι ενοικίαζε τα καταστήματα στον Εναγόμενο. Ανέφερε ότι ο Εναγόμενος σε χρονικό διάστημα που δεν θυμόταν έκανε κάποιες εργασίες, μεταξύ άλλων, ενά μπαρ. Ακολούθως ανέφερε ότι όταν ο Εναγόμενος αποφάσισε ότι δεν ήθελε το υποστατικό που ενοικίαζε από το ΜΥ2 το έδωσε πίσω. Ωστόσο ο ΜΥ2 δεν θυμόταν τη χρονική περίοδο που έλαβαν χώρα οι πιο πάνω εργασίες. Ο ΜΥ2 ανέφερε ότι δεν γνώριζε αν ο Εναγόμενος έκανε οποιεσδήποτε άλλες εργασίες και ότι εξ όσων γνώριζε ήθελε να κάνει πιο μεγάλο κατάστημα, καφετέρια.
- Η ακροαματική διαδικασία ολοκληρώθηκε με τις γραπτές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων οι οποίες έχουν ληφθεί υπόψη στο σύνολο τους και στις οποίες θα κάνω αναφορά όπου κρίνεται αναγκαίο.
V. Αξιολόγηση Mαρτυρίας
- Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πρωτίστως στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και με γνώμονα τις καλά καθιερωμένες νομολογιακές αρχές (βλ. Al Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Χρ.Παπαδόπουλου (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1924 Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974, Mirza Feiz Hasan v. Μιχάλη Ανδρέου, Π.Ε 2/2011, ημερομηνίας 2.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A803, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Εφεση Αρ. 185/2012, 19/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A179, Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329, Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612, Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266 και Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 391).
- Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, παρακολουθώντας παράλληλα τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας ως επίσης και την δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ.Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256).Υπό το φως των ανωτέρω αρχών προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.
- Έχω μελετήσει το περιεχόμενο της μαρτυρία που προσκόμισε κάθε πλευρά, δίνοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην πειστικότητα, λογική και συνοχή της και το βαθμό στον οποίο συνάδει με τις δικογραφημένες θέσεις και το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια.
- Η ΜΕ1 αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στη φιλική σχέση που είχε με τον Εναγόμενο και τους όρους και την κατάρτιση της επίδικης Συμφωνίας, ήτοι την υλοποίηση του Σκοπού και το γεγονός ότι η ίδια κατέβαλε προς υλοποίηση τούτου στον Εναγόμενο το συμφωνηθέν επίδικο ποσό των €5.000. Επιπλέον κατέθεσε ως Τεκμήρια 1 έως 5 τις σχετικές πρωτότυπες βεβαιώσεις τις οποίες της έδωσε ο Εναγόμενος κατά την καταβολή των δόσεων που συμποσούνται στο επίδικο ποσό. Σημειώνεται δε ότι τα πιο πάνω δεν αμφισβητήθηκαν από τον Εναγόμενο.
- Η Ενάγουσα αρνήθηκε κατηγορηματικά ότι ο Εναγόμενος της επέστρεψε το επίδικο ποσό όταν επήλθε ο τερματισμός της Συμφωνίας, ενόψει της μη υλοποίησης του Σκοπού. Επιπλέον όσον αφορά τον ισχυρισμό του Εναγόμενου ότι έχει δοθεί ο Πίνακας στην Ενάγουσα προς πλήρη εξόφληση του επίδικου ποσού, η Ενάγουσα ανέφερε στο Δικαστήριο ότι τον εν λόγω πίνακα τον έχει αγοράσει από τον Εναγόμενο και έχει καταβάλει στον ίδιο το ποσό των €500. Ο Εναγόμενος δεν προσκόμισε οποιαδήποτε μαρτυρία σχετικά με αυτό. Επιπλέον όσον αφορά τις ισχυριζόμενες εργασίες που έκανε στα καταστήματα ο Εναγόμενος, η Ενάγουσα αρνήθηκε ότι έγιναν και επέμεινε στην εκδοχή της ότι τα καταστήματα παρέμειναν ως καφενείο. Η Ενάγουσα ήταν σταθερή στις θέσεις της από την αρχή μέχρι το τέλος της μαρτυρίας της ότι κατά τον Απρίλιο του 2018 συνάντησε τον Εναγόμενο τον οποίο και πληροφόρησε ότι τερματίζει τη Συμφωνία λόγω της μη τήρησης από μέρους του των όσων είχαν συμφωνήσει. Παράλληλα ζήτησε από τον Εναγόμενο όπως της επιστρέψει το επίδικο ποσό πλην όμως ο Εναγόμενος αρνήθηκε να καταβάλει το οποιοδήποτε ποσό. Ουσιαστικά η Ενάγουσα παρέθεσε τις θέσεις της με λεπτομέρεια και με σαφήνεια χωρίς να διαφαίνεται η οποιαδήποτε ουσιώδης αντίφαση στην όλη μαρτυρία της. Κανένας από τους μάρτυρες της Υπεράσπισης δεν ήταν σε θέση να τοποθετηθεί ουσιαστικά επί των επίδικων γεγονότων, ήτοι επί του τερματισμού της Συμφωνίας και τη μη επιστροφή του επίδικου ποσού στην Ενάγουσα. Η μαρτυρία που προσκομίστηκε από τους ΜΥ1 και ΜΥ2 σε κάθε περίπτωση παρέμεινε ατεκμηρίωτη και μετέωρη.
- Σημειώνεται ότι ο Εναγόμενος δεν έδωσε μαρτυρία προς υποστήριξη της υπεράσπισης του. Συνακόλουθα, η μαρτυρία της Ενάγουσας παρέμεινε ουσιαστικά αναντίλεκτη και κρίνεται από το Δικαστήριο ως λογική και πειστική και ως τέτοια γίνεται αποδεκτή.
- Στρέφομαι τώρα στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της ΜΥ1. Όσον αφορά τον ισχυρισμό του συνηγόρου της Ενάγουσας ότι το Δικαστήριο δεν θα πρέπει να βασιστεί στη μαρτυρία της ΜΥ1 ενόψει του ότι αυτή ετοιμάστηκε από τρίτα πρόσωπα και σε γλώσσα μη κατανοητή, δεν με βρίσκει σύμφωνη. Η ίδια η ΜΥ1 δήλωσε ότι διαβάζει, γράφει και αντιλαμβάνεται την Ελληνική γλώσσα ωστόσο δήλωσε επίσης ότι η ίδια μπέρδεψε τις λέξεις Εναγόμενος και Ενάγουσα. Επιπλέον ως προς τη γραπτή της μαρτυρία η ίδια δήλωσε ότι την ετοίμασε με τη βοήθεια των συνηγόρων του Εναγομένου, αφού η ίδια τους είπε τι να καταγράψουν και να περιλάβουν σε αυτή.
- Η ΜΥ1 ήταν εργαζόμενη του Εναγόμενου κατά τον επίδικο χρόνο. Η ΜΥ1 ανέφερε ότι δεν γνωρίζει για τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων και το μόνο που γνωρίζει είναι ότι αφορούσε λεφτά που είχε δώσει η Ενάγουσα στον Εναγόμενο για να γίνουν συνέταιροι. Επιπλέον ανέφερε ότι μεταξύ των ετών 2014-2017 σχεδόν κάθε εβδομάδα η Ενάγουσα επισκεπτόταν το καφενείο του Εναγόμενου και ο Εναγόμενος της έδινε λεφτά, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να συγκεκριμενοποιήσει ως προς το ποσό που δόθηκε στην Ενάγουσα ή το σκοπό αυτού. Οι προβαλλόμενες θέσεις της ΜΥ1 παρέμειναν στη σφαίρα της γενικότητας και της αοριστίας. Τίποτα δεν προβλήθηκε από την ΜΥ1 που να συγκεκριμενοποιεί τις θέσεις περί αποπληρωμής του επίδικου ποσού από μέρους του Εναγόμενου. Σημειώνω δε ότι ούτε κατά την αντεξέταση της η ΜΥ1 μπόρεσε να κατατοπίσει το Δικαστήριο με σχετικές λεπτομέρειες ως προς το επίδικο θέμα, ήτοι την κατ’ ισχυρισμό αποπληρωμή του επίδικου ποσού. Συνακόλουθα οι αναφορές της παρέμειναν γενικές και αόριστες και δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτές.
- Στρέφομαι τώρα στη μαρτυρία του ΜΥ2, ο οποίος ως ανέφερε είναι ο ιδιοκτήτης των καταστημάτων. Για την εν λόγω μαρτυρία δεν χρειάζεται να αναφερθούν πολλά προκειμένου να καταλήξω ότι τίποτα στην ουσία δεν προσέφερε στην υπόθεση ή στην προώθηση της Υπεράσπισης του Εναγόμενου. Αυτό όχι γιατί ο ΜΥ2 δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας αλλά ως ο ίδιος ανέφερε καμία γνώση δεν είχε αυτός είτε σε σχέση με το επίδικο θέμα ήτοι το κατά πόσο το επίδικο ποσό επιστράφηκε στην Ενάγουσα ή το τερματισμό της Συμφωνίας. Όσον αφορά τις ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν από το συνήγορο του Εναγόμενου ως προς τις εργασίες που προέβη ο τελευταίος στα καταστήματα οι απαντήσεις του ΜΥ2 παρέμειναν γενικές και αόριστες και δεν ήταν σε θέση να προσκομίσει οποιαδήποτε θετική μαρτυρία περί αυτού (βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ. 24). Επιπλέον ο ΜΥ2 δεν ήταν σε θέση να δώσει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες ως προς το πότε έγιναν οι εν λόγω εργασίες ή για το σκοπό που έγιναν. Συνακόλουθα η μαρτυρία του ΜΥ2 κρίνω να είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας για την υπόθεση και δεν γίνεται αποδεκτή.
VΙ. Ευρήματα & Συμπεράσματα
- Είναι πάγια νομολογημένο ότι στις πολιτικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα το βάρος απόδειξης της υπόθεσης το φέρει ο ενάγοντας στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Το κριτήριο δεν είναι εάν η θέση του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι πιο πιθανή από εκείνη του αντιδίκου του, αλλά κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι η δική του θέση ή εκδοχή είναι πιο πιθανή παρά όχι (βλ. Κουκουλή κ.α ν. Παπαδημήτρη Π.Ε. 378/10 ημερ.29.1.16, Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χρυσάνθου κ.ά. v. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295).
- Λαμβάνοντας υπόψη την αξιολόγηση της ανωτέρω μαρτυρίας, τις εκατέρωθεν δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τις θέσεις που προωθήθηκαν από τους δικηγόρους τους στο πλαίσιο των γραπτών τους αγορεύσεων προβαίνω στα ακόλουθα ευρήματα επιπρόσθετα των όσων αναφέρονται στις παραγράφους 9 και 10 ανωτέρω:
31.1. Η Ενάγουσα ενημέρωσε τον Εναγόμενο για τον τερματισμό της Συμφωνίας ενόψει της μη υλοποίησης του συμφωνηθέν Σκοπού από μέρους του Εναγόμενου.
31.2. Ο Εναγόμενος ουδέποτε επέστρεψε το ποσό των €5.000, το οποίο του είχε καταβάλει η Ενάγουσα.
- Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων μου προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο η Ενάγουσα απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεση της.
- Σύμφωνα με το Άρθρο 75 του ΚΕΦ. 149, Περί Συμβάσεων Νόμου “Το πρόσωπο το οποίο υπαναχωρεί νόμιμα από τη σύμβαση, δικαιούται αποζημίωση για κάθε ζημιά την οποία υπέστη συνεπεία της μη εκπλήρωσης της σύμβασης”.
- Στην απόφαση Καλησπέρας v. Δρυάδη κ.ά. (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 867, λέχθηκαν σχετικά τα εξής:
“Δεν υπάρχει αμφιβολία ως προς τις αρχές οι οποίες διέπουν τον καθορισμό των αποζημιώσεων, λόγω της διάρρηξης της σύμβασης, γενικά, και, ειδικά, για την πώληση γης. Το Άρθρο 75 του περί Συμβάσεων Νόμου ορίζει ότι, πρόσωπο, το οποίο αποκηρύττει τη σύμβαση (υπαναχωρεί νόμιμα από τη σύμβαση), δικαιούται σε αποζημίωση για ζημία, την οποία υπέστη λόγω της μη εκπλήρωσής της. Όπως εξηγείται στην Παντζιαρή ν. Aquarian Ltd κ.ά. (1993) 1 Α.Α.Δ. 748, το Άρθρο 75 διαφυλάττει το δικαίωμα συμβαλλομένου, ο οποίος ακυρώνει τη σύμβαση για βάσιμο λόγο, να διεκδικήσει αποζημιώσεις για ζημία, που έχει υποστεί λόγω ανακοπής ή μη εκπλήρωσης του συμβολαίου. Το Άρθρο 73, εξάλλου, καθορίζει την αποζημίωση, την οποία δικαιούται ο συμβαλλόμενος από τη διάρρηξη της συμφωνίας από τον αντισυμβαλλόμενο. Το λογικά προβλεπτό της ζημίας, όπως διαγράφεται από τη σύμβαση, είναι το μέτρο της αποζημίωσης. Ο κρίσιμος χρόνος για τον καθορισμό της είναι, κατά κανόνα, ο χρόνος της διάρρηξης (...)”
- Στο σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο, του Π. Γ. Πολυβίου, 2021, Τόμος Β, σελ. 729, αναφέρει επίσης ότι το καθιερωμένο μέτρο αποζημίωσης είναι η αποκατάσταση του αθώου μέρους στην κατάσταση στην οποία θα βρισκόταν αν η σύμβαση είχε εκτελεστεί, με την καταβολή στο αθώο μέρος του ποσού που θα προέκυπτε αν η σύμβαση είχε υλοποιηθεί με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των μερών. (βλ.Αλπάν (Αδελφοί Τάκη) Λτδ v. Τρυφωνίδου (1996) 1(Α) Α.Α.Δ 679 και Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499).
- Ως προς τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατατοπιστική είναι η απόφαση του Εφετείου BANK OF CHINA (HONG KONG) LIMITED v. VAIMICUS ESTATES LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. E79/18, 24.11.2023 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
“Ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός, ως έννοια, βρίσκεται στον πυρήνα της γενικότερης αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) που παρέχεται από τους κανόνες της επιείκειας (βλ. Chitty on Contracts (General Principles) (27η έκδοση), σελ. 1392, παρ. 29-007 και Minerve Finance Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173). Πρόκειται για ιδιότυπη αρχή που έχει ως στόχο την απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις που εκφεύγουν της στενής εφαρμογής των αρχών του δικαίου των συμβάσεων και γενικά δεν εντάσσονται στα στεγανά του κοινοδικαίου. Στο σύγγραμμα Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-007, αναφέρεται, ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου κάποιος έχει άδικα πλουτίσει σε βάρος άλλου και θα πρέπει έτσι να αποκαταστήσει την αδικία. Στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077, αναφέρθηκε ότι η αρχή του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού προσφέρει ανταπόδοση πέραν και ανεξάρτητα οποιουδήποτε συμβατικού πλαισίου ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», του δικηγόρου Πολυβίου Γ. Πολυβίου, τόμος Β σελίδα 777 και επόμενες, στο κεφάλαιο 32 με τίτλο «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Αποκατάσταση (Unjust Enrichment and Restitution)», γίνεται έντονη συζήτηση κατά πόσο ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός αποτελεί αυτόνομη κατηγορία δικαίου ή κατά πόσο υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις με τα δικά τους χωριστά χαρακτηριστικά εκτός του δικαίου των συμβάσεων, όπου το Δικαστήριο θα εκδώσει κάποια θεραπεία με σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων, χωρίς όμως αυτές οι περιπτώσεις να αποτελούν ακόμη αυτόνομη και ανεξάρτητη κατηγορία δικαίου, όπως είναι το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Ο Lord Diplock στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investment Ltd [1978] A.C. 95, τόνισε ότι δεν υπάρχει στο αγγλικό δίκαιο γενική και ενοποιημένη κατηγορία δικαίου βασισμένη στον Αδικαιολόγητο Πλουτισμό.
Η ίδια θεώρηση έχει εκφραστεί και σε κυπριακές δικαστικές αποφάσεις. Αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Minerva Finance Investment Ltd v. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Το άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.»
Στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος που προκύπτει από το άρθρο 70 και έχουν εκτεθεί οι τέσσερις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:
«On a fair reading of section 70 it appears that four conditions are required to establish a right of action, namely, (a) the act must be done lawfully; (b) for another person; (c) it must be done by a person not intending to act gratuitously; and (d) the person for whom the act is done must enjoy the benefit of it. The fulfilment of the conditions is a question of fact in each case.»
Για επιτυχή επίκληση της αρχής του Άδικου Πλουτισμού θα πρέπει να καταδειχθεί (α) πως ο εναγόμενος πλούτισε (has been enriched) από όφελος (benefit), (β) εξόδοις του ενάγοντος (at the plaintiff's expense και (γ) ότι θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να διατηρήσει το όφελος (retention of the benefit would be unjust)(βλ. Goff and Jones The Law of Restitution, (2η έκδοση), σελ. 11-45, Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-0011 και Χρίστου v. Khoreva, (2002) 1 Α.Α.Δ. 454). Η πρόσφατη υπόθεση Benedetti v. Sawaris [2013] 3 W.L.R. 351, επαναλαμβάνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσθέτοντας - αυτονόητα - και μια τέταρτη, σύμφωνα με την οποία, για να δικαιούται ο ενάγοντας σε επιτυχή επίκληση της αρχής, ο εναγόμενος, δεν θα πρέπει να δικαιούται σε οποιαδήποτε υπεράσπιση.”
- Αναφορικά με το θέμα του τερματισμού, παραπέμπω στην πρόσφατη απόφαση ΚΥΡΙΑΚΗ ΛΙΑΠΗ-Χ"ΙΩΑΝΝΟΥ κ.α. v. ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΚΕΔΙΠΕΣ), Πολιτική Έφεση Αρ. 445/2019, ημερ.12.3.2025, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:
“Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι για να καταστεί ένα ποσό απαιτητό και να είναι δυνατή η διεκδίκηση του, θα πρέπει να προηγηθεί τερματισμός της σχετικής συμφωνίας ή λογαριασμού (Lombard NatWest Ltd v. Λαζαρίδη (1999) 1Β Α.Α.Δ.1466 και M.I.T Global Data Solutions Ltd κ.α. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ Πολ. Έφεση 21/2011, ημερ.4.2.2015). Ο τρόπος απόδειξης του τερματισμού δεν είναι μονοδιάστατος. Μπορεί να ποικίλει, ανάλογα με τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης. Στα γεγονότα, περιλαμβάνονται όχι μόνον τα πραγματικά (factual) στοιχεία της διαφοράς, αλλά και τα δικόγραφα, οι παραδοχές, η μη αμφισβήτηση, οι υποβληθείσες ερωτήσεις και τυχόν υποβολές (ή μη) προς τους μάρτυρες και γενικά όλα τα δεδομένα που διαμορφώνουν τη συνολική εικόνα, στην οποία θα στηριχθεί το Δικαστήριο για να προβεί σε ευρήματα και να εξαγάγει τα συμπεράσματα του. (...)
Κλείνοντας με αυτό το θέμα, να επαναλάβουμε αυτό που πολλάκις έχει επισημανθεί και από τη Νομολογία. Ότι δηλαδή ακόμα και αν δεν επιτυγχάνετο νόμιμος τερματισμός με τις προαναφερθείσες επιστολές, η ίδια η καταχώρηση της αγωγής θεωρείται τερματισμός και νόμιμη απαίτηση της οφειλής (βλ. Κυριάκου v. Χρυσοστόμου (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2029, Μακεδόνας v. Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322 και Έλληνας κ.α. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ Πολ. Έφεση 87/2013, ECLI:CY:AD:2019:A503, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503).”
(η έμφαση έχει προστεθεί)
- Αφ' ης στιγμής ο Εναγόμενος δεν συμμορφώθηκε με τη Συμφωνία και ο Σκοπός δεν υλοποιήθηκε, η Ενάγουσα ως ανυπαίτιο μέρος νόμιμα τερμάτισε τη Συμφωνία. Ενόψει του ότι το ποσό των €5.000 καταβλήθηκε από την Ενάγουσα προς τον Εναγόμενο προς υλοποίηση της μεταξύ τους Συμφωνίας το ποσό αυτό αποτελεί ζημιά την οποία υπέστη η Ενάγουσα συνεπεία της συμπεριφορά του Εναγόμενου και δικαιούται να της καταβληθεί από τον Εναγόμενο αφού με το εν λόγω ποσό ο Εναγόμενος πλούτισε εις βάρος της και αυτό επισφραγίζει την επιτυχία της απαίτησης της Ενάγουσας έναντι του Εναγόμενου.
- Υπό το φως όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στα δικόγραφα ή στις αγορεύσεις των μερών παρέλκει.
- Σχετικά με τα έξοδα της Αγωγής δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης τους από το γενικό κανόνα που ισχύει για την επιδίκαση τους.
VII. Κατάληξη
- Εκδίδεται απόφαση υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου για το ποσό των €5.000,00 πλέον νόμιμο τόκο από σήμερα μέχρι εξοφλήσεως.
- Τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται προς όφελος της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) .................................................
Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο