ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ. Αγωγή αρ.: 1985/2016
ΜΕΤΑΞΥ:
ΧΡΙΣΤΑΚΗ ΜΟΝΟΓΙΟΥ
Ενάγοντα
-και-
ΚΩΣΤΑ ΑΔΑΜΟΥ
Εναγομένων
Ημερομηνία: 4/9/2025
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για Ενάγοντα: κ. Λουκαΐδης για ΔΡ. ΑΝΔΡΕΑΣ Π. ΠΟΙΗΤΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο: κα Αργυρού για Αργυρού και Κωνσταντίνου Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ι. Εισαγωγή
1. Με την παρούσα αγωγή ο Ενάγοντας αξιώνει εναντίον του Εναγομένου €70.675,24 ως ποσά πληρωθέντα στον Εναγόμενο ή προς όφελος του, κατά τα οποία ο Εναγόμενος κατέστη πλουσιότερος εις βάρος του Ενάγοντα άνευ νομίμου αιτίας. Σημειώνω ότι κατά το στάδιο της αντεξέτασης του Ενάγοντα, η απαίτηση του περιορίστηκε στο ποσό Λ.Κ. 32.000 (€54.675,24), ως η παράγραφος 4 υποπαραγράφοι (α) και (β) της Έκθεσης Απαίτησης.
ΙΙ. Δικογραφημένες θέσεις
2. Ο Ενάγοντας με την έκθεση απαίτησης του ισχυρίζεται ότι κατά την διάρκεια της περιόδου που η θυγατέρα του συζούσε με τον Εναγόμενο, ο Ενάγοντας κατέβαλε τα εξής ποσά στον Εναγόμενο ή και προς όφελος του, όχι χαριστικά, αλλά για να βοηθήσει τη θυγατέρα του:
2.1. Λ.Κ. 18.000, ήτοι €30.754,82, για εξαγορά επιχείρησης στο οίκημα της Νέας Σαλαμίνας, η οποία λειτουργούσε σαν εστιατόριο (στο εξής το “Εστιατόριο”) κατά ή περί τον Σεπτέμβριο του 2007.
2.2. Λ.Κ. 14.000, ήτοι €23.920,42, σαν προπληρωμή ενοικίων για το Εστιατόριο.
2.3. €8.000 για έξοδα κατανάλωσης νερού και ηλεκτρικού ρεύματος, τα οποία καταβλήθηκαν κατά ή περί το 2009.
2.4. €8.000 ως έξοδα για διάφορα φαγώσιμα ή ποτά κατά τη διάρκεια λειτουργίας του Εστιατορίου.
3. Ακολούθως ο Εναγοντας ισχυρίζεται ότι ο Εναγόμενος εγκατέλειψε το Εστιατόριο όταν ο Ενάγοντας του ανέφερε ότι δεν πρόκειται να πληρώσει άλλα ενοίκια κατά ή περί τον Φεβρουάριο του 2009 και ότι έκτοτε ο Εναγόμενος δεν κατέβαλε κανένα ποσό.
4. Με την υπεράσπιση του ο Εναγόμενος αρνείται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα αναφέροντας ότι ενόψει του ότι ο ίδιος και η κόρη του Ενάγοντα (τότε σύζυγος του Εναγόμενου) ήταν άνεργοι, ο Ενάγοντας επιθυμούμε να τους βοηθήσει να εξασφαλίσουν εισόδημα και να συντηρούνται. Προς τούτο περί τα τέλη του 2007, ο Ενάγοντας έκανε διευθέτηση με την διοίκηση της Νέας Σαλαμίνας (το “Σωματείο”), αφού ήταν ενεργό μέλος/χορηγός και φίλαθλος να αναλάβει το οίκημα που λειτουργούσε ως το Εστιατόριο. Επιπλέον είναι η θέση του Εναγόμενου ότι ο Ενάγοντας έκανε διευθέτηση με τον προηγούμενο διαχειριστή του Εστιατορίου για τη εξαγορά του εξοπλισμού του. Ισχυρίζεται δε ότι περί το τέλος του 2007 άρχισε η λειτουργία του Εστιατορίου στο οποίο εργαζόταν ο ίδιος και η θυγατέρα του Eνάγοντα καθώς και οι γονείς του Eναγόμενου και η πεθερά του Eναγομένου (σύζυγος του Eνάγοντα) αφιλοκερδώς.
5. Ακολούθως ισχυρίζεται ότι για προσωπικούς λόγους ο Ενάγοντας ζήτησε από τον Εναγόμενο να ανοίξει τρεχούμενο λογαριασμό στο όνομα του για τις συναλλαγές του Εστιατορίου, τον οποίο και ο Ενάγοντας άνοιξε (στο εξής ο “τρεχούμενος λογαριασμός”). Επιπλέον ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι οι πληρωμές για φαγώσιμα και ποτά και άλλες πληρωμές που αφορούσαν το Εστιατόριο γίνονταν μέσω του τρεχούμενου λογαριασμού στον οποίο είχε πρόσβαση και προέβαινε σε πληρωμές και αποσύρσεις χρημάτων και ο Ενάγοντας.
6. Ακολούθως ο Εναγόμενος αναφέρει ότι κατά τον Δεκέμβριο του 2008 ο Ενάγοντας ενημέρωσε τον Εναγόμενο ότι συμφώνησε με τον νέο πρόεδρο του Διοικητικού Συμβουλίου της Νέας Σαλαμίνας να του πωλήσει την επιχείρηση για το ποσό των €70.000 και ένεκα της συγκεκριμένης συναλλαγής ο Εναγόμενος σταμάτησε να εργάζεται στο Εστιατόριο. Από το ποσό που είσπραξε από την πώληση ο Ενάγοντας, εξόφλησε κατά τον Απρίλιο του 2009 τον τρεχούμενο λογαριασμό που είχε χρεωστικό υπόλοιπο περί τις €10.000 ενώ το υπόλοιπο ποσό το καρπώθηκε ο ίδιος ο Ενάγοντας.
7. Είναι επίσης ισχυρισμός του Εναγόμενου ότι ο Ενάγοντας δεν αποκαλύπτει αγώγιμο δικαίωμα. Άνευ βλάβης ισχυρίζεται ότι η ανάμειξη και συμμετοχή του στην επιχείρηση Εστιατορίου αποτελούσε οικογενειακή διευθέτηση με σκοπό να προσφέρει ο Ενάγοντας βοήθεια στην κόρη του με σκοπό να βοηθήσουν το ζευγάρι να ορθοποδήσουν οικονομικά και ουδεμία νομική υποχρέωση δημιουργήθηκε μεταξύ τους.
ΙΙΙ. Διαδικασία και ακρόαση
8. Προς απόδειξη της υπόθεσης του Ενάγοντα, κατέθεσε ο ίδιος ο Ενάγοντας και ο κ. Πέτρος Μήτας (ΜΕ2). Για να προωθήσει την υπεράσπιση του ο Εναγόμενος κατέθεσε ο ίδιος. Οι μάρτυρες κατέθεσαν γραπτές δηλώσεις ως μέρος της κυρίως εξέτασης τους πλην του ΜΕ2. Η προφορική μαρτυρία είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά της διαδικασίας, η δε έγγραφη και πραγματική μαρτυρία είναι καταχωρημένη ως Τεκμήρια.
9. Από τα δικόγραφα και τη προσαχθείσα μαρτυρία προκύπτουν τα ακόλουθα κοινώς αποδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα:
9.1. Ο Εναγόμενος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν γαμπρός του Ενάγοντα.
9.2. Ο γάμος του Εναγόμενου και της κόρης του Ενάγοντα έγινε στις 21/10/2006.
9.3. Ο Εναγόμενος και η κόρη του Ενάγοντα βρίσκονταν σε διάσταση από το Σεπτέμβριο του 2015.
9.4. Το διαζύγιο του Εναγόμενου με τη κόρη του Ενάγοντα εκδόθηκε στις 10/10/2018.
10. Για όλα τα πιο πάνω κάνω ανάλογα ευρήματα.
11. Παρακολούθησα με μεγάλη προσοχή όλους τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια που έδιναν μαρτυρία ενώπιον μου και είχα την ευκαιρία να παρατηρήσω τόσο τον τρόπο με τον οποίο αυτοί απάντησαν στις διάφορες ερωτήσεις που τους τέθηκαν όσο και τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα.
12. Παραθέτω πιο κάτω συνοπτικά τη μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου και ακολούθως το κρίσιμο μέρος της μαρτυρίας θα αξιολογηθεί. Περιορίζομαι στην καταγραφή των κύριων σημείων της μαρτυρίας, λαμβάνοντας υπόψη το σύνολο της ως αυτή βρίσκεται καταγεγραμμένη στα πρακτικά της υπόθεσης (βλ. Χρυσούλλα Καννάουρου κ.α. ν. Α. Σταθιώτη (1990) 1 Α.Α.Δ. 35 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Άντρης Ηρακλέους Π.Ε. 7332 ημερομηνίας 12/1/2005).
IV. Προσαχθείσα μαρτυρία
Ενάγοντας (ΜΕ1)
13. Ο Ενάγοντας με τη γραπτή του δήλωση ανέφερε ότι κατά τον Σεπτέμβριο του 2007 και επειδή ο Εναγόμενος ήταν άνεργος, του εισηγήθηκε όπως αποκτήσει την επιχείρηση του Εστιατορίου. Προς υλοποίηση του πιο πάνω, παραχώρησε στον Εναγόμενο το ποσό των £18.000 (περίπου €30.754) για την αγορά του εξοπλισμού και του «αέρα» του Εστιατορίου, με τη συμφωνία να του επιστραφούν τα χρήματα από τα κέρδη της επιχείρησης. Ακολούθως εξέδωσε επιταγή για το ποσό των £18.000 προς τον προηγούμενο ιδιοκτήτη και η οποία εξαργυρώθηκε στις 5/12/2007.
14. Επιπρόσθετα ο ίδιος ανέφερε ότι κάλυψε και το κόστος των ενοικίων του εστιατορίου για 14 μήνες, μέσω συμψηφισμού χρέους ύψους £14.000 (€23.920) που του όφειλε το Σωματείο.
15. Ακολούθως ανέφερε ότι το Εστιατόριο λειτούργησε υπό τον πλήρη έλεγχο του Εναγομένου και ο Ενάγοντας δεν είχε καμία πρόσβαση στα οικονομικά, αφού ο Εναγόμενος άνοιξε και χειριζόταν τον τρεχούμενο λογαριασμό, ενώ εκεί εργάζονταν κατά περιόδους οι γονείς του Εναγόμενου, η θυγατέρα και η σύζυγος του Ενάγοντα καθώς και ο ίδιος.
16. Σε συνάντηση του με τον Εναγόμενο και το πατέρα του, τους ανέφερε ότι δεν έχει λάβει οποιοδήποτε ποσό πίσω και δεν θα κατέβαλε άλλο ενοίκιο. Ο Ενάγοντας σταμάτησε να καταβάλλει τα ενοίκια και Εναγόμενος εγκατέλειψε την επιχείρηση, δίνοντας οδηγίες να πωληθεί και το ποσό να αφαιρεθεί από το χρέος του.
17. Ο Ενάγοντας έκανε διευθέτηση για την πώληση του εξοπλισμού (€18.000) και των επίπλων καθώς και για την εξόφληση των λογαριασμών νερού και ηλεκτρισμού (€8.000) με την διοίκηση του Σωματείου, αφήνοντας υπόλοιπο περίπου €10.000, το οποίο κατατέθηκε προς όφελος του Εναγομένου και προς εξόφληση του τότε υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού.
18. Κατά την αντεξέταση του ο Ενάγοντας επανέλαβε ουσιαστικά τα όσα ανέφερε στη κυρίως εξέταση του, περιορίζονταν ωστόσο την απαίτηση του στην παράγραφο 4 υποπαραγράφους (α) και (β) της Έκθεσης Απαίτησης του. Σε ερώτηση της συνηγόρου του Εναγόμενου κατά πόσο έχει αποδείξεις ότι πλήρωσε τους λογαριασμούς κοινής ωφελείας, ο ίδιος ανέφερε ότι το Σωματείο (της Σαλαμίνας) πλήρωνε και αυτό έχει τις αποδείξεις. Επέμενε δε ότι οποιαδήποτε ποσά κατέβαλε δεν τα κατέβαλε χαριστικά. Σε υποβολή της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι ό,τι έκανε το έκανε για να βοηθήσει το ζευγάρι -τη κόρη του και τον Ενάγοντα- ο ίδιος συμφώνησε. Επιπλέον συμφώνησε ότι στο Εστιατόριο δούλευαν οι γονείς του Ενάγοντα, η κόρη και η γυναίκα του καθώς και ο Εναγόμενος ως γκαρσόνι και όλοι δούλευαν εκεί χωρίς μισθό. Επιπλέον ανέφερε ότι ο ίδιος προέβη σε συνεννοήσεις με τον προηγούμενο ενοικιαστή και πλήρωνε τα ενοίκια αφού του χρωστούσε το Σωματείο. Ακολούθως επιβεβαίωσε ότι ο ίδιος ανέλαβε την πώληση της επιχείρησης. Ανέφερε δε ότι ο Εναγόμενος έπερνε τις εισπράξεις και από αυτά τα λεφτά ζούσε η οικογένεια του και πληρώνονταν τα αναλώσιμα του Εστιατορίου.
ΜΕ2
19. Κατά την κυρίως εξέταση του ο ΜΕ2 ανέφερε ότι είναι αδελφικός φίλος του Ενάγοντα και από το Σεπτέμβριο του 2007 ήταν μόνιμος υπάλληλος της Νέας Σαλαμίνας ως εισπράκτορας και ασχολείτο με τις πληρωμές των μελών και τα ενοίκια. Ανέφερε δε ότι το ενοίκιο για το Εστιατόριο ήταν ΛΚ1.000 και ότι πριν το 2007 το ενοικίαζε κάποιος Μαυρομάτης και ακολούθως το έπιασε ο Ενάγοντας για τον πρώην γαμπρό του- Εναγόμενο-. Ανέφερε δε ότι ο Ενάγοντας έδωσε τις ΛΚ14.000 και η Σαλαμίνα ήταν υπόχρεα να δίνει αποδείξεις ΛΚ1.000 στον Ενάγοντα κάθε μήνα.
20. Κατά την αντεξέταση του σε ερώτηση της συνηγόρου του Εναγόμενου σχετικά με τις αποδείξεις που κατ’ ισχυρισμό δίνονταν στον Ενάγοντα όσον αφορά το ενοίκιο ο ίδιος ανέφερε ότι τα τελευταία επτά χρόνια δεν εργάζεται στο Σωματείο και δεν γνωρίζει καθώς και ότι σε κάθε περίπτωση μετά από 15 χρόνια δεν μπορούν να βρεθούν οι αποδείξεις. Ανέφερε δε ότι δεν είναι ο ίδιος που έδινε τις αποδείξεις απλά τις παρέδιδε. Σε ερώτηση της συνηγόρου του Εναγόμενου σχετικά με το γιατί έπιασε το εστιατόριο του Σωματείου ο Ενάγοντας, ο ίδιος ανέφερε για να βοηθήσει τον Εναγόμενο και τη κόρη του.
Εναγόμενος
21. Σύμφωνα με τη γραπτή δήλωση του Εναγόμενου περί τα τέλη του 2007, ο Ενάγοντας τον φώναξε με την πρώην σύζυγο του και τους είπε ότι η Σαλαμίνα του χρωστά λεφτά και θα κανονίσει να αγοράσει το Εστιατόριο για να δουλεύουν να βγάζουν τα έξοδα της οικογένειας. Ο Ενάγοντας προέβη σε όλες τις διευθετήσεις για την επιχείρηση και χρησιμοποίησε τον τρεχούμενο λογαριασμό για τις συναλλαγές.
22. Στη συνέχεια ανέφερε ότι ο ίδιος και η οικογένειά του εργάστηκαν στο εστιατόριο χωρίς αμοιβή, για να στηρίξουν την οικογένεια. Οι εισπράξεις κατατίθεντο στον κοινό λογαριασμό και τα λειτουργικά έξοδα του Εστιατορίου καλύπτονταν από αυτόν. Ανέφερε δε ότι δεν είχε σχέση με το Σωματείο και ότι οποιαδήποτε σχετική διευθέτηση είτε με το Σωματείο είτε με τον προηγούμενο διαχειριστή είτε με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο έγινε από τον Ενάγοντα και αν πληρώθηκε οποιοδήποτε ποσό σε οποιοδήποτε πρόσωπο έγινε απευθείας από τον Ενάγοντα. Δεν γνώριζε ούτε μέχρι σήμερα γνωρίζει τι διευθετήσεις έκανε ο Ενάγοντας εκτός από κάποιες πληροφορίες που τους έδινε όπως πχ ότι του χρωστούσε η Σαλαμίνα κάποια χρήματα και θα τα έκοβε από τα ενοίκια.
23. Το 2009, ενόψει του ότι το εστιατόριο δεν πήγαινε καλά, ο Ενάγοντας πώλησε την επιχείρηση για το ποσό των €70.000 και εξόφλησε το αρνητικό υπόλοιπο του τρεχούμενου λογαριασμού, χωρίς να απαιτήσει χρήματα από τον Εναγόμενο.
24. Ανέφερε δε ότι ουδέποτε ο Ενάγοντας του ζήτησε χρήματα σχετικά με το Εστιατόριο. Περαιτέρω ανέφερε ότι ο ίδιος δεν είχε τον έλεγχο της επιχείρησης και ότι ακολουθούσαν τις οδηγίες του Ενάγοντα, αφού δεν ήξεραν να διαχειρίζονται εστιατόρια.
25. Ανέφερε δε ότι ότι η παρούσα αγωγή είναι εκδικητική και δεν υφίσταται καμία οφειλή προς τον Ενάγοντα. Επεσήμανε δε ότι δεν υπήρχε οποιοδήποτε κέρδος στην επιχείρηση.
26. Κατά την αντεξέταση του ουσιαστικά επανέλαβε τα όσα ανέφερε στη κυρίως εξέταση του, ήτοι λόγω του ότι έμεινε άνεργος ο ίδιος και η πρώην γυναίκα του, ο Ενάγοντας θα προέβαινε σε διευθετήσεις για να αναλάβουν το εστιατόριο του Σωματείου. Ανέφερε δε ότι η επιχείρηση ήταν του Ενάγοντα και όσοι δούλευαν εκεί από τις οικογένειες τους ήταν αφιλοκερδώς. Περαιτέρω, ανέφερε ότι όλες τις διευθετήσεις, περιλαμβανομένου του ενοικίου και της αγοράς εξοπλισμού τα έκανε ο Ενάγοντας.
27. Κατά την ακροαματική διαδικασία της Αγωγής, οι ευπαίδευτοι συνήγοροι και των δύο πλευρών υιοθέτησαν τις γραπτές αγορεύσεις τις οποίες ετοίμασαν προς διευκόλυνση του Δικαστηρίου. Έχω μελετήσει το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεων οι οποίες λαμβάνονται υπόψη στο σύνολο τους και θα αναφερθώ σε αυτές στη συνέχεια όπου κρίνω σκόπιμο.
V. Αξιολόγηση Mαρτυρίας & Ευρήματα
28. Η αξιολόγηση της μαρτυρίας γίνεται πρωτίστως στη βάση της μαρτυρίας που σχετίζεται με τα επίδικα θέματα και με γνώμονα τις καλά καθιερωμένες νομολογιακές αρχές. Εξέτασα με προσοχή τα όσα τέθηκαν ενώπιον μου, παρακολουθώντας παράλληλα τους μάρτυρες ενώ κατέθεταν, έχοντας κατά νου τις νομολογιακές αρχές που διέπουν την αξιολόγηση της μαρτυρίας δίδοντας ιδιαίτερη βαρύτητα στην πειστικότητα, λογική και συνοχή της μαρτυρίας και το βαθμό στον οποίο συνάδει με τις δικογραφημένες θέσεις, το περιεχόμενο των διαφόρων εγγράφων που κατατέθηκαν ως τεκμήρια καθώς επίσης και την δυνατότητα του Δικαστηρίου να αποδεχτεί ή να απορρίψει είτε όλη είτε μέρος της προσκομισθείσας μαρτυρίας (βλ. Παύλου v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 68, Σάββα v. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 391, Kades v. Nicolaou & Another (1986) 1 C.L.R. 212, Agapiou v. Panayiotou (1988) 1 C.L.R. 257 και Theomaria Estates Ltd v. Samuel Mason κ.α. (2005) 1 Α.Α.Δ. 256, Al Ittihad Al Watani κ.ά. ν. Χρ.Παπαδόπουλου (2000) 1Γ Α.Α.Δ. 1924 Τσιαττές ν. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1 A.A.Δ. 974, Mirza Feiz Hasan v. Μιχάλη Ανδρέου, Π.Ε 2/2011, ημερομηνίας 2.12.2015, ECLI:CY:AD:2015:A803, Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, ΝΙΚΟΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ ν. ΤΡΑΠΕΖΑ ΠΕΙΡΑΙΩΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ, Πολιτική Εφεση Αρ. 185/2012, 19/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:A179, Κουδουνάρης v. Αστυνομίας (1991) 2 ΑΑΔ 329, Τυμπιώτης v. Δημοκρατίας (2004) 2 ΑΑΔ 612, Shahin Haisan Fawzy Mohamed v. Δημοκρατίας (2010) 2 ΑΑΔ 266 και Σάββα Γεώργιος ν. Aστυνομίας (1998) 2 ΑΑΔ 391). Υπό το φως των ανωτέρω αρχών προχωρώ στην πιο κάτω αξιολόγηση.
29. Διεξήλθα τη μαρτυρία του Ενάγοντα με προσοχή και παρατηρώ τα εξής: Έχοντας υπόψη τις απαντήσεις του καθώς και τη γραπτή μαρτυρία την οποία κατέθεσε ως μέρος της κυρίως εξέτασης του, μου έδωσε την εικόνα ότι η παρούσα απαίτηση του αποτελεί εκ των υστέρων σκέψεις κατόπιν της λύσης του γάμου της κόρης του με τον Εναγόμενο. Ειδικότερα, ο ίδιος ο Ενάγοντας ενώ σε διάφορες περιπτώσεις ανέφερε αφενός ότι τα επίδικα ποσά τα οποία κατέβαλε προς το σκοπό ενοικίασης του Εστιατορίου καθώς και της λειτουργίας του ήταν προς όφελος του Εναγόμενου και δεν ήταν χαριστικά και υπό μορφή δανείου, αφετέρου κατά την αντεξέταση του ανέφερε ότι ο σκοπός του ήταν να βοηθήσει τη κόρη του και τον τότε γαμπρό του, ήτοι τον Εναγόμενο, ούτως ώστε να ορθοποδήσουν και να φτιάξουν την ζωή τους.
30. Επιπλέον καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας του Ενάγοντα διαφάνηκε ότι ο ίδιος είχε τον έλεγχο των εν λόγω ποσών. Ο ίδιος σε αντίθεση με τα όσα πρόβαλε κατά την κυρίως εξέταση του ότι τον έλεγχο της επιχείρησης τον είχε ο Εναγόμενος, ο ίδιος επιβεβαίωσε κατά την αντεξέταση του ότι προέβη σε όλες τις διευθετήσεις για την ενοικίαση του Εστιατορίου και τον έλεγχο του, όντας ο ίδιος μέλος/χορηγός του Σωματείου, αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι τόσο κατά την ενοικίαση του Εστιατορίου, πώληση της επιχείρησης καθώς και του εξοπλισμού της ο ίδιος είχε το πλήρη έλεγχο. Σε κάθε περίπτωση δεν δόθηκαν οποιεσδήποτε λεπτομέρειες στις οποίες να διαφαίνεται με πειστικότητα ότι ο Ενάγοντας προέβη στην ενοικίαση και λειτουργία του Εστιατορίου και ότι η καταβολή των οποιωνδήποτε ποσών να έγινε κατόπιν οποιασδήποτε συμφωνίας ότι θα τα αποπλήρωνε ο Εναγόμενος ή ότι τα εν λόγω ποσά δεν καταβλήθηκαν χαριστικά προς όφελος του Εναγόμενου και της κόρης του Ενάγοντα ενώ ήταν μαζί.
31. Σημειώνεται δε ότι ούτε στη συμπεριφορά του Ενάγοντα, ως ο ίδιος παρουσίασε, δεν τέθηκε οποιοδήποτε θέμα περί επιστροφής των χρημάτων κατά τη διάρκεια ενοικίασης του Εστιατορίου, το οποίο ως ο ίδιος ανέφερε “πήγαινε καλά”. Είναι δε εύλογο το ερώτημα κατά πόσο ο ίδιος ο Ενάγοντας θα προέβαινε στη καταχώριση της παρούσας Αγωγής σε περίπτωση που ο Εναγόμενος συνέχιζε να ήταν γαμπρός του, λαμβάνοντας υπόψη ότι ως ο ίδιος ανέφερε ο Εναγόμενος εγκατέλειψε το Εστιατόριο το 2009, ενώ η παρούσα Αγωγή εγέρθηκε το 2016, κατόπιν κλονισμού της σχέσης μεταξύ της κόρης του και του Εναγόμενου.
32. Επιπλέον ο Ενάγοντας αφενός στη γραπτή του δήλωση ισχυρίστηκε ότι ο Εναγόμενος του ζήτησε να καταβάλει τα επίδικα ποσά γιατί δεν είχε λεφτά και ότι θα τον εξοφλούσε σταδιακά από τα κέρδη της επιχείρησης, αφετέρου στην αντεξέταση του ανέφερε ότι οι πληρωμές που έκανε ήταν για να βοηθήσει την θυγατέρα του και τον Εναγόμενο.
33. Λαμβάνοντας υπόψη μου όλα τα πιο πάνω καθώς και όλη τη μαρτυρία του Ενάγοντα και τα τεκμήρια που τέθηκαν ενώπιον μου, κρίνω ότι δεν μπορώ να βασιστώ στη μαρτυρία και δεν μπορώ να αποδεχτώ τη θέση του ότι τα οποιαδήποτε χρήματα κατέβαλε δεν ήταν χαριστικά. Συνακόλουθα η μαρτυρία του δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή στην ολότητα της και απορρίπτεται.
34. Στρέφομαι τώρα στη μαρτυρία του ΜΕ2. Για την εν λόγω μαρτυρία δεν χρειάζεται να αναφερθούν πολλά προκειμενου να καταλήξω ότι τίποτα στην ουσία δεν προσέφερε στην υπόθεση ή στην προώθηση της Απαίτησης του Ενάγοντα. Αυτό όχι γιατί ο ΜΕ2 δεν ήταν μάρτυρας της αλήθειας αλλά αφού το μόνο σχετικό που ανέφερε σε ερώτηση της συνηγόρου του Εναγόμενου γιατί ο Ενάγοντας έπιασε το Εστιατόριο, ανέφερε ότι ήταν για να βοηθήσει τον Εναγόμενο και τη κόρη του, χωρίς ωστόσο να είναι σε θέση να τοποθετηθεί κατά πόσο τα όποια χρήματα κατέβαλε ο Ενάγοντας ήταν χαριστικά ή κατά πόσο είχε συμφωνηθεί να τα αποπληρώσει ο Εναγόμενος. Συνακόλουθα κρίνω ότι η μαρτυρία του ΜΕ2 είναι άνευ ουσιαστικής σημασίας για την υπόθεση.
35. Η εντύπωση που σχημάτισα για τον Εναγόμενο, σε αντίθεση με τον Ενάγοντα ήταν θετική. Αναφέρθηκε με απλότητα, αμεσότητα και ειλικρίνεια στα σχετικά με την παρούσα υπόθεση γεγονότα. Αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στο ιστορικό που οδήγησε στην ενοικίαση του Εστιατορίου από τον Ενάγοντα, ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν πεθερός του και ήθελε να βοηθήσει τον ίδιο και την κόρη του που ήταν τότε γυναίκα του. Επιπλέον ως ανέφερε όλες τις διευθετήσεις γύρω από το Εστιατόριο της ανέλαβε ο Ενάγοντα και οι γονείς του καθώς και ο ίδιος και η πρώην γυναίκα του καθώς και η μητέρα της δούλευαν στο Εστιατόριο αφιλοκερδώς. Όσον αφορά το χειρισμό των λεφτών του τρεχούμενου λογαριασμού, ο Εναγόμενος εξήγησε με λεπτομέρεια ότι από τις εισπράξεις που έκανε το Εστιατόριο συντηρούσαν στην ουσία την οικογένεια τους και τα υπόλοιπα χρησιμοποιούνταν για τη λειτουργία του Εστιατορίου. Η εν λόγω μαρτυρία δεν κλονίστηκε κατά την αντεξέταση. Περαιτέρω ο Εναγόμενος με τη μαρτυρία του επιβεβαίωσε ότι ουδέποτε ο Ενάγοντας συζήτησε με τον πατέρα του και τον ίδιο ότι ήθελε το οποιοδήποτε ποσό για τη λειτουργία του Εστιατορίου ούτε του ζήτησε ποτέ να πληρώσει ενοίκια ή άλλο ποσό σε σχέση με το Εστιατόριο. Επιβεβαίωσε δε ότι όταν έφυγε ο ίδιος και η πρώην γυναίκα του από το Εστιατόριο ο Ενάγοντας ουδέποτε του ανέφερε ότι του χρωστούσε οποιοδήποτε ποσό.
36. Υπό το φως των πιο πάνω, κρίνω ότι ουσιαστικά ο Εναγόμενος παρέθεσε τις θέσεις του με λεπτομέρεια και με σαφήνεια χωρίς να διαφαίνεται η οποιαδήποτε αντίφαση στην όλη μαρτυρία του. Οι πιο πάνω θέσεις του Εναγόμενου συνάδουν με την έγγραφη μαρτυρία που κατατέθηκε από αυτόν και κρίνονται από το Δικαστήριο ως λογικές και πειστικές και ως τέτοιες γίνονται αποδεκτές.
37. Στη βάση της αξιολόγηση της ανωτέρω μαρτυρίας, πέραν των παραδοχών που προκύπτουν από τις δικογραφημένες θέσεις των διαδίκων και τη μαρτυρία ως αναφέρθηκα ανωτέρω, προβαίνω στα ακόλουθα ευρήματα:
37.1. Κατά τον ουσιώδη χρόνο ο Ενάγοντας, ως μέλος/χορηγός του Σωματείου και ενόψει του ότι το Σωματείο του χρωστούσε λεφτά, ανέλαβε την ενοικίαση και τη λειτουργία του Εστιατορίου.
37.2. Ο Ενάγοντας ανέλαβε την αγορά εξοπλισμού για το Εστιατόριο.
37.3. Σκοπός της ενοικίασης και λειτουργίας του Εστιατορίου ήταν η οικονομική ενίσχυση της κόρης του Ενάγοντα και του Εναγόμενου που ήταν τότε ζευγάρι.
37.4. Στο Εστιατόριο δούλευαν αφιλοκερδώς ο Εναγόμενος και η πρώην γυναίκα του καθώς και οι γονείς τους.
37.5. Ο Ενάγοντας συμφώνησε με το νέο πρόεδρο της Νέας Σαλαμίνας να πωλήσει την επιχείρηση του Εστιατορίου για το ποσό των €70.000.
37.6. Ο Ενάγοντας χειρίστηκε εξ ολοκλήρου την πώληση του Εστιατορίου και του εξοπλισμού του Εστιατορίου.
37.7. Ο Ενάγοντας ουδέποτε ζήτησε τα χρήματα που αρχικά κατέβαλε για την ενοικίαση και λειτουργία του Εστιατορίου από τον Εναγόμενο.
38. Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων μου προχωρώ τώρα να εξετάσω κατά πόσο ο Ενάγοντας απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεση του.
VI. Νομική Πτυχή Συμπεράσματα
39. Είναι πάγια νομολογημένο ότι στις πολιτικές υποθέσεις, όπως και στην παρούσα το βάρος απόδειξης της υπόθεσης το φέρει ο ενάγοντας στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Το κριτήριο δεν είναι εάν η θέση του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι πιο πιθανή από εκείνη του αντιδίκου του, αλλά κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών του ικανοποίησε το Δικαστήριο ότι η δική του θέση ή εκδοχή είναι πιο πιθανή παρά όχι (βλ. Κουκουλή κ.α ν. Παπαδημήτρη Π.Ε. 378/10 ημερ.29.1.16, Μαρσέλ κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 1858, Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. 614 και Χρυσάνθου κ.ά. v. Φραντζή (2010) 1 Α.Α.Δ. 1295).
40. Ο Ενάγοντας, στην Έκθεση Απαίτησης του, στηρίζει την αξίωση του στις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού.
41. Ως προς τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού, κατατοπιστική είναι η πρόσφατη απόφαση του Εφετείου ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΤΣΙΕΛΕΠΗΣ v. NICHROPA DEVELOPERS LTD, Πολιτική Έφεση Αρ. 366/2019, 12/2/2025 στην οποία με παραπομπή στην υπόθεση BANK OF CHINA (HONG KONG) LIMITED v. VAIMICUS ESTATES LIMITED, Πολιτική Έφεση Αρ. E79/18, 24.11.2023 λέχθηκαν τα εξής:
“Ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός, ως έννοια, βρίσκεται στον πυρήνα της γενικότερης αξίωσης για αποκατάσταση (restitution) που παρέχεται από τους κανόνες της επιείκειας (βλ. Chitty on Contracts (General Principles) (27η έκδοση), σελ. 1392, παρ. 29-007 και Minerve Finance Investment Ltd v. Γεωργιάδη (1998) 1 Α.Α.Δ. 2173). Πρόκειται για ιδιότυπη αρχή που έχει ως στόχο την απόδοση δικαιοσύνης σε περιπτώσεις που εκφεύγουν της στενής εφαρμογής των αρχών του δικαίου των συμβάσεων και γενικά δεν εντάσσονται στα στεγανά του κοινοδικαίου. Στο σύγγραμμα Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-007, αναφέρεται, ότι ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός εφαρμόζεται στις περιπτώσεις όπου κάποιος έχει άδικα πλουτίσει σε βάρος άλλου και θα πρέπει έτσι να αποκαταστήσει την αδικία. Στην υπόθεση Κίτση v. Γενικού Εισαγγελέα (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1077, αναφέρθηκε ότι η αρχή του Αδικαιολόγητου Πλουτισμού προσφέρει ανταπόδοση πέραν και ανεξάρτητα οποιουδήποτε συμβατικού πλαισίου ή όπου το συμβατικό πλαίσιο αποτυγχάνει.
Σύμφωνα με το σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο», του δικηγόρου Πολυβίου Γ. Πολυβίου, τόμος Β σελίδα 777 και επόμενες, στο κεφάλαιο 32 με τίτλο «Αδικαιολόγητος Πλουτισμός και Αποκατάσταση (Unjust Enrichment and Restitution)», γίνεται έντονη συζήτηση κατά πόσο ο Αδικαιολόγητος Πλουτισμός αποτελεί αυτόνομη κατηγορία δικαίου ή κατά πόσο υπάρχουν διάφορες περιπτώσεις με τα δικά τους χωριστά χαρακτηριστικά εκτός του δικαίου των συμβάσεων, όπου το Δικαστήριο θα εκδώσει κάποια θεραπεία με σκοπό την αποκατάσταση των πραγμάτων, χωρίς όμως αυτές οι περιπτώσεις να αποτελούν ακόμη αυτόνομη και ανεξάρτητη κατηγορία δικαίου, όπως είναι το δίκαιο των συμβάσεων και το δίκαιο των αστικών αδικημάτων. Ο Lord Diplock στην υπόθεση Orakpo v. Manson Investment Ltd [1978] A.C. 95, τόνισε ότι δεν υπάρχει στο αγγλικό δίκαιο γενική και ενοποιημένη κατηγορία δικαίου βασισμένη στον Αδικαιολόγητο Πλουτισμό.
Η ίδια θεώρηση έχει εκφραστεί και σε κυπριακές δικαστικές αποφάσεις. Αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Minerva Finance Investment Ltd v. Γεώργιου Γεωργιάδη (1998) 1Α.Α.Δ. 2173 και Κίτσης v. Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας (ανωτέρω).
Το άρθρο 70 του περί Συμβάσεων Νόμου προνοεί ως ακολούθως:
«Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν οτιδήποτε χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.»
Στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v. Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, το Ανώτατο Δικαστήριο παρέθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος που προκύπτει από το άρθρο 70 και έχουν εκτεθεί οι τέσσερις προϋποθέσεις για την ενεργοποίηση του εν λόγω άρθρου. Συγκεκριμένα, έχουν αναφερθεί τα ακολούθα:
«On a fair reading of section 70 it appears that four conditions are required to establish a right of action, namely, (a) the act must be done lawfully; (b) for another person; (c) it must be done by a person not intending to act gratuitously; and (d) the person for whom the act is done must enjoy the benefit of it. The fulfilment of the conditions is a question of fact in each case.»
Για επιτυχή επίκληση της αρχής του Άδικου Πλουτισμού θα πρέπει να καταδειχθεί (α) πως ο εναγόμενος πλούτισε (has been enriched) από όφελος (benefit), (β) εξόδοις του ενάγοντος (at the plaintiff's expense και (γ) ότι θα ήταν άδικο να επιτραπεί στον εναγόμενο να διατηρήσει το όφελος (retention of the benefit would be unjust)(βλ. Goff and Jones The Law of Restitution, (2η έκδοση), σελ. 11-45, Chitty (ανωτέρω) παρ. 29-0011 και Χρίστου v. Khoreva, (2002) 1 Α.Α.Δ. 454). Η πρόσφατη υπόθεση Benedetti v. Sawaris [2013] 3 W.L.R. 351, επαναλαμβάνει τις πιο πάνω προϋποθέσεις, προσθέτοντας - αυτονόητα - και μια τέταρτη, σύμφωνα με την οποία, για να δικαιούται ο ενάγοντας σε επιτυχή επίκληση της αρχής, ο εναγόμενος, δεν θα πρέπει να δικαιούται σε οποιαδήποτε υπεράσπιση.”
42. Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω θεωρώ ότι τα οποιαδήποτε ποσά κατέβαλε ο Ενάγοντας για την ενοικίαση του Εστιατορίου και τη λειτουργία του αυτά καταβλήθηκαν χαριστικά προς οικονομική βοήθεια της κόρης του και του Ενάγοντα που κατά τον ουσιώδη χρόνο ήταν γαμπρός του. Επιπλέον δεν προσκομίστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία που να υποστηρίζει ότι ο Εναγόμενος αποκόμισε οποιοδήποτε όφελος εις βάρος του Ενάγοντα, συνακόλουθα δεν στοιχειοθετείται ότι ο Εναγόμενος πλούτισε αδικαιολόγητα εις βάρος του Ενάγοντα.
43. Σημειώνεται δε ότι με τη κυρίως εξέταση του Ενάγοντα και τη γραπτή αγόρευση του συνηγόρου του προωθείται και η θέση ότι η αξίωση του Ενάγοντα αποτελεί αποτέλεσμα προφορικής συμφωνίας δανείου, ωστόσο η εν λόγω βάση αγωγής δεν δικογραφείται οπουδήποτε στην Έκθεση Απαίτησης και συνακόλουθα η εξέταση της να παρέλκει αφού τα δικόγραφα τροχιοδρομούν και καθορίζουν τα επίδικα θέματα και τυχόν διαζευκτικές θεραπείες πρέπει να προσδιορίζονται και να διατυπώνονται ξεχωριστά (βλ. ΣΑΜΟΥΡΙΔΗΣ v. INZEYANNIS, Πολιτική Έφεση αρ. 326/2014, 18/3/2022, ECLI:CY:AD:2022:A133). Σε κάθε περίπτωση όμως για σκοπούς πληρότητας και μόνο απλά να αναφέρω ότι από την μαρτυρία που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπήρξε αναφορά σε οποιαδήποτε συμφωνία ή συζήτηση μεταξύ των διαδίκων ως προς το ποσό που θα καταβάλλετο καθώς και τον τρόπο ή χρόνο αποπληρωμής. Η όλη συμπεριφορά των διαδίκων καταδεικνύει ως πραγματικό γεγονός ότι τα μέρη, ουδέποτε εκδήλωσαν την απαιτούμενη βούληση για την συνομολόγηση μιας νομικά έγκυρης και δεσμευτικής σύμβασης δανείου (βλ. Λεωνίδας Μιχαηλίδης v. Λήδα Γρηγορίου, Πολιτική Έφεση αρ. 364/18, 17/4/2024).
44. Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων μου κρίνω ότι ο Ενάγοντας δεν απέδειξε στον απαιτούμενο βαθμό την υπόθεση του εναντίον του Εναγόμενου.
45. Υπό το φως όλων των πιο πάνω θεωρώ ότι η ενασχόληση του Δικαστηρίου με οτιδήποτε άλλο προβλήθηκε στα δικόγραφα ή στις αγορεύσεις των μερών παρέλκει.
46. Σχετικά με τα έξοδα της Αγωγής δεν υπάρχει οποιοσδήποτε λόγος απόκλισης τους από το γενικό κανόνα που ισχύει για την επιδίκαση τους.
VII. Κατάληξη
47. Η Αγωγή απορρίπτεται.
48. Τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται προς όφελος του Εναγόμενου και εναντίον του Ενάγοντα ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) .................................................
Α. Σάββα, προσ. Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο