Της εταιρείας ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ ΕΛΛΑΣ ΛΤΔ ν. Της υπό εκκαθάρισης Εταιρείας K.TH.K. GENERAL CONSTRUCTIONS LIMITED, Αρ. Γενικής Αίτησης: 36/2022, 1/8/2025
print
Τίτλος:
Της εταιρείας ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ ΕΛΛΑΣ ΛΤΔ ν. Της υπό εκκαθάρισης Εταιρείας K.TH.K. GENERAL CONSTRUCTIONS LIMITED, Αρ. Γενικής Αίτησης: 36/2022, 1/8/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Α. Κούρα, προσ. Ε.Δ.

Αρ. Γενικής Αίτησης: 36/2022 (i-justice)

 

Αναφορικά  με τον Περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμος του 2011 81(Ι)/2011, 32(Ι)/2012, 48(Ι)/2017 και 210(Ι)/2020 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα

Μεταξύ:

Της εταιρείας ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΟΝ ΕΛΛΑΣ ΛΤΔ (ΗΕ9049), Λεωφ. Αρχ. Μακαρίου Γ΄, αρ.42Β, Λευκωσία

Αιτήτριας

-και-

Της υπό εκκαθάρισης Εταιρείας K.TH.K. GENERAL CONSTRUCTIONS LIMITED (HE14735)

Καθ’ ης η αίτηση

-και-

Διευθυντή Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας Λάρνακας

______________________________________________________________

Ημερομηνία:  01/08/2025

 

Εμφανίσεις:

Για Αιτήτρια: κ.κ. Αντωνάκης Σωτηρίου & Συνεργάτες  Δ.Ε.Π.Ε.

Για Ενδιαφερόμενο Μέρος (ΣΕΔΙΠΕΣ): κα. Γ. Ζαχαρίου για Ανδρέας Β. Ζαχαρίου &Σια, Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Α. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

1.    Με την παρούσα διαδικασία η Αιτήτρια ζητά όπως εκδοθεί, στη βάση κυρίως των προνοιών του Περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου του 2011 (Ν.81(I)/2011), διάταγμα Δικαστηρίου που να επιτρέπει την κατάθεση στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας ενός αγοραπωλητηρίου εγγράφου που φαίνεται να συνάφθηκε στις 13/12/1983, για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, μεταξύ των Καθ’ ων η αίτηση ως πωλητές και της Αιτήτριας ως αγοραστές, για την αγορά του διαμερίσματος στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας με την ονομασία ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΚΩΡΤ Νο.2, επί του τεμαχίου γης 734, με αριθμό εγγραφής Ε810, Φ/Σχ. XL/5331V, στην τοποθεσία Καθαρή στην επαρχίας Λάρνακας και την άδεια για να εγείρει αγωγή για ειδική εκτέλεση της σύμβασης.

 

2.    Αιτείται περαιτέρω η Αιτήτρια την έκδοση διατάγματος από το Δικαστήριο που να διατάσσει το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας να αποδεχθεί την κατάθεση αντιγράφου του ως άνω αγοραπωλητηρίου εγγράφου και να αποδώσει στην Αιτήτρια προτεραιότητα με βάση την ημερομηνία υπογραφής της σύμβασης ακυρώνοντας οποιοδήποτε εμπράγματο βάρος και οποιεσδήποτε επιβαρύνσεις υφίστανται επί του συγκεκριμένου διαμερίσματος εν αγνοία της Αιτήτριας και το οποίο συνάφθηκε χωρίς τη συγκατάθεση της.

 

3.    Τέλος η Αιτήτρια αιτείται την άδεια του Δικαστηρίου για την χαρτοσήμανση του αντιγράφου του αγοραπωλητηρίου εγγράφου ημερομηνίας 13/12/1983.

 

Β. ΥΠΟ ΕΚΔΙΚΑΣΗ ΑΙΤΗΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗ ΣΥΝΟΔΕΥΕΙ

4.    Την αίτηση υποστηρίζει ένορκη δήλωση της διευθύντριας της Αιτήτριας, η οποία  αναφέρεται στη σύναψη του πωλητηρίου εγγράφου αντίγραφο του οποίου επιθυμεί να καταθέσει στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας. Συγκεκριμένα επισυνάπτει ως Τεκμήριο Α αντίγραφο του επίδικου πωλητήριου έγγραφου ημερομηνίας 13/12/1983 (στο εξής «ΠΩΕ») και ισχυρίζεται ότι δυνάμει του ΠΩΕ η Καθ’ ης η αίτηση πώλησε στην Αιτήτρια ένα διαμέρισμα στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας με την ονομασία ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΚΩΡΤ Νο.2, επί του τεμαχίου γης 734, με αριθμό εγγραφής Ε810, Φ/Σχ. XL/5331V, στην τοποθεσία Καθαρή στην επαρχίας Λάρνακας, αναφέρεται περαιτέρω στους όρους του ΠΩΕ και ισχυρίζεται ότι η Αιτήτρια εξόφλησε το τίμημα αγοράς του διαμερίσματος, ήτοι το ποσό των Λ.Κ.11.500 και επισυνάπτει την απόδειξη ως Τεκμήριο Β. Αναφορικά με το πρωτότυπο ΠΩΕ η ομνύουσα σημείωσε ότι παρά τις προσπάθειες της δεν κατέστη δυνατός ο εντοπισμός του.

 

5.    Ισχυρίζεται επίσης η ομνύουσα ότι όπως πληροφορήθηκε από προηγούμενους διευθυντές της Αιτήτριας, δεν έχει κατατεθεί το ΠΩΕ στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας, λόγω άγνοιας, και επισύναψε προς επιβεβαίωση του εν λόγω ισχυρισμού πιστοποιητικό έρευνας ως Τεκμήριο Γ. Σημειώνει επίσης ότι μέχρι σήμερα δεν έχει καταστεί δυνατή η μεταβίβαση του ως άνω αναφερόμενου διαμερίσματος προς την Αιτήτρια.

 

6.    Αναφέρει περαιτέρω η ομνύουσα ότι από το πιστοποιητικό έρευνας, Τεκμήριο Γ, φαίνονται και τα εμπράγματα βάρη που βαρύνουν το οικόπεδο, μεταξύ αυτών και το προσωρινό διάταγμα ΕΒ112/1986 το οποίο εκδόθηκε στην αγωγή 1532/86 υπέρ της Αιτήτριας, σύμφωνα με το οποίο απαγορεύεται στην Καθ´ ης η αίτηση να επιβαρύνει, αποξενώνει, μεταβιβάζει, υποθηκεύει και άλλος πως το οικόπεδο επί του οποίου ανεγέρθηκε το διαμέρισμα. Αντίγραφο του προσωρινού διατάγματος και έντυπο Ν.54 επισυνάφθηκαν από την ομνύουσα ως Τεκμήρια Δα και Δβ αντίστοιχα.

 

7.    Ισχυρίζεται η ομνύουσα ότι η Καθ´ ης η αίτηση παραμένει σήμερα η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του οικοπέδου στο οποίο έχει ανεγερθεί το διαμέρισμα και σημειώνει ότι η Καθ´ ης η αίτηση τελεί υπό εκκαθάριση από τις 16/10/1987 δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου. Επισυνάπτει προς τούτο σχετικό έγγραφο ως Τεκμήριο Δ.

 

8.    Αναφέρει τέλος η ομνύουσα ότι η κατάθεση του ΠΩΕ είναι αναγκαία για τη λήψη μέτρων ειδικής εκτέλεσης εναντίον της Καθ´ ης η αίτηση και προστασίας των συμφερόντων της Αιτήτριας.

Γ. ΕΝΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΕΝΟΡΚΗ ΔΗΛΩΣΗ ΠΟΥ ΤΗ ΣΤΗΡΙΖΕΙ

9.    Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι παρά το ότι η υπό κρίση αίτηση επιδόθηκε σε όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, εμφάνιση στη διαδικασία καταχωρήθηκε μόνο από την Ελληνική Τράπεζα Δημόσια Εταιρεία Λτδ  (στο εξής η «Τράπεζα»)  η οποία έφερε ένσταση στην έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

10. Η Τράπεζα προέβαλε συνολικά 15 λόγους για τους οποίους πιστεύει ότι η αίτηση δεν θα πρέπει να επιτύχει. Οι λόγοι αυτοί περιστρέφονται κυρίως τόσο γύρω από τις νομικές αρχές που περιβάλλουν την παρούσα αίτηση όσο και γύρω από τα γεγονότα και δεν κρίνω σκόπιμο να αναφερθώ με λεπτομέρεια σε αυτούς. Αναφορά σε αυτούς θα γίνει κατωτέρω, εκεί όπου κριθεί απαραίτητο.

 

11. Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του κ. Αντώνη Αντωνίου, ο οποίος αναφέρει ότι εργάζεται στην υπηρεσία της Τράπεζας και έχει προσωπική γνώση των γεγονότων της παρούσας υπόθεσης λόγω της θέσης του αλλά και από μελέτη του φακέλου της υπόθεσης και του ηλεκτρονικού αρχείου της Τράπεζας. Αναφέρεται επίσης ο ομνύων στην σχέση που έχει η Τράπεζα με την Themis Portfolio (S1) Management Holdings Ltd (στο εξής «Themis») και αναφέρει ότι είναι εξουσιοδοτημένος τόσο από την Τράπεζα όσο και από την Themis να προβεί στην παρούσα ένορκη δήλωση. 

 

12. Ο ομνύων αναφέρει ότι η ενόρκως δηλούσα στην ένορκη της δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δεν αναφέρει από πότε είναι διευθύντρια της Αιτήτριας, ότι δεν ήταν διευθύντρια το 1983 και ως εκ τούτου δεν μπορεί να έχει ιδία γνώση των επίδικων γεγονότων. Ισχυρίζεται επίσης ότι η Αιτήτρια έχει δύο διευθυντές και δεν έχει προσκομιστεί ούτε απόφαση της εταιρείας αλλά ούτε και εξουσιοδότηση προς την ενόρκως δηλούσα.

 

13. Ο ομνύων αρνείται την κατάρτιση και γνησιότητα του ΠΩΕ και ισχυρίζεται ότι πέραν από το αντίγραφο αυτού καμιά μαρτυρία δεν προσκομίζεται για τη σύνταξη της εν λόγω συμφωνίας. Σημειώνει επίσης ότι στο ΠΩΕ δεν καθορίζεται συγκεκριμένο διαμέρισμα αναφερόμενος ότι «πωλείται ένα διαμέρισμα χωρίς αριθμό» και ισχυρίζεται ότι δεν μπορεί να κατατεθεί αντίγραφο της συμφωνίας.

 

14. Ισχυρίζεται επίσης ο ομνύων ότι η απόδειξη που προσκομίστηκε ως Τεκμήριο Β από την Αιτήτρια είναι παραποιημένο αντίγραφο, αφού στο όνομα του προσώπου που κατ’ ισχυρισμό πλήρωσε φαίνεται άλλο όνομα και το όνομα της Αιτήτριας είναι χειρόγραφα και δυσδιάκριτα γραμμένο από πάνω. 

 

15. Αναφέρει περαιτέρω ο ομνύων ότι η ευθύνη για την κατάθεση του ΠΩΕ την είχε η αγοράστρια εταιρεία, ήτοι η Αιτήτρια, και τυχόν παράλειψη που δεν εξηγείται επαρκώς δεν δικαιολογεί την αιτούμενη παράταση τόσα χρόνια μετά. Σημειώνει επίσης ότι η Αιτήτρια είχε γνώση περί μη εκπλήρωσης των υποχρεώσεων της Καθ´ ης η αίτηση τουλάχιστον από το 1986 και ότι υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην καταχώριση της παρούσας αίτησης.

 

16. Ισχυρίζεται ακόμη ο ομνύων ότι η ύπαρξη του προσωρινού διατάγματος ΕΒ 112/1986 καταδεικνύει ότι υπήρχε κάποια αγωγή με αριθμό 1532/1986, για την οποία δεν δόθηκαν επαρκείς λεπτομέρειες, η οποία αφορούσε την συγκεκριμένη συμφωνία και είναι η θέση του ότι η παρούσα αίτηση, προσκρούει, ένεκα της ύπαρξης της αγωγής με αριθμό 1532/1986,  και στο δόγμα του δεδικασμένου. Σημειώνεται από τον ομνύοντα ότι στο εν λόγω ακίνητο είναι εγγεγραμμένη η υποθήκη με αριθμό Υ1023/1982 και η αίτηση ΑΝΠ 28/1985 για ποσό το οποίο συνεχίζει να οφείλεται και τυχόν έγκριση της αίτησης θα οδηγήσει και σε επηρεασμό των δικαιωμάτων των ενυπόθηκων δανειστών, των οποίων η εξασφάλιση θα επηρεαστεί από τυχόν διεκδίκηση ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας από την Αιτήτρια. Αναφέρει ο ομνύων ότι δεν υπάρχει δυνατότητα έγκρισης της αίτησης ένεκα των αλλαγών στις συνθήκες που επήλθαν, λόγω της αδράνειας της Αιτήτριας πέραν των 40 ετών.

 

17. Ο ομνύων παραδέχεται ότι η Καθ´ ης η αίτηση είναι υπό εκκαθάριση και αναφέρει ότι για να καταχωρηθεί η παρούσα αίτηση θα έπρεπε να εξασφαλιστεί άδεια, κάτι που δεν έγινε και ότι τυχόν έγκριση της αίτησης θα δημιουργεί εμπράγματο βάρος σε περιουσία μιας εταιρείας που είναι υπό εκκαθάριση, κάτι που ο νόμος απαγορεύει ρητά. Ισχυρίζεται τέλος ότι δεν μπορεί να επιτραπεί μεταβίβαση και αποξένωση περιουσίας μιας υπό εκκαθάριση εταιρείας και τυχόν έγκριση της αίτησης θα οδηγήσει σε παρανομία.

 

Δ. ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΕΣ ΕΝΟΡΚΕΣ ΔΗΛΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ

18.  Στις 15/06/2022 και μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας, η διευθύντρια της Αιτήτριας, καταχώρησε συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία αναφέρει ότι η αίτηση επιδόθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας στις 14/03/2022 και προκειμένου να δώσουν τη συγκατάθεση τους για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων ζήτησαν να προσκομισθεί από την Αιτήτρια κάτοψη του 3ου ορόφου επί της οποίας να σημειώνεται το διαμέρισμα που αφορά το ΠΩΕ, κάτι που προσκομίστηκε ως Τεκμήριο Α στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση. Συγκεκριμένα επισύναψε αρχιτεκτονικό σχέδιο της κάτοψης του 3ου ορόφου και καθόρισε το επίδικο διαμέρισμα με κίτρινο χρώμα.

 

19. Σημειώνω στο σημείο αυτό ότι οι δικηγόροι της Αιτήτριας μέσω της επικοινωνίας τους στον ηλεκτρονικό φάκελο της υπόθεσης επισύναψαν ηλεκτρονικό μήνυμα της δικηγόρου του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λάρνακας όπου αναφέρεται ρητά από την τελευταία ότι δεν θα έχουν ένσταση στην έκδοση του διατάγματος.

 

20. Μετά από οδηγίες του Δικαστηρίου και με τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας, η Αιτήτρια καταχώρησε στις 17/10/2022, 2η συμπληρωματική ένορκη δήλωση στην οποία επισυνάπτει ως Τεκμήριο Α έρευνα του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

21. Πέραν από τις πιο πάνω συμπληρωματικές ένορκες δηλώσεις, οι δικηγόροι της Αιτήτριας καταχώρησαν, μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τη σύμφωνη γνώμη της Τράπεζας, και 3η συμπληρωματική ένορκη δήλωση στις 17/05/2024 στην οποία επισυνάπτεται ως Τεκμήριο Α, το διάταγμα του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας ημερομηνίας 25/10/2023 σύμφωνα με το οποίο δόθηκε άδεια για συνέχιση της παρούσας αίτησης σε σχέση με την Καθ’ ης η αίτηση η οποία τελεί υπό εκκαθάριση με διάταγμα εκκαθάρισης ημερομηνίας 16/10/1987 στα πλαίσια της αίτησης με αριθμό 97/1985.

 

Ε. ΑΚΡΟΑΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ - ΑΓΟΡΕΥΣΕΙΣ

22. Η ακρόαση της αίτησης ολοκληρώθηκε με την κατάθεση εμπεριστατωμένων γραπτών αγορεύσεων από τους συνήγορους της Αιτήτριας και της Τράπεζας, οι οποίες έχουν μελετηθεί με προσοχή και δεν κρίνεται αναγκαίο να επαναληφθεί το περιεχόμενο τους.

 

Στ. ΝΟΜΙΚΗ ΠΤΥΧΗ ΚΑΙ ΥΠΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΤΗΣ ΥΠΟΘΕΣΗΣ

23. Ο αδελφός Α.Ε.Δ. Πασχαλίδης είχε την ευκαιρία πολύ πρόσφατα να αναφερθεί στις αρχές που περιβάλλουν τέτοιες αιτήσεις αναφερόμενος και στις πρόσφατες αποφάσεις που έκδωσε το Εφετείο αναφορικά με το εν λόγω ζήτημα. Θεωρώ σκόπιμο όπως παραθέσω αυτούσιο το απόσπασμα από την απόφαση του αδελφού Α.Ε.Δ. Πασχαλίδη στην αίτηση με αρ. 47/24 ημερομηνίας 23/06/2025, καθότι αναφέρεται και στο ιστορικό τροποποιήσεων της σχετικής Νομοθεσίας, με το οποίο και συμφωνώ και υιοθετώ για σκοπούς της παρούσας αίτησης.

 

« Η συγκεκριμένη νομοθεσία που αποτελεί τη βάση για την παρούσα αίτηση, δηλαδή ο Ν. 81(I)/2011, είχε θεσπιστεί ώστε να καταργήσει και να αντικαταστήσει το προηγούμενο νομικό καθεστώς που ίσχυε με το Κεφ. 232 και το οποίο είχε κριθεί να ήταν στην ουσία καταστροφικό για τους αγοραστές ακινήτων οι οποίοι για διάφορους λόγους είχαν παραλείψει να καταθέσουν τη σύμβασή τους στο Κτηματολόγιο εντός της προθεσμίας που προνοούσε τότε η νομοθεσία οπότε και παρέμεναν να έχουν, σε περίπτωση μη εκπλήρωσης της σύμβασης από πλευράς των πωλητών, μόνο συμβατικά δικαιώματα για διεκδίκηση αποζημιώσεων (βλ. Σάντης Ανδρέας Γιάγκου ν. Δέσποινας Χατζηβασιλείου και Άλλης (2013) 1 ΑΑΔ 585 και ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ BANK OF CYPRUS PUBLIC COMPANY LTD, ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2019, 8/5/2020, ECLI:CY:AD:2020:A144).

 

Ο «νέος» αυτός νόμος του 2011 διατήρησε μεν την υποχρέωση ενός αγοραστή να καταθέσει στο Κτηματολόγιο τη σχετική σύμβαση πώλησης ως προϋπόθεση για να μπορεί ν’ αποκτήσει και ν’ ασκήσει περιουσιακά και άλλα συναφή δικαιώματα που μόνο μέσω κατάθεσης και εγγραφής μιας σύμβασης μπορούσαν να αποκτηθούν και ν’ ασκηθούν, έδωσε όμως και δικαίωμα σε αγοραστές που είχαν παραλείψει να καταχωρήσουν τις συμβάσεις τους εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας, είτε η εν λόγω προθεσμία είχε καθοριστεί από τον προηγούμενο Νόμο (Κεφ.232) είτε από τον υφιστάμενο, να καταθέσουν και να εγγράψουν εκπρόθεσμα στο Κτηματολόγιο τις συμβάσεις τους. Το αρ.16 του Νόμου προνοούσε ότι συμβάσεις που είχαν συνομολογηθεί πριν το Νόμο και συνέχιζαν να παραμένουν σε ισχύ, θα μπορούσαν μέσα σε έξι μήνες από την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Νόμου, δηλαδή μέχρι 30/01/2012, να κατατεθούν στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, ανεξάρτητα αν κατά την ημερομηνία κατάθεσης τους εκκρεμούσε οποιαδήποτε δικαστική διαδικασία σε σχέση με αυτές. Αργότερα, στις 06/04/12, δημοσιεύθηκε ο περί Πώλησης Ακινήτων Ειδική Εκτέλεση (Τροποποιητικός) Ν.32(Ι)/2012 με τον οποίο εισήχθη στο Νόμο το αρ.16Α, το οποίο προνοούσε ότι συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν οποτεδήποτε πριν τις 06/04/12 θα μπορούσαν να κατατεθούν στο Κτηματολόγιο εντός προθεσμίας έξι μηνών, «έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη στον καταργηθέντα περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμο ή στον παρόντα Νόμο προθεσμία κατάθεσής τους».

 

Ανεξάρτητα όμως των πιο πάνω προνοιών που επέτρεπαν την αυτοδίκαιη ουσιαστικά εκπρόθεσμη κατάθεση μιας σύμβασης, το αρ. 12 του Νόμου προνοούσε ότι «…το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος…όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή». Επειδή όμως η χρονική περίοδος στην οποία αναφερόταν τότε το άρθρο ήταν αυτή που καθοριζόταν μεταξύ άλλων στις τότε εν ισχύ πρόνοιες του αρ.3(1)(γ) του Νόμου, ήτοι οι έξι μήνες από τη σύναψη της σύμβασης, στην πορεία προέκυψαν αμφιβολίες ως προς το κατά πόσο οι μεταβατικές διατάξεις των αρ.16 και 16Α επέτρεπαν την άσκηση της εξουσίας του αρ.12 επί όλων των εκπρόθεσμων συμβάσεων (βλ. π.χ. ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΑΙΚΑΤΕΡΙΝΗΣ (ΚΑΤΕΡΙΝΑΣ) ΘΕΟΔΩΡΟΥ κ.α., Πολιτική Αίτηση Αρ. 170/2014, 7/11/2014). Αποφάσισε λοιπόν ο νομοθέτης όπως ξεκαθαρίσει νομοθετικά το θέμα οπόταν και στις 02/06/17 θεσπίστηκε ο τροποποιητικός Νόμος Ν. 48(I)/2017, ο οποίος άλλαξε μόνο το αρ.12, οι πρόνοιες του οποίου έκτοτε αναφέρουν τα εξής:

 

«Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση για συμβάσεις οι οποίες παραμένουν σε ισχύ και συνομολογήθηκαν σε οποιοδήποτε χρόνο, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου ή η προθεσμία κατάθεσής τους σύμφωνα με τις διατάξεις του καταργηθέντα με τον παρόντα Νόμο περί Πώλησης Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, ανάλογα με την περίπτωση, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή».

 

Με άλλα λόγια, με το Νόμο του 2011, και συγκεκριμένα με το αρ.12 αυτού ως τροποποιήθηκε, δόθηκε εκ νέου η ευκαιρία σε αγοραστές να επιχειρήσουν να αποκτήσουν εκτελεστά περιουσιακά δικαιώματα από συμβάσεις αγοράς ακινήτων που είχαν συνάψει οποτεδήποτε στο παρελθόν, και τα οποία δικαιώματα οι τελευταίοι είχαν απωλέσει λόγω του ότι για διάφορους λόγους δεν είχαν έγκαιρα καταθέσει και εγγράψει τις συμβάσεις τους στο Κτηματολόγιο. Όπως ευθέως προκύπτει και από το λεκτικό του αρ. 12, σκοπός των εν λόγω προνοιών είναι η προστασία ενός αγοραστή ακινήτου ο οποίος ενώ συνομολόγησε σύμβαση αγοράς ακινήτου δεν προέβη στην κατάθεση της στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο εντός της προθεσμίας που προβλέπει ο Νόμος (βλ. απόφαση μειοψηφίας στην Πολιτική Έφεση 68/19 ανωτέρω)

 

Βεβαίως, ο νομοθέτης, έστω και αν κύριο μέλημα του με το Νόμο του 2011 ήταν η προστασία των αγοραστών, δεν παραγνώρισε, για ευνόητους λόγους, ότι θα μπορούσε να υπάρξουν περιπτώσεις όπου στο μεσολαβήσαν χρονικό διάστημα μεταξύ της ημερομηνίας σύναψης και της ημερομηνίας κατάθεσης μιας σύμβασης στο Κτηματολόγιο, είτε εμπρόθεσμα είτε εκπρόθεσμα, κατά το διάστημα δηλαδή προτού η σύμβαση καταστεί επιδεκτική ειδικής εκτέλεσης και αποκτήσει και το καθεστώς του εμπράγματου βάρους, τρίτα πρόσωπα ενδεχομένως να ενέγραφαν επιβαρύνσεις στο ακίνητο και έτσι να αποκτούσαν ισχυρά εκτελεστά δικαιώματα επί αυτού. Και σίγουρα, τέτοια δικαιώματα δεν θα μπορούσαν να αγνοηθούν όπως και δεν θα μπορούσε να αγνοηθεί η προτεραιότητα που αυτά θα είχαν ως εμπράγματα βάρη επί του ακινήτου έναντι οποιωνδήποτε άλλων επιβαρύνσεων, ως η εν λόγω προτεραιότητα καθορίζεται από το χρόνο εγγραφής τους στο μητρώο. Το ενδεχόμενο αυτό μάλιστα, ήτοι το να εγγραφούν εμπράγματα βάρη σε ένα ακίνητο μετά την σύναψη μιας σύμβασης πώλησης αλλά πριν την κατάθεση και «αναγωγή» της σε εμπράγματο βάρος, καθίστατο προφανώς πολύ πιο πιθανό εκεί όπου για να επιτευχθεί η κατάθεση μιας σύμβασης πώλησης θα χρειαζόταν να εφαρμοστεί το αρ.12 του Νόμου, ήτοι όταν θα είχε παρέλθει μεγάλο χρονικό διάστημα μεταξύ της σύναψης και της κατάθεσης μιας σύμβασης πώλησης.

 

Για να καλυφτούν λοιπόν και αυτές οι περιπτώσεις όπου «…στο μεσολαβήσαν… χρονικό διάστημα ενδεχομένως η νομική κατάσταση των επίδικων κτημάτων να είχε διαφοροποιηθεί…» (βλ. προβληματισμούς στην Πολιτική Έφεση 68/19 ανωτέρω), αλλά και λαμβανομένου υπόψη του ότι είναι σε τέτοιες περιπτώσεις που ενδέχετο να εγερθούν θέματα προτεραιότητας μεταξύ των εγγεγραμμένων επιβαρύνσεων στις οποίες θα περιλαμβάνονταν και οι μεταγενέστερα κατατεθειμένες συμβάσεις πώλησης, ο νομοθέτης αποφάσισε εν τη σοφία του όπως ρυθμίσει νομοθετικά και αυτό το ζήτημα. Περιλήφθηκαν λοιπόν στο Ν.81(Ι)/11 οι πρόνοιες του αρ.5, οι οποίες στην υπό παράγραφο (1) του εν λόγω άρθρου αναφέρουν ρητά ότι τα εμπράγματα δικαιώματα που αποκτά ένας αγοραστής με τη κατάθεση μιας σύμβασης πώλησης, όποτε και με όποιο τρόπο και αν η σύμβαση κατατεθεί, θα ισχύουν από την ημέρα κατάθεσης της σύμβασης και όχι της κατάρτισης της και ειδικότερα ότι  «…το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης ακολουθεί τη σειρά προτεραιότητας που λαμβάνει με την κατάθεσή της:…». Μάλιστα δε, στις επόμενες υποπαραγράφους του αρ.5 ο Νομοθέτης καθόρισε και τον τρόπο με τον οποίο κάποιος αγοραστής μπορεί, αν θέλει, να λάβει προτεραιότητα έναντι των επιβαρύνσεων που εγγράφηκαν στο ακίνητο πριν την κατάθεση της σύμβασης του και οι οποίες επιβαρύνσεις δια Νόμου υπερισχύουν της επιβάρυνσης που αυτός απέκτησε όταν κατάθεσε τη σύμβαση, ήτοι με το να καταβάλει στον προηγηθέντα δικαιούχο επιβάρυνσης την ανάλογη «αποζημίωση»[1].

 

Το πιο πάνω θεσμικό πλαίσιο που έχει από το 2011 καθορίσει ρητά ο Ν. 83(Ι)/11 και οι τροποποιήσεις του, είναι το θεσμικό πλαίσιο που μέχρι και σήμερα διέπει και περιβάλλει κάθε κατάθεση σύμβασης που γίνεται δυνάμει των προνοιών του εν λόγω Νόμου, ήτοι κάθε κατάθεση σύμβασης πώλησης που συνήφθη μετά τη θέσπιση του Νόμου και κάθε κατάθεση σύμβασης που έγινε προηγουμένως αλλά επιτρέπεται πλέον να κατατεθεί, είτε με δικαστικό διάταγμα στη βάση του αρ.12 του Νόμου είτε άλλως πως. Ουσιαστικά, από το 2011 και μέχρι σήμερα, κάθε εκτελεστό περιουσιακό δικαίωμα που δημιουργείται με την κατάθεση μιας σύμβασης πώλησης στο Κτηματολόγιο δυνάμει των προνοιών του Ν.81(Ι)/11, είτε η κατάθεση είναι εμπρόθεσμη ως το αρ. 3 επιβάλλει είτε είναι εκπρόθεσμη ως το αρ.12 επιτρέπει, τελεί υπό τον θέσμιο «περιορισμό» ότι δεν θα υπερισχύει των οποιωνδήποτε επιβαρύνσεων έτυχε να εγγραφούν στο ακίνητο πριν την ημερομηνία κατάθεσης της σύμβασης και «…ακολουθεί τη σειρά προτεραιότητας που λαμβάνει με την κατάθεσή…», εκτός αν  ο αγοραστής λάβει προτεραιότητα μέσω της διαδικασίας που προνοείται στο αρ. 5 του Νόμου. Με άλλα λόγια, αν το αίτημα για εκπρόθεσμη κατάθεση της επίδικης σύμβασης ήθελε εγκριθεί, τότε τα δικαιώματα που θα προκύπτουν από αυτή την κατάθεση θα θεωρούνται ότι ισχύουν από την ημέρα κατάθεσης της σύμβασης και όχι της κατάρτισης της και «…το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης ακολουθεί τη σειρά προτεραιότητας που λαμβάνει με την κατάθεσή της…».

 

Σημειώνω εδώ ότι στην προαναφερόμενη ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΕΦΕΣΗ ΑΡ. 68/2019 δεν συζητήθηκαν οι πρόνοιες του αρ.5 αλλά μόνο του αρ.12 εφόσον το θέμα εκεί δεν αφορούσε σ΄ αυτήν καθ’ αυτή την προτεραιότητα των εμπράγματων βαρών ή στην ουσία των αντιμαχόμενων δικαιωμάτων αλλά μόνο στο κατά πόσο το προγενέστερο εμπράγματο βάρος επέβαλλε όπως ο δικαιούχος του ακουστεί προτού το Δικαστήριο εκδώσει διάταγμα εκπρόθεσμης κατάθεσης σύμβασης με βάση το αρ.12 του Νόμου, ερώτημα που απαντήθηκε καταφατικά. Τούτου λεχθέντος όμως, αναφορά θα πρέπει να γίνει και σε δύο πρόσφατες αποφάσεις του Εφετείου όπου εξετάστηκε τόσο το πεδίο εμβέλειας και εφαρμογής του αρ.12 του Νόμου όσο και το πώς η εφαρμογή των συγκεκριμένων προνοιών επηρεάζει τρίτα πρόσωπα. Πρόκειται για τις αποφάσεις στις ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ΚΑΙ ΑΝΤΡΗ ΑΝΤΩΝΙΟΥ ΩΣ EKKAΘΑΡΙΣΤΕΣ ΤΗΣ Κ. SOPHOKLEOUS DEVELOPMENTS LTD, Η ΟΠΟΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΥΠΟ ΕΚΚΑΘΑΡΙΣΗ v. VITALY CHUKBAR ΑΛΛΩΣ VITALII CHUKBAR, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε225/2019, 5/5/2025 και PHAR LAP ESTATES LTD v. MUZYKAEV ADNAN, Πολιτική Έφεση Αρ. 205/2019, 9/12/2024 όπου λέχθηκαν τα εξής:

«Οι προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται ώστε η κατάθεση μιας σύμβασης αγοραπωλησίας να γίνεται αποδεκτή από το Κτηματολόγιο, καθορίζονται στο άρθρο 3 του Νόμου. Συγκεκριμένα το εν λόγω άρθρο προνοεί:

«Διατυπώσεις αναγκαίες για την κατάθεση της σύμβασης

3.  (1) Η κατάθεση της σύμβασης από οποιοδήποτε των συμβαλλομένων μερών γίνεται αποδεκτή, μόνο αν -

(α) υπάρχει εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, στο όνομα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία-

(i) η οποία αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ή

(ii) στην οποία περιλαμβάνεται το τμήμα ακίνητης ιδιοκτησίας που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης:

Νοείται ότι, αν το αντικείμενο της σύμβασης είναι τμήμα συνιδιόκτητης ακίνητης ιδιοκτησίας, για το οποίο δεν υπάρχει χωριστή εγγραφή στο Κτηματικό Μητρώο του αρμόδιου Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου και πωλητές δεν είναι όλοι οι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες, αυτή συνοδεύεται από συμφωνία διανομής, υπογεγραμμένη από όλους τους εγγεγραμμένους ιδιοκτήτες της ακίνητης ιδιοκτησίας, των οποίων οι υπογραφές είναι δεόντως πιστοποιημένες, και το τμήμα που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης αναλογεί σε ένα τουλάχιστον από τους πωλητές στη σύμβαση, ο οποίος έχει δικαίωμα ελεύθερης κατοχής, χρήσης και διάθεσης αυτού.

(β) η σύμβαση είναι γραπτή, περιλαμβάνει επαρκή στοιχεία της ταυτότητας των συμβαλλομένων μερών, περιγράφει επαρκώς την ακίνητη ιδιοκτησία που είναι το αντικείμενο της σύμβασης, αναφέρει το αντάλλαγμα και είναι υπογεγραμμένη από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη... »

Το άρθρο 12 του Νόμου, επί του οποίου στηρίζεται η αίτηση, προβλέπει τα ακολούθα:

«12. Ανεξάρτητα από τις διατάξεις της παραγράφου (γ) του εδαφίου (1) του άρθρου 3 και της παραγράφου (β) του εδαφίου (1) του άρθρου 6, το Δικαστήριο δύναται, κατόπιν σχετικής αίτησης, να επιτρέψει την κατάθεση σύμβασης ή την έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση, έστω και αν έχει παρέλθει η προβλεπόμενη για το σκοπό αυτό χρονική περίοδος, σύμφωνα με τις υπό αναφορά διατάξεις, όταν κρίνει τούτο δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή.»..

… Η επίδικη συμφωνία είναι γραπτή και στα συμβαλλόμενα μέρη αυτής περιλαμβάνεται και η … εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια… Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Νόμου, για να γίνει αποδεκτή η κατάθεση μιας σύμβασης από οποιονδήποτε των συμβαλλομένων, πρέπει να υπάρχει εγγραφή στο κτηματικό μητρώο στο όνομα τουλάχιστον ενός εκ των πωλητών σε σχέση με την ακίνητη ιδιοκτησία. Προκύπτει δηλαδή ότι στην παρούσα περίπτωση μία εκ των πωλητών … ανεξαρτήτως του τι υποχρεώσεις αναλαμβάνει, είναι εγγεγραμμένη ιδιοκτήτης. Έτσι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η επίδικη συμφωνία είναι γραπτή, υπογράφεται από όλα τα συμβαλλόμενα μέρη και προσδιορίζει επακριβώς την ταυτότητα των συμβαλλομένων…Ερχόμαστε τέλος στον έκτο λόγο έφεσης, που για τους εφεσείοντες είναι από τους πλέον βασικούς, που αφορά ουσιαστικά τη θέση τους ότι δεν υπήρχαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου οι αναγκαίοι διάδικοι, καθώς και μέρη που μπορεί να είχαν οποιοδήποτε συμφέρον επί του ακίνητου, και μάλιστα αναφέρουν και αποφάσεις που εκδόθηκαν, όπως έχουμε αναφέρει, μεταγενέστερα της εκκαλούμενης απόφασης. Σημειώνουμε ότι όλες οι αποφάσεις τις οποίες επικαλείται ο ευπαίδευτος συνήγορος των εφεσειόντων αφορούν αιτήσεις για προνομιακά εντάλματα που έχουν υποβληθεί από επηρεαζόμενα πρόσωπα.

Σε ό,τι αφορά τον Έφορο Φορολογίας και τη ΣΕΔΙΠΕΣ, σημειώνουμε αρχικά ότι πρωτόδικα δεν είχε εγερθεί θέμα για τη ΣΕΔΙΠΕΣ, αλλά μόνο για τον Έφορο Φορολογίας, και επομένως με την έφεση δεν μπορεί να κριθεί η ορθότητα πρωτόδικης απόφασης στη βάση δεδομένων που δεν είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Προς τούτο παραπέμπουμε στις αποφάσεις F.H.K. Hotels Holdings Limited v. A.S. Air Control Limited (1999) 1 Α.Α.Δ. 2159, Vourna Limited κ.α. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λίμιτεδ, Πολιτική Έφεση υπ' αρ.295/13, ημερ.24.10.2019 και Φακοντή v. Βρυώνη (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1714.

Όσον αφορά τον Έφορο Φορολογίας, δεν φαίνεται να υπάρχει δυσμενής επηρεασμός, αφού για να μεταβιβαστεί οποιαδήποτε περιουσία θα πρέπει να πληρωθούν κατά προτεραιότητα οι οφειλές προς τις φορολογικές αρχές.

Απ' εκεί και πέρα δεν τίθεται θέμα επηρεασμού οποιωνδήποτε τρίτων προσώπων, εφόσον όλα τα πρόσωπα που ήταν ενδιαφερόμενα ειδοποιήθηκαν και επέλεξαν να μην ασκήσουν το δικαίωμα τους και να προσφύγουν στο Δικαστήριο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης στην απόφαση του κάνει ειδική μνεία ότι εκδίδεται το σχετικό διάταγμα υπό τον όρο ότι η εγγραφή δεν θα επηρεάσει οποιαδήποτε δικαιώματα έχουν αποκτηθεί από τρίτους καλόπιστους πιστωτές των εφεσειόντων, όπως και της εταιρείας DUNTHO (ESTATES) LTD, μετά τις 21.6.2006 μέχρι και της κατάθεσης του δυνάμει του παρόντος διατάγματος…» (βλ. ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ κ.α ανωτέρω)

 

«Υπενθυμίζουμε ότι μοναδική προϋπόθεση, τιθέμενη από το Άρθρο 12 (ανωτέρω), είναι να κριθεί πως είναι δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή.  Δεδομένων των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτό έκρινε πως «Η ύπαρξη της υποθήκης στο επίδικο ακίνητο από 18/10/12, προς όφελος συγκεκριμένου Συνεργατικού, είναι ένα δεδομένο. Όμως αυτό δεν αλλάζει θεωρώ την ουσία του πράγματος και το γεγονός ότι ο αιτητής είναι χωρίς αμφιβολία ο νόμιμα δικαιούμενος σε εγγραφή της κατοικίας δυνάμει αγοράς και επιδιώκει να διασφαλίσει τα δικαιώματα του. Πρόκειται δε για διαδικασία που αφορά τα μέρη της συμφωνίας που συνομολογήθηκε και το ζητούμενο στο τέλος της ημέρας είναι κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή να δοθεί η ζητούμενη άδεια για κατάθεση». Κρίνουμε ορθό και εύλογο το προαναφερόμενο πρωτόδικο συμπέρασμα.  Προσθέτουμε δε πως, στο πλαίσιο της δυνατότητας που θα έχει ο εφεσίβλητος για καταχώριση αγωγής, για ειδική εκτέλεση, και που προφανώς θα συναντήσει την «αντίδραση» είτε των εφεσείοντων είτε οποιουδήποτε προσώπου έχει εγγράψει υποθήκη, επί της κατοικίας που αγόρασε ο εφεσίβλητος, τότε είναι το κατάλληλο στάδιο για να κριθούν όλα τα ζητήματα που τυχόν επηρεάζουν κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, οπότε το εκδικάσαν τέτοια αγωγή Δικαστήριο θα αξιολογήσει καθετί που θα τεθεί ενώπιον του.  Δεν θα ήταν όμως δίκαιο να στερηθεί ο εφεσίβλητος της εν λόγω δυνατότητας. Άλλωστε είναι ενδεχόμενο, δυνητικά, να εξαλειφθεί η όποια προγενέστερη υποθήκη, αν αυτή εξοφληθεί από τον ενυπόθηκο οφειλέτη ή ακόμη και από τον ίδιο τον εφεσίβλητο (βλέπε Άρθρο 5(2) του Ν. 81(Ι)/2011), αν ο τελευταίος κρίνει ότι τέτοια επιλογή είναι συμφέρουσα γι' αυτόν, οπότε, έστω υπό προϋποθέσεις, θα ήταν δίκαιο να έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη μεταβίβαση της κατοικίας που αγόρασε, και εξόφλησε το τίμημα, στο όνομα του.  Επαναλαμβάνουμε και το γεγονός πως η όποια εγγραφή, στο Κτηματολόγιο, χρονικά, δεν θα έχει οποιαδήποτε αναδρομικότητα, θα έχει τη σειρά με την οποία θα εγγραφεί ως εμπράγματο βάρος (βλέπε Άρθρο 5(1) του Ν. 81(Ι)/2011, ως έχει τροποποιηθεί).

 

Καταλήγουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την εξουσία του ορθά, εντός εύλογου και δικαιολογημένου πλαισίου γεγονότων τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του.  Παράλληλα, κρίνουμε πως η παραπομπή, εκ μέρους των συνηγόρων των εφεσείοντων, στο Άρθρο 3 του Ν. 81(Ι)/2011, ουδόλως επηρεάζει την πρωτόδικη κρίση, καθότι το Άρθρο 12 του ίδιου Νόμου, το οποίο εφάρμοσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, προβλέπει, ρητά, ότι η εξουσία για παραχώρηση άδειας κατάθεσης σύμβασης στο Κτηματολόγιο παρέχεται «Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του παρόντος Νόμου .», συνεπώς, πρόκειται για μία ξεχωριστή και διακριτή εξουσία.» (βλ. PHAR LAP ESTATES LTD ανωτέρω).»

 

24. Με γνώμονα τις πιο πάνω αρχές προχωρώ να εξετάσω την ουσία των εκατέρωθεν θέσεων.

 

25. Αρχικά να σημειώσω ότι το γεγονός ότι η Αιτήτρια μέσω της ένορκης της δήλωσης δεν προσκόμισε την οποιαδήποτε εξουσιοδότηση και απόφαση από την εταιρεία για να προβεί η μια εκ των διευθυντών στην ένορκη δήλωση, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει δύο διευθυντές, δεν επηρεάζει με οποιοδήποτε τρόπο την μαρτυρία της Αιτήτριας. Άλλωστε η ομνύουσα στην ένορκη της δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δηλώνει ρητά ότι έχει προσωπική γνώση των γεγονότων. Σημειώνω ότι η Τράπεζα δεν αιτήθηκε την αντεξέταση της ομνύουσας.

 

26. Αναφορικά με τους ισχυρισμούς περί αμφισβήτησης κατάρτισης της σύμβασης από την Τράπεζα και ότι η σύμβαση δεν είναι σε ισχύ βρίσκω ότι είναι γενικοί και αόριστοι και τίποτα συγκεκριμένο δεν έχει λεχθεί που να δημιουργεί αμφιβολία στο Δικαστήριο για την κατάρτιση του ΠΩΕ (βλ. Τεκμήριο Α της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση). Μελετώντας το ΠΩΕ διαπιστώνεται ότι η ταυτότητα και ιδιότητα των συμβαλλόμενων μερών που υπογράφουν τη σύμβαση καταγράφεται πλήρως σε αυτή όπως καταγράφεται και το ποια είναι ακριβώς η ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί το αντικείμενο της αλλά και το συμφωνηθέν αντάλλαγμα για την αγορά της, ότι στη συγκεκριμένη σύμβαση η Αιτήτρια υπογράφει ως αγοράστρια του εκεί αναφερόμενου ακινήτου και η Καθ' ης η αίτηση ως η πωλήτρια του, και τέλος ότι, όπως φαίνεται και στα πιστοποιητικά έρευνας που επισυνάφθηκαν από την Αιτήτρια ως Τεκμήριο Γ στην αρχική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 09/03/2022 και Τεκμήριο Α στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση ημερομηνίας 17/10/2022, η Καθ' ης η αίτηση ήταν και είναι η εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ακινήτου που συνιστά το αντικείμενο της σύμβασης.

 

27. Στο σημείο αυτό αναφέρω ότι όσον αφορά τη θέση της Τράπεζας ότι στο ΠΩΕ δεν καθορίζεται συγκεκριμένο διαμέρισμα αναφέροντας μάλιστα ότι «πωλείται ένα διαμέρισμα χωρίς αριθμό» καταρρίπτεται πλήρως από το σχετικό Τεκμήριο Α που έχει παρουσιάσει η Αιτήτρια στην αρχική της ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση, όπου αναγράφεται αυτολεξεί ότι «ο πωλητής πωλεί και ο αγοραστής αγοράζει το υπ’ αριθμόν 2 διαμέρισμα…». Μάλιστα η Αιτήτρια με την πρώτη συμπληρωματική της ένορκη δήλωση επισυνάπτει ως Τεκμήριο Α το αρχιτεκτονικό σχέδιο της κάτοψης του 3ου ορόφου με κιτρινισμένο το επίδικο διαμέρισμα.

 

28. Έπεται συνεπώς ότι η Αιτήτρια ικανοποιεί τις τυπικές προϋποθέσεις που επιβάλλει ο Νόμος προκειμένου να εγκριθεί το αίτημά της ως οι εν λόγω προϋποθέσεις έχουν ερμηνευτεί από τη σχετική νομολογία ως αναφέρεται ανωτέρω.

 

29. Το ερώτημα τώρα που τίθεται προς εξέταση είναι το αν παρά την πιο πάνω διαπίστωση δικαιολογείται υπό τις περιστάσεις να μην εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα στη βάση των όσων άλλων προβάλλει η Τράπεζα με την ένσταση της, ήτοι λόγω του ότι οι αποδείξεις που προσκομίστηκαν ως Τεκμήριο Β δεν ανταποκρίνονται στο σύνολο του τιμήματος πώλησης και είναι παραποιημένο έγγραφο, το ΠΩΕ είναι αντίγραφο, της ύπαρξης της αγωγής με αριθμό 1532/1986 και της ύπαρξης προσωρινού διατάγματος ΕΒ112/1986, της καθυστέρησης που επιδείχθηκε στην κατάθεση της σύμβασης στο Κτηματολόγιο, της εγγραφείσας υποθήκης με αριθμό Υ1023/1982 και της αίτησης ΑΝΠ28/1985 υπέρ της Τράπεζας επί του ακινήτου αλλά και λόγω του ότι η Καθ’ ης η αίτηση τελεί υπό εκκαθάριση με διάταγμα Δικαστηρίου.

 

30. Όσον αφορά αρχικά το θέμα των αποδείξεων και του παραποιημένου εγγράφου, περιορίζομαι να αναφέρω ότι το ποσό που αναγράφεται στο Τεκμήριο Β της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την αίτηση είναι το ποσό που φαίνεται ως το τίμημα στο ΠΩΕ και ότι το γεγονός ότι το όνομα της Αιτήτριας έχει αναγραφεί χειρόγραφα και έχει διαγραφεί το όνομα που αναγραφόταν αρχικά, δεν υποδηλώνει αυτόματα ότι το έγγραφο είναι παραποιημένο και δεν έχει ισχύ. Όπως και να έχει όμως, στο παρόν στάδιο και στα πλαίσια της παρούσας διαδικασίας είναι άνευ σημασίας το κατά πόσο οι αντισυμβαλλόμενοι έχουν εκπληρώσει ή όχι τις συμβατικές τους υποχρεώσεις και αν το έγγραφο της απόδειξης είναι παραποιημένο ή όχι.

 

31. Σχετικά με τη θέση της Τράπεζας αναφορικά με την αγωγή με αριθμό 1532/1986, θα περιοριστώ να αναφέρω ότι εντός του φακέλου της παρούσας αίτησης βρίσκεται επιστολή των δικηγόρων της Αιτήτριας ημερομηνίας 26/05/2023, προς τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας, όπου ζητούν όπως τους εφοδιάσουν με κατάσταση στην οποία να φαίνεται η τύχη της εν λόγω αγωγής και επιστολή ιδίας ημερομηνίας του Πρωτοκολλητείου Λάρνακας όπου ενημερώνει τους δικηγόρους ότι η εν λόγω αγωγή απορρίφθηκε λόγω μη προώθησης της στις 25/01/1988. Συνεπώς δεν τίθεται ζήτημα εξέτασης από το Δικαστήριο του δόγματος του δεδικασμένου, ως η εισήγηση των δικηγόρων της Τράπεζας.

 

32.  Αρκετή αναφορά έγινε από την πλευρά της Τράπεζας στην αγόρευση της για την καθυστέρηση από μέρους της Αιτήτριας καταχώρησης της παρούσας αίτησης αλλά και για την μη καταχώρηση του ΠΩΕ νωρίτερα από την τελευταία. Είναι γεγονός ότι το ΠΩΕ υπογράφηκε στις 13/12/1983 και ότι στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση αναφέρεται ως λόγος μη καταχώρησης του ΠΩΕ στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας η άγνοια από μέρους της Αιτήτριας χωρίς να δοθεί οποιαδήποτε άλλη αιτιολογία. Την ίδια στιγμή όμως δεν μπορεί να αγνοηθεί από το Δικαστήριο ότι στη σχετική Νομοθεσία (βλ. Ν. 81(I)/2011 ως τροποποιήθηκε) αλλά και στη νομολογία ο παράγοντας καθυστέρηση δεν διαδραματίζει κάποιο ουσιαστικό λόγο στη δυνατότητα κατάθεσης μιας σύμβασης κατ’ επίκληση των προνοιών του σχετικού Νόμου. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο Νόμος 81(I)/2011 ως τροποποιήθηκε, περιέχει πρόνοιες οι οποίες διασφαλίζουν πλέον ότι όποια δικαιώματα εγγράφηκαν στο ακίνητο καθ’ όσο χρόνο η σύμβαση δεν έχει κατατεθεί, θα έχουν προτεραιότητα έναντι της σύμβασης όταν αυτή κατατεθεί, δεν θεωρώ ότι ο παράγοντας καθυστέρηση μπορεί να αποτελέσει λόγο για να μην θεωρηθεί δίκαιο και εύλογο να δοθεί η δυνατότητα σε ένα αγοραστή να επιχειρήσει να επωφεληθεί πλήρως  των δικαιωμάτων που εξ υπαρχής είχε από μια σύμβαση που βρίσκεται σε ισχύ, ιδιαίτερα όταν ο αγοραστής αυτός έχει συμμορφωθεί με τις πρόνοιες της συμφωνίας.

 

33. Όπως αναφέρθηκε, αναφορικά με το θέμα της καθυστέρησης, στην απόφαση του αδελφού Α.Ε.Δ. Πασχαλίδη στην αίτηση με αρ. 47/24 ημερομηνίας 23/06/2025 «Το ερώτημα αυτό απαντάται θεωρώ εμμέσως πλην σαφώς, τόσο από τις πρόνοιες του Άρθρου 12 αλλά και του υπόλοιπου Νόμου, στις οποίες, όπως ανέφερα δεν αποδίδεται κανένας καθοριστικός ρόλος στον παράγοντα καθυστέρηση, όσο και από την προσέγγιση που τήρησε και το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. Πολιτική Έφεση 68/19 και Θεοδώρου ανωτέρω) αλλά και το Εφετείο (βλ. Χριστάκης Ιακωβίδης κ.α. και PHAR LAP ESTATES LTD ανωτέρω). Επισημαίνω συναφώς ότι στις εν λόγω υποθέσεις, όταν απασχόλησε το θέμα της καθυστέρησης για σκοπούς εφαρμογής του άρθρου 12, ο παράγοντας αυτός συναρτήθηκε με το κατά πόσο στο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ της ημερομηνίας σύναψης της σύμβασης και της ημερομηνίας κατάθεσής της, είχε αλλάξει η κατάσταση πραγμάτων σε τέτοιο βαθμό, είτε σε σχέση με το ίδιο το ακίνητο, είτε σε σχέση με τον πωλητή ή τρίτα πρόσωπα, τόσο από νομικής, όσο και από πραγματικής σκοπιάς, ώστε να μην είναι πλέον εύλογο και δίκαιο να ασκηθεί η εξουσία του Άρθρου 12.

Με άλλα λόγια, το θέμα της καθυστέρησης, έστω και αδικαιολόγητης, δεν φαίνεται να συνιστά άνευ ετέρου λόγο για να μην θεωρηθεί ότι είναι δίκαιο και εύλογο να επιτραπεί σε αγοραστή η εκπρόθεσμη κατάθεση σύμβασης δυνάμει του Άρθρου 12 και ούτε αυτή φαίνεται να ήταν ποτέ η πρόθεση του νομοθέτη. Αντιθέτως, ο παράγοντας καθυστέρηση φαίνεται ν’ αποκτά σημασία μόνο εκεί όπου καταδεικνύεται ότι η καθυστέρηση έχει μεταβάλει την κατάσταση του ακινήτου ή έχει επηρεάσει δυσμενώς τον πωλητή ή τρίτα πρόσωπα, κάτι που ουσιαστικά μόνο αυτή η κατηγορία προσώπων αλλά και το Κτηματολόγιο μπορούν και πρέπει να αποδείξουν. Υπενθυμίζω συναφώς ότι στην PHAR LAP ανωτέρω λέχθηκε ότι το γεγονός ότι ένας αγοραστής πιθανόν ν’ συναντήσει την αντίδραση τρίτων προσώπων σε περίπτωση που αποφασίσει ν’ ασκήσει το δικαίωμά του για ειδική εκτέλεση μετά που λάβει άδεια να καταθέσει εκπρόθεσμα τη σύμβασή του στο Κτηματολόγιο δεν συνιστά δίκαιο λόγο για να στερηθεί της δυνατότητας που του παρέχει ο Νόμος για τέτοια εκπρόθεσμη κατάθεση. Όσον αφορά το Κτηματολόγιο δε, επισημαίνω ότι ο ρόλος του σε αιτήσεις αυτής της φύσης είναι αρκετά σημαντικός εφόσον, «…ως ο δημόσιος φορέας που θα κληθεί να αποδεχθεί την κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου…ενδεχομένως να είχε να εισηγηθεί στο Δικαστήριο ότι τέτοια κατάθεση δεν θα μπορούσε να γίνει αποδεκτή για διάφορους λόγους…» (βλ. Θεοδώρου ανωτέρω).»

34. Τούτων λεχθέντων, δεν θεωρώ ότι ο παράγοντας καθυστέρηση από μόνος του μπορεί να οδηγήσει σε απόρριψη της παρούσας αίτησης. Εκείνο το οποίο μένει να εξεταστεί είναι η αν η μεταβολή της κατάστασης της Καθ’ ης η αίτηση, ένεκα του ότι τελεί υπό εκκαθάριση με διάταγμα του Δικαστηρίου, επιτρέπει την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, σημείο το οποίο θα εξεταστεί από το Δικαστήριο παράλληλα και με τον λόγο ένστασης της Τράπεζας ότι  ένεκα της εκκαθάρισης της Καθ’ ης η αίτηση, η κατάθεση του πωλητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο, θα δημιουργήσει εμπράγματο βάρος επί της περιουσίας της τελευταίας, κάτι που αντίκειται στο Κεφ.113.

 

35. Τα πιο πάνω θεωρώ ότι απαντώνται πλήρως από τα όσα σχετικά λέχθηκαν στην απόφαση του Εφετείου στην υπόθεση ΧΡΙΣΤΑΚΗΣ ΙΑΚΩΒΙΔΗΣ ανωτέρω, και παραθέτω αυτούσιο το απόσπασμα «…Σημειώνουμε επίσης ότι η κατάθεση του πωλητηρίου δεν συνιστά εμπράγματο βάρος επί της περιουσίας των εφεσειόντων, αφού κατά πρώτο λόγο το πωλητήριο έχει συνομολογηθεί σε χρόνο πριν να τεθούν οι εφεσείοντες σε εκκαθάριση, αλλά, που είναι και το πλέον σημαντικό, η επίδικη περιουσία δεν αποτελεί περιουσία των εφεσειόντων αλλά της εταιρείας DUNTHO (ESTATES) LTD, η οποία το πώλησε στον εφεσίβλητο και η οποία ειδοποιήθηκε για την αίτηση που καταχώρισε ο εφεσίβλητος και δεν εμφανίστηκε στη διαδικασία, ούτε και προέβαλε οποιαδήποτε ένσταση. Από τα πιο πάνω συνεπώς προκύπτει ότι δεν υπάρχει καμία επιβάρυνση της περιουσίας των εφεσειόντων, αφού το Block B που αφορά το διαμέρισμα που αγόρασε ο εφεσίβλητος, δεν ανήκει στην υπό εκκαθάριση εταιρεία. Σημειώνουμε επίσης ότι, το θέμα αυτό δεν αφορά το στάδιο στο οποίο βρίσκεται η υπόθεση τώρα, δηλαδή της παραχώρησης άδειας για καταχώριση στο μητρώο του Κτηματολογίου της επίδικης συμφωνίας για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης, αλλά να πρέπει να εξεταστεί σε περίπτωση που προχωρήσει το σχετικό αίτημα για ειδική εκτέλεση. Γι' αυτό και δεν αποφαινόμαστε για το θέμα αυτό. Προς επίρρωση αυτής της θέσης, αναφέρουμε ότι τόσο η νομοθεσία όσο και η νομολογία, αλλά και τα αποσπάσματα από τα συγγράμματα που αναφέρουν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των εφεσειόντων, αφορούν περιπτώσεις ειδικής εκτέλεσης έναντι υπό εκκαθάρισης εταιρείας, που δεν είναι η παρούσα περίπτωση. Είναι ορθή επίσης η θέση των συνηγόρων του εφεσίβλητου, ότι το άρθρο 116 του Κεφ. 113 απαγορεύει διάθεση που έγινε μετά την εκκαθάριση. Στην παρούσα περίπτωση, η διάθεση της περιουσίας έγινε με την κατάρτιση της συμφωνίας πώλησης στις 21.6.2006 και όχι με την κατάθεση αυτής στο Κτηματολόγιο, και ούτως ώστε να μην μπορεί να θεωρηθεί ότι έγινε μετά την εκκαθάριση, θέμα για το οποίο επίσης δεν αποφαινόμαστε τώρα. Ενόψει των ανωτέρω και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι καταδικασμένος σε αποτυχία και απορρίπτεται.»

 

36. Επισημαίνω ότι και στην προκειμένη περίπτωση το ΠΩΕ συνομολογήθηκε στις 13/12/1983 και η Καθ’ ης η αίτηση τελεί υπό εκκαθάριση από τις 16/10/1987. Συνεπώς το ΠΩΕ προϋπήρχε της εκκαθάρισης της Καθ’ ης η αίτηση. Περαιτέρω, πέραν του ότι το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας δεν έχει ένσταση στην κατάθεση του ΠΩΕ παρά το ότι η αίτηση επιδόθηκε δεόντως στον Έφορο Εταιρειών και Επίσημο Παραλήπτη, ο τελευταίος επέλεξε να μην παρουσιαστεί στη διαδικασία.  

 

37. Σημειώνεται παρενθετικά στο σημείο αυτό, ότι ο λόγος ένστασης που προβλήθηκε από την Τράπεζα αναφορικά με το ότι η Αιτήτρια δεν εξασφάλισε διάταγμα Δικαστηρίου για τη συνέχιση της διαδικασίας ως όφειλε ενόψει του ότι τελούσε υπό εκκαθάριση, δεν προωθήθηκε στις αγορεύσεις τους. Άλλωστε η σχετική άδεια από το Δικαστήριο επισυνάφθηκε από τους δικηγόρους της Αιτήτριας με την 3η συμπληρωματική της ένορκη δήλωση.

 

38. Στη βάση των ανωτέρω, δεν θεωρώ ότι η κατάσταση που περιήλθε η Καθ’ ης η αίτηση είναι τέτοια ώστε να μην είναι δίκαιο και εύλογο να ασκηθεί η εξουσία που παρέχεται από το άρθρο 12 του σχετικού Νόμου.

 

39.  Όσον αφορά τη θέση της Τράπεζας αναφορικά με την υποθήκη με αριθμό Υ1023/1982 και την αίτηση ΑΝΠ28/1985, οι οποίες είναι εγγεγραμμένες επί του επίδικου ακινήτου προς όφελος της Τράπεζας, θεωρώ ορθότερο όπως παραπέμψω σε αυτά που λέχθηκαν στην απόφαση του Εφετείου PHAR LAP ESTATES LTD ανωτέρω, τα οποία απαντούν στην εν λόγω θέση και παραθέτω ξανά το σχετικό απόσπασμα της απόφασης.

 

«Υπενθυμίζουμε ότι μοναδική προϋπόθεση, τιθέμενη από το Άρθρο 12 (ανωτέρω), είναι να κριθεί πως είναι δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή.  Δεδομένων των όσων είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτό έκρινε πως «Η ύπαρξη της υποθήκης στο επίδικο ακίνητο από 18/10/12, προς όφελος συγκεκριμένου Συνεργατικού, είναι ένα δεδομένο. Όμως αυτό δεν αλλάζει θεωρώ την ουσία του πράγματος και το γεγονός ότι ο αιτητής είναι χωρίς αμφιβολία ο νόμιμα δικαιούμενος σε εγγραφή της κατοικίας δυνάμει αγοράς και επιδιώκει να διασφαλίσει τα δικαιώματα του. Πρόκειται δε για διαδικασία που αφορά τα μέρη της συμφωνίας που συνομολογήθηκε και το ζητούμενο στο τέλος της ημέρας είναι κατά πόσο είναι δίκαιο και εύλογο για την προστασία του αγοραστή να δοθεί η ζητούμενη άδεια για κατάθεση». Κρίνουμε ορθό και εύλογο το προαναφερόμενο πρωτόδικο συμπέρασμα.  Προσθέτουμε δε πως, στο πλαίσιο της δυνατότητας που θα έχει ο εφεσίβλητος για καταχώριση αγωγής, για ειδική εκτέλεση, και που προφανώς θα συναντήσει την «αντίδραση» είτε των εφεσείοντων είτε οποιουδήποτε προσώπου έχει εγγράψει υποθήκη, επί της κατοικίας που αγόρασε ο εφεσίβλητος, τότε είναι το κατάλληλο στάδιο για να κριθούν όλα τα ζητήματα που τυχόν επηρεάζουν κάθε ενδιαφερόμενο μέρος, οπότε το εκδικάσαν τέτοια αγωγή Δικαστήριο θα αξιολογήσει καθετί που θα τεθεί ενώπιον του.  Δεν θα ήταν όμως δίκαιο να στερηθεί ο εφεσίβλητος της εν λόγω δυνατότητας.  Άλλωστε είναι ενδεχόμενο, δυνητικά, να εξαλειφθεί η όποια προγενέστερη υποθήκη, αν αυτή εξοφληθεί από τον ενυπόθηκο οφειλέτη ή ακόμη και από τον ίδιο τον εφεσίβλητο (βλέπε Άρθρο 5(2) του Ν. 81(Ι)/2011), αν ο τελευταίος κρίνει ότι τέτοια επιλογή είναι συμφέρουσα γι' αυτόν, οπότε, έστω υπό προϋποθέσεις, θα ήταν δίκαιο να έχει τη δυνατότητα να διεκδικήσει τη μεταβίβαση της κατοικίας που αγόρασε, και εξόφλησε το τίμημα, στο όνομα του.  Επαναλαμβάνουμε και το γεγονός πως η όποια εγγραφή, στο Κτηματολόγιο, χρονικά, δεν θα έχει οποιαδήποτε αναδρομικότητα, θα έχει τη σειρά με την οποία θα εγγραφεί ως εμπράγματο βάρος (βλέπε Άρθρο 5(1) του Ν. 81(Ι)/2011, ως έχει τροποποιηθεί)

 

40. Τέλος και όσον αφορά τη θέση της Τράπεζας ότι το ΠΩΕ είναι αντίγραφο και ως τέτοιο δεν μπορεί να κατατεθεί, με όλο το σεβασμό προς τους ευπαίδευτους συνήγορους της Τράπεζας αλλά δεν με βρίσκει σύμφωνη. Δεν βρίσκω για ποιο λόγο να μην μπορεί να εκδοθεί διάταγμα εκπρόθεσμης κατάθεσης αντιγράφου του πωλητηρίου εγγράφου, εφόσον κάτι τέτοιο δεν απαγορεύεται ρητά από τον σχετικό Νόμο. Άλλωστε, επαναλαμβάνω, ότι το Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας, δεν έχει ένσταση στην κατάθεση αντιγράφου του ΠΩΕ.

 

41. Στη βάση όλων των ανωτέρω θεωρώ ότι οι ενστάσεις που προβλήθηκαν από την Τράπεζα δεν είναι ικανές να στερήσουν το δικαίωμα στην Αιτήτρια να καταθέσει αντίγραφο του ΠΩΕ στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας. Εκείνο όμως που δεν μπορεί να επιτραπεί στην Αιτήτρια είναι να εκδοθεί διάταγμα από το Δικαστήριο που να αποδίδεται προτεραιότητα στο ΠΩΕ με βάση την ημερομηνία υπογραφής του έναντι των άλλων εμπράγματων βαρών που είναι εγγεγραμμένα επί του ακινήτου και αυτό γιατί, ως αναφέρθηκε ανωτέρω, θα είναι ενάντια στις πρόνοιες του άρθρου 5(1) του Ν. 81(Ι)/2011.

Ζ. ΚΑΤΑΛΗΞΗ

 

42. Έχοντας λοιπόν διαπιστώσει ότι, με βάση τα στοιχεία που παρουσίασε η Αιτήτρια πληρούνται οι προϋποθέσεις που επιβάλλει ο Ν.81(Ι)/2011 προκειμένου να εκδοθεί το αιτούμενο διάταγμα εκπρόθεσμης κατάθεσης και να δοθεί άδεια για έγερση αγωγής για ειδική εκτέλεση, καθώς και ότι κανένας λόγος δεν υπάρχει προκειμένου να μην επιτραπεί να ασκηθούν τα συγκεκριμένο δικαιώματα, κρίνω, επί του προκειμένου, την απαίτηση της Αιτήτριας δικαιολογημένη. Όσον αφορά τα αιτητικά αναφορικά με τα θέματα προτεραιότητας, αυτά δεν μπορούν παρά να απορριφθούν λόγω των όσων αναφέρω πιο πάνω με το άρθρο 5 του σχετικού Νόμου και συνεπώς απορρίπτονται. Ως εκ τούτου εκδίδονται τα πιο κάτω διατάγματα με τις εξής επισημάνσεις:

 

Α. Διάταγμα του Δικαστηρίου που επιτρέπει την εκπρόθεσμη κατάθεση αντιγράφου της σύμβασης πώλησης ακινήτου ημερομηνίας 13/12/1983 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λάρνακας αναφορικά με το διαμέρισμα στον τρίτο όροφο πολυκατοικίας με την ονομασία ΠΑΝΟΡΑΜΑ ΚΩΡΤ Νο.2, επί του τεμαχίου γης 734, με αριθμό εγγραφής Ε810, Φ/Σχ. XL/5331V, στην τοποθεσία Καθαρή στην επαρχίας Λάρνακας. Να επισυνάπτονται στο ΠΩΕ που θα κατατεθεί τα αρχιτεκτονικά σχέδια που καταχωρήθηκαν ως Τεκμήριο Α στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση της Αιτήτριας ημερομηνίας 15/06/2022.

 

Νοείται ότι το έγγραφο που θα κατατεθεί θα πρέπει να είναι έχει δεόντως χαρτοσημανθεί και η χαρτοσήμανση θα συνιστά όρο για την σύνταξη και ενεργοποίηση του παρόντος διατάγματος (βλ. Maximos Court Ltd ν. Χριστόφορου Πιερή και Άλλου (2001) 1 ΑΑΔ 875).

Νοείται επίσης ότι κατά την κατάθεση της σύμβασης θα ισχύουν οι πρόνοιες του άρθρου 5 του Ν.81(Ι)/11 σε σχέση με θέματα προτεραιότητας.

Β. Δίδεται άδεια για καταχώρηση αγωγής για ειδική εκτέλεση της επίδικης σύμβασης πώλησης.

Όσον αφορά τα έξοδα της διαδικασίας, αυτά επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον της Τράπεζας, ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.)……………………………….

                                                                                   Α. Κούρα προσ. Ε.Δ.

Πιστόν αντίγραφο

 

 

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] Βλ. π.χ αρ.5(2) – «…Ανεξάρτητα από τις διατάξεις του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου, σε περίπτωση που πριν από την κατάθεσή της σύμβασης υπάρχει ήδη κατατεθειμένη υποθήκη η οποία επιβαρύνει την ακίνητη ιδιοκτησία που αποτελεί το αντικείμενο της σύμβασης, ο αγοραστής δύναται να καταβάλει στον ενυπόθηκο δανειστή, σύμφωνα με τους όρους αποπληρωμής του δανείου, το ποσό του ενυπόθηκου χρέους που αναλογεί στο αντικείμενο της σύμβασης, όπως το ποσό αυτό καθορίζεται στις διατάξεις των εδαφίων (4), (5) και (6) του άρθρου 7 και ο ενυπόθηκος δανειστής υποχρεούται να το αποδεκτεί ως ποσό που καταβλήθηκε έναντι του ενυπόθηκου χρέους και στην περίπτωση αυτή το εμπράγματο βάρος που δημιουργείται με την κατάθεση της σύμβασης προηγείται του εμπράγματου βάρους της προϋπάρχουσας αυτού υποθήκης, ανεξάρτητα από την αποπληρωμή ολόκληρου του ενυπόθηκου χρέους:…»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο