ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΟΡΜΗΔΕΙΑΣ ν. POUTZIOURIS CONSTRUCTION LTD, Αρ.Αγ.: 1738/2016, 31/7/2025
print
Τίτλος:
ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΟΡΜΗΔΕΙΑΣ ν. POUTZIOURIS CONSTRUCTION LTD, Αρ.Αγ.: 1738/2016, 31/7/2025

ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.

Αρ.Αγ.: 1738/2016

Μεταξύ:

ΣΧΟΛΙΚΗΣ ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΟΡΜΗΔΕΙΑΣ

            Ενάγοντες

-και-

 

POUTZIOURIS CONSTRUCTION LTD

Εναγόμενοι

Ημερομηνία: 31.7.2025

Εμφανίσεις:

Για τους Ενάγοντες: κ. Κωνσταντινος Κότροφος για κ.κ. Δρ. Ανδρέας Ποιητής & Σια Δ.Ε.Π.Ε.

Για τους Εναγόμενους: κ. Γεωργία Πάτσαλου για κ.κ. Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Με την παρούσα αγωγή, οι Ενάγοντες διεκδικούν το ποσό των €29.099,90 ως κατ΄ ισχυρισμόν συμφωνηθείσα αποζημίωση σε σχέση με σύμβαση κατασκευής αίθουσας πολλαπλής χρήσης στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Ορμήδειας. Το αξιούμενο ποσό αποτελεί το 10% της προσφοράς την οποία υπέβαλαν οι Εναγόμενοι και η οποία έγινε αποδεκτή, χωρίς να είναι σε θέση στη συνέχεια - σύμφωνα με τους Ενάγοντες - να την υλοποιήσουν, λόγω μη συμμόρφωσης με όρο των εγγράφων του διαγωνισμού. Οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στους Ενάγοντες υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι ο όρος για καταβολή από τους ίδιους 10% της προσφοράς τους προς τους Ενάγοντες αποτελεί ποινική ρήτρα και εν πάση περιπτώσει ζημιά που δεν έχει αποδειχθεί.

Σύνοψη Μαρτυρίας

Προς υποστήριξη των δικογραφημένων θέσεων των μερών, για τους Ενάγοντες προσέφερε μαρτυρία ο κ. Κώστας Λαδάς (ΜΕ1), μέλος των Εναγόντων.

Ο ΜΕ1 περιέγραψε τη διαδικασία προκήρυξης του διαγωνισμού ΣΕΟ 01/2016, για την ανέγερση αίθουσας πολλαπλής χρήσης στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Ορμήδειας, καταθέτοντας ως Τεκμήριο 1 τον Τόμο Α΄ του διαγωνισμού με τίτλο «Οδηγίες προς Οικονομικούς Φορείς». Αναφέρθηκε στους όρους του διαγωνισμού, συμπεριλαμβανομένης της υποχρέωσης των ενδιαφερόμενων οικονομικών φορέων όπως έχουν διευθετημένες τις υποχρεώσεις τους αναφορικά με την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης κατά την τελευταία προθεσμία υποβολής των προσφορών. Αναφέρθηκε επιπλέον, ειδικά, στον όρο που αφορούσε στην καταβολή αποζημίωσης ύψους 10% υπό συγκεκριμένες προϋποθέσεις.

Παρότι ο διαγωνισμός εν τέλει κατακυρώθηκε στους Εναγόμενους (Τεκμήρια 2-6), όταν κλήθηκαν να προσκομίσουν περαιτέρω βεβαιώσεις πριν από την υπογραφή της συμφωνίας εκτέλεσης του έργου, αποδείχθηκε ότι αυτοί δεν είχαν τακτοποιημένες τις εισφορές τους στο Ταμείο Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Για αυτό τον λόγο οι Ενάγοντες τους κήρυξαν εκπτώτους ενημερώνοντάς τους γραπτώς (Τεκμήριο 9) ότι δε δύνανται να προσέλθουν για την υπογραφή της συμφωνίας. Περαιτέρω αξίωσαν αποζημίωση ύψους 10% της προσφοράς που είχε υποβληθεί.

Για τους Εναγόμενους, μαρτυρία προσέφερε ο κ. Χαράλαμπος Πουτζιουρής (ΜΥ1), τεχνικός διευθυντής των Εναγόμενων.

Ο ΜΥ1 αναφέρθηκε με τη σειρά του στη διαδικασία του διαγωνισμού, σημειώνοντας ότι ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε τα σχετικά έγγραφα και είχε επικοινωνία με τους Ενάγοντες. Υποστήριξε ότι η μη έγκαιρη πληρωμή των κοινωνικών ασφαλίσεων της εταιρείας, ήταν λάθος των λογιστών της, γεγονός το οποίο δεν ήταν εις γνώση τους κατά την υποβολή της προσφοράς. Η οφειλή εν τέλει τακτοποιήθηκε στις 24.3.2016, εντός της προθεσμίας των 28 ημερών, και οι Ενάγοντες ενημερώθηκαν σχετικά (Τεκμήριο 10). Παρά ταύτα, και παρά την ετοιμότητα που εξέφρασαν για υπογραφή της συμφωνίας και εκτέλεση του έργου (Τεκμήριο 11), οι Ενάγοντες δεν τους επέτρεψαν να προσέλθουν για υπογραφή. Οι ίδιοι ουδέποτε απέσυραν την προσφορά τους και δεν οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στους Ενάγοντες.

 

Παραδεκτά και μη αμφισβητούμενα γεγονότα

Αξιολόγηση μαρτυρίας

 

Σύμφωνα με πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η ανάγκη αξιολόγησης μαρτυρίας υφίσταται στις περιπτώσεις όπου ενώπιον του Δικαστηρίου τίθενται διιστάμενες εκδοχές επίδικων γεγονότων και το Δικαστήριο καλείται να αποφανθεί μέσω σχετικών ευρημάτων, ποια είναι τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν τη διαφορά[1]. Αντίθετα, όπου τα γεγονότα εμφανίζονται ως μη αμφισβητούμενα είτε μέσω της δικογραφίας, είτε μέσω της προσκομισθείσας μαρτυρίας, των χειρισμών κατά την Ακρόαση ή σχετικών δηλώσεων, το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε ευρήματα χωρίς να προηγηθεί αξιολόγηση των μαρτύρων[2].

Στην υπό εξέταση υπόθεση, η συντριπτική πλειοψηφία των πραγματικών γεγονότων είναι παραδεκτή.

Συγκεκριμένα, αδιαμφισβήτητα γεγονότα αποτελούν τα εξής:

  1. Οι Ενάγοντες προκήρυξαν τον διαγωνισμό ΣΕΟ 01/2016 για την υποβολή προσφορών για την κατασκευή αίθουσας πολλαπλής χρήσης στο Α’ Δημοτικό Σχολείο Ορμήδειας.

 

  1. Οι όροι του διαγωνισμού περιέχονταν στον Τόμο Α’ του Διαγωνισμού με τίτλο «Οδηγίες προς Οικονομικούς Φορείς»  (Τεκμήριο 1).

 

  1. Οι Εναγόμενοι διάβασαν τους όρους του διαγωνισμού, ενδιαφέρθηκαν και υπέβαλαν προσφορά ύψους €290.999,00 στις 26.2.2016, την τελευταία ημέρα της προθεσμίας υποβολής προσφορών. Προς τούτο, υπέγραψαν στο Τεκμήριο 1 το Παράρτημα 1 (Έντυπο Προσφοράς), το Παράρτημα 3 (Δήλωση Δέσμευσης Μη Απόσυρσης της Προσφοράς), το Παράρτημα 4 (Υπόδειγμα Δήλωσης Πιστοποίησης Προσωπικής Κατάστασης), το Παράρτημα 5 (Υπόδειγμα Βεβαίωσης Σχετικά με την Προστασία των Εργαζομένων), το Παράρτημα 14 (Ανάλυση Ποσού Προσφοράς) και το Παράρτημα 18 (Υπόδειγμα Εξουσιοδότησης Προς Αναθετούσα Αρχή για Εξασφάλιση Πληροφοριών/Στοιχείων).

 

  1. Μέσω του Παραρτήματος 18, οι Εναγόμενοι, κατ’ απαίτηση των όρων του διαγωνισμού (Τεκμήριο 1), υπέγραψαν εξουσιοδότηση προς τους Ενάγοντες η οποία τους επέτρεπε να εξασφαλίσουν πληροφορίες και στοιχεία σε σχέση με την εταιρεία και τυχόν εκπλήρωση των υποχρεώσεων της από τα κυβερνητικά τμήματα Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, Υπηρεσίας Κοινωνικών Ασφαλίσεων και Φόρου Εισοδήματος. Η εν λόγω εξουσιοδότηση είχε δοθεί πριν την κατακύρωση του διαγωνισμού σε αυτούς.

 

  1. Συνολικά υποβλήθηκαν δεκαέξι προσφορές για τον εν λόγω διαγωνισμό (Τεκμήριο 2). Η προσφορά των Εναγόμενων ήταν η δεύτερη χαμηλότερη, αλλά λόγω του ότι ο χαμηλότερος προσφοροδότης δεν είχε συμμορφωθεί με όρο του διαγωνισμού και συγκεκριμένα δεν είχε επισυνάψει πιστοποιητικό σύστασης της εταιρείας, οι Ενάγοντες αποφάσισαν ομόφωνα την κατακύρωση του διαγωνισμού στους Εναγόμενους (Τεκμήριο 5).

 

  1. Οι Ενάγοντες, με επιστολή τους ημερ.17.3.2016 (Τεκμήριο 6), ενημέρωσαν τους Εναγόμενους για την κατακύρωση του διαγωνισμού σε αυτούς. Επιπλέον, τους κάλεσαν όπως παρουσιασθούν και προσκομίσουν εντός είκοσι οκτώ ημερών, και πριν από τη σύναψη του συμβολαίου για ανάθεση του έργου, αριθμό εγγράφων ως αυτά απαριθμούνται στο Τεκμήριο 6.

 

  1. Στα απαραίτητα έγγραφα συμπεριλαμβάνετο και μια βεβαίωση του Τμήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, ότι οι εισφορές της εταιρείας ήταν τακτοποιημένες μέχρι την τελευταία ημέρα υποβολής των προσφορών, δηλαδή μέχρι την 26.2.2016.

 

  1. Μετά τη λήψη της επιστολής (Τεκμηρίου 6), οι Εναγόμενοι προσκόμισαν βεβαίωση του Τμήματος Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων ημερ.24.3.2025 από την οποία προέκυπτε ότι η εταιρεία δεν είχε τακτοποιημένες τις εισφορές της στις 26.2.2016 (Τεκμήριο 7). Οι Εναγόμενοι δεν αμφισβητούν την ορθότητα των όσων το Τεκμήριο 7 βεβαιώνει ούτε και ότι η μη καταβολή των εισφορών μέχρι τις 26.2.2016 αποτελεί παράβαση των όρων του διαγωνισμού.

 

  1. Με επιστολή τους ημερ.12.4.2026 (Τεκμήριο 9), οι Ενάγοντες ενημέρωσαν τους Εναγόμενους ότι λόγω της μη διευθέτησης των οφειλών τους προς τις ΥΚΑ μέχρι τις 26.2.2016, σύμφωνα με τα έγγραφα του διαγωνισμού δεν δύνανται να προσέλθουν για υπογραφή της συμφωνίας ανάθεσης του έργου και έχουν κηρυχθεί έκπτωτοι από την ανάθεση και από κάθε δικαίωμα που απορρέει από αυτή.

 

  1. Με την ίδια επιστολή (Τεκμήριο 9) ζήτησαν από τους Εναγόμενους όπως τους καταβάλουν ως αποζημίωση εντός τριάντα ημερών, ποσό ίσο με το 10% της προσφοράς τους, δηλαδή €29.099,90.

 

  1. Η μη καταβολή των οφειλών των Εναγόμενων προς τις ΥΚΑ προέκυψε μετά από λάθος των λογιστών των Εναγόμενων. Το πιο πάνω γεγονός γνωστοποιήθηκε στους Ενάγοντες μέσω απαντητικής επιστολής ημερ.12.4.2016 (Τεκμήριο 10) η οποία εστάλη αυθημερόν μετά την παραλαβή του Τεκμηρίου 9. Μέσω της ίδιας επιστολής οι Εναγόμενοι ενημέρωσαν τους Ενάγοντες ότι από τις 24.3.2016 έχουν τακτοποιηθεί όλες οι υποχρεώσεις τους, προσκομίζοντας σχετική βεβαίωση.

 

  1. Η αποπληρωμή των εκκρεμούντων εισφορών και η προσκόμιση της σχετικής βεβαίωσης των ΥΚΑ έγινε εντός της προθεσμίας των είκοσι οκτώ ημερών που έθετε η επιστολή ημερ.17.3.2016 (Τεκμήριο 6).

 

  1. Οι Εναγόμενοι, με δεύτερη επιστολή τους ημερ.13.4.2016 (Τεκμήριο 11), αρνήθηκαν ότι οφείλουν οποιοδήποτε ποσό στους Ενάγοντες, υποστηρίζοντας ότι οι ίδιοι δεν απέσυραν την προσφορά τους. Επιπλέον, ζητούσαν όπως ενημερωθούν από τους Ενάγοντες εάν υπήρχαν οποιαδήποτε διαβήματα στα οποία μπορούσαν να προβούν προς αποκατάσταση της προσφοράς τους, η οποία είχε απορριφθεί ένεκα λάθους τρίτου προσώπου, λάθος το οποίο ήταν εκτός του ελέγχου τους.

 

  1. Οι Ενάγομενοι μετά που κηρύχθηκαν έκπτωτοι, εξέφρασαν στους Ενάγοντες την ετοιμότητα και προθυμία τους να εκτελέσουν το έργο.

 

Τα πιο πάνω καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου.

Πέρα από τα πιο πάνω, νομολογιακά έχει καθιερωθεί ότι η παράλειψη αντεξέτασης μαρτύρων σε ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας τους, δίδει διακριτική ευχέρεια στο Δικαστήριο να θεωρήσει την παράλειψη αυτή ως αποδοχή των ισχυρισμών του[3]. Τα πιο κάτω γεγονότα, δεν αμφισβητήθηκαν από τις δύο πλευρές κατά την αντεξέταση των μαρτύρων και κρίνονται υπό τις περιστάσεις ως αποδεκτά εκατέρωθεν:

1.    Οι Εναγόμενοι δεν απέσυραν την προσφορά τους και δεν αρνήθηκαν να παρευρεθούν για υπογραφή της συμφωνίας ανάθεσης. Η μη υπογραφή της συμφωνίας ανάθεσης ήταν αποτέλεσμα της κήρυξής τους ως έκπτωτους λόγω των εκκρεμούντων οφειλών τους προς τις ΥΚΑ.

 

2.    Μετά την κήρυξη των Εναγόμενων ως έκπτωτων, ο διαγωνισμός κατακυρώθηκε στον 4ο προσφοροδότη για την τιμή των €317.000 πλέον ΦΠΑ, αφού ο 3ος κατά σειρά προσφοροδότης δεν είχε υποβάλει πιστοποιητικό σύστασης της εταιρείας και άδεια εργολάβου (Τεκμήριο 8).

 

3.    O 4ος προσφοροδότης δεν προσήλθε για υπογραφή της σύμβασης έτσι η προσφορά κατακυρώθηκε στον 5ο προσφοροδότη.

Τα πιο πάνω επίσης καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου.

Όσον αφορά τη λοιπή μαρτυρία η οποία δεν καλύπτεται από τα πιο πάνω, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι και οι δύο μάρτυρες ήρθαν καλόπιστα στο Δικαστήριο και με ειλικρίνεια απεκάλυψαν τα γεγονότα, ακριβώς όπως έλαβαν χώρα. Συνεπώς η αναφορά του ΜΕ1 ότι λόγω κακοτεχνιών εν τέλει χρειάστηκε να προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός για ολοκλήρωση του έργου - μαρτυρία που εν πάση περιπτώσει δεν αντικρούστηκε με άλλη μαρτυρία - γίνεται δεκτή. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση του ότι, το πιστοποιητικό από τις ΥΚΑ δεν συγκαταλεγόταν στα έγγραφα τα οποία έπρεπε να κατατεθούν μαζί με την υποβολή της προσφοράς με σκοπό αυτή να κριθεί έγκυρη. Το έγγραφο έπρεπε να προσκομιστεί μετά την τυχόν αποδοχή της προσφοράς, προς επιβεβαίωση των διαβεβαιώσεων που δόθηκαν κατά την υποβολή της, και ως προϋπόθεση για την υπογραφή της συμφωνίας εκτέλεσης του έργου. Η πιο πάνω μαρτυρία δεν έτυχε αμφισβήτησης είτε μέσω αντεξέτασης του ΜΕ1 είτε μέσω άλλης μαρτυρίας. Επίσης δεκτή γίνεται η δήλωση του ΜΥ1 ότι οι όροι της προσφοράς είχαν συνταχθεί αποκλειστικά από τους Ενάγοντες, χωρίς προηγούμενη διαπραγμάτευση με τους Εναγόμενους. Η εν λόγω μαρτυρία επίσης παρέμεινε αναντίλεκτη αφού δεν αμφισβητήθηκε από τους Ενάγοντες ούτε και αντικρούστηκε μέσω αντίθετης μαρτυρίας.

Όλα τα πιο πάνω καθίστανται περαιτέρω ευρήματα του Δικαστηρίου.

Πέρα από τα πραγματικά γεγονότα που περιβάλλουν τη διαφορά, οι μάρτυρες επιχείρησαν να εξηγήσουν στο Δικαστήριο τους λόγους και το σκεπτικό πίσω από τις επιλογές και τη στάση που διατήρησαν κατά την επίδικη περίοδο. Επιπλέον, παρέθεσαν τη δική τους αντίληψη ως προς το ποια είναι τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις τους που απορρέουν από την αναδυθείσα διαφορά.

Οι απόψεις που οι μάρτυρες εξέφρασαν σε σχέση με την ερμηνεία, την εφαρμογή και τις νομικές επιπτώσεις κυρίως του Τεκμηρίου 1 αλλά και των υπόλοιπων κατατεθέντων Τεκμηρίων, δεν μπορούν να ληφθούν υπόψη. Αυτές άπτονται των τελικών συμπερασμάτων του Δικαστηρίου και ως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί «Τα έσχατα συμπεράσματα (ultimate issues) επαφίενται στην αποκλειστική κρίση του Δικαστηρίου»[4]. Επιπλέον, σύμφωνα με πάγια νομολογία επί του θέματος, η ερμηνεία συμφωνίας και η τυχόν δεσμευτικότητά της αποτελούν ζητήματα νομικά, τα οποία αποφασίζονται κατ’ εφαρμογή καλά θεμελιωμένων ερμηνευτικών κανόνων[5], χωρίς το Δικαστήριο να δεσμεύεται από τις εκφρασθείσες απόψεις των μερών[6].

Συνακόλουθα, η μαρτυρία και των δύο μαρτύρων γίνεται αποδεκτή, με την αίρεση των όσων πιο πάνω έχω αναφέρει.

Επίδικα Θέματα

Το μεδούλι της διαφοράς που το Δικαστήριο καλείται να επιλύσει είναι το κατά πόσον οι Εναγόμενοι είναι υπόλογοι υπό τις περιστάσεις να καταβάλουν στους Ενάγοντες ποσό ύψους €29.099,90 ή οποιοδήποτε άλλο πόσο, ως αποζημίωση για την παράβαση του όρου του διαγωνισμού στον οποίο συμμετείχαν και ο οποίος εν τέλει τους κατακυρώθηκε.

Ξεκινώ με την αναφορά ότι και τα δύο μέρη συμφωνούν ότι με την υποβολή προσφοράς (submission of tender) από τους Εναγόμενους στις 23.2.2016, οι δύο πλευρές είχαν πρόθεση[7] και επέτυχαν κάποιου είδους δέσμευση μεταξύ τους επί της βάσης των Τεκμηρίων 1 και 2. Το γεγονός αυτό δεν αμφισβητήθηκε από τους Εναγόμενους είτε μέσω μαρτυρίας είτε μέσω των τελικών τους αγορεύσεων. Αντίθετα, δικογραφημένη τους θέση αποτελεί, μεταξύ άλλων, ότι η κήρυξή τους ως έκπτωτοι ήταν παράνομη[8] ενώ οι ίδιοι είχαν συμμορφωθεί με τις υποχρεώσεις τους[9]. Επιπλέον, κοινό έδαφος αποτελεί ότι οι Εναγόμενοι είχαν εκφράσει την ετοιμότητα και προθυμία τους να εκτελέσουν το έργο.

Στο πιο πάνω συμπέρασμα, δηλαδή ότι επετεύχθη συμφωνία μεταξύ τους, συνηγορεί και το λεκτικό των όρων 4 και 5 του Παραρτήματος 1 (Τεκμήριο 1, σελ.33) που οι Εναγόμενοι υπέγραψαν, όπου καταγράφονται τα εξής:

«4. Επισυνάπτουμε “Δήλωση Δέσμευσης Μη Απόσυρσης της Προσφοράς”, μαζί με τα άλλα δικαιολογητικά και τυχόν λοιπά έγγραφα που καθορίζονται στα Έγγραφα Διαγωνισμού’.

5. Μέχρι να ετοιμαστεί και υπογραφεί επίσημη Συμφωνία, η προσφoρά μας αυτή μαζί με την γραπτή αποδοχή σας θα αποτελούν δεσμευτικό Συμβόλαιο μεταξύ μας».

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Το είδος και το περιεχόμενο της σύμβασης που επετεύχθη θα απασχολήσει το Δικαστήριο σε κατοπινό στάδιο της απόφασης.

Επιπλέον, τα μέρη της διαφοράς δεν έχουν αμφισβητήσει τη δικαιοδοσία του εκδικάζοντος Δικαστηρίου για επίλυση της διαφοράς μεταξύ τους. Ως προανέφερα, και οι δύο πλευρές συγκλίνουν ότι είχε επιτευχθεί δεσμευτική σύμβαση μεταξύ τους. Συμφωνούν περαιτέρω ότι, η παρούσα διαφορά τους απορρέει από το περιεχόμενο αυτής της σύμβασης. Συνεπώς, αντλώντας καθοδήγηση από τις αποφάσεις MedconConstruction & Othersv. Republic(1968) 3 C.L.R. 535 και  Δρ. Γεωργίου ν. Α.Η.Κ. (1995) 3 Α.Α.Δ. 424, μέσω των οποίων επιβεβαιώθηκε η εφαρμογή γενικά του ιδιωτικού δικαίου κατά την εξέταση οποιασδήποτε πράξης ή παράλειψης η οποία προκύπτει μετά την υπογραφή δημόσιας σύμβασης, θα προχωρήσω να εξετάσω τα επιχειρήματα των μερών από αυτή την κοινώς αποδεκτή σκοπιά, στο μέτρο βέβαια που αυτά περιορίζονται εντός του δικαιοδοτικού πλαισίου του ιδιωτικού δικαίου και κατ’ επέκταση, της εξουσίας παρόντος Δικαστηρίου.

Σε αυτό το σημείο κρίνω απαραίτητο να διευκρινίσω ότι, και οι δύο πλευρές στηρίζουν τη νομική επιχειρηματολογία τους σε σχέση με τις επιπτώσεις των συμφωνηθέντων μεταξύ τους στον Περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ.149. Επ’ αυτής της σκοπιάς συνεπώς, το Δικαστήριο θα προσεγγίσει την υπόθεση, αφού άλλωστε, δε θα ήταν επιτρεπτό να αναζητήσει αυτεπάγγελτα άλλα νομοθετήματα για επίλυση της αντιδικίας.[10]

Κατ’ ισχυρισμόν Παραβίαση Αρχής Φυσικής Δικαιοσύνης

Οι Εναγόμενοι, μέσω των αγορεύσεών τους και προς υπεράσπιση της αξίωσης εναντίον τους, παραπονιούνται αρχικώς ότι έχει παραβιαστεί η αρχή της φυσικής δικαιοσύνης, καθ’ ότι δεν τους είχε δοθεί δικαίωμα ακρόασης, πριν κηρυχθούν έκπτωτοι από τους Εναγόμενους. Προς υποστήριξη της θέσης τους παραπέμπουν στην πρωτόδικη απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, A.C.A. Electrical Services Ltd v Δημοκρατίας, Υπόθεση αρ. 3/2017, ημερ. 24.01.2017, η οποία εκδόθηκε στα πλαίσια ενδιάμεσης αίτησης για αναστολή εκτέλεσης διοικητικής απόφασης.

Με όλο τον σεβασμό προς την πλευρά των Εναγόμενων, το περιεχόμενο της απόφασης που οι ίδιοι προσκόμισαν αντικρούει παρά υποστηρίζει την παρούσα γραμμή επιχειρηματολογίας τους. Κι αυτό γιατί, από την απόφαση - η οποία βεβαίως δεν παραβλέπω ότι έχει μόνο καθοδηγητική αξία - προκύπτει ξεκάθαρα ότι τέτοιας φύσεως επιχείρημα δύναται να προβληθεί και να εξεταστεί μόνο ενώπιον Διοικητικού Δικαστηρίου. Η υπό εξέταση θέση, ως αυτή έχει προβληθεί, άπτεται πρόνοιας δημοσίου δικαίου και συγκεκριμένα, του άρθρου 43 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν.158(Ι)/1999) και εκφεύγει των πλαισίων της δικαιοδοσίας του παρόντος Δικαστηρίου, ως έχει καταγραφεί πιο πάνω. Εν πάση περιπτώσει, ο προβληθείς ισχυρισμός δεν είναι δικογραφημένος ούτε προωθήθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, είτε μέσω της μαρτυρίας που οι Εναγόμενοι προσκόμισαν, είτε μέσω της αντεξέτασης του ΜΕ1. Κατά συνέπεια, δεν μπορεί παρά να απορριφθεί και απορρίπτεται.

Εφαρμογή ή μη του όρου 5.4 στα πραγματικά γεγονότα ως εκτυλίχθηκαν

Παρότι ο τερματισμός της σύμβασης δεν αμφισβητείται, ο Εναγόμενοι προβάλλουν τη θέση ότι οι ίδιοι ουδέποτε αρνήθηκαν να υπογράψουν τη συμφωνία εκτέλεσης του έργου ούτε και απέσυραν σε οποιοδήποτε στάδιο την προσφορά τους. Αντίθετα, εξέφρασαν την ετοιμότητά τους για σύναψη της συμφωνίας εκτέλεσης, πλην όμως δεν τους επιτράπηκε λόγω της παραδεκτής μη συμμόρφωσής τους με τον όρο 3.3.6 (στ) του Τεκμηρίου 1 (σελ.12) ο οποίος έθετε ως προϋπόθεση να έχουν διευθετημένες τις υποχρεώσεις τους σε σχέση με την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης ως επίσης της παραβίασης της ενυπόγραφης δέσμευσής τους στο Παράρτημα 4 (Τεκμήριο 1, σελ. 37, σημείο (στ)), όπου δήλωσαν υπεύθυνα ότι:

«Έχω εκπληρώσει τις υποχρεώσεις μου όσον αφορά την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης [...] κατά την ημερομηνία τελευταίας προθεσμίας υποβολής των εισφορών».

Ως αποτέλεσμα - υποστηρίζουν - οι πρόνοιες του όρου 5.4, επί του οποίου οι Ενάγοντες βασίζουν την αξίωσή τους, δεν έχουν παραβιαστεί από πλευράς τους, δεν έχουν ενεργοποιηθεί και δεν εφαρμόζονται υπό τις περιστάσεις. Συνακόλουθα, κανένα ποσό δεν οφείλουν[11]. Αντίθετη είναι η εισήγηση των Εναγόντων οι οποίοι υποστηρίζουν ότι οι πρόνοιες του όρου 5.4 ενεργοποιήθηκαν, όταν μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού, οι Εναγόμενοι απέτυχαν να προσκομίσουν το σχετικό πιστοποιητικό των ΥΚΑ, παρότι κλήθηκαν να το πράξουν.

Συνεπώς, το ερώτημα που καλείται το Δικαστήριο να απαντήσει είναι: Υπό τις περιστάσεις και σύμφωνα με τα γεγονότα ως εκτυλίχθηκαν, έχουν όντως ενεργοποιηθεί και κατ’ επέκταση τυγχάνουν εφαρμογής τα όσα καταγράφονται στον όρο 5.4 της σύμβασης;

Για να απαντηθεί το πιο πάνω ερώτημα, ο επίδικος όρος χρήζει ερμηνείας από το Δικαστήριο.

Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τις μεθόδους και τις αρχές ερμηνείας μιας σύμβασης είναι ιδιαιτέρως πλούσια. Αποτελεί πάγια αρχή ότι, το Δικαστήριο οφείλει να καταλήξει με αντικειμενικό τρόπο στην «πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων, με βασικό κριτήριο την απλή και συνηθισμένη έννοια των λέξεων και την κατά γράμμα ερμηνεία τους, εκτός αν προκαλείται παράλογο ή αντιφατικό αποτέλεσμα».[12] Προς το σκοπό αυτό, οφείλει να συνυπολογίσει το σύνολο της συμφωνίας, χωρίς ο κάθε όρος να ερμηνεύεται απομονωμένα από το όλο πνεύμα της συμφωνίας ή αποσπασματικά[13]. Επιπλέον, «η ερμηνεία που δίδεται σε μια σύμβαση πρέπει να είναι λογική και να οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο»[14]. Tέλος, οι πιο πάνω ερμηνευτικοί κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται με σκοπό να ανευρεθεί εκείνη η σημασία που το κείμενο θα μετέδιδε στον μέσο συνετό και λογικό άνθρωπο που κατέχει όλες τις πληροφορίες που θα ήταν λογικά διαθέσιμες στα μέρη στην κατάσταση που αυτά ήταν όταν συνομολογούσαν τη σύμβαση.[15] Σχετικά, δέστε επίσης την πολύ πρόσφατη απόφαση Progressive Insurance Co Ltd v. S Kaniklides (Cyprus) Ltd κ.α., Π.Ε. αρ.411/2019, ημερ.10.2.2025, όπου οι αρχές ερμηνείας μιας σύμβασης συγκεφαλαιώνονται και επιβεβαιώνονται για ακόμη μια φορά.

Στρέφω τώρα την προσοχή μου στο λεκτικό του όρου 5.4 του Τεκμηρίου 1 το οποίο καταγράφει τα ακόλουθα:

«5.4  Δέσμευση μη Απόσυρσης της Προσφοράς

1. Η «Δέσμευση μη Απόσυρσης της Προσφοράς» πρέπει να συνταχθεί σύμφωνα με το Υπόδειγμα (Παράρτημα 3) που περιλαμβάνεται στο συνημμένο Προσάρτημα των Εγγράφων Διαγωνισμού.

2. Στην περίπτωση που ο Προσφέρων:

(α) αποσύρει την προσφορά του ή μέρος της μετά την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών και κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος των προσφορών, ή

(β) έχει ειδοποιηθεί για την αποδοχή της προσφοράς του από την Αναθέτουσα Αρχή κατά την περίοδο ισχύος της προσφοράς, και έχοντας ειδοποιηθεί να προσέλθει για την υπογραφή της Σύμβασης:

(i) έχει αρνηθεί ή παραλείψει να προσκομίσει εμπρόθεσμα οποιοδήποτε Πιστοποιητικό και/ή άλλο έγγραφο και/ή την Εγγύηση Πιστής Εκτέλεσης Συμβολαίου και/ή να εκπληρώσει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από τη συμμετοχή του στο διαγωνισμό, ή

(ii) έχει αρνηθεί ή παραλείψει να υπογράψει τη Σύμβαση,

     είναι δυνατό να του επιβληθούν οι πιο κάτω κυρώσεις:

α. αποκλεισμός από του δικαιώματος ανάθεσης της Σύμβασης,

β. οι προβλεπόμενες από το Νόμο και τους Κανονισμούς κυρώσεις αναφορικά με συμμετοχή σε μελλοντικούς διαγωνισμούς που οδηγούν σε ανάθεση δημόσιας σύμβασης, και

γ. καταβολή στην Αναθέτουσα Αρχή ως αποζημίωση ποσού ίσο με το 10% της τιμής της προσφοράς του ή του μέρους αυτής που έχει αποσυρθεί.»

Μελετώντας ταυτόχρονα, το σύνολο της επίδικης σύμβασης (Τεκμήριο 1) παρατηρώ ότι στη σελίδα 6 κάτω από τον τίτλο «1. Ορισμοί» απαριθμούνται συγκεκριμένες λέξεις και φράσεις στις οποίες το ίδιο το συμβόλαιο δίδει ερμηνευτικούς ορισμούς προς διασαφήνιση των συμφωνηθέντων. Επιπλέον, η παράγραφος1.3 στη σελίδα 8 καταγράφει τα ακόλουθα:

«1.3 Οι επικεφαλίδες, οι τίτλοι των άρθρων, οι υπότιτλοι και ο πίνακας περιεχομένων τίθενται για διευκόλυνση της ανάγνωσης και δεν λαμβάνονται υπόψη για την ερμηνεία των Εγγράφων Διαγωνισμού».

Ξεκινώ την εξέταση της εισήγησης των Εναγόμενων από το επιχείρημά τους ότι, από την επικεφαλίδα του επίδικου όρου, προκύπτει ότι αυτός αφορά αποκλειστικά την περίπτωση που ο προσφέρων (σε αυτή την περίπτωση οι Εναγόμενοι σύμφωνα με τον σχετικό ορισμό της λέξης που δίδεται στην παράγραφο 1 του Τεκμηρίου 1), αποσύρει την προσφορά του ή αρνηθεί να υπογράψει τη συμφωνία εκτέλεσης του έργου.

Η πιο πάνω εισήγηση δε με βρίσκει σύμφωνη. Κατ’ αρχάς, μια τέτοια ερμηνεία παραβλέπει εντελώς την παράγραφο 1.3 της σύμβασης η οποία αναφέρει ξεκάθαρα ότι οι τίτλοι των όρων της σύμβασης δεν πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά την ερμηνεία των εγγράφων του διαγωνισμού. Στην παράγραφο 4.1 του Τεκμηρίου 1, στην απαρίθμηση των εγγράφων του διαγωνισμού συμπεριλαμβάνονται τόσο το Τεκμήριο 1 όσο και το Παράρτημα 3, το οποίο αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 1. Συνεπώς, για σκοπούς ερμηνείας του επίδικου όρου, το Δικαστήριο οφείλει να ανατρέξει στο περιεχόμενο του όρου, και το λεκτικό που τα μέρη συμφώνησαν.

Από μια απλή ανάγνωση της παραγράφου 5.4 στο σύνολό της, αναδύεται ξεκάθαρα και - κατά την κρίση μου - χωρίς δυσκολίες ή αμφισημία, ότι στην υποπαράγραφο 5.4.2, καθορίζονται αυτόνομα μέσω της χρήσης του διαζευκτικού συνδέσμου «ή» δύο κατηγορίες περιπτώσεων όπου οι Ενάγοντες είναι δυνατόν να ασκήσουν το δικαίωμά τους να επιβάλουν κυρώσεις. Η πρώτη αφορά την περίπτωση όπου ο Προσφέρων αποσύρει την προσφορά του μετά την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών και ενώ η προσφορά είναι ακόμη σε ισχύ. Η δεύτερη περίπτωση, αφορά δύο ξεχωριστά ενδεχόμενα τα οποία και πάλι διαχωρίζονται από τον διαζευκτικό σύνδεσμο «ή», όπου, ενώ ο προσφέρων έχει ειδοποιηθεί για την αποδοχή της προσφοράς του από τους Ενάγοντες, ενόσω η προσφορά του είναι ακόμη σε ισχύ, και έχοντας ειδοποιηθεί να προσέλθει για υπογραφή της σύμβασης, αυτός πρώτον, είτε έχει αρνηθεί ή παραλείψει να προσκομίσει εμπρόθεσμα οποιοδήποτε πιστοποιητικό ή άλλο έγγραφο ή να εκπληρώσει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωσή του απορρέει από τη συμμετοχή του στον διαγωνισμό, είτε εναλλακτικά αλλά ανεξάρτητα, έχει αρνηθεί ή παραλείψει να υπογράψει τη Σύμβαση.

Αποτελεί ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες, με επιστολή τους ημερ.12.4.2026 (Τεκμήριο 9), ενημέρωσαν τους Εναγόμενους ότι λόγω της μη διευθέτησης των οφειλών τους προς τις ΥΚΑ μέχρι τις 26.2.2016, σύμφωνα με τα έγγραφα του διαγωνισμού δεν δύνανται να προσέλθουν για υπογραφή της συμφωνίας ανάθεσης του έργου και ότι έχουν κηρυχθεί έκπτωτοι από την ανάθεση και από κάθε δικαίωμα που απορρέει από αυτή. Η εν λόγω βεβαίωση από τις ΥΚΑ συμπεριλαμβανόταν στα απαραίτητα έγγραφα που έπρεπε να προσκομιστούν, ούτως ώστε οι Εναγόμενοι να μπορούν να υπογράψουν τη μεταγενέστερη συμφωνία εκτέλεσης. Το γεγονός ότι η πιστοποίηση από τις ΥΚΑ αποτελούσε απαραίτητο έγγραφο καθώς επίσης υποχρέωση που οι Εναγόμενοι ανέλαβαν και επιβεβαίωσαν ενυπόγραφα ότι πληρούσαν, δεν αμφισβητήθηκε. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνεται ανεξάρτητα και από το σύνολο του περιεχομένου του Τεκμηρίου 1 που οι Εναγόμενοι αποδέχτηκαν και υπέγραψαν αφού στην παράγραφο 3.3.6 του Τεκμηρίου 1 καταγράφονται τα εξής:

 

«Για τη συμμετοχή τους στον διαγωνισμό, οι Ενδιαφερόμενοι Οικονομικοί Φορείς πρέπει να πληρούν υποχρεωτικά τις παρακάτω προϋποθέσεις που αφορούν την προσωπική τους κατάσταση:

στ. να έχουν διευθετημένες τις υποχρεώσεις τους σχέση με την καταβολή των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης και την πληρωμή των φόρων και τελών κατά την ημερομηνία τελευταίας προθεσμίας υποβολής των προσφορών…».

Περαιτέρω, στην παράγραφο 9 του Τεκμηρίου 1 αναφέρεται ότι:

«9. ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ

9.1 Κατάρτιση και Υπογραφή Συμφωνίας

9.1.3 Ο Προσφέρων στον οποίο έχει ανατεθεί η Σύμβαση είναι υποχρεωμένος να προσέλθει για την υπογραφή της Συμφωνίας προσκομίζοντας τα παρακάτω στοιχεία:

α. Τα πιστοποιητικά που περιλαμβάνονται στον Κατάλογο που επισυνάπτεται ως Παράρτημα (ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ 7) στον Τόμο Α για επιβεβαίωση της κάλυψης των προϋποθέσεων συμμετοχής (α), (β), (γ), (δ), (ε) και (στ) της παραγράφου 3.3.6.»

Τέλος, στην παράγραφο 4.1.4 καταγράφεται ότι:

«Ο κάθε Προσφέρον οφείλει να υποβάλει όλα τα δικαιολογητικά που καθορίζονται στα Έγγραφα Διαγωνισμού. Χωρίς εξαίρεση, όλα τα δικαιολογητικά, θα πρέπει να συνάδουν πλήρως με τους όρους και πρόνοιες των Εγγράφων Διαγωνισμού».

Υπενθυμίζω επιπλέον, την ενυπόγραφη διαβεβαίωση των Εναγόμενων στο Παράρτημα 4 ότι έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους προς τις ΥΚΑ.

Το γεγονός ότι οι Εναγόμενοι παραβίασαν την εν λόγω διαβεβαίωσή τους, δεν αμφισβητείται. Έχοντας υπόψη λοιπόν το σύνολο των πιο πάνω, κατά την άποψή μου εξάγεται αβίαστα το συμπέρασμα ότι, οι Ενάγοντες έχουν βασιστεί επί της αυτόνομης υποπαραγράφου 5.4.2.(β).(i) για να ενεργοποιήσουν τις πρόνοιες του υπό εξέταση όρου, παράγραφος η οποία αφορά την παραδεκτή παράληψη των Εναγόμενων να προσκομίσουν το απαραίτητο πιστοποιητικό της ΥΚΑ, μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού σε αυτούς και όχι επί των λοιπών παραγράφων και υποπαραγράφων οι οποίες αφορούν τα ενδεχόμενα απόσυρσης της προσφοράς ή άρνησης υπογραφής της μεταγενέστερης συμφωνίας. Η προτεινόμενη ερμηνεία των Εναγόμενων, ότι δηλαδή ο όρος 5.4 θα τύγχανε εφαρμογής μόνο στην περίπτωση που οι ίδιοι αρνούνταν να υπογράψουν τη συμφωνία εκτέλεσης του έργου ή είχαν αποσύρει την προσφορά τους, θα είχε ως αποτέλεσμα να παραγνωρίζεται παντελώς η διαζευκτική και ανεξάρτητη υποπαράγραφος 5.4.2.(β)(i), ερμηνευτική προσέγγιση η οποία είναι σαφώς ανεπίτρεπτη. Συνακόλουθα, για όλους τους πιο πάνω λόγους, η υπό εξέταση γραμμή υπεράσπισης των Εναγόμενων δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

Κατέστη η προσφορά των Εναγόμενων άκυρη εξ υπαρχής;

Οι Εναγόμενοι, μέσω των τελικών τους αγορεύσεων προωθούν τη θέση ότι, η μη συμμόρφωσή τους με την προσκόμιση ενός εκ των απαραίτητων εγγράφων, δηλαδή του πιστοποιητικού των ΥΚΑ, είχε ως αποτέλεσμα την ακυρότητα, και μάλιστα εξ υπαρχής, της συμφωνίας των μερών χωρίς αυτή, ως επακόλουθο, να μπορεί να επιφέρει οποιοδήποτε νομικό αποτέλεσμα. Παράλληλα υποστηρίζουν ότι, ήταν ευθύνη των Εναγόντων να εξασφαλίσουν πληροφορίες για την εκπλήρωση των υποχρεώσεων των Εναγόμενων προς τις ΥΚΑ πριν την κατακύρωση της προσφοράς σε αυτούς, δεδομένου ότι είχαν στην κατοχή τους εξουσιοδότηση (Παράρτημα 4) η οποία τους επέτρεπε να το πράξουν. Προσάπτουν δε κακοπιστία στην επιλογή των Εναγόντων να τους κατακυρώσουν την προσφορά χωρίς να προχωρήσουν σε αυτεπάγγελτη έρευνα, υποστηρίζοντας ότι σκοπός των Εναγόντων ήταν να τους αποσπάσουν αποζημιώσεις και να κερδοσκοπήσουν εις βάρος τους.

Αντίθετη, ως είναι αναμενόμενο, είναι η άποψη των Εναγόντων οι οποίοι υποστηρίζουν ότι η σύμβαση μεταξύ τους παραβιάστηκε όταν οι Εναγόμενοι δεν προσκόμισαν το πιστοποιητικό των ΥΚΕ που βεβαίωσαν ενόρκως ότι είχαν στην κατοχή τους, παράληψη η οποία έδιδε στους Ενάγοντες, βάσει των συμφωνηθέντων, δικαίωμα τερματισμού της σύμβασης και διεκδίκησης αποζημίωσης.

Η εκδοχή ότι συμφωνία κατέστη ή θα έπρεπε να εκληφθεί ως άκυρη εξ’ υπαρχής δεν είναι δικογραφημένη, συνεπώς δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος των επίδικων θεμάτων της αντιδικίας. Αποτελεί πάγια αρχή ότι, η κάθε υπόθεση πρέπει να εκδικάζεται αυστηρά στα πλαίσια των δικογράφων της∙ το Δικαστήριο δεν μπορεί να επιλύσει ζητήματα τα οποία δεν έχουν προσδιοριστεί επαρκώς στη δικογραφία[16] δημιουργώντας κίνδυνο η άλλη πλευρά να καταληφθεί εξ απίνης. Σχετική με το πιο πάνω θέμα είναι και η Δ.19 Θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας η οποία προνοεί ότι κατά τη δικογράφηση:

«13. The defendant or plaintiff, as the case may be, must raise by his pleading all matters which show the action or counterclaim not to be maintainable, or that the transaction is either void or voidable in point of law, and all such grounds of defence or reply, as the case may be, as if not raised would be likely to take the opposite party by surprise, or would raise issues of fact not arising out of the preceding pleadings as, for instance, fraud, prescription or limitation of time, release, payment, performance, or facts showing illegality of any kind, or rendering the claim or counter-claim unenforceable».

(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)

Στην υπό εξέταση περίπτωση, οι Εναγόμενοι όχι μόνο δεν έχουν δικογραφήσει την εκδοχή ότι λόγω μη συμμόρφωσής τους η συμφωνία έπρεπε να κριθεί ή κατέστη άκυρη εξ υπαρχής αλλά αντίθετα, μέσω της υπεράσπισής τους, προωθούν την εκ διαμέτρου αντίθετη θέση ότι προσκόμισαν την απαραίτητη βεβαίωση των ΥΚΑ, παρά ταύτα, οι Ενάγοντες λανθασμένα και παράνομα τερμάτισαν τη συμφωνία μεταξύ τους λόγω μη συμμόρφωσης.[17]

Αντικρουόμενη με την πιο πάνω θέση ήταν επίσης η μαρτυρία που προσκόμισαν κατά την ακροαματική διαδικασία, αφού μεταξύ άλλων, υποστήριξαν τόσο μέσω του ΜΥ1 όσο και μέσω της αντεξέτασης του ΜΕ1, ότι οι ίδιοι ήταν έτοιμοι και πρόθυμοι να εκτελέσουν το έργο, πλην όμως δεν τους επιτράπηκε. Επιπλέον, υποστήριξαν τη θέση ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να μετριάσουν τις ζημιές τους, ισχυρισμός ο οποίος κατ’ ουσία αναγνωρίζει την ύπαρξη συμφωνίας η οποία παραβιάστηκε. Τέλος, οι λόγοι για τους οποίους οι Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι η σύμβαση κατέστη άκυρη εξ υπαρχής δεν περιλαμβάνονται σε όσους αναγνωρίζει η νομοθεσία ως λόγους δυνάμενους να επιφέρουν αυτό το αποτέλεσμα[18].

Άνευ ερείσματος κρίνεται και η θέση τους ότι αποτελούσε ευθύνη των Εναγόντων να επιβεβαιώσουν αυτεπάγγελτα τη συμμόρφωσή τους με τους όρους της προσφοράς που οι ίδιοι οι Εναγόμενοι υπέβαλαν πριν να αποδεχτούν την προσφορά τους. Υπενθυμίζω ότι οι Εναγόμενοι, με ενυπόγραφη δέσμευση (Τεκμήριο 1 - Παράρτημα 4) η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί ότι δόθηκε και ότι τους δεσμεύει, βεβαίωσαν ότι έχουν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις τους προς τις ΥΚΑ. Επιπρόσθετα, δεν έχει αμφισβητηθεί και αποτελεί ήδη εύρημα του Δικαστηρίου ότι το πιστοποιητικό από τις ΥΚΑ δεν συγκαταλεγόταν στα έγγραφα που έπρεπε να συνοδεύουν την υποβολή της προσφοράς με σκοπό αυτή να κριθεί έγκυρη. Το έγγραφο έπρεπε να προσκομιστεί μετά την τυχόν αποδοχή της προσφοράς, προς επιβεβαίωση των διαβεβαιώσεων που δόθηκαν κατά την υποβολή της, και ως προϋπόθεση για την υπογραφή της συμφωνίας εκτέλεσης του έργου. Τέλος, το ίδιο το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 1 καταρρίπτει τον εν λόγω ισχυρισμό. Συγκεκριμένα, όρος 5.6.3 προνοεί τα πιο κάτω:

«Η Αναθετούσα Αρχή διατηρεί το δικαίωμα σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, να ελέγξει την ορθότητα της Δήλωσης του εδαφίου (δ) της παραγράφου 5.6.1 ή οποιουδήποτε άλλου υποβαλλόμενου δικαιολογητικού ή στοιχείου, οποιουδήποτε Προσφέροντος σε συνεργασία με τις αρμόδιες αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας…Σε περίπτωση που διαπιστωθεί οποιαδήποτε λανθασμένη ή ημιτελής πληροφόρηση που παρέχεται εκ μέρους του Προσφέροντος στη διαδικασία του διαγωνισμού θα έχει ως αποτέλεσμα την απόρριψη της Προσφοράς».

(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου)

Από το κείμενο του επίδικου όρου προκύπτει ξεκάθαρα ότι δεν υπήρχε συμβατική υποχρέωση των Εναγόντων για έρευνα ως προς αυτό το σημείο, αλλά μόνο δυνητικό δικαίωμα, το οποίο μπορούσαν να εξασκήσουν ή όχι κατά τη βούλησή τους. Όσον αφορά δε τον ισχυρισμό των Εναγόμενων ότι οι Ενάγοντες δόλια και εσκεμμένα δεν προχώρησαν σε αυτεπάγγελτη έρευνα αποσκοπώντας να τους αποσπάσουν αποζημιώσεις, αυτός δεν υποστηρίζεται από ίχνος μαρτυρίας ούτε και έχει τεθεί στον ΜΕ1 ως εκδοχή για να τοποθετηθεί.[19]

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, τα υπό εξέταση επιχειρήματα των Εναγόμενων δεν μπορούν να γίνουν αποδεκτά και απορρίπτονται.

Γνήσια Προσπάθεια Προκαθορισμού Ζημίας - Ποινική Ρήτρα

Ζημιά – Εύλογη Αποζημίωση

 

Σε σχέση με το ζήτημα των αποζημιώσεων, οι Εναγόμενοι υποστηρίζουν ότι ο όρος 5.4. (πιο πάνω) αποτελεί ποινική ρήτρα η οποία δεν πρέπει να αποδοθεί στους Ενάγοντες, οι οποίοι εν πάση περιπτώσει δεν έχουν αποδείξει τη ζημιά τους ως αποτέλεσμα του τερματισμού της σύμβασης μεταξύ τους. Αντίθετη είναι η θέση των Εναγόντων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι το 10% που προνοείται στη σύμβαση αποτελεί προκαθορισμένη και συμφωνημένη μεταξύ τους αποζημίωση, η οποία πρέπει να τους αποδοθεί ακόμη και σε περίπτωση που δεν έχουν υποστεί πραγματική ζημιά ή απώλεια[20].

Το άρθρο 74 του Κεφ.149 προνοεί τα εξής:

«Αποζημίωση για παράβαση σύμβασης η οποία διαλαμβάνει ποινική ρήτρα

74.-(1) Αν στη σύμβαση διαλαμβάνεται όρος ως προς το ποσό το οποίο πρέπει να καταβληθεί σε περίπτωση παράβασης αυτής ή ποινική ρήτρα, σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης από τον ένα από τους συμβαλλόμενους, ο άλλος δικαιούται, και αν ακόμη δεν αποδειχτεί ότι υπέστη από την παράβαση πραγματική ζημιά ή απώλεια, να λάβει από τον υπαίτιο εύλογη αποζημίωση που δεν υπερβαίνει το ποσό που ορίστηκε κατά τον πιο πάνω τρόπο, ή ανάλογα με την περίπτωση, την ποινική ρήτρα.

Ρήτρα για καταβολή αυξημένου τόκου από την υπερημερία, δύναται να θεωρηθεί ως ποινική ρήτρα.»

Κατά την νομολογία[21], η ύπαρξη συμβατικού όρου του τύπου που περιγράφεται στο άρθρο 74 του Κεφ. 149 αγνοείται αν έχει τον χαρακτήρα ποινικής ρήτρας, ενώ εκεί όπου συνιστά γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς του μη υπαίτιου μέρους, λειτουργεί ως το ανώτατο όριο αποζημίωσης που μπορεί να λάβει το αθώο μέρος, καθώς και ως στοιχείο σχετικό στον καθορισμό της εύλογης αποζημίωσης υπό τις περιστάσεις[22].

Στην προκειμένη περίπτωση, κατ’ αρχάς παρατηρώ ότι δεν έχει προσφερθεί μαρτυρία από πλευράς των Εναγόντων ότι η συμπερίληψη της εν λόγω παραγράφου αποτελούσε γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς τους. Άγνωστο παραμένει στο Δικαστήριο το πως οι Ενάγοντες κατέληξαν στο αξιούμενο 10%. Τα όσα ο συνήγορος των Εναγόντων αναφέρει στις παραγράφους 25-29 των τελικών τους αγορεύσεων σαφώς και δεν μπορούν να αντικαταστήσουν ή να καλύψουν την ουσιώδη έλλειψη μαρτυρίας σε σχέση με το υπό εξέταση ζήτημα. Αποτελεί πάγια αρχή ότι οι τελικές αγορεύσεις δε δύναται να αποτελέσουν μέσο προσαγωγής μαρτυρίας[23], συνεπώς οι εξηγήσεις που δίδονται από τον συνήγορο σε σχέση με το σκεπτικό της συμπερίληψης του όρου 5.4, στο μέτρο που αυτές δεν υποστυλώθηκαν από μαρτυρία κατά την ακροαματική διαδικασία, δε μπορούν να ληφθούν υπόψη. Σχετική μαρτυρία για το υπό εξέταση ζήτημα εντοπίζεται κυρίως κατά την αντεξέταση του ΜΕ1 όπου σε σχετική υποβολή που του τέθηκε ότι ο όρος 5.4 συνιστά ποινική ρήτρα, αυτός απάντησε «Δεν το γνωρίζω». Σε κατοπινή υποβολή ότι οι Εναγόμενοι ουδέν ποσό οφείλουν, απάντησε ότι στη συμφωνία μεταξύ τους ήταν όρος ότι έπρεπε να καταβάλουν 10% γιατί «εξ υπευθυνότητας τους που χρωστούσαν στο κράτος δεν προχωρήσαμε στη σύμβαση μαζί τους. Δεν είναι κάτι που ευθυνόμαστε εμείς».

Στην Αγγλική υπόθεση Dunlop Pneumatic Tyre Co Ltd v. New Garage and Motor Co Ltd [1915] 79 (A.C.), η ποινική ρήτρα προσδιορίστηκε ως «όρος ο οποίος αποβλέπει στον εκφοβισμό μέσω του ύψους της αποζημίωσης που καθορίζεται στην εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων»[24]. Στην κυπριακή νομολογία και συγκεκριμένα στην απόφαση Ανόρθωση (ανωτέρω), η ποινική ρήτρα προσδιορίστηκε ως «συμβατικός όρος ο οποίος, περιέχει υπόσχεση του ενός συμβαλλόμενου μέρους προς το έτερο ότι σε περίπτωση που δεν θα εκπληρώσει ή δεν θα εκπληρώσει προσηκόντως οφειλόμενη παροχή τότε θα υποχρεούται να καταβάλει προς το έτερο (αθώο) μέρος, συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, υπό μορφή τιμωρίας».

Στέφοντας την προσοχή μου στο περιεχόμενο τους όρου 5.4 (ανωτέρω) αλλά και του Παραρτήματος 3, δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο όρος που οι Ενάγοντες έθεταν σε κάθε πρόσωπο το οποίο ήθελε να εκφράσει το ενδιαφέρον του για συμμετοχή στον δημόσιο διαγωνισμό, αποτελεί ποινική ρήτρα.

Συγκεκριμένα, στην παράγραφο 5.4 γίνεται προσπάθεια απαρίθμησης μιας ευρείας γκάμας από πιθανότητες οι οποίες εάν υλοποιούνταν, κατ’ επιλογή των Εναγόντων και στην απόλυτη διακριτική τους ευχέρεια[25], οι Ενάγοντες μπορούσαν να επιβάλουν «κυρώσεις», ως ο ίδιος ο όρος 5.4 τις χαρακτηρίζει. Σύμφωνα με τον επίδικο όρο, οι εν λόγω κυρώσεις μπορούσαν να επιβληθούν τόσο στον επιτυχόντα προσφοροδότη (βλ.παρ.5.4.2(β)), όσο και στο σύνολο των ενδιαφερόμενων προσώπων (βλ.παρ.5.4.2(α)), αναλόγως των εξελίξεων.

Ο τιμωρητικός χαρακτήρας της αξιούμενης «κύρωσης» προκύπτει ακόμη πιο ξεκάθαρα κατά την κρίση μου από το Παράρτημα 3 (σελ. 36, Τεκμήριο 1) μέσω του οποίου οι Εναγόμενοι αλλά και όλα τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα που επέλεγαν να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό, απαιτείτο να βεβαιώσουν ενυπόγραφα τα πιο κάτω:

«2. Γνωρίζουμε ότι με βάση τους όρους των εγγράφων του διαγωνισμού σε περίπτωση που :

(α) Αποσύρουμε την προσφορά μας ή μέρος της μετά την τελευταία ημερομηνία υποβολής των προσφορών και κατά τη διάρκεια της περιόδου ισχύος των προσφορών, ή

(β) Έχοντας ειδοποιηθεί για την αποδοχή της Προσφοράς μας από την Αναθέτουσα Αρχή κατά την περίοδο ισχύος της Προσφοράς, και έχοντας ειδοποιηθεί να προσέλθουμε για την υπογραφή της Σύμβασης :

(i)            Έχουμε αρνηθεί ή παραλείψει να προσκομίσουμε εμπρόθεσμα οποιοδήποτε Πιστοποιητικό και/ή άλλο έγγραφο και/ή την Εγγύηση Πιστής Εκτέλεσης Συμβολαίου και/ή να εκπληρώσει οποιαδήποτε άλλη υποχρέωση που απορρέει από την συμμετοχή μας στον διαγωνισμό, ή

(ii)          Έχουμε αρνηθεί ή παραλείψει να υπογράψουμε την Σύμβαση.

            είναι δυνατό να μας επιβληθούν οι πιο κάτω κυρώσεις:

 α. αποκλεισμό από του δικαιώματος ανάθεσης της Σύμβασης, και

 β. στις προβλεπόμενες από τον Νόμο και τους Κανονισμούς κυρώσεις αναφορικά με την συμμετοχή σε μελλοντικούς διαγωνισμούς που οδηγούν σε ανάθεση δημόσιας σύμβασης.

3. Επιπρόσθετα αναλαμβάνουμε την υποχρέωση να καταβάλουμε στην Αναθέτουσα Αρχή, ως αποζημίωση ποσό ίσο με το 10% της τιμής προσφοράς μας ή του μέρους αυτής που έχει αποσυρθεί».

(Η υπογράμμιση και η έμφαση περιλαμβάνεται στον όρο 3 του Παραρτήματος 3).

Ως είναι εμφανές, στο Παράρτημα 3, η κύρωσης της καταβολής αποζημίωσης ύψους 10% διαχωρίζεται από τις άλλες δύο κυρώσεις, υπερτονίζοντας με αυτό τον τρόπο κατά την άποψή μου, την τιμωρητική της φύση αφού, για να επιτραπεί στα ενδιαφερόμενα πρόσωπα να συμμετάσχουν στον διαγωνισμό και προκειμένου η προσφορά τους να κριθεί έγκυρη, υποχρεούνταν να βεβαιώσουν ενυπογράφως ότι, σε περίπτωση που δε συμμορφωθούν προσηκόντως στους όρους του διαγωνισμού, τότε αναλάμβαναν την υποχρέωση να καταβάλουν προς τους Ενάγοντες συγκεκριμένο χρηματικό ποσό, ως αποζημίωση. Το ύψος δε της αποζημίωσης, καθοριζόταν αποκλειστικά στη βάση της εκάστοτε προτεινόμενης προσφοράς και όχι από τον πραγματικό αντίκτυπο τυχόν παραβίασης της σύμβασης, ο οποίος είναι προφανές ότι δεν μπορούσε να προβλεφθεί στο στάδιο που η πρόνοια συμφωνήθηκε αφού τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή η έκβαση του διαγωνισμού παρέμενε άγνωστη.

Παρότι αποτελεί κοινό έδαφος και κατ’ επέκταση εύρημα του Δικαστηρίου ότι το κριτήριο ανάθεσης του διαγωνισμού ήταν αποκλειστικά η χαμηλότερη τιμή, αυτό το γεγονός από μόνο του δεν αρκεί κατά την κρίση μου για να στοιχειοθετήσει επαρκώς εύρημα για γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς των Εναγόντων, ως η εισήγηση της πλευράς των Εναγόντων. Και αυτό, για δύο λόγους.

Πρώτον, ο εν λόγω όρος, συμπεριλαμβανόταν σε όλες τις προσφορές που υποβλήθηκαν, ανεξαρτήτως του ύψους της προσφοράς του κάθε ενδιαφερόμενου προσώπου. Συνεπώς, εφαρμόζοντας αυστηρά το λεκτικό του όρου 5.4, οι Ενάγοντες μπορούσαν σύμφωνα με την παράγραφο 2(α), να επιβάλουν την «κύρωση» του 10% στο σύνολο των προσφερόντων, από τον πιο χαμηλό μέχρι τον πιο ακριβό, νοουμένου ότι προηγείτο απόσυρση της εκάστοτε προσφοράς, χωρίς αυτό να σχετίζεται με το ποιος εν τέλει θα εκτελούσε το έργο και κατ’ επέκταση με την πραγματική ζημιά που θα προκαλείτο στους Ενάγοντες.

Δεύτερον, και επικεντρώνοντας την προσοχή μας στους Εναγόμενους συγκεκριμένα, πως θα μπορούσε το σταθερό σε όλες τις περιπτώσεις ποσοστό του 10% να αποτελεί γνήσια προσπάθεια προκαθορισμού της ζημιάς, στο στάδιο που αυτό συμφωνήθηκε; Ακόμη και να δεχτούμε ότι οι Εναγόμενοι θα ήταν ο χαμηλότερος προσφοροδότης, στο στάδιο που συμφωνήθηκε η εν λόγω πρόνοια δεν ήταν προβλέψιμο ότι η προσφορά του επόμενου προσφοροδότη θα ήταν έγκυρη ή ότι θα γινόταν αποδεκτή[26]. Στην πραγματικότητα δε, ως προκύπτει από το Τεκμήριο 2 που οι ίδιοι οι Ενάγοντες προσκόμισαν και που το περιεχόμενό του δεν αμφισβητείται, ο επόμενος χαμηλότερος προσφοροδότης ήταν η εταιρεία Costas Mylonas Constructions, η προσφορά της οποίας ήταν λιγότερο από 10% πιο ακριβή από την προσφορά των Εναγόμενων.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η συλλογιστική των Εναγόντων, που εν πάση περιπτώσει ως προανέφερα δεν προσφέρθη μέσω συγκεκριμένης υποστηρικτικής μαρτυρίας αλλά μόνο μέσω επιχειρηματολογίας στις τελικές τους αγορεύσεις, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή και απορρίπτεται.

Εν κατακλείδι, για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, τόσο ο όρος 5.4 όσο και ο όρος 3 στο Παράρτημα 3 κρίνεται ότι αποτελούν ποινικές ρήτρες και θα αγνοηθούν από το Δικαστήριο κατά τον καθορισμό της εύλογης αποζημίωσης που πρέπει να επιδικαστεί υπό τις περιστάσεις.

Παρά την πιο πάνω κατάληξη, όπως έχει κατοχυρωθεί στην απόφαση Ανόρθωση (ανωτέρω), είτε ο επίδικος όρος κριθεί ότι αποτελεί ποινική ρήτρα είτε όχι, δεν έχει ουσιαστική σημασία από την άποψη ότι «το δικαστήριο, διατηρεί και στις δύο περιπτώσεις, τη διακριτική του εξουσία να επιδικάσει εύλογη αποζημίωση η οποία ωστόσο σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να ξεπερνά το ονομαζόμενο στη σύμβαση ποσό».

Όσον αφορά τώρα το ζήτημα της ζημιάς, υπενθυμίζω ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι οι Εναγόμενοι παραβίασαν τη σύμβαση με τους Ενάγοντες με τη μη προσκόμιση του πιστοποιητικού των ΥΚΑ. Για αυτό τον λόγο, οι Ενάγοντες προχώρησαν στον τερματισμό της σύμβασης, και την ταυτόχρονη αξίωση του 10% της υποβληθείσας προσφοράς ως «συμφωνηθείσες ή και προεκτιμηθείσες αποζημιώσεις».[27]

Σε σχέση με το ερώτημα ποιες ζημιές είναι ανακτήσιμες μετά από παράβαση σύμβασης, το άρθρο 73 του Κεφ.149 αναφέρει τα ακόλουθα:

«Αποζημίωση για απώλεια ή ζημιά που προκλήθηκε λόγω παράβασης της σύμβασης

73.-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.

Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.»

(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)

Μια συνδυαστική ανάγνωση της πιο πάνω διάταξης και της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου αναφορικά με θέμα των αποζημιώσεων αποκαλύπτει τις εξής καλά θεμελιωμένες αρχές:

Η αποζημίωση που επιδικάζεται υπέρ του αναίτιου συμβαλλόμενου, καλύπτει τη ζημιά η οποία προέκυψε φυσιολογικά, κατά την συνήθη ροή των πραγμάτων ή τη ζημιά που οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν, κατά τον χρόνο σύναψης της σύμβασης, ότι θα προέκυπτε, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης. H βασική αρχή για το πως υπολογίζεται η ζημιά είναι η αρχή της αποκατάστασης (restitutionary principle), δηλαδή, το αθώο μέρος πρέπει να αποζημιωθεί με τέτοιο τρόπο έτσι ώστε να τεθεί στη θέση που θα ήταν εάν η σύμβαση εφαρμοζόταν κανονικά[28]. Κατά κανόνα, τούτο επιτυγχάνεται με την επιδίκαση τέτοιου ύψους αποζημιώσεων που κατά τη λογική πρόβλεψη, κατά τον χρόνο εκτέλεσης της σύμβασης, θα προέκυπταν ως αποτέλεσμα της διάρρηξης της συμφωνίας. Τέλος, αποτελεί «βασική αρχή πως το ανυπαίτιο μέρος σε μια σύμβαση δικαιούται σε αποζημίωση βάσει της ζημιάς που (αποδεδειγμένα) έπαθε στον χρόνο του τερματισμού, ή σε άλλο χρόνο κάτω από ειδικές συνθήκες που ομοίως πρέπει να αποδειχθούν».[29]  Η αποζημίωση υπολογίζεται με αναφορά στην πραγματική ζημιά (actual damage) που υπέστη το αναίτιο μέρος.[30] Η επιδικασθείσα αποζημίωση όμως δεν πρέπει να είναι τέτοια ώστε να θέτει το αθώο μέρος σε ευνοϊκότερη θέση από ότι θα ήταν εάν υφίστατο η σύμβαση. Περαιτέρω, οι αποζημιώσεις που επιδικάζονται δεν έχουν τιμωρητικό χαρακτήρα (exemplary or punitive damages). H δυνατότητα επιδίκασης τιμωρητικών αποζημιώσεων περιορίζεται κυρίως σε περιπτώσεις αστικών αδικημάτων.[31] Τέλος, η φύση της σύμβασης αποτελεί ένα από τα κριτήρια για τον καθορισμό του ύψους των αποζημιώσεων.

Εφαρμόζοντας τις πιο πάνω πάγιες αρχές, κατάληξή μου αποτελεί ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν επιτύχει να αποδείξουν τη ζημιά που κατ’ ισχυρισμόν έχουν υποστεί ως αποτέλεσμα της παραβίασης των συμφωνηθέντων από πλευράς των Εναγόμενων.

Kατ’ αρχάς, το βάρος απόδειξης ύπαρξης ζημιάς βαραίνει τους ώμους των Εναγόντων. Με αφετηρία την Έκθεση Απαίτησής τους, η οποία οριοθετεί τα επίδικα θέματα που δύνανται να εξεταστούν από το Δικαστήριο, προκύπτει ότι οι Ενάγοντες αξιώνουν το ποσό των €29.099,90 ως «προεκτιμηθείσες ή εκτιμηθείσες ή και πραγματικές αποζημιώσεις». Παρότι, έστω και ακροθιγώς, στο σύνολο της Έκθεσης Απαίτησης γίνεται αναφορά στο πιο πάνω ποσό, διαζευκτικά, ως «πραγματική ζημιά», απουσιάζει οποιαδήποτε άλλη αναφορά και κατ’ επέκταση δικογράφηση «ειδικής ζημιάς» ή έστω επεξήγησης του πως, το εν λόγω ποσό συνιστά πραγματική ζημιά η οποία προκλήθηκε ως αποτέλεσμα της παράβασης της συμφωνίας των μερών.

Αντίθετα, τόσο από το σύνολο της Έκθεσης Απαίτησης, όσο και από τις γραπτές αγορεύσεις των Εναγόντων, προκύπτει ξεκάθαρα ότι θέση τους αποτελεί ότι πρέπει να τους αποδοθεί το 10%, γιατί αυτό προνοείται στην συμφωνία μεταξύ των μερών. Κι αυτό, ακόμη κι αν δεν έχουν υποστεί πραγματική ζημιά ή απώλεια[32]. Με κάθε σεβασμό προς τους Ενάγοντες, η πιο πάνω θέση παραβαίνει τον Περί Συμβάσεων Νόμο, Κεφ.149 και τις καλά καθιερωμένες αρχές που πηγάζουν από αυτόν, οι οποίες απαιτούν την απόδειξη προκληθείσας ζημιάς. Τόσο από την Έκθεση Απαίτησής τους όσο και από την προσκομισθείσα μαρτυρία, απουσιάζει η οποιαδήποτε αναφορά στο τι ζημιά αποσκοπεί να καλύψει το αξιούμενο 10%, με ποιο τρόπο προκλήθηκε αυτή η ζημιά καθώς και πως η εν λόγω ζημιά ήταν στην αντίληψη των μερών την ώρα της υπογραφής της σύμβασης. Επαναλαμβάνω ότι, τα όσα ο συνήγορος των Εναγόντων αναφέρει στις τελικές τους αγορεύσεις[33] σε σχέση με τα πιο πάνω, δεν μπορούν να καλύψουν την έλλειψη προσκομισθείσας μαρτυρίας.[34]

Παρότι τα πιο πάνω πλήττουν καίρια την τύχη της αξίωσης των Εναγόντων, με καθοδήγηση την αρχή στην υπόθεση Chaplin v. Hicks [1911] 2 ΚΒ 786[35], το Δικαστήριο θα προχωρήσει να εξετάσει κατά πόσον είναι δυνατόν να υπολογιστούν επί οποιασδήποτε άλλης βάσης υπολογισμού, εύλογες και δίκαιες αποζημιώσεις υπό τις περιστάσεις.

Οι Ενάγοντες, μέσω των τελικών τους εισηγήσεων, συγκεκριμενοποιούν ότι η αξίωσή τους «δεν αφορά απαίτηση της Ενάγουσας βάση της σύμβασης η οποία θα υπογραφόταν για την ανάθεση του έργου»[36]. Ξεκαθαρίζουν ότι, η αξίωσή τους βασίζεται εξ ολοκλήρου στη σύμβαση που επετεύχθη μεταξύ των μερών, σύμβαση η οποία είναι ανεξάρτητη από τη συμφωνία εκτέλεσης του έργου που ουδέποτε υπεγράφη.

Συνακόλουθα, το τι ακριβώς συμφωνήθηκε μεταξύ των μερών και κατ’ επέκταση με ποιο τρόπο ζημίωσε η πλευρά των Εναγόντων από την αθέτηση αυτής της συμφωνίας, καθίσταται ουσιαστικής σημασίας για σκοπούς απόφανσης της εύλογης αποζημίωσης υπό τις περιστάσεις. Κι αυτό γιατί - υπενθυμίζω -ανακτήσιμες ζημιές είναι μόνο αυτές που προέκυψαν φυσικά από τη σύμβαση ή αυτές που οι συμβαλλόμενοι μπορούσαν να προβλέψουν ως ενδεχόμενη συνέπεια κατά τη σύναψη της σύμβασης, χωρίς αυτές να κριθούν ως απομακρυσμένες ή έμμεσες απώλειες.

Τι ακριβώς συμφώνησαν τα μέρη λοιπόν;

Λαμβανομένου υπόψη του συνόλου της σύμβασης, προκύπτει ότι τα μέρη συμφώνησαν ότι, μετά την υποβολή της προσφοράς των Εναγόμενων, και έχοντας μελετήσει το σύνολο των υπόλοιπων προσφορών που θα κατατίθεντο, δεδομένου ότι πληρούνταν όλοι οι όροι του διαγωνισμού και η προσφορά των Εναγόμενων κρινόταν ως έγκυρη και νοουμένου ότι οι Εναγόμενοι ήταν ο χαμηλότερος προσφοροδότης, τότε, υπό την προϋπόθεση ότι οι Εναγόμενοι θα παρουσίαζαν στοιχεία εντός συγκεκριμένης προθεσμίας τα οποία θα επιβεβαίωναν τα όσα παρέστησαν με την προσφορά τους, τα δύο μέρη θα υπέγραφαν μια δεύτερη συμφωνία για εκτέλεση του έργου για την τιμή των €290.999 πλέον ΦΠΑ, με τους Ενάγοντες να δεσμεύονται ότι, σε περίπτωση που όλα τα πιο πάνω στοιχεία εν τέλει συνυπάρχουν, θα κατακυρώσουν την προσφορά στους Εναγόμενους και θα συμβληθούν μαζί τους και όχι με τους υπόλοιπους προσφοροδότες, και με τους Εναγόμενους να δεσμεύονται ότι για έξι μήνες δε θα αποσύρουν την προσφορά τους ύψους €290.999 και θα υπογράψουν δεύτερη συμφωνία για αυτό το ποσό.

Από τα πιο πάνω - αλλά και έχοντας κατά νου τη διευκρίνηση των Εναγόντων ότι η αξίωσή τους δεν αφορά τη μεταγενέστερη συμφωνία εκτέλεσης του έργου - η ζημιά που προέκυψε φυσιολογικά, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων, συνίσταται στο ότι, ως αποτέλεσμα της παραβίασης των Εναγόμενων, οι Ενάγοντες υποχρεώθηκαν να προχωρήσουν στον επόμενο χαμηλότερο προσφοροδότη. Συνεπώς, η ζημιά που φυσικά θα μπορούσε να προκληθεί υπό τις περιστάσεις ήταν τα σπαταληθέντα έξοδα[37] (wasted costs) των Εναγόντων ως αποτέλεσμα της σύναψης συμφωνίας με τους Εναγόμενους η οποία παραβιάστηκε, καθώς και η πρόκληση καθυστέρησης στην διαδικασία και κατ’ επέκταση τυχόν προβλέψιμα έξοδα που απέρρευσαν από την καθυστέρηση αυτή. Παρά ταύτα, δεν έχει προσκομιστεί ίχνος μαρτυρίας η οποία θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να προβεί σε ασφαλή και αιτιολογημένο υπολογισμό αυτής της ζημιάς. Σημειώνω ότι, η προκληθείσα ζημιά υπολογίζεται κατά τον χρόνο του τερματισμού, δηλαδή στην παρούσα περίπτωση στις 12.4.2016, εκτός εάν αποδειχθούν οποιεσδήποτε άλλες ειδικές συνθήκες[38]. Τέτοια μαρτυρία για ειδικές συνθήκες δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου. Προσπάθεια του Δικαστηρίου να υπολογίσει τη ζημιά επί της βάσης τυχόν κέρδους ή ωφελήματος που μπορεί να εξασφάλισαν οι Εναγόμενοι[39] και πάλι προσκρούει στην παντελή έλλειψη σχετικής μαρτυρίας, καθιστώντας την όποια κατάληξη του Δικαστηρίου ακροσφαλή. Ως αποτέλεσμα, κρίση του Δικαστηρίου αναπόφευκτα αποτελεί ότι, υπό τις περιστάσεις, στους Ενάγοντες μπορούν να αποδοθούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις για την παραδεκτή παράβαση της σύμβασης από τους Εναγόμενους.

Για σκοπούς πληρότητας σημειώνω ότι δεν έχω παραβλέψει ότι οι Ενάγοντες, προσπάθησαν να παρουσιάσουν το τελικό κόστος ανέγερσης της αίθουσας ως απόδειξη της πραγματική ζημιάς που έχουν υποστεί και η οποία, σύμφωνα με τους ίδιους, σε κάθε περίπτωση είναι άνω του αξιούμενου ποσού, γεγονός δικαιολογεί την επιδίκασή του σε αυτούς. Η πιο πάνω τους θέση όμως δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή για τους εξής λόγους:

Πρώτον, η πιο πάνω εκδοχή δεν είναι δικογραφημένη, συνεπώς, δε μπορεί παρά να αγνοηθεί.

Δεύτερον, η θέση αυτή αντιφάσκει και προσκρούει στον ξεκάθαρο περιορισμό της αξίωσής τους στα πλαίσια των συμφωνηθέντων και όχι σε οποιαδήποτε μεταγενέστερη συμφωνία εκτέλεσης του έργου που εν πάση περιπτώσει ουδέποτε υπεγράφη.

Τρίτον, απουσιάζει εντελώς οποιαδήποτε μαρτυρία σε σχέση με το πότε συντελέστηκε εν τέλει η κατ’ ισχυρισμόν ζημιά ούτως ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να την αξιολογήσει σύμφωνα με τις καλά παγιωμένες αρχές. Υπενθυμίζω ότι από τα ευρήματα του Δικαστηρίου προκύπτει ότι λόγω κακοτεχνιών εν τέλει χρειάστηκε να προκηρυχθεί νέος διαγωνισμός για ολοκλήρωση του έργου.

Τέταρτον, η κατ’ ισχυρισμόν ζημιά κρίνεται ως παντελώς απομακρυσμένη[40] σε σχέση με τα συμφωνηθέντα ως καταγράφονται πιο πάνω και έχοντας υπόψη τη φύση της συμφωνίας αλλά και το περιεχόμενο της, συνολικό ιδωμένο. Η εν λόγω ζημιά κατά την κρίση μου δεν μπορούσε εύλογα να θεωρηθεί ως να ήταν στη σκέψη και των δύο συμβαλλομένων μερών (in the contemplation of both parties) κατά το χρόνο σύναψης της σύμβασης, ως το πιθανό συνεπακόλουθο (probable result) της παράβασης ή διάρρηξης της σύμβασης. Κατά την κρίση μου πιθανό συνεπακόλουθο υπό τις περιστάσεις ήταν το ότι, σε περίπτωση οποιασδήποτε παραβίασης των όρων του διαγωνισμού από πλευράς των Εναγόμενων, δε θα υπογραφόταν δεύτερη συμφωνία μεταξύ των μερών για εκτέλεση του έργου από αυτούς. Επιπλέον, δε θα μπορούσε να προβλεφθεί ότι εν τέλει την αίθουσα θα αναλάμβανε ο 5ος στη σειρά προσφοροδότης λόγω παραβάσεων των χαμηλότερων προσφοροδοτών υπ.αρ. 3 και 4. Πόσο μάλλον ότι εν τέλει η αίθουσα θα αποπερατωνόταν μετά από προκήρυξη νέου διαγωνισμού, ως αποτέλεσμα κακοτεχνιών του 5ου προσφοροδότη.

Επιπλέον, ακόμα και μετά την κατακύρωση του διαγωνισμού τους Εναγόμενους, δε μπορούσε εύλογα να προβλεφθεί ότι ο διαγωνισμός και κατ’ επέκταση το σχετικό έργο στην πραγματικότητα θα υλοποιείτο, αφού σύμφωνα με τους όρους 8.1, 8.2 και 9.2 της σύμβασης, οι Ενάγοντες επιφύλαξαν το δικαίωμά τους να ακυρώσουν τον διαγωνισμό τόσο πριν όσο και μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής προσφορών:

«8.1    Ανάθεση Σύμβασης

1.    Επιφυλασσομένου πάντοτε του δικαιώματος του Αρμόδιου Οργάνου να ακυρώσει το διαγωνισμό ή να απορρίψει οποιαδήποτε προσφορά σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας σύμφωνα με τους όρους των Εγγράφων Διαγωνισμού, η Ανάθεση της Σύμβασης γίνεται στον Προσφέροντα που έχει υποβάλει το κατ' αξιολόγηση χαμηλότερο Ποσό Προσφοράς (Μειοδότης)».

(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)

Οι λόγοι δε για τους οποίους επιφύλαξαν το δικαίωμά τους να ακυρώσουν τον διαγωνισμό ήταν ιδιαίτερα ευρείς, και σε κάποιες περιπτώσεις γενικοί και αόριστοι (βλ. ιδιαιτέρως τον όρο 8.2.(στ)) σε τέτοιο σημείο που δύσκολα οποιοδήποτε πρόσωπο θα μπορούσε να προβλέψει καθ’ οιονδήποτε τρόπο, ποια θα ήταν η εξέλιξη του διαγωνισμού. Το πιο πάνω δικαίωμα δε, διατηρήθηκε από τους Ενάγοντες περιορίζοντας ταυτόχρονα σε σημαντικό βαθμό τη δυνατότητα των Εναγόμενων να προβάλουν αξιώσεις σε περίπτωση ακύρωσης του διαγωνισμού:

«8.2 Ακύρωση Διαγωνισμού

1.    Ο διαγωνισμός μπορεί να ακυρωθεί πριν την καθορισμένη ημερομηνία λήξης της προθεσμίας υποβολής των Προσφορών για ειδικούς και αιτιολογημένους λόγους με απόφαση της Αναθέτουσας Αρχής.

2.    Ακύρωση μετά τη λήξη της προθεσμίας υποβολής των Προσφορών δύναται να αποφασιστεί για έναν ή περισσότερους από τους ακόλουθους λόγους:

α. όταν ουδεμία Προσφορά έχει υποβληθεί εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας,

β. όταν οι όροι των Εγγράφων Διαγωνισμού περιλαμβάνουν όρους ή τεχνικές προδιαγραφές στις οποίες διαπιστώνεται ότι κανένας από τους Προσφέροντες δεν μπορεί να ανταποκριθεί ή ότι οι προδιαγραφές αυτές οδηγούν κατ' αποκλειστικότητα σε συγκεκριμένο οικονομικό φορέα,

γ. όταν οι τιμές όλων των Προσφορών που πληρούν τους όρους και τις τεχνικές προδιαγραφές των Εγγράφων Διαγωνισμού είναι εξωπραγματικές ή φαίνονται να είναι προϊόν προσυνεννόησης μεταξύ των Προσφερόντων, με αποτέλεσμα να καταστρατηγείται η έννοια του υγειούς ανταγωνισμού,

δ. όταν οι περιστάσεις κάτω από τις οποίες προκηρύχθηκε ο διαγωνισμός έχουν διαφοροποιηθεί σε βαθμό που το αντικείμενο του διαγωνισμού να μην είναι πλέον αναγκαίο, ή

ε. όταν δεν έχει εξασφαλιστεί έγκριση για επιπρόσθετες απαιτούμενες πιστώσεις σε περίπτωση που το ποσό της τελικής ανάθεσης αναμένεται να είναι μεγαλύτερο από το ποσό που αρχικά εγκρίθηκε πριν από την προκήρυξη της σύμβασης, ή

στ. όταν συντρέχει οποιοσδήποτε άλλος σοβαρός μη προβλεπτός λόγος τον οποίο το Αρμόδιο Όργανο κρίνει δικαιολογημένο.

 

3. Οι Ενδιαφερόμενοι Οικονομικοί Φορείς / Προσφέροντες δεν διατηρούν και παραιτούνται από οποιαδήποτε αξίωση έναντι της Αναθέτουσας Αρχής από τον λόγο της ενδεχόμενης ακύρωσης, υπό την επιφύλαξη των δικαιωμάτων που ορίζονται στην παράγραφο 8.4 του παρόντος Τόμου».

(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)

Το μη προβλέψιμο της εξέλιξης του διαγωνισμού, και κατ’ επέκταση της κατακύρωσης της προσφοράς σε υψηλότερο προσφοροδότη προκύπτει και από τον όρο 9.2 του Τεκμηρίου 1, όπου προνοείται ότι σε περίπτωση αθέτησης της υπόσχεσης των Εναγόμενων να υπογράψουν δεύτερη συμφωνία με τους Ενάγοντες για €290.999 πλέον ΦΠΑ τότε:

«2. Σε τέτοια περίπτωση η Αναθετούσα Αρχή έχει το δικαίωμα να παραπέμψει εκ νέου το θέμα στο Αρμόδιο Όργανο με στόχο την ανάθεση της Σύμβασης στον Προσφέροντα που υπέβαλε την επόμενη Προσφορά, σύμφωνα με την κατάταξη της παραγράφου 7.4, που πληροί τους όρους και τις προδιαγραφές του διαγωνισμού. Η άσκηση του δικαιώματος αυτού γίνεται με την προϋπόθεση ότι εξασφαλίζεται ανανέωση της ισχύος της Προσφοράς του Προσφέροντα που υπέβαλε την επόμενη Προσφορά που πληροί τους όρους και προδιαγραφές του διαγωνισμού, για καθορισμένη χρονική περίοδο, με τους ίδιους όρους που ίσχυαν προηγουμένως».

(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)

Από το κείμενο του πιο πάνω όρου, προκύπτει ότι, οι Ενάγοντες, διατήρησαν το δικαίωμα αλλά όχι και την υποχρέωση να αναθέσουν στον επόμενο έγκυρο προσφοροδότη το έργο. Επιπλέον, αυτό το δικαίωμα δεν ήταν απόλυτο αλλά εξαρτούνταν από την προϋπόθεση ότι θα επιτύγχαναν να εξασφαλίσουν την ανανέωση της ισχύος της εν λόγω προσφοράς.

Πέμπτο, μεταξύ άλλων, άγνωστο παραμένει στο Δικαστήριο με ποιους όρους χτίστηκε εν τέλει η αίθουσα, με τι υλικά, και ποιο μέρος του συνολικώς καταβληθέντος ποσού αντιστοιχούσε στην επιδιόρθωση των παραδεκτών κακοτεχνιών οι οποίες οδήγησαν εν τέλει τους Ενάγοντες σε προκήρυξη νέου διαγωνισμού για ολοκλήρωση του έργου. Συνεπώς, δεν έχει αποδειχθεί με επάρκεια η σχέση της αίθουσας το χτίσιμο της οποίας οι Ενάγοντες υποστηρίζουν ότι επωμίστηκαν ως ζημιά, με την αίθουσα για την οποία θεωρούν ότι έχασαν το δικαίωμά τους να συμβληθούν με τους Εναγόμενους για να χτιστεί.

Και κάτι τελευταίο. Ακόμη και να είχε αποδειχθεί η ζημιά όμως (που επαναλαμβάνω ότι δεν έχει αποδειχθεί), κατά την άποψή μου το περιεχόμενο του όρου 5.4 δεν την καθιστά προβλέψιμη. Πρωτίστως, δεν είναι επιτρεπτό, κατά την ερμηνεία της σύμβασης, το Δικαστήριο να επικεντρωθεί κατ’ αποκλειστικότητα στον συγκεκριμένο όρο, αγνοώντας τις υπόλοιπες πρόνοιες της σύμβασης οι οποίες ως έχει επεξηγηθεί πιο πάνω, συνολικά ιδωμένες, καθιστούσαν την εξέλιξη του διαγωνισμού σε ένα πολύ μεγάλο βαθμό απρόβλεπτη. Κι αυτό γιατί, μικροσκοπική εξέταση της συμφωνίας ενέχει τον κίνδυνο το νόημα που θα προσδώσει το Δικαστήριο να αποκλίνει από τη βούληση των μερών.[41] Ακόμη όμως κι αν η πιο πάνω προσέγγιση του Δικαστηρίου κριθεί ως λανθασμένη, είμαι της άποψης ότι, και αποκλειστικά ιδωμένη, η πρόνοια 5.4, δεν καθιστά την κατ’ ισχυρισμόν ζημιά προβλέψιμη και εύλογα στην αντίληψη των μερών (reasonable contemplation of the parties) κατά την ώρα της υπογραφής, ως συνεπακόλουθη ζημιά τυχόν παραβίασης. Κι αυτό γιατί, ως προκύπτει από το περιεχόμενό της, οι Ενάγοντες επιφύλαξαν το δικαίωμά τους, σε περίπτωση παραβίασης της σύμβασης, να επιβάλουν τρεις διαφορετικές και ανεξάρτητες κυρώσεις,[42] χωρίς να εξειδικεύεται με οποιοδήποτε τρόπο υπό ποιες προϋποθέσεις θα ασκούσαν ή μη αυτό το δικαίωμά τους (βλ. φράση «είναι δυνατό») καθώς και ποια κύρωση θα επιβαλλόταν σε κάθε ένα από τα πολυάριθμα ενδεχόμενα μη συμμόρφωσης τα οποία καταγράφονται στον όρο 5.4 και έχουν ήδη αναλυθεί ανωτέρω. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν υπάρχει μαρτυρία για συναντίληψη των μερών σε σχέση με το πιο πάνω θέμα ούτε και προκύπτει από τον ίδιο τον όρο ή από οποιαδήποτε άλλη μαρτυρία ότι είχαν δοθεί επαρκή στοιχεία στους Εναγόμενους ούτως ώστε, η αξιούμενη ζημιά να μπορεί να κριθεί ως μη απομακρυσμένη. Εν ολίγοις, κατά την κρίση μου, ουδέποτε είχε διαβιβαστεί η αναγκαία πληροφόρηση στους Εναγόμενους, ώστε να γνωρίζουν ή να μπορούν να προβλέψουν ότι η τυχόν μη συμμόρφωσή τους θα οδηγούσε κατά πάσα πιθανότητα ή έστω και ενδεχόμενα, στη ζημιά που οι Ενάγοντες αξιώνουν.

Συνακόλουθα, για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, κρίση του Δικαστηρίου αποτελεί ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν τη ζημιά που αξιώνουν ούτε και είναι δυνατόν, από τη μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου, να καθοριστεί οποιοδήποτε άλλο ποσό ως εύλογη αποζημίωση υπό τις περιστάσεις. Ως αποτέλεσμα, σε αυτούς θα αποδοθούν μόνο ονομαστικές αποζημιώσεις ύψους €100, προς αναγνώριση της παραβίασης της σύμβασης των μερών, από πλευράς των Εναγόμενων[43].

Στρέφοντας τώρα την προσοχή μου στο θέμα των εξόδων της διαδικασίας, κρίνω ότι, υπό τις περιστάσεις, η κάθε πλευρά πρέπει να επωμιστεί τα έξοδα της. Για την πιο πάνω μου κατάληξη άντλησα καθοδήγηση, μεταξύ άλλων, από την απόφαση Παπαϊωάννου Nιόβη (ανωτέρω) όπου αναφέρθηκαν τα εξής τα οποία και υιοθετώ:

 

«Ορθά, τέλος, δεν επιδικάστηκαν έξοδα υπέρ της εφεσείουσας με δεδομένο ότι δεν απέδειξε τις ζημιές της, αλλά δικαιώθηκε μόνο ως προς το βάσιμο του παραπόνου της.  Τα έξοδα, όπως είναι γνωστό, ακολουθούν κατά κανόνα το αποτέλεσμα και βρίσκονται εντός της διακριτικής ευχέρειας του πρωτοδίκου Δικαστηρίου. Παλαιότερα θεωρείτο ότι η επιδίκαση ονομαστικών και μόνο αποζημιώσεων αποτελούσε δικαιολογία για την επιδίκαση εξόδων, ή ήταν, όπως τέθηκε στην υπόθεση Beaumont v. Greathead [1846] 2 CB 494, «a mere peg on which to hang costs». Η επιδίκαση ονομαστικών αποζημιώσεων δεν θα μπορούσε να δικαιολογήσει άλλη διαταγή εξόδων υπέρ της εφεσείουσας, διότι κάτι τέτοιο θα απέληγε στην επιδίκαση ουσιαστικών εξόδων εναντίον του εφεσίβλητου σε καταφανή αναντιστοιχία με το ποσό των £10 το οποίο επιδικάστηκε εναντίον του επί της ουσίας της απόφασης. Αν και θα αναμενόταν η πρωτόδικος Δικαστής να αιτιολογούσε την απόφαση της επί των εξόδων, εφόσον η επιδίκαση εξόδων αποτελεί δικαστική κρίση στη βάση της ακολουθίας των εξόδων ανάλογα με την έκβαση της δίκης, παρέκκλιση δε χρήζει αιτιολογίας, (Παφίτης ν. Δημητρίου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1402), εντούτοις αυτή λειτούργησε νομοτελειακά. Όπως ορθά εντοπίστηκε στην Anglo-Cyprian Agencies v. Paphos Industries [1951] 1 All E.R. 873, ο ενάγων που ανακτά ονομαστικές και μόνο αποζημιώσεις, δεν δύναται να θεωρηθεί στη συνήθη ορολογία ως «επιτυχών» ενάγων».

(βλ. επίσης Χριστοφόρου Χαράλαμπος ν. Ευριπίδη Ρούμπα (2010) 1 ΑΑΔ 754).

Κατ’ ακολουθίαν των όσων έχουν αναφερθεί, εκδίδεται απόφαση υπέρ των Εναγόντων και εναντίον των Εναγόμενων για το ποσό των €100, ως ονομαστικές αποζημιώσεις. Η κάθε πλευρά να επωμιστεί τα έξοδα της.

 

…………………………….....……

(Υπ.) Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής



[1] βλ. Pissis Ltd v. La Baguette Boullangerie-Patisserie Ltd, Π.Ε.135/10, ημερ.30.9.2015.

[2] βλ. Κυριακίδης ν. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Π.Ε 185/2012, ημερ.19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179, ECLI:CY:AD:2018:A179).

[3] βλ. Κ. Λ. ν. Δημοκρατίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 547, Frederickou Schools Co Ltd v. Acuac Inc (2002) 1(Γ) A.A.Δ.1527 και Αdidas v. Jonitexo Ltd (1987) 1 C.L.R. 383.

[4] βλ. Κωνσταντίνου κ.ά ν. Αστυνομίας Ποινικές Εφέσεις 217/2019 και 218/2019, ημερ.1.2.2022.

[5] βλ. μεταξύ άλλων Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 ΑΑΔ 240, Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Γεωργική Εταιρεία Α. Γ. Φουτάς ν. Εταιρείας Βάσος Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ.

[6] βλ. Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168 και Αλεξάνδρου v. Κωμοδρόμου κα (1997) 1 Α.Α.Δ. 576.

[7] βλ. Μιχαήλ Ανδρέα Λοΐζου κ.α. v. Φροσούλας Τοφαρή κ.α., Π.Ε. Αρ.269/2015, ημερ.12.12.2023.

[8] βλ. παρ.19 Υπεράσπισης Εναγόμενων.

[9] βλ. παρ.16 Υπεράσπισης Εναγόμενων.

[10] βλ. Παναγή Ελπινίκη και Άλλοι ν. Παναγιώτη Κ. Παναγή, υπό την ιδιότητά του ως διαχειριστή της περιουσίας του αποβιώσαντος Kύπρου Παναγή και Άλλων (2009) 1 ΑΑΔ 145.

[11] βλ. παρ.8 γραπτών τελικών αγορεύσεων Εναγόμενων.

[12] βλ. Dome Investments Public Company Ltd v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 11/2013, ημερομηνίας 17.6.2021.

[13] βλ. Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1 Α.Α.Δ 518.

[14] βλ. Λίλλης ν. Ξενή (2009) 1 Α.Α.Δ. 217.

[15] βλ. ΛΙΠΕΡΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΝΤΖΙΟΥΡΗ Ν. ECCLESIASTICAL INSURANCE OFFICE PLC κ.α., Π.Ε. Αρ. 42/2013, ημερ.19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A329, ECLI:CY:AD:2019:A329.

[16] βλ. Παπαγεωργίου ν. Κλάππα (1991) 1 Α.Α.Δ 24, Latifundia Properties Ltd ν. Ανδρέα Μιχαήλ Ψάκη (2003) 1 ΑΑΔ 670 και Cheeseline Ltd ν. Ανθούλλης Θωμά & Υιοί Λτδ (2014) 1 ΑΑΔ 951.

[17] βλ. παρ.16 Υπεράσπισης Εναγόμενων.

[18] βλ. Περί Συμβάσεων Νόμος, Κεφ. 149, Μέρος ΙΙΙ.

[19] βλ. Frederickou Schools Co Ltd (ανωτέρω).

[20] βλ. παρ.23 των γραπτών αγορεύσεων των Εναγόντων.

[21] βλ. Ανόρθωση (ανωτέρω), Τρύφωνας Χαραλάμπους κ.ά. ν. Liberty Life (2011) 1 A.A.Δ. 1739 και Κωνσταντίνος Δάμτσας κ.α. ν. D. OUZOUNIAN M. SULTANIAN AND COMPANY (CARS) LTD (2016) 1 Α.Α.Δ 805.

[22] βλ. Iordanou v. Anyftos (1959-60) 24 C.L.R. 97.

[23] βλ. Mitsui and Co and Others v. Rockwell Marine Ltd and Another (1989) 1 CLR 112.

[24] βλ. Ανόρθωση (ανωτέρω).

[25] βλ. φράση «είναι δυνατόν να του επιβληθούν οι πιο κάτω κυρώσεις».

[26] βλ. μεταξύ άλλων παρ.8.1 και 8.2 του Τεκμηρίου 1 όπου οι Ενάγοντες επιφύλαξαν το δικαίωμά τους να ακυρώσουν τον διαγωνισμό σε περίπτωση που δεν ικανοποιούνταν από το ύψος των προσφορών για εκτέλεση του έργου.

[27] βλ. Τροποποιημένη Έκθεση Απαίτησης Εναγόντων ημερ. 21.11.2016.

[28] βλ. Saab and Another v. Holy Monastery of Ay. Noephytos (1982) 1 C.L.R. 499.

[29] STAZA ESTATES LIMITED v. HIGHLUX ENTERPRISES LTD, Π.Ε. Αρ. 337/2014, ημερ.12.4.2023.

[30] βλ. Άλκης Xατζηκυριάκου (Mπισκότα Φρου-Φρου) Λτδ ν. Στέλιου Γ. X”Eυσταθίου (1997) 1 ΑΑΔ 305.

[31] βλ. Eρωτοκρίτου Γιαννάκης ν. Eιρήναρχου Θεοδώρου και Άλλης (1997) 1 ΑΑΔ 1800.

[32] βλ. παρ.23 τελικών αγορεύσεων Εναγόντων.

[33] βλ. παρ.25-29 τελικών αγορεύσεων Εναγόντων.

[34] βλ. Mitsui (ανωτέρω).

[35] βλ. επίσης Παπαϊωάννου Nιόβη ν. Σάββα Kωνσταντίνου (2008) 1 ΑΑΔ 1083.

[36] βλ. παρ. 6 και παρ. 8.2 τελικών αγορεύσεων Εναγόντων.

[37] βλ. Anglia Television Ltd v. Reed [1971] 3 All ER 690.

[38] βλ. Staza Estates (ανωτέρω).

[39] βλ. Attorney General v Blake [2000] UKHL 45, [2001] 1 AC 268.

[40] βλ. Hadley v. Baxendale [1854] 9 Exch 341 και Victoria Laundry (Windsor) Ltd v. Newman Industries Ltd [1949] 1 KB 528.

[41] βλ. Γεωρ. Ετ. Φούτας ν. Εταιρείας Βάσος Λτδ (1993) 1 ΑΑΔ 168.

[42] βλ 1. αποκλεισμός από του δικαιώματος ανάθεσης της Σύμβασης, 2. οι προβλεπόμενες από το Νόμο και τους Κανονισμούς κυρώσεις αναφορικά με συμμετοχή σε μελλοντικούς διαγωνισμούς που οδηγούν σε ανάθεση δημόσιας σύμβασης, και 3. καταβολή στην Αναθέτουσα Αρχή ως αποζημίωση ποσού ίσο με το 10% της τιμής της προσφοράς του ή του μέρους αυτής που έχει αποσυρθεί.

[43] βλ. Maltezou and Others v. Louka and Others, XVI CLR 88.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο