C.A. AVIATION MANAGEMENT SERVICES LTD ν. SKYFIVE AIRLINES LTD, Αρ. Απαίτησης: 59/2024, 7/5/2025
print
Τίτλος:
C.A. AVIATION MANAGEMENT SERVICES LTD ν. SKYFIVE AIRLINES LTD, Αρ. Απαίτησης: 59/2024, 7/5/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Α. Κούρα, προσ. Ε.Δ.                                Αρ. Απαίτησης: 59/2024 (i-justice)

 

Μεταξύ:

C.A. AVIATION MANAGEMENT SERVICES LTD

                                                                                                            Ενάγουσα

-και-

 

              SKYFIVE AIRLINES LTD

    Εναγόμενη

 

Ημερομηνία:  07/05/2025

 

Εμφανίσεις: Για Ενάγουσα / Αιτήτρια: κα. Θεοχάρη για Αντώνης Κ. Καράς Δ.Ε.Π.Ε.

                        Για Εναγόμενη: Καμία εμφάνιση

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Α. Εισαγωγή

 

1.         Με την παρούσα αίτηση η Ενάγουσα αιτείται από το Δικαστήριο την έκδοση συνοπτικής απόφασης εναντίον της Εναγόμενης ως οι αξιώσεις της έκθεσης απαίτησης της.

 

2.         Πριν προχωρήσω στην εξέταση της ουσίας της υπό κρίση αίτησης, είναι θεωρώ σκόπιμο, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης της απόφασης του Δικαστηρίου, να παραθέσω το ιστορικό της παρούσας απαίτησης.

 

Β. Ιστορικό

 

3.         Στις 05/02/2024 καταχωρήθηκε η έκθεση απαίτησης με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο όπου η Ενάγουσα αξιώνει από την Εναγόμενη το ποσό των €32,978.50 ως, μεταξύ άλλων, υπόλοιπο εκκαθαρισμένου λογαριασμού και/ή τιμολογίων που προέκυψαν δυνάμει των παρεχόμενων υπηρεσιών από την Ενάγουσα στην Εναγόμενη, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα. Η ουσιαστική θέση της Ενάγουσας είναι ότι με βάση τη σύμβαση ημερομηνίας 07/04/2023 η Ενάγουσα παρείχε στην Εναγόμενη, η οποία είναι αεροπορική εταιρεία, υπηρεσίες εκπαίδευσης πληρώματος αεροσκαφών για τις οποίες εκδίδονταν σχετικά τιμολόγια, τα οποία κοινοποιούνταν στην Εναγόμενη και τα οποία παρέμειναν απλήρωτα. Σημειώνει επίσης η Ενάγουσα ότι διατηρεί και σχετική κατάσταση λογαριασμού αναφορικά με τις εν λόγω υπηρεσίες που παρείχε στην Εναγόμενη όπου δεικνύει οφειλόμενο υπόλοιπο από την Εναγόμενη στην Ενάγουσα για το ποσό των €32,978.50. Παρά τις οχλήσεις της Ενάγουσας προς την Εναγόμενη το ποσό παρέμεινε οφειλόμενο προς αυτήν. Σημειώνεται επίσης ότι με την Έκθεση Απαίτησης η Ενάγουσα επισύναψε και όλα τα έγγραφα που σύμφωνα με την ίδια αποδεικνύουν την απαίτηση της.

 

4.         Η Εναγόμενη καταχώρησε στις 21/10/2024 σημείωμα εμφάνισης και στις 02/12/2024 την Υπεράσπιση της στη βάση της οποία παραδέχεται την υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ των μερών αλλά ισχυρίζεται ότι δεν παρασχέθηκαν οποιεσδήποτε υπηρεσίες από την Ενάγουσα προς την Εναγόμενη, ότι η πληρωμή για οποιεσδήποτε υπηρεσίες που θα παρέχονταν, θα λάμβανε χώρα 3 μέρες πριν την προγραμματισμένη ημερομηνία παροχής υπηρεσιών και σε περίπτωση που αποδειχτεί η παροχή υπηρεσιών από την Ενάγουσα, ότι δεν είναι το ποσό που συμφωνήθηκε.

 

5.         Η Ενάγουσα στις 12/12/2024 προχώρησε στην καταχώρηση της υπό κρίση αίτησης. Την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση υπέγραψε ένας εκ των διευθυντών της Ενάγουσας ο οποίος προέβαλε τις θέσεις του, όπως προβάλλονται στην έκθεση απαίτησης και επισύναψε και σχετικά τεκμήρια. Προς περαιτέρω υποστήριξη των θέσεων του καταχώρησε ως Τεκμήριο 3 σχετική αλληλογραφία μεταξύ των μερών.

 

6.         Οι δικηγόροι της Εναγόμενης ζήτησαν χρόνο για να καταχωρήσουν ένσταση στην παρούσα αίτηση και τους δόθηκε από το Δικαστήριο. Στη συνέχεια ενημέρωσαν το Δικαστήριο ότι θα αποσυρθούν από δικηγόροι της Εναγόμενης αφού δεν έχουν επικοινωνία με τους πελάτες τους και αφού βεβαιώθηκε το Δικαστήριο ότι η Εναγόμενη και οι διευθυντές της ενημερώθηκαν για την πρόθεση απόσυρσης των δικηγόρων τους κατά την ημερομηνία και ώρα που ορίστηκε η υπόθεση, τον σκοπό που ήταν ορισμένη η υπόθεση και τις συνέπειες μη εμφάνισης τους, έδωσε άδεια στις 06/05/2025 για απόσυρση των δικηγόρων τους από την εκπροσώπηση της Εναγόμενης. Σημειωτέο ότι ένσταση επί της παρούσας αίτησης δεν έχει καταχωρηθεί. Ένεκα του ότι δεν είχε εμφανιστεί κανένας για την πλευρά της Εναγόμενης, παρά το ότι είχαν ενημερωθεί δεόντως, η δικηγόρος της Ενάγουσας την ίδια ημερομηνία, ήτοι 06/05/2025, ζήτησε όπως προωθήσει την αίτηση της και αγόρευσε επί της ουσίας της αίτησης. Το Δικαστήριο σημειώνει ότι την προηγούμενη δικάσιμο, ήτοι 03/04/2025, είχε δώσει οδηγίες στο Πρωτοκολλητείο να ενημερώσει την Εναγόμενη για την ημερομηνία ορισμού της υπόθεσης, κάτι που έγινε και φαίνεται και από τον ηλεκτρονικό φάκελο της απαίτησης.

 

Γ. Αίτηση

 

7.         Η αίτηση στηρίζεται στους «νέους» Κανονισμούς Πολιτικής Δικονομίας (στο εξής οι “ΚΠΔ”) κυρίως στο Μέρος 24. Σημειώνεται ότι λόγω του ότι οι ΚΠΔ έχουν τεθεί σε ισχύ πολύ πρόσφατα, δεν υπάρχει ακόμη δεσμευτική νομολογία από τα Κυπριακά Δικαστήρια.

 

8.         Tο Μέρος 24.2. ΚΠΔ προνοεί τα ακόλουθα:

“Λόγοι έκδοσης συνοπτικής απόφασης

(1) Το δικαστήριο δύναται να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον ενάγοντα ή εναγόμενου επί του συνόλου απαίτησης ή επί συγκεκριμένου ζητήματος αν:

(α) κρίνει ότι: (...)

(ii) ο εναγόμενος δεν έχει πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης της απαίτησης ή του ζητήματος· και

(β) δεν υπάρχει κανένας άλλος επιτακτικός λόγος για τον οποίο η υπόθεση ή το ζήτημα πρέπει να αποφασιστεί σε δίκη.

(...)

24.3. Διαδικασία

(1) Ενάγων δεν δύναται να αιτηθεί την έκδοση συνοπτικής απόφασης μέχρις ότου ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση έχει καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, εκτός αν το δικαστήριο δώσει άδεια.

(2) Αν ενάγων αιτείται την έκδοση συνοπτικής απόφασης προτού ο εναγόμενος εναντίον του οποίου υποβάλλεται η αίτηση καταχωρίσει υπεράσπιση, ο εναγόμενος δεν χρειάζεται να καταχωρίσει υπεράσπιση πριν από την ακρόαση.

(3) Όταν ορίζεται ακρόαση αίτησης για συνοπτική απόφαση, δίδεται στον καθ’ ου η αίτηση (ή στους διαδίκους όταν η ακρόαση ορίζεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο) ειδοποίηση τουλάχιστον 14 ημερών για την ημερομηνία ακρόασης.”

9.         Το Μέρος 24 των ΚΠΔ είναι αντίστοιχο με το Part 24 των Αγγλικών Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας. Οι γενικές αρχές τέτοιου είδους αιτήσεων συνοψίστηκαν στην απόφαση Amersi v Leslie [2023] EWHC 1368 (KB) στην παράγραφο [142] την οποία παραθέτω αυτούσια:

 

“The, now familiar, principles governing summary judgment were summarised in Easyair Ltd -v- Opal Telecom Ltd [2009] EWHC 339 (Ch) [15] per Lewison J (and approved by the Court of Appeal in AC Ward & Sons Ltd -v- Catlin (Five) Ltd [2009] EWCA Civ 1098). Drawing upon other relevant authorities the following can be stated:

1)    The court must consider whether the claimant has a “realistic” as opposed to a “fanciful” prospect of success: Swain -v- Hillman [2001] 1 All ER 91. The criterion is not one of probability; it is absence of reality: Three Rivers DC -v- Bank of England (No.3) [2003] 2 AC 1 [158] per Lord Hobhouse.

2)    A “realistic” claim is one that carries some degree of conviction. This means a claim that is more than merely arguable: ED & F Man Liquid Products -vPatel [2003] EWCA Civ 472 [8]

3)    In reaching its conclusion the court must not conduct a “mini-trial”: Swain -vHillman. This does not mean that the court must take at face value and without analysis everything that a claimant says in his statements before the court. In some cases it may be clear that there is no real substance in factual assertions made, particularly if contradicted by contemporaneous documents: ED & F Man Liquid Products -v- Patel [10]; Optaglio -v- Tethal [2015] EWCA Civ 1002 [31] per Floyd LJ.

4)    However, in reaching its conclusion the court must take into account not only the evidence actually placed before it on the application for summary judgment, but also the evidence that can reasonably be expected to be available at trial: Royal Brompton Hospital NHS Trust -v- Hammond (No.5) [2001] EWCA Civ 550; Doncaster Pharmaceuticals Group Ltd -v- Bolton Pharmaceutical Co 100 Ltd [2007] FSR 63.

5)    Nevertheless, to satisfy the requirement that further evidence “can reasonably be expected” to be available at trial, there needs to be some reason for expecting that evidence in support of the relevant case will, or at least reasonably might, be available at trial. It is not enough simply to argue that the case should be allowed to go to trial because something may “turn up”. A party resisting an application for summary judgment must put forward sufficient evidence to satisfy the court that s/he has a real prospect of succeeding at trial (especially if that evidence is, or can be expected to be, already within his/her possession). If the party wishes to rely on the likelihood that further evidence will be available at that stage, s/he must substantiate that assertion by describing, at least in general terms, the nature of the evidence, its source and its relevance to the issues before the court. The court may then be able to see that there is some substance in the point and that the party in question is not simply playing for time in the hope that something will turn up: ICI Chemicals & Polymers Ltd -vTTE Training Ltd [2007] EWCA Civ 725 [14] per Moore-Bick LJ; Korea National Insurance Corporation -v- Allianz Global Corporate & Speciality AG [2008] Lloyd’s Rep IR 413 [14] per Moore-Bick LJ; and Ashraf -v- Lester Dominic Solicitors & Ors [2023] EWCA Civ 4 [40] per Nugee LJ. Fundamentally, the question is whether there are reasonable grounds for believing that disclosure may materially add to or alter the evidence relevant to whether the claim has a real prospect of success: Okpabi -v- Royal Dutch Shell Plc [2021] 1 WLR 1294 [128] per Lord Hamblen.

6)    Lord Briggs explained the nature of the dilemma in Lungowe -v- Vedanta Resources plc [2020] AC 1045 [45]: “… On the one hand, the claimant cannot simply say, like Mr Micawber, that some gaping hole in its case may be remedied by something which may turn up on disclosure. The claimant must demonstrate that it has a case which is unsuitable to be determined adversely to it without a trial. On the other, the court cannot ignore reasonable grounds which may be disclosed at the summary judgment stage for believing that a fuller investigation of the facts may add to or alter the evidence relevant to the issue…”

7)    The Court may, after taking into account the possibility of further evidence being available at trial, and without conducting a ‘mini-trial’, still evaluate the evidence before it and, in an appropriate case, conclude that it should “draw a line” and bring an end to the action: King -v- Stiefel [2021] EWHC 1045 (Comm) [21] per Cockerill J.”

 

10.      Όσον αφορά την ερμηνεία της φράσης “πραγματική προοπτική επιτυχούς υπεράσπισης” της απαίτησης έχω αντλήσει καθοδήγηση από την αγγλική υπόθεση Swain v Hillman and another [2001] 1 All ER 91 στην οποία αναφέρθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

 

“The words 'no real prospect of succeeding' do not need any amplification, they speak for themselves. The word 'real' distinguishes fanciful prospects of success or, as Mr Bidder QC submits, they direct the court to the need to see whether there is a 'realistic' as opposed to a 'fanciful' prospect of success.”

(η υπογράμμιση του Δικαστηρίου)

 

11.      Σημειώνεται επίσης ότι ως έχει πάγια νομολογηθεί η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης είναι κατ' εξαίρεση διαδικασία που παρακάμπτει την κανονική διαδικασία της ακρόασης των αγωγών, αφού ουσιαστικά, υπό τις κατάλληλες συνθήκες, αποκλείει στον Εναγόμενο να αμφισβητήσει την εναντίον του αξίωση και ως εκ τούτου μόνο σε ξεκάθαρες περιπτώσεις δύναται να εκδοθεί συνοπτική απόφαση (βλ.Χριστόδουλος Μεττή κ.α. ν. Τράπεζας Κύπρου, (2002) 1 Α.Α.Δ. 417, Ιουλία Μαγγλή ν. C.B.C.I Cyprus - Balkan Consulting and Investment Ltd, (2004) 1 (Α) Α.Α.Δ. 896). Θεωρώ ότι οι εν λόγω αρχές συμπίπτουν και στην υπό κρίση αίτηση παρά την εξέταση της στη βάση των ΚΠΔ.

 

12.      Τούτων λεχθέντων, προχωρώ να εξετάσω την παρούσα αίτηση στη βάση των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης.

 

13.      Αρχικά σημειώνω ότι στην προκειμένη περίπτωση η ειδοποίηση στην Εναγόμενη για την ημερομηνία Ακρόασης της αίτησης ήταν πέραν των 14 ημερών, ως προβλέπεται άλλωστε από τους ΚΠΔ (βλ. Μέρος 24.3 (3) ΚΠΔ). Συγκεκριμένα το Δικαστήριο στις 03/04/2025 όρισε την αίτηση για συνοπτική απόφαση για ακρόαση στις 06/05/2025. 

 

14.      Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η Ενάγουσα στηρίζει την απαίτηση της επί απλήρωτων εκδοθεντων τιμολογίων και επί κατάστασης λογαριασμού. Ως είναι σχετικά νομολογημένο, «οι λογαριασμοί εμπορευόμενου δεν αποτελούν αφεαυτών απόδειξη των γεγονότων που καταγράφουν», και «τα γεγονότα που απεικονίζουν πρέπει να αποδειχθούν» (βλ. Παναγιώτης Μαστρής Λτδ ν. Επιπλώσεις Λάσκο Λτδ (2006) 1 ΑΑΔ 728 και A L Mantovani Sons Ltd v. Christis Travel Tourism Ltd (1999) 1 ΑΑΔ 156). Τα τιμολόγια, ως είναι επίσης νομολογημένο, δεν έχουν αυτοδύναμη αποδεικτική αξία (βλ. Palatino Developments Limited v. Telectronics Communication Limited (2002) 1 AAΔ 962 και Demil Imports Exports Ltd v. Ζήνων Η. Κωνσταντινίδης Λτδ (2011) 1 AΑΔ 462), αλλά αφού συνεκτιμηθούν στο σύνολο της μαρτυρίας μπορούν να θεωρηθούν ως ο έγγραφος λογαριασμός μεταξύ διαδίκων (βλ. Γεώγιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Παναγιώτη Πολυβίου (2009) 1 ΑΑΔ 339). Στην υπόθεση Μαστρής (ανωτέρω), όπου η απαίτηση βασίστηκε σε υπόλοιπο κατάστασης λογαριασμού και όχι σε εκδοθέντα τιμολόγια, λέχθηκε ότι «η παρουσίαση των τιμολογίων ήταν μαρτυρία που, αν ήταν αποδεκτή, θα έτεινε να αποδείξει την απαίτηση». Μεταγενέστερα στην απόφαση στην υπόθεση Κλεάνθης Κλεάνθους κ.α. ν. Λευκόνοικο Χρηματιστηριακή Λτδ (2012) 1 ΑΑΔ 1344, το Ανώτατο Δικαστήριο επιβεβαιώνοντας την πρωτόδικη κρίση ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι από τη στιγμή που παρουσιάζεται εκ πρώτης όψεως επαρκής μαρτυρία για να αποδείξει το υπόλοιπο της ισχυριζόμενης οφειλής, εναπόκειται στον αντίδικο να αντικρούσει τα στοιχεία που αποτελούσαν το λογαριασμό, προκειμένου να πείσει το Δικαστήριο ότι η προσκομισθείσα μαρτυρία δεν ήταν επαρκής για να αποδείξει την απαίτηση στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων. Στη δε απόφασή του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση του CITI PRINCIPAL INVESTMENTS LTD v. Γιωργάλλα, Πολ. Εφ. 271/2012, ημερομηνίας 10/07/2018, ECLI:CY:AD:2018:A348, το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση αναφέροντας, μεταξύ άλλων, τα εξής, αναφορικά με τη θέση της εκεί εφεσείουσας: «… η ουσία είναι ότι η εφεσείουσα, στο ισοζύγιο των πιθανοτήτων, ήτοι κατά πόσο η εκδοχή της είναι πιο πιθανή παρά όχι, είχε δώσει ικανοποιητικά στοιχεία μαρτυρίας προς υποστήριξη της αξίωσης της. Αναμφίβολα θα μπορούσε να έδινε περισσότερες λεπτομέρειες, ακόμη και να υποστήριζε την αξίωση με πρόσθετα στοιχεία και έγγραφα, αλλά εκείνο το οποίο είχε παρουσιάσει, δηλαδή, το Τεκμήριο 1, ήταν ικανοποιητικό. Πρόκειτο για κατάσταση λογαριασμού στην οποία αποτυπωνόταν όλο το ιστορικό των συναλλαγών με την εφεσίβλητη, με γνώση του περιεχομένου του από τον Μ.Ε.1, ο οποίος ως λειτουργός του Back Office ήλεγχε τις συναλλαγές. Η κατάσταση δόθηκε στην εφεσίβλητη, η ίδια βρισκόταν στο πάτωμα του Χ.Α.Κ. ως συνεργάτης της εφεσείουσας και ανά πάσα στιγμή μπορούσε και να γνωρίζει και να αμφισβητήσει τις πράξεις».

 

15.      Λαμβάνοντας υπόψη τα ανωτέρω και αυτά που η Ενάγουσα περιέχει στην ένορκη της δήλωση που συνοδεύει την αίτηση και στα τεκμήρια που επισύναψε (βλ. Τεκμήριο 3 - σχετική αλληλογραφία όπου φαίνεται ότι αποστέλλονταν τα τιμολόγια από την Ενάγουσα στην Εναγόμενη και οι απαντήσεις της Εναγόμενης ότι θα τα αποστείλει στο «Financial Department» αυτής) κρίνω ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει ότι παρείχε υπηρεσίες στην Εναγόμενη στη βάση συμφωνίας, που όπως και να έχει είναι αποδεκτή από τα διάδικα μέρη, ότι έκδωσε για τις υπηρεσίες που παρείχε σχετικά τιμολόγια και διατηρούσε σχετική κατάσταση λογαριασμού στην οποία φαίνεται η έκδοση των σχετικών τιμολογίων, τα οποία εξακολουθούν να είναι οφειλόμενα από την Εναγόμενη στην Ενάγουσα. Όσον αφορά την Υπεράσπιση της Εναγόμενης και τη θέση της Ενάγουσας περί απουσίας πραγματικής προοπτικής επιτυχίας της υπεράσπισης της Εναγόμενης τείνω να συμφωνήσω καθότι οι ισχυρισμοί που προβάλλονται από την Εναγόμενη στο δικόγραφο της είναι γενικοί και αόριστοι, χωρίς να προβάλλεται οτιδήποτε συγκεκριμένο. Συνεπώς, θεωρώ ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει την απαίτηση της στο βαθμό που απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις και ουσιαστικά οι θέσεις της έχουν παραμείνει αναντίλεκτες.

 

Δ. Κατάληξη

 

16.      Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα πιο πάνω κρίνω ότι δικαιολογείται η έκδοση συνοπτικής απόφασης ως η παράγραφος Ι της Έκθεσης Απαίτησης και εκδίδεται ανάλογη διαταγή. Επιδικάζεται περαιτέρω νόμιμος τόκος επί του επιδικασθέντος ποσού από την ημερομηνία καταχώρησης της απαίτησης, ήτοι  05/02/2024 μέχρι εξοφλήσεως.

 

17.      Όσον αφορά τα έξοδα και της απαίτησης και της υπό κρίση αίτησης, δεν βλέπω κάποιο λόγο για τον οποίο να πρέπει να διαφοροποιηθεί η παρούσα περίπτωση από τον γενικό κανόνα. Ως εκ τούτου, λαμβάνοντας υπόψη και τον κατάλογο εξόδων που έχει καταχωρήσει στο ηλεκτρονικό σύστημα η Ενάγουσα και προβαίνοντας το Δικαστήριο σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων, ως προβλέπεται από το Μέρος 39.7 των ΚΠΔ, επιδικάζεται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον της Εναγόμενης ως έξοδα τόσο της απαίτησης όσο και της παρούσας αίτησης το ποσό των €3079, πλέον Φ.Π.Α., πλέον το ποσό των €183 ως πραγματικά έξοδα.

 

 

 

(Υπ.)……………………………….

                                                                                   Α. Κούρα προσ. Ε.Δ.

 

 

Πιστόν αντίγραφο

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο