ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Λ. ΧΑΒΙΑΡΑ, Προσ. Ε.Δ.
Αρ. Υπ. 765/2021
Μεταξύ:
ΔΙΕΥΘΥΝΤΡΙΑ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ
Κατηγορούσας Αρχής
-και-
1. N…. & N… LLC
2. Χ… Ν….
Κατηγορούμενοι
Ημερομηνία: 7.8.2025
Για την Κατηγορούσα Αρχή: κ. Προδρόμου
Για Κατηγορούμενους και προσωπικά: κ. Νεοφύτου
ΑΠΟΦΑΣΗ
Το Κατηγορητήριο
Οι Κατηγορούμενοι, ως τροποποιήθηκε το κατηγορητήριο, αντιμετωπίζουν κατηγορίες σε σχέση με ισχυριζόμενες παραβάσεις του Νόμου που προνοεί για την προστασία των μισθών, των περί της οργάνωσης του χρόνου εργασίας Νόμου, των περί ενημέρωσης του εργοδοτούμενου από τον εργοδότη για τους όρους που διέπουν τη σύμβαση ή σχέση εργασιας Νόμων και του Ποινικού Κώδικα.
Συγκεκριμένα, η Κατηγορούμενη 1 κατηγορείται για μη πληρωμή μισθού σε μηνιαίως αμειβόμενο πρόσωπο δηλαδή περί το τέλος Ιουνίου 2020 δεν κατέβαλε σε εργοδοτούμενη τον 13ο μισθό της για το 2020 ύψους €333 καθαρά (1η κατηγορία), για μη καταβολή σε εργοδοτούμενη περί το τέλος Ιουνίου 2020 αναλογία ετήσιας άδειας για 4,6 ημέρες ύψους €170 καθαρά (3η κατηγορία), για παράλειψη να ενημερώσει γραπτώς, από την έναρξη εργοδότησης και εντός ενός μηνός από την έναρξη, εργοδοτούμενη για τους βασικούς όρους απασχόλησης της (5η κατηγορία), για μη παρουσίαση στο γραφείο εργασιακών σχέσεων Λάρνακας – Αμμοχώστου αντίγραφα γραπτής ενημέρωσης της εργοδοτούμενος για τους βασικούς όρους εργοδότησης της εργοδοτούμενης, καταστάσεις μισθοδοσίας και αποδείξεις πληρωμής μισθού και αποδείξεις πληρωμής ετήσιας άδειας της εργοδοτούμενης ως είχε ζητηθεί να πράξει από αρμόδιο λειτουργό (6η, 8η και 9η κατηγορίες)
Ο Κατηγορούμενος 2 κατηγορείται ότι ως διευθυντής της Κατηγορούμενης 1 παρακίνησε την τελευταία στην διάπραξη των αδικημάτων (2η, 4η και 7η, κατηγορίες).
Η Μαρτυρία
Η Κατηγορούσα Αρχή για να αποδείξει την υπόθεσης της παρουσίασε τρεις μάρτυρες. Την Μ.Ο. που κατά την επίδικη περίοδο ήταν λειτουργός στο Τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας (εφεξής «το Τμήμα») (ΜΚ1), την Χ.Σ. που είναι η παραπονούμενη (ΜΚ2) και τον Μ.Λ. διοικητικό λειτουργό στο Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων (ΜΚ3). Οι Κατηγορούμενοι αφότου κλήθηκαν να προβάλουν υπεράσπιση τήρησαν την σιωπή τους και δεν κάλεσαν κάποιο μάρτυρα υπεράσπισης
Μαρτυρία ΜΚ1
H MK1 κατάθεσε έκθεση (Τεκμήριο Α) στην οποία αναφέρει μεταξύ άλλων, ότι κατά την 13.7.2020 η ΜΚ2 υπόβαλε στο Τμήμα ηλεκτρονικά το παράπονο της (Τεκμήριο 1) αναφέροντας ότι η Κατηγορούμενη 1 της οφείλει αναλογία για την ετήσια άδεια που δεν έλαβε καθώς και αναλογία 13ου μισθού, δηλώνοντας ότι λάμβανε μισθό €800. Η περίοδος απασχόλησης της ΜΚ2 σύμφωνα με την ίδια ήταν 7.11.2019 με 7.6.2020. Κοινοποίησε επίσης στο Τμήμα αντίγραφο ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 9.6.2020 με το οποίο υπέβαλλε την παραίτηση της (Τεκμήριο 2) καθώς και αναλυτική κατάσταση αποδοχών κοινωνικών ασφαλίσεων (Τεκμήριο 3) στην οποία εμφανίζονται ασφαλιστέες εισφορές για 13ο μισθό για το έτος 2019. Η ΜΚ1 επικοινώνησε με την ΜΚ2 στις 20.7.2020 και η τελευταία της ανάφερε ότι η συμφωνία για 13ο μισθό ήταν προφορική και δεν είχε γραπτούς όρους εργοδότησης.
Την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 21.7.2020 η ΜΚ1 επικοινώνησε με την Α.Θ. από πλευράς Κατηγορούμενης 1 η οποία της ανάφερε ότι δεν γνωρίζει λεπτομέρειες και θα έπρεπε η ΜΚ1 να μιλήσει με τον Κατηγορύμενο 2. Στις 27.7.2020 επικοινώνησε μαζί της ο Θ.Ν. εκ μέρους της Κατηγορούμενης 1, τον οποίο και ενημέρωσε για το παράπονο που υποβλήθηκε και για τους ισχυρισμούς της ΜΚ2. Ο Θ.Ν. επιβεβαίωσε ότι οι υπάλληλοι της Κατηγορούμενης 1 λαμβάνουν 13ο μισθό και είπε στην ΜΚ1 ότι θα έβλεπε το θέμα με το λογιστήριο και θα επικοινωνούσε ξανά μαζί της.
Η ΜΚ1 μίλησε ξανά με τον Θ.Ν. στις 4.8.2020 και εκείνος την παράπεμψε στον Κατηγορούμενο 2 ο οποίος δεν της απάντησε. Της απάντησε όμως στις 5.8.2020 και τον ενημέρωσε σχετικά με το παράπονο της ΜΚ2. Εκείνος, σύμφωνα με την ΜΚ1, ισχυρίστηκε πως δεν οφείλεται οτιδήποτε στην ΜΚ2 γιατί η συμπεριφορά της δεν ήταν καλή και δεν εκτελούσε ορθά τα καθήκοντα της, με την ΜΚ1 να εξηγεί ότι αυτό δεν πρέπει να επηρεάσει τις οφειλές προς την ΜΚ2. Αναφορικά με τις ετήσιες άδειες, ο Κατηγορούμενος 2 είπε στην ΜΚ1 ότι η ΜΚ2 δεν εργαζόταν συνέχεια κατά την περίοδο της καραντίνας, επομένως αφού έμενε σπίτι της, έλαβε τις άδειες της. Η ΜΚ1 ισχυρίστηκεε ότι εφόσον δεν υπήρξε συγκατάθεση της ΜΚ2, οι ετήσιες άδειες δεν μπορούσαν να υπολογιστούν σε εκείνη την περίοδο και ο Κατηγορούμενος 2 της είπε να προχωρήσουν δικαστικά. Η ΜΚ1 του είπε ότι θα σταλεί επιστολή από το Τμήμα μέσω τηλεομοιότυπου για να απαντήσει με τις θέσεις του.
Ακολούθως, στις 6.8.2020 η ΜΚ1 απέστειλε την επιστολή (Τεκμήριο 4) προς την Κατηγορούμενη 1 ζητώντας πληροφορίες / στοιχεία, καθώς και τη σύμβαση εργοδότησης της ΜΚ2 η οποία απαντήθηκε στις 10.8.2020 (Τεκμήριο 5) χωρίς όμως να προσκομίζονται τα στοιχεία που ζητήθηκαν. Στις 12.10.2020, η Κατηγορούμενη 1 απέστειλε στο Τμήμα επιστολή (Τεκμήριο 8) με αντίγραφο κάποιας σύμβασης η οποία σύμφωνα με τον Κατηγορούμενο 2 αφορούσε όλο το προσωπικό, δεν ήταν όμως υπογραμμένη από την Κατηγορούμενη 1 ούτε υπήρχε κάποιο αποδεικτικό ότι λάμβαναν γνώσοι οι υπάλληλοι ή ότι ίσχυε (η σύμβαση) για την ΜΚ2.
Η ΜΚ1 αναφέρει επιπρόσθετα ότι, η ΜΚ2 απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στο Τμήμα ημερομηνίας 5.8.2020 (Τεκμήριο 6) αναφέροντας ότι κατά την διάρκεια που απασχολήθηκε στην Κατηγορούμενη 1, έλαβε 7 ημέρες άδεια μέσα στο 2020. Επομένως, σύμφωνα πάντα με την ΜΚ1, εφόσον εργάστηκε συνολικά 7 μήνες, η ετήσια άδεια που δικαιούται υπολογίζεται διαιρώντας τις 20 ημέρες που δικαιούται ένας υπάλληλος που εργάζεται 5 ημέρες την εβδομάδα, δια τους 12 μήνες του έτους και στη συνέχεια πολλαπλασιάζοντας με τους 7 μήνες που εργάστηκε, σημαίνει ότι, η ΜΚ2 δικαιούτο σε 11,6 ημέρες ετήσια άδεια. Εφόσον έλαβε ως είπε στην ΜΚ1 7 ημέρες, απέμεναν στην ΜΚ2 4,6 ημέρες ετήσιας άδειας να πληρωθεί. Προσθέτει η ΜΚ1 αναφέροντας ότι για να υπολογιστεί η πληρωμή για τις πιο πάνω ημέρες, διαιρείται ο μισθός της ΜΚ2 ο οποίος ήταν €800 καθαρά, με τις 4,33 εδβομάδες που έχει κατά μέσο όρο ένας μήνας και στη συνέχεια διαιρείται με τις 5 ημέρες που η ΜΚ2 εργαζόταν δίδοντας αποτέλεσμα €36,95 ανά ημέρα. Πολλαπλασιάζεται ακολούθως το ποσό αυτό με τις 4,6 ημέρες ετήσια άδεια με αποτέλεσμα να πρέπει να πληρωθεί στην ΜΚ2 το ποσό των €170 καθαρά. Για τον 13ο μισθό, διαιρείται ο μισθός με τους 12 μήνες του έτους και πολλαπλασιάζεται ακολούθως με τους 5 μήνες του 2020 που εργάστηκε η ΜΚ2 δίδοντας αποτέλεσμα €333 καθαρά. Τότε ίσχυαν τα μέτρα αντιμετώπισης του κορονοιού. Εξ’ όσων γνωρίζει ανάφερε, δεν υπήρχε κάποιο διάταγμα το οποίο ανάστελλε τον 13ο μισθό. Για τον 13ο μισθό υποβλήθηκε στην ΜΚ1 ότι η περίοδος εργοδότησης της ΜΚ2 έληξε στις 31.3.2020 και ως εκ τούτου οι υπολογισμοί της είναι λανθασμένοι. Η ΜΚ1 απάντησε ότι η ΜΚ2 αναφέρθηκε στον Ιούνιο του 2020 και από τη στιγμή που δεν δόθηκαν στοιχεία από πλευράς Κατηγορούμενης 1 ο υπολογισμός έγινε με τα διαθέσιμα στοιχεία.
Στις κοινωνικές ασφαλίσεις φαίνεται ότι ξεκίνησε εργασία τον Δεκέμβριο του 2019. Το Τμήμα χρησιμοποιεί τις καταστάσεις των κοινωνικών ασφαλίσεων ως ένδειξη και όχι ως απόδειξη γιατί πολλές φορές διαπιστώνεται ότι εργοδότες δηλώνουν μεταγνέστερες ημερομηνίες. Επειδή ζητήθηκαν στοιχεία από την πλευρά του εργοδότη και δεν λήφθηκαν, το Τμήμα στηρίχθηκε στον ισχυρισμό της ΜΚ2. Η εργοδοτική πλευρά ανάφερε η ΜΚ1 πρόβαλε ισχυρισμούς περί παράλληλης απασχόλησης της ΜΚ2 όμως από κάποια διερεύνιση που έγινε δεν προέκυψε κάτι τέτοιο.
Στην αντεξέταση της, ερωτώμενη σχετικά με το ποιος θα καθορίσει ποια ήταν η περίοδος απασχόλησης της ΜΚ2 απάντησε ότι από τη στιγμή που η Κατηγορούμενη 1 δεν παραχώρησε τα στοιχεία που ζητήθηκαν, το Τμήμα προχώρησε στηριζόμενο στα όσα ισχυρίστηκε η ΜΚ2. Από τη συνομιλία με τον εργοδότη διαφάνηκε ότι δεν υπήρχε πρόθεση συζήτησης εφόσον της είπε να προχωρήσουν δικαστικά. Αρνήθηκε ότι η επιστολή (Τεκμήριο 4) ήταν ασαφής και αόριστη και είπε ότι ζητήθηκε να προσκομιστούν συγκεκριμένα πράγματα μα δεν προσκομίστηκαν. Αναφορικά με τους όρους εργοδότησης της ΜΚ2, προβλήθηκε η θέση στην ΜΚ1 ότι βασίστηκαν στην ΜΚ2 ως να ήταν Ευαγγέλιο ο λόγος της χωρίς να γίνει άλλη διερεύνηση και η ΜΚ1 απάντησε ότι σύμφωνα με τον νόμο θα πρέπει να πάρει γραπτώς ενημέρωση ο υπάλληλος. Της υποβλήθηκε ότι η ενημέρωση ήταν η συλλογική σύμβαση και απάντησε ότι επικοινώνησε με την ΜΚ2 και της ανάφερε ότι δεν έλαβε γνώση (για την συλλογική σύμβαση).
Αναφορικά με το Τεκμήριο 3 η ΜΚ1 είπε στην αντεξέταση της ότι διερεύνησε το θέμα επειδή ήταν λίγο περίεργη η περίοδος, αναφέροντας όμως ότι η ΜΚ2 δεν υπόβαλε παράπονο για τον μισθό της αλλά για την αναλογία της ετήσιας άδειας. Της υποβλήθηκε ότι για την περίοδο από 16.3.2020 μέχρι τις 12.4.2020 η ΜΚ2 έλαβε επίδομα λόγω κορονοιού ύψους €756,48 ενώ είχε ήδη πληρωθεί τον μισθό της μέχρι την 31.3.2020 και ενώ ήταν περίοδος που δούλευε και έπαιρνε μισθό, δήλωσε ότι δεν δούλευε και πήρε το πιο πάνω επίδομα. Η ΜΚ1 απάντησε ότι θα λάμβανε η ΜΚ2 το επίδομα είτε δούλευε είτε όχι. Της υποβλήθηκαν ακόμη ποσό που έλαβε η ΜΚ2 ύψους €819,52 για την περίοδο 13.4.2020 μέχρι 12.5.2020 ενώ εργαζόταν και η ΜΚ2 απάντησε ότι έγινε κάποιο λάθος από την υπηρεσία επιδομάτων και ότι δεν είναι η δική της η αρμόδια υπηρεσία και ότι πρώτη φορά το ακούει. Σε μετέπειτα παρόμοια υποβολή είπε ότι δεν γνωρίζει και να ρωτήσει ο Κατηγορούμενος 2 την ίδια την ΜΚ2 όταν θα καταθέσει. Επανέλαβε όμως ότι δεν αφορούν τα επιδόματα την παρούσα υπόθεση.
Υποβλήθηκε ακόμη στην ΜΚ1 ότι η ΜΚ2 δεν δούλευε αφού ήταν στο σπίτι και ότι ήρθε το Τμήμα με διάφορες δικαιολογίες να κατηγορήσει τους Κατηγορούμενους, υποβολή με την οποία διαφώνησε η ΜΚ1 αναφέροντας ότι ο ίδιος της είπε τηλεφωνικά να προχωρήσει δικαστικά. Της υποβλήθηκε επίσης ότι τα επιδόματα δεν ήταν ικανά να συμπληρώσουν μισθό και όπως και να ειδωθεί το θέμα η ΜΚ2 πληρώθηκε περισσότερο από τον μισθό της και η ΜΚ2 επανέλαβε ότι δεν προσκομίστηκαν στοιχεία από πλευράς εργοδότη.
Μαρτυρία ΜΚ2
H ΜΚ2 αναγνώρισε το Τεκμήριο 1 που είναι το παράπονο της και ανάφερε ότι τέλος του 2019 με αρχές του 2020 εργαζόταν στην Κατηγορούμενη 1 ως γραμματέας και ότι είχε προσληφθεί από τον Κατηγορούμενο 2. Η ΜΚ2 είπε επίσης ότι απασχολήθηκε περίπου 6 μήνες και δεν της είχε δοθεί οποιαδήποτε γραπτή ενημέρωση για τους όρους απασχόλησης της. Της υποδείχθηκε επίσης το Τεκμήριο 2 το οποίο αναγνώρισε ως την γραπτή ειδοποίηση παραίτησης που απέστειλε η ίδια στην Κατηγορούμενη 1 και το Τεκμήριο 5 ως ηλεκτρονικό μήνυμα που έστειλε η ίδια αναφέροντας για την άδεια που είχε λάβει από τον Κατηγορούμενο 2 και ζητούσε να πληρωθεί τα υπόλοιπα χρήματα της άδειας της. Ρωτήθηκε από τον κ. Προδρόμου εάν η περίοδος αυτή ενέπιπτε στην περίοδο της πανδημίας και αφού συμφώνησε ανάφερε επιπρόσθετα ότι εργάζονταν κανονικά στο γραφείο και είχαν επίσης έγγραφο το οποίο συμπλήρωναν για να δικαιούνται να κυκλοφορούν τις ώρες 8-4 που ήταν οι ώρες εργασίας. Αναφορικά με το Τεκμήριο 8 (συλλογική σύμβαση) είπε ότι πρώτη φορά το έβλεπε.
Ο κ. Προδρόμου ρώτησε την μάρτυρα εάν ζήτησε αυτά που θεωρούσε ότι δικαιούτο από τους εργοδότες της πριν προβεί σε παράπονο και είπε ότι επί 15 ημέρες προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τον εργοδότη για να ζητήσει τα δικαιώματα της. Στο τηλέφωνο απαντούσε μια κοπέλα από το λογιστήριο και προβαλλόταν συνεχώς η ίδια δικαιολογία, ότι απουσίαζε και δεν μπορούσε να της μιλήσει. Της είχαν πει να ψάξει στα επιδόματα, τι ποσό είχε πληρωθεί και να υπολογίσει τον μισθό της για να δουν αν όντως δικαιούτο το υπόλοιπο του μισθού της, αλλιώς θα έπρεπε να επέστρεφε πίσω χρήματα. Μετά την υποβολή του παραπόνου δεν υπήρξε άλλη επικοινωνία.
Κατά την αντεξέταση της συμφώνησε ότι ο μισθός της ήταν €800 και ότι αυτός δεν άλλαξε. Της υποβλήθηκε ότι για τον 4ο του 2020 έλαβε από την κυβέρνηση €756,48, για την περίοδο 13.4.2020 – 12.5.2020 έλαβε €819,52, για την περίοδο 13.5.2020 – 12.6.2020 έλαβε €851,04 και απάντησε για κάθε περίσταση ότι δεν θυμάται το ποσό, έλαβε όμως ότι δικαιούτο από την κυβέρνηση. Της υποβλήθηκε επίσης ότι για τον 4ο, 5ο και 6ο έλαβε ανεργιακό επίδομα κάτι με το οποίο συμφώνησε. Της υποβλήθηκε ότι για τον κάθε μήνα έλαβε ποσά €500, €500 και €403,83 αντίστοιχα και είπε ότι δεν θυμάται.
Για την εργασία κατά την διάρκεια του κορονοιού της υποβλήθηκε ότι έστειλε προσωπικό μήνυμα στον Κατηγορούμενο 2 την 1η Απριλίου λέγοντας ότι δεν μπορεί να εργαστεί και ανάφερε ότι μίλησε με τον υπεύθυνο συντήρησης των ηλεκτρονικών υπολογιστών ο οποίος της ανάφερε ότι όλα τα γραφεία έκλεισαν, ότι υπάρχει lock down και ότι δεν μπορούσε να γίνει κάτι για να δουλέψουν οι υπολογιστές. Η ΜΚ2 αρνήθηκε ότι μίλησε με το συγκεκριμένο πρόσωπο και ότι αρνήθηκε να εργαστεί. Αρνήθηκε ακόμη ότι έστειλε το συγκεριμένο μήνυμα. Αναφορικά με δεύτερο μήνυμα που της υποβλήθηκε ότι έστειλε, απάντησε ότι δεν το έστειλε αφού εργαζόταν κανονικά και υπήρχε διαταγή της κυβέρνησης να κυκλοφορούν με έντυπο λόγω προστιμάτων.
Ρωτήθηκε εάν κατά την διάρκεια της απασχόλησης της έλαβε ποτέ άδεια και είπε ότι έλαβε την περίοδο του Ιανουαρίου γύρω στις 5 ημέρες για σκοπούς ταξιδιού αναψυχής και αν δεν κάνει λάθος ακόμη μια ημέρα μέσα στον Φεβρουάριο λόγω ασθένειας. Είχε ζητήσει την άδεια από τον Κατηγορούμενο 2 πριν ξεκινήσει η απασχόληση της και αυτός της είπε ότι ήταν οκ. Επί τούτου της τέθηκε η ερώτηση ότι ήξερε να διεκδικήσει άδεια από εκείνον και συμφώνησε. Για την ασθένεια της συμφώνησε ότι ήξερε να στείλει μήνυμα στον Κατηγορούμενο και της υποδείχθηκε το μήνυμα το οποίο αναγνώρισε (Τεκμήριο 9). Ρωτήθηκε ποιο ήταν το ωράριο εργασίας της και απάντησε ότι ήταν 8:00 – 16:00. Ρωτήθηκε που ήταν το γραφείο και αφού απάντησε ρωτήθηκε τι έκανε εκεί ερώτηση στην οποία απάντησε ότι άνοιγε το γραφείο, καθάριζε και ετοίμαζε τους φακέλους. Ρωτήθηκε εάν πήγαινε σε άλλες πόλεις και είπε ότι πήγαινε στα Δικαστήρια της Λάρνακας, Λεμεσού και Λευκωσίας. Ρωτήθηκε επί τούτου πως γνώριζε να κάνει αυτά τα πράγματα και είπε ότι ο Κατηγορούμενος 2 της εξήγησε να κάνει πιστά αντίγραφα και να παρουσιάζεται μαζί του στο Δικαστήριο. Της υποβλήθηκε ότι όπως της εξήγησε και την καθοδηγούσε στα καθήκοντα της, με τον ίδιο τρόπο της παρουσίασε και την συλλογική σύμβαση (Τεκμήριο 8), θέση την οποία αρνήθηκε προσθέτοντας ότι ουδέποτε υπόγραψε συμβόλαιο εργασίας.
Προχωρόντας, ο κ. Νεοφύτου υπόδειξε στην ΜΚ2 το Τεκμήριο 3 με την ΜΚ2 να αναφέρει ότι πρόκειται για τις κοινωνικές απολαβές που πήρε από προηγούμενες εργασίες, αναγνωρίζοντας και τον πρώην εργοδότη της σε αυτό. Εντόπισε επίσης την περίοδο κατά την οποία αναφέρεται στο Τεκμήριο 3 ότι εργοδοτήθηκε στην Κατηγορούμενη 1. Της υποβλήθηκε ότι με βάση το Τεκμήριο 3 η περίοδος εργοδότησης της τελείωσε τον Μάρτιο του 2020 θέση με την οποία διαφώνησε διότι σύμφωνα με όσα την ενημέρωσαν από τις κοινωνικές ασφαλίσεις ήταν μέχρι τέλος Ιουνίου. Ρωτήθηκε η ΜΚ2 εάν ανάφερε στις κοινωνικές ασφαλίσεις τα χρήματα που έλαβε από την κυβέρνηση και είπε ότι είχε ενημέρωσει σχετικά με τα επιδόματα και είπε στις κοινωνικές ασφαλίσεις ότι για εκείνα τα χρήματα ζητήθηκε από την Κατηγορούμενη 1 να δει τι είχε λάβει. Στο γραφείο που εργάστηκε, δεν της ζητήθηκε να δικαιολογήσει τα ποσά γιατί ήταν ποσά που είχε δικαίωμα να λάβει από προηγούμενες εργασίες και ο 13ος δεν ήταν μέσα. Είπε ακόμη, ότι έστειλε και αποδεικτικά στοιχεία και δεν είχε λόγο να πει ψέμματα.
Ρωτήθηκε ακόμη η ΜΚ2 γιατί είχε αποχωρήσει από την προηγούμενη εργασία της και είπε ότι της έλεγαν ότι θα έπαιρνε αύξηση και την έβαζαν να κάνει εξωτερικές δουλειές χωρίς να της πληρώνουν οδοιπορικά. Της υποβλήθηκε ότι από την πρώτη ημέρα που άρχισε να εργάζεται στην Κατηγορούμενη 1 η μόνη της έννοια ήταν να εκδικηθεί τον προηγούμενο εργοδότη της και ζητούσε να προχωρήσει δικαστικά, θέση την οποία αρνήθηκε. Της υποδείχθηκε το Τεκμήριο 10 που ήταν ηλεκτρονικό μήνυμα με θέμα την προηγούμενη εργοδότησης της για καταχώρηση αίτησης εργατικών διαφορών (Τεκμήριο 10) το οποίο παραδέχθηκε ότι απέστειλε με παρότρυνση δικηγόρου η οποία εκμεταλλεύτηκε την δουλειά της και ουδέποτε είχε σκοπό να κινηθεί νομικά εναντίον του πρώην εργοδότη της.
Σε μια μετέπειτα σειρά σχετικών ερωτήσεων της υποβλήθηκε ότι αφού ήρθε στην Κατηγορούμενη 1 και μαθήτευσε και στρατεύτηκε προβαίνει σε καταγγελία χωρίς λόγο για να δει πόσα χρήματα μπορεί να κερδίσει. Στο σημείο αυτό, η ΜΚ2 είπε προς τον Κατηγορούμενο 2 ότι ο ίδιος στην πρώτη συνάντηση της είχε πει όταν είχε αρνηθεί να εργαστεί κοντά του και ότι δεν μπορεί να βοηθήσει ότι θα της εξηγήσει ακριβώς πως λειτουργεί το σύστημα και ότι θα τα κατάφερνε όλα και ότι μετά από κάποια υπόθεση της είπε ότι δεν θα της λέει κανείς ότι το κόκκινο είναι κόκκινο και να το αποδέχεται, να κάνει το άσπρο μαύρο και θα τα κάνει όπως της αρέσει. Αμέσως μετά την ρώτησε τι θέλει από το Δικαστήριο και η ΜΚ2 απάντησε ότι θέλει τα δικαιώματα της. Το χρηματικό ποσό που δικαιούται νόμιμα και μετά να αποφασίσει το Δικαστήριο εάν πρέπει και να τιμωρήσει. Της υποβλήθηκε ότι δεν της οφείλεται οποιοδήποτε ποσό γιατί έλαβε υπερπληρωμές και ότι εκμεταλλεύτηκε την υπηρεσία των κοινωνικών ασφαλίσεων και προσπάθηκε να καταδολιεύσει το κράτος με την ΜΚ2 να απαντά ότι θα το αφήσει στην κρίση του Δικαστηρίου.
Μαρτυρια ΜΚ3
Ο ΜΚ3 ανάφερε ότι ήταν άμεσα εμπλεκόμενος στην ομάδα διαχείρισης επιδομάτων που καταβάλλονταν κατά την περίοδο του κορονοιού. Προς τούτο κατάθεσε εκτυπώσεις από το σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων οι οποίες περιλαμβάνουν τον κατάλογο εργοδοτήσεων της ΜΚ2, τα επιδόματα που έλαβε, τον κατάλογο παροχών και οι περίοδοι για τις οποίες έχουν εγκριθεί (Τεκμήριο 11). Τα επιδόματα κάλυπταν τον μισθό ενός υπαλλήλυ με βάση τις ασφαλιστικές μονάδες που είχε τον προηγούμενο χρόνο. Δεν συμπεριελάβαν αναλογία άδειας και 13ο μισθό, τα οποία ήταν υπόχρεος ο εργοδότης να καταβάλει.
Στην αντεξέταση του ανάφερε επίσης ότι υπήρχε πρόνοια σε διοικητική πράξη η οποία προσδιόριζε ότι θα λαμβάνεται το 60% του μισθού με βάση το προηγούμενο έτος. Δεν γνωρίζει την φόρμουλα υπολογισμού. Ήταν θέση της υπεράσπισης ότι ο μισθός της ΜΚ2 ήταν €800 και πληρώθηκε επίδομα €756,48 για την περίοδο 16.3.2020 μ3 12.4.2020 επομένως οι εργοδότες πλήρωσαν €43 για να συμπληρωθούν τα €800 κάτι το οποίο δεν γνώριζε είπε ο ΜΚ3. Για την περίοδο 13.4.2020 με 12.5.2020 του υποβλήθηκε ότι έλαβε €819,50 δηλαδή €19,50 περισσότερα από τον μισθό της με τον ΜΚ3 να απαντά ότι δεν έχει κάτι να πει επί τούτου. Είπε όμως για τα σχέδια της κυβέρνησης ότι οι εργοδότες είχαν την επιλογή να μην ενταχθούν σε αυτά. Το κράτος είπε ότι θα βοηθούσε με το να καταβάλλει το 60% και προς τούτο θα έπρεπε οι εργοδότες να συμπληρώσουν και να υποβάλουν αιτήσεις με τα στοιχεία των υπαλλήλων για να πληρωθούν από το κράτος νοουμένου ότι δυο μήνες μετά την τελευταία ημερομηνία που θα πληρώνονταν, να μην απολυθούν.
Η εργοδότηση της ΜΚ2 στην Κατηγορούμενη 1 σύμφωνα με το Τεκμήριο 11 άρχισε την 1.12.2019 και έληξε την 1.5.2020. Με βάση την λήψη των επιδομάτων φαίνεται πως αυτό δεν είναι ορθό για το λόγο ότι το τελευταίο επίδομα που έχει λάβει αφορούσε περίοδο από 13.5.2020 μέχρι 12.6.2020 και η απόφαση λήφθηκε 17.6.2020. Βασική προϋπόθεση για λήψη επιδόματος είναι να υπάρχει ανοικτή εργοδότηση. Άρα αφού η απόφαση, σύμφωνα με τον ΜΚ3, λήφθηκε στις 17.6.2020 φαίνεται ότι ο τερματισμός της έργοδότησης της (1.5.2020) έγινε σε προγενέστερη ημερομηνία και όταν έτρεξε το σύστημα στις 17.6.2020 βρήκε ανοικτή εργοδότηση και για αυτό της καταβλήθηκε ανεργιακό επίδομα. Για την περίοδο εργοδότησης της ο ΜΚ3 συμφώνησε στην αντεξέταση ότι αυτή διήρκησε 5 μήνες.
Για το πιο πάνω ανάφερε στην αντεξέταση του ότι εκείνη η αίτηση η οποία υποβλήθηκε από τον εργοδότη αξιολογήθηκε από το σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων και εφόσον υπήρχε ανοικτή εργοδότηση και αντίστοιχη περσινή στην βάση της οποίας θα μπορούσε να γίνει υπολογισμός, εγκρίθηκε την επόμενη ημέρα, δηλαδή στις 18.6.2020 και καταβλήθηκε το ποσό στον εργοδότη για να πληρωθεί η υπάλληλος. Είπε ακόμη ότι η τελευταία ημερομηνία του σχεδίου ήταν η 12.6.2020. Εκείνο το καιρό επειδή ήταν κάτι πρωτόγνωρο, έτρεχαν ζωντανά οι διαδικασίες κατά κάποιο τρόπο. Άρα από 12.6.2020 μέχρι και μια ημερομηνία (είπε την 16.6.2020 παραδείγματος χάριν) οι εργοδότες που γνωρίζουν ποιοι είναι οι υπάλληλοι τους και ποιοι τερμάτισαν την εργοδότηση, υποβάλλαν την αίτηση στο σύστημα των κοινωνικών ασφαλίσεων. Άρα το κράτος έπρεπε να εμπιστευτεί τις δηλώσεις αυτές και στην προκείμενη περίπτωση για την ΜΚ2 ήταν τέλος του Μάη. Στο σημείο αυτό ο κ. Νεοφύτου υπόβαλε ότι ήταν τέλος Απριλίου με τον ΜΚ3 να διερωτάται γιατί συμπεριλήφθηκε στην αίτηση τότε η περίοδος 13.5.2020 με 12.6.2020 και τον κ. Νεοφύτου να αναφέρει λόγω του ότι τότε δεν επέτρεπε το σύστημα συγκεντρωτική υποβολή ανά μήνα.
Ο ΜΚ3 ακολούθως είπε προς τον κ. Νοεφύτου ότι αφού γνώριζε ότι δεν ήταν υποχρεωτικό όσες ανοικτές εργοδοτήσεις υπήρχαν να συμφωνούν και να συμφιλιώνονται με την αίτηση που υποβαλλόταν, του τέθηκε η θέση ότι το τελευταίο πράγμα που ήθελαν να κάνουν ήταν να δηλώσουν ότι κάποιος απολύθηκε. Η ΜΚ2 είχε εγκαταλείψει την εργασία της αλλά επιστολή παραίτησης δεν είχε δώσει γιατί ήθελε να επωφεληθεί με τα χρήματα που θα λάμβανε από το κράτος και ο ΜΚ3 απάντησε ότι με τον τρόπο που ενήργησαν την βοήθησαν να το πετύχει. Ο ΜΚ3 είπε ότι τα χρήματα πληρώθηκαν στον εργοδότη με τον κ. Νεοφύτου να υποβάλλει ότι ουδέποτε πληρώθηκαν ως εργοδότες αυτά τα χρήματα, θέση την οποία απέρριψε ο ΜΚ3. Σε μετέπειτα σειρά σχετικών ερωτήσεων, ο ΜΚ3 είπε ότι δεν έχει σημασία σε ποιον καταβλήθηκαν.
Ο ΜΚ3 υπόδειξε επίσης σε υποβολή του κ. Νεοφύτου, ότι η ΜΚ2 περίμενε να πάρει χρήματα και μετά να στείλει επιστολή παραίτησης, πως ήταν παράνομο να συγκατανεύσουν να δηλώσουν την ΜΚ2 στα σχέδια ενώ δεν ήταν υπάλληλος και ακολούθως ο ΜΚ3 απέδωσε κίνητρο στους Κατηγορούμενους να αποκρύψουν ότι η ΜΚ2 έφυγε από την εργασία για να επωφεληθούν εκείνοι τα χρήματα δεδομένου του ότι δεν θα έπιανε ξανά μισθό η ΜΚ2. Η υπεράσπιση επέμεινε ότι δεν έγινε ορθά η εξέταση της καταγγελίας της ΜΚ2 και ο ΜΚ3 είπε ότι δεν υπήρχε καταγγελία για να εξεταστεί από το Υπουργείο Εργασίας ότι δεν έλαβε επίδομα. Το Τμήμα υπάγεται στο Υπουργείο όμως υπάρχουν ανεξάρτητα τμήματα με τον διευθυντή τους και τα καθήκοντα τους που ασχολούνται με συγκεκριμένα θέματα. Του υποβλήθηκε ότι έπρεπε να γίνει η δέουσα έρευνα για τα χρήματα αυτά και ο ΜΚ3 απάντησε ότι γενεσιουργός αιτία της καταβολής των επιδομάτων ήταν η αίτηση του εργοδότη. Αρνήθηκε περαιτέρω υποβολές ότι έγινε ελλιπής έρευνα ή ότι το Υπουργείο έπρεπε να διερευνήσει οτιδήποτε περαιτέρω και επανέλαβε ότι την ευθύνη την είχε ο εργοδότης όταν κατάθετε την αίτηση.
Αγορεύσεις
Ο κ. Νεοφύτου παράδωσε γραπτό κείμενο στο Δικαστήριο ενώ αγόρευσε και προφορικά. Ο κ. Προδρόμου αγόρευσε προφορικά. Αμφότεροι οι συνήγοροι υποστήριξαν τις θέσεις τους παραπέμποντας και σε Νομολογία. Το περιεχόμενο και οι εισηγήσεις των διαδίκων έχουν μελετηθεί προσεκτικά από το Δικαστήριο στα πλαίσια μελέτης της υπόθεσης για σκοπούς έκδοσης της παρούσας απόφασης έστω και αν δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά και επανάληψη στο περιεχόμενο των αγορεύσεων τους.
Αξιολόγηση
Παρακολούθησα με προσοχή τους μάρτυρες. Ολόκληρη η μαρτυρία τους έχει καταγραφεί στα πρακτικά και έχει αποτιμηθεί στο σύνολο της. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας τους, έχοντας εξετάσει και το περιεχόμενο των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια, έλαβα υπόψη την εικόνα τους στο Δικαστήριο αλλά εξέτασα επίσης την μαρτυρία τους και υπό το φως της ανθρώπινης πείρας και συμπεριφοράς, στοιχείο αποφασιστικής σημασίας για να καταλήξει το Δικαστήριο ως προς την αξιοπιστία τους (βλ. Ζαβρού ν. Χαραλάμπους (1996) 1 Α.Α.Δ 447, Χριστοφή ν Ζαχαριάδη (2002) 1 Α.Α.Δ 401, Παπαδοπούλου v Αστυνομίας (2007) 2 Α.Α.Δ 173, Κυπριανού ν Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ 816). Μικρές αντιφάσεις σε ασήμαντες λεπτομέρειες ή ελαχίστου σημασίας ανακρίβειες δεν καταστρέφουν την όλη αξιοπιστία του μάρτυρα, την οποία το Δικαστήριο δεν εξετάζει αποσπασματικά (βλ. Κουδουνάρης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ 320).
Με βάση τα πιο πάνω προχωρώ να καταγράψω όσα αποκόμισα από την ενώπιον μου μαρτυρία.
ΜΚ1
Η ΜΚ1 άφησε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Κατάθεσε με σαφήνεια και λεπτομερώς σε σχέση με τις ενέργειες στις οποίες προέβη ως επιθεωρήτρια και λειτουργός που χειρίστηκε την υπό εξέταση περίπτωση. Οι δε υπολογισμοί στους οποίους προέβη για να καταλήξει στα ποσά που αφορούν στις κατηγορίες 1 και 3 δεν έχουν αντικρουστεί με μαρτυρία εφόσον κατά το στάδιο που η υπεράσπιση έπρεπε να παρουσιάσει μαρτυρία δεν το έπραξε. Αναφορικά με το ζήτημα της περιόδου απασχόλησης της ΜΚ2, η ΜΚ1 εντόπισε ότι η εργοδότηση της άρχισε τον Δεκέμβριο του 2019 θέση η οποία συνάδει με το Τεκμήριο 11 και την μαρτυρία του ΜΚ3. Σε σχέση με τα αιτούμενα στοιχεία από πλευράς εργοδότη γίνεται αποδεκτή η μαρτυρία της. Το κατά πόσο συνιστά συμμόρφωση από πλευράς εργοδότη τα όσα αποστάλθηκαν με τις ως εκ της θέσης της υποδείξεις είναι ζήτημα που θα απασχολήσει σε κατοπινό στάδιο της παρούσας απόφασης. Στη βάση των πιο πάνω, αποτελεί κατάληξη μου ότι η ΜΚ1 κατέθεσε με την ίδια ανεξαρτησία και αμεροληψία που την διακατείχε στο πλαίσιο διερεύνησης του επίδικου παραπόνου και καταγραφής των όσων έλαβαν χώρα στο Τεκμήριο Α, ως άλλωστε αναμενόταν από μια λειτουργό, επιφορτισμένη με τα εν λόγω καθήκοντα να πράξει Δεν έχω αμφιβολία ότι η εν λόγω μάρτυρας ήταν μάρτυρας της αλήθειας και αποδέχομαι την μαρτυρία της.
ΜΚ2
Αναφορικά με την ΜΚ2, σημειώνω ευθύς εξ’ αρχής ότι οι λόγοι για τους οποίους η εργοδότηση της ΜΚ2 διακόπηκε ή η γενικότερη σχέση της με τους εργοδότες της στον βαθμό που δεν αφορά την διαφορά που εξετάζεται στα πλαίσια της παρούσας υπόθεσης δεν θα απασχολήσουν το Δικαστήριο. Ούτε ασφαλώς είναι έργο του παρόντος Δικαστηρίου να αποδώσει τις οποιεσδήποτε ευθύνες στην υπάλληλο ή και στον εργοδότη για θέματα που δεν άπτονται του παραπόνου που υπόβαλε η ΜΚ2 στο Τμήμα.
Παρά την εμφανή αμηχανία της ΜΚ2 κατά την μαρτυρία της, την οποία αποδίδω στο ότι απέναντι της είχε τον πρώην εργοδότη της, η εν λόγω μάρτυρας άφησε θετικές εντυπώσεις στο Δικαστήριο. Από την μαρτυρία της δεν αμφισβητείται ότι η ΜΚ2 είχε σχέση εργοδότη – εργοδοτούμενου με την Κατηγορούμενη 1. Δεν έχει επίσης αμφισβητηθεί με οποιοδήποτε τρόπο ότι η ΜΚ2 δικαιούτο να λάβει 13ο μισθό. Δεν διέλαθε της προσοχής μου ότι σε σειρά ερωτήσεων σε σχέση με τους όρους εργοδότησης της, η ΜΚ2 έδειξε να έχει πλήρη γνώση αναφερόμενη ότι τις τα εξήγησε ο Κατηγορούμενος 2. Δεν μπορεί όμως να γίνει αποδεκτό ότι της γνωστοποιήθηκαν και γραπτώς. Μπορεί μεν να παρουσιάστηκε το Τεκμήριο 8 το οποίο αποτελεί την κατ’ ισχυρισμό συλλογική σύμβαση όλων των υπαλλήλων, πλην όμως δεν φέρει την υπογραφή της ΜΚ2 ούτε φαίνεται σε κάποιο έγγραφο ότι κοινοποιήθηκαν εγγράφως οι όροι εργοδότησης της ΜΚ2 σε αυτήν. Από την μαρτυρία της γίνεται επίσης αποδεκτό ότι πληρώθηκε επιδόματα από την κυβέρνηση, κάτι που της είχε υποβληθεί και αποδέχθηκε. Γίνεται επίσης αποδεκτή η θέση της ότι της αναφέρθηκε από προσωπικό της Κατηγορούμενης 1 ότι πρέπει να δώσει τα στοιχεία σε σχέση με τα επιδόματα που έλαβε για να εξεταστεί τι πήρε ή τι πρέπει να επιστρέψει, όπως επίσης γίνεται αποδεκτή η θέση της ότι κατά την περίοδο του κορονοϊού εργάζονταν κανονικά στην Κατηγορούμενη 1 και προς τούτο κυκλοφορούσαν με έντυπο εργασίας, καθότι δεν έχουν αντικρουστεί με οποιοδήποτε τρόπο. Αναφορικά με την περίοδο εργοδότησης της δεν μπορεί να είναι εκείνη που δήλωσε όταν υπόβαλλε το παράπονο της εφόσον η πραγματική περίοδος αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 11. Κατά τα λοιπά δεν έχω εντοπίσει οτιδήποτε στην μαρτυρία της ικανό να ανατρέψει την αξιοπιστία της.
ΜΚ3
Θετική εντύπωση άφησε και ο ΜΚ3. Ο εν λόγω μάρτυρας κατάθεσε με φυσικότητα, δεν κλονίστηκε σε κανένα σημείο της αντεξέτασης, απαντούσε αυθορμητισμό στις ερωτήσεις που του υποβάλλονταν, δεν επιχείρησε να αναφερθεί σε γεγονότα που δεν ενέπιπταν στο πεδίο της γνώσης του και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι ήταν μάρτυρας της αλήθειας. Σημειώνω περαιτέρω και επιπρόσθετα προς τα πιο πάνω ότι, ο ΜΚ3 με τα όσα κατάθεσε, έθεσε το ζήτημα επί τους ουσίας της υπόθεσης στην ορθή του διάσταση, επισημαίνοντας ότι για να καταβληθούν στην ΜΚ2 τα επιδόματα, η εκάστοτε αίτηση υποβαλλόταν από τον εργοδότη της. Θέση η οποία παράμεινε αναντίλεκτη.
Η θέση της υπεράσπισης ως εκφράστηκε από τον κ. Νεοφύτου ήταν ότι η ΜΚ2 δεν έπρεπε να πληρωθεί οτιδήποτε λόγω υπερπληρωμών που τις έγιναν στα επιδόματα που έλαβε από την κυβέρνηση. Η ειλικρίνεια του ΜΚ3 και σε αυτό το σημείο φαίνεται από το γεγονός ότι δεν δίστασε να αναφέρει ότι με βάση τα επιδόματα που έλαβε η ΜΚ2 όπως καταγράφονται στο Τεκμήριο 11, το ότι η περίοδος εργοδότησης της άρχισε την 1.12.2019 και έληξε την 1.5.2020 δεν είναι ορθό για το λόγο ότι το τελευταίο επίδομα που έχει λάβει αφορούσε περίοδο από 13.5.2020 μέχρι 12.6.2020 και η απόφαση λήφθηκε 17.6.2020. Πράγμα που ως διαφάνηκε δεν ήταν λανθασμένο εφόσον είναι η περίοδος που δηλώθηκε από την Κατηγορούμενη 1. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά του Δικαστηρίου ημερ. 15.5.2025 σελ. 6:
«Ε. Μας έχετε πει ότι η έναρξη της απασχόλησης της παραπονούμενης στο γραφείο του κυρίου Νεοφύτου άρχισε τέλος του 2019 και έληξε 01/05/2020.
Α. Μάλιστα.
Ε. Αυτό δυνάμει της λήψης επιδομάτων είναι ορθό;
Α. Φαίνεται πως δεν είναι ορθό, για τον λόγο ότι το τελευταίο επίδομα που έχει λάβει, η απόφαση λήφθηκε στις 17/06/2020 και αφορούσε την περίοδο από 13/05/2020 μέχρι 12/06/2020. Βασική προϋπόθεση για να δικαιούται κάποιο άτομο να λάβει ειδικό ανεργιακό επίδομα θα έπρεπε να είχε ανοικτή εργοδότηση στο σύστημα Κοινωνικών Ασφαλίσεων. Άρα αφού η απόφαση λήφθηκε στις 17/06. Που έτρεξε το σύστημα τη βρήκε ότι είχε ανοικτή εργοδότηση, γι’ αυτό και της κατέβαλε το ειδικό ανεργιακό επίδομα».
Και παραθέτω το απόσπασμα επίσης από την αντεξέταση του στην σελ. 9-10 των πρακτικών ημερ. 29.5.2025:
«Ε. Όχι. Δεν είναι τέλος του Μάη. Τέλος του Απρίλη.
Α. Ωραία, τέλος Απρίλη. Γιατί συμπεριλήφθηκε μέσα στην αίτηση από 13 Μαίου μέχρι 12/06 από το γραφείο σας;
Ε. Να σας απαντήσω. Επειδή τότε το σύστημα δεν μας επέτρεπε, δεν ήταν όπως είναι το σύστημα τώρα που μπορείς ηλεκτρονικά να κάνεις κάθε μέρα, να κάνεις υποβολή. Την υποβάλλεις συγκεντρωτικά ανά μήνα. »
Η θέση του ΜΚ3 ότι η εργοδότηση της ΜΚ2 ολοκληρώθηκε μεταγενέστερα από ότι ισχυρίζεται επομένως, είναι ορθή εφόσον είναι η ίδια η πλευρά της Κατηγορούμενης 1 δήλωσε ως υπάλληλο της την ΜΚ2 για την περίοδο αυτή. Δεν έχει διαλάθει της προσοχής μου η στιχομυθία μεταξύ ΜΚ3 και κ. Νεοφύτου ως προς το εσκεμμένο της πράξης αυτής (βλ. πρακτικά ημερ. 29.5.2025 σελ. 16-20). Οι οποιεσδήποτε θέσεις ή ισχυρισμοί περί παράνομης πληρωμής επιδομάτων έχοντας τεθεί στον ΜΚ3 έχουν τεθεί σε διοικητικό λειτουργό του αρμόδιου Υπουργείου, συνεπώς μπορούν να τύχουν διερεύνησης. Ας μη μας διαφεύγει ότι οι βασικές προϋποθέσεις ένταξης στα σχέδια είχαν τεθεί με την ΚΔΠ 130/20 και ότι η ΚΔΠ 151/20 περιλάμβανε πρόνοια ότι σε περίπτωση που πρόσωπο λάμβανε ποσό για το οποίο εκ των υστέρων πρόκυπτε ότι δεν δικαιούτο να λάβει τότε το ποσό εκείνο θεωρείται χρέος του προσώπου προς την Δημοκρατία (βλ. αρ. 2(στ)). Όπως και στην περίπτωση της ΜΚ1, έτσι και εδώ δεν έχει προσκομιστεί οποιαδήποτε μαρτυρία από πλευράς υπεράσπισης η οποία να αντικρούει τις θέσεις του, με αποτέλεσμα οι όποιες υποβολές τέθηκαν σε αυτόν περί διαφορετικών γεγονότων έχουν παραμείνει μετέωρες και έκθετες σε απόρριψη.
Αναφορικά με το κατά πόσο διερευνήθηκε ή όχι επαρκώς η περίπτωση που αφορά στην παρούσα υπόθεση από πλευράς Υπουργείου, επισημαίνω ότι η καταγγελία της ΜΚ2 διερευνήθηκε από το αρμόδιο τμήμα το οποίο αποφάσισε την δίωξη των Κατηγορούμενων. Δεν έχω εντοπίσει οποιοδήποτε λόγο για τον οποίο ο εν λόγω μάρτυρας θα μπορούσε να κριθεί αναξιόπιστος και αποδέχομαι την μαρτυρία του στο σύνολο της.
Ευρήματα
Προτού προχωρήσω στην παράθεση των ευρημάτων του Δικαστηρίου τα οποία προκύπτουν από την πιο πάνω αξιολόγηση, καταγράφω ότι τα πιο κάτω ουδέποτε αποτέλεσαν αμφισβητούμενα γεγονότα:
Η ύπαρξη σχέσης εργοδότη – εργοδοτούμενου μεταξύ Κατηγορούμενης 1 και ΜΚ2
Ο μισθός που λάμβανε η ΜΚ2 ο οποίος ανερχόταν σε €800
Ότι η ΜΚ2 προέβη σε καταγγελία στο Τμήμα
Ότι το Τμήμα απέστειλε την επιστολή Τεκμήριο 4 και η Κατηγορούμενη 1 μέσω του Κατηγορούμενου 2 απάντησε με τις επιστολές Τεκμήρια 5 και 8.
Ότι η ΜΚ2 δικαιούτο σε 13ο μισθό και είχε να λαμβάνει ετήσια άδεια
Για τα πιο πάνω προβαίνω σε ευρήματα.
Πέραν και επιπρόσθετα και στην βάση της πιο πάνω αξιολόγησης προβαίνω και στα ακόλουθα ευρήματα:
Η περίοδος απασχόλησης της ΜΚ2 στην Κατηγορούμενη 1 διήρκησε από 1.12.2019 μέχρι τουλάχιστον την 1.5.2020. Επισημαίνω στο σημείο αυτό ότι η περίοδος αυτή προκύπτει από την μαρτυρία του ΜΚ3 και εφόσον είναι η Κατηγορούμενη 1 που δήλωνε την ΜΚ2 ως υπάλληλο της για την πιο πάνω περίοδο δεν μπορεί μετά να παραπονείται ότι δεν είναι αυτή η περίοδος εργοδότησης της.
Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι το επίδικο ζήτημα δεν είναι εάν πληρώθηκε τους μηνιαίους μισθούς της η ΜΚ2 αλλά εάν έλαβε 13ο μισθό για το 2020 και εάν πληρώθηκε αναλογία ετήσιας άδειας. Τα επιδόματα της κυβέρνησης με βάση τις σχετικές ΚΔΠ 130/20 και 131/21 απάλλασσαν τους εργοδότες από πληρωμή μισθών για τους υπαλλήλους που έλαβαν ανεργιακό επίδομα οι οποίοι σύμφωνα με την ΚΔΠ 323/20 θεωρούνταν αυξομοιούμενες ασφαλίσεις για σκοπούς εισφορών κοινωνικών ασφαλίσεων και δεν απάλλασσαν τους εργοδότες από καταβολή εισφορών για επιπρόσθετα ποσά που πλήρωναν στους υπαλλήλους τους. Στα πιο πάνω προστίθεται το ότι δεν φαίνεται από τις σχετικές ΚΔΠ αλλά και από την μαρτυρία των ΜΚ1 και ΜΚ3 ότι απαλλάσσονταν οι εργοδότες από την πληρωμή 13ου μισθού και πληρωμή αναλογίας ετήσιας άδειας, για το οποίο προβαίνω σε εύρημα.
Εύρημα του Δικαστηρίου καθίσταται και το ότι δεν γνωστοποιήθηκαν γραπτώς στην ΜΚ2 οι όροι εργοδότησης της χωρίς βεβαίως να διαφεύγει της προσοχής μου ότι η τελευταία φάνηκε να γνωρίζει πολύ καλά αυτούς.
Η Κατηγορούμενη 1 δεν απέστειλε στο Τμήμα αποδείξεις πληρωμής 13ου μισθού και ετήσιας άδειας της ΜΚ2 ούτε τους γραπτούς όρους εργοδότησης της.
Νομική Πτυχή
Με την άρνηση των Κατηγοριών η Κατηγορούσα Αρχή έχει υποχρέωση να αποδείξει κάθε συστατικό στοιχείο των αδικημάτων, με αποδεκτή μαρτυρία, και δεν επιτρέπονται υποθέσεις ως προς την ύπαρξη γεγονότων, όσο εύλογες και εάν είναι (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν Σπύρος Σπύρου (2002) 2 ΑΑΔ 71, Λοϊζου ν Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 363 και Σωτηριάδης ν Αστυνομίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 482).
Ο κατηγορούμενος δεν υποχρεούται να αποδείξει ότι οι ισχυρισμοί του είναι αληθινοί ή βάσιμοι αλλά αρκεί η δημιουργία λογικής αμφιβολίας. Διαφορετική προσέγγιση θα παραβίαζε το τεκμήριο της αθωότητας το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 12(4) του Συντάγματος (Ιακώβου ν. Δημοκρατίας (1991) 2 Α.Α.Δ. 211, σελίδα 218). Υπάρχουν όμως εξαιρέσεις όπου το βάρος απόδειξης δύναται να μετατοπιστεί (βλ. Το Δίκαιο της Απόδειξης των Τάκη Ηλιάδη και Νικόλα Σάντη, σελ 179).
Τα υπό εξέταση αδικήματα, είναι αδικήματα αυστηρής ευθύνης και δεν απαιτείται η συνδρομή της υποκειμενικής υπόστασης (βλ. Peppis Company Ltd κ.α. ν. Επαρχιακού Λειτουργού Εργασίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 272, MAGAR TERΕZIAN v. Γιάννου Θεόδωρου Ποιν. Εφ. 198/2015 ημερομηνίας 2.12.2016).
Στρέφομαι πρώτα στις κατηγορίες που αντιμετωπίζει η 1η Κατηγορούμενη.
Το άρθρο 9(1) του περί Προστασίας των Μισθών Νόμου Ν.35(1)/2007, ως ίσχυε τότε, διαλάμβανε τα ακόλουθα:
«9. -(1) Η συχνότητα της πληρωμής των μισθών πρέπει να είναι τουλάχιστον εβδομαδιαία, εκτός για μηνιαίως αμειβόμενο προσωπικό, οπότε πρέπει να είναι τουλάχιστον μηνιαία.»
Εκείνο που καλείται να αποδείξει η Κατηγορούσα Αρχή είναι η ύπαρξη σχέσης εργοδότη - εργοδοτούμενου, στα πλαίσια της οποίας ο εργοδοτούμενος δικαιούτο σε μισθό. Ακολούθως, το βάρος απόδειξης για την καταβολή του μισθού βάσει του άρθρου 12(3) του Νόμου ή ότι η αποκοπή ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του άρθρου 10 του Νόμου, το φέρει ο εργοδότης. Όπου το βάρος απόδειξης εναποτίθεται στην υπεράσπιση, αυτό το βάρος μπορεί να αποσεισθεί με μαρτυρία που ικανοποιεί το Δικαστήριο με βάση το ισοζύγιο των πιθανοτήτων (βλ. Ροδοσθένους ν. AQUA MASTERS PLC Ποιν. Εφ. 138/2017, Attorney General v. Makris (1984) 2 C.L.R. 332).
Τι συνιστά μισθός ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου και περιλαμβάνει «...κάθε χρηματική αντιμισθία που προκύπτει από απασχόληση εργοδοτούμενου και κάθε κέρδος από τέτοια απασχόληση που είναι δεκτικό χρηματικής αποτίμησης, και περιλαμβάνει τις εισφορές ταμείων προνοίας, καθώς επίσης και την εισφορά που πρέπει να καταβάλλεται στο Κεντρικό Ταμείο Αδειών, το οποίο ιδρύθηκε δυνάμει του περί Ετήσιων Αδειών μετ' Απολαβών Νόμου και δεν περιλαμβάνει έκτακτες προμήθειες ή κατά χάριν (ex- gratia) πληρωμές.»
Οι λόγοι που οδηγούν στην παράλειψη καταβολής του μισθού ως έχει καταδείξει η Νομολογία μας είναι αδιάφοροι (βλ. Οικονομίδης ν. Διευθυντής Κοινωνικών Ασφαλίσεων (1989) 2 Α.Α.Δ 235).
Στην βάση της πιο πάνω αξιολόγησης και ευρημάτων του Δικαστηρίου, δεδομένου του ότι η ΜΚ2 δικαιούτο να λάβει 13ο μισθό ύψους €333, η 1η κατηγορία έχει αποδειχθεί.
Το άρθρο 8 του Περί της Οργάνωσης του Χρόνου Εργασίας Νόμος του 2002 (63(I)/2002) αναφέρει τα ακόλουθα:
«8.—(1) Όλοι οι εργαζόμενοι δικαιούνται σε ετήσια άδεια με αποδοχές τουλάχιστο τεσσάρων εβδομάδων σύμφωνα με τους όρους που προβλέπει η νομοθεσία ή οι συλλογικές συμβάσεις ή/και η πρακτική για την απόκτηση του δικαιώματος και τη χορήγηση της άδειας
(2) Η ελάχιστη περίοδος ετήσιας άδειας μετ' αποδοχών μπορεί να αντικατασταθεί από χρηματική αποζημίωση μόνο σε περίπτωση τερματισμού της εργασιακής σχέσης.»
Ο τρόπος με τον οποίο η ΜΚ1 υπολόγισε της ημέρες που εργάστηκε η ΜΚ2 δεν έχει αμφισβητηθεί. Επομένως έπρεπε να της καταβάλλονταν €170 για 4,6 ημέρες. Η θέση που προβλήθηκε από πλευράς υπεράσπισης ότι έλαβε άδεια η ΜΚ2 διότι δεν εργάζονταν και ήταν σπίτι εκτός του ότι δεν έχει αποδειχθεί με μαρτυρία, δεν μπορεί να αποτελέσει ούτε υπεράσπιση. Επιπρόσθετα δεν έχει προσκομιστεί οποιοδήποτε αποδεικτικό ότι αντικαταστάθηκε με χρηματική αποζημίωση μετά τον τερματισμό της εργοδότησης της ΜΚ2. Συνεπώς αποδεικνύεται και η 3η κατηγορία.
Σε σχέση με την 6η κατηγορία, είναι ορθή η θέση του κ. Νεοφύτου ότι ο Νόμος περί Ενημέρωσης του Εργοδοτούμενου από τον Εργοδότη για τους Όρους που διέπουν την Σύμβαση ή τη Σχέση Εργασίας Νόμων 12(Ι)/2007 έχει καταργηθεί. Έχει καταργηθεί με τον Νόμο 25(Ι)/2023 που Προβλέπει για Διαφανείς και Προβλέψιμους Όρους Εργασίας τον οποίο η Βουλή ψήφισε για σκοπούς εναρμόνισης με την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2019/1152 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 20ής Ιουνίου 2019.
Σε ό,τι όμως αφορά τον επίδικο χρόνο, ο Ν.12(Ι)/2007 βρισκόταν ακόμη σε ισχύ και το άρθρο 4 αυτού προέβλεπε ότι:
«4.—(1) Ο εργοδότης υποχρεούται να γνωστοποιεί στον εργοδοτούμενο τους ουσιώδεις όρους της σύμβασης ή σχέσης εργασίας.
(2) Η πληροφόρηση σύμφωνα με το εδάφιο (1) περιλαμβάνει τουλάχιστο τα ακόλουθα:
(α) Τα στοιχεία ταυτότητας των μερών·
(β) τον τόπο παροχής της εργασίας και την εγγεγραμμένη έδρα της επιχείρησης ή τη διεύθυνση κατοικίας του εργοδότη·
(γ) τη θέση ή την ειδικότητα του εργοδοτουμένου, το βαθμό του, την κατηγορία της απασχόλησής του, καθώς και το αντικείμενο της εργασίας του·
(δ) την ημερομηνία έναρξης της σύμβασης ή της σχέσης εργασίας και την προβλεπόμενη διάρκεια αυτής αν καταρτίζεται για ορισμένο χρόνο·
(ε) τη διάρκεια της άδειας μετ' απολαβών που δικαιούται ο εργοδοτούμενος, καθώς και τον τρόπο και χρόνο της χορήγησής της·
(στ) τις προθεσμίες που πρέπει να τηρούν ο εργοδότης και ο εργοδοτούμενος σε περίπτωση λύσης της σύμβασης ή σχέσης εργασίας με καταγγελία·
(ζ) τις πάσης φύσεως αποδοχές που δικαιούται ο εργοδοτούμενος και την περιοδικότητα καταβολής της αμοιβής του·
(η) τη διάρκεια της κανονικής ημερήσιας ή εβδομαδιαίας απασχόλησης του εργοδοτουμένου, και
(θ) την αναφορά τυχόν συλλογικών συμβάσεων που διέπουν τους όρους ή και τις συνθήκες εργασίας του εργοδοτουμένου.
(3) Κανένας όρος της σύμβασης ή σχέσης εργασίας δεν μπορεί να είναι δυσμενέστερος για τον εργοδοτούμενο από ότι προνοεί η νομοθεσία στο οικείο θέμα.»
Το άρθρο 5 επίσης του ίδιου Νόμου προέβλεπε ότι:
«5. Η ενημέρωση για τους όρους που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4 γίνεται με-
(α) Γραπτή σύμβαση εργασίας·
(β) επιστολή πρόσληψης· ή
(γ) άλλο έγγραφο, υπογραμμένο από τον εργοδότη, εφόσον τούτο περιλαμβάνει τουλάχιστον όλα τα στοιχεία που αναφέρονται στο εδάφιο (2) του άρθρου 4:
Στην βάση λοιπόν των πιο πάνω ευρημάτων του Δικαστηρίου, εφόσον οι όροι εργοδότησης της ΜΚ2 δεν της κοινοποιήθηκαν με κάποιο τρόπο που προβλέπει το άρθρο 5 ανωτέρω, η 6η κατηγορία έχει επίσης αποδειχθεί.
Αναφορικά με την 8η κατηγορία, τα έγγραφα που ζητήθηκαν από το Τμήμα, το άρθρο 10ΣΤ του Ν.100(Ι)/2000 προνοεί τα εξής:
«10ΣΤ.-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), όποιος -
...
(γ) παραλείπει να παρουσιάσει οποιοδήποτε αρχείο, πιστοποιητικό, βιβλίο, ή άλλο έγγραφο ή στοιχείο που απαιτείται να παρουσιάσει σύμφωνα με το Νόμο˙
...
είναι ένοχος αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι τρεις (3) μήνες ή με χρηματική ποινή μέχρι τρεις χιλιάδες λίρες (ΛΚ 3.000,00) ή και με τις δύο αυτές ποινές.»
Ως διαφαίνεται από το πιο πάνω λεκτικό, δεν γίνεται αναφορά σε συγκεκριμένο πρόσωπο και είναι δυνατή η διάπραξη του αδικήματος από οποιοδήποτε πρόσωπο ήθελε κληθεί από τον Επιθεωρητή να παρουσιάσει οποιοδήποτε από τα στοιχεία που αναφέρονται στην παράγραφο (γ) ανωτέρω (βλ. Παρασκευαίδου κ.α. ν. Διευθυντή Τμήματος Εργασιακών Σχέσεων Ποιν. Εφ 130/16 κ.α., ημερομηνίας 18.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:B170).
Με επιστολή ημερομηνίας 6.8.2020 (Τεκμήριο 4), το Τμήμα ζήτησε όπως αποσταλούν αποδείξεις πληρωμών για τον 13ο μισθό, αποδείξεις πληρωμών ετήσιας άδειας και σύμβαση εργασίας με τους όρους εργοδότησης της παραπονούμενης. Η Κατηγορούμενη 1 ανταποκρίθηκε με επιστολή 10.8.2020 (Τεκμήριο 5) η οποία φέρει την υπογραφή του Κατηγορούμενου 2, με την οποία ουσιαστικά απέρριπτε το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 4. Με την επιστολή Τεκμήριο 8, ημερομηνίας 12.10.2020, η οποία φέρει την υπογραφή του Κατηγορούμενου 2, η Κατηγορούμενη 1 απέστειλε στο Τμήμα συλλογική σύμβαση που αφορά στους υπαλλήλους της. Για τους λόγους που εξηγούνται πιο πάνω κατά την αξιολόγηση της ματυρίας της ΜΚ2, το Τεκμήριο 8 δεν έγινε αποδεκτό ότι συνιστούσε τους όρους εργοδότησης της τελευταίας. Σε ό,τι αφορά τις αποδείξεις πληρωμής 13ου μισθού ούτε αποδείξεις πληρωμής ετήσιας άδειας. Ήταν θέση όμως της υπεράσπισης ότι δεν έπρεπε να καταβαλλόταν στην ΜΚ2 οποιοδήποτε ποσό, συνεπώς δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν οι εν λόγω αποδείξεις για να αποσταλούν.
Δεν διέλαθε της προσοχής μου ότι οι λεπτομέρειες αδικήματος της 8ης κατηγορίας αναφέρονται σε καταστάσεις μισθοδοσίας ενώ η επιστολή Τεκμήριο 4 αναφέρεται σε αποδείξεις πληρωμών και δεν κάνει καμία αναφορά σε καταστάσεις μισθοδοσίας. Συνεπώς η 8η κατηγορία θα πρέπει να απορριφθεί.
Το ερώτημα που προκύπτει είναι εάν έχει συμμορφωθεί η Κατηγορούμενη 1 με την επιστολή Τεκμήριο 4 η οποία έχει αποσταλεί από λειτουργό του Τμήματος. Η απάντηση είναι αρνητική εφόσον το έγγγραφο το οποίο είχε στείλει, εκτός της προθεσμίας που έθεσε το Τμήμα και δυο μήνες μετά την παραλαβή του Τεκμηρίου 4, ισχυριζόμενη ότι αποτελεί συλλογική σύμβαση δεν έγινε αποδεκτό από το Τμήμα καθότι δεν προέκυπτε από αυτό ότι είχε ενημερωθεί γραπτώς για τους όρους εργοδότησης της η ΜΚ2. Συνεπώς η 9η κατηγορία αποδεικνύεται στο βαθμό που αφορά την μη προσκόμιση του συγκεκριμένου εγγράφου.
Στην παρούσα περίπτωση, συγκατηγορούμενος της Κατηγορούμενης 1 είναι ο διευθυντής της, Κατηγορούμενος 2, οπότε θα πρέπει να γίνει αναφορά στο εδάφιο (2) του πιο πάνω άρθρου το οποίο διαλαμβάνει τα εξής:
«(2) Αν τα προβλεπόμενα στο εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου αδικήματα διαπράττονται από νομικό πρόσωπο ή οργανισμό, ένοχοι θα είναι ο διευθύνων σύμβουλος, πρόεδρος, διευθυντής, γραμματέας ή άλλος παρόμοιος αξιωματούχος του νομικού προσώπου ή οργανισμού, εφόσον αποδειχθεί ότι το αδίκημα έχει διαπραχθεί με τη συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή του, ο οποίος θα τιμωρείται κατά το εδάφιο (1) του παρόντος άρθρου, καθώς και το νομικό πρόσωπο ή ο οργανισμός που θα τιμωρείται μόνο με τη χρηματική ποινή που προβλέπεται από το εδάφιο αυτό.»
Δοσμένων των πιο πάνω, για να αποδειχθεί η ενοχή του Κατηγορούμενου 2, θα πρέπει να αποδειχθεί συγκατάθεση, σύμπραξη ή ανοχή από μέρους του εφόσον εργοδότρια είναι η Κατηγορούμενη 1 (βλ. Peppis ανωτέρω).
Σε σχέση με το άρθρο 20 του Ποινικού Κώδικα Κεφ. 154 που αφορά στην παροχή συνδρομής και περιλαμβάνεται στην έκθεση αδικήματος της 3ης κατηγορίας, η ιδιότητα του διευθυντή ή αξιωματούχου από μόνη της δεν είναι ικανή για καταδίκη του Κατηγορούμενου ως συνεργού αλλά, χρειάζεται μαρτυρία η οποία να καταδεικνύει την συμμετοχή ή συμπεριφορά η οποία να στοιχειοθετεί την συνέργεια και θα πρέπει να καλύπτει χρονικά όλο το διάστημα παροχής συνδρομής στη διάπραξη του αδικήματος ή στην παράλειψη που συνεισφέρει στην δημιουργία του αδικήματος (βλ. Terezian (ανωτέρω), Παυλόπουλος ν Scopy Shoe Factory Ltd (2003) 2 A.A.Δ. 261, Ιωαννίδη ν Gastop Boutique Ltd κ.α. Ποινική Έφεση 161/2014, ημερομηνίας 30.6.2017, ECLI:CY:AD:2017:B235, Σάββας Θεοχάρους & Υιός Λτδ ν. Ορφανίδης, Ποινική Έφεση Αρ. 102/2014, ημερομηνίας 23.10.2015).
Η εμπλοκή του Κατηγορούμενου 2 στην υπόθεση έχει διαφανεί τόσο από την προσκομισθείσα και αποδεχθείσα ενώπιον μου μαρτυρία καθώς και από τις υποβολές που ο ίδιος έκανε προς τους μάρτυρες από τις οποίες οδηγούμαι στο συμπέρασμα ότι γνώριζε ότι η ΜΚ2 δεν πληρώθηκε τον 13ο μισθό της και της ημέρες άδειας της, ο ίδιος σε συνομιλία του με την ΜΚ1 της είπε να προχωρήσει το θέμα δικαστικά, ο ίδιος υπόγραψε τις επιστολές Τεκμήρια 4 και 5 στοιχεία τα οποία, μεταξύ άλλων, καταδεικνύουν την συμμετοχή του στην από μέρους της Κατηγορούμενης 1 διάπραξης των αδικημάτων.
Στην βάση των πιο πάνω ευρημάτων μου και στη βάση του καθοριστικού ρόλου που είχε ο Κατηγορούμενος 2 καθ’ όλη τη διάρκεια που εργοδοτείτο η ΜΚ2 στην Κατηγορούμενη 1 αλλά στον ρόλο που διαδραμάτισε ο ΜΚ2 στην όλη υπόθεση, και στην βάση των αρχών που διατυπώθηκαν στην Νομολογία ανωτέρω κρίνω ότι αποδεικνύεται η ενοχή και του Κατηγορούμενου 2 στις κατηγορίες που αυτός αντιμετωπίζει, ήτοι στις κατηγορίες 2, 4 και 7.
Κατάληξη
Εν όψει όλων των πιο πάνω, και για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω, η Κατηγορούμενη 1 κρίνεται ένοχη στις κατηγορίες 1, 3, 5, 6 και 9 και αθωώνεται στην 8η κατηγορία. Ο δε Κατηγορούμενος 2 κρίνεται ένοχος στις κατηγορίες 2, 4 και 7.
(Υπ.) .....................................
Λ. Χαβιαράς,Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο