ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
Ενώπιον: Λ. Χαβιαρά Ε.Δ.
Αρ. Αγ. 408/2023
Μεταξύ:
ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΑΝΤΙΚΟΣ
Ενάγοντας
-και-
ΓΑΒΑΛΑ ΔΗΜΗΤΡΑ
Εναγόμενη
Ημερομηνία: 22.10.2025
Εμφανίσεις:
Για τον Ενάγοντα – Καθ’ ου η Αίτηση: κα. Σιήκκη
Για την Εναγόμενη – Αιτήτρια: κ. Γεωργίου
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Εισαγωγικά
Με την υπό εξέταση αίτηση, η Εναγόμενη αιτείται την έκδοση των εξής διαταγμάτων:
«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να απορρίπτεται και/ή να αναστέλλεται και/ή να παραμερίζεται και/ή να ακυρώνεται η αγωγή και/ή το κλητήριο ένταλμα και/ή η μέχρι σήμερα διαδικασία στην παρούσα αγωγή ως παραγραφείσα και/ή αντικανονική και/ή ως αντιβαίνουσα στον Περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012 (Ν. 66(Ι)/2012)
Β. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται όπως η περαιτέρω διαδικασία στην αγωγή υπ’ αριθμό 408/23 σταματήσει (be stayed) και/ή ανασταλεί μέχρι την εκδίκαση της παρούσας αίτησης για απόρριψη της αγωγής λόγω παραγραφής της απαίτησης.
Γ. Οποιαδήποτε άλλη διαταγή το Δικαστήριο ήθελε θεωρήσει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.
Δ. Τα έξοδα της αιτήσεως και της αγωγής πλέον Φ.Π.Α.»
Η Εναγόμενη στηρίζει την αίτηση της, μεταξύ άλλων, στην Δ.27, Δ.33, Δ.39, Δ.48 θ.θ. 1-3 και 9(ο), στην Δ.59 και στην Δ.64 θ. 1(1) και (3), στον περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 ως τροποποιήθηκε, άρθρα 7(1)(1),(2), 17, 21, 22, 28 και 29, στο άρθρο 68 του Κεφ.148 και στο άρθρο 30 του Συντάγματος.
Η πλευρά του Ενάγοντα, έφερε ένσταση στην αίτηση, με την οποία προβάλλει 9 λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι η εν λόγω αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει. Συνοπτικά αναφέρω, για σκοπούς της παρούσας, ότι η ένσταση εδράζεται στο ότι δεν έχει πρώτα εξασφαλιστεί άδεια του Δικαστηρίου για εκδίκαση προδικαστικού σημείου, ότι δεν υπάρχει υπόβαθρο γεγονότων εφόσον αμφισβητούνται από την Εναγόμενη, ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, ότι δεν έχει παραγραφεί το αγώγιμο δικαίωμα του Ενάγοντα, ότι η Εναγόμενη κωλύεται ως εκ της συμπεριφοράς και/ή δηλώσεων της να αιτείται ως η αίτηση της και ότι η αίτηση υποβάλλεται με υπέρμετρη καθυστέρηση.
Σημειώνω ότι για την παρούσα αγωγή εφαρμόζονται οι διατάξεις της Δ.30 και προωθείται ως υπόθεση ταχείας εκδίκασης. Στα πλαίσια αυτά, οι δυο πλευρές έχουν ήδη καταχωρήσει την έγγραφη μαρτυρία τους.
Για σκοπούς πληρότητας αναφέρω ότι προηγήθηκε της παρούσας άλλη ενδιάμεση απόφαση του Δικαστηρίου (υπό άλλη σύνθεση) στις 8.5.2025 με την οποία κρίθηκε ως εμπρόθεσμη η μαρτυρία του Ενάγοντα ένεκα του ότι καταχωρήθηκε εκπρόθεσμα και η πλευρά της Εναγόμενης είχε φέρει ένσταση να θεωρηθεί εμπρόθεσμη.
Σε κάθε περίπτωση, η πλευρά της Εναγόμενης καταχώρησε την υπό κρίση αίτηση στις 26.5.2025, ημερομηνία μεταγενέστερη της καταχώρησης της γραπτής μαρτυρίας των διαδίκων.
Κατά την ημερομηνία ακρόασης της παρούσας αίτησης αμφότεροι οι συνήγοροι παράδωσαν γραπτώς τις θέσεις τους στο Δικαστήριο και προχώρησαν σε κάποιες επιπρόσθετες επισημάνσεις προφορικά. Το σύνολο των αγορεύσεων τους έχει εξεταστεί από το Δικαστήριο και είναι υπόψιν μου έστω και αν δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στο κείμενο της παρούσας απόφασης.
Νομική Πτυχή
Σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:
«1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.
2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.
3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.
4. No action or proceeding shall be open to objection on the ground that a merely declaratory judgment or order is sought thereby, and the Court may make binding declarations of right whether any consequential relief is or could be claimed, or not.»
Καθίσταται πρόδηλο ότι περιβάλλεται η πιο πάνω διάταξη από δυο πτυχές. Η μεν πρώτη αφορά περιπτώσεις όπου εγείρεται στα δικόγραφα ένα νομικό σημείο το οποίο εάν εκδικαστεί προδικαστικά και επιτύχει η επίκληση του θα ολοκληρωθεί η αγωγή χωρίς να διεξαχθεί ακρόαση επί της ουσίας της αγωγής, η δε δεύτερη αφορά σε περιπτώσεις όπου ζητείται η διαγραφή κάποιου δικογράφου στην βάση του ότι αυτό είναι καταπιεστικό ή ενοχλητικό (frivolous or vexatious) ή δεν αποκαλύπτει καλή βάση αγωγής ή υπεράσπισης.
Σε σχέση με το πότε ένα θέμα μπορεί να εξεταστεί και να επιλυθεί προδικαστικά, η Νομολογία μας είναι πλούσια. Στην υπόθεση Χ''Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949 λέχθηκαν τα πιο κάτω:
«Οι αρχές που διέπουν την προκαταρκτική εκδίκαση νομικών σημείων που εγείρονται στις έγγραφες προτάσεις, έχουν νομολογηθεί. (Βλ. μεταξύ άλλων, Costas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as Executor of the Will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 CLR 176, Maroulla Athanassi Michaelides (Wife of Aristotelis Gregoriades) v. Pinelopi HjiMichael Diakou (1986) 1 CLR 392, Michael v. United Sea Transport (1981) 1 CLR 322.)
Οι αρχές αυτές που καθορίζουν τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:
Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρκτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions).
Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής.
Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.»
Αναφορικά με το ζήτημα της παραγραφής, στην υπόθεση Xατζηστυλλής Αλέκος ν. Μaude C Papadema και Άλλου (2000) 1 ΑΑΔ 551 αναφέρεται ότι:
«Το ζήτημα της παραγραφής άπτεται αυτής τούτης της εξουσίας ή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί μιας υπόθεσης…Η αναφορά έγινε για να καταδειχθεί η σπουδαιότητα του ζητήματος της παραγραφής. Η πολιτική δικαιοδοσία διέπεται από τους δικούς της κανόνες. Σε σχέση δε με το ζήτημα που μας απασχολεί αυτό εξετάζεται εφόσον εγερθεί στα δικόγραφα (Βλ. Φεσσά κ.ά. ν. Κασάπη (1994) 1 Α.Α.Δ. 337, 347, στην οποία υποδεικνύεται πως "αν ο διάδικος υπέρ του οποίου λειτουργεί η παραγραφή, δεν την εγείρει στο δικόγραφο του, τότε η υπόθεση προχωρεί στην εκδίκαση". Στην ίδια υπόθεση υποδεικνύεται, επίσης, πως επιτυχία της ένστασης οδηγεί στην αναστολή της διαδικασίας.»
Και στην υπόθεση Νεοφύτου ν. 1. ΜΑLAK κ.α. Πολ. Εφ. 118/12, ημερ. 21.6.2018, ECLI:CY:AD:2018:A297 τα εξής:
«Εξετάζοντας τα εγερθέντα θέματα, πρωτίστως να λεχθεί ότι δεν προκύπτει οποιοδήποτε πρόβλημα με την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την εκ μέρους του υπόδειξη στους διαδίκους ότι εγειρόταν ζήτημα παραγραφής και άρα το θέμα θα έπρεπε να εκδικαστεί κατά προτεραιότητα χωρίς δηλαδή να αναμένεται η έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας με την παρέλαση μαρτύρων και συνακόλουθης απώλειας δικαστικού χρόνου και εξόδων, εάν στο τέλος της ημέρας όντως κρινόταν ότι βάσιμα τέθηκε η υπεράσπιση της παραγραφής. Η Δ.27 θ.1, δίδει το στίγμα ότι το Δικαστήριο μπορεί να εγείρει και αυτεπάγγελτα το ζήτημα ενός νομικού σημείου που εγείρεται στη δικογραφία ούτως ώστε κατά το θεσμό 2 της ιδίας Διαταγής, η αγωγή να οδηγηθεί σε εκ προοιμίου απόρριψη εάν διαπιστώνεται ότι δεν υπάρχει καλό αγώγιμο δικαίωμα. Το ζήτημα είναι δικαιοδοτικό και ορθό είναι να εξετάζεται κατά προτεραιότητα και να αποφασίζεται αναλόγως. Παρόλο που ο διάδικος που το εγείρει δύναται να υποβάλει σχετική αίτηση για προεκδίκαση, το Δικαστήριο δεν αποκλείεται, έχοντας υπόψη του τη δικογραφία, να το εγείρει αυτεπαγγέλτως προς εξέταση. Αυτή η δυνατότητα παρέχεται ενόψει της σοβαρότητας του θέματος. Κατά αντιδιαστολή, αίτηση χρειάζεται από το διάδικο κατά τη θ.3 της Δ.27, σε συνδυασμό με τη Δ.48 θ.9(ο), όπου επιδιώκεται διάταγμα διαγραφής οποιουδήποτε δικογράφου λόγω του ότι δεν αποκαλύπτεται εύλογη αιτία αγωγής ή υπεράσπιση ή όπου θεωρείται ότι η αγωγή ή η υπεράσπιση είναι επιπόλαιη και καταχρηστική οπότε το Δικαστήριο επί αιτήσει αποφασίζει το ζήτημα.
Το ζήτημα ενδεχομένως να έχει τώρα διαφοροποιηθεί με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο αρ. 66(Ι)/2012, που δημοσιεύθηκε μεταγενέστερα των δεδομένων της παρούσας υπόθεσης και της εκδοθείσας απόφασης ο οποίος με το άρθρο 20 έχει προνοήσει ότι το Δικαστήριο δεν λαμβάνει υπόψη αυτεπάγγελτα την παραγραφή δικαιώματος έγερσης αγωγής. Οι αποφάσεις στην Φεσά ν. Κασάπη (1998) 1 Α.Α.Δ. 341 και Χατζηστυλλή ν. Παπαδήμα (2000) 1 Α.Α.Δ. 551, δίδουν το στίγμα ότι με βάση την πρώτη απόφαση το ζήτημα της παραγραφής πρέπει να εγείρεται στο δικόγραφο από το διάδικο που επιθυμεί να το εγείρει και με τη δεύτερη, το θέμα της παραγραφής είναι, για πολλούς λόγους που δεν είναι του παρόντος να καταγραφούν, καταλυτικό εφόσον άπτεται της ίδιας της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου να επιληφθεί στην ουσία την υπόθεση. Εφόσον είναι δικαιοδοτικό μπορεί να εγερθεί και αυτοβούλως από το Δικαστήριο.»
Εφαρμογή - Συμπεράσματα
Το πρώτο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι η θέση του Ενάγοντος, ότι η παρούσα αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει για τον λόγο ότι δεν ζητήθηκε προηγουμένως άδεια από το Δικαστήριο για εκδίκαση προδικαστικού σημείου. Δηλαδή, σύμφωνα με την πιο πάνω θέση όφειλαν οι συνήγοροι της Εναγόμενης να καταχωρήσουν αίτηση με την οποία θα ζητούσαν από το Δικαστήριο να εξετάσει κατά πόσο ενδείκνυται η εκδίκαση προδικαστικά του ισχυρισμού της παραγραφής και εάν το Δικαστήριο αποφάσιζε ότι ενδείκνυται να ακολουθούσε η παρούσα αίτηση.
Υπενθυμίζω ότι, το «ζήτημα της παραγραφής άπτεται αυτής τούτης της εξουσίας ή της δικαιοδοσίας του δικαστηρίου να επιληφθεί μιας υπόθεσης» (βλ. Xατζηστυλλής Αλέκος ανωτέρω). Εφόσον είναι ζήτημα που άπτεται της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου δεν είναι καν απαραίτητη η επίκληση των προνοιών της Δ.27 για να εξεταστεί καθότι αφορά θέμα που μπορεί ανά πάσα στιγμή να εγερθεί ακόμη και αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο και θα πρέπει να εξεταστεί κατά προτεραιότητα. Στην υπόθεση TAKIS P. MARKIDES LTD ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424 όπου πρωτόδικα ηγέρθη αυτεπάγγελτα ζήτημα δικαιοδοσίας από το Δικαστήριο, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν έκανε αποδεκτή την εισήγηση ότι θα έπρεπε να είχε προηγηθεί αίτηση στη βάση των διατάξεων της Δ.27 (βλ. επίσης Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Αγγελίδη, Πολιτική Αίτ. 32/16, ημερ. 2.3.2016, Κυθρεώτης κ.α. ν. Άθου Μιχαηλίδη Milington-Ward (2001) 1 Α.Α.Δ. 1480).
Το επόμενο ζήτημα που θα πρέπει να εξεταστεί είναι ο χρόνος στον οποίο επιλέγει η πλευρά της Εναγόμενης να εγείρει το ζήτημα της παραγραφής καταχωρώντας την υπό εξέταση αίτηση.
Ως αναφέρεται και πιο πάνω στην υπόθεση Χ''Οικονόμου η αίτηση για εκδίκαση προδικαστικού ζητήματος, «πρέπει να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα» και μάλιστα λέχθηκε στην ίδια απόφαση ότι κανονικά πρέπει να ζητείται στο στάδιο των οδηγιών.
Στην προκείμενη περίπτωση η υπό εξέταση αίτηση έχει καταχωρηθεί, ως αναφέρω και πιο πάνω, μετά που οι δυο πλευρές έχουν παραθέσει την μαρτυρία τους στο Δικαστήριο. Το ερώτημα που τίθεται συνεπώς είναι κατά πόσο σε μια διαδικασία που στην ουσία, εάν δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει ολοκληρωθεί, δεδομένης της καταχώρησης της μαρτυρίας, έχει αρχίσει, είναι δυνατόν να τύχουν επίκλησης οι πρόνοιες της Δ.27 για να εξεταστεί προδικαστικά ένα ζήτημα;
Η ουσία του αιτήματος της Εναγόμενης έγκειται στην εξέταση του ζητήματος της παραγραφής ζητώντας να επιλυθεί εκτός του πλαισίου της δίκης που είναι «το φυσιολογικό πεδίο για τη διαπίστωση γεγονότων και τον καθορισμό των δικαϊκών τους συνεπειών» (βλ. Αγρόκτημα Λανίτη Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα κ.ά. (1991) 1 Α.Α.Δ.229). Στην προκείμενη περίπτωση, εκείνο το οποίο εκκρεμεί στην παρούσα διαδικασία είναι να αγορεύσουν οι διάδικοι και το Δικαστήριο να εκδώσει την τελική απόφαση του.
Ασφαλώς, δεν διαλανθάνει της προσοχής μου ότι το ζήτημα της παραγραφής είναι δικαιοδοτικής φύσης και δύναται να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας. Στο στάδιο όμως που βρίσκεται η διαδικασία, δηλαδή μετά την παράθεση της μαρτυρίας το Δικαστήριο έχει την δυνατότητα, αφού ακούσει τις αγορεύσεις των δυο πλευρών, να αποφασίσει επί όλων των θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της παραγραφής κατά προτεραιότητα (βλ. ΜΑLAK ανωτέρω).
Κατάληξη
Εν όψει των πιο πάνω η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται προς όφελος του Ενάγοντα – Καθ’ ου η Αίτηση ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.
(Υπ.) .....................................
Λ. Χαβιαράς,Ε.Δ.
Πιστόν Αντίγραφον
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο