Διαχειριστική Επιτροπή της Πολυκατοικίας “LARNACA BEACH HOUSE” ν. Φλουρής Φλουρκάς κ.α., Αρ. Αγ. 1605/2018, 31/10/2025
print
Τίτλος:
Διαχειριστική Επιτροπή της Πολυκατοικίας “LARNACA BEACH HOUSE” ν. Φλουρής Φλουρκάς κ.α., Αρ. Αγ. 1605/2018, 31/10/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

Ενώπιον: Λ. Χαβιαρά Ε.Δ.

Αρ. Αγ. 1605/2018

Μεταξύ:

          Διαχειριστική Επιτροπή της Πολυκατοικίας “LARNACA BEACH HOUSE”                                                   

                                                    Ενάγουσα

                                                        -και-

                                    1.Φλουρής Φλουρκάς

                                    2.FOSOLENO TRADING CO. LIMITED

Εναγόμενοι

 

Ημερομηνία: 31.10.2025  

 

Εμφανίσεις:   

Για τους Ενάγοντες – Καθ’ ων η Αίτηση: κ. Κουκούνης

Για την Εναγόμενη 2 – Αιτήτρια: κα. Καβάζη

 

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Εισαγωγικά

Στα πλαίσια της πιο πάνω αγωγής η Ενάγουσα απαιτεί, μεταξύ άλλων, χρηματικά ποσά για κοινόχρηστα μονάδας κοινόκτητης οικοδομής και/ή οφειλόμενα ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή ως ποσό για το οποίο οι Εναγόμενοι κατέστησαν πλουσιότεροι εις βάρος της, πλέον νόμιμο τόκο από το χρόνο που τα πιο πάνω ποσά έχουν καταστεί πληρωτέα μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα συν ΦΠΑ.

Η Εναγόμενη 2 με την υπεράσπιση της εγείρει προδικαστική ένσταση αναφέροντας ότι έχει προβεί σε πληρωμή του ποσού των €185 (το ποσό που έχει κατατεθεί όμως είναι €195) το οποίο όντως οφειλόταν στην Ενάγουσα ως κοινόχρηστα από τις 5.12.2017 που κατέστη ιδιοκτήτρια μονάδας στην κοινόκτητη οικοδομή και κάλεσε τους Δικηγόρους των Εναγόντων όπως το αποδεχθούν πλέον τα οποία αναλογούντα έξοδα στην κλίμακα του εν λόγω ποσού και δεν το έπραξαν συνεπώς η προώθηση της παρούσας συνιστά κατάχρηση των διαδικασιών του Δικαστηρίου.

Με την υπό εξέταση αίτηση, η Εναγόμενη 2 αιτείται την έκδοση των εξής διαταγμάτων:

«Α. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο να διατάττεται όπως τα νομικά σημεία (προδικαστικά θέματα) που εγείρονται στην παράγραφο 1 της υπεράσπισης των Εναγόμενων 2 προδικαστούν πρώτα ως νομικά ζητήματα και/ή αποφασισθούν από το Δικαστήριο πρώτα και/ή πριν την ακρόαση ολόκληρης της αγωγής και/ή της ουσίας της αγωγής.

Β. Διάταγμα του Σεβαστού Δικαστηρίου με το οποίο θα διαγραφεί η οπισθογράφηση και/ή η Έκθεση Απαιτήσεως ή και απορριφθεί ή και ανασταλεί η υπό τον ως άνω τίτλο και αριθμό αγωγή λόγω του ότι η αγωγή είναι σκανδαλώδης και/ή ενοχλητική και/ή και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας ή και είναι κακόπιστη και/ή ως νομικά αβάσιμη και/ή ως επιπόλαια και/ή ανούσια ή και ως μη αποκαλύπτουσα αγωγίμο δικαίωμα. Β. Οιανδήποτε άλλη διαταγή ή θεραπεία το Δικαστήριο θα κρίνει ορθή και δίκαιη υπό τις περιστάσεις.

Γ. Έξοδα της παρούσας αίτησης πλέον Φ.Π.Α

Η Εναγόμενη στηρίζει την αίτηση της 2, μεταξύ άλλων, στην Δ.27 θ.1-4  και Δ.48 θ.θ. 1-13, στα άρθρα 2, 38Α, 38ΙΑ, 38 ΙΚ, 38ΚΗ και στον Πίνακα 4 του 6(Ι) του 1993 (Άρθρο 4) Παράρτημα (Άρθρο 38ΚΑ) του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου Κεφ.224, στις συμφυείς εξουσίες του Δικαστηρίου και στην Νομολογία.

Η πλευρά των Εναγόντων, έφερε ένσταση στην αίτηση,  με την οποία προβάλλει 25 λόγους οι οποίοι καταλαμβάνουν 7 σελίδες και δεν κρίνω σκόπιμο να τους μεταφέρω στο κείμενο της παρούσας. Σε κάθε περίπτωση, όλοι οι λόγοι ένστασης έχουν εξεταστεί από το Δικαστήριο. Συνοπτικά αναφέρω, για σκοπούς της παρούσας απόφαση, ότι η ένσταση εδράζεται στο ότι η δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων, η αίτηση καταχωρείται με υπέρμετρη καθυστέρηση, δεν λήφθηκε προηγουμένως άδεια από το Δικαστήριο για το αιτητικό Β. της υπό κρίση αίτησης δυνάμει των προνοιών των περί Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί) Διαδικαστικοί Κανονισμοί του 2022, η προδικαστική ένσταση αποκαλύπτει κατ’ απαράδεκτο τρόπο ότι έγινε πληρωμή στο Δικαστήριο (payment to Court) και δεν αποκαλύπτεται ζήτημα το οποίο μπορεί να εξεταστεί και κριθεί προδικαστικά.

Κατά την ημερομηνία ακρόασης της παρούσας αίτησης αμφότεροι οι συνήγοροι παράδωσαν γραπτώς τις θέσεις τους στο Δικαστήριο. Το σύνολο των αγορεύσεων τους έχει εξεταστεί από το Δικαστήριο και είναι υπόψιν μου έστω και αν δεν γίνεται συγκεκριμένη αναφορά στο κείμενο της παρούσας απόφασης.

Νομική Πτυχή

Σύμφωνα με τις διατάξεις της Δ.27 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας:

«1. Any party shall be entitled to raise by his pleading any point of law, and any point so raised shall be disposed of by the Court at any stage that may appear to it convenient.

2. If in the opinion of the Court the decision of such point of law substantially disposes of the whole action, or of any distinct cause of action, ground of defence, counter-claim, or reply therein, the Court may thereupon dismiss the action or make such other order therein as may be just.

 

3. The Court may order any pleading to be struck out on the ground that it discloses no reasonable cause of action or answer, and in any such case or in case of the action or defence being shown by the pleadings to be frivolous or vexatious, the Court may order the action to be stayed or dismissed, or judgment to be entered accordingly as may be just.

 

4. No action or proceeding shall be open to objection on the ground that a merely declaratory judgment or order is sought thereby, and the Court may make binding declarations of right whether any consequential relief is or could be claimed, or not.»

 

Καθίσταται πρόδηλο ότι περιβάλλεται η πιο πάνω διάταξη από δυο πτυχές. Η μεν πρώτη αφορά περιπτώσεις όπου εγείρεται στα δικόγραφα ένα νομικό σημείο το οποίο εάν εκδικαστεί προδικαστικά και επιτύχει η επίκληση του θα ολοκληρωθεί η αγωγή χωρίς να διεξαχθεί ακρόαση επί της ουσίας της αγωγής, η δε δεύτερη αφορά σε περιπτώσεις όπου ζητείται η διαγραφή κάποιου δικογράφου στην βάση του ότι αυτό είναι καταπιεστικό ή ενοχλητικό (frivolous or vexatious) ή δεν αποκαλύπτει καλή βάση αγωγής ή υπεράσπισης.

 

Σε σχέση με το πότε ένα θέμα μπορεί να εξεταστεί και να επιλυθεί προδικαστικά, η Νομολογία μας είναι πλούσια. Στην υπόθεση Χ''Οικονόμου ν. Ελληνικής Τράπεζας Λτδ (1992) 1 Α.Α.Δ. 949 λέχθηκαν τα πιο κάτω:

 

«Οι αρχές που διέπουν την προκαταρκτική εκδίκαση νομικών σημείων που εγείρονται στις έγγραφες προτάσεις, έχουν νομολογηθεί. (Βλμεταξύ άλλων, Costas Mavromoustaki v. Iacovos N. Yeroudes as Executor of the Will of the deceased Spyros Michaelides (1965) 1 CLR 176, Maroulla Athanassi Michaelides (Wife of Aristotelis Gregoriades) v. Pinelopi HjiMichael Diakou (1986) 1 CLR 392, Michael v. United Sea Transport (1981) 1 CLR 322.)

 

Οι αρχές αυτές που καθορίζουν τα πλαίσια της άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου, μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

 

Η σχετική αίτηση πρέπει να καθορίζει το συγκεκριμένο νομικό σημείο που εγείρεται και να καταχωρείται κατά το χρόνο που κλείνουν οι έγγραφες προτάσεις ή πολύ σύντομα αργότερα. Κανονικά η προκαταρκτική εκδίκαση θα πρέπει να ζητείται στην Αίτηση για Οδηγίες (Summons for Directions).

 

Η έκδοση τέτοιας διαταγής γίνεται κατά κανόνα, όταν το Δικαστήριο κρίνει ότι το κρινόμενο νομικό σημείο εγείρει σοβαρό νομικό θέμα, το οποίο αν αποφασιστεί υπέρ του αιτητή, αποφασίζεται η όλη υπόθεση, ή ένα ουσιώδες θέμα της αγωγής.

 

Μια τέτοια διαταγή θα πρέπει να εκδίδεται με φειδώ και σε εξαιρετικά απλές και καθαρές περιπτώσεις και όχι στις περιπτώσεις εκείνες που τα εγειρόμενα θέματα, λόγω της ασάφειας των γεγονότων ή του νόμου, θα πρέπει να αποφασιστούν κατά την ακρόαση. Ακόμα, η διαταγή αυτή δεν εκδίδεται όταν υπάρχουν αμφισβητούμενα γεγονότα.»

 

Εφαρμογή - Συμπεράσματα

 

Αναφορικά με το πρώτο αιτητικό στην υπό εξέταση αίτηση,  προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί κατά την κρίση μου στην σύνδεση, από πλευράς Αιτήτριας, της προδικαστικής ένστασης που εγείρεται στην παράγραφο 1 της υπεράσπισης και για το οποίο ζητείται η προδικαστική εκδίκαση, με την πληρωμή στο Δικαστήριο του ποσού των €195.  Δηλαδή, αυτό που επιζητεί η Αιτήτρια να εκδικάσει εκτός του πλαισίου της δίκης είναι το γεγονός ότι από τη στιγμή που έχει πληρώσει στο Δικαστήριο το πιο πάνω ποσό και οι Ενάγοντες δεν το αποδέχθηκαν η προώθηση της παρούσας αποτελεί κατάχρηση από μέρους τους.

 

Το ζήτημα πληρωμής ποσού στο Δικαστήριο, διέπεται από την Δ.22 όπου στον Θ.1 της εν λόγω διάταξης αναφέρεται ότι:

  «1(1) Σε οιανδήποτε αγωγή για χρέος ή αποζημιώσεις ο Εναγόμενος μπορεί οιανδήποτε στιγμή κατόπιν ειδοποίησης στον Ενάγοντα να καταθέσει στο Δικαστήριο πόσόν χρημάτων για ικανοποίηση της απαίτησης ή (όπου υπάρχουν πολλές αιτίες αγωγής ενωμένες σε μία αγωγή)για ικανοποίηση μιάς ή περισσοτέρων αιτιών αγωγής, νοουμένου ότι με υπεράσπιση που θα αναφέρει προσφορά πριν την έγερση αγωγής το ποσόν των χρημάτων που υπάρχει ισχυρισμός ότι προτάθηκε πρέπει να καταβληθεί στο Δικαστήριο»

Στην υπόθεση Κυριάκου ν. Πιλόττου Πολ. Εφ. 98/12, ημερομηνίας 14.3.2018, ECLI:CY:AD:2018:A116 αναφέρονται τα εξής:

«Εξετάζοντας το ζήτημα που προέκυψε, είναι γνωστό ότι η Δ.22αφορά γενικώς τη διαδικασία πληρωμής της απαίτησης επί Δικαστηρίω σε μια προσπάθεια αναχαίτισης της περαιτέρω πορείας της δίκης, ή συντόμευσης της, θέτοντας τον ενάγοντα προ των ευθυνών του σε περίπτωση που εγείρει αγωγή με το να τεθεί  προ του διλήμματος κατά πόσο να δεχθεί ή όχι την πληρωμή την οποία προσφέρει ο εναγόμενος.  Όπως αναφέρεται στον OdgersPrinciples of Pleading and Practice 21η έκδ. σελ. 233, ένας εναγόμενος ο οποίος δεν έχει στην ουσία υπεράσπιση, ορθά πράττει εάν πληρώσει χρήματα στο Δικαστήριο το συντομότερο δυνατό σε οποιοδήποτε στάδιο μετά την καταχώρηση σημειώματος εμφανίσεως και πριν την έκδοση απόφασης.

 Το δικαίωμα αυτό θεωρείται πολύτιμο για την προστασία των εναγομένων γενικώς εφόσον στοχεύει στην πράξη να διασφαλίσει ότι ο ενάγων δεν θα συνεχίζει καταπιεστικά μια αγωγή εναντίον ενός εναγομένου, ο οποίος αποδέχεται την αξίωση και την απαίτηση του.  Αυτό, διότι ο κανόνας είναι ότι το Δικαστήριο, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια επί των εξόδων, θα διατάξει τον ενάγοντα που επιμένει να συνεχίσει την αγωγή, αλλά στο τέλος δεν καταφέρνει να λάβει περισσότερα από το ποσό που έχει καταθέσει ο εναγόμενος, να καταβάλει όλα τα έξοδα και των δύο πλευρών που δημιουργούνται μετά την πληρωμή επί Δικαστηρίω. Ιδιαίτερα χρήσιμη αποδεικνύεται η καταβολή ενός ποσού στο Δικαστήριο από τον εναγόμενο σε  υποθέσεις δυστυχημάτων, όπου η αξίωση μεταφέρει απαίτηση για ειδικές ζημιές, αλλά και γενικές αποζημιώσεις, ούτως ώστε ο ζήλος ενός ενάγοντα να ανακτήσει ενδεχομένως μεγάλα ποσά αποζημιώσεων περιορίζεται από την κίνηση του εναγομένου να προσφέρει ένα ουσιαστικό ποσό στον ενάγοντα, ο οποίος ενδεχομένως δεν θα επιθυμεί να λάβει τον κίνδυνο να προχωρεί με την αγωγή και να εκτεθεί στην πληρωμή όλων των εξόδων μετά την προσφορά. 

Η πληρωμή επί Δικαστηρίω είναι μια προσπάθεια να επιτευχθεί συμβιβασμός και, αυστηρώς ομιλούντες, δεν αποτελεί  υπεράσπιση.  Η πληρωμή αυτή ήταν άγνωστη στο κοινοδίκαιο και είναι εξ ολοκλήρου νομοθετικό δημιούργημα.  Αρχίζοντας από το 1834, η πληρωμή επί Δικαστηρίω έγινε δεκτή σε αγωγές επί συμβάσεων, μετά, το 1843, επεκτάθηκε σε αγωγές δυσφήμισης από εφημερίδα και το 1852 επετράπη και σε ορισμένες αγωγές αστικών δικαιωμάτων.  Το 1875 επετράπη  η πληρωμή να κατατίθεται σε όλες τις αγωγές αναφορικά με χρέη ή αποζημιώσεις και είναι επιτρεπτή είτε ο εναγόμενος αποδέχεται, είτε αρνείται ευθύνη.  Η πληρωμή επί Δικαστηρίω έχει χαρακτηριστεί από τον Devlin L.J. στην A. Martin French v. Kingswood Hill Ltd (1961) Q.B. 96 ως «. simply an offer to dispose of the claim on terms».  Με την αποδοχή του προσφερθέντος ποσού, η διαφορά επιλύεται ως να λύετο με συμβιβασμό, πλην όμως δεν δημιουργεί δεδικασμένο, ούτε και υποδεικνύει αποδοχή ευθύνης».

 

Αναφορικά με ζητήματα κατάχρησης η βασική αρχή διατυπώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Διευθυντής Φυλακών ν Περέλλα (1995) 1 ΑΑΔ 217 στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Η δικαιοδοσία για την παρεμπόδιση, περιστολή, απόρριψη ή αναστολή διαδικασίας που συνιστά κατάχρηση των δικαιοδοσιών του Δικαστηρίου, εκπηγάζει από την ίδια τη φύση της δικαστικής λειτουργίας που έχει ως λόγο το δίκαιο και μέσο τους μηχανισμούς που προάγουν την κατίσχυσή του. Γι' αυτό, η δικαιοδοσία για τη χρήση πρόσφορων μέσων για την παρεμπόδιση κατάχρησης των δικαιοδοσιών είναι σύμφυτη, ενυπάρχει σε κάθε Δικαστήριο, απόρροια της κυριαρχίας των Δικαστηρίων στους μηχανισμούς για την απονομή της δικαιοσύνης. Τα μέσα για την αποτροπή της κατάχρησης της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, δε συναρτούνται με οποιοδήποτε συγκεκριμένο διάταγμα ή διατάγματα, μπορεί να προσλάβουν οποιαδήποτε μορφή που επιβάλλει η ανάγκη στη συγκεκριμένη περίπτωση για την περιφρούρηση του σκοπού για τον οποίο παρέχονται οι δικαιοδοσίες του Δικαστηρίου.»

 

Συνεπώς το Δικαστήριο όταν εξετάζει ζήτημα κατάχρησης πρέπει να βεβαιώνεται ότι η περίπτωση είναι ξεκάθαρα καταχρηστική. Ως έχει καταδείξει η Νομολογία μας, η κατάχρηση μπορεί να προσλάβει διαφορετικές μορφές. Τούτου λεχθέντος, το όλο ζήτημα εξαρτάται και εξετάζεται πάντοτε υπό το φως συγκεκριμένων γεγονότων. Το βάρος απόδειξης δε, ότι υπάρχει κατάχρηση, βρίσκεται στους ώμους της πλευράς που την επικαλείται και θα πρέπει να καταδείξει ότι επηρεάζεται δυσμενώς η θέση της (βλ. Ex parte Badhan [1991] 2 Q.B. 78).

 

Με γνώμονα τα πιο πάνω και τις πιο πάνω αρχές, και έχοντας υπόψιν ότι η εξακρίβωση του κατά πόσον υφίσταται κατάχρηση συναρτάται με την ίδια τη διεξαγωγής της δίκης και όχι τον αποκλεισμό της, κρίνω ότι το πρώτο αιτητικό θα πρέπει να απορριφθεί.

 

Αναφορικά με το δεύτερο αιτητικό, αναφέρω ευθύς εξ’ αρχής, ανατρέχοντας στο πρακτικό του Δικαστηρίου όπου δόθηκε έγκριση για καταχώρηση της παρούσας αίτησης δυνάμει των περί Εκδίκασης Καθυστερημένων Υποθέσεων (Ειδικοί Διαδικαστικοί Κανονισμών αρ. 35/22 , ότι δεν εντοπίζω οτιδήποτε που να αφορά σε παραχώρηση άδειας καταχώρησης αίτησης και για τον λόγο ότι η αγωγή είναι  «σκανδαλώδης και/ή ενοχλητική και/ή και συνιστά κατάχρηση της διαδικασίας ή και είναι κακόπιστη και/ή ως νομικά αβάσιμη και/ή ως επιπόλαια και/ή ανούσια ή και ως μη αποκαλύπτουσα αγωγίμο δικαίωμα». Συνεπώς δεν θα πρέπει να εξεταστεί.

 

Ακόμη όπως και στην περίπτωση που θα εξέταζα τον σχετικό λόγο για εκδίκαση προδικαστικά του σημείου και πάλιν δεν θα μπορούσε να επιτύχει η εξέταση του προδικαστικά. Η εξουσία του Δικαστηρίου να απορρίπτει διαδικασίες προδικαστικά πρέπει να ασκείται με περισσή φειδώ και σε περιπτώσεις όπου το υπόβαθρο γεγονότων είναι ξεκάθαρο καθότι αποτελεί ιδιαίτερα δραστικό μέτρο (βλ. ANS SECRETARIES LTD ν ORIANDA MANAGEMENT FZ LLC κ.α. (2014) 1 Α.Α.Δ. 1348 Αντωνιάδη κ.ά. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ.  Ε86/2022, ημερομηνίας 23.02.2024) και το Δικαστήριο θα πρέπει να προβεί σε συγκεκριμένα ευρήματα νοουμένου του ότι είναι τη συμπεριφορά της Ενάγουσας να μην αποδεχθεί την πληρωμή του ποσού, που η Εναγόμενη 2 προβάλλει ως καταχρηστική.

 

Παρά του ότι η τύχη της παρούσας αίτησης έχει ήδη σφραγιστεί, θα πρέπει να επισημάνω τα και τα εξής.

 

Η πλευρά της Εναγόμενης 2 έχει καταθέσει το ποσό των €195 στο Δικαστήριο, δηλώνοντας παράλληλα ότι δεν αποδέχεται οποιαδήποτε ευθύνη. Το γεγονός αυτό όμως, δηλαδή της πληρωμής, το συμπεριλαμβάνει και στο δικόγραφο της υπεράσπισης. Όχι μόνο το αναφέρει συνειδητά, αλλά εγείρει και προδικαστική ένσταση ότι ακριβώς λόγω της μη αποδοχής του ποσού από πλευράς Εναγόντων, η προώθηση της παρούσας καθίσταται καταχρηστική.

 

Η κατάληξη του Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση, δεν έχει επηρεαστεί με οποιοδήποτε τρόπο από το γεγονός της αποκάλυψης της πληρωμής του ποσού. Η αποκάλυψη όμως του γεγονότος αυτού δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη από το Δικαστήριο.

 

Στην Πιλόττου πιο πάνω αναφέρεται επίσης ότι:

 

«Εκείνο το οποίο προνοεί ο θ. 7, είναι ότι δεν επιτρέπεται να μνημονευθεί το γεγονός της καταβολής χρημάτων επί Δικαστηρίω στα δικόγραφα, ούτε και επιτρέπεται να γνωστοποιηθεί το γεγονός στο Δικαστήριο κατά τη δίκη μέχρις ότου όλα τα ζητήματα ευθύνης και επιδίκασης ποσού χρέους ή αποζημιώσεων, έχουν αποφασισθεί.»

 

Εφόσον έχει περιέλθει εις γνώση του Δικαστηρίου, τότε ο περαιτέρω χειρισμός του ζητήματος εναπόκειται στο Δικαστήριο. Στο Annual Practice 1958 σελ. 536 αναφέρονται τα εξής:

 

«It is the duty of both Judge and counsel to observe this Rule, but if, by inadvertence or otherwise, it is broken, it is a matter for the trial Judge to determine what shall be done. If he thinks it proper, or necessary, for the due administration of justice, he may refuse to hear the action further, and direct it to be heard by another tribunal. But if he is satisfied that no injustice will be done he may allow the cause to proceed; this course, if taken, in itself affords no ground for an appeal (Millenstead v. Grosv.enor House (Park Lane),."No communication of that fact shall at the trial."—The Rule has no application" to interlocutory proceedings in the course of which it is often both necessary and desirable that the Court should know of a payment- into Court (Williams v.'Boaa (1941), 57 T. L. R. 70, per Goddard, L.J., at p. 71).»

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Σημειώνω ότι και οι δυο πλευρές, στα πλαίσια των αγορεύσεων τους, δεν φαίνεται να έχουν ασχοληθεί ειδικά με το πιο πάνω ζήτημα, ούτε έχουν θέσει οποιοδήποτε θέμα δημιουργίας κωλύματος από πλευράς του παρόντος Δικαστηρίου να συνεχίσει να επιλαμβάνεται της υπόθεσης.

 

Δεδομένων των πιο πάνω και λαμβάνοντας υπόψιν ότι η αποκάλυψη της πληρωμής επιχειρείται να συσχετιστεί με την κατ’ ισχυρισμό καταχρηστική συμπεριφορά της Ενάγουσας, ζήτημα το οποίο έχω ήδη καταλήξει ότι θα πρέπει να αποφασιστεί εντός των πλαισίων της δίκης, δεν κρίνω ότι δημιουργείται οποιοδήποτε κώλυμα στο παρόν Δικαστήριο να συνεχίσει να επιλαμβάνεται της αγωγής, ούτε ότι θα επέλθει οποιαδήποτε αδικία στην μια ή στην άλλη πλευρά.

 

Κατάληξη

Εν όψει των πιο πάνω η αίτηση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.

Τα έξοδα της αίτησης επιδικάζονται προς όφελος της Ενάγουσας – Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον της Εναγόμενης 2 - Αιτήτριας ως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο και θα είναι πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.

 

                                                             

                                                                  (Υπ.)  .....................................

                                                                               Λ. Χαβιαράς,Ε.Δ.

Πιστόν Αντίγραφον

 

Πρωτοκολλητής

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο