ΣΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Αρ.Αγ.: 439/2016
Μεταξύ:
1. ΣΚΕΥΗ ΣΑΒΒΙΔΟΥ
2. ΣΑΒΒΙΔΗΣ ΤΖΙΟΒΑΝΝΗΣ
3. ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΚΑΙ ΑΠΟΡΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ-ΠΑΙΔΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ
Ενάγοντες
και
1. ΜΑΡΙΟΣ ΛΟΪΖΟΥ
2. ΣΠΕ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗΣ
Εναγόμενοι
Ημερομηνία: 29.9.2025
Εμφανίσεις:
Για τους Ενάγοντες: κ. Σ. Μάος και κ. Μ. Πάσιη για κ.κ. Γιάννης Πολυχρόνης Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Εναγόμενους 1: κ. Χ. Δημητρίου για κ.κ. Νίκος & Χριστόφορος Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.
Για τους Εναγόμενους 2 : κ. Ρ. Καραμανή για κ.κ. Χριστόφορος Ιωάννου Δ.Ε.Π.Ε.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι Ενάγοντες 1 και 2, με την παρούσα αγωγή υποστηρίζουν ότι είχαν τοποθετήσει ποσό ύψους €16.200, ιδιοκτησίας των Εναγόντων 3, σε θυρίδα ασφαλείας που η Ενάγουσα 1 ενοικίαζε από τους Εναγόμενους 2. Σύμφωνα με την εκδοχή τους, το εν λόγω ποσό κλάπηκε από τον Εναγόμενο 1. Ως αποτέλεσμα, αξιώνουν θεραπείες εναντίον των Εναγόμενων επί διαφόρων νομικών βάσεων, περιλαμβανομένης της κλοπής και παράνομης ιδιοποίησης όσον αφορά τον Εναγόμενο 1 και της παράβασης σύμβασης, παράβασης θέσμιου καθήκοντος και του αστικού αδικήματος της αμέλειας όσον αφορά τους Εναγόμενους 2).
Δικογραφία
Η δικογραφημένη εκδοχή των Εναγόντων έχει ως ακολούθως:
Οι Ενάγοντες 1 και 2 έχουν σχέση μητέρας και υιού. Οι Ενάγοντες 3 αποτελούν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με στόχο την οικονομική στήριξη παιδιών και την διαφώτιση του κοινού για θέματα σεξουαλικής κακοποίησης. Η Ενάγουσα 1 διατηρεί ρόλο εκτελεστικής προέδρου των Εναγόντων 3 ενώ ο Εναγόμενος 2 είναι ιδρυτικό μέλος τους.
Περί το 2010, η Ενάγουσα 1 σύναψε συμφωνία με τους Εναγόμενους 2 για την ενοικίαση τραπεζικής θυρίδας. Στην εν λόγω θυρίδα, η Ενάγουσα 1 φύλασσε τα κοσμήματά της.
Περί τον Μάρτιο του 2015 ο Ενάγων 2, με τη συγκατάθεση της Ενάγουσας 1, τοποθέτησε στην ενοικιαζόμενη θυρίδα χρηματικό ποσό ύψους €16.200. Το ποσό αυτό αποτελούσε περιουσία των Εναγόντων 3 και θα διατίθετο μελλοντικά για φιλανθρωπικούς σκοπούς.
Όταν μια βδομάδα αργότερα, ο Ενάγων 2 προσήλθε στη θυρίδα για να πάρει τα χρήματα, διαπίστωσε ότι αυτά απουσίαζαν ή/και είχαν κλαπεί.
Για το συμβάν έγινε καταγγελία στην αστυνομία και διεξήχθη σχετική έρευνα.
Οι Ενάγοντες ενημερώθηκαν από την αστυνομία σε κατοπινό στάδιο ότι υπήρξε συστηματική κλοπή σε θυρίδες της Εναγόμενης 2 καθώς και άλλων τραπεζικών ιδρυμάτων. Ο Εναγόμενος 1 διατηρούσε θυρίδες σε όλες τις επηρεαζόμενες τράπεζες, ενώ στην κατοχή του εντοπίστηκε μεγάλη περιουσία. Συνέπεια των πιο πάνω δεδομένων, θεωρήθηκε ως ο κύριος ύποπτος για τις κλοπές, συνελήφθη μαζί με τη σύζυγό του και παραπέμφθηκαν από κοινού ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας.
Ως αποτέλεσμα της απώλειας που οι Ενάγοντες υπέστησαν, από τον Εναγόμενο 1 αξιώνουν γενικές και ειδικές αποζημιώσεις ισχυριζόμενοι μεταξύ άλλων κλοπή και παράνομη ιδιοποίηση της περιουσίας τους.
Στην Εναγόμενη 2 καταλογίζουν, μεταξύ άλλων, «βαριά αμέλεια», κακή πίστη, παράβαση σύμβασης και παραβίαση των θέσμιων της καθηκόντων, με τις λεπτομέρειες να περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων, ισχυρισμούς για παράλειψη λήψης των απαραίτητων μέτρων ασφαλείας για τη φύλαξη των αντικειμένων εντός των θυρίδων, απουσία καταγραφής μέσω κάμερας των κινήσεων μέσα στο δωμάτιο των θυρίδων, και παραβίασης καθήκοντος επιμέλειας.
Ο Εναγόμενος 1, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, παραδέχεται το γεγονός ότι τέθηκε υπό κράτηση για διερεύνηση αδικημάτων που αφορούσαν κλοπή από τραπεζικές θυρίδες και ότι η υπόθεση παραπέμφθηκε στο Μόνιμο Κακουργιοδικείο Λάρνακας. Αρνείται όμως ότι υπάρχει οποιαδήποτε μαρτυρία εναντίον του για το εν λόγω θέμα και ότι έχει σχέση με την υπόθεση. Παραδέχεται περαιτέρω ότι και η σύζυγός του θεωρήθηκε ύποπτη, όμως υποστηρίζει ότι δεν έχει αποδειχθεί η ενοχή ούτε του ιδίου ούτε της συζύγου του. Οι λοιποί ισχυρισμοί των Εναγόντων δεν γίνονται αποδεκτοί από μέρους του.
Οι πιο πάνω παραδοχές καθίστανται ευρήματα του Δικαστηρίου[1].
Οι Εναγόμενοι 2 από πλευράς τους παραδέχονται ότι ήταν Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα. Παραδέχονται επίσης ότι σύναψαν συμφωνία με την Εναγόμενη 1 ημερ.1.3.2012, για ενοικίαση τραπεζικής θυρίδας. Αρνούνται ότι η Ενάγουσα 1 τοποθέτησε το ποσό των €16.200 στην τραπεζική θυρίδα που ενοικίασε. Παραδέχονται ότι έγινε καταγγελία από την Εναγόμενη 1 για το επίδικο θέμα, όμως λέγουν ότι μετά από εξετάσεις που διενήργησε η αστυνομία, δε διαπιστώθηκε οποιοδήποτε ίχνος παραβίασης της θυρίδας. Αναφέρονται τέλος στους συμβατικούς όρους 4 και 7 οι οποίοι θεωρούν ότι τους απαλλάσσουν από οποιαδήποτε ευθύνη. Οι λοιποί ισχυρισμοί των Εναγόντων δε γίνονται αποδεκτοί.
Οι ανωτέρω παραδοχές καθίστανται επίσης ευρήματα του Δικαστηρίου.
Επίδικα θέματα
Από τη δικογραφία και τη μαρτυρία προκύπτει ότι επίδικα θέματα στην παρούσα αντιδικία αποτελούν τα εξής:-
1. Αν το ποσό των €16.200 είχε τοποθετηθεί στην επίδικη θυρίδα και αν αυτό έχει χαθεί,
2. Αν η επίδικη θυρίδα παραβιάστηκε,
3. Αν ο Εναγόμενος 1 έχει παραβιάσει την επίδικη θυρίδα και έχει οικειοποιηθεί παρανόμως το περιεχόμενό της,
4. Αν η Εναγόμενη 2 φέρει οποιαδήποτε ευθύνη, συμβατική, εξ αμελείας ή άλλως πως, για την κατ’ ισχυρισμόν απώλεια των χρημάτων από την επίδικη θυρίδα.
Η Ακροαματική Διαδικασία
Κατά την ακροαματική διαδικασία, μαρτυρία προσέφεραν συνολικά επτά (7) μάρτυρες.
Οι δικογραφημένες θέσεις των Εναγόντων προωθήθηκαν από την Ενάγουσα 1 κ. Σκεύη Σαββίδου ( ΜΕ1), τον Ενάγων 2 κ. Τζιοβάννη Σαββίδη (ΜΕ2), τον αρχιαστυφύλακα κ. Μάριο Αποστόλου (ΜΕ3) και τον λοχία κ. Κωνσταντίνο Κωνσταντίνου (ΜΕ4). Ο Εναγόμενος 1 δεν προσέφερε μαρτυρία. Εκ μέρους των Εναγόμενων 2, μαρτυρία έδωσε ο κ. Κυριάκος Ιακώβου (ΜΥΕ2.1), ο λοχίας κ. Σάββας Θεοδώρου (ΜΥΕ2.2) και η κ. Κυριακή Ιωάννου (ΜΥΕ2.3). Κατατέθηκαν συνολικά 8 Τεκμήρια.
Αγορεύσεις
Με τις εμπεριστατωμένες τους αγορεύσεις, οι διάδικοι προώθησαν τις εκατέρωθεν θέσεις τους. Οι Ενάγοντες εισηγούνται ότι έχουν αποδείξει την απαίτησή τους και ως αποτέλεσμα, οι αιτούμενες θεραπείες πρέπει να τους αποδοθούν. Στην αντιπέρα όχθη, ο Εναγόμενος 1 υποστηρίζει ότι, ακόμη και στο απόγειο της, η προσφερθείσα μαρτυρία δε μπορεί να τον συνδέσει καθ’ οιονδήποτε τρόπο με τις πράξεις οι οποίες του καταλογίζονται μέσω της παρούσας αγωγής. Οι Εναγόμενοι 2 από πλευράς τους εισηγούνται, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχει αποδειχθεί παραβίαση της επίδικης θυρίδας ούτε και η ύπαρξη του ποσού των €16.200 εντός αυτής, καθώς και ότι ο όρος 7 της επίδικης συμφωνίας, τους απαλλάσσει από οποιαδήποτε ευθύνη επί του προκειμένου.
Σύνοψη Μαρτυρίας
Έχω μελετήσει με προσοχή το σύνολο των δικογραφημένων θέσεων, του μαρτυρικού υλικού και των γραπτών αγορεύσεων των μερών, ανεξαρτήτως αν δεν εκφράζεται ρητώς στο παρόν σκεπτικό. Συγκεκριμένη αναφορά σε αυτά όμως θα γίνεται μόνο όπου κρίνεται πρόσφορο για την επίλυση των επίδικων θεμάτων και την καλύτερη κατανόηση της νομικής ανάλυσης και του σκεπτικού του Δικαστηρίου[2].
Οι περικοπές που παρατίθενται πιο κάτω μεταφέρθηκαν αυτούσιες από τα πρακτικά, τα τεκμήρια, τις γραπτές αγορεύσεις και τη δικογραφία.
Η ΜΕ1 κατά τη μαρτυρία της, αναφέρθηκε στη σχέση της με τον ΜΕ2, στους σκοπούς των Εναγόντων 3, οι οποίοι αποτελούν μη κερδοσκοπικό οργανισμό, και στις εκδηλώσεις που διοργανώνονταν για ενίσχυση και συλλογή χρημάτων προς όφελος τους.
Αναφέρθηκε στη σύναψη συμφωνίας ημερ.1.3.2012 με τους Εναγόμενους 2 για ενοικίαση τραπεζικής θυρίδας, έναντι ετήσιου ενοικίου ύψους ογδόντα ευρώ (€80). Κατέθεσε την εν λόγω συμφωνία ως Τεκμήριο 1. Η θυρίδα που της παραχωρήθηκε έφερε τον αριθμό 70 και εντός της αρχικώς τοποθέτησε δικά της κοσμήματα.
Μαρτύρησε ότι περί τον Μάρτη του 2015, μετέβη μαζί με τον Ενάγοντα 2 στη θυρίδα υπ. αρ. 70 και ότι αυτός τοποθέτησε ποσό ύψους €16.200 στη θυρίδα. Τα χρήματα ήταν περιουσία των Εναγόντων 3, προϊόν φιλανθρωπικών εκδηλώσεων και επρόκειτο να γίνουν γραμμάτιο και να διατεθούν στην παιδιατρική πτέρυγα του Μακάρειου Νοσοκομείου. Μια εβδομάδα μετά, μετέβησαν μαζί με τον Ενάγοντα 2 στη θυρίδα και διαπίστωσαν ότι το ποσό των €16.200 απουσίαζε. Έγινε σχετική καταγγελία στην αστυνομία και το συμβάν διερευνήθηκε. Ανέφερε ότι ενημερώθηκε από την αστυνομία ότι ο Εναγόμενος 1 τέθηκε υπό κράτηση και στη συνέχεια παραπέμφθηκε μαζί με τη σύζυγο του ενώπιον του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λάρνακας, για αδικήματα που σχετίζονταν με κλοπή από τραπεζικές θυρίδες, καθότι διατηρούσε θυρίδες σε όλα τα τραπεζικά ιδρύματα που είχαν πληγεί, ενώ στην κατοχή του είχε εντοπιστεί μεγάλη περιουσία.
Εξέφρασε τη θέση ότι για την κλοπή είναι υπεύθυνοι και οι Εναγόμενοι 2, λόγω παράβασης θέσμιου καθήκοντος, παράβαση σύμβασης και αμέλειας, επειδή δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας, καθότι, μεταξύ άλλων, δεν είχαν κάμερες ασφαλείας. Ισχυρίστηκε, τέλος, ότι η απώλεια των €16.200 συνιστά παράβαση των όρων της μεταξύ τους συμφωνίας ημερ.1.3.2012.
Αντεξεταζόμενη, υποστήριξε ότι δεν ήξερε ότι μπορούσε να τοποθετήσει επιπρόσθετη κλειδαριά στη θυρίδα. Επιπλέον, δεν μπορούσε να θυμηθεί κατά πόσον είχε μεριμνήσει για ασφαλιστική κάλυψη της θυρίδας, αναφέροντας ότι υπεύθυνος για αυτό το θέμα ήταν ο υιός της, Ενάγοντας 2.
Ο ΜΕ2, μέσω γραπτής του δήλωσης που κατατέθηκε ως «Έγγραφο Β», έδωσε σχεδόν ταυτόσημη μαρτυρία με την ΜΕ1 (Έγγραφο Α).
Αντεξεταζόμενος, σε ερώτηση σε σχέση με τον όρο 7 συμφωνίας ενοικίασης της θυρίδας (Τεκμήριο 1) ο οποίος αναφερόταν σε δυνατότητα του μισθωτή να ασφαλίσει το περιεχόμενο της θυρίδας εάν το επιθυμούσε, απάντησε ότι δεν το είχαν πράξει γιατί θεωρούσαν ότι δε μπορούσε να παραβιαστεί μια θυρίδα σε Τράπεζα με τόσο εύκολο τρόπο.
Ο ΜΕ3 υιοθέτησε το περιεχόμενο της κατάθεσής του ημερ.9.2.2016, η οποία κατατέθηκε ως Έγγραφο Γ στη διαδικασία. Αναφέρθηκε στη διερεύνηση από την αστυνομία αδικημάτων αναφορικά με κλοπές από θυρίδες τραπεζών, αδικήματα τα οποία διαπράχθηκαν μεταξύ Μαρτίου 2015 και Ιανουαρίου 2016. Ανέφερε ότι στις 28.1.2016, ήταν παρών σε έρευνα σε υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στη Λάρνακα όπου ερευνήθηκε η θυρίδα του Εναγόμενου 1, στην παρουσία του, χρησιμοποιώντας το κλειδί του. Εντός της ανευρέθηκαν διάφορα χρηματικά ποσά. Έρευνα έγινε και στο υποκατάστημα των Εναγόμενων 2, την ίδια μέρα, στη θυρίδα αρ. 34 που επίσης ανήκε στον Εναγόμενο 1. Η θυρίδα ανοίχθηκε με το κλειδί της Τράπεζας, επειδή όμως ο Εναγόμενος 1 δεν είχε το δικό του κλειδί, ο ΜΕ3 παραβίασε τη θυρίδα με τη χρήση κατσαβιδιού. Ανέφερε ότι η συγκεκριμένη θυρίδα άνοιξε σχετικά εύκολα, χωρίς να προκληθούν ζημιές, και εντός της εντοπίστηκε μια άδεια νάιλον σακούλα. Θέση του Εναγόμενου 1 ήταν ότι και από τις δύο θυρίδες απουσίαζαν χρήματα.
Κατά την αντεξέτασή του, ερωτηθείς εάν γνωρίζει κατά πόσον οτιδήποτε που ανευρέθηκε στην κατοχή του Εναγόμενου 1 έχει συνδεθεί με το περιεχόμενο θυρίδας οποιουδήποτε παραπονούμενου, απάντησε ότι δεν είχε εμπλοκή στο σύνολο της διερεύνησης και δεν ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας. Η συμμετοχή του περιορίστηκε στην έρευνα των δύο θυρίδων του Εναγόμενου 1, ως περιέγραψε. Δεν έχει διερευνήσει τη θυρίδα υπ.αρ.70 και δεν ξέρει το πόρισμα σε σχέση με αυτή.
Ο ΜΕ4, λοχίας, υιοθέτησε το περιεχόμενο κατάθεσής του, η οποία κατατέθηκε ως μέρος της κυρίως εξέτασής του, ως Έγγραφο Δ στη διαδικασία. Αναφέρθηκε στη διερεύνηση που έκανε στις 26.8.2015, στη θυρίδα αρ. 101 του υποκαταστήματος των Εναγόμενων 2, μετά από σχετική πληροφόρηση που έλαβε από λειτουργό τους για κατ’ ισχυρισμόν κλοπή. Την ίδια μέρα κάλεσε τον κ. Κυριάκο Ιακώβου (ΜΥ1), διευθυντή της εταιρείας που εγκατέστησε τις θυρίδες ασφαλείας, ο οποίος μετά από επιθεώρηση, δε διαπίστωσε οποιαδήποτε παραβίαση σε αυτή. Ανέφερε επίσης ότι από την ημέρα της καταγγελίας, ανέκρινε διάφορα ύποπτα πρόσωπα προς εντοπισμό του δράστη, χωρίς θετικό αποτέλεσμα.
Αντεξεταζόμενος, διευκρίνισε ότι δεν είχε σχέση με τη διερεύνηση της καταγγελίας για κλοπή από την επίδικη θυρίδα αρ. 70.
Επόμενος μάρτυς ήταν ο ΜΥΕ2.1, κ. Κυριάκος Ιακώβου. H κατάθεσή του ημερ.17.4.2015 υιοθετήθηκε από τον ίδιο και κατατέθηκε ως Έγγραφο Ε στη διαδικασία. Ανέφερε ότι κατά την επίδικη περίοδο ήταν διευθυντής της εταιρείας KMC Shukuroglu LTD η οποία ασχολείται με την εγκατάσταση χρηματοκιβωτίων και strong rooms. Η εν λόγω εταιρεία εγκατέστησε τις θυρίδες της Εναγόμενης 2. Περιέγραψε τη διαδικασία ανοίγματος της πόρτας εισόδου του strong room στο οποίο ήταν τοποθετημένες οι 234 θυρίδες ασφαλείας, συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης θυρίδας αρ.70. Αναφέρθηκε επιπλέον, στη διαδικασία πρόσβασης στην κάθε θυρίδα και στην επιθεώρηση που διενήργησε στη θυρίδα αρ. 70.
Αντεξεταζόμενος, αναγνώρισε δεύτερη κατάθεσή του ημερ.30.8.2018 αναφορικά με διερεύνηση που έκανε σε άλλη θυρίδα με αριθμό 101, η οποία κατατέθηκε ως Τεκμήριο 6 στη διαδικασία.
Μετά το πέρας της μαρτυρίας του, δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι η κατάθεση του μάρτυρα (Έγγραφο Ε) αφορούσε την επίδικη θυρίδα αρ.70. Συνακόλουθα, γίνεται ανάλογο εύρημα.
Ο ΜΥΕ2.2, λοχίας, προσκόμισε την κατάθεσή του ημερ.9.4.2015, η οποία κατατέθηκε στη διαδικασία ως Έγγραφο ΣΤ. Ανέφερε ότι την ίδια ημερομηνία εξέτασε την επίδικη σκηνή και την θυρίδα 70 και δεν εντόπισε οποιαδήποτε ίχνη παραβίασης σε αυτή. Κατά την αντεξέταση, επισήμανε ότι στη σκηνή κλήθηκε ως υπεύθυνος σκηνών και διερεύνησης εγκλημάτων με σκοπό να εξετάσει τη συγκεκριμένη θυρίδα. Δεν είχε μαζί του κάποιον εμπειρογνώμονα ούτε και ήταν ο εξεταστής της υπόθεσης. Μαρτύρησε ότι ήταν ξεκάθαρο ότι στη θυρίδα «δεν υπήρχε αλλοίωση, ούτε στράβωμα, ούτε ίχνη που να δημιουργήθηκαν από οποιοδήποτε όργανο ή οτιδήποτε άλλο» χωρίς αυτό, ως ανέφερε, να σημαίνει ότι μπορεί να ξέρει εάν ανοίχθηκε ή όχι. Ανέφερε, τέλος, ότι δεν κλήθηκε ως μάρτυρας στη ποινική υπόθεση εναντίον του Εναγόμενου 1.
Η ΜΥΕ2.3, δικηγόρος στο δικηγορικό γραφείο των συνηγόρων των Εναγόμενων 2, αναφέρθηκε σε έρευνα που προέβη σε σχέση με τους Ενάγοντες 3, στην ιστοσελίδα του Εφόρου Εταιρειών και του Τμήματος Φορολογίας. Τα αποτελέσματα της έρευνάς της κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 7 και 8 στη διαδικασία.
Αξιολόγηση Μαρτυρίας
Άκουσα και παρακολούθησα με πολλή προσοχή τους μάρτυρες που κατέθεσαν ενώπιον του Δικαστηρίου. Αποτιμώντας τη μαρτυρία τους, εφάρμοσα τα νομολογιακά καθιερωμένα κριτήρια ενώ δεν περιορίστηκα στην ατομική εκτίμηση της αξιοπιστίας του καθενός ξεχωριστά αλλά συσχέτισα τη μαρτυρία αυτή και με το σύνολο της υπόλοιπης μαρτυρίας που παρουσιάστηκε.[3]
Έχει σημασία, ως ζήτημα αρχής, να υπογραμμιστεί πως το γεγονός ότι κάποιοι μάρτυρες γίνονται δεκτοί ως αξιόπιστοι, δεν εξυπακούει αδηρίτως πως τα όσα είπαν υπέχουν και ανάλογης αποδεικτικής βαρύτητας, μια και η γενικότερη αξιοπιστία των μαρτύρων δεν εναρμονίζεται πάντοτε με την αποδεικτική δύναμη της μαρτυρίας τους.[4] Επιπλέον, το Δικαστήριο διατηρεί πάντα την ευχέρεια, νοουμένου ότι η σχετική προσέγγιση του αιτιολογείται επαρκώς και ικανοποιητικά, να δεχθεί τη μαρτυρία ενός μάρτυρα, είτε στο σύνολο της είτε εν μέρει.[5]
Έχοντας κατά νου τα πιο πάνω, προχωρώ σε αξιολόγηση της δοθείσας μαρτυρίας.
Η ΜΕ1 προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Καθ’ όλη τη διάρκεια της μαρτυρίας της ήταν αυθόρμητη, φυσική και πειστική στις απαντήσεις της. Σε καμία περίπτωση δεν επιχείρησε να «πείσει» το Δικαστήριο για την εκδοχή της, περιορίζοντας τη μαρτυρία της στα γεγονότα, όπως η ίδια τα βίωσε. Επιπλέον, αναφέρθηκε μόνο σε γεγονότα τα οποία μπορούσε να θυμηθεί, ενώ εκεί όπου δε θυμόταν, ήταν σαφής ως προς το γεγονός αυτό.
Η υπογραφή, η ισχύς, η δεσμευτικότητα καθώς και το περιεχόμενο της συμφωνίας ημερ.1.3.2012 (Τεκμήριο 1) που η μάρτυρας προσκόμισε, δεν αμφισβητήθηκε. Επισημαίνω όμως ότι, η ερμηνεία της εν λόγω συμφωνίας συνιστά ζήτημα νομικό, το οποίο αποφασίζεται κατ’ εφαρμογή καλά θεμελιωμένων ερμηνευτικών κανόνων[6], χωρίς το Δικαστήριο να δεσμεύεται από τις εκφρασθείσες απόψεις των μερών[7]. Συνακόλουθα, η διεργασία ερμηνείας και εφαρμογής της σύμβασης θα γίνει στο κατάλληλο στάδιο.
Αντεξεταζόμενη, η ΜΕ1 αποδέχθηκε μεγάλο μέρος των θέσεων των Εναγόμενων 1 και 2. Επιβεβαίωσε ότι τα κοσμήματα που διατηρούσε στη θυρίδα δεν είχαν κλαπεί καθώς και ότι, μόνο η ίδια είχε συμβληθεί με τους Εναγόμενους 2 για ενοικίαση της θυρίδας (Τεκμήρια 1-3). Παραδέχθηκε επίσης ότι οι Εναγόμενοι 2 δεν ήξεραν τι τοποθετούσαν οι ενοικιαστές μέσα στις θυρίδες, και οι υπάλληλοι τους δεν είχαν οπτική επαφή με τη θυρίδα κατά την τοποθέτηση της περιουσίας του ενοικιαστή εντός αυτής. Η εκάστοτε λειτουργός των Εναγόμενων 2 έμπαινε στον χώρο των θυρίδων, άνοιγε τη θυρίδα με το κλειδί της Τράπεζας και μετά αποχωρούσε. Δεκτή από τη μάρτυρα έγινε επίσης η θέση των Εναγόμενων 2 ότι η Τράπεζα δεν είχε πρόσβαση στη θυρίδα χωρίς την παρουσία της ίδιας (ΜΕ1), καθότι έπρεπε να τοποθετηθούν δύο ξεχωριστά κλειδιά για να ανοίξει. Παραδέχθηκε τέλος ότι αρμόδιος λειτουργός της εταιρείας η οποία εγκατέστησε τις θυρίδες, εξέτασε τη θυρίδα της και δε διαπίστωσε παραβίαση.
Η θέση της ότι εντός της θυρίδας τοποθετήθηκε ποσό ύψους €16.200 αμφισβητήθηκε έντονα από τους Εναγόμενους 2. Παρά ταύτα, ουδεμία απόδειξη προσκόμισε η οποία να αποδεικνύει το ύψος του ποσού που ο Ενάγοντας 2 τοποθέτησε στη θυρίδα, ούτε και προσέφερε οποιαδήποτε εξήγηση για την «παράλειψη» αυτή. Υπενθυμίζω ότι, εκδοχή της ΜΕ1 κατά την κυρίως εξέτασή της, ήταν ότι το ποσό ήταν περιουσία των Εναγόντων 3 στους οποίους είναι η εκτελεστική πρόεδρος, και είχε συλλεχθεί μετά από σειρά φιλανθρωπικών εκδηλώσεων. Δεδομένων των πιο πάνω, ήταν εύλογα αναμενόμενο - ως σωστά οι Εναγόμενοι 2 εισηγούνται στις τελικές τους αγορεύσεις - να προσκομίσει κάποιου είδους αποδεικτικά στοιχεία προς στοιχειοθέτηση του ποσού∙ είτε μέσω αποδείξεων των εισφορών που είχαν γίνει, είτε μέσω κάποιου αρχείου, κατάστασης, λογαριασμού ή λογιστικού βιβλίου των Εναγόντων 3. Κανένα τέτοιο στοιχείο όμως δεν παρουσιάστηκε. H ΜΕ1 επιχείρησε να καλύψει αυτό το κενό κατά την αντεξέτασή της, υποστηρίζοντας ότι ενώ κατά κανόνα, οι Εναγόμενοι 2 δεν είχαν γνώση για το τι τοποθετείτο από αυτήν στη θυρίδα, στην επίδικη περίπτωση μια λειτουργός τους γνώριζε ότι οι Ενάγοντες θα τοποθετούσαν χρήματα. Υποστήριξε δε ότι η τοποθέτηση των χρημάτων στη θυρίδα ήταν προτροπή της συγκεκριμένης υπαλλήλου, λόγω του ότι δεν είχε χρόνο να καταρτήσει γραμμάτιο προς όφελος των Εναγόντων 3, ως της είχε ζητηθεί. Και για αυτό το σκέλος της μαρτυρίας της, η ΜΕ1 αντεξετάστηκε επισταμένως από τη συνήγορο των Εναγόμενων 2, οι οποίοι αρνούνται κατηγορηματικώς αυτή τη εκδοχή. Ερωτηθείσα να κατονομάσει τη λειτουργό στην οποία αναφέρεται, δεν ήταν σε θέση να το πράξει, παραδεχόμενη ότι η μνήμη της, λόγω προβλημάτων υγείας, χωλαίνει. Παρέπεμψε δε στον υιό της, Ενάγοντα 2, σε σχέση με αυτό το θέμα ο οποίος γνωρίζει καλύτερα, ως η μάρτυρας δήλωσε.
Αυτή η εκδοχή γεγονότων, η οποία είναι αδιαμφισβήτητα σημαντική για την απόδειξη των ισχυρισμών των Εναγόντων, δεν είναι δικογραφημένη και συνεπώς δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή.[8] Παρόλο που τόσο στην Έκθεση Απαίτησης όσο και στην κυρίως εξέταση της μάρτυρα γίνεται αναφορά στην πρόθεση των Εναγόντων για δημιουργία γραμματίου, δεν γίνεται καμία αναφορά σε γνώση των Εναγόμενων 2 αναφορικά με το ύψος του ποσού που τοποθετήθηκε στη θυρίδα ούτε και σε παρότρυνσή τους να φυλαχθεί το εν λόγω ποσό εκεί. Οι πιο πάνω ισχυρισμοί, κατά την κρίση μου, αποτελούν ουσιώδη γεγονότα («material facts»), τα οποία μπορούν να καθορίσουν τον πυρήνα της αξίωσης. Επιπλέον, η μη έγερσή τους είχε ως αποτέλεσμα, κυρίως οι Εναγόμενοι 2, να καταληφθούν εξαπίνης. Στην απόφαση Λαϊκή Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ ν. Μιχάλη Ματσούκα και Άλλου (2014) 1 ΑΑΔ 1377 λέχθηκαν τα εξής διαφωτιστικά τα οποία και υιοθετώ:
«Η Δ.19 θ.4 ορίζει ότι στην έκθεση απαίτησης καταγράφονται τα ουσιώδη γεγονότα και μόνο («material facts»), κατά συνοπτικό τρόπο («summary form»). Η σύνταξη και καταγραφή της αξίωσης πρέπει αυστηρώς να περιορίζεται στα ουσιώδη γεγονότα και μόνο αλλά δεν νοείται ο πυρήνας της αξίωσης να παραμένει νεφελώδης και αόριστος, όπως στην εδώ περίπτωση. Από την άλλη ο ενάγων, ή, ο εναγόμενος αντίστοιχα, πρέπει να εγείρει με το δικόγραφο του όλα εκείνα τα θέματα που καθιστούν την αξίωση ή την ανταξίωση αστήρικτη, Δ.19 θ.13. Ακόμη και όλα εκείνα τα ζητήματα που αν δεν εγερθούν θα καταλάβουν τον αντίδικο εξαπίνης. Στην Bruce v. Odhams Press Ltd [1936] 1 K.B. 712, όπως υιοθετήθηκε στην Γεωργική Εταιρεία ΠΛΑΤΩΝΙΑ ΛΤΔ ν. Mohammad Al Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28, ως «ουσιώδες», ορίστηκε εκείνο το αναγκαίο γεγονός που σκοπεί στη διαμόρφωση της αιτίας της αγωγής κατά ολοκληρωμένο τρόπο. Oποιοδήποτε άλλο γεγονός, που δεν είναι απαραίτητο προς απόδειξη της αξίωσης όπως διαγράφεται με την έκθεση απαίτησης ή της υπεράσπισης αντιστοίχως, δεν απαιτείται να καταγραφεί και μπορεί να παραλειφθεί η δικογράφηση του, εκτός αν καθίσταται φανερό ότι είναι αναγκαίο να δοθεί μαρτυρία προς απόδειξη του (Odgers' Principles of Pleading and Practice, 21η έκδ. σελ. 87)».
Εν πάση περιπτώσει, ακόμη και λανθασμένη να κριθεί η κατάληξη του Δικαστηρίου σε σχέση με το ζήτημα της δικογράφησης, η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να παράσχει επαρκείς λεπτομέρειες οι οποίες θα επέτρεπαν στο Δικαστήριο να καταλήξει σε στερεά ευρήματα αναφορικά με τα πιο πάνω πραγματικά ζητήματα, και πιο συγκεκριμένα ως προς το ποιο ήταν το ακριβές ποσό που τοποθετήθηκε στη θυρίδα. Όπως η ίδια παραδέχθηκε, δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί περισσότερες πληροφορίες πέρα από τη γενική και αόριστη αναφορά που έκανε ως καταγράφεται πιο πάνω, λόγω διάφορων προβλημάτων, παραπέμποντάς στον γιο της ως το πρόσωπο που γνωρίζει περισσότερα σε σχέση με αυτό το θέμα. Επιπλέον, παραδέχθηκε ότι οι λειτουργοί των Εναγόμενων 2 δεν ήταν παρόντες κατά την τοποθέτηση της περιουσίας στη θυρίδα και δεν είχαν οπτική επαφή κατά τη διαδικασία. Κατά συνέπεια, ενώ γίνεται αποδεκτή η θέση της ΜΕ1 ότι στη θυρίδα της τοποθετήθηκαν χρήματα τα οποία προορίζονταν για δημιουργία γραμματίου προς όφελος των Εναγόντων 3, χρήματα τα οποία κατά την επόμενη επίσκεψή της δεν εντοπίστηκαν στη θυρίδα, το Δικαστήριο δεν μπορεί με ασφάλεια να καταλήξει σε συμπέρασμα ως προς το ύψος του ποσού που τοποθετήθηκε σε αυτή. Συνεπώς, αυτή η πτυχή της μαρτυρίας της, ως επίσης και οι αναφορές της για γνώση των Εναγόμενων 2 για το ύψος του ποσού που ο Ενάγοντας 2 έβαλε στη θυρίδα ως επίσης και η θέση ότι οι Εναγόμενοι 2 τους παρότρυναν να τα τοποθετήσουν εκεί, δε γίνονται αποδεκτές.
Καταληκτικά, η μαρτυρία της ΜΕ1 γίνεται αποδεκτή μερικώς, με την αίρεση των όσων πιο πάνω έχω αναφέρει.
Όπως προανέφερα, η μαρτυρία του ΜΕ2 είναι ταυτόσημη σε πολύ μεγάλο βαθμό με τη μαρτυρία της ΜΕ1.
Ο ΜΕ2 επίσης προκάλεσε θετική εντύπωση στο Δικαστήριο. Οι απαντήσεις του χαρακτηρίζονταν από αυθορμητισμό, φυσικότητα, πειστικότητα και συνοχή. Αντεξεταζόμενος, παραδέχτηκε ένα μεγάλο μέρος των θέσεων των Εναγόμενων. Επιβεβαίωσε ότι μόνο τα λεφτά έλειπαν από τη θυρίδα και όχι τα κοσμήματα. Παραδέχτηκε ότι η μητέρα του, Ενάγουσα 1 ήταν το πρόσωπο που είχε συμβληθεί με τους Εναγόμενους 2 για ενοικίαση της θυρίδας υπ.αρ.70, γεγονός το οποίο επιβεβαιώνεται και από τα Τεκμήρια 2 και 3 τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν. Επιπλέον, συμφώνησε ότι τα επίδικα χρήματα αποτελούσαν περιουσία των Εναγόντων 3. Αποδέχτηκε περαιτέρω ότι, η Ενάγουσα 1 διατήρησε την επίδικη συμφωνία για ενοικίαση θυρίδας (Τεκμήριο 1) μέχρι τον τερματισμό της στις 21.7.2017 (Τεκμήριο 4), πάνω από δύο χρόνια μετά το επίδικο συμβάν, υποστηρίζοντας όμως ότι ο λόγος που το έπραξε ήταν γιατί είχαν αλλάξει τα μέτρα ασφάλειας. Επιβεβαίωσε επίσης ότι και ο ίδιος διατηρούσε θυρίδα στους Εναγόμενους 2 κατά τον επίδικο χρόνο. Σε σχέση με τη διαδικασία που ακολουθείτο, συμφώνησε με τους Εναγόμενους 2 ότι χρειάζονταν δύο κλειδιά για το άνοιγμά της θυρίδας καθώς επίσης ότι, ο εκάστοτε λειτουργός της Τράπεζας αποχωρούσε από τον χώρο πριν από τη χρήση της θυρίδας από τον ενοικιαστή. Συμφώνησε ότι οι Εναγόμενοι 2 δεν είχαν γνώση, γενικά, για το τι περιείχε η θυρίδα υπ.αρ.70, συμπλήρωσε όμως ότι «μπορεί» να γνώριζαν όμως σε αυτή την περίπτωση, «γιατί δεν προλάβαιναν να τους κάνουν γραμμάτιο». Επιπλέον, παραδέχθηκε ότι ο ίδιος προσωπικά επικοινώνησε με τους κατασκευαστές των θυρίδων, οι οποίοι τον ενημέρωσαν ότι οι θυρίδες δεν μπορούσαν να παραβιαστούν.
Η μαρτυρία του ότι το επίδικο ποσό αποτελούσε έσοδα από διάφορες εκδηλώσεις, πώληση βιβλίων και διεξαγωγή θεατρικών έργων και συναυλιών δεν αμφισβητήθηκε.
Ο μάρτυρας περαιτέρω εξέφρασε την άποψη ότι οι Εναγόμενοι 2 ήταν αμελείς και πως τα μέτρα ασφαλείας που τηρούσαν ήταν ελλιπή. Επιπλέον, επιχειρηματολογώντας, υποστήριξε πως το γεγονός ότι η Τράπεζα, μετά το συμβάν, τροποποίησε τον τρόπο λειτουργίας των θυρίδων αποδεικνύει ότι, η αρχική τους διαδικασία ήταν λανθασμένη. Υπενθυμίζω πως, το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από τις απόψεις που οι μάρτυρες εκφράζουν για θέματα νομικής φύσεως, ειδικότερα όταν αυτές άπτονται των τελικών συμπερασμάτων του Δικαστηρίου επί των επίδικων θεμάτων. Ως έχει επανειλημμένως νομολογηθεί «Τα έσχατα συμπεράσματα (ultimate issues) επαφίενται στην αποκλειστική κρίση του Δικαστηρίου»[9]. Συνακόλουθα, σε σχέση με τα πιο πάνω ζητήματα, το Δικαστήριο θα αποφανθεί κατά το κατάλληλο στάδιο, εφαρμόζοντας την κείμενη νομοθεσία και νομολογία.
Τα κύρια μέρη της μαρτυρίας του ΜΕ2 που αμφισβητήθηκαν αφορούν το κατά πόσον τοποθετήθηκε όντως οποιοδήποτε ποσό στη θυρίδα∙ εάν ναι, ποιο ήταν το ύψος του ποσού αυτού και τέλος εάν αυτό φυλάχθηκε στη θυρίδα μετά από παρότρυνση λειτουργού των Εναγόμενων 2.
Σε σχέση με το σκέλος που αφορά την πρόθεση των Εναγόντων 1 και 2 για δημιουργία γραμματίου, την αδυναμία των Εναγόμενων 2 να ανταποκριθούν τη συγκεκριμένη μέρα στο αίτημα και την τοποθέτηση ως αποτέλεσμα χρημάτων στη θυρίδα, η μαρτυρία του ΜΕ2 πέρα από σταθερή, πειστική και λογικοφανής, συνάδει με το σύνολο της ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρίας, και γίνεται αποδεκτή. Σε σχέση με τον ισχυρισμό όμως ότι, τα χρήματα τοποθετήθηκαν στη θυρίδα μετά από παρότρυνση συγκεκριμένης λειτουργού, το Δικαστήριο έχει ήδη αποφανθεί ότι αυτός στερείται δικογράφησης και δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός για τους λόγους που έχω ήδη εξηγήσει. Για σκοπούς πληρότητας και μόνο, σημειώνω ότι εν πάση περιπτώσει, ο μάρτυρας αδυνατούσε να θυμηθεί περισσότερες λεπτομέρειες, παρότι του ζητήθηκε, και δεν θυμόταν το όνομα της λειτουργού στην οποία αναφέρεται. Συνεπώς, ακόμη και λανθασμένη να κριθεί η απόφανση του Δικαστηρίου σε σχέση με τη δικογραφία, το Δικαστήριο δε θα ήταν σε θέση να καταλήξει με ασφάλεια σε σχετικό εύρημα. Σημαντικό περαιτέρω να σημειωθεί είναι ότι ο μάρτυρας δεν υποστήριξε ότι οι Εναγόμενοι 2 γνώριζαν το ύψος του ποσού που τοποθετήθηκε στη θυρίδα. Αντίθετα, συμφώνησε ότι οι Εναγόμενοι κατά κανόνα δε γνώριζαν το περιεχόμενο της θυρίδας, «μπορεί» όμως να γνώριζαν σε αυτή την περίπτωση λόγω του ανεκπλήρωτου αιτήματός των Εναγόντων 1 και 2 για δημιουργία γραμματίου. Άποψή μου αποτελεί ότι, ακόμη κι αν η πιο πάνω εκδοχή είχε κριθεί ως δικογραφημένη, η εν λόγω μαρτυρία δε μπορεί να οδηγήσει με ασφάλεια σε εύρημα ότι οι Εναγόμενοι 2 γνώριζαν ότι στη θυρίδα τοποθετήθηκε ποσό ύψους €16.200 και μάλιστα στην ολότητα του. Το ύψος του ποσού που τοποθετήθηκε στη θυρίδα αμφισβητήθηκε σφοδρά. Παρά ταύτα, κανένα σχετικό έγγραφο δεν προσκομίστηκε προς απόδειξη του ισχυρισμού σε σχέση με το ύψος. Δεδομένης της κοινώς αποδεκτής προέλευσης του ποσού καθώς επίσης και της παραδεκτής θέσης ότι το ποσό ήταν περιουσία νομικού προσώπου του οποίου μάλιστα ο ΜΕ2 ήταν ιδρυτικό μέλος, ήταν εύλογα αναμενόμενο να υπάρχουν σχετικά έγγραφα που να αποδεικνύουν το ύψος του, τα οποία θα μπορούσαν και θα έπρεπε να προσκομιστούν στο Δικαστήριο για αξιολόγηση. Δεν έχουν προσκομιστεί όμως, χωρίς μάλιστα να δοθεί οποιαδήποτε εξήγηση περί τούτου. Συνακόλουθα, η πτυχή της μαρτυρία του ΜΕ2 σε σχέση με το ύψος του ποσού που τοποθετήθηκε στη θυρίδα, καθώς και η θέση του ότι λειτουργός των Εναγόμενων 2 τους παρότρυνε να τοποθετήσουν τα χρήματα εντός της, δε γίνεται αποδεκτή.
Εν κατακλείδι, η μαρτυρία του ΜΕ2 γίνεται αποδεκτή μερικώς, με την αίρεση των όσων πιο πάνω έχω αναφέρει.
Ο ΜΕ 3 κρίνεται επίσης ως μάρτυρας της αλήθειας. Περιέγραψε με τρόπο ευθύ, ειλικρινή και ανεξάρτητο την έκταση της εμπλοκής του στη διερεύνηση αδικημάτων κλοπής από θυρίδες για τα οποία ο Εναγόμενος 1 μαζί με τη σύζυγό του κρίθηκαν ως ύποπτοι. Οι ενέργειες του μάρτυρα έγιναν περίπου δέκα μήνες μετά το επίδικο συμβάν και αφορούσαν δύο θυρίδες του Εναγόμενου 1. Αντεξεταζόμενος, περιορίστηκε μόνο σε όσα γεγονότα είχε ιδία γνώση. Διευκρίνισε ότι ο ίδιος δεν ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας και δεν γνωρίζει εάν ανευρέθηκε οτιδήποτε στην κατοχή του Εναγόμενου 1 που να έχει συνδεθεί με κλαπείσα περιουσία. Επιπλέον, δεν έχει διερευνήσει την επίδικη θυρίδα υπ.αρ.70 ούτε και ξέρει το πόρισμα σε σχέση με αυτή.
Το σύνολο της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε και γίνεται δεκτό με την επισήμανση ότι η αποδεικτική βαρύτητα της μαρτυρίας που προσέφερε σε σχέση με τα επίδικα θέματα, θα αξιολογηθεί στο κατάλληλο στάδιο.
Η μαρτυρία του ΜΕ4 γίνεται δεκτή, με την επισήμανση και πάλι ότι η αποδεικτική βαρύτητά της σε σχέση με τα επίδικα θέματα, θα αξιολογηθεί στο κατάλληλο στάδιο.
Όσον αφορά τον ΜΕΥΕ2.1, έχοντας λάβει υπόψη το σύνολο της σχετικής μαρτυρίας και των εκατέρωθεν θέσεων που τα μέρη προέβαλαν, καταλήγω ότι τον αποδέχομαι ως μάρτυρα που μπορεί να εκφέρει γνώμη. Προς διαμόρφωση της κατάληξής μου, έχω λάβει υπόψη τις εξής νομολογιακές αρχές:
Η πραγματογνωμοσύνη μπορεί να είναι το αποτέλεσμα μελέτης, πείρας ή εκπαίδευσης.[10] Καθήκον το Δικαστηρίου είναι, ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αποφασίσει εξετάζοντας τις γνώσεις και την εμπειρία του μάρτυρα σε σχέση με το θέμα που κλήθηκε να μαρτυρήσει, κατά πόσο αυτός δύναται να καταθέσει ως πραγματογνώμονας.[11] Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, δε δεσμεύεται από την άποψη των διαδίκων επί του θέματος[12] ούτε και του ίδιου του μάρτυρα διά την εμπειρογνωμοσύνη του[13].
Επί του προκειμένου, η πείρα του μάρτυρα δεν αμφισβητήθηκε. Μέχρι το 2015, όταν κλήθηκε από την Αστυνομία για να εξετάσει τις θυρίδες του επίδικου υποκαταστήματος, απαριθμούσε είκοσι τέσσερα χρόνια πείρας ως σύμβουλος για προϊόντα φυσικής προστασίας, δηλαδή χρηματοκιβώτια και strong room. Ήταν επίσης ο διευθυντής της εταιρείας που εγκατέστησε τις θυρίδες, συνεπώς, ήταν γνώστης του προϊόντος.
Η δυνατότητά του να εκφράσει άποψη επί του αντικειμένου, επίσης δεν αμφισβητήθηκε από τους Ενάγοντες[14]. Απεναντίας, βασίζουν μεγάλο μέρος της επιχειρηματολογίας τους στη γνώμη που εξέφρασε ότι υπάρχει μια μικρή πιθανότητα να υπάρχει άτομο με δεξιότητα τόσο μεγάλη που να κατάφερε να παραβιάσει τη θυρίδα χωρίς να αφήσει ίχνη.
Εν κατακλείδι, λαμβάνοντας υπόψη τις θέσεις των μερών αλλά και μέσα από ανεξάρτητη αξιολόγηση και κρίση, καταλήγω ότι η πολύχρονη εργασιακή εμπειρία του μάρτυρα και η απ’ ευθείας σχέση του με το αντικείμενο για το οποίο εξέφρασε άποψη, κρίνονται ικανοποιητικά για να θεωρηθεί ως μάρτυρας ο οποίος μπορεί να εκφράσει γνώμη, εν τη εννοία της νομολογίας.
Προχωρώ τώρα στην αξιολόγηση του περιεχομένου της μαρτυρίας του.
O MYΕ2.1 ήταν επεξηγηματικός και αυθόρμητος στις απαντήσεις του οι οποίες χαρακτηρίζονταν όλες από λογικοφάνεια. Ήταν προφανές ότι ήταν αντικειμενικός και αμερόληπτος μάρτυρας και δεν είχε άλλο σκοπό πέρα από το να βοηθήσει το Δικαστήριο να επιτελέσει το έργο του. Τα όσα ανέφερε αποτελούσαν δικές του διαπιστώσεις[15], μετά από επιθεώρηση των θυρίδων που η εταιρεία του εγκατέστησε.
Το μεγαλύτερο μέρος της μαρτυρίας του δεν αμφισβητήθηκε. Συγκεκριμένα, δεν έτυχαν αμφισβήτησης τα εξής:
Ο μάρτυρας εξήγησε τη διαδικασία εγκατάστασης της πόρτας ασφαλείας στο «strong room» των Εναγόμενων 2. Ως ανέφερε, η πόρτα θωρακίστηκε με λειτουργία χρονοκαθυστέρησης και ταυτόχρονη εγκατάσταση κλειδαριάς ασφαλείας η οποία απαιτεί φυσικό κλειδί και ένα ηλεκτρονικό συνδυασμό έξι ψηφίων ο οποίος λειτουργεί ως ψηφιακός κωδικός. Η εταιρεία εγκατάστασης δε γνωρίζει τον ψηφιακό κωδικό ούτε διατηρεί αντικλείδια. Ο μάρτυρας εξήγησε περαιτέρω τη διαδικασία αλλαγής του ψηφιακού κωδικού της πόρτας καθώς και τη διαδικασία ανοίγματος των τραπεζικών θυρίδων. Οι θυρίδες - συμπεριλαμβανομένης και της επίδικης υπ. αρ. 70 - είναι κατασκευασμένες από ανθεκτικό χάλυβα, από την εταιρεία Chubb που εξειδικεύεται στην κατασκευή διαφόρων προϊόντων ασφαλείας. Ως ανέφερε, κάθε θυρίδα έχει δύο κλειδαρότρυπες και για να ανοίξει απαιτεί την εισαγωγή δύο κλειδιών ταυτόχρονα. Το ένα κλειδί είναι στην κατοχή της Τράπεζας και το άλλο βρίσκεται στην κατοχή του ενοικιαστή. Σημειώνω σε αυτό το σημείο ότι, οι αναφορές του σε σχέση με τη διαδικασία ανοίγματος των θυρίδων, πέραν από αναντίλεκτες, συνάδουν με το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου. Σε περίπτωση που το κλειδί χαθεί, η εταιρεία εγκατάστασης αλλάζει ολόκληρη τη κλειδαριά. Τέλος, δεν αμφισβητήθηκε ότι, κατά την επιθεώρηση της επίδικης θυρίδας, δεν εντόπισε οποιαδήποτε παραβίαση, ούτε σημάδια ότι ανοίχτηκε βίαια. Ο μάρτυρας διευκρίνισε κατά την αντεξέτασή του ότι δεν υπήρχε «ζάβωμα της λαμαρίνας, δεν υπήρχαν γδαρσίματα πάνω στη λαμαρίνα του παραστατού ή της πόρτας του παραστατού ή της πόρτας και επίσης η κλειδαριά δεν μπορεί να παραβιαστεί με manipulation». Ως ανέφερε περαιτέρω, μετά την επιθεώρηση της θυρίδας έστειλε μια καινούργια κλειδαριά στο ΤΑΕ λέγοντάς τους να την πάρουν σε οποιοδήποτε κλειδαρά για να γνωματεύσει και για να δοκιμάσει να την ανοίξει. Λίγο καιρό αργότερα του την επέστρεψαν ενημερώνοντάς τον ότι η κλειδαριά δεν κατέστη δυνατόν να παραβιαστεί.
Υπογραμμίζω ότι, ουδέποτε υπεβλήθη στον μάρτυρα η θέση ότι η επίδικη θυρίδα παραβιάστηκε και τα λεφτά κλάπηκαν.
Πέρα από τα πιο πάνω γεγονότα τα οποία δεν αμφισβητήθηκαν, κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, κατατέθηκε μια δεύτερη κατάθεσή του (Τεκμήριο 6), η οποία δόθηκε τέσσερις μήνες μετά το Έγγραφο Ε, κατόπιν επιθεώρησης που αυτός διενήργησε στη θυρίδα 101 του επίδικου υποκαταστήματος. Στο Τεκμήριο 6, ο ΜΥΕ2.1 αναφέρει για ακόμη μια φορά ότι δεν εντόπισε οποιαδήποτε σημάδια βίαιης παραβίασης στην εν λόγω θυρίδα. Ο συνήγορος των Εναγόντων στάθηκε ιδιαίτερα σε μια διαφορά στο λεκτικό των δύο καταθέσεων, διάσταση η οποία κατά την άποψη των Εναγόντων δεικνύει αναξιοπιστία του μάρτυρα. Συγκεκριμένα, στο Έγγραφο Ε το οποίο αφορά την επίδικη θυρίδα, ο μάρτυρας αναφέρει «Ως εκ τούτου η κλειδαριά είμαι βέβαιος και σαφής όταν λέω ότι δεν έχει παραβιαστεί» ενώ στο Τεκμήριο 6 αναφορικά με τη θυρίδα αρ.101 μαρτυρεί ότι «Η θέση μου εμένα είναι ότι κατά 99% δεν ανοίχτηκε η θυρίδα και να κλάπηκαν τα λεφτά. Όμως δεν μπορώ να αποκλείσω το ενδεχόμενο να έγινε η κλοπή από την θυρίδα γιατί μπορεί να υπάρχει άτομο με τόσο μεγάλη δεξιότητα που να μπόρεσε να άνοιξε τη θυρίδα».
Δεν συμμερίζομαι τη θέση των Εναγόντων για κλονισμό της αξιοπιστίας του μάρτυρα λόγω συγκρουόμενων εκδοχών. Οι πιο πάνω τοποθετήσεις δεν αποκλίνουν σε τέτοιο βαθμό που να καθιστούν τις θέσεις του μάρτυρα αντιφάσκουσες. Ερωτηθείς γιατί δεν ανέφερε στο Έγγραφο Ε το 1% πιθανότητα η θυρίδα αρ.70 να παραβιάστηκε, με φυσικότητα και αυθορμητισμό μαρτύρησε ότι απαντούσε ότι τον ρωτούσαν. Για να μην το αναφέρει, προφανώς δεν ερωτήθηκε. Δεν είχε όμως κανένα ενδοιασμό να διευκρινίσει ότι τα όσα ανέφερε στο Τεκμήριο 6 για τη θυρίδα αρ.101 ισχύουν και σε σχέση με την επίδικη θυρίδα. Την ίδια θέση άλλωστε, δηλαδή ότι δεν μπορεί να αποκλείσει κάποιος να έχει ιδιαίτερες δεξιότητες με τις οποίες μπορεί να ανοίξει θυρίδες χωρίς να αφήσει ίχνη, είχε εκφράσει και σε προηγούμενο σημείο της αντεξέτασής του, πριν ο συνήγορος επιχειρήσει να τον αντεξετάσει για αυτό που οι Ενάγοντες θεωρούν προηγούμενη ασυμβίβαστη δήλωση. Η θέση του μάρτυρα επί αυτού του ζητήματος ήταν και παρέμεινε σταθερή και ισορροπημένη κατά τη μαρτυρία του. Σύμφωνα με τις γνώσεις και την εμπειρία του, μετά από εξέταση της επίδικης θυρίδας, δεν εντόπισε οποιαδήποτε ίχνος παραβίασης, χωρίς όμως να μπορεί να αποκλείσει εντελώς το ενδεχόμενο κάποιος να κατάφερε να την παραβιάσει χωρίς ίχνος. Υπενθυμίζω τέλος ότι, τα ευρήματά του μετά την επιθεώρηση που διενήργησε, δεν αμφισβητήθηκαν.
Κατάληξη του Δικαστηρίου αποτελεί ότι ο μάρτυρας εξήγησε με επαρκή λεπτομέρεια με ποιο τρόπο κατέληξε στην πιο πάνω άποψη, δίδοντας τη δυνατότητα στο Δικαστήριο να κρίνει την ακρίβεια των συμπερασμάτων του και να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη άποψη.[16]
Αποδέχομαι ως αξιόπιστη τη μαρτυρία του εν λόγω μάρτυρα.
Ο ΜΥΕ2.2 κρίνεται επίσης ως αξιόπιστος μάρτυρας. Η μαρτυρία του ήταν ειλικρινής, λογικοφανής, χωρίς υπερβολές ή αντιφάσεις. Οι απαντήσεις του περιορίστηκαν αυστηρά στα πλαίσια του πεδίου γνώσεών του. Επιπλέον, το σύνολο της μαρτυρίας του και ειδικότερα η θέση του ότι κατά την εξέταση της επίδικης θυρίδας, τόσο εξωτερικά όσο και στο σημείο της κλειδωνιάς αυτή δεν είχε οποιαδήποτε αλλοίωση, δεν έχει αμφισβητηθεί και γίνεται αποδεκτή. Ούτε σε αυτόν τον μάρτυρα υποβλήθηκε η θέση ότι η θυρίδα παραβιάστηκε και τα λεφτά κλάπηκαν, ενώ τα συμπεράσματά του μετά την επιθεώρηση της θυρίδας, συνάδουν με το σύνολο της μαρτυρίας ενώπιον του Δικαστηρίου.
Αποδέχομαι τη μαρτυρία του ΜΥΕ2.2 ως αξιόπιστη.
Η ΜΥΕ2.3 παρέθεσε μαρτυρία τυπικής φύσεως, παρουσιάζοντας τα αποτελέσματα έρευνάς της στον Έφορο Εταιρειών και στο Τμήμα Φορολογίας του κράτους σε σχέση με τους Ενάγοντες 3. Ως ανέφερε, στα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών εντόπισε εταιρεία εγγεγραμμένη ως «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΑΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΛΤΔ», με αριθμό εγγραφής ΗΕ 255456. Περαιτέρω, μετά από έρευνα στην ιστοσελίδα του Τμήματος Φορολογίας αναφορικά με τα εγγεγραμμένα φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν εντόπισε εγκεκριμένο φιλανθρωπικό ίδρυμα με την ονομασία «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΑΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ», ούτε με την ονομασία «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΑΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΛΤΔ». Η μάρτυρας δεν αντεξετάστηκε∙ συνακόλουθα δεν έχουν αμφισβητηθεί τα όσα ανέφερε ούτε και τα έγγραφα που προσκόμισε.
Η μαρτυρία της ΜΥΕ2.3 γίνεται δεκτή ως αξιόπιστη.
Περαιτέρω Ευρήματα
Έχοντας υπόψη το σύνολο των όσων πιο πάνω αναφέρθηκαν και στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας, περαιτέρω ευρήματα του Δικαστηρίου αποτελούν τα ακόλουθα:-
Η Ενάγουσα 1 και ο Ενάγοντας 2 έχουν σχέση μητέρας και υιού. Οι Ενάγοντες 3 αποτελούν μη κερδοσκοπικό οργανισμό με στόχο την οικονομική στήριξη παιδιών και την διαφώτιση του κοινού για θέματα σεξουαλικής κακοποίησης. Η Ενάγουσα 1 είναι η εκτελεστική πρόεδρος των Εναγόντων 3 και ο Ενάγοντας 2 είναι ιδρυτικό μέλος τους. Η Ενάγουσα 1 σύναψε στις 1.3.2012, συμφωνία με τους Εναγόμενους 2 (Τεκμήριο 1) για ενοικίαση τραπεζικής θυρίδας, έναντι ετήσιου ενοικίου ύψους ογδόντα ευρώ και της παραχωρήθηκε η θυρίδα υπ.αρ. 70. Εντός της θυρίδας, αρχικά, τοποθέτησε δικά της κοσμήματα και περί τον Μάρτιο του 2015, μαζί με τον Ενάγοντα 2, τοποθέτησαν χρήματα ιδιοκτησίας των Εναγόντων 3 τα οποία ήταν προϊόν φιλανθρωπικών εκδηλώσεων. Τα λεφτά επρόκειτο να γίνουν γραμμάτιο και να διατεθούν στην παιδιατρική πτέρυγα του Μακάρειου Νοσοκομείου. Μια βδομάδα μετά, μετέβησαν μαζί με τον Ενάγοντα 2 στη θυρίδα και διαπίστωσαν ότι μόνο τα κοσμήματα ήταν στη θυρίδα. Τα χρήματα απουσίαζαν. Η Ενάγουσα 1 δεν ήξερε ότι μπορούσε να τοποθετήσει επιπρόσθετη κλειδαριά στη θυρίδα και ο Ενάγοντας 2 δεν είχε μεριμνήσει για ασφαλιστική κάλυψη της θυρίδας γιατί θεωρούσε ότι δε μπορούσε να παραβιαστεί μια θυρίδα σε Τράπεζα.
Oι Εναγόμενοι 2 δεν ήξεραν το περιεχόμενο της θυρίδας, δεν ήταν παρόντες ούτε είχαν οπτική επαφή με τη θυρίδα κατά την τοποθέτηση των χρημάτων. Η διαδικασία που ακολουθείτο ήταν ότι η εκάστοτε λειτουργός των Εναγόμενων 2 έμπαινε στον χώρο των θυρίδων, άνοιγε τη θυρίδα με το κλειδί της Τράπεζας και μετά αποχωρούσε από τον χώρο πριν από τη χρήση της θυρίδας. Η Τράπεζα δεν είχε πρόσβαση στη θυρίδα χωρίς την παρουσία της Ενάγουσας 1, καθότι έπρεπε να τοποθετηθούν δύο ξεχωριστά κλειδιά για να ανοίξει. Το ένα κλειδί ήταν στην κατοχή της Τράπεζας και το άλλο στην κατοχή της Ενάγουσας 1. Η Ενάγουσα 1 διατήρησε την επίδικη συμφωνία για ενοικίαση θυρίδας (Τεκμήριο 1) μέχρι τον τερματισμό της στις 21.7.2017 (Τεκμήριο 4).
Η Αστυνομία Κύπρου διερεύνησε αδικήματα κλοπής από τραπεζικές θυρίδες σε σχέση με την περίοδο Μαρτίου 2015 και Ιανουαρίου 2016. Στις 28.1.2016 ερευνήθηκε η θυρίδα του Εναγόμενου 1 σε υποκατάστημα της Τράπεζας Κύπρου στη Λάρνακα, χρησιμοποιώντας το κλειδί του. Εντός της ανευρέθηκαν διάφορα χρηματικά ποσά. Έρευνα έγινε και στο υποκατάστημα των Εναγόμενων 2 την ίδια μέρα, στη θυρίδα αρ. 34 που επίσης ανήκε στον Εναγόμενο 1. Η θυρίδα ανοίχθηκε με το κλειδί της Τράπεζας, επειδή όμως ο Εναγόμενος 1 δεν είχε το δικό του κλειδί, ο ΜΕ3 παραβίασε τη θυρίδα με τη χρήση κατσαβιδιού. Η συγκεκριμένη θυρίδα άνοιξε σχετικά εύκολα, χωρίς να προκληθούν ζημιές και εντός της εντοπίστηκε μια άδεια νάιλον σακούλα. O ME3 δεν είχε εμπλοκή στο σύνολο της διερεύνησης και δεν ήταν μέλος της ανακριτικής ομάδας. Η συμμετοχή του ΜΕ3 περιορίστηκε στην έρευνα των δύο θυρίδων του Εναγόμενου 1. Δεν έχει διερευνήσει τη θυρίδα υπ.αρ.70 και δεν ξέρει το πόρισμα σε σχέση με αυτή.
O λοχίας κ. Κωνσταντίνου (ΜΕ4) διερεύνησε στις 26.8.2015 τη θυρίδα αρ.101 του επίδικου υποκαταστήματος, μετά από σχετική πληροφόρηση που έλαβε από λειτουργό τους για κατ’ ισχυρισμόν κλοπή. Την ίδια μέρα κάλεσε τον κ. Κυριάκο Ιακώβου (ΜΥ1), διευθυντή της εταιρείας που εγκατέστησε τις θυρίδες ασφαλείας, ο οποίος μετά από επιθεώρηση, δε διαπίστωσε οποιαδήποτε παραβίαση σε αυτή. Από την ημέρα της καταγγελίας, ανέκρινε διάφορα ύποπτα πρόσωπα προς εντοπισμό του δράστη, χωρίς θετικό αποτέλεσμα. Δεν είχε σχέση με τη διερεύνηση της καταγγελίας για κλοπή από την επίδικη θυρίδα αρ. 70.
Ο κ. Ιακώβου (ΜΥΕ2.1) κατά την επίδικη περίοδο ήταν διευθυντής της εταιρείας KMC Shukuroglu LTD η οποία ασχολείται με την εγκατάσταση χρηματοκιβωτίων και strong rooms. Η εν λόγω εταιρεία εγκατέστησε τις θυρίδες της Εναγόμενης 2. Μέχρι το 2015 είχε είκοσι τέσσερα χρόνια πείρα ως σύμβουλος για προϊόντα φυσικής προστασίας, δηλαδή χρηματοκιβώτια και strong room. Η πόρτα ασφαλείας που τοποθέτησαν στην είσοδο του χώρου των θυρίδων είχε λειτουργία χρονοκαθυστέρησης και ταυτόχρονα κλειδαριά ασφαλείας η οποία απαιτεί φυσικό κλειδί και ένα ηλεκτρονικό συνδυασμό έξι ψηφίων ο οποίος λειτουργεί ως ψηφιακός κωδικός. Η εταιρεία εγκατάστασης δε γνωρίζει τον ψηφιακό κωδικό ούτε διατηρεί αντικλείδια. Η επίδικη θυρίδα ήταν κατασκευασμένη από ανθεκτικό χάλυβα από την εταιρεία Chubb που εξειδικεύεται στην κατασκευή διαφόρων προϊόντων ασφαλείας. Σε περίπτωση που το κλειδί χαθεί, η εταιρεία εγκατάστασης αλλάζει ολόκληρη τη κλειδαριά.
Κατά την επιθεώρηση της επίδικης θυρίδας, ο ΜΥΕ2.1 δεν εντόπισε οποιαδήποτε παραβίαση, ούτε σημάδια ότι ανοίχτηκε βίαια. Δεν υπήρχε ζάβωμα της λαμαρίνας ούτε γδαρσίματα πάνω στη λαμαρίνα του παραστατού ή πάνω στην πόρτα. Τέσσερις μήνες μετά επιθεώρησε και την θυρίδα αρ.101 του επίδικου υποκαταστήματος χωρίς να εντοπίσει και πάλι σημάδια βίαιης παραβίασης. Άποψή του αποτελεί ότι κατά 99%, η επίδικη θυρίδα δεν έχει παραβιαστεί, χωρίς να μπορεί να αποκλείσει το ενδεχόμενο να υπάρχει άτομο με τόσο μεγάλη δεξιότητα που να μπόρεσε να παραβιάσει τη θυρίδα χωρίς να αφήσει ίχνη.
Η επίδικη θυρίδα εξετάστηκε και στις 9.4.2015 από τον ΜΥΕ2.2 υπό τον ρόλο του ως υπεύθυνος σκηνών και διερεύνησης εγκλημάτων και δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε ίχνη παραβίασης σε αυτή, ούτε εξωτερικά ούτε στο σημείο της κλειδωνιάς. Δεν υπήρχε αλλοίωση, στράβωμα ή ίχνη που να δημιουργήθηκαν από οποιοδήποτε όργανο ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο.
Στα αρχεία του Εφόρου Εταιρειών υπάρχει εταιρεία εγγεγραμμένη ως «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΑΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΛΤΔ», με αριθμό εγγραφής ΗΕ 255456. Στην ιστοσελίδα του Τμήματος Φορολογίας αναφορικά με τα εγγεγραμμένα φιλανθρωπικά ιδρύματα, δεν εντοπίζεται εγκεκριμένο φιλανθρωπικό ίδρυμα με την ονομασία «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΑΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ», ούτε με την ονομασία «ΣΥΝΔΕΣΜΟΣ ΣΤΗΡΙΞΗΣ ΑΠΟΡΩΝ ΚΑΙ ΚΑΚΟΠΟΙΗΜΕΝΩΝ ΠΑΙΔΙΩΝ ΠΑΙΔΙΚΟ ΧΑΜΟΓΕΛΟ ΛΤΔ».
Νομική πτυχή
Αναφορικά με τον Εναγόμενο 1
Στον Εναγόμενο 1, οι Ενάγοντες καταλογίζουν παράνομη επέμβαση στην κινητή τους περιουσία, παράνομη κατακράτηση και κλοπή. Η προσκομισθείσα μαρτυρία και κατ’ επέκταση τα ευρήματα του Δικαστηρίου δεν υποστηρίζουν όμως καμία από τις πιο πάνω νομικές βάσεις. Το γεγονός αυτό φαίνεται να αναγνωρίζεται εμμέσως από τους Ενάγοντες στις τελικές τους αγορεύσεις, αφού καμία ουσιαστική αναφορά ή εισήγηση δε γίνεται σε σχέση με τον Εναγόμενο 1. Εν πάση περιπτώσει - και παρά το γεγονός ότι οι Ενάγοντες φαίνεται να εγκατέλειψαν τις αρχικές τους αξιώσεις εναντίον του Εναγόμενου 1 - σημειώνω ότι, το γεγονός ότι ο Εναγόμενος 1 ήταν ύποπτος, συνελήφθη και είχε παραπεμφθεί ενώπιον Κακουργιοδικείου δεν αποτελεί επαρκή μαρτυρία για στοιχειοθέτηση των πιο πάνω νομικών βάσεων. Στην πραγματικότητα, καμία απολύτως μαρτυρία δεν έχει προσκομιστεί η οποία να συνδέει με οποιοδήποτε τρόπο τον Εναγόμενο 1 με την απώλεια των χρημάτων και τη θυρίδα αρ.70. Είτε μέσω πράξης είτε μέσω παράλειψης. Η ανεύρεση διάφορων χρηματικών ποσών σε μια από τις θυρίδες του κατά το στάδιο της διερεύνησης[17], σαφώς και δεν αρκεί για τεκμηρίωση των όσων του καταλογίζουν. Αναπόφευκτα, συνεπώς, όλες οι νομικές αξιώσεις εναντίον του αποτυγχάνουν.
Αναφορικά με τους Εναγόμενους 2
Παρακαταθήκη
Οι Ενάγοντες, μέσω της μαρτυρίας και των τελικών τους αγορεύσεων υποστηρίζουν ότι οι Εναγόμενοι 2, παραβίασαν το καθήκον τους για επίδειξη επιμέλειας σε σχέση με τη θυρίδα και το περιεχόμενό της, «υποχρέωση που πηγάζει, μεταξύ άλλων, ως εκ της σχέσης εμπιστευματοδόχου – θεματοφύλακα, απέναντί [τους]». Αντίθετη είναι η θέση των Εναγόμενων 2, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι ουδεμία ευθύνη ανέλαβαν έναντι των Εναγόντων για φύλαξη του περιεχόμενου της θυρίδας, που εν πάση περιπτώσει τους ήταν άγνωστο. Η υποχρέωση που ανέλαβαν αφορούσε μόνο την ενοικίαση θυρίδας στην Ενάγουσα 1, έναντι μιας μικρής αμοιβής.
Το άρθρο 106(1)(β) του Περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 καθορίζει τον ορισμό της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια (bailment) ως εξής:
«“παρακαταθήκη με ευρεία έννοια” είναι η παράδοση αγαθών από ένα πρόσωπο σε άλλο για κάποιο σκοπό, με το συμβατικό όρο ότι μόλις εκπληρωθεί ο σκοπός για τον οποίο παραδόθηκαν, αυτά θα επιστραφούν ή διατεθούν σύμφωνα με τις οδηγίες του προσώπου που τα παράδωσε. Το πρόσωπο που παράδωσε τα αγαθά καλείται “παρακαταθέτης” ενώ το πρόσωπο στο οποίο παραδόθηκαν “θεματοφύλακας”.»
Πολύτιμη καθοδήγηση σε σχέση με την εν λόγω νομική έννοια παρέχει η απόφαση Iωάννου Γεώργιος ν. Γεώργιου Kουννίδη (1998) 1 ΑΑΔ 1215 στην οποία αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Ο πιο πάνω ορισμός της παρακαταθήκης με ευρεία έννοια είναι πανομοιότυπος με τον ορισμό στο Άρθρο 148 του Ινδικού Περί Συμβάσεων Νόμου (βλ. Pollock and Mulla, Indian Conctract and Specific Relief Act, 10th Ediction, page 766 et seq.) και έχει ως πηγή του το Αγγλικό Κοινοδίκαιο όπου ο όρος παρακαταθήκη με ευρεία έννοια (bailment) είναι ευρύτερος από την κοινή παρακαταθήκη (deposit).
Σύμφωνα με το Αγγλικό Κοινοδίκαιο που, στην προκειμένη περίπτωση, έχει ως πηγή του το Ρωμαϊκό Δίκαιο, bailment συνιστούν οι ακόλουθες κατηγορίες σχέσεων:-
(1) Η παρακαταθήκη (depositum), δηλ. η σχέση με την οποία κάποιο πρόσωπο, το οποίο καλείται παρακαταθέτης, παραδίδει σε άλλο, το οποίο καλείται θεματοφύλακας, κινητό πράγμα για φύλαξη χωρίς αντάλλαγμα·
(2) Η εντολή (mandatum), δηλ. η σχέση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εντολοδότης, αναθέτει στον άλλο, ο οποίος καλείται εντολοδόχος, τη διεξαγωγή υπόθεσης χωρίς αμοιβή·
(3) Το χρησιδάνειο (commodatum) δηλ. η σχέση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους ο οποίος καλείται χρήστης, παρέχει στον άλλο, ο οποίος καλείται χρησάμενος, τη χρήση κινητού πράγματος χωρίς αντάλλαγμα·
(4) Το ενέχυρο (pignus) δηλ. η σχέση με την οποία ο ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται ενεχυριαστής, παραδίδει στον άλλο, ο οποίος καλείται ενεχυροδανειστής, κινητό πράγμα για εξασφάλιση απαίτησης·
(5) Η μίσθωση (locatio conductio) δηλ. η σχέση με την οποία ένας από τους συμβαλλόμενους, ο οποίος καλείται εκμισθωτής, αναλαμβάνει την υποχρέωση να δώσει στον άλλο, ο οποίος καλείται μισθωτής, τη χρήση κινητού πράγματος αντί ορισμένου χρηματικού ανταλλάγματος το οποίο καλείται μίσθωμα.
(Βλέπε Halsbury's Laws of England, 4th Ed., Vol. 2, p. 832, et seq., para. 1801 και 1802 και Words and Phrases Legally Defined, Vol. I, p. 147 et seq.)."
Παρακαταθήκη (deposit) μπορεί να υπάρξει και επ' αμοιβή.»
Οι Ενάγοντες, μέσω των εισηγήσεών, τους φαίνεται να υποστηρίζουν την παρούσα γραμμή επιχειρηματολογίας, επί της κατηγορίας «παρακαταθήκη (depositum)». Η πιο πάνω θέση τους όμως δε με βρίσκει σύμφωνη.
Από τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης, ως αποκρυσταλλώθηκαν μέσα από τα ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν προκύπτει ότι τα δύο μέρη συμφώνησαν κατ’ οιονδήποτε στάδιο όπως οι Εναγόμενοι 2 αναλάβουν τη φύλαξη του περιεχόμενου της θυρίδας, καθιστώντας τους με αυτό τον τρόπο θεματοφύλακες. Αντίθετα μάλιστα, οι Εναγόμενοι 2 δεν είχαν πρόσβαση ούτε κατοχή της περιουσίας των Εναγόντων, αφού, ως αποτέλεσε κοινό έδαφος, το άνοιγμα της θυρίδας απαιτούσε απαραιτήτως, το κλειδί του ενοικιαστή.
Βοηθητικό είναι υπό τις περιστάσεις το σύγγραμμα Paget’s Law of Banking, 16th Edition, όπου στην παρ. 7.11 αναφέρονται τα εξής:
«The bank may not be a bailee if it does not have the requisite possession of the stored goods (see for example Fairline Shipping Corp v Adamson [1975] QB 180 at 189-190 and Kamidian v Holt [2008] EWHC 1483 (Comm), [2009] Lloyd's Rep IR 242 at [75])».
Πέρα από τα πιο πάνω, τα αξιούμενα χρήματα ουδέποτε παραδόθηκαν στους Εναγόμενους 2 για φύλαξη (βλ. ορισμό άρθρου 106(1)(β), Κεφ.149). Τόσο κατά κανόνα, όσο και την επίδικη ημερομηνία, η χρήση της θυρίδας γινόταν στην απουσία των Εναγόμενων 2 και χωρίς να τους γνωστοποιείται η ταυτότητα ή να παραδίδεται σε αυτούς η περιουσία που θα φυλασσόταν. Οι Εναγόμενοι 2 καμία γνώση δεν είχαν για το περιεχόμενο της θυρίδας.
Το προαπαιτούμενο ο θεματοφύλακας να γνωρίζει την ταυτότητα των αντικειμένων που αναλαμβάνει να φυλάξει, συνάγεται από το άρθρο 108(1) του Κεφ.149 το οποίο θέτει στον παρακατεθέτη «υποχρέωση να γνωστοποιήσει στο θεματοφύλακα τα ελαττώματα των αγαθών που παρακατατέθηκαν». Επιπλέον, προκύπτει από το καθήκον επιμέλειας που εφαρμόζεται στις συμφωνίες παρακαταθήκης, όπου ο θεματοφύλακας αναλαμβάνει την υποχρέωση να επιδείξει «την επιμέλεια την οποία θα κατέβαλλε άνθρωπος συνηθισμένης σύνεσης υπό παρόμοιες περιστάσεις για τα δικά του αγαθά, του ίδιου όγκου, ποιότητας και αξίας με τα αγαθά που παρακατατέθηκαν» επίπεδο επιμέλειας το οποίο προφανώς προαπαιτεί ύπαρξης γνώσης των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών των αγαθών που αναλαμβάνει την υποχρέωση να φυλάξει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η παρούσα γραμμή επιχειρηματολογίας των Εναγόντων δε δύναται να επιτύχει και απορρίπτεται.
Παράβαση Σύμβασης
To σύγγραμμα Paget’s Law of Banking, 16th Edition, παρ. 7.11, αναφέρει τα ακόλουθα σε σχέση με τις τραπεζικές θυρίδες και το καθεστώς τους.
«Safe deposit boxes
Banks commonly allow customers to hire safe deposit boxes for the safe custody of valuables. The rights and liabilities of the parties are likely to be primarily governed by contract».
Στην προκειμένη περίπτωση, το νομικό καθεστώς ενοικίασης και χρήσης της θυρίδας καθορίστηκε από τα μέρη μέσω της συμφωνίας, Τεκμήριο 1.
Θέση των Εναγόντων αποτελεί ότι οι Εναγόμενοι 2 παραβίασαν τους όρους της σύμβασης ενοικίασης, η οποία προνοούσε την ασφαλή φύλαξη του περιεχομένου της θυρίδας. Τους καταλογίζουν ότι δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας καθότι, μεταξύ άλλων, δεν είχαν κάμερες ασφαλείας για καταγραφή των κινήσεων των ατόμων που εισέρχονταν και παρέμεναν εντός της αίθουσας των θυρίδων.
Στην αντιπέρα όχθη, οι Εναγόμενοι 2 υποστηρίζουν ότι η σχέση μεταξύ τους ήταν σχέση μισθωτή – ενοικιαστή (lessor-lessee). Η μοναδική υποχρέωση που ανέλαβαν ήταν να παρέχουν χώρο φύλαξης σε θυρίδα. Βασιζόμενοι επί του όρου 7 του Τεκμηρίου 1, υποστηρίζουν ότι ουδέποτε ανέλαβαν συμβατική υποχρέωση να διαφυλάξουν το περιεχόμενο της θυρίδας, δεδομένου μάλιστα ότι δε γνώριζαν τι περιείχε.
Για απόφανση επί των εγειρόμενων ζητημάτων, τόσο ο επίδικος όρος όσο και η σύμβαση στην ολότητά της χρήζουν ερμηνείας από το Δικαστήριο.
Ως έχει προαναφερθεί, σύμφωνα με πάγια νομολογία, η ερμηνεία μια συμφωνίας αποτελεί ζήτημα νομικό, το οποίο αποφασίζεται κατ’ εφαρμογή καλά θεμελιωμένων ερμηνευτικών κανόνων[18], χωρίς το Δικαστήριο να δεσμεύεται από τις εκφρασθείσες απόψεις των μερών[19].
Η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε σχέση με τις μεθόδους και τις αρχές ερμηνείας μιας σύμβασης είναι ιδιαιτέρως πλούσια. Αποτελεί πάγια αρχή ότι, το Δικαστήριο οφείλει να καταλήξει με αντικειμενικό τρόπο στην «πραγματική πρόθεση των συμβαλλομένων, με βασικό κριτήριο την απλή και συνηθισμένη έννοια των λέξεων και την κατά γράμμα ερμηνεία τους, εκτός αν προκαλείται παράλογο ή αντιφατικό αποτέλεσμα».[20] Προς το σκοπό αυτό, οφείλει να συνυπολογίσει το σύνολο της συμφωνίας, χωρίς ο κάθε όρος να ερμηνεύεται απομονωμένα από το όλο πνεύμα της συμφωνίας ή αποσπασματικά[21]. Επιπλέον, «η ερμηνεία που δίδεται σε μια σύμβαση πρέπει να είναι λογική και να οδηγεί στην πραγμάτωση του σκοπού και της πρόθεσης των συμβαλλομένων, όπως αυτή συνάγεται από το κείμενο»[22]. Tέλος, οι πιο πάνω ερμηνευτικοί κανόνες πρέπει να εφαρμόζονται με σκοπό να ανευρεθεί εκείνη η σημασία που το κείμενο θα μετέδιδε στον μέσο συνετό και λογικό άνθρωπο που κατέχει όλες τις πληροφορίες που θα ήταν λογικά διαθέσιμες στα μέρη στην κατάσταση που αυτά ήταν όταν συνομολογούσαν τη σύμβαση.[23] Σχετικά, δέστε επίσης την πολύ πρόσφατη απόφαση Progressive Insurance Co Ltd v. S Kaniklides (Cyprus) Ltd κ.α., Π.Ε. αρ.411/2019, ημερ.10.2.2025, όπου οι αρχές ερμηνείας μιας σύμβασης συγκεφαλαιώνονται και επιβεβαιώνονται για ακόμη μια φορά.
Κατ’ αρχάς, σημειώνω ότι αποτελεί κοινό έδαφος ότι το Τεκμήριο 1 συνιστά συμφωνία ενοικίασης τραπεζικής θυρίδας. Η άποψη αυτή επιβεβαιώνεται και από το ίδιο το περιεχόμενο της συμφωνίας όπου αναφέρονται τα ακόλουθα:
«Συμφωνία που έγινε σήμερα την 01/03/2012
ΜΕΤΑΞΥ
(α) Σ.Π.Ε. Αλληλεγγύης (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η «ΣΠΕ») και
(β) Παρασκευή Σαββίδου, εκ [ ], Λάρνακα, δ.τ. [ ] (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως ο «Μισθωτής»).
ΕΠΕΙΔΗ η ΣΠΕ διατηρεί ή/και είναι ιδιοκτήτης χρηματοκιβωτίων / θυρίδων και
ΕΠΕΙΔΗ o Μισθωτής έχει ζητήσει από την ΣΠΕ την ενοικίαση χρηματοκιβωτίου / θυρίδας και
ΕΠΕΙΔΗ η ΣΠΕ συμφώνησε να ενοικιάσει χρηματοκιβώτιο / θυρίδα στον
Μισθωτή
Η ΠΑΡΟΥΣΑ ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΠΙΒΕΒΑΙΩΝΕΙ ΤΑ ΑΚΟΛΟΥΘΑ:
1. Η ΣΠΕ συμφωνεί να ενοικιάσει στον Μισθωτή το χρηματοκιβώτιο / θυρίδα με αριθμό 70 (που στη συνέχεια θα αναφέρεται ως η «Θυρίδα») για περίοδο 1 (ενός) χρόνου ήτοι από 01/03/2012 μέχρι 01/03/2013 έναντι ετήσιου ενοικίου €(80,00) το οποίο ενοίκιο θα προπληρώνεται».
…
2. H αναφερόμενη περίοδος ενοικίασης της Θυρίδας θα ανανεώνεται ή παρατείνεται αυτόματα εκτός εάν:
(α) H ΣΠΕ τερματίσει την μίσθωση σύμφωνα με τους όρους της παρούσας Συμφωνίας και
(β) Ο Μισθωτής αφαιρέσει το εντός της Θυρίδας ευρισκόμενο περιεχόμενο και παραδώσει στη ΣΠΕ τα κλειδιά της Θυρίδας».
(Οι υπογραμμίσεις είναι του Δικαστηρίου)
Από το πιο πάνω λεκτικό αλλά και από το σύνολο της συμφωνίας - εφαρμόζοντας την απλή και συνηθισμένη έννοια των λέξεων και την κατά γράμμα ερμηνεία τους - αναδύεται ξεκάθαρα ότι πρόθεση των μερών ήταν να συμβληθούν ούτως ώστε η Ενάγουσα 1 να ενοικιάσει χώρο φύλαξης αντικειμένων από τους Εναγόμενους 2, έναντι μιας μικρής, ετήσιας αμοιβής.
Ανατρέχοντας δε στους υπόλοιπους όρους της συμφωνίας, και αξιολογώντας το σύνολό της, προκύπτει ότι τα συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών αφορούσαν τον τρόπο χρήσης της θυρίδας, τις υποχρεώσεις του μισθωτή, δηλαδή της Ενάγουσας 1, και τη διαδικασία τερματισμού της μίσθωσης. Αντίθετα με τα όσα ισχυρίζονται οι Ενάγοντες, στη συμφωνία μεταξύ τους δεν υπάρχει οποιοσδήποτε ρητός όρος ότι οι Εναγόμενοι 2 ανέλαβαν υποχρέωση φύλαξης των αντικειμένων. Επιπλέον, δεν υπάρχει καμία δέσμευση για παροχή μέτρων ασφαλείας οποιασδήποτε φύσεως, πέρα από τη λειτουργία της θυρίδας με τη χρήση δύο κλειδιών (όρος 4). Δεν εντοπίζεται επίσης δέσμευση ή υποχρέωσή τους για επιθεώρηση και καταγραφή της χρήσης των θυρίδων μέσω κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης. Ούτε οι Ενάγοντες παραπέμπουν άλλωστε σε οποιοδήποτε συγκεκριμένο όρο προς επίρρωση των θέσεων τους για παράβαση της συμφωνίας. Ταυτόχρονα, υπάρχει παντελής έλλειψη μαρτυρίας η οποία να υποστυλώνει τις υποχρεώσεις για τις οποίες οι Ενάγοντες παραπονιούνται. Εν ολίγοις, από τα συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών και τη μαρτυρία, προκύπτει ότι, σε αντίθεση με τις υποθέσεις Cold Stores[24] και Kokkalos[25], οι Εναγόμενοι 2 δεν είχαν αναλάβει καμία ευθύνη σε σχέση με το περιεχόμενο της θυρίδας το οποίο αποτελεί κοινό έδαφος ότι, εν πάση περιπτώσει, τους ήταν άγνωστο. Τουναντίον, στον όρο 7 της συμφωνίας των μερών καταγράφονται τα ακόλουθα:
Νοείται ότι ο Μισθωτής είναι κατά πάντα χρόνο ελεύθερος να ασφαλίσει το περιεχόμενο της θυρίδας με αποκλειστικά δικά του έξοδα.»
Οι Ενάγοντες δεν κάνουν οιανδήποτε μνεία στον πιο πάνω όρο ούτε προβάλλουν οποιαδήποτε εισήγηση σε σχέση με αυτόν στις τελικές τους αγορεύσεις. Κατά την κρίση μου, το λεκτικό του όρου δεν εγείρει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς την ερμηνεία και εμβέλειά του. Τα μέρη συμφώνησαν ότι οι Εναγόμενοι 2 δε θα φέρουν καμία ευθύνη για το περιεχόμενο της θυρίδας και τυχόν βλάβη του περιεχομένου αυτού. Η ευθύνη για κάλυψη τυχόν ζημιάς ήταν στους ώμους της Ενάγουσας 1, η οποία, εάν το επιθυμούσε, μπορούσε να ασφαλίσει το περιεχόμενο της θυρίδας, έχοντας υπόψη το κοινώς αποδεκτό γεγονός ότι μόνο αυτή είχε γνώση για αυτό. Η πιο πάνω ερμηνεία, συνάδει και με το σύνολο της συμφωνίας, αφού δε συγκρούεται με καμία άλλη πρόνοια της σύμβασης μεταξύ των μερών. Υπενθυμίζω ότι αντίθετη θέση με την πιο πάνω, δεν έχει προβληθεί.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κατάληξη του Δικαστηρίου αποτελεί ότι οι Ενάγοντες δεν έχουν επιτύχει να αποδείξουν παράβαση της επίδικης σύμβασης από πλευράς των Εναγόμενων 2.
Αμέλεια
Στους Εναγόμενους 2 οι Ενάγοντες επίσης καταλογίζουν αμέλεια, η οποία θεωρούν ότι οδήγησε στην κλοπή των €16.200. Και πάλι υποστηρίζουν ότι οι Εναγόμενοι 2 δεν έλαβαν τα κατάλληλα μέτρα ασφαλείας και επέτρεψαν την παραβίαση της θυρίδας και την απόσυρση του ποσού, χωρίς τη συγκατάθεση της Ενάγουσας 1.
Η πιο πάνω θέση, ως είναι αναμενόμενο, δε βρίσκει σύμφωνους τους Εναγόμενους 2 οι οποίοι ισχυρίζονται ότι δεν έχει αποδειχθεί ότι η θυρίδα παραβιάστηκε. Κατά συνέπεια δεν έχει αποδειχθεί η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της κατ’ ισχυρισμόν παράβασης καθήκοντος επιμέλειας και της αξιούμενης ζημιάς. Επιπλέον, επιχειρηματολογούν ότι ουδέποτε ανέλαβαν υποχρέωση φύλαξης του περιεχόμενου της θυρίδας, περιοριζόμενοι στην ενοικίαση χώρου. Τέλος, κατά την άποψη τους, ο συμφωνηθείς όρος 7 (Τεκμήριο 1), εν πάση περιπτώσει, τους απαλλάσσει από οποιαδήποτε τυχόν ευθύνη.
Ως γνωστό, τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της αμέλειας είναι (α) η ύπαρξη καθήκοντος επιμέλειας, (β) η παράβαση αυτού του καθήκοντος και (γ) η πρόκληση ανακτητής ζημιάς, συνέπεια της αμέλειας. Επιπρόσθετα, θα πρέπει να αποδειχθεί αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της παράβασης καθήκοντος και της ζημιάς που έχει προκληθεί, βλάβη η οποία δεν πρέπει να κριθεί ως απομακρυσμένη.
Άποψή μου αποτελεί ότι, τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης δε μπορούν να οδηγήσουν σε στοιχειοθέτηση του εν λόγω αστικού αδικήματος.
Οι Ενάγοντες δεν έχουν καταφέρει να αποδείξουν με ποιο τρόπο απωλέσθηκαν τα χρήματα[26]. Μόνο ότι έχουν απωλεσθεί. To Δικαστήριο όμως δεν είναι επιτρεπτό να επιστρατεύσει ή να καταφύγει σε εικασίες ως προς το πως εξελίχθηκαν τα γεγονότα οδηγώντας στην απώλεια των χρημάτων[27]. Πόσο μάλλον για να καταλογίσει σε οποιοδήποτε πρόσωπο νομικές ευθύνες επί αυτών των εικασιών. Οι ισχυρισμοί των Εναγόντων για κλοπή του ποσού από τον Εναγόμενο 1 παρέμειναν μετέωροι. Το ίδιο και η εκδοχή τους για παραβίαση της επίδικης θυρίδας, αφού σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, δεν εντοπίστηκαν ίχνη παραβίασης ούτε και έχει αποδειχθεί μετά τις αστυνομικές εξετάσεις παραβίαση της θυρίδας. Ως αποτέλεσμα, απουσιάζει παντελώς το υπόβαθρο επί του οποίου το Δικαστήριο θα μπορούσε να εξετάσει εάν οποιαδήποτε πράξη ή παράλειψη των Εναγόμενων 2 συνιστούσε παράβαση καθήκοντος επιμέλειας και στη συνέχεια εάν αυτή οδήγησε στη ζημιά με τρόπο μη απομακρυσμένο. Σημειώνω ότι, παρόλο που στη δικογραφία οι Ενάγοντες επικαλέστηκαν την αρχή res ipsa loquitur, προχώρησαν δικογραφώντας λεπτομέρειες και γεγονότα τα οποία κατά την άποψή τους οδήγησαν στη ζημιά που αξιώνουν. Στη συνέχεια, επιχείρησαν αλλά απέτυχαν να υποστηρίξουν με μαρτυρία τον τρόπο με τον οποίο θεωρούν ότι προκλήθηκε η αξιούμενη βλάβη, εξουδετερώνοντας έτσι την εφαρμογή του αποδεικτικού κανόνα[28]. Η αποδεκτή μαρτυρία του ΜΕ3 ότι δέκα μήνες μετά το επίδικο συμβάν, στο υποκατάστημα των Εναγόμενων 2, και ενώ είχε ήδη χρησιμοποιηθεί το ένα από τα δύο κλειδιά, επέτυχε την παραβίαση μιας άλλης θυρίδας σχετικά εύκολα, με τη χρήση κατσαβιδιού, χωρίς να προκληθεί ζημιά, ξεκάθαρα κατά την κρίση μου δεν μπορεί να κριθεί επαρκής για να γείρει την πλάστιγγα και να αποδείξει παραβίαση της επίδικης θυρίδας. Ιδιαίτερα όταν υπάρχει αποδεκτή μαρτυρία ότι η επίδικη θυρίδα, μετά από εξετάσεις, δεν παρουσίαζε ίχνη παραβίασης. Ανεπαρκής, τόσο από μόνη της όσο και σε συνδυασμό με την υπόλοιπη αποδεκτή μαρτυρία, κρίνεται και η γνώμη του ΜΥΕ2.1 ότι, υπάρχει 1% πιθανότητα να υπάρχει κάποιος με ιδιαίτερες δεξιότητες ο οποίος να μπόρεσε να παραβιάσει την επίδικη θυρίδα χωρίς να αφήσει ίχνη. Η άποψη του μάρτυρα ότι κατά 99%, η θυρίδα δεν παραβιάστηκε, συνάδει με τα υπόλοιπα ευρήματα του Δικαστηρίου∙ ότι δηλαδή στη θυρίδα δεν εντοπίστηκαν οποιαδήποτε σημάδια παραβίασης. Η απουσία ενδείξεων παραβίασης ήταν άλλωστε κοινώς αποδεκτή. Ενώπιον του Δικαστηρίου δεν παρουσιάστηκε μαρτυρία η οποία να αντικρούει τη γνώμη του περί μη παραβίασης ούτε και μαρτυρία η οποία να ενισχύει καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη μικρή πιθανότητα που ο μάρτυρας επιφύλαξε, τα πράγματα να έχουν εξελιχθεί διαφορετικά.
Στις αγορεύσεις τους, περαιτέρω, με αναφορά στην κλασσική αγγλική αυθεντία Greaves and Co (Contractors) Ltd v. Baynham Meikle and Partners (1975) 3 All ER 99, σελ.104, προσπάθησαν να επιχειρηματολογήσουν υπέρ της εκδοχής της επαγγελματικής αμέλειας. Αυτή η εκδοχή όμως δεν είναι δικογραφημένη. Εν πάση περιπτώσει, ουδεμία μαρτυρία προσφέρθηκε η οποία να αποδεικνύει «παράλειψη καταβoλής τέτoιας δεξιότητας ή επιμέλειας για τηv άσκηση επαγγέλματoς, επιτηδεύματoς ή ασχoλίας όπως έvα λoγικό συvετό πρόσωπo, πoυ έχει τα πρoσόvτα για τηv άσκηση τoυ επαγγέλματoς αυτoύ, επιτηδεύματoς ή ασχoλίας θα κατέβαλλε υπό τις περιστάσεις, και στηv πρόκληση ζημιάς εξαιτίας αυτής».[29]
Περαιτέρω, δεν προσφέρθηκε καμία μαρτυρία ότι οι Εναγόμενοι 2, είτε ρητώς είτε μέσω παραστάσεων, ανέλαβαν την ευθύνη λειτουργίας ή τοποθέτησης καμερών ή οποιουδήποτε επιπρόσθετου συστήματος ασφαλείας από αυτό που παρείχαν αρχικώς, και το οποίο η Ενάγουσα 1 αποδέχτηκε με το να συμβληθεί μαζί τους. Ούτε και έχει συνδεθεί επαρκώς μια τέτοια παράλειψη με τη ζημιά που προκλήθηκε. Αντίθετα, από τον όρο 7 της μεταξύ τους γραπτής συμφωνίας (ανωτέρω) προκύπτει ότι με ξεκάθαρο λεκτικό το οποίο δεν επιδέχεται κατά την κρίση μου οποιαδήποτε διαφορετική ερμηνεία, τα μέρη συμφώνησαν ότι οι Εναγόμενοι 2 δε θα έφεραν καμία απολύτως ευθύνη ή υποχρέωση σε περίπτωση απώλειας ή ζημιάς του περιεχομένου της θυρίδας. Περιεχόμενο για το οποίο, αποτελεί κοινό έδαφος, ότι οι Εναγόμενοι 2 δεν είχαν καμία γνώση. Ο ίδιος όρος μάλιστα, μετακυλά ξεκάθαρα την υποχρέωση κάλυψης τυχόν απώλειας στους ώμους της Ενάγουσας 1, με αναφορά στη δυνατότητά της, εάν επιθυμεί, να ασφαλίσει το περιεχόμενο της θυρίδας∙ επιλογή η οποία προφανώς θα απαιτούσε τη γνωστοποίηση του περιεχομένου της θυρίδας σε τρίτο πρόσωπο για σκοπούς κοστολόγησης και ανάληψης υποχρέωσης σε σχέση με αυτό, στοιχείο το οποίο απουσιάζει στη σχέση μεταξύ της Ενάγουσας 1 και της Τράπεζας. Υπενθυμίζω ότι οι Ενάγοντες ουδεμία αναφορά κάνουν στον όρο 7 της συμφωνίας ούτε έχουν προωθήσει αντίθετη θέση σε σχέση με την ερμηνεία, την εμβέλεια και την εφαρμογή του. Για σκοπούς πληρότητας αναφέρω ότι, ακόμη και να δεχόμουν ως επαρκή τη πιθανότητα του 1%, η θυρίδα να παραβιάστηκε από κάποιο πρόσωπο με ιδιαίτερες δεξιότητες χωρίς να αφήσει ίχνη, ο όρος 7 της συμφωνίας δεν αφήνει χώρο για να καταλογιστεί ευθύνη στους Εναγόμενους 2 για αμέλεια.
Τέλος, το γεγονός πως οι Εναγόμενοι 2, μετά τα συμβάντα, τροποποίησαν τον τρόπο λειτουργίας των θυρίδων, δε δύναται από μόνο του, κατά την κρίση μου, να οδηγήσει σε συμπέρασμα ότι αυτοί ήταν αρχικώς αμελείς, ως οι Ενάγοντες ισχυρίζονται.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κατάληξη του Δικαστηρίου αποτελεί ότι οι Ενάγοντες απέτυχαν να αποδείξουν το αστικό αδίκημα της αμέλειας σε σχέση με τους Εναγόμενους 2.
Παράβαση θέσμιου καθήκοντος
Παράβαση συνταγματικών δικαιωμάτων
Οι Ενάγοντες επιρρίπτουν περαιτέρω στους Εναγόμενους 2 «παράβαση των υπό του νόμου και κανονισμών» θέσμιων καθηκόντων τους «για την παροχή ενός ασφαλούς συστήματος φύλαξης των αντικειμένων που ήταν μέσα στην τραπεζική θυρίδα». Οι Εναγόμενοι 2 από πλευράς τους, εισηγούνται ότι η πιο πάνω νομική βάση δεν μπορεί να εξεταστεί γιατί έχει εγερθεί γενικά και αόριστα, χωρίς παραπομπή σε συγκεκριμένη νομοθεσία ή κανονισμό.
Συγκλίνω με τη θέση των Εναγόμενων 2 επί του προκειμένου. Τόσο στη δικογραφία όσο και στις τελικές τους αγορεύσεις, οι Ενάγοντες δεν αναφέρουν ποια είναι η νομοθεσία ή ο κανονισμός που θεωρούν ότι οι Εναγόμενοι 2 έχουν παραβεί[30]. Ως αποτέλεσμα, το Δικαστήριο δεν είναι δυνατόν να αξιολογήσει κατά πόσον έχει όντως παραβιαστεί κάποια νομική υποχρέωση και στη συνέχεια, εάν ο νομοθέτης είχε πρόθεση να δημιουργήσει αγώγιμο δικαίωμα υπέρ των ιδιωτών[31]. Συνακόλουθα, ούτε αυτή η γραμμή επιχειρηματολογίας μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται.
Τα ίδια ισχύουν και σε σχέση με το επιχείρημα των Εναγόντων για παραβίαση των συνταγματικών τους δικαιωμάτων και συγκεκριμένα του άρθρου 23 του Συντάγματος. Η πιο πάνω θέση αναφέρεται ακροθιγώς και χωρίς την απαραίτητη τεκμηρίωση και ανάπτυξη. Συνεπώς, δεν έχει τεθεί οποιοδήποτε πλαίσιο το οποίο θα επέτρεπε στο Δικαστήριο να την εξετάσει, και δε μπορεί παρά να θεωρηθεί ως εγκαταληφθείσα.
Λοιποί ισχυρισμοί
Δεδομένων των πιο πάνω συμπερασμάτων του Δικαστηρίου, και της αποτυχίας των Εναγόντων να αποδείξουν τις αξιώσεις τους επί του συνόλου των νομικών βάσεων που προώθησαν, η εξέταση των επιχειρημάτων των Εναγόμενων 2 αναφορικά με την νομική υπόσταση της Ενάγουσας 3 και την ύπαρξη ή μη αγώγιμου δικαιώματος προς όφελος του Εναγόμενου 2, καθίσταται αλυσιτελής.
Αποτέλεσμα
Κατά συνέπεια των πιο πάνω καταλήξεων και συμπερασμάτων, κρίνω ότι οι Ενάγοντες 1-3 δεν έχουν προσφέρει επαρκή και ικανή μαρτυρία προς στοιχειοθέτηση των αξιώσεών τους.
Όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Κουννίδη (ανωτέρω), έτσι κι εδώ, δε μου διαφεύγει ότι θα είναι σκληρό για τους Ενάγοντες - οι οποίοι απώλεσαν χρήματα τα οποία με αλτρουισμό, αυτοθυσία και βαθιά ανθρωπιά συνέλεξαν για ένα τόσο σημαντικό σκοπό - να καταδικαστούν και στα έξοδα. Ταυτόχρονα όμως, θα ήταν άδικο για τους Εναγόμενους 1 και 2 οι οποίοι κέρδισαν την υπόθεσή τους, να μην αποζημιωθούν για τα έξοδα της αγωγής αυτής. Επομένως, καταλήγω στο συμπέρασμα ότι η πιο δίκαιη διαταγή, υπό τις περιστάσεις, είναι τα έξοδα της αγωγής να ακολουθήσουν το αποτέλεσμά της, όπως είναι και ο γενικός κανόνας.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους, η Αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των Εναγόμενων 1 και 2 και εναντίον των Εναγόντων 1-3, αλληλέγγυα ή/και κεχωρισμένα, ως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή στην κλίμακα της αγωγής και εγκριθούν από το Δικαστήριο.
…………………………….....……
(Υπ.) Α. Θωμά Θεοδοσίου, Προσ. Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
[1] βλ. Παρλάτα Παναγιώτης ν. Στέλλας Δημητρίου (2014) 1 ΑΑΔ 994 για το ζήτημα των παραδοχών μέσω δικογράφων.
[2] βλ. κατ΄ αναλογίαν, G & K Exclusive Fashions Ltd v. Παπαδοπούλου κ.ά (2001) 1 ΑΑΔ 88 και Al Watani κ.ά. ν. Παπαδόπουλου (2001) 1Γ ΑΑΔ 1924.
[3] βλ. Αντωνίου v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 766 και Βούτουνος v. Αστυνομίας (2008) 2 Α.Α.Δ. 71.
[4] βλ. κατ’ αναλογίαν, Κίμωνος ως Εκκαθαριστή της Blue Seal Shoes Ltd v. Χρ. Ιωάννου & Υιοί (Υποδήματα) Λτδ, Π.E.66/13, ημερ.4.11.2019, Ευσταθίου ν. Μιχαήλ και Άλλης, Π.E 269/2012, ECLI:CY:AD:2019:A341, ημερ.23.7.2019, Θεοχαρίδης ν. Ιωάννου κ.ά (2012) 1Β ΑΑΔ 1311, 1319-1322.
[5] βλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΛΑΓΟΠΟΔΙΔΗΣ ν. ΑΝΑΣΤΑΣΙΟΥ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΔΗ ΑΛΛΩΣ ΤΑΣΟΣ κ.α., Π.Ε. αρ. 250/2011, ημερ.18.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A180.
[6] βλ. μεταξύ άλλων Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 ΑΑΔ 240, Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Γεωργική Εταιρεία Α. Γ. Φουτάς ν. Εταιρείας Βάσος Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ.
[7] βλ. Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168 και Αλεξάνδρου v. Κωμοδρόμου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 576.
[8] βλ. CheeselineLtdν Ανθούλλης Θωμά & Υιοί Λτδ (2014) 1 ΑΑΔ 951.
[9] βλ. κατ’ αναλογία Κωνσταντίνου κ.ά ν. Αστυνομίας Ποινικές Εφέσεις 217/2019 και 218/2019, ημερ.1.2.2022.
[10] βλ. Χατζηξενοφώντος και Άλλης (ανωτέρω).
[11] βλ. Evangelou and Another v. Ambizas and Another (1982) 1 CLR 41.
[12] βλ. R v. Smith (2011) 2 Cr App R 174.
[13] βλ. R v. Atkins (2010) 1 Cr App R 117.
[14] βλ. παρ.4.2, σελ.7-8 των τελικών αγορεύσεων των Εναγόντων και σελ.10 των πρακτικών ημερ.20.11.2023.
[15] Παύλου v. Aνδρέου, Π.Ε. 185/09, ημερ.26.3.2014.
[16] βλ.Σαρρής v. Καλλέγιας κ.ά. (2011) 1Β Α.Α.Δ. 958 και Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814.
[17] βλ. ευρήματα στη βάση της αποδεκτής μαρτυρίας του ΜΕ3.
[18] βλ. μεταξύ άλλων Θεοχάρους ν. Παστελλή (1993) 1 ΑΑΔ 240, Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499 και Γεωργική Εταιρεία Α. Γ. Φουτάς ν. Εταιρείας Βάσος Έμποροι Γεωργικών Προϊόντων Λτδ (1993) 1 Α.Α.Δ.
[19]βλ. Λαζούρας ν. Σκυλλουριώτου (1992) 1 ΑΑΔ 168 και Αλεξάνδρου v. Κωμοδρόμου κα (1997) 1 Α.Α.Δ. 576.
[20] βλ. Dome Investments Public Company Ltd v. Κυπριακή Δημοκρατία μέσω Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 11/2013, ημερομηνίας 17.6.2021.
[21] βλ. Ανόρθωσις ν. Απόλλων (2002) 1 Α.Α.Δ 518.
[23] βλ. ΛΙΠΕΡΗ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΒΙΩΣΑΝΤΑ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΥ ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΟΥΝΤΖΙΟΥΡΗ Ν. ECCLESIASTICAL INSURANCE OFFICE PLC κ.α., Π.Ε. Αρ. 42/2013, ημερ.19.7.2019, ECLI:CY:AD:2019:A329, ECLI:CY:AD:2019:A329.
[24] βλ. IOANNIS KOKKALOS & SONS LTD ν. NICOS KARAYIANNIS (1975) 1 CLR 377.
[25] βλ. Andreas & Stefanos Cold Stores Trading Ltd. ν. Eταιρείας Aναψυκτικών KEAN Λτδ. (Aρ.2) (1998) 1 ΑΑΔ 2335.
[26] βλ. Ράλλης Μακρίδης και Υιοι Λτδ v. Λουκά (2003) 1 ΑΑΔ 447 .
[27] βλ. Ξενοφώντος Κύπρος ν. KN Zoo Bar Restaurant Ltd και Άλλων (2016) 1 ΑΑΔ 2786.
[28] βλ. Αθανασίου v. Κουνούνη (1997) 1 Α.Α.Δ. (Β) 614-45-06.
[29] βλ. άρθρο 51(1)(β), περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ.148.
[30] βλ. Ελπινίκη Παναγή κ.α. v. Παναγιώτη Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145.
[31] βλ. Phillips v. Britannia Hygienic Laundry Co. [1923] 2 K.B. 832, 842, Lonrho Ltd., and Others v. Shell Petroleum Co. Ltd., and Others [1981] 2 All E.R. 456, Peristeronopighi Transport Co. Ltd. v. Toumazos Th. Toumazou (1970) 1 C.L.R. 196 και KYTHREOTIS ν. CONSTANTINOU (1984) 1 CLR 811.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο