THANDIWEN HOLDING LIMITED ν. AMBIVILLE HOLDINGS LIMITED κ.α., Αρ. Γενικής Αίτησης: 58/25, 17/11/2025
print
Τίτλος:
THANDIWEN HOLDING LIMITED ν. AMBIVILLE HOLDINGS LIMITED κ.α., Αρ. Γενικής Αίτησης: 58/25, 17/11/2025

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Αγιομαμίτη, Π.Ε.Δ.

 

Αρ. Γενικής Αίτησης: 58/25

 

THANDIWEN HOLDING LIMITED

Αιτητές

και

1. AMBIVILLE HOLDINGS LIMITED

2. V.K.C.A. QUALITY LIMITED

                                 3. ANTHINVEST LIMITED

                                 4. ΣΑΒΒΑΣ ΚΑΚΟΣ

Καθ΄ ων η αίτηση

Ημερομηνία: 17.11.2025.

 

Εμφανίσεις:

Για τους Αιτητές: κα Ε. Διονυσίου με κα Σ. Σταύρου για Patrikios Pavlou & Associates LLC.

Για τους Καθ΄ ων η αίτηση: κα Χρ. Πέτρου με κα Λίλλη για Δημητρίου & Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

Με την παρούσα διαιτητική απαίτηση, η Αιτήτρια αξιώνει την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων προς υποβοήθηση εκκρεμούσας διαιτητικής διαδικασίας μεταξύ της Αιτήτριας και των Καθ’ ων η αίτηση 1-4.

 

Η υπό κρίση αίτηση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση της διευθύντριας  της Αιτήτριας.

 

Σύμφωνα με την πιο πάνω αναφερόμενη ένορκη δήλωση, η Αιτήτρια και η Καθ’ ης η αίτηση 1 συμφώνησαν να συνεργαστούν για την κατασκευή και ανάπτυξη του έργου γνωστού με την επωνυμία ως «Q3 Project» (στο εξής «το έργο»). Προς υλοποίηση της κατασκευής του έργου συστάθηκε η εταιρεία Solarzo Trading Ltd (στο εξής «Solarzo») στην οποία θα συμμετείχαν με ίσα ποσοστά η Αιτήτρια και η Καθ’ ης η αίτηση 1. Περαιτέρω, συμφωνήθηκε μεταξύ της Αιτήτριας και της Καθ’ ης η αίτηση 1 όπως συνεισφέρουν έκαστη το ποσό των €2.000.000 στη Solarzo. Στη βάση των πιο πάνω η Αιτήτρια και η Καθ’ ης η αίτηση 1 έλαβαν από 50% του εκδομένου μετοχικού κεφαλαίου της Solarzo και υπέγραψαν σχετική συμφωνία μετόχων. Διευθυντές της Solarzo ήταν και εξακολουθούν να είναι η ενόρκως δηλούσα και ο Καθ’ ου η αίτηση 4.

 

Το έργο, ωστόσο, ουδέποτε ξεκίνησε. Ενόψει αυτής της εξέλιξης, η Αιτήτρια αποφάσισε να αποχωρήσει από τη Solarzo. Τον Ιούλιο του 2022 η Αιτήτρια και η Καθ’ ης η αίτηση 1 υπέγραψαν συμφωνία πώλησης μετοχών, με την οποία η Αιτήτρια συμφώνησε να πωλήσει στην Καθ’ ης η αίτηση 1 και η τελευταία συμφώνησε να αγοράσει τις μετοχές που κατείχε η Αιτήτρια στη Solarzo για το ποσό των €3.500.000. Η εν λόγω συμφωνία πώλησης μετοχών περιείχε ρήτρα επίλυσης διαφορών μέσω διαιτησίας.

 

Η Καθ’ ης η αίτηση 1 δεν τήρησε τις υποχρεώσεις της, αφού ουδέποτε κατέβαλε το αντίτιμο για την αγορά των μετοχών. Ως εκ των ανωτέρω, η Αιτήτρια απέστειλε ειδοποίηση προς παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία και ακολούθως ξεκίνησε διαδικασία διαιτησίας στη βάση της συμφωνίας πώλησης μετοχών.

 

Ενώ εκκρεμούσε η διαιτησία υπήρξαν συζητήσεις μεταξύ της Αιτήτριας και της Καθ’ ης η αίτηση 1 οι οποίες οδήγησαν στις 18.12.2023 στην υπογραφή της συμφωνίας διευθέτησης.

 

Με την προαναφερόμενη συμφωνία διευθέτησης οι Καθ’ ων η αίτηση 1-4 αναγνώρισαν ότι η Καθ’ ης η αίτηση 1 δεν εκπλήρωσε την υπόσχεση πληρωμής του τιμήματος πώλησης των μετοχών στη βάση της συμφωνίας πώλησης μετοχών και ανέλαβαν από κοινού και κεχωρισμένα να διασφαλίσουν ότι η Αιτήτρια θα λάβει την πλήρη αξία του τιμήματος για την πώληση των μετοχών της Solarzo. Ειδικότερα, συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ότι το ποσό των €3.500.000 θα καταβαλλόταν ως ακολούθως:

·                Το ποσό των €3.000.000 θα καταβαλλόταν με τη μεταβίβαση στην Αιτήτρια ενός ακινήτου της Καθ’ ης η αίτηση 2 το οποίο βρίσκεται στις Αγγλισίδες (στο εξής «το ακίνητο Α») και

·                Το ποσό των €500.000 θα καταβαλλόταν με τη μεταβίβαση στην Αιτήτρια τριών οικοπέδων ιδιοκτησίας της Καθ’ ης η αίτηση 3 (στο εξής «τα ακίνητα Β»).

 

Προς τον σκοπό μεταβίβασης των ακινήτων υπογράφηκαν δύο ξεχωριστές συμφωνίες πώλησης, η μία για το ακίνητο Α και η άλλη για τα ακίνητα Β. Οι εν λόγω συμφωνίες πώλησης καταρτίστηκαν για καθαρά πρακτικούς λόγους και συγκεκριμένα για να κατατεθούν στο αρμόδιο Κτηματολογικό γραφείο. Οι Καθ’ ων η αίτηση ανέλαβαν, τόσο τη χαρτοσήμανση, όσο και την κατάθεση των συμφωνιών στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Παρά ταύτα, μόνο η συμφωνία πώλησης των ακινήτων Β κατατέθηκε στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λάρνακας.

 

Στο πλαίσιο της συμφωνίας διευθέτησης, η Αιτήτρια έλαβε έκθεση δέουσας επιμέλειας σε σχέση με το ακίνητο Α και προέβηκε και η ίδια σε έρευνες σε σχέση με τα ακίνητα Α και Β. Μέσα από τις εν λόγω έρευνες περιήλθε σε γνώση της Αιτήτριας, ότι το ακίνητο Α δεν πληροί τις προϋποθέσεις και εγγυήσεις των Καθ’ ων η αίτηση που περιλαμβάνονται στη συμφωνία διευθέτησης, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να μεταβιβαστεί προς εξόφληση του ποσού των €3.000.000. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε ότι στις 04.07.2024, δηλαδή μετά την υπογραφή της συμφωνίας διευθέτησης, εγγράφηκε MEMO επί του εν λόγω ακινήτου. Οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν την υποχρέωση στη βάση της συμφωνίας διευθέτησης να απαλλάξουν τα ακίνητα από οποιεσδήποτε υποθήκες ή επιβαρύνσεις προκειμένου να μεταβιβαστούν ελεύθερα στην Αιτήτρια. Η εγγραφή του ΜΕΜΟ, καθώς και άλλες επιβαρύνσεις που προϋπήρχαν επί του ακινήτου Α καθιστούν την κατάθεση της συμφωνίας πώλησής του άνευ αντικειμένου.

 

Λόγω των πιο πάνω εξελίξεων, η διαιτησία που είχε ξεκινήσει στη βάση της συμφωνίας πώλησης των μετοχών διακόπηκε.

 

Ακολούθως, η Αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 31.10.2024 τερμάτισε τη ρύθμιση πληρωμής που περιλαμβανόταν στη συμφωνία διευθέτησης δυνάμει της οποίας η εξόφληση του ποσού των €3.000.000 θα γινόταν μέσω της μεταβίβασης του ακινήτου Α και απαίτησε την πληρωμή του εν λόγω ποσού. Ταυτόχρονα, κάλεσε την Καθ’ ης η αίτηση 3 όπως μεταβεί στο αρμόδιο Κτηματολογικό γραφείο προς ολοκλήρωση της μεταβίβασης των ακινήτων Β.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση δεν ανταποκρίθηκαν στην προαναφερόμενη επιστολή και η Αιτήτρια αποτάθηκε στους δικηγόρους της δίδοντας τους οδηγίες όπως προχωρήσουν στη λήψη όλων των απαραίτητων μέτρων. Ως εκ τούτου, ετοιμάστηκε σχετική επιστολή - ειδοποίηση παραπομπής της διαφοράς σε διαιτησία στη βάση της συμφωνίας διευθέτησης η οποία περιλαμβάνει ρήτρα επίλυσης διαφορών μέσω διαιτησίας. Η εν λόγω επιστολή επιδόθηκε στους Καθ’ ων η αίτηση στις 14.01.2025.

 

Εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα θα είναι πολύ δύσκολο έως και αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο. Υφίστανται σοβαρές ενδείξεις, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είναι αφερέγγυοι. Συγκεκριμένα, οι Καθ’ ων η αίτηση κατ’ επανάληψη προσπαθούν να αποφύγουν τις υποχρεώσεις τους παραβιάζοντας τις συμφωνίες που κατά καιρούς υπέγραψαν με την Αιτήτρια. Περαιτέρω, ο Καθ’ ου η αίτηση 4 και διάφορες εταιρείες οι οποίες ανήκουν στον ίδιο ή ελέγχονται από αυτόν εμπλέκονται σε δικαστικές διαδικασίες που εκκρεμούν εναντίον τους, γεγονός που εντείνει την ανησυχία όσον αφορά την οικονομική τους κατάσταση. Παράλληλα, οι πληροφορίες που λαμβάνει η Αιτήτρια σε σχέση με την ευρωστία των Καθ’ ων η αίτηση δεικνύουν ότι οι τελευταίοι βρίσκονται σε πολύ κακή οικονομική κατάσταση.

 

Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων, καθώς οι Καθ’ ων η αίτηση έχουν ήδη παραδεχτεί την οφειλή τους προς την Αιτήτρια και τα δικαιώματά τους δεν θα επηρεαστούν αρνητικά.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση αντέδρασαν στην υπό κρίση αίτηση καταχωρώντας ένσταση στην οποία εγείρουν 24 λόγους. Οι πολυάριθμοι λόγοι ένστασης μπορεί να συνοψιστούν στους ακόλουθους:

1.   Η διαιτητική απαίτηση βασίζεται σε συμφωνία η οποία δεν έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ, λόγω της μεταγενέστερης υπογραφής της συμφωνίας πώλησης του ακινήτου Α.

2.   Δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Ν.14/60.

3.   Η αίτηση είναι καταχρηστική και/ή υπέρμετρα επαχθής, καθώς η Αιτήτρια επιδιώκει τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων μεγαλύτερης αξίας από την αξία της απαίτησής της.

4.   Η Αιτήτρια παραβίασε την υποχρέωσή της να προσέλθει στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

5.   Τα αιτούμενα επικουρικά διατάγματα αποκάλυψης περιουσιακών στοιχείων επιδιώκουν την αποκάλυψη περιουσιακών στοιχείων πέραν της απαίτησης της Αιτήτριας.

 

Η ένσταση υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Καθ’ ου η αίτηση 4, ο οποίος, μεταξύ άλλων, αναφέρει ότι η συμφωνία διευθέτησης ημερομηνίας 18.12.2023, επί της οποίας στηρίζεται η υπό κρίση αίτηση και η εκκρεμούσα διαιτησία, δεν έχει οποιαδήποτε νομική ισχύ. Αυτό, διότι μεταγενέστερα και συγκεκριμένα στις 10.04.2024 υπογράφηκε η συμφωνία πώλησης του ακινήτου Α.

 

Η προαναφερόμενη συμφωνία πώλησης υπογράφηκε μετά την ολοκλήρωση της διαδικασίας της δέουσας επιμέλειας και αφού η Αιτήτρια είχε γνώση των ευρημάτων της έρευνας που η ίδια διεξήγαγε σε σχέση με τα ακίνητα Α και Β. Επομένως, η Αιτήτρια κατά την υπογραφή της συμφωνίας πώλησης γνώριζε τη νομική και τεχνική κατάσταση του ακινήτου Α.

 

Ειδικότερα, όσον αφορά τις επιβαρύνσεις επί του ακινήτου Α, οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν κοινοποιήσει σχετικό πιστοποιητικό έρευνας του Κτηματολογίου Λάρνακας στις 12.09.2023 στο οποίο παρουσιάζονται οι επιβαρύνσεις επί του εν λόγω ακινήτου. Η μεταγενέστερη εγγραφή ΜΕΜΟ επί του ακινήτου Α ουδόλως διαφοροποιεί την κατάσταση, αφού η Αιτήτρια γνώριζε, τόσο κατά την υπογραφή της συμφωνίας διευθέτησης, όσο και κατά την υπογραφή της συμφωνίας πώλησης του ακινήτου Α την ύπαρξη προηγούμενων επιβαρύνσεων και ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε για αυτές. Η μεταγενέστερη καταχώρηση επιβάρυνσης δεν επηρέαζε κατ’ ουδένα τρόπο τα δικαιώματά της, αφ’ ης στιγμής το ακίνητο Α ήταν ήδη βεβαρημένο με υποθήκες.

 

Η εκκρεμούσα διαιτητική διαδικασία δεν παρουσιάζει ορατή πιθανότητα επιτυχίας, εφόσον η συμφωνία διευθέτησης δεν έχει νομική ισχύ. Περαιτέρω, η επίδικη αίτηση καταχωρήθηκε σε εξαιρετικά πρόωρο στάδιο της διαδικασίας, καθώς δεν ολοκληρώθηκε ο διορισμός των διαιτητών και η συγκρότηση του Διαιτητικού Δικαστηρίου.

 

Η Αιτήτρια δεν έχει αποδείξει, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είναι αφερέγγυοι ή δεν διαθέτουν περιουσιακά στοιχεία προς κάλυψη οποιασδήποτε ενδεχόμενης απαίτησής της.

 

Επιπρόσθετα, η Αιτήτρια με την προώθηση της παρούσας αίτησης ενεργεί καταχρηστικά επιδιώκοντας την καθολική παγοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η αίτηση ζητώντας, μάλιστα, τη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων συνολικής αξίας €12.000.000, ενώ η απαίτησή της περιορίζεται στο ποσό των €3.000.000. Παράλληλα, τα αιτούμενα διατάγματα είναι διατυπωμένα με γενικότητα και δεν περιορίζονται μόνο στους Καθ’ ων η αίτηση, αλλά επηρεάζουν και τρίτα πρόσωπα.

 

Η καταχρηστικότητα της αίτησης διαφαίνεται και από το γεγονός ότι αυτή στρέφεται και εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση 3. Συγκεκριμένα, η ίδια η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι θα προχωρήσει με ειδική εκτέλεση της συμφωνίας πώλησης των ακινήτων Β ιδιοκτησίας της Καθ’ ης η αίτηση 3. Επομένως, δεν διατηρεί οποιαδήποτε απαίτηση εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση 3 στο πλαίσιο της εκκρεμούσας διαιτητικής διαδικασίας.

 

Καταληκτικά, ο Καθ’ ου η αίτηση 4 ισχυρίζεται ότι το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης αφού δεν νοείται στη βάση μίας συμφωνίας χωρίς νομική ισχύ να δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η αίτηση.

 

Η διευθύντρια της Αιτήτριας στη συμπληρωματική ένορκη δήλωσή της αναφέρει, ανάμεσα σε άλλα, ότι η συμφωνία πώλησης του ακινήτου Α δεν καταργεί τη συμφωνία διευθέτησης. Οι συμφωνίες πώλησης των ακινήτων Α και Β ετοιμάστηκαν και υπογράφτηκαν για σκοπούς εφαρμογής και υλοποίησης των όρων της συμφωνίας διευθέτησης και ενόψει των πρακτικών δυσκολιών που προέκυψαν και αφορούσαν τη χαρτοσήμανση και κατάθεση της τελευταίας στο Κτηματολόγιο για σκοπούς ειδικής εκτέλεσης. Τα πιο πάνω ήταν ξεκάθαρα μεταξύ των διαδίκων.

 

Η Αιτήτρια γνώριζε για όλες τις επιβαρύνσεις επί του ακινήτου Α οι οποίες εμφανίζονται στη σχετική έρευνα ημερομηνίας 12.09.2023. Στην εν λόγω έρευνα δεν περιλαμβανόταν η εγγραφή του ΜΕΜΟ η οποία έλαβε χώρα στις 04.07.2024. Αυτό το νέο δεδομένο συνιστούσε παράβαση των υποχρεώσεων των Καθ’ ων η αίτηση, οι οποίοι είχαν ρητά επιβεβαιώσει ότι το ακίνητο Α θα μεταβιβαζόταν ελεύθερο από τις επιβαρύνσεις που φαίνονται στην έρευνα ημερομηνίας 12.09.2023.

 

Η Αιτήτρια συμμορφώθηκε πλήρως με τις υποχρεώσεις της που απορρέουν από τη συμφωνία διευθέτησης. Πιο συγκεκριμένα, η ενόρκως δηλούσα απέστειλε στους Καθ’ ων η αίτηση την έκθεση δέουσας επιμέλειας ζητώντας τα σχόλια του Καθ’ ου η αίτηση 4.

 

Η Αιτήτρια νομιμοποιείται να ζητά την έκδοση διατάγματος παγοποίησης μέχρι του ποσού των €3.000.000 έναντι κάθε Καθ’ ου η αίτηση, καθώς η ευθύνη τους είναι αλληλέγγυα και κεχωρισμένη. Ειδικότερα, όσον αφορά την Καθ’ ης η αίτηση 3, η Αιτήτρια διατηρεί απαίτηση εναντίον της καθώς η τελευταία δεν έχει μέχρι και σήμερα μεταβιβάσει τα ακίνητα Β. Παράλληλα, η Καθ’ ης η αίτηση 3 ανέλαβε μαζί με τους υπόλοιπους Καθ’ ων η αίτηση την υποχρέωση εξόφλησης του ποσού των €3.500.000.

 

Τέλος, η ενόρκως δηλούσα αναφέρει ότι το Διαιτητικό Δικαστήριο έχει συγκροτηθεί και ήδη πραγματοποιήθηκε η πρώτη διάσκεψη διαχείρισης της υπόθεσης στην παρουσία των τριών διαιτητών και των δικηγόρων των διαδίκων.

 

Η ακρόαση της υπό κρίση αίτησης διεξάχθηκε στη βάση των ενόρκων δηλώσεων.  Οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων μέσω των εμπεριστατωμένων αγορεύσεών τους ανέπτυξαν την επιχειρηματολογία τους επί των νομικών και πραγματικών ζητημάτων. Έχω μελετήσει και λαμβάνω υπόψη μου το σύνολο των επιχειρημάτων των συνηγόρων και ειδική αναφορά θα γίνει πιο κάτω μόνο όπου αυτό κριθεί σκόπιμο.

 

Νομική πτυχή

Η παρούσα διαιτητική απαίτηση στηρίζεται στο άρθρο 9 του Ν.101/87, το οποίο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

 

«Τo Δικαστήριo έχει εξoυσία, κατ' αίτηση εvός τωv μερώv, vα διατάσσει τη λήψη συvτηρητικώv μέτρωv, oπoτεδήπoτε πριv από τηv έvαρξη ή κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας.»

 

Η δικονομική δυνατότητα χορήγησης ενδιάμεσης θεραπείας προς υποβοήθηση διαιτητικής διαδικασίας προβλέπεται και στα Μέρη 23.2(4) και 25.4(1)(α) των ΚΠΔ. Το ουσιαστικό δίκαιο για την παροχή τέτοιας θεραπείας περιλαμβάνεται στο άρθρο 32 του Ν.14/60 (Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited (2015) 1 A.A.Δ. 386). Μάλιστα, με την τροποποίηση του άρθρου 32 του Ν.14/60 και την εισαγωγή της παραγράφου (Α1) αναγνωρίστηκε ότι η δυνατότητα χορήγησης θεραπείας σε σχέση με διαιτητική διαδικασία καλύπτει όλα τα στάδιά της (πριν την έναρξή της, κατά την εκκρεμοδικία και μετά την ολοκλήρωσή της).

 

Οι προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες ασκείται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου προβλέπονται στο άρθρο 32(1) του Ν.14/60. Σύμφωνα με αυτό πρέπει να συντρέχουν οι ακόλουθες τρεις προϋποθέσεις:

 

(α)       Ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση.

(β)       Ύπαρξη πιθανότητας ο Αιτητής να δικαιούται σε θεραπεία.

(γ)        Θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, εκτός αν εκδοθεί το ενδιάμεσο διάταγμα.

 

Στην κλασική αυθεντία Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd a.o (1982) 1 C.L.R 557, λέχθηκε σε σχέση με την πρώτη προϋπόθεση που τίθεται από το άρθρο 32 (1) του Ν.14/60, ότι δεν περιλαμβάνει οτιδήποτε πέραν του να καταδειχθεί μία συζητήσιμη υπόθεση (arguable case) με βάση τα δικόγραφα. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση ειπώθηκε, ότι περικλείει κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα να δικαιούται ο Αιτητής σε θεραπεία, αλλά και κάτι πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων.  Σύμφωνα με την Odysseos v. A. Pieris Estates Ltd a.o (ανωτέρω), ο Αιτητής θα πρέπει να δείξει ότι υπάρχει ορατό ενδεχόμενο επιτυχίας.

 

Η τρίτη προϋπόθεση, αφορά το κατά πόσο χωρίς την έκδοση του διατάγματος θα είναι αδύνατο ή δύσκολο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο.

 

 

Συμπεράσματα

Οι Καθ’ ων η αίτηση εγείρουν ζήτημα παραβίασης του καθήκοντος αποκάλυψης εκ μέρους της Αιτήτριας.

 

Θα ασχοληθώ κατά προτεραιότητα με το πιο πάνω ζήτημα σημειώνοντας ευθύς εξ αρχής, ότι το εν λόγω καθήκον εφαρμόζεται στην πλήρη του έκταση σε μονομερείς διαδικασίες (Proquaserv Accountants Ltd ν. Κυριακίδη, Πολ. Έφ. Αρ.49/2018, ημερ.17.11.2023). Στην προκείμενη περίπτωση η υπό κρίση αίτηση καταχωρήθηκε δια κλήσεως και ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν από την έναρξη της παρούσας διαδικασίας και οι δύο πλευρές οι οποίες είχαν την ευκαιρία να εκθέσουν τους ισχυρισμούς τους. Συνεπώς, δεν τίθεται ζήτημα παράβασης του καθήκοντος πλήρους αποκάλυψης.

 

Ερχόμενος στην ουσία της αίτησης και ειδικότερα στο άρθρο 32(1) του Ν.14/60, θεωρώ υπό τις περιστάσεις προσφορότερη την από κοινού εξέταση των δύο πρώτων προϋποθέσεών του. Αυτό, διότι με την επίδικη απαίτηση η Αιτήτρια δεν προβάλλει την ύπαρξη κάποιου αγώγιμου δικαιώματος στη βάση του οποίου διεκδικεί τελική θεραπεία. Η υπό αναφορά απαίτηση περιορίζεται στην εξασφάλιση ενδιάμεσων διαταγμάτων προς υποβοήθηση εκκρεμούσας διαιτητικής διαδικασίας.

 

Προέχει, επομένως, η εξέταση του κατά πόσο η παρούσα διαδικασία σχετίζεται με διαιτητική απαίτηση. Επ’ αυτού σημειώνω ότι αποτελεί κοινό έδαφος η ύπαρξη διεθνούς εμπορικής διαιτησίας η οποία βρίσκεται σε εκκρεμότητα μεταξύ των διαδίκων (βλ. παράγραφο 8 της ένορκης δήλωσης του Καθ’ ου η αίτηση 4, ο οποίος αναφέρεται, μεταξύ άλλων, σε εκκρεμούσα διαιτησία, καθώς και τις παραγράφους 21 – 23 της εν λόγω ένορκης δήλωσης). Ό,τι αμφισβητούν οι Καθ’ ων η αίτηση είναι τη νομική ισχύ της συμφωνίας διευθέτησης επί της οποίας εδράζεται η εκκρεμούσα διαιτητική διαδικασία και όχι την ύπαρξη της τελευταίας.

 

Σύμφωνα με το Μέρος 44.2(1)(α) των ΚΠΔ, διαιτητική απαίτηση σημαίνει οποιαδήποτε αίτηση προς το Δικαστήριο δυνάμει των περί Διαιτησίας Νόμων. Στους περί Διαιτησίας Νόμους συγκαταλέγεται και ο Ν.101/87 (Μέρος 44.1(2)). Το άρθρο 9 του Ν.101/87, ως ήδη αναφέρθηκε στη νομική πτυχή, δίδει στο Δικαστήριο την εξουσία να διατάσσει τη λήψη συντηρητικών μέτρων σε οποιοδήποτε χρόνο πριν από την έναρξη ή κατά τη διάρκεια της διαιτητικής διαδικασίας.

 

Στη βάση των πιο πάνω, η επίδικη αίτηση αποτελεί, κατά την κρίση μου, διαιτητική απαίτηση εφόσον αυτή υποβλήθηκε δυνάμει του άρθρου 9 του Ν.101/87 και σε συμμόρφωση με το Μέρος 44 των ΚΠΔ με την καταχώρηση εντύπου διαιτητικής απαίτησης στη βάση της διαδικασίας η οποία προβλέπεται στο Μέρος 8 των ΚΠΔ.

 

Τα γεγονότα, τώρα, που περιβάλλουν την εκκρεμούσα διαιτητική διαδικασία τίθενται εν αμφιβόλω, με την ισχύ της συμφωνίας διευθέτησης να αποτελεί την κύρια διελκυστίνδα μεταξύ των διαδίκων. Ειδικότερα, η Αιτήτρια υποστηρίζει ότι η εν λόγω συμφωνία ουδέποτε τερματίστηκε ή ακυρώθηκε από τη συμφωνία πώλησης του ακινήτου Α. Αντιθέτως, σύμφωνα με την Αιτήτρια, η συμφωνία πώλησης του ακινήτου Α καταρτίστηκε στο πλαίσιο υλοποίησης της συμφωνίας διευθέτησης. Οι Καθ’ ων η αίτηση παραβίασαν, ωστόσο, τους όρους της συμφωνίας διευθέτησης, αφού όχι μόνο παρέλειψαν να εξαλείψουν τις επιβαρύνσεις επί του ακινήτου Α, αλλά εγγράφηκε και νέα επιβάρυνση επ’ αυτού στις 04.07.2024. Λόγω της πιο πάνω παράβασης, η Αιτήτρια αξίωσε την εξόφληση του μέρους του τιμήματος πώλησης των μετοχών της Solarzo, εκ ποσού €3.000.000, που αντιστοιχούσε στην αξία του ακινήτου Α.

 

Στην αντίπερα όχθη, οι Καθ’ ων η αίτηση υποστηρίζουν ότι με την κατάρτιση της συμφωνίας πώλησης του ακινήτου Α έπαυσε πλέον να ισχύει η συμφωνία διευθέτησης. Συγκεκριμένα, υποστηρίζουν ότι στη συμφωνία πώλησης του ακινήτου Α περιλαμβάνεται όρος σύμφωνα με τον οποίο η παρούσα συνιστά το σύνολο της συμφωνίας μεταξύ των μερών και υπερισχύει κάθε προηγούμενης συμφωνίας. Επομένως, δεν υπάρχει μεταξύ των διαδίκων διαφορά στη βάση της συμφωνίας διευθέτησης η οποία θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διεθνούς εμπορικής διαιτησίας.

 

Έχει κατ’ επανάληψη ειπωθεί στη νομολογία, ότι το Δικαστήριο στο πλαίσιο εκδίκασης αίτησης για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων δεν καταλήγει σε διαπιστώσεις επί της αξιοπιστίας της μίας ή της άλλης εκδοχής και δεν καταλήγει σε τελικά ευρήματα (Λόρδου κ.α. ν. Σιακόλα κ.α. Πολ. Έφ. Ε143/2015, ημερομηνίας 23.03.2017 και Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. CyfieldNemesis κ.α., Πολ. Έφεση αρ. Ε52/21, ημερ.10.02.2022), ECLI:CY:AD:2022:A79. Ειδικότερα στην υπόθεση Λόρδου κ.α. ν. Σιακόλα κ.α. (ανωτέρω), το όλο ζήτημα τέθηκε ως εξής:

 

«Όπως εξηγήθηκε στην Odysseos v. Pieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557, η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, δηλαδή η ύπαρξη πιθανότητας να δικαιούται ο ενάγοντας σε θεραπεία, συσχετίζεται με την αποδεικτική δύναμη της υπόθεσής του. Συνεπώς, τηρουμένης της αρχής ότι το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία, οφείλει πάντως να προβεί σε κάποια αξιολόγηση της αποδεικτικής δύναμης της υπόθεσης εκείνου του διαδίκου ο οποίος ζητά ενδιάμεση θεραπεία. Το απαιτούμενο βέβαια επίπεδο δεν είναι πολύ ψηλό. Ό,τι απαιτείται να καταδειχθεί, είναι η πιθανότητα επιτυχίας, ήτοι κάτι περισσότερο από απλή δυνατότητα, αλλά πολύ λιγότερο από το επίπεδο που καθορίζει το μέτρο απόδειξης στις αστικές υποθέσεις, γνωστό ως «ισοζύγιο των πιθανοτήτων». Στην υπόθεση Σεβαστού v. Σεβαστού (2002) 1 Α.Α.Δ. 1980, ελέχθη συναφώς ότι, «κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς. Έστω στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το στάδιο.»

 

Οι αντικρουόμενες εκδοχές των διαδίκων δεν μπορούν να επιλυθούν στο πλαίσιο της υπό εκδίκαση αίτησης. Συγκεκριμένα, το κατά πόσο η συμφωνία διευθέτησης εξακολουθεί να βρίσκεται ή όχι σε ισχύ, ποιος ήταν ο σκοπός της κατάρτισης των συμφωνιών πώλησης των ακινήτων Α και Β ή ποια είναι η ενδεχόμενη επίπτωση της συμφωνίας πώλησης του ακινήτου Α επί της συμφωνίας διευθέτησης, αποτελούν ζητήματα για τα οποία απαιτείται εις βάθος θεώρηση της μαρτυρίας και ενδελεχής ερμηνεία των επίμαχων συμφωνιών. Αυτή η εξέταση μπορεί να γίνει μόνο στο πλαίσιο της ουσίας της διαφοράς των διαδίκων η οποία θα λάβει χώρα κατά την εκκρεμούσα διαιτητική διαδικασία. Επισημαίνω, ότι τα προαναφερόμενα ζητήματα εγείρονται στην Υπεράσπιση που καταχώρησαν οι Καθ’ ων η αίτηση στη διαιτητική διαδικασία (Τεκμήριο ΑΑ 25). Επομένως, οι εν λόγω ισχυρισμοί θα αξιολογηθούν και θα αποφασιστούν στο πλαίσιο της εκκρεμούσας διαιτητικής διαδικασίας. Για την υπό κρίση αίτηση είναι αρκετό να καταδειχθεί η πιθανότητα επιτυχίας (Λόρδου κ.α. ν. Σιακόλα κ.α. ανωτέρω). Αυτή η πιθανότητα έχει καταδειχθεί εκ μέρους της Αιτήτριας.

 

Στη βάση των πιο πάνω ικανοποιούμαι ότι πληρούνται τα πρώτα δύο κριτήρια του άρθρου 32(1) του Ν.14/60.

 

Έρχομαι στην τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) του Ν.14/60. Η Αιτήτρια υποστηρίζει, ότι σε περίπτωση μη έκδοσης των αιτούμενων διαταγμάτων θα είναι πολύ πιθανόν να μην μπορέσει να εκτελεστεί ενδεχόμενη απόφαση που θα εκδοθεί υπέρ της στη διαιτησία. Τούτο, διότι υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι οι Καθ’ ων η αίτηση είναι αναξιόχρεοι όπως προκύπτει από πληροφορίες που είναι δημόσια διαθέσιμες από το αρχείο του Εφόρου Εταιρειών σε σχέση με τις Καθ’ ων η αίτηση 1 – 3. Ειδικότερα, η τελευταία ετήσια έκθεση και οικονομικές καταστάσεις για την Καθ’ ης η αίτηση 1 αφορούν το έτος 2020 και από αυτές προκύπτει ότι κατά τα έτη 2019 – 2020 η Καθ’ ης η αίτηση 1 παρουσίαζε ζημιά. Σε σχέση με την Καθ’ ης η αίτηση 2 δεν έχουν κατατεθεί ετήσιες εκθέσεις και οικονομικές καταστάσεις από το 2017, ενώ σε σχέση με την Καθ’ ης η αίτηση 3 προκύπτει από τις τελευταίες ετήσιες εκθέσεις και οικονομικές καταστάσεις της για τα έτη 2021 και 2022 ότι παρουσίαζε ζημιά.

 

Περαιτέρω, η όλη συμπεριφορά των Καθ’ ων η αίτηση δεικνύει την συνεχή προσπάθειά τους να αποφεύγουν την τήρηση των υποχρεώσεών τους. Πιο συγκεκριμένα, δεν υλοποιήθηκε το έργο για το οποίο συμβλήθηκαν η Αιτήτρια και η Καθ’ ης η αίτηση 1 μέσω της Solarzo, δεν τιμήθηκε η συμφωνία πώλησης των μετοχών της Solarzo, ούτε και εκπληρώθηκαν οι υποχρεώσεις που ανέλαβαν οι Καθ’ ων η αίτηση μέσω της συμφωνίας διευθέτησης.

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, από την άλλη, υποστηρίζουν ότι οι ετήσιες εκθέσεις και οικονομικές καταστάσεις είναι ανεπίκαιρες και δεν αποτυπώνουν τη σημερινή οικονομική κατάσταση των Καθ’ ων η αίτηση 1 – 3. Κατά συνέπεια, οι ισχυρισμοί της Αιτήτριας περί αφερεγγυότητας των Καθ’ ων η αίτηση παρέμειναν μετέωροι εφόσον δεν έχει παρουσιαστεί μαρτυρία ως προς τα περιουσιακά τους στοιχεία.

 

Θεωρώ, ότι ικανοποιείται το τρίτο κριτήριο του άρθρου 32(1) του Ν.14/60. Στην περίπτωση του διατάγματος παγοποίησης, ακριβώς λόγω της φύσης του, η εν λόγω προϋπόθεση εξετάζεται υπό το πρίσμα της πρόληψης ενεργειών οι οποίες δύνανται να υπονομεύσουν την αποτελεσματικότητα της δικαστικής διαδικασίας (Pastella Marine Co. Ltd v. National Iranian Tanker Co. Ltd (1987) 1 C.L.R. 583).

 

Από το όλο πλέγμα των σχέσεων των διαδίκων διαφαίνεται, ότι μεταξύ αυτών καταρτίστηκαν διάφορες συμφωνίες οι οποίες, ωστόσο, δεν υλοποιήθηκαν. Στη συμφωνία διευθέτησης, η ισχύς και σημασία της οποίας θα αποφασιστεί στο πλαίσιο της εκκρεμούσας διαιτητικής διαδικασίας, περιλαμβάνονται όροι στη βάση των οποίων η Καθ’ ης η αίτηση 1 φέρεται, αφενός, να αναγνώρισε ότι δεν κατέβαλε το ποσό των €3.500.000 δυνάμει της συμφωνίας πώλησης μετοχών και, αφετέρου, όλοι οι Καθ’ ων η αίτηση ανέλαβαν από κοινού την υποχρέωση αποπληρωμής του πιο πάνω ποσού (βλ. όρους 4 e και f και 7.4 Τεκμηρίου ΑΑ 6). Παράλληλα, το εν λόγω ποσό δεν έχει καταβληθεί μέχρι σήμερα, η συμφωνία πώλησης του ακινήτου Α δεν έχει κατατεθεί στο Κτηματολόγιο, ενώ επί του εν λόγω ακινήτου καταχωρήθηκε επιβάρυνση μετά την κατάρτιση της συμφωνίας πώλησής του. Όλα τα πιο πάνω σε συνάρτηση με την ευκολία και αμεσότητα με την οποία στην εποχή μας διενεργούνται συναλλαγές και μεταφορές χρημάτων, τόσο σε τοπικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο, συνηγορούν στην ύπαρξη κινδύνου αδυναμίας ικανοποίησης ενδεχόμενης απόφασης υπέρ της Αιτήτριας.

 

Στην Poltava Petroleum Company v. Mexana Oil Ltd κ.ά. (2001) 1B A.A.Δ 1301, η οποία αφορoύσε την έκδοση ενδιάμεσου διατάγματος τύπου mareva υιοθετήθηκε η νομολογία σύμφωνα με την οποία δεν είναι αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας για πρόθεση αποξένωσης περιουσίας. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

 

«Η απουσία πρόθεσης για αποξένωση περιουσίας έχει αναγνωρισθεί επανειλημμένα από τη δική μας νομολογία. Στην πρόσφατη απόφαση στην C. Phasarias (Automotive Centre) Ltd v. Σκυροποιία «Λεωνίκ» Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 785, η οποία αφορούσε την έκδοση προσωρινού διατάγματος απαγορευτικού της αποξένωσης ακινήτου, το οποίο δεν αποτελούσε το αντικείμενο της αγωγής, έγινε επισκόπηση της σχετικής επί του θέματος νομολογίας. Τονίσθηκε από τον Κωνσταντινίδη, Δ.:

«Δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε πως αναδύεται ως ανάγκη η προσαγωγή μαρτυρίας για πράγματι πρόθεση του εναγομένου για αποξένωση ή επιβάρυνση. Εκείνο που μετρά είναι η πιθανή επίδραση που θα έχει η αποξένωση ή η επιβάρυνση, εφόσον γίνουν, στην ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης που ενδεχομένως θα εκδοθεί. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μη ικανοποιηθεί η δικαστική απόφαση αν μεταβιβαστεί ή επιβαρυνθεί η περιουσία (Βλ. Lakatamitis, ανωτέρω, στη σελ. 525)...... Όπως δε εξηγήθηκε στην απόφαση του Λοϊζου, Π. στην Ζεμενίδης ν. Ζεμενίδου (Αρ. 1) (1992) 1 Α.Α.Δ. 54 εκδίδεται το διάταγμα 'ώστε να αποφευχθεί τέτοια αποξένωση ως αποτέλεσμα της οποίας να μη μπορεί να ικανοποιηθεί ο ενάγων'.  Τα ίδια και στην Τσιολάκκη και άλλη ν. Στυλιανίδη (1992) 1 Α.Α.Δ. 782. Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στη σελ. 785, εκείνο που απαιτείται είναι 'η πιθανότητα παρεμβολής εμποδίου (hindered) στην ικανοποίηση απόφασης η οποία ήθελε εκδοθεί υπέρ του ενάγοντος'.»

 

 

Ολοκληρώνοντας την εξέταση του τρίτου κριτηρίου σημειώνω, ότι οι Καθ’ ων η αίτηση περιορίστηκαν απλώς να αναφέρουν ότι η Αιτήτρια δεν προσκόμισε αξιόπιστα αποδεικτικά στοιχεία ως προς τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η αίτηση. Επισημαίνω, ότι η Αιτήτρια έθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου ισχυρισμούς και στοιχεία που είχε στην κατοχή της σε σχέση με την οικονομική κατάσταση των Καθ’ ων η αίτηση.  Ενόψει τούτου, οι Καθ’ ων η αίτηση είχαν πλέον το βάρος να παρουσιάσουν τέτοια στοιχεία από τα οποία να διαφαίνεται η δυνατότητά τους για ικανοποίηση τυχόν απόφασης που εκδοθεί υπέρ της Αιτήτριας. Στην DB Technologies B.V. v. Loizos Iordanou Constructions Ltd, Πολ. Έφ. Αρ.Ε166/2019, λέχθηκαν σχετικά τα ακόλουθα:

«Οι δε εφεσείοντες δεν αντέτειναν κάτι ουσιώδες ως προς τον κίνδυνο μη ικανοποίησης της απόφασης. Το ότι οι εφεσείοντες είναι στην Ολλανδία και μπορεί μια απόφαση της Κύπρου να εκτελεσθεί στην Ολλανδία ως εκ της εφαρμογής του Κ.1215/12 δεν διαφοροποιεί τα πράγματα, αφού οι εφεσείοντες δεν παρουσίασαν περιουσιακά στοιχεία για να αποτάξουν από τους ώμους τους υπάρχον κίνδυνο να μην απονεμηθεί εντέλει δικαιοσύνη με την μη ικανοποίηση τυχόν απόφασης υπέρ εφεσιβλήτων (Shishkarev v. Lanuria Ltd E385/16, 7.6.18)».

 

Ενόψει της ικανοποίησης των προϋποθέσεων του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, θα πρέπει να εξεταστεί το ισοζύγιο της ευχέρειας. Το Δικαστήριο, κατά την άσκηση της διακριτικής του ευχέρειας, ισοζυγίσει τις συνέπειες που θα επιφέρει η απόφασή του στους διαδίκους και υιοθετεί εκείνη την πορεία, η οποία ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας (Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd (1996) 1B A.A.Δ 788).

 

Εν προκειμένω, εξισορροπώντας όλα όσα έχουν τεθεί ενώπιόν μου και ειδικότερα όσα αναφέρθηκαν κατά την ανάλυση της τρίτης προϋπόθεσης του άρθρου 32(1) του Ν.14/60, θεωρώ ότι η οδός που ενέχει τους λιγότερους κινδύνους αδικίας, σε περίπτωση που φανεί ότι η απόφαση που θα δοθεί σε αυτό στάδιο είναι τελικά λανθασμένη, είναι η έγκριση της υπό κρίση αίτησης και η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων. Σημειώνεται, ότι με αυτόν τον τρόπο θα διατηρηθεί η υφιστάμενη κατάσταση πραγμάτων (status quo) επιτυγχάνοντας έτσι τον βασικό σκοπό έκδοσης ενός προσωρινού διατάγματος (Michael v. Brevinos Ltd (1969) 1 C.L.R. 578). Ταυτόχρονα, διασφαλίζεται και ο πρωταρχικός σκοπός του Δικαστηρίου, ο οποίος στις περιπτώσεις εφαρμογής του άρθρου 9 του Ν.101/87 δεν είναι άλλος από τη διευκόλυνση της διαιτητικής διαδικασίας την οποία επέλεξαν τα μέρη (Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ.ά. ν. Adeona Holdings Limited (2015) 1 A.A.Δ. 386).

 

Πριν προχωρήσω στην ετυμηγορία του Δικαστηρίου, θα αναφερθώ σε τρία ζητήματα που εγείρονται από τους Καθ’ ων η αίτηση  και αφορούν τη διατύπωση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Το πρώτο αφορά τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση, ότι με τα επίδικα διατάγματα επιχειρείται η παγοποίηση περιουσιακών στοιχείων που ανήκουν σε τρίτα πρόσωπα. Η συγκεκριμένη εισήγηση στηρίζεται στη συμπερίληψη της ακόλουθης φράσης στο αιτητικό της παραγράφου 2: «….ανεξάρτητα από το αν είναι ή όχι στο δικό τους όνομα και αν ανήκουν αποκλειστικά σε αυτούς ή από κοινού με άλλα πρόσωπα».

 

Η θέση των Καθ’ ων η αίτηση δεν με βρίσκει σύμφωνο. Η συμπερίληψη της συγκεκριμένης φράσης δεν επεκτείνει το διάταγμα σε περιουσιακά στοιχεία τρίτων προσώπων. Καταρχάς, πρόκειται για συνήθη φράση σε διατάγματα αυτής της φύσης η οποία, μάλιστα, περιλαμβάνεται και στο πρότυπο του διατάγματος παγοποίησης των ΚΠΔ και συγκεκριμένα στο Μέρος 25, Παράρτημα Ι, Τύπος ΙΙ. Με την εν λόγω φράση δεν δεσμεύονται περιουσιακά στοιχεία που ανήκουν σε τρίτα πρόσωπα, αλλά, αντιθέτως διευκρινίζεται ποια περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η αίτηση παγοποιούνται. Εξού και στην αμέσως επόμενη φράση του αιτητικού της παραγράφου 2  καταγράφονται τα ακόλουθα: «Για τους σκοπούς του παρόντος Διατάγματος, τα περιουσιακά στοιχεία των Εναγομένων 1, 2 ,3 και 4 περιλαμβάνουν κάθε περιουσιακό στοιχείο επί του οποίου αυτοί έχουν την εξουσία, άμεσα ή έμμεσα, να διαθέτουν ή να διαχειρίζονται ως να ήταν δικό τους περιουσιακό στοιχείο. Θεωρείται ότι οι Εναγόμενοι 1, 2, 3 και 4 διαθέτουν τέτοια εξουσία αν τρίτο πρόσωπο κατέχει ή ελέγχει το περιουσιακό στοιχείο σύμφωνα με τις άμεσες ή έμμεσες οδηγίες τους».

 

Καθίσταται, επομένως, σαφές ότι είναι τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η αίτηση που δεσμεύονται περιλαμβανομένων και αυτών τα οποία κατέχονται ή ελέγχονται από τρίτα πρόσωπα, αλλά η εξουσία διάθεσης ή διαχείρισης ανήκει στους Καθ’ ων η αίτηση.

 

Το δεύτερο ζήτημα αφορά τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση περί καταχρηστικότητας των αιτούμενων διαταγμάτων επί του ότι επιδιώκεται η καθολική παγοποίηση των περιουσιακών στοιχείων εκάστου των Καθ’ ων η αίτηση μέχρι του ποσού των €3.000.000. Αυτό, κατά τους Καθ’ ων η αίτηση, οδηγεί σε δέσμευση πολλαπλάσιας περιουσίας από την απαίτηση της Αιτήτριας. Πιο συγκεκριμένα, αν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, θα δεσμευτεί περιουσία συνολικής αξίας €12.000.000, ενώ η απαίτηση της Αιτήτριας ανέρχεται στο ποσό των €3.000.000.

 

Ούτε και η πιο πάνω εισήγηση των Καθ’ ων η αίτηση με βρίσκει σύμφωνο. Ο όρος 7.4. της συμφωνίας διευθέτησης έχει ως ακολούθως (η υπογράμμιση είναι δική μου):

 

«7.4. The payment of the Consideration in cash as above should be made within one week from the notification by Thandiwen of any of the matters referred to above. The Quality Parties shall be jointly and severally responsible for the payment of the entire Consideration to Thandiwen in the manner provided for herein, either in cash or in kind.»

 

Οι Καθ’ ων η αίτηση, ανέλαβαν αλληλέγγυα και κεχωρισμένα (jointly and severally) την ευθύνη για την πληρωμή του ανταλλάγματος. Κατά συνέπεια, έκαστος των Καθ’ ων η αίτηση είναι υπεύθυνος εις ολόκληρόν για την πληρωμή του ποσού των €3.000.000.

 

Η προαναφερόμενη πρόνοια της συμφωνίας διευθέτησης αποτυπώνεται και στα αιτούμενα διατάγματα, τα οποία δεν αποσκοπούν στη δέσμευση ποσού πολλαπλάσιου της απαίτησης. Τούτο, καθίσταται ξεκάθαρο μέσω και της ρητής πρόνοιας που περιλαμβάνεται σε αυτά σύμφωνα με την οποία τα διατάγματα θα παύσουν να ισχύουν εφόσον οι Καθ’ ων η αίτηση παράσχουν εξασφάλιση για το ποσό των €3.000.000.  

 

Παράλληλα, οι Καθ’ ων η αίτηση, μέσω της διαδικασίας αποκάλυψης, θα πρέπει να παραθέσουν τα περιουσιακά τους στοιχεία για να διαφανεί το ύψος τους. Στο παρόν στάδιο και χωρίς να έχουν αποκαλυφθεί τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η αίτηση, δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα ως προς το συνολικό ύψος των περιουσιακών στοιχείων τους και ως εκ τούτου δεν μπορεί να γίνεται λόγος για δέσμευση περιουσιακών στοιχείων που υπερβαίνουν το ποσό των €3.000.000.

 

Κλείνοντας την αναφορά μου στον όρο 7.4 της συμφωνίας διευθέτησης, σημειώνω ότι ο εν λόγω όρος απαντά και στο επιχείρημα ότι δεν υπάρχει απαίτηση εναντίον της Καθ’ ης η αίτηση 3. Στη βάση του υπό αναφορά όρου διαφαίνεται, ότι η υποχρέωση της Καθ’ ης η αίτηση 3 δεν περιορίζεται στα ακίνητα Β, αλλά καλύπτει το σύνολο της πληρωμής του ποσού των €3.500.000.

 

Το τρίτο ζήτημα αφορά τη θέση των Καθ’ ων η αίτηση, ότι τα αιτούμενα διατάγματα είναι διατυπωμένα κατά τρόπο γενικό και ασαφή. Περιορίζομαι να επαναλάβω ότι τα αιτούμενα διατάγματα, με εξαίρεση ορισμένες λεκτικές διαφοροποιήσεις οι οποίες δεν μεταβάλλουν την ουσία τους, αναπαράγουν το δείγμα διατάγματος παγοποίησης όπως αυτό αποτυπώνεται στο Μέρος 25, Παράρτημα Ι, Τύπος ΙΙ των ΚΠΔ.

 

Τέλος, υπό τις περιστάσεις, δικαιολογείται και η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος αποκάλυψης. Τέτοια διατάγματα εκδίδονται ως επικουρικά των διαταγμάτων παγοποίησης, αφού με αυτόν τον τρόπο μπορεί να διασφαλιστεί η αποτελεσματικότητά τους (Seamark Consultancy Services Ltd v. Joseph P. Lasala κ.α. (2007) 1Α Α.Α.Δ. 162). Στην προκείμενη περίπτωση η χρησιμότητά του έχει και μία άλλη υφή. Αυτήν της διαπίστωσης του ύψους των περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η αίτηση, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι το διάταγμα περιορίζεται στη δέσμευση περιουσιακών στοιχείων μέχρι του ποσού των €3.000.000.

 

 

 

Κατάληξη

Υπό το φως των πιο πάνω η αίτηση εγκρίνεται. Εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι 1 – 8 της αίτησης, με την εξής διαφοροποίηση ως προς την παράγραφο 8. Τα περιουσιακά στοιχεία που θα αποκαλύψουν οι Καθ’ ων η αίτηση θα πρέπει να είναι αξίας πάνω από €10.000 και όχι πάνω από €500.

 

Τα διατάγματα εκδίδονται υπό τους ακόλουθους όρους:

1.    Να υπογραφεί από ή εκ μέρους της Αιτήτριας εγγύηση ύψους €500.000.

2.    Η Αιτήτρια να δώσει προς το Δικαστήριο τις δεσμεύσεις υπ’ αρ. (1), (7) – (9) του Πίνακα Β, του Μέρους 25, Παράρτημα Ι, Τύπος ΙΙ των ΚΠΔ.

 

Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας και εναντίον των Καθ΄ ων η αίτηση 1-4 αλληλέγγυα και/ή ξεχωριστά. Θα προχωρήσω σε συνοπτικό υπολογισμό των εξόδων δυνάμει του Μέρους 39.7 των ΚΠΔ. Οι συνήγοροι έχουν υποβάλει καταλόγους εξόδων προς υποβοήθηση του Δικαστηρίου συμφώνως του Μέρους 39.9. των ΚΠΔ. Έχοντας υπόψη μου τους καταλόγους εξόδων επιδικάζονται υπέρ της Αιτήτριας έξοδα €16.198 πλέον ΦΠΑ, πλέον €78 πραγματικά έξοδα, πλέον €48 έξοδα επίδοσης.

 

 

 

 

(Υπ.) ……………………………

Μ. Αγιομαμίτης, Π.Ε.Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο