
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Στ. Χριστοδουλίδου Μέσσιου, Ε.Δ.
Αρ. Αγωγής: 6336/02
Μεταξύ:
ΑΛΕΚΑΣ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ
Ενάγουσας
και
ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ AIRTEC AIRCONDIONING LTD
Εναγομένων
----------------------------------------------------------------------------------------
Αίτηση για τροποποίηση ημερ.29.4.2008 υπό Εναγομένους/Αιτητές
Ημερομηνία: 9 Ιουλίου, 2008.
ΕΜΦΑΝΙΣΕΙΣ:
Για τους Εναγόμενους/Αιτητές: Ο κ. Παπαπέτρου.
Για την Ενάγουσα/Καθ’ης η Αίτηση: Η κα Αλ. Παπακόκκινου.
-----------
ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ
Με το γενικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα που καταχώρησε στις 6.6.2002 η Ενάγουσα διεκδικεί από τους Εναγόμενους αποζημιώσεις για διάρρηξη προφορικής συμφωνίας που έγινε περί το έτος 1991 για αγορά, εγκατάσταση, τοποθέτηση, λειτουργία και σύνδεση με την ΑΗΚ ενός air-conditioning heating unit που η Εναγόμενη θα παρέδιδε, τοποθετούσε, εγκαθιστούσε, λειτουργούσε και θα παρέδιδε στην Ενάγουσα σε πλήρη λειτουργία στο γραφείο της διαμέρισμα 505, Capital Centre, στη Λευκωσία και το οποίο ουδέποτε συνδέθηκε και/ή λειτούργησε.
Η αγωγή επιδόθηκε στην Εναγομένη εταιρεία στις 13.6.2002, σημείωμα εμφάνισης καταχωρήθηκε στις 25.6.2002 και η Έκθεση Απαίτησης στις 8.10.2003, στην οποία η Ενάγουσα προβαίνει σε λεπτομερή ανάλυση των ισχυρισμών της και σε ανάλυση των ζημιών που διεκδικεί. Οι Εναγόμενοι καταχώρησαν Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση στις 7.9.2004 ενώ η Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση από την Ενάγουσα καταχωρήθηκε στις 27.4.2005. Η αγωγή ορίστηκε για πρώτη φορά για οδηγίες στις 8.11.2005. Εκείνη την ημέρα το Δικαστήριο μετά που οι συνήγοροι δήλωσαν ότι ζητούν ημερομηνία ακρόασης την όρισε για ακρόαση στις 19.6.2006. Την εν λόγω ημερομηνία ζητήθηκε αναβολή από την Ενάγουσα, η πλευρά της Εναγόμενης δεν έφερε ένσταση και η υπόθεση αναβλήθηκε για ακρόαση για τις 18.12.2006, όπου και ζητήθηκε από κοινού αναβολή ενόψει προοπτικής διευθέτησης της υπόθεσης και η υπόθεση ορίστηκε για οδηγίες στις 25.1.2007 και ακολούθως, για τον ίδιο λόγο, στις 27.2.2007, 30.3.2007 και 3.5.2007, ημερομηνία κατά την οποία οι συνήγοροι δήλωσαν ότι δεν επίκειται διευθέτηση και ζήτησαν ξανά ημερομηνία για ακρόαση. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 19.11.2007. Εκείνη την ημέρα ήταν η πρώτη φορά που τέθηκε ο φάκελος ενώπιον μου και ζητήθηκε αναβολή από την Ενάγουσα η οποία ασθενούσε. Το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 14.1.2008 οπόταν και την ημέρα αυτή στην παρουσία της Ενάγουσας, του Διευθυντή της Εναγόμενης Εταιρείας και Επιθεωρητή Εγκαταστάσεων της ΑΗΚ έγινε ουσιαστική μνεία και υπεβλήθη από το Δικαστήριο συμβιβαστική πρόταση για την οποία τα μέρη ζήτησαν χρόνο να τοποθετηθούν και η υπόθεση ορίστηκε στις 22.1.2008. Στις 22.1.2008 η Ενάγουσα ζήτησε ακόμα λίγο χρόνο για να συμβουλευτεί κάποιους τεχνικούς αναφορικά με την πρόταση που είχε γίνει και το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση ξανά για οδηγίες στις 12.2.2008. Την εν λόγω ημερομηνία η Ενάγουσα δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την πρόταση για συμβιβασμό και το Δικαστήριο δίδοντας προτεραιότητα στην υπόθεση όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 14.4.2008, 15.4.2008 και 16.4.2008. Στις 14.4.2008 ο συνήγορος της Εναγομένης ζήτησε αναβολή για το λόγο ότι ο πελάτης του απουσίαζε στο εξωτερικό. Η κα Παπακόκκινου είχε συγκατατεθεί στο αίτημα εφόσον είχε ειδοποιηθεί προηγουμένως για το κώλυμα της πλευράς των Εναγομένων και το Δικαστήριο όρισε την υπόθεση για ακρόαση στις 13.5.2008. Εν τω μεταξύ στις 29.4.2008 καταχωρήθηκε από την Εναγομένη η υπό εξέταση αίτηση με την οποία ζητείται η τροποποίηση της Υπεράσπισης διά της προσθήκης μιας νέας παραγράφου με την οποία ουσιαστικά επικαλούνται υπερβολική και αδικαιολόγητη καθυστέρηση της Ενάγουσας στην έγερση της παρούσας αγωγής και στην διεκδίκηση των θεραπειών που αιτείται και αιτούνται την απόρριψη της αγωγής με βάση το δίκαιο της επιείκειας.
Η αίτηση συνοδεύεται από ένορκο δήλωση του κ. Πέτρου Ιακωβίδη, δικηγόρου στο γραφείο που χειρίζεται την υπόθεση για την Εναγόμενη στην οποία αναφέρει ότι την υπόθεση από το αρχικό της στάδιο χειριζόταν ο μ. Μιχαήλ Μοντάνιος, μετά το θάνατο του οποίου ανέλαβε την υπόθεση ο κ. Παπαπέτρου ο οποίος κατά την προετοιμασία της και αφού οι προσπάθειες συμβιβασμού είχαν ναυαγήσει έκρινε ότι η Υπεράσπιση χρήζει της αιτούμενης τροποποίησης.
Να αναφέρω στο σημείο αυτό ότι η καταχώρηση της παρούσας αίτησης και ο ορισμός της από το Πρωτοκολλητείο στις 13.5.2008 οδήγησε αναπόφευκτα στην αναβολή της ακρόασης και πάλι αφού η Ενάγουσα/Καθ’ης η Αίτηση είχε ένσταση στην αίτηση.
Η ένσταση της Ενάγουσας καταχωρήθηκε στις 29.5.2008 και βασική της θέση είναι ότι η αιτούμενη τροποποίηση είναι εκ των υστέρων σκέψεις της Εναγόμενης η οποία προσπαθεί με τη συμπεριφορά της να επηρεάσει το συνταγματικό δικαίωμα της Ενάγουσας να ακουστεί αφού ο ισχυρισμός που επιδιώκουν να προσθέσουν στην Υπεράσπιση τους πιθανόν να στερήσει στην Ενάγουσα το δικαίωμα να ακουστεί. Η ένσταση συνοδεύεται από λεπτομερή ένορκο δήλωση της Ενάγουσας/Καθ’ης η Αίτηση στην οποία αναφέρει ότι υπεύθυνη τυχόν καθυστέρησης είναι η ίδια η Εναγόμενη και ότι από την ημερομηνία που διαπιστώθηκε η παράβαση της σύμβασης από πλευράς Εναγομένης και η γένεση συνεπώς των δικαιωμάτων της Ενάγουσας εγίνοντο προσπάθειες διευθέτησης της υπόθεσης γι’αυτό και η Ενάγουσα καταχώρησε την αγωγή μετά την πάροδο κάποιου χρονικού διαστήματος όταν πλέον ναυάγησαν οι προσπάθειες εξεύρεσης συμβιβασμού.
Η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση και οι δύο πλευρές προχώρησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις αναπτύσσοντας τις νομικές τους θέσεις χωρίς να προβούν σε αντεξέταση των ενόρκως δηλούντων.
Η νομολογία είναι πολύ γνωστή σε σχέση με τα θέματα τροποποιήσεων και υπάρχει ευρεία ξεκάθαρη νομολογία σχετική με το θέμα της τροποποίησης δικογράφων. Η έγκριση ή όχι τέτοιων αιτημάτων εναπόκειται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου. Οι παράγοντες που λαμβάνονται υπόψη κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου έχουν αναλυθεί σε σειρά αποφάσεων.
Στην υπόθεση Περικτιόνη Χρήστου ν. Ανδρέα Αζά (1992) 1 Α.Α.Δ.704, λέχθηκαν τα ακόλουθα στη σελ.707:
«Η θεμελιακή αρχή που ξεπροβάλλει από τις αποφάσεις είναι πως η τροποποίηση δικογράφου είναι εφικτή σε κάθε περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο για τον προσδιορισμό της ουσίας της διαφοράς και για αποτροπή της πολλαπλότητας των νομικών διαδικασιών. Εξαίρεση αποτελούν οι περιπτώσεις που η τροποποίηση δυνατό να επιφέρει βλάβη στον αντίδικο ή ακόμη εκεί που η κακή πίστη του Αιτητή είναι εμφανής.
Στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου συνεκτιμάται και ο παράγων της καθυστέρησης στην υποβολή αίτησης σαν λογικής απορροίας των διατάξεων του άρθρου 30.2 του Συντάγματος που επιτάσσει τη διεξαγωγή και περάτωση της δίκης σε εύλογα χρονικά όρια.»
Περαιτέρω στην υπόθεση Δόμνα Χριστοδούλου ν. Αθηναϊδος Χριστοδούλου και άλλης (1991) 1 Α.Α.Δ.934, στη σελ.939 λέχθηκαν τα εξής:
«Αναμφίβολα η σύγχρονη τάση, όπως βγαίνει από τη σχετική νομολογία, είναι τα Δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες υποθέσεις ακόμη και όταν μια τέτοια τροποποίηση είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα.»
Μέρος της ένστασης της Ενάγουσας περιστρέφεται και γύρω από την θέση ότι η αίτηση γίνεται καθυστερημένα.
Στην υπόθεση Astor Manufacturing & Exporting Co V. A&G Leventis&Company (Nigeria) Ltd (1993) 1 Α.Α.Δ.726 λέχθηκε στις σελίδες 730-731 σχετικά με το θέμα της καθυστέρησης ότι:
«Ο παράγοντας χρόνος είναι σχετικός. Δεν είναι όμως εκ προοιμίου και απαρέγκλιτα αποφασιστικής σημασίας. Το ίδιο ισχύει για τον καθένα από τη σειρά των παραγόντων που η νομολογία καθιέρωσε ως διαδραματίζοντας ρόλο. Η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται αφού συνυπολογιστούν τα σχετικά στο πλαίσιο των ιδιαιτεροτήτων της κάθε υπόθεσης.»
Η σημασία της καθυστέρησης σε συνδυασμό και με άλλους σχετικούς παράγοντες σχολιάσθηκε και στην υπόθεση Saba&Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (1994) A.A.Δ.426:
«Μένει το ερώτημα της δικαιολόγησης της καθυστέρησης. Η σημασία ποικίλλει ανάλογα με τα περιστατικά κάθε υπόθεσης κυρίως σε συσχετισμό προς την γνησιότητα των προθέσεων του Αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει γίνει τέτοιος ή άλλος ανάλογος ισχυρισμός και δεν συμφωνούμε πως καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης θα πρέπει να απορριφθεί επειδή, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή.»
Περαιτέρω στην Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Κ. Σιακόλα, Π.Ε.10341, ημερ.19.1.1999, το Ανώτατο Δικαστήριο μετά από εκτενή αναφορά στη σχετική νομολογία προέβη στην επαναβεβαίωση της πιο πάνω κατευθυντήριας αρχής και των σχετικών παραγόντων αναφορικά με την άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Δικαστηρίου σε αίτηση για τροποποίηση δικογράφου. Ένα σημαντικό στοιχείο στην ως άνω υπόθεση το οποίο διαδραμάτισε κάποιο ρόλο στη διαμόρφωση της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, χωρίς όμως αρνητικές συνέπειες για την αίτηση, ήταν ότι αυτή είχε υποβληθεί με καθυστέρηση δεκατριών περίπου χρόνων.
Τέλος έχει νομολογηθεί ότι κατά την εξέταση του παράγοντα της καθυστέρησης πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και η συμπεριφορά των μερών παρόλο που η ευθύνη για τη διασφάλιση του δικαιώματος που κατοχυρώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος βαρύνει το Δικαστήριο. (Βλ. Δημοτικού Συμβουλίου Αγλαντζιάς ν. Σωτηρούλλας, Χαριλάου Χαρικλείδη και Δημοτικού Συμβουλίου Αγλαντζίας ν. 1.Ζήνωνα Ποφαϊδη κ.ά., Π.Ε.10719 και 10786, ημερ.24.10.2001, Καυκαρής ν. Δημοκρατίας (1990) 2 Α.Α.Δ.203, Χριστοδούλου ν. Αστυνομίας (1992) 2 Α.Α.Δ.84, Λυσιώτη ν. Δημοκρατίας, Π.Ε.10515, ημερ.22.3.2000, Union Alimentaria Sanders S.A. v. Spain, Series A, 157, Publication of the European Court of Human Rights, παρ.35, (1989)).
Όπως έχει αναφερθεί ανωτέρω, η νομολογία δείχνει ότι η σύγχρονη τάση είναι τα δικαστήρια να επιτρέπουν τροποποιήσεις στις κατάλληλες περιπτώσεις, έστω και αν η αναγκαιότητα της τροποποίησης είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης, νοουμένου βέβαια ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποζημιωθεί με χρήμα (βλ. Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (1991) 1 Α.Α.Δ.934). Το θέμα παραμένει όμως στη διακριτική εξουσία του δικαστηρίου και ασκείται με βάση το σύνολο των περιστατικών της υπόθεσης, κυρίως σε συσχετισμό προς τη γνησιότητα των προθέσεων του Αιτητή και την αναγκαιότητα ή το βαθμό της χρησιμότητας της τροποποίησης. Εξηγείται ακόμα από τη νομολογία Saba and Co (T.M.P.) v. T.M.P. Agents (ανωτέρω) ότι καλόπιστη αίτηση για τροποποίηση προς κάλυψη πραγματικής και σημαντικής ανάγκης δεν απορρίπτεται ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο επειδή η καθυστέρηση δικαιολογήθηκε με αναφορά σε αβλεψία ή παραδρομή. Στην υπόθεση Federal Bank of Lebanon (S.A.L.) v. Νίκου Σιακόλα (ανωτέρω), εξηγηθεί ότι τροποποίηση που επιφέρει συγκεκριμενοποίηση και θέτει τα δικόγραφα σε τάξη, καθιστώντας έτσι ευχερέστερη τη διεξαγωγή της δίκης είναι επιτρεπτή.
Στην Φοινιώτης ν. Greenmar Navigation (1989) 1 (E9 A.A.Δ.33) συνοψίζονται οι αρχές που διέπουν την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου σε σχέση με την τροποποίηση των δικογράφων ως εξής:
«(1) Η τροποποίηση της δικογραφίας επιτρέπεται σε κάθε στάδιο της διαδικασίας δεδομένου ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις που την καθιστούν απαραίτητη για την αποτελεσματική απονομή της δικαιοσύνης.
(2) Στον προσδιορισμό των συμφερόντων της δικαιοσύνης όπως διαγράφονται στην συγκεκριμένη υπόθεση συνεκτιμούνται και οι επιπτώσεις από την τροποποίηση στα δικαιώματα και συμφέροντα του αντιδίκου. Η διεξαγωγή της δίκης μέσα σε εύλογο χρόνο καθιερώνεται από το άρθρο 30.2 του Συντάγματος ως θεμελιώδες δικαίωμα του κάθε διαδίκου.
(3) Η τροποποίηση επιτρέπεται κατά κανόνα εφόσον δεν προκαλείται ανεπανόρθωτη ζημιά στον αντίδικο δηλαδή ζημιά άλλη από εκείνη που μπορεί να θεραπευθεί με την έκδοση της κατάλληλης διαταγής ως προς τα έξοδα. Το αποδεικτικό βάρος για τη αιτιολόγηση του αιτήματος και της καθυστέρησης στην διατύπωση των θέσεων του Αιτητή ποικίλλει ανάλογα με το στάδιο κατά το οποίο υποβάλλεται η αίτηση. Όσο μεγαλύτερη είναι η καθυστέρηση ανάλογα επαυξάνει και το βάρος το οποίο πρέπει να αποσείσει ο αιτητής για την έκδοση διατάγματος για την τροποποίηση.
(4) Η έναρξη της δίκης δεν δημιουργεί ανυπέρβλητο εμπόδιο στην επιδίωξη της τροποποίησης υπεράσπισης. Στο στάδιο αυτό όμως η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου ασκείται με φειδώ, λαμβάνοντας υπόψη τον εκτροχιασμό της δίκης από τη προσδιορισθείσα πορεία και τις αναπόφευκτες επιπτώσεις στα δικαιώματα του αντιδίκου. Στην υπόθεση Hipgrave v. Case, 28 Ch.D.361 υποδείχθηκε ότι το Δικαστήριο αντιμετωπίζει με διστακτικότητα αιτήσεις για τροποποίηση της δικογραφίας κατά την δίκη.»
Με βάση τα πιο πάνω προχωρώ να εξετάσω την επιδιωκόμενη αίτηση. Κατ’αρχήν ο ισχυρισμός για πρόκληση υπέρμετρης καθυστέρησης δεν βλέπω να ευσταθεί με βάση την όλη πορεία της υπόθεσης την οποία θεώρησα χρήσιμο να παραθέσω πιο πάνω για ευνόητους λόγους εξηγώντας και το μακρύ χρονικό διάστημα που έχει μεσολαβήσει μέχρι σήμερα. Η σύγχρονη τάση είναι να επιτρέπονται τροποποιήσεις έστω και αν αυτές είναι αποτέλεσμα αμέλειας ή καθυστέρησης νοουμένου ότι δεν θα προκληθεί αδικία στην άλλη πλευρά που δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί με έξοδα.
Είναι εισήγηση της Ενάγουσας/Καθ’ης η Αίτηση ότι αν επιτραπεί στην Εναγόμενη να τροποποιήσει την υπεράσπιση της ως η αίτηση θα προκληθεί στην ίδια ανεπανόρθωτη ζημιά αφού ουσιαστικά με την επιδιωκόμενη τροποποίηση η Εναγόμενη εγείρει θέμα υπέρμετρης καθυστέρησης το οποίο σε περίπτωση που ακουστεί προδικαστικά μπορεί να έχει καταλυτικές συνέπειες για την Ενάγουσα σε περίπτωση επιτυχίας. Η κα Παπακόκκινου επί αυτού ακριβώς του σημείου εμπεριστατωμένα παρέπεμψε το Δικαστήριο σε νομολογία και αποσπάσματα του White Book Annual Practice και ισχυρίστηκε ότι για την προβολή τέτοιου ισχυρισμού η Εναγόμενη θα έπρεπε να είχε καταχωρήσει εμφάνιση υπό διαμαρτυρία και ότι θα έπρεπε η πρώτη τους ενέργεια να ήταν αίτηση για απόρριψη της αγωγής λόγω της καθυστέρησης. Επί των ισχυρισμών αυτών σημειώνω τα ακόλουθα:
Σε θεωρητικό επίπεδο η εισήγηση της κας Παπακόκκινου ότι, εάν η επιδιωκόμενη τροποποίηση ακουστεί υπό μορφή προδικαστικού σημείου και επιτύχει μπορεί να είναι καταλυτική για την πλευρά της, είναι ορθή. Όμως, όπως η νομολογία και οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας καταδεικνύουν για να ακουστεί προδικαστικά νομικό σημείο πρέπει να πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις μια εκ των οποίων είναι το σημείο να είναι καθαρά νομικό και άλλη προϋπόθεση είναι να στηρίζεται σε πλαίσιο παραδεχτών γεγονότων. Οι προϋποθέσεις αυτές δεν φαίνεται να ισχύουν στην παρούσα περίπτωση και επομένως ο ισχυρισμός που επιδιώκεται να ενταχθεί στην Υπεράσπιση ουσιαστικά θα ακουστεί στα πλαίσια της αγωγής. Επομένως, οι φόβοι της Ενάγουσας για τυχόν απόρριψη της αγωγής σε πρώιμο στάδιο φαίνεται να μην ευσταθούν.
Περαιτέρω, το θέμα που επιδιώκεται να εισαχθεί με την αιτούμενη τροποποίηση είναι θέμα που και το ίδιο το Δικαστήριο από μόνο του (ex proprio moto) θα μπορούσε να εξετάσει στο τέλος της ημέρας έστω και αν αυτό δεν συμπεριλαμβανόταν στα δικόγραφα.
Επομένως, η ουσία της ένστασης της Καθ’ης η Αίτηση/Ενάγουσας φαίνεται με αυτά τα δεδομένα να μην ευσταθεί.
Όπως έχει ήδη καταδειχτεί υπήρξε μια μακρά πορεία της παρούσας υπόθεσης ως αναλυτικά αναφέρω πιο πάνω η οποία είχε ως αποτέλεσμα να μην ξεκινήσει ακόμα η ακροαματική διαδικασία. Επομένως, η Ενάγουσα, σε περίπτωση έγκρισης της αίτησης, έχει το δικαίωμα με την τροποποιημένη Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση να προβάλει τις θέσεις της ως αυτές προκύπτουν με βάση την αιτούμενη τροποποίηση και βεβαίως στο στάδιο της ακρόασης της υπόθεσης με μαρτυρία και/ή κατάθεση σχετικών εγγράφων αντικρούσει τον ισχυρισμό αυτό.
Δεν φαίνεται επίσης να υπάρχει κακοπιστία εκ πλευράς Εναγομένης στην καταχώρηση της αίτησης με τον τρόπο που η νομολογία έχει ερμηνεύσει την έννοια αυτή. Είναι γεγονός ότι η καταχώρηση της αίτησης και ο ορισμός της για πρώτη εμφάνιση την ημέρα της ακρόασης έχει οδηγήσει στην αναβολή της ακρόασης της 13.5.2008 αλλά το γεγονός αυτό από μόνο του δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως κακοπιστία.
Επομένως, κρίνω ότι δεν θα προκληθεί τέτοια αδικία που να μην μπορεί να αποζημιωθεί με την ανάλογη διαταγή για έξοδα στην Ενάγουσα αν εγκριθεί η αίτηση της Εναγόμενης. Περαιτέρω, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση δίδεται κάποια εξήγηση για το καθυστερημένο της υποβολής της αίτησης, η οποία δεν έχει αμφισβητηθεί από πλευράς Ενάγουσας. Επομένως, κρίνω ότι δεν τίθεται θέμα καθυστέρησης όπως επίσης ούτε και εντοπίζεται οτιδήποτε που να καταδεικνύει ότι αποδοχή της αίτησης θα επέφερε στην Καθ’ης η Αίτηση/Ενάγουσα ζημιά που δεν θα μπορούσε να αποκατασταθεί με την επιδίκαση εξόδων.
Με βάση τα πιο πάνω κρίνω ότι η αίτηση της Εναγόμενης/Αιτήτριας πρέπει να επιτύχει.
Ενόψει των ανωτέρω εκδίδεται διάταγμα ως η παράγραφος 1(α)&(β) της αίτησης. Τροποποιημένη Υπεράσπιση και Ανταπαίτηση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από σήμερα. Απάντηση στην Υπεράσπιση και Υπεράσπιση στην Ανταπαίτηση να καταχωρηθεί εντός 15 ημερών από την επίδοση της τροποποιημένης Υπεράσπισης και Ανταπαίτησης. Η υπόθεση ορίζεται για οδηγίες στις 30.9.2008.
Όλα τα έξοδα της παρούσας αίτησης όπως και αυτά που θα σπαταληθούν συνεπεία της τροποποίησης επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας/Καθ’ης η Αίτηση και εναντίον της Εναγομένης/Αιτητρίας όπως αυτά υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή θα είναι όμως πληρωτέα στο τέλος της διαδικασίας.
(Υπ.) ………………………………………
Στ. Χριστοδουλίδου Μέσσιου, Ε.Δ.
Πιστό αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
/Σ.Θ.
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο