
ECLI:CY:EDLEF:2009:A72
ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
ΕΝΩΠΙΟΝ: Α. ΠΑΣΧΑΛΙΔΗ, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αγ. 3740/01
Μεταξύ:
1. Χριστάκη Λαζαρίδη
2. Βύρωνα Τεγκεράκη
Ενάγοντες
-και-
1. MTV Cosmetics Ltd
2. Wella Aktiengesellschaft
3. M & V Cosmetics Ltd
4. Αντώνη Βούρου
5. Ρέας Βούρου
Εναγομένων
Hμερομηνία: 31 Μαρτίου 2009
Εμφανίσεις:
Για τους Ενάγοντες: Ο κ. Λ. Χ”Πέτρου.
Για τους Εναγομένους: Ο κ. Χρ. Τριανταφυλλίδης.
ΑΠΟΦΑΣΗ
Η αγωγή καταχωρήθηκε αρχικά από τον ενάγοντα 1. Στη συνέχεια και σαν αποτέλεσμα δικαστικού διατάγματος που εκδόθηκε στα πλαίσια σχετικής αίτησης, προστέθηκε σαν δεύτερος ενάγοντας, ο ενάγοντας 2. Σε κατοπινό στάδιο και συγκεκριμένα κατά τον αμέσως πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας χρόνο, ο μέχρι τότε ενάγοντας 2, με σχετική δήλωση του, απέσυρε την απαίτηση του, με επιφύλαξη όπως δήλωσε, των δικαιωμάτων του «να επανέλθει στο μέλλον με νέα αγωγή εναντίον των εναγομένων». Σαν αποτέλεσμα σε ακρόαση της αγωγής προχώρησε η απαίτηση του ενάγοντα 1 (ο ενάγοντας), μόνο.
Οι εναγόμενοι 4 και 5 είναι σύζυγοι και πρώην πεθερικά του ενάγοντα. Όλοι τους είναι μέτοχοι της εναγομένης 1, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης διά μετοχών, εγγεγραμμένη στην Κύπρο. Μέτοχος στην εναγομένη 1 είναι επίσης ο πρώην ενάγοντας 2. Το μετοχικό κεφάλαιο της εναγόμενης 1 ανέρχεται συνολικά σε 33.500 μετοχές και είναι διαιρεμένο σε 21.158 μετοχές τάξης Α και 12.342 μετοχές τάξη Β. Ο ενάγοντας είναι ιδιοκτήτης 5.700 μετοχών τάξης Α, ο πρώην ενάγοντας 2, 7.500 μετοχών τάξης Β, ο εναγόμενος 4, 15.457 μετοχών τάξης Α και 4.842 μετοχών τάξης Β και η εναγομένη 5, 1 μετοχής τάξης Α.
Ο ενάγοντας κατέστη μέτοχος στην εναγομένη 1 το 1981 ενώ τέσσερα περίπου χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τη θυγατέρα των εναγομένων 4 και 5. Λόγω σοβαρών προβλημάτων που προέκυψαν στην πορεία στις σχέσεις του ανδρογύνου, ο γάμος λύθηκε με απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου το 2000. Από το 1998 το ζεύγος ήταν σε διάσταση.
Με την ένταξη του ουσιαστικά στους κόλπους της εναγομένης 1, ο ενάγοντας διορίστηκε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας και στη συνέχεια γενικός διευθυντής (General Manager) θέση στην οποία υπηρέτησε ανελλιπώς μέχρι τον Απρίλιο - Μάϊο του 1999 που απεχώρησε από την εταιρεία. Σχετικά είναι τα τεκμήρια 27 και 29. Με απόφαση που λήφθηκε σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης 1, στις 29.4.1985, απόντος του πρώην ενάγοντα 2, αποφασίστηκε ότι τον τραπεζικό λογαριασμό της εναγομένης 1 με τη Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα θα χειριζόταν είτε από μόνος του ο ενάγοντας είτε από μόνος του ο εναγόμενος 4. Σχετικό είναι το τεκμήριο 28. Η εξουσία και το δικαίωμα να διαχειρίζεται τον λογαριασμό της εταιρείας από μόνος του αφαιρέθηκε από τον ενάγοντα με απόφαση που λήφθηκε σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου στις 15.9.1998 (τεκμήριο 32). Επίσης με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης 1 που λήφθηκε σε συνεδρίαση που έλαβε χώρα στις 10.1.1992, δόθηκε «εν λευκώ» εξουσιοδότηση στον ενάγοντα να χειρίζεται όλα τα θέματα που αφορούσαν το προσωπικό, τις τρέχουσες υποθέσεις και την παραγωγή και εμπορία των προϊόντων της εταιρείας. Σχετικό είναι το τεκμήριο 31.
Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, η οποία συνομολογήθηκε στις 16.2.1973 (τεκμήριο 10), μεταξύ εναγομένης 1 και εναγομένης 2, γερμανικής εταιρείας η οποία ασχολείτο και ασχολείται με τη βιομηχανία καλλυντικών, σαμπουάν, ειδών σαπουνοποιείας και άλλων συναφών ειδών και την εμπορία τους διεθνώς περιλαμβανομένης και της Κύπρου, η γερμανική εταιρεία διόρισε την εναγομένη 1 αποκλειστικό διανομέα των προϊόντων της στην Κύπρο. Μέχρι τότε την αποκλειστικότητα για τη διάθεση και διανομή των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην Κύπρο, είχε η εταιρεία Byron Tengerakis & Co. Ltd στην οποία κύριος μέτοχος ήταν ο πρώην ενάγοντας 2.
Τα εμπορεύματα της εναγομένης 2 τα οποία προορίζοντο για την κυπριακή αγορά, κατασκευάζονταν και συσκευάζονταν στην Κύπρο, σε εργοστάσιο που η εναγομένη 1 ίδρυσε και λειτούργησε στην περιοχή της Λευκωσίας για τον σκοπό αυτό, προτού ο ενάγοντας καταστεί μέτοχος στην εναγομένη 1. Το εργοστάσιο συνέχισε τη λειτουργία του μέχρι το 1998 όταν με απόφαση του ενάγοντα, τότε γενικού διευθυντή της εναγομένης 1, ανέστειλε τη λειτουργία του γιατί οι λόγοι που αρχικά επέβαλαν την ίδρυση του και οι οποίοι είχαν σχέση με το ύψος των δασμών που επιβάλλοντο για εμπορεύματα που εισάγονταν στην Κύπρο, έπαυσαν να ισχύουν. Μετά την αναστολή της λειτουργίας του, οι κτιριακές εγκαταστάσεις του εργοστασίου χρησιμοποιούντο από την εναγομένη 1 ως αποθηκευτικοί χώροι για τα προϊόντα της εναγομένης 2 τα οποία η εναγόμενη 1 εισήγαγε με σκοπό τη διάθεση τους στην κυπριακή αγορά.
Η εμπορική συνεργασία των εναγομένων 1 και 2, ανανεωνόταν πάνω σε ετήσια βάση και τερματίστηκε από την εναγόμενη 2 όταν η τελευταία επικαλούμενη σχετική πρόνοια της μεταξύ των μερών γραπτής συμφωνίας τεκμήριο 10, απέστειλε στην εναγόμενη 1 γραπτή ειδοποίηση τερματισμού της συμφωνίας. Σχετικό είναι το τηλεγράφημα μέρος του τεκμηρίου 41. Ο τερματισμός έγινε δεκτός από την εναγόμενη 1. Μετά τον τερματισμό της συμφωνίας τεκμήριο 10 και συγκεκριμένα στις 30.11.2000, η εναγόμενη 2 συνήψε συμφωνία εμπορικής συνεργασίας με την εναγόμενη 3, (τεκμήριο 49). Με την εν λόγω συμφωνία η εναγόμενη 2 ανέθεσε στην εναγόμενη 3 την αποκλειστική διανομή και διάθεση των προϊόντων της στην Κύπρο. Η εναγόμενη 3, είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης δια μετοχών, ενεγράφη τον Σεπτέμβριο του 2000 από τον εναγόμενο 4 με μέτοχο μόνο τον ίδιο και διευθυντές, τον ίδιο, τη σύζυγο του εναγόμενη 5, τις δύο θυγατέρες του ζεύγους και τον Χρύσανθο Κολλητήρη, ΜΥ3. Τον Φεβρουάριο του 2006, το διευθυντικό καθεστώς της εναγόμενης 3 άλλαξε. Συγκεκριμένα η εναγόμενη 5 και οι δυο θυγατέρες του ζεύγους όπως και ο ΜΥ3 έπαυσαν να είναι διευθυντές της εναγόμενης 3 και στη θέση τους διορίστηκε κάποιος Μιχάλης Κασιουλλίδης.
Ουσιαστικά από την ίδρυση της εναγομένης 1, οι σχέσεις των μετόχων της εταιρείας μεταξύ τους δεν ήταν καλές. Ιδιαίτερα μετά την ένταξη του ενάγοντα στους κόλπους της εταιρείας, οι σχέσεις της πλειοψηφίας στην οποία ανήκαν βασικά οι ενάγοντας και εναγόμενος 4 και μειοψηφίας στην οποία ανήκε βασικά ο πρώην ενάγοντας 2, επιδεινώθηκαν. Καθ’ όλη τη διάρκεια που ο ενάγοντας κατείχε τη θέση του Γενικού Διευθυντή της εναγομένης 1, ο τρόπος με τον οποίο η εταιρεία διοικείτο από την πλειοψηφία τελούσε υπό συνεχή και έντονη αμφισβήτηση από πλευράς του πρώην ενάγοντα 2. Ο τελευταίος κατηγορώντας την πλειοψηφία για καταπιεστική έναντι της μειοψηφίας συμπεριφορά, οδήγησε τις διαφορές τους στο Δικαστήριο, (Αίτηση 24/92 δυνάμει του Κεφ. 113 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας). Η απόφαση του Δικαστηρίου στην εν λόγω αίτηση δόθηκε στις 23.12.1992 (τεκμήριο 30). Επίσης, αρχές του 2000 ο πρώην ενάγοντας 2 προσέφυγε εκ νέου στο Δικαστήριο, αυτή τη φορά εμπλέκοντας στη διαμάχη του με την εναγόμενη 1 και τον εναγόμενο 4, και την γερμανική εταιρεία – την εναγόμενη 2 – (Αίτηση με αρ. 132/00 δυνάμει του Κεφ. 113 Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας). Η εν λόγω αίτηση αποσύρθηκε από τον πρώην ενάγοντα 2 έξι περίπου χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στις 26.10.2006. Σχετικό είναι το τεκμήριο 61.
Μετά την αποχώρηση του ενάγοντα από την εναγόμενη 1, και συγκεκριμένα το καλοκαίρι του 1999, ο ενάγοντας ήγειρε εναντίον της εναγομένης 1 την αγωγή 10135/99 με την οποία, μεταξύ άλλων, αξίωνε αποζημιώσεις ύψους ΛΚ100.000 ουσιαστικά λόγω παράνομης απόλυσης από τη θέση του Γενικού Διευθυντή. Της εν λόγω αγωγής του ενάγοντα είχε προηγηθεί η αγωγή 8448/99 της εναγομένης 1 εναντίον του ενάγοντα με την οποία η εταιρεία αξίωνε χρήματα τα οποία ο ενάγοντας όφειλε, σύμφωνα με την αγωγή, στην εταιρεία. Και οι δυο αγωγές συμβιβάστηκαν. Σχετικά είναι τα τεκμήρια 35, 36 και 37.
Όλα τα πιο πάνω συνιστούν κοινό για τις εμπλεκόμενες πλευρές, έδαφος. Για όλα τα εν λόγω γεγονότα κάμνω ανάλογα ευρήματα.
Είναι η θέση του ενάγοντα ότι «οι εναγόμενοι 4 και 5, μέσω της πλειοψηφίας τους στη γενική συνέλευση και στο διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης 1, προκάλεσαν την αποδοχή εκ μέρους της εναγόμενης 1 της ειδοποίησης τερματισμούς της συμφωνίας .......» όπως και την απαλλαγή της εναγόμενης 2 από τη συμβατική της υποχρέωση να τηρήσει την εξάμηνη προθεσμία που είχε δώσει για τον τερματισμό της συμφωνίας τεκμήριο 10, με αποτέλεσμα ο τερματισμός να τεθεί σε ισχύ πολύ πριν την εκπνοή της εν λόγω προθεσμίας, που ήταν η 28.2.2001. Είναι επίσης η θέση του ενάγοντα ότι οι εναγόμενοι 4 και 5, χρησιμοποιώντας σαν όπλο την πλειοψηφία τους στη γενική συνέλευση και στο διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης 1, μεθόδευσαν την ανάθεση της αποκλειστικής διανομής και αντιπροσώπευσης των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην Κύπρο, στην εναγόμενη 3, όπως και τη μεταβίβαση από την εναγόμενη 1 στην εναγόμενη 3 του συνόλου της επιχειρηματικής δραστηριότητας της πρώτης περιλαμβανομένης της καλής φήμης και του καλού ονόματος που η εναγομένη 1 είχε αποκτήσει στην κυπριακή αγορά λόγω της μακρόχρονης συνεργασίας της με την εναγομένη 2, και γενικά μεθόδευσαν τη μεταβίβαση στην εναγόμενη 3 όλων των στοιχείων ενεργητικού της εναγομένης 1, με αποτέλεσμα η εναγόμενη 1 να τερματίσει όλες τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της περί το τέλος του 2000 με όλες τις καταστροφικές για την οικονομική κατάσταση της εταιρείας συνέπειες που αυτό συνεπάγεται, και η εναγόμενη 3 η οποία ανέλαβε τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εναγομένης 1 και στην οποία ανήκουν, να τις διεξάγει «στα ίδια υποστατικά, με το ίδιο προσωπικό, δίκτυο συνεργατών και παρεμφερών διευθετήσεων». Είναι επίσης η θέση του ενάγοντα ότι εκδιώχθηκε και παύθηκε από τα αξιώματα τα οποία κατείχε στην εναγομένη 1 για 15 και πλέον χρόνια, από τους εναγόμενους 4 και 5 και ότι η εκδίωξη του από τα εν λόγω αξιώματα οφειλόταν σε λόγους άσχετους, είτε με την ιδιότητα του σαν μετόχου ή γενικού διευθυντή ή διοικητικού σύμβουλου είτε με τον τρόπο εκτέλεσης των καθηκόντων του σαν μετόχου ή αξιωματούχου της εταιρείας. Ήταν η θέση του ότι η εκδίωξη και παύση του από τους εναγόμενους 4 και 5, οφειλόταν αποκλειστικά στο γεγονός ότι οι σχέσεις του με τη σύζυγο του και θυγατέρα των εναγομένων 4 και 5, έβαιναν από το κακό στο χειρότερο και ο γάμος του οδηγείτο προς διάλυση. Κατά το χρόνο της εκδίωξης του από τις θέσεις που κατείχε, οι ακαθάριστες απολαβές του ενάγοντα ανέρχοντο σε ΛΚ3.500,00 το μήνα. Κατά τον ίδιο χρόνο, το δυναμικό της εταιρείας, περιλαμβανομένων των αντιπροσώπων διανομής και των εξωτερικών συνεργατών της, αριθμούσε, σύμφωνα με τον ενάγοντα, πέραν των 35 ατόμων. Περαιτέρω ήταν η θέση του ενάγοντα ότι ο κύκλος εργασιών της εναγομένης 1 περιοριζόταν αποκλειστικά στη διάθεση και διανομή των προϊόντων της εναγομένης 2 στην Κύπρο. Η διάθεση και διανομή των προϊόντων της εναγομένης 2 στην Κύπρο, αποτελούσε, σύμφωνα με τον ενάγοντα, την αποκλειστική επιχειρηματική δραστηριότητα της εναγομένης 1. Στην πραγματικότητα «η ύπαρξη της εναγομένης 1 και η κάθε δραστηριότητα της εξαρτόταν απόλυτα», σύμφωνα με τον ενάγοντα «από τη συνέχιση της συνεργασίας της με την εναγομένη 2».
Ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι οι εναγόμενοι 2 – 5 δεν ενήργησαν με γνώμονα τα καλώς νοούμενα συμφέροντα της εναγόμενης 1, η οποία, επειδή ελέγχεται τόσο σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου όσο και σε επίπεδο πλειοψηφίας μετοχών από τους εναγόμενους 4 και 5 «δεν έχει τρόπο προστασίας παρά μόνο την έγερση της παρούσας αγωγής» από τον ίδιο υπό την ιδιότητα του σαν μετόχου της εταιρίας, προς όφελος της. Παράλληλα ο ενάγοντας ισχυρίζεται ότι η ισχυριζόμενη συμπεριφορά των εναγομένων 2 - 5 τον έχει ζημιώσει προσωπικά γιατί η αξία των μετοχών του στην εναγομένη 1 έχει ουσιαστικά εκμηδενιστεί, ο ίδιος δε, κατά παράβαση καταστατικής πρόνοιας, δεν έχει από το 1992 λάβει οποιοδήποτε μέρισμα, το οποίο και απαιτεί. Συγκεκριμένα ο ενάγοντας αξιώνει μεγάλο αριθμό θεραπειών. Συγκεκριμένα, αξιώνει διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται και να παραμερίζεται ο τερματισμός της συμφωνίας τεκμήριο 10 γιατί ο εν λόγω τερματισμός είναι «αποτέλεσμα συνομωσίας των εναγομένων 2, 3, 4 και 5 για παράνομη ιδιοποίηση της επιχείρησης και περιουσιακών στοιχείων της εναγομένης 1 ή/και για πρόκληση ζημιάς στην εναγομένη 1 ή/και για παράβαση των νομίμων καθηκόντων ή/και της εμπιστευτικής σχέσης ή/και σχέσης εμπιστοσύνης των εναγομένων 3, 4 και 5 έναντι της εναγομένης 1 ή/και παραβίασης του άρθρου 6(3) του Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου ............», όπως και διάταγμα με το οποίο να ακυρώνεται η συμφωνία δυνάμει των όρων της οποίας η εναγόμενη 2 ανάθεσε στην εναγόμενη 3 την αποκλειστική διανομή των προϊόντων της στην Κύπρο. Ο ενάγοντας επιδιώκει επίσης την έκδοση απόφασης με την οποία να αναγνωρίζεται ότι η εναγόμενη 3 κατέχει το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων, δικαιωμάτων, επιχειρήσεων, κερδών ή οφελών σε σχέση με τη διανομή των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην Κύπρο, ως καταπιστευματοδόχος (trustee) και προς όφελος της εναγόμενης 1, όπως και διατάγματος επιστροφής και παράδοσης των εν λόγω στοιχείων στην εναγόμενη 1. Ο ενάγοντας επιδιώκει επίσης απόδοση λογαριασμού από τους εναγόμενους 2 - 5 αναφορικά με τα καθαρά κέρδη της εναγόμενης 1 για όλη τη χρονική περίοδο που οι εναγόμενοι 2, 3, 4 και 5 αποστέρησαν από την εναγόμενη 1 τα δικαιώματα της τα οποία απορρέουν από τη συμφωνία τεκμήριο 10, όπως και πληρωμή στην εναγόμενη 1 των εν λόγω κερδών. Σημειώνεται ότι στην έκθεση απαίτησης το ύψος των εν λόγω κερδών καθορίζεται σε ΛΚ200.000,00 ετησίως. Ο ενάγοντας αξιώνει επίσης την παύση και τον παραμερισμό των εναγομένων 4 και 5 από τη θέση του διοικητικού συμβούλου της εναγόμενης 1 και την αντικατάσταση τους με τον ίδιο ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ήθελε υποδείξει το Δικαστήριο. Τέλος ο ενάγοντας αξιώνει αποζημιώσεις για ζημιές που ο ίδιος υπέστη προσωπικά, ως μέτοχος της εναγομένης 1 «λόγω συνομωσίας για ιδιοποίηση της επιχείρησης ή/και περιουσίας της εναγομένης 1 ή/και για πρόκληση ζημιάς σε αυτήν ή/και για κατάχρηση της σχέσης εμπιστοσύνης ή/και εμπιστευτικής σχέσης έναντι της εναγομένης 1 ή/και των νομίμων καθηκόντων των εναγομένων 4 και 5 ως διευθυντών ή/και μετόχων της εναγομένης 1 με τη συνέργεια των εναγομένων 2 και 3 ή/και για παράβαση του Νόμου Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού ...........».
Για τον ενάγοντα κατάθεσε και ο Ιωσήφ Χ”Iωσήφ (ΜΕ2), εγκεκριμένος λογιστής. Ο ΜΕ2 έδωσε μαρτυρία σαν εμπειρογνώμονας, αναφορικά με την αποτίμηση της αξίας συμμετοχής του ενάγοντα στο μετοχικό κεφάλαιο της εναγόμενης 1. Ο ΜΕ2 έδωσε επίσης μαρτυρία αναφορικά με την αξία του μεριδίου του ενάγοντα στην εμπορία των προϊόντων Wella από την εναγόμενη 3. Και στις δυο περιπτώσεις το λογισθέν στον ενάγοντα ποσοστό μεριδίου του καθορίστηκε στο 19%. Σύμφωνα με τον ΜΕ2 η συνολική αξία του μεριδίου του ενάγοντα ανέρχεται σε ΛΚ462.936,00 (ΛΚ385.416,00, αξία μεριδίου στην εμπορία προϊόντων Wella από την εναγόμενη 3 και ΛΚ77.520,00, αξία μεριδίου στη συνολική αξία της εναγόμενης 1 της εν λόγω συνολικής αξίας αποτιμημένης αποκλειστικά στη βάση της τρέχουσας αγοραίας αξίας της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας). Σχετική είναι η έκθεση/εκτίμηση την οποία ο ΜΕ2 ετοίμασε και κατέθεσε σαν τεκμήριο 65, το περιεχόμενο της οποίας και υιοθέτησε στη μαρτυρία του.
Για τους εναγομένους κατέθεσαν συνολικά τέσσερις μάρτυρες. Συγκεκριμένα κατέθεσε ο δικηγόρος στο νομικό τμήμα των εναγομένων 2, Roman Peterka (MY1), ο εναγόμενος 4 (ΜΥ2), ο οικονομικός διευθυντής της εναγόμενης 3, Χρύσανθος Κολλητήρης (ΜΥ3) και ο ελεγκτής Γιώργος Στροβολίδης (ΜΥ4).
Η μαρτυρία του εναγόμενου 4 (ΜΥ2), η οποία συνιστά τον κεντρικό άξονα γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η εκδοχή και γενικά οι θέσεις των εναγομένων, έχει συνοπτικά ως πιο κάτω.
Ο τερματισμός από την εναγόμενη 2 της συμφωνίας τεκμήριο 10, ήταν αποκλειστικά επιλογή της γερμανικής εταιρείας, η οποία από πολύ πριν τον τερματισμό της συμφωνίας, δεν έκρυβε τη δυσαρέσκεια της για το άσχημο κλίμα που είχε δημιουργηθεί στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1, όπως και την έντονη διαφωνία της για τον τρόπο με τον οποίο ο ενάγοντας, ως διευθύνων σύμβουλος της εναγόμενης 1, χειριζόταν το όλο θέμα. Μεταξύ ενάγοντα και εναγόμενου 4 από τη μια, και πρώην ενάγοντα 2 από την άλλη, είχε ξεσπάσει έντονη διαμάχη με αντικείμενο βασικά τον τρόπο λειτουργίας της εναγόμενης 1 και τα δικαιώματα ενός εκάστου μετόχου, η οποία δεν περιορίστηκε στα στενά ενδοεταιρικά πλαίσια αλλά απασχόλησε και την κυπριακή δικαιοσύνη στην οποία ο πρώην ενάγοντας 2 προσέφυγε επανειλημμένα, εμπλέκοντας μάλιστα στη διαμάχη και την γερμανική εταιρεία, γεγονός που χειροτέρευσε τα πράγματα. Παρά το γεγονός ότι η γερμανική εταιρεία εξέφρασε επανειλημμένα τη δυσαρέσκεια της για την κατάσταση που είχε δημιουργηθεί και ιδιαίτερα για τη μακροχρόνια συντήρηση της γιατί διέβλεπε και φοβόταν τις καταστροφικές για τη φήμη των δυο εταιρειών στην κυπριακή αγορά συνέπειες που η συντήρηση της διαμάχης συνεπαγόταν, όπως και την έντονη διαφωνία της με τον τρόπο που το όλο θέμα τύγχανε χειρισμού από τον ενάγοντα, οι σχέσεις των μερών οδηγούντο από το κακό στο χειρότερο και σ’ αυτό συνέβαλε τα μέγιστα η συμπεριφορά του ενάγοντα ο οποίος παρά τις συνεχείς προειδοποιήσεις του εναγόμενου 4 και του νομικού συμβούλου της εναγόμενης 1, οι οποίοι συμμερίζονταν τους φόβους της εναγόμενης 2, όχι μόνο αρνείτο επίμονα να συμμορφωθεί με τις υποδείξεις τους και να υιοθετήσει μέτρα προς εκτόνωση της κατάστασης και εξομάλυνση των σχέσεων των μετόχων αλλά και προσέφευγε σε ακραία μέτρα. Ο ενάγοντας έφθασε, σύμφωνα με τον εναγόμενο 4, μέχρι και του σημείου να απειλήσει τον πρώην ενάγοντα 2 ότι θα λειτουργούσε την εταιρεία με τέτοιο τρόπο ώστε να μην αφήνει κέρδη με αποτέλεσμα η αξία των μετοχών του πρώην ενάγοντα 2, να εκμηδενιστεί.
Ο εναγόμενος 4 απέδωσε την εξάρτηση της εναγόμενης 1 από την εμπορική συνεργασία της με την εναγόμενη 2 και ιδιαίτερα από τη συμφωνία τεκμήριο 10, στον ενάγοντα και συγκεκριμένα στον συντηρητικό τρόπο με τον οποίο ο τελευταίος αποκλειστικά επέλεξε να διευθύνει και να λειτουργεί την εναγόμενη 1, όπως και στην αμέσως μετά τον τερματισμό της συμφωνίας, απόσυρση από την τράπεζα με την οποία η εναγόμενη 1 συνεργαζόταν, της οικονομικής στήριξης στην οποία η εταιρεία τύγχανε. Ο ενάγοντας παρά τις συμβουλές και παροτρύνσεις του πεθερού του να επεκτείνει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εναγόμενης 1 και σε τομείς πέραν της εμπορικής συνεργασίας της με τη γερμανική εταιρεία, κάτι που επιτρεπόταν από το καταστατικό της εναγόμενης 1, αρνείτο επίμονα, σύμφωνα με τον εναγόμενο 4, να το πράξει.
Η συμφωνία τεκμήριο 10 τερματίστηκε από την εναγόμενη 2 με τηλεγράφημα (τεκμήριο 45) που η γερμανική εταιρεία απέστειλε στην εναγόμενη 1 τον Αύγουστο του 2000. Με το εν λόγω τηλεγράφημα παρασχέθηκε στην εναγόμενη 1 η προνοούμενη από τη συμφωνία προθεσμία των έξι μηνών. Για να διαφυλάξει και παράλληλα να διεκδικήσει τα οποιαδήποτε δικαιώματα της παρείχε η συμφωνία, η εναγόμενη 1 επεδίωξε ανεξάρτητη νομική συμβουλή από δικηγόρους στους οποίους προσέφυγε. Η νομική συμβουλή που η εναγόμενη 1 έτυχε, η οποία στην ουσία σφράγισε τη μοίρα της οποιασδήποτε προσπάθειας από πλευράς εναγόμενης 1 για διεκδίκηση των συμβατικών της δικαιωμάτων, ήταν ότι «η ενέργεια των εναγομένων 2 ήταν μέσα στα νομικά τους δικαιώματα με βάση το τεκμήριο 10», (τεκμήριο 46). Δεν έφθανε σύμφωνα με τον εναγόμενο 4 αυτό. Αμέσως μετά τον τερματισμό της συμφωνίας ακολούθησε η απόσυρση, σκόπιμη σύμφωνα με τον εναγόμενο 4, από την τράπεζα με την οποία η εναγόμενη 1 συνεργαζόταν και της οποίας πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ήταν ο πατέρας του ενάγοντα, ο οποίος είχε στο μεταξύ αποχωρήσει από την εταιρεία, όλων των τραπεζικών διευκολύνσεων που η εν λόγω τράπεζα παρείχε στην εναγόμενη 1, με αποτέλεσμα η εναγόμενη 1 να μην έχει άλλη επιλογή από την αναστολή των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της πολύ πριν την εκπνοή της εξάμηνης προθεσμίας και συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 2000.
Αναφορικά με τις συνθήκες κάτω από τις οποίες η εναγόμενη 1 συμβλήθηκε με την εναγόμενη 3 παραθέτω αυτούσια τα σχετικά αποσπάσματα από τη γραπτή δήλωση του εναγόμενου 4. «Εν τω μεταξύ οι εναγόμενοι 2 με πληροφόρησαν ότι θα συνέχιζαν τη δραστηριοποίηση τους στην Κύπρο και ότι γύρευαν να διορίσουν νέο αντιπρόσωπο. Με ρώτησαν αν με ενδιέφερε και μου ξεκαθάρισαν ότι σε αντίθετη περίπτωση θα κοίταξαν να βρουν κάποιον άλλο. Υπό αυτές τις συνθήκες και μόνο και αφού βεβαιώθηκα ότι η απόφαση τους να τερματίσουν τη σχέση τους με τους εναγόμενους 1 ήτο αμετάκλητη και επίσης ότι αμετάκλητη ήτο και η απόφαση τους να εύρουν άλλο αντιπρόσωπο στην Κύπρο, αποδέχθηκα να τους αντιπροσωπεύσω στην Κύπρο δια μέσω δικής μου Εταιρείας, τους εναγόμενους 3. .......... Η μετέπειτα ανάθεση της αντιπροσώπευσης των εναγομένων 2 στους εναγόμενους 3 ήταν μια εντελώς ανεξάρτητη ενέργεια .......». Για τα τεκταινόμενα, ο εναγόμενος 4 ενημέρωσε το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης 1 που συνεδρίασε στις 5.12.2000 (τεκμήριο 56). Κατά την εν λόγω συνεδρίαση το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης 1 - ο εναγόμενος 4 απέσχε της ψηφοφορίας - υιοθέτησε αριθμό μέτρων τα οποία πρότεινε ο τελευταίος με στόχο την οικονομική ανακούφιση της εταιρείας. Συγκεκριμένα ο εναγόμενος 4 πρότεινε όπως οι εναγόμενοι 3 «πάρουν όλο το προσωπικό των εναγομένων 1 και ενοικιάσουν το κτίριο των εναγομένων 1 με βάση δύο εκτιμήσεις που θα γίνουν από ανεξάρτητους εκτιμητές. Επίσης να ανατεθεί εις τους Ελεγκτές των εναγομένων 1 να εκτιμήσουν την αξία των περιουσιακών στοιχείων των εναγομένων 1 που θα αγόραζαν οι εναγόμενοι 3. ........», πράγμα το οποίο και έγινε. Σαν αποτέλεσμα όλες οι οικονομικές υποχρεώσεις της εναγόμενης 1, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων της προς την τράπεζα, διευθετήθηκαν, ενώ η αγοραία αξία του ακινήτου της αυξανόταν. Παράλληλα η εναγόμενη 1 εισέπραττε εύλογο ενοίκιο από την ενοικίαση του ακινήτου στην εναγόμενη 3, δεν χρειάστηκε να καταβάλει αποζημιώσεις στους υπαλλήλους της για παράνομη απόλυση και πώλησε άχρηστα για την ίδια περιουσιακά της στοιχεία.
Ο ενάγοντας αποχώρησε από την εναγόμενη 1 τον Απρίλιο του 1999. Με την αποχώρηση του ενάγοντα, τη διεύθυνση της εταιρείας ανέλαβε ο εναγόμενος 4 και ήταν σαν αποτέλεσμα των δικών του ενεργειών που τα οικονομικά της εταιρείας, έστω και για το πολύ περιορισμένο χρονικό διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τον Αύγουστο του 2000 που η εναγόμενη 2 τερμάτισε τη συμφωνία τεκμήριο 10, παρουσίασαν βελτίωση.
Επίσης η επιτυχία της εναγόμενης 3 δεν οφείλεται σύμφωνα με τον εναγόμενο 4, μόνο στο γεγονός της συνεργασίας της με την εναγόμενη 2 αλλά και στο ορθό τρόπο με τον οποίο ο εναγόμενος 4 διευθύνει την εναγόμενη 3 όπως και στη συνεργασία της με άλλες εταιρείες.
Τέλος, ο εναγόμενος 4 ισχυρίζεται ότι μετά την αποχώρηση του ενάγοντα από τη θέση του γενικού διευθυντή της εναγόμενης 1, ο ενάγοντας «σύμπραξε σε κοινό μέτωπο με τον Βύρωνα Τεγγεράκη με αποκλειστικό στόχο και σκοπό να με βλάψουν επαγγελματικά. Οι δύο αυτοί άνθρωποι οι οποίοι για χρόνια ήσαν στα μαχαίρια ενώθησαν από ένα κοινό στόχο και σκοπό, την επιθυμία τους να με πολεμήσουν και να μου κάνουν ζημία. Εξ’ ου και η παρούσα αγωγή που τη ξεκίνησαν από κοινού και στην πορεία παρέμεινε μόνο ο ενάγων όπως και η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής Προστασίας του Ανταγωνισμού που και πάλι ξεκίνησαν μαζί, ήγειραν τα ίδια περίπου θέματα όπως και στην παρούσα αγωγή και στην πορεία απεσύρθει ως παραπονούμενος ο ενάγων για να παραμείνει ο Βύρων Τεγγεράκης ........ »
Σχετικά με τις συνθήκες τερματισμού της συμφωνίας, τεκμήριο 10 και τα γεγονότα που προηγήθηκαν όπως και με τις συνθήκες συνομολόγησης νέας συμφωνίας με την εναγόμενη 3, σχετική είναι και η μαρτυρία του δικηγόρου στο νομικό τμήμα της εναγόμενης 2, Roman Peterka (ΜΥ1). Τη συνοψίζω.
Το πολύ καλό κλίμα που αρχικά χαρακτήριζε τις εμπορικές σχέσεις εναγομένης 1 – εναγομένης 2, ήρθε να διαταράξει η διαφωνία που ξέσπασε στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1, λίγο πριν το 1990. Η κατάσταση επιδεινώθηκε λίγο μετά το 1990 όταν ο πρώην ενάγοντας 2 προσέφυγε στη δικαιοσύνη εμπλέκοντας στη διαμάχη και τη γερμανική εταιρεία εναγόμενη 2. Οι εξελίξεις στις σχέσεις των μετόχων της εναγόμενης 1, όχι μόνο δεν έβρισκαν σύμφωνη την εναγόμενη 2 η οποία τόσο προφορικά όσο και γραπτώς είχε εκφράσει στην εναγόμενη 1 την απαρέσκεια και «απογοήτευση» της για την «απαράδεκτη», όπως την χαρακτήρισε ο μάρτυρας κατάσταση και εισηγείτο τρόπους εκτόνωσης της, αλλά και ανησυχούσαν σε μεγάλο βαθμό τη γερμανική εταιρεία η οποία φοβόταν ότι η συντήρηση της διαμάχης θα έπληττε ανεπανόρθωτα τις σχέσεις εναγόμενης 1 – εναγόμενης 2 με απρόβλεπτες για τη φήμη των δυο εταιρειών, συνέπειες, στην κυπριακή αγορά. Η κατάσταση στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1 οδηγείτο από το κακό στο χειρότερο και ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγοντας χειριζόταν τα τελευταία χρόνια το θέμα, κάθε άλλο παρά βοηθούσε τις προσπάθειες της εναγόμενης 2 για εκτόνωση της κατάστασης. Όταν η εναγόμενη 2 διαπίστωσε ότι παρά τις περί αντιθέτου υποδείξεις της, οι πιθανότητες εξομάλυνσης των σχέσεων των μετόχων της εναγόμενης 1 μεταξύ τους, εξέλειπαν και «δεν υπήρχε καμιά νομική ή εμπορική λογική για να συνεχιστεί η σχέση Αντιπροσώπου μεταξύ της Wella A.G. και της MTV Cosmetics Ltd, εφόσον αυτή είχε παύσει πλέον να εστιάζεται σε επιχειρηματικές δραστηριότητες και υπονόμευε τη σχέση εμπιστοσύνης που υφίστατο για χρόνια», απεφάσισε να ασκήσει το δικαίωμα τερματισμού της συμφωνίας τεκμήριο 10 που της παρείχε ο όρος 10(α) της εν λόγω συμφωνίας, πράγμα το οποίο η εναγόμενη 2 έκαμε με το τηλεγράφημα τεκμήριο 45.
Αναφορικά με τα γεγονότα που σύμφωνα με τον ΜΥ2 περιβάλλουν τη συνομολόγηση συμβατικής σχέσης μεταξύ εναγόμενης 2 και εναγόμενης 3, παραθέτω αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από την γραπτή δήλωση του μάρτυρα που κατατέθηκε σαν μέρος της κύριας εξέτασης του. Στα εν λόγω γεγονότα ο ΜΥ2 επέμενε και στην αντεξέταση του.
«Μετά τον τερματισμό της Συμφωνίας Αντιπροσωπείας μεταξύ της Wella A.G. και της Μ.Τ.V. Cosmetics Limited, η Wella A.G. είχε σκοπό να συνεχίσει την επιχειρηματική της παρουσία στην Κύπρο. Αποφασίστηκε, και αυτό ήταν κάτι το φυσικό, να ρωτηθεί ο κ. Αντ. Βούρος τον οποίο η Wella A.G. γνώριζε καλά και ήταν ευχαριστημένη μαζί του τόσο σαν άτομο όσο και σαν επιχειρηματία αν ενδιαφερόταν να αντιπροσωπεύει την Wella στην Κύπρο. Σε αντίθετη περίπτωση, τότε η Wella A.G. θα ερευνούσε για το διορισμό άλλου. Με άλλα λόγια, δόθηκε η πρώτη επιλογή στον κ. Βούρο. Ρωτήθηκε σχετικά και δήλωσε ότι ενδιαφερόταν και η Wella A.G. προχώρησε με το διορισμό της νέας του εταιρείας M&V Cosmetics Limited σαν του νέου της αντιπροσώπου για την Κύπρο. Πρέπει όμως να τονιστεί με τον πιο απόλυτο τρόπο για την αποφυγή τυχόν παρεξήγησης ότι ο τερματισμός της Συμφωνίας Αντιπροσωπείας μεταξύ της Wella A.G. και της M.T.V. Cosmetics Limited, από την μια, και ο διορισμός της Μ&V Cosmetics Limited σαν ο νέος της αντιπρόσωπος της Wella A.G. για την Κύπρο είναι δύο εντελώς ανεξάρτητες πράξεις και δεν υπάρχει οιαδήποτε σχέση μεταξύ τους. Η απόφαση να τερματιστεί η Αντιπροσωπεία με την M.T.V. Cosmetics Limited ήταν μια εντελώς ανεξάρτητη απόφαση η οποία βασίστηκε στις ατελείωτες διαμάχες μεταξύ των μετόχων της M.T.V. Cosmetics, που περιλάμβαναν και την Well A.G., σαν τον εντολοδόχο, και την έλλειψη εστίασης σε επιχειρηματικές δραστηριότητες και τη γενική πτώση των πωλήσεων. Μόνο μετά τη λήψη και την υλοποίηση της απόφασης άρχισε μια νέα διαδικασία συζητήσεων με τον κ. Βούρο για μελλοντική συνεργασία και σαν αποτέλεσμα διορίστηκε η M&V Cosmetics Limited σαν ο νέος της αντιπρόσωπος για την Κύπρο».
Σύμφωνα με τον ΜΥ3 οικονομικό διευθυντή και υπεύθυνο λογιστηρίου της εναγόμενης 3, πρώην υπάλληλο της εναγόμενης 1, ο οποίος να σημειωθεί δεν αντεξετάστηκε, η εμπορική συνεργασία της εναγόμενης 3 με την εναγόμενη 2 κατά τη διάρκεια του 2003, επεκτάθηκε και σε δύο νέα προϊόντα της εναγόμενης 2, τα οποία δεν εμπορευόταν η εναγόμενη 1. Κατά την ίδια χρονική περίοδο οι επιχειρηματικές δραστηριότητες της εναγόμενης 3 δεν περιορίζονταν αποκλειστικά στην αντιπροσώπευση της εναγόμενης 2 στην Κύπρο αλλά κάλυπταν και την αντιπροσώπευση τριών άλλων ξένων εταιρειών των οποίων τα προϊόντα, η εναγόμενη 3, αφού εισήγαγε επίσης διέθετε στην κυπριακή αγορά. Ο μάρτυρας κατέθεσε οικονομικές καταστάσεις σχετικά με τον κύκλο εργασιών της εναγόμενης 3 κατά το 2003 αναφορικά με δυο νέα προϊόντα της εναγόμενης 2 όπως και αναφορικά με τα προϊόντα των τριών ξένων εταιρειών. Σύμφωνα με τις εν λόγω καταστάσεις ο κύκλος εργασιών της εναγόμενης 3 στον εν λόγω τομέα, ο οποίος καλύπτει το 32% περίπου του συνολικού κύκλου εργασιών της κατά το έτος 2003, ανέρχεται σε ΛΚ1.041.154,00. Από το εν λόγω ποσοστό, ποσοστό 4.2% μόνο αφορά την εμπορία δυο νέων προϊόντων της εναγόμενης 2. Το υπόλοιπο αφορά την εμπορία προϊόντων άλλων από την εναγόμενη 2, εταιρειών.
Για την εναγόμενη 3 κατέθεσε επίσης ο εγκεκριμένος ελεγκτής Γιώργος Στροβολίδης (ΜΥ4). Με οδηγίες της εναγόμενης 3 ο εν λόγω μάρτυρας ετοίμασε και κατέθεσε δυο εκθέσεις, τεκμήριο 74 και 75 αντίστοιχα. Στο τεκμήριο 74 ο μάρτυρας σχολιάζει την έκθεση τεκμήριο 65 που κατέθεσε για λογαριασμό του ενάγοντα ο ΜΕ2. Στο τεκμήριο 75 ο μάρτυρας προβαίνει σε εκτίμηση της αξίας του μεριδίου του ενάγοντα στην αξία της αντιπροσωπείας των προϊόντων Wella στην Κύπρο που κατείχε η εναγόμενη 1. Σύμφωνα με την έκθεση τεκμήριο 75, η αξία του επίμαχου μεριδίου του ενάγοντα, τον Μάιο 1999, χρόνο κατά τον οποίο ο τελευταίος έπαυσε να είναι διευθύνων σύμβουλος της εναγόμενης 1, ανέρχεται σε ΛΚ72.000,00, ενώ η αξία του στις 11.12.2000 που ουσιαστικά τερματίστηκαν οι εμπορικές δραστηριότητες της εναγόμενης 1 σε ΛΚ120.000,00. Και στη συγκεκριμένη περίπτωση το ποσοστό μεριδίου του ενάγοντα καθορίστηκε στο 19%.
Αυτή είναι περιληπτικά η μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον μου. Ενώπιον μου οι δύο πλευρές έθεσαν επίσης ένα μεγάλο αριθμό εγγράφων. Στο περιεχόμενο των εν λόγω εγγράφων θα αναφερθώ, στο βαθμό και την έκταση βέβαια που θα το απαιτήσουν οι ανάγκες της παρούσας απόφασης μου, σε κατοπινό στάδιο. Προτού ασχοληθώ με την αξιολόγηση της μαρτυρίας θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τις θέσεις των δύο πλευρών, όπως αυτές προκύπτουν μέσα από τα δικόγραφα τους και έχουν προωθηθεί με τις γραπτές αγορεύσεις των ευπαίδευτων συνηγόρων τους. Αρχίζω με αυτές του κ. Χ”Πέτρου, δικηγόρου του ενάγοντα.
Στη γραπτή αγόρευση του ο κ. Χατζηπέτρου εστιάζει τις θέσεις του στα πιο κάτω:
Α. Κατά πόσο ο τερματισμός από την εναγόμενη 2, της συμφωνίας ημερομηνίας 16.2.1973 (τεκμήριο 10), ήταν παράνομος βάση της νομοθεσίας περί προστασίας του ανταγωνισμού. Εάν η απάντηση του Δικαστηρίου σε αυτό το ερώτημα είναι καταφατική, τότε εγείρεται, σύμφωνα με τον κ. Χ”Πέτρου, το ερώτημα, κατά πόσο η εναγόμενη 2 θα πρέπει να καταβάλει στην εναγόμενη 1 οποιεσδήποτε αποζημιώσεις ή δικαιούται σε άλλες θεραπείες.
Με αναφορά στη μαρτυρία και παράλληλα στις πρόνοιες του άρθρου 6(3) του Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου 207/89, ο κ. Χ”Πέτρου υπεστήριξε ότι στο εν λόγω ερώτημα θα πρέπει να δοθεί καταφατική απάντηση γιατί, με βάση τη μαρτυρία δικαιολογείται εύρημα ότι υπήρχε σχέση οικονομικής εξάρτησης μεταξύ της εναγόμενης 1 και της εναγόμενης 2, την οποία οικονομική εξάρτηση εκμεταλλεύτηκε καταχρηστικά η εναγόμενη 2. Οι πρόνοιες του άρθρου 6(3) του Ν.207/89 παρέχουν, σύμφωνα με τον κ. Χ”Πέτρου το δικαίωμα στον ενάγοντα να ζητήσει αποζημιώσεις μέσω Δικαστηρίου εκ μέρους της εναγόμενης 1 στα πλαίσια της παρούσας αγωγής γιατί πρόκειται για παράγωγη αγωγή (derivative action). Σαν ορθή αποζημίωση προς την εναγόμενη 1, ο κ. Χ”Πέτρου εισηγήθηκε την επαναφορά σε ισχύ του συμβολαίου τεκμήριο 10 και παράλληλα τον τερματισμό της συμβατικής σχέσης μεταξύ εναγόμενης 2 και εναγόμενης 3. Σε αντίθετη περίπτωση, υπεστήριξε ο κ. Χ”Πέτρου θα πρέπει να καταβληθούν στην εναγόμενη 1 χρηματικές αποζημιώσεις. Επί τούτου και συγκεκριμένα για σκοπούς υπολογισμού των εν λόγω αποζημιώσεων, ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα κάλεσε το Δικαστήριο να δεχθεί τη μαρτυρία του ΜΕ2.
Β. Κατά πόσο ο τερματισμός από την εναγόμενη 2 της συμφωνίας ημερ. 16.2.1973 (τεκμήριο 10), ήταν το αποτέλεσμα συνομωσίας της εναγόμενης 2 με τους εναγόμενους 3, 4 και 5. Εάν η απάντηση του Δικαστηρίου σε αυτό το ερώτημα είναι καταφατική, τότε εγείρεται, σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συνήγορο του ενάγοντα, το ερώτημα κατά πόσο η εναγόμενη 2 θα πρέπει να καταβάλει στον ενάγοντα και ή στην εναγόμενη 1 οποιεσδήποτε αποζημιώσεις ή άλλες θεραπείες.
Ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα παραπέμποντας στη μαρτυρία, υπεστήριξε πως η απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα θα πρέπει να είναι καταφατική και εισηγήθηκε σαν θεραπεία την ακύρωση του συμβολαίου εναγόμενης 2 – εναγόμενης 3, την απόδοση λογαριασμών στην εναγόμενη 1 από την εναγόμενη 2 και τους υπόλοιπους εναγομένους, όπως και χρηματικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που ο ενάγοντας και η εναγόμενη 1 έχουν υποστεί. Αναφορικά με τις ζημιές που ο ενάγοντας έχει υποστεί, ο κ. Χ”Πέτρου εισηγήθηκε σαν μέτρο υπολογισμού των εν λόγω αποζημιώσεων την αξία των μετοχών του ενάγοντα όπως αυτή έχει υπολογιστεί από τον ΜΕ2.
Γ. Κατά πόσο η αποδοχή του τερματισμού της συμφωνίας μεταξύ εναγομένων 1 και 2 οφείλεται σε παράβαση καθήκοντος των εναγομένων 4 και 5 (είτε καθήκοντος εύλογης επιμέλειας και φροντίδας είτε καθήκοντος εμπιστοσύνης (fiduciary duty) είτε άλλου καθήκοντος διευθυντού εταιρείας).
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα κάμνοντας αναφορά στη μαρτυρία και ιδιαίτερα στη συμπεριφορά του εναγόμενου 4, υπεστήριξε ότι και η απάντηση στο εν λόγω ερώτημα θα πρέπει να είναι καταφατική και συνεπώς δικαιολογείται και στη συγκεκριμένη περίπτωση η επιδίκαση σχετικών αποζημιώσεων.
Δ. Κατά πόσο η μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων της εναγόμενης 1 στην εναγόμενη 3 και ή η σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της εναγόμενης 2 και της εναγόμενης 3 αποτελεί παράβαση καθήκοντος των εναγομένων 4 και 5 προς την εναγόμενη 1 ή προς τον ενάγοντα. Εάν η απάντηση του Δικαστηρίου σε οποιοδήποτε από αυτά τα δυο ερωτήματα είναι καταφατική τότε εγείρεται, σύμφωνα πάντα με τον κ. Χ”Πέτρου, το ερώτημα κατά πόσο η εναγόμενη 2 θα πρέπει να καταβάλει στον ενάγοντα και ή στην εναγόμενη 1 οποιεσδήποτε αποζημιώσεις ή άλλες θεραπείες. Κάμνοντας παραπομπή στη μαρτυρία, ο κ. Χ”Πέτρου εισηγήθηκε επίσης ότι το συγκεκριμένο ερώτημα θα πρέπει να απαντηθεί καταφατικά.
Αντίθετες ήταν οι απόψεις του ευπαίδευτου συνηγόρου των εναγομένων. Τις συνοψίζω.
Α. Ο τερματισμός της συμφωνίας ημερ. 16.2.1973 (τεκμήριο 10) ήταν «απόλυτα νόμιμος» και συνεπώς σε καμιά αποζημίωση ή θεραπεία δικαιούται ο ενάγοντας, εν πάση περιπτώσει οι εναγόμενοι 3, 4 και 5 καμιά ευθύνη δεν φέρουν έστω και αν ο τερματισμός της εν λόγω συμφωνίας ήθελε κριθεί παράνομος.
Β. Διαζευκτικά η απαίτηση του ενάγοντα είναι «υπερβολική και εκτός πραγματικότητας».
Τόσο ο κ. Χ”Πέτρου όσο και ο κ. Τριανταφυλλίδης για να υποστηρίξουν τις θέσεις τους, έκαμαν λεπτομερή αναφορά τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή μαρτυρία και παρέπεμψαν σε σχετική νομολογία.
Είναι φανερό από τα πιο πάνω πως επιβάλλεται η αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας.
Η αξιολόγηση προφορικής μαρτυρίας είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την αξιοπιστία του μάρτυρα. Έχει λεχθεί ότι η εντύπωση που ο μάρτυρας αφήνει στο Δικαστήριο είναι παράγοντας εξαιρετικής σπουδαιότητας για την κρίση της αξιοπιστίας του (βλ. C. & A. Pelekanos Assoc. Ltd v. Πελεκάνου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 1273). Έχει επίσης λεχθεί ότι οι γνώσεις του μάρτυρα για τα επίδικα γεγονότα, οι αντιδράσεις και η συμπεριφορά του στο εδώλιο του μάρτυρα σε συνδυασμό με τη μνήμη, την ειλικρίνεια και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων, συνιστούν καθοριστικούς για την αξιοπιστία του μάρτυρα, παράγοντες. Στην υπόθεση Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506 υποδεικνύεται ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενο της, την ποιότητα και πειστικότητα της και τη σύγκριση της με την υπόλοιπη μαρτυρία ενώ στην υπόθεση Χριστοφή ν. Ζαχαρία (2002) 1 Α.Α.Δ 401 λέχθηκε πως ο τρόπος που καταθέτει ένας μάρτυρας «συνιστά και εκδηλώνει την προσωπικότητά του». «Οι πνευματικές και άλλες αρετές του μάρτυρα που εξωτερικεύονται μαζί με το αφηγηματικό μέρος της μαρτυρίας του, προσδίδουν», σύμφωνα με τον Δικαστή Σ. Νικήτα στην υπόθεση Χριστοφή, «κατά κανόνα αξιοπιστία στη μαρτυρία». Παράλληλα όμως χρειάζεται, όπως επισημαίνεται από τον ίδιο Δικαστή, προσοχή «γιατί συμβαίνει αναξιόπιστος μάρτυρας να προκαλεί ευμενή εντύπωση και αντίστροφα». Αυτά σαν γενικές επισημάνσεις αναφορικά με τον τρόπο προσέγγισης και αξιολόγησης της μαρτυρίας. Προχωρώ τώρα να εξετάσω τις αντίστοιχες εκδοχές και θέσεις και κατ’ επέκταση στην αξιολόγηση της ενώπιον μου μαρτυρίας.
Αναφορικά με τα γεγονότα που σύμφωνα με τον ενάγοντα οδήγησαν στον τερματισμό της συμφωνίας εμπορικής συνεργασίας μεταξύ εναγομένων 1 και 2 (τεκμήριο 10) και στη συνέχεια στη συνομολόγηση παρόμοιας ουσιαστικά με το τεκμήριο 10 σύμβασης εμπορικής συνεργασίας μεταξύ εναγομένων 2 και 3, σχετική είναι η μαρτυρία των ενάγοντα, του εναγομένου 4 (ΜΥ2) και του δικηγόρου στο νομικό τμήμα της εναγόμενης 2, Roman Peterka (ΜΥ1). Στην πραγματικότητα η μαρτυρία του ενάγοντα συνιστά τον κεντρικό πυλώνα επί του οποίου εδράζεται η υπόθεση του, ενώ τον κεντρικό πυλώνα επί του οποίου εδράζεται η υπόθεση των εναγομένων, συνιστά η μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2. Είχα την ευκαιρία να δω, να ακούσω και να παρακολουθήσω με μεγάλη προσοχή τους εν λόγω τρεις μάρτυρες ενώ κατέθεταν ενόρκως ενώπιον μου, μέσα στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δίκης. Εξέτασα τη μαρτυρία τους με ιδιαίτερη προσοχή μέσα στο πλαίσιο που διέπει την αξιολόγηση μαρτυρίας, τις βασικές πτυχές του οποίου έχω ήδη παραθέσει πιο πάνω, σε συσχετισμό με τους ισχυρισμούς και τις θέσεις των διαδίκων όπως αυτές προβάλλονται στα δικόγραφά τους. Με την ίδια προσοχή διεξήλθα τα έγγραφα που κατατέθηκαν ενώπιον μου σαν τεκμήρια. Έλαβα επίσης υπόψη και τις τελικές αγορεύσεις των συνηγόρων των διαδίκων.
Δεν έχω καμία δυσκολία να αποδεχθώ τη μαρτυρία των ΜΥ1 και ΜΥ2 και να απορρίψω την αντίστοιχη εκδοχή του ενάγοντα. Ο τελευταίος μου έδωσε την εντύπωση προσώπου, το οποίο δεν αποκάλυψε όλη την αλήθεια. Και δεν την αποκάλυψε, και επί τούτου δεν έχω καμιά αμφιβολία, όχι γιατί δεν την γνώριζε αλλά γιατί η αποκάλυψη της δεν θα εξυπηρετούσε τους πραγματικούς σκοπούς και στόχους στους οποίους με την παρούσα αγωγή του στοχεύει, που δεν είναι η προάσπιση των δικαιωμάτων και συμφερόντων της εναγόμενης 1 ως ο ίδιος ισχυρίζεται ή ακόμα και των δικών του σαν μετόχου της εναγομένης 1 προσωπικών συμφερόντων, αλλά να πλήξει οικονομικά τα πρώην πεθερικά του και ιδιαίτερα τον εναγόμενο 4, πρώην πεθερό του. Χαρακτηριστική δεν είναι μόνο η ευκολία με την οποία ο ενάγοντας έκαμε στροφή 180 μοιρών και εντάχθηκε στο αντίπαλο του για δεκαετίες στρατόπεδο μετόχων της εναγόμενης 1, αλλά και η ευκολία με την οποία ο ενάγοντας, οσάκις αντεξεταζόμενος εύρισκε τον εαυτό του σε αδιέξοδο, είτε απέφευγε να απαντά ευθέως και με τρόπο σαφή στις ερωτήσεις που του τίθεντο, είτε επέρριπτε την ευθύνη, περιλαμβανομένης και της ευθύνης για τη συντήρηση για χρόνια και επιδείνωση της διαφωνίας που είχε ξεσπάσει σχεδόν από την ίδρυση της εταιρείας, στους κόλπους των μετόχων της η οποία μάλιστα απασχόλησε σε κάποια φάση και την κυπριακή δικαιοσύνη, αποκλειστικά στον πρώην πεθερό του, υποβαθμίζοντας έτσι το γεγονός ότι σαν γενικός διευθυντής της εναγόμενης 1, για δύο σχεδόν δεκαετίες, είχε, όπως ο ίδιος δέχθηκε, «εν λευκώ» εξουσιοδότηση να χειρίζεται και να διαχειρίζεται τις υποθέσεις της εταιρείας και ότι με τις αποφάσεις του καθόριζε ουσιαστικά τη συμπεριφορά της εταιρείας έναντι όχι μόνο τρίτων αλλά και των μετόχων της. Ακόμα και στην περίπτωση στην οποία καθαρά προσωπικές του ενέργειες είχαν κριθεί από το Δικαστήριο καταπιεστικές για τη μειοψηφία μέσα στη νομική έννοια του όρου, ο ενάγοντας, όχι μόνο δεν ήταν έτοιμος να δεχθεί έστω και κάποιο μερίδιο προσωπικής ευθύνης, αλλά και δεν δίστασε να επιρρίψει την ευθύνη αποκλειστικά στον πρώην πεθερό του. Συγκεκριμένα όταν του υποδείχθηκε η απόφαση του Δικαστηρίου στην αίτηση 24/92 που είχε υποβάλει ο πρώην ενάγοντας 2 ισχυριζόμενος καταπίεση της μειοψηφίας από την πλειοψηφία των μετόχων της εναγόμενης 1 (τεκμήριο 30), και πιο συγκεκριμένα όταν ο ευπαίδευτος συνήγορος των εναγομένων του επέσυρε την προσοχή του στο εύρημα του Δικαστηρίου σύμφωνα με το οποίο, ο ίδιος ο ενάγοντας προσωπικά απείλησε τον πρώην ενάγοντα 2 ότι θα λειτουργούσε την εταιρεία με τέτοιο τρόπο που να μην αφήνει κέρδη και ότι η εν λόγω απειλή του συνιστούσε, σύμφωνα με το σχετικό εύρημα του Δικαστηρίου, καταπίεση της μειοψηφίας, ο ενάγοντας συμφώνησε μεν ότι το Δικαστήριο προέβη στο συγκεκριμένο εύρημα, χαρακτήρισε όμως το περιστατικό μεμονωμένο. Ταυτόχρονα δε, δεν δίστασε να επιρρίψει την ευθύνη για το περιστατικό αποκλειστικά στον πρώην πεθερό του, ισχυριζόμενος ότι «δεν ήταν στα χέρια του να πάρει τέτοια απόφαση» και ότι ο ίδιος «απλά εξέφραζε στον Τεγκεράκη τις σκέψεις του Βούρου». Όταν του υποδείχθηκε ότι ούτε στο δικόγραφο του, ή στην έγγραφη δήλωση του στην παρούσα υπόθεση, ούτε και στη μαρτυρία του στα πλαίσια της ακρόασης της αίτησης 24/92, ανέφερε ποτέ ότι ο πρώην πεθερός του διατύπωσε τέτοιας φύσης απειλή, ο ενάγοντας απάντησε «Αν το έχω παραλείψει δεν σημαίνει ότι δεν έχει γίνει». Όταν ρωτήθηκε «Τώρα λές ότι έγινε;», απάντησε «Δεν είπα κάτι τέτοιο» για να προσθέσει όμως αμέσως μετά σαν απάντηση στην ερώτηση «Σας πίεσε καμιά φορά;» ότι ο πεθερός του «Μου εισηγήθηκε ότι ήταν μοχλός πίεσης στον Τεγκεράκη». Όταν του υποβλήθηκε η θέση ότι ψεύδεται ισχυριζόμενος κάτι τέτοιο και ότι το Δικαστήριο ρητά στην απόφαση του αναφέρεται στον ίδιο προσωπικά, ο ενάγοντας απάντησε «Ήμουν ο μόνος που συζητούσε με τον Τεγκεράκη. Ο Βούρος ήταν ο Πρόεδρος της εταιρείας και ο ιδιοκτήτης της πλειοψηφίας των μετοχών, πέραν του 51% με αποτέλεσμα να είναι ο μόνος που μπορούσε να πάρει απόφαση πολιτικής. Δεν ήταν στα χέρια μου να πάρω τέτοια απόφαση. Εγώ απλά εξέφρασα στον Τεγκεράκη τις σκέψεις του Βούρου».
Αλλά και όταν ο ενάγοντας αντεξεταζόταν αναφορικά με τις σχέσεις και γενικά τη συμπεριφορά του πρώην πεθερού του προς τα δυο εγγόνια του, τα παιδιά του ενάγοντα, η προσπάθεια του να εκμηδενίσει ή τουλάχιστο να υποβαθμίσει στον ελάχιστο δυνατό βαθμό το ενδιαφέρον και τη συνεισφορά του πρώην πεθερού του στην αντιμετώπιση των εξόδων επιμόρφωσης, διατροφής και γενικά συντήρησης τους, ήταν περισσότερο από εμφανής. Έφθασε μέχρι του σημείου να δηλώνει ότι δεν γνωρίζει κατά πόσο το διαμέρισμα στο οποίο διαμένει ο γιος του στο Λονδίνο όπου σπουδάζει χωρίς να πληρώνει ενοίκιο, ανήκει στον πρώην πεθερό του, ισχυριζόμενος άγνοια αναφορικά με το ιδιοκτησιακό καθεστώς του διαμερίσματος όπως επίσης και αναφορικά με το κατά πόσο το αυτοκίνητο που δέχθηκε ότι διαθέτει ο γιος του, του το αγόρασε ο παππούς του, δηλώνοντας και πάλι άγνοια σε σχέση με την ταυτότητα του προσώπου που αγόρασε το αυτοκίνητο για τον γιό του. Ανάλογη ήταν και η στάση του ενάγοντα όταν ρωτήθηκε σε σχέση με τη συνεισφορά του πεθερού του στην αντιμετώπιση των εξόδων διατροφής, επιμόρφωσης και συντήρησης της ανήλικης θυγατέρας του η οποία διαμένει στην Κύπρο με τη μητέρα της.
Δεν έχω καμία αμφιβολία στο μυαλό μου ως προς το ποιοι είναι οι πραγματικοί στόχοι του ενάγοντα στην παρούσα υπόθεση τους οποίους έχω ήδη επισημάνει πιο πάνω, όπως δεν έχω καμία αμφιβολία ότι ο ενάγοντας προσάρμοζε τη μαρτυρία του ανάλογα με την περίπτωση που αντιμετώπιζε έτσι ώστε να εξυπηρετούνται οι εν λόγω στόχοι του.
Σε αντίθεση με τον ενάγοντα, οι ΜΥ1 και ΜΥ2 μου έκαμαν πολύ καλή εντύπωση. Ήταν σαφείς στις απαντήσεις τους, η δε μαρτυρία τους δεν έχει με οποιοδήποτε τρόπο κλονιστεί από την αντεξέταση. Τη δέχομαι στο σύνολο της και κάμνω ανάλογα ευρήματα. Ιδιαίτερα βρίσκω τα πιο κάτω.
Η διαμάχη που είχε ξεσπάσει με την ίδρυση ουσιαστικά της εναγομένης 1 στους κόλπους των μετόχων της εν λόγω εταιρείας, επιδεινώθηκε μετά το 1990, όταν ο πρώην ενάγοντας 2 ενέπλεξε στη δικαστική διαμάχη του με την πλειοψηφία των μετόχων, στο στρατόπεδο των οποίων υπενθυμίζω ήταν ενταγμένος και ο ενάγοντας, και την εναγόμενη 2. Στην επιδείνωση και συντήρηση για χρόνια της εν λόγω προβληματικής κατάστασης, συνέβαλε τα μέγιστα και η συμπεριφορά του ενάγοντα, ο οποίος, παρά τις υποδείξεις της γερμανικής εταιρείας και του πρώην πεθερού του επέμενε να εκτελεί τα καθήκοντα του σαν γενικός διευθυντής με τρόπο ο οποίος κάθε άλλο παρά συνέβαλλε στην εκτόνωση της κατάστασης. Αντίθετα, ο τρόπος με τον οποίο ο ενάγοντας χειριζόταν το όλο θέμα, οδήγησε τις σχέσεις πλειοψηφίας – μειοψηφίας στα άκρα.
Η εναγόμενη 2 δεν έκρυβε τη δυσαρέσκεια της για την προβληματική κατάσταση που επικρατούσε στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1, ούτε και τη διαφωνία της για το γεγονός ότι η εν λόγω κατάσταση συντηρείτο για χρόνια, με όλες τις επιζήμιες για τη φήμη των δυο εταιρειών στην κυπριακή αγορά, συνέπειες που αυτό συνεπαγόταν. Παράλληλα η γερμανική εταιρεία δεν έκρυβε τη δυσαρέσκεια της για τον προβληματικό τρόπο με τον οποίο διεξάγονταν οι εργασίες της εναγόμενης 1. Επί του τελευταίου η εναγόμενη 2 απηύθυνε στην εναγόμενη 1, προς προσοχή του ενάγοντα, τότε γενικού διευθυντή της εναγόμενης 1, τις επιστολές 3.2.1999 και 4.2.1999 (τεκμήρια 68 και 69 αντίστοιχα), στις οποίες, η γερμανική εταιρεία, μεταξύ άλλων, επεσήμανε και τόνιζε και τα πιο κάτω.
Επιστολή τεκμήριο 68.
«Despite the availability of these data in Cyprus, despite many confirmations to send the data, since September 1998 we have not been informed about any market-development.
We are in a situation where our whole organization is paralyzed (Marketing, Finance, Logistic,, EDP etc). We have reached a point where we do not know, how to proceed further with your organization’s behaviour.
There is no reaction at all of any of MTV’s members.
I expect your immediate personal interference».
Επιστολή τεκμήριο 69.
«At the present day, we haven’t received any data. Neither have we received notice from you confirming that the data was sent, or notice regarding any delays or difficulties preparing the data.
The extreme delays that you have sending the data, are, to say the least, very problematic for us. The consequences are lowered quality of planning and wasted time and effort.
Please give this matter top priority and inform us accordingly».
Η συμπεριφορά του πρώην ενάγοντα 2 και γενικά οι επιζήμιες συνέπειες που η συντήρηση της διαμάχης στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1 θα είχε στις σχέσεις των δυο εταιρειών όπως και στις σχέσεις της εναγόμενης 1 με άλλους συνεργάτες της, απασχόλησαν και το διοικητικό συμβούλιο της εναγόμενης 1 επανειλημμένα και μάλιστα πολύ νωρίς. Συγκεκριμένα στα πρακτικά της συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης 1 ημερ. 6.2.1992 (τεκμήριο 72), μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής.
«.......... είναι ανάγκη να αντιμετωπιστούν χωρίς καθυστέρηση οι δικαστικές διαδικασίες που άρχισε ο κ. Τεγκεράκης, γιατί ειδικά το προσωρινό διάταγμα δημιουργεί σοβαρό πρόβλημα στη λειτουργία της εταιρείας. Η έκδοση νέου μετοχικού κεφαλαίου είναι επιβεβλημένη για τους λόγους που συζητήθηκαν στο παρελθόν. Ακόμη πιστεύει ότι η αίτηση του κ. Τεγκεράκη και το διάταγμα επηρεάζει το image της εταιρείας και οι ισχυρισμοί του κ. Τεγκεράκη είναι αναληθείς. ........... Ο κ. Τεγκεράκης απευθύνει διάφορες επιστολές προς τους Principals της εταιρείας, την Wella AG, οι οποίες συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Σ’ αυτές τις επιστολές του κ. Τεγκεράκη περιέχονται ανεύθυνοι και αναληθείς ισχυρισμοί που πλήττουν την εταιρεία και τη διεύθυνση της και μεταξύ άλλων γίνεται προσπάθεια να διακοπεί η συνεργασία/επικοινωνία της εταιρείας με τον σημαντικότερο εμπορικό συνεργάτη της. Είναι αδιανόητο, για οποιοδήποτε διοικητικό σύμβουλο της εταιρείας να προσπαθεί να πλήξει την εταιρεία με τέτοιο τρόπο, να ζητεί από τους Principals της να μην έχουν επικοινωνία με τον γενικό διευθυντή της εταιρείας, απλώς και μόνο για να ασκήσει πιέσεις στην εταιρεία και τους άλλους μετόχους. Το συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα (με αποχή του κ. Τεγκεράκη) να ανατεθεί στον νομικό σύμβουλο να χειριστεί το θέμα όπως κρίνει αναγκαίο για προστασία των συμφερόντων της εταιρείας ..........».
Επίσης στα πρακτικά συνεδρίασης του διοικητικού συμβουλίου της εναγόμενης 1 ημερ. 3.12.1999 (τεκμήριο 38), μεταξύ άλλων, αναφέρονται και τα εξής.
«........... Ο Πρόεδρος πληροφόρησε το Διοικητικό Συμβούλιο μετά μεγάλης του λύπης ότι ο κος Τεγκεράκης συνεχίζει να παρενοχλεί τις εταιρείες που η MTV αντιπροσωπεύει. Πιο συγκεκριμένα έχει γράψει ένα φαξ στα Γερμανικά (το οποίον ο κος Βούρος διάβασε μεταφρασμένο στα Ελληνικά προς το Διοικητικό Συμβούλιο και αντίγραφο του οποίου επισυνάπτεται στα Πρακτικά) στην εταιρεία Sebastian, στην δε προσπάθεια του να βεβαιωθεί ότι η παρενόχληση θα έχει και περαιτέρω συνέπειες, κοινοποίησε την επιστολή αυτή και στην Wella την κύρια αντιπροσωπεία της MTV. Συνεχίζοντας ανέφερε ότι αυτή η τακτική του κου Τεγκεράκη πρέπει να σταματήσει άμεσα, διότι τον μόνο σκοπό που μπορεί να εξυπηρετήσει θα είναι μια ζημιογόνα απόφαση της Wella και Sebastian έναντι της MTV. Εισηγήθηβκε όπως το Διοικητικό Συμβούλιο καταδικάσει αυτές τις ενέργειες του κου Τεγκεράκη και παρακάλεσε τον εκπρόσωπο του κου Τεγκεράκη στο Διοικητικό Συμβούλιο τον κον Σωτήρη Κυριάκου και προτρέψει και συμβουλεύσει τον κον Τεγκεράκη να σταματήσει τις ενέργειες του αυτές πριν η MTV αντιμετωπίσει δυσάρεστες συνέπειες από της Wella, Sebastian ή άλλους συνεργάτες».
Αρχές του 2000, ο πρώην ενάγοντας 2 προχώρησε στην καταχώρηση της αίτησης 132/00 στην οποία ενέπλεξε και την γερμανική εταιρεία, γεγονός για το οποίο η εναγόμενη 1 πληροφόρησε την εναγόμενη 2. Με επιστολή της ημερ. 9.5.2000 (τεκμήριο 40) προς την εναγόμενη 1, η εναγόμενη 2 εξέφραζε την απαρέσκεια της για τη συνεχιζόμενη «εχθρική», όπως την χαρακτήριζε συμπεριφορά του πρώην ενάγοντα 2 προς την ίδια, προς την εναγόμενη 1 και προς τον εναγόμενο 4 και ζήτησε να τύχει πλήρους ενημέρωσης, πράγμα το οποίο και έγινε.
Την καταχώρηση της αίτησης 132/00 από τον πρώην ενάγοντα 2, ακολούθησε λίγους μήνες αργότερα ο τερματισμός από την εναγόμενη 2 της συμφωνίας τεκμήριο 10. Υπενθυμίζω ότι σύμφωνα με τα ευρήματα στα οποία κατέληξε το Δικαστήριο στη βάση των γεγονότων που συνιστούν κοινό έδαφος, η εν λόγω συμφωνία τερματιζόταν από την εναγόμενη 2 στις 28.2.2001, με τηλεγράφημα το οποίο η εναγόμενη 2 απέστειλε στα γραφεία της εναγόμενης 1 τον Αύγουστο του 2000 και το οποίο παραλήφθηκε από την εναγόμενη 1 στις 30.8.2000 (τηλεγράφημα μέρος του τεκμηρίου 41). Με την εν λόγω ειδοποίηση τερματισμού δόθηκε στην εναγόμενη 1 η προνοούμενη από τον όρο 10 της συμφωνίας προθεσμία των 6 μηνών. Στην εναγόμενη 1 είχε σταλεί από την εναγόμενη 2 και συστημένη επιστολή ημερ. 29.8.2000 παρόμοιου περιεχομένου, η οποία όμως είναι άγνωστο αν παραλήφθηκε και πότε (τεκμήριο 45).
Το περιεχόμενο της ειδοποίησης τερματισμού της συμφωνίας τεκμήριο 10, συζητήθηκε σε συνεδρίαση του διοικητικού συμβουλίου της εναγομένης 1, απόντων του ενάγοντα και του πρώην ενάγοντα 2, λίγες μέρες μετά την παραλαβή της ειδοποίησης και συγκεκριμένα στις 5.9.2000. Δυνάμει απόφασης που λήφθηκε κατά την εν λόγω συνεδρίαση, το θέμα παραπέμφθηκε σε δικηγόρους οι οποίοι με γραπτή γνωμάτευση τους προς την εναγόμενη 1 ημερ. 12.9.2000, γνωμάτευσαν ότι η εναγόμενη 2 «είχε δικαίωμα να προβεί στον τερματισμό και δεν είχε ευθύνη να αποζημιώσει την εταιρεία (εναγόμενη 1) για τον τερματισμό αυτόν». Σαν αποτέλεσμα κανένα μέτρο δεν λήφθηκε από την εναγόμενη 1 εναντίον της εναγόμενης 2. Σχετικά είναι τα τεκμήρια 46 και 48.
Η εναγόμενη 2 η οποία επιθυμούσε τη συνέχιση της παρουσίας της στην κυπριακή αγορά και μετά τον τερματισμό της συμφωνίας τεκμήριο 10, όχι όμως μέσω της εναγόμενης 1, απηύθυνε προς τον εναγόμενο 4 προσωπικά, με του οποίου την μέχρι τότε συμπεριφορά σαν ατόμου και σαν επιχειρηματία η εναγόμενη 2 ήταν ευχαριστημένη και με τον οποίο δεν θα είχε ένσταση να συνεργασθεί εκ νέου, την επιστολή ημερ. 8.9.2000 (τεκμήριο 47). Με την εν λόγω επιστολή της κοινοποιούσε στον εναγόμενο 4 την ετοιμότητα της να συνεργασθεί μαζί του είτε πάνω σε προσωπική βάση, είτε με εταιρεία την οποία όμως να ελέγχει ο ίδιος εξ’ ολοκλήρου. Συγκεκριμένα η εναγόμενη 2 πρότεινε στον εναγόμενο 4 την αντιπροσωπεία και διανομή των προϊόντων της στην κυπριακή αγορά, πρόταση την οποία ο εναγόμενος 4, αποδέχθηκε. Σαν αποτέλεσμα, τον Σεπτέμβριο του 2000 ο εναγόμενος 4 ενέγραψε την εναγόμενη 3 εταιρεία στην οποία μέτοχος ήταν μόνο ο ίδιος, (τεκμήρια 5 και 6). Στις 30.11.2000 η γερμανική εταιρεία (εναγόμενη 2), υπέγραψε με την εναγόμενη 3 τη συμφωνία (τεκμήριο 49) με την οποία ανέθεσε στην τελευταία την αντιπροσώπευση και διανομή των προϊόντων της στην Κύπρο. Σαν ημερομηνία ισχύος της εν λόγω συμφωνίας ορίστηκε η 1.3.2001, δηλαδή μετά την εκπνοή της εξάμηνης προθεσμίας που δόθηκε στην εναγόμενη 1 με την ειδοποίηση τεκμήριο 41 και η οποία έληγε στις 28.2.2001.
Στο μεταξύ η τράπεζα με την οποία η εναγόμενη 1 συνεργαζόταν μέχρι τότε και της οποίας Πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου ήταν ο πατέρας του ενάγοντα, ακύρωσε όλες τις τραπεζικές διευκολύνσεις που παρείχε στην εναγόμενη 1 και απαίτησε την πλήρη εξόφληση του μέχρι τότε εκκρεμούντος προς όφελος της τράπεζας, υπολοίπου. Παρά τις προσπάθειες του εναγόμενου 1 η απόφαση της τράπεζας δεν ανακλήθηκε. Σχετικά είναι τα τεκμήρια 53, 54 και 55. Η εν λόγω απόφαση της τράπεζας έδωσε και την χαριστική βολή στις επιχειρηματικές δραστηριότητες της εναγόμενης 1, οι οποίες περιορίζονταν ουσιαστικά στην αντιπροσώπευση της εναγόμενης 2 στην Κύπρο και την εμπορία των προϊόντων της τελευταίας στην κυπριακή αγορά. Με τον τερματισμό από την τράπεζα της εναγόμενης 1 των τραπεζικών διευκολύνσεων που η τράπεζα παρείχε στην εταιρεία, η τελευταία αναγκάστηκε να τερματίσει τις επιχειρηματικές δραστηριότητες της πριν την εκπνοή της εξάμηνης προθεσμίας που της είχε δοθεί με την ειδοποίηση τερματισμού της συμφωνίας τεκμήριο 10 και συγκεκριμένα από τον Δεκέμβριο του 2000.
Ο τερματισμός της συμφωνίας τεκμήριο 10 όπως και η συνομολόγηση της συμφωνίας τεκμήριο 49, συνιστούσαν αποκλειστικά επιλογές της εναγόμενης 2. Όμως, άλλοι ήταν οι λόγοι που οδήγησαν την εναγόμενη 2 να τερματίσει τη συμφωνία τεκμήριο 10 και άλλοι αυτοί που την οδήγησαν, αρχικά να προτείνει στον εναγόμενο 4 συνεργασία και στη συνέχεια να συνάψει με την εναγόμενη 3 τη συμφωνία τεκμήριο 49. Στον τερματισμό της εμπορικής συνεργασίας της με την εναγόμενη 1, η εναγόμενη 2 οδηγήθηκε αναγκαστικά λόγω της κατάστασης πραγμάτων που επικρατούσε και διαιωνιζόταν στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1. Η γερμανική εταιρεία απεφάσισε να ασκήσει το συμβατικό δικαίωμα της και να τερματίσει τη συμφωνία τεκμήριο 10, μόνο και αφού διαπίστωσε ότι παρά τις επί μακρώ προσπάθειες της, η δημιουργηθείσα προβληματική κατάσταση στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1, ήταν μη ανατρέψιμη και δεν υπήρχε πλέον λόγος είτε από νομικής είτε από εμπορικής πλευράς για συνέχιση της μεταξύ των δυο εταιρειών εμπορικής συνεργασίας. Αντίθετα, ο λόγος που η εναγόμενη 2 επέλεξε την εναγόμενη 3 σαν τον νέο αντιπρόσωπο της στην Κύπρο και διανομέα των προϊόντων της στην κυπριακή αγορά, ήταν αποκλειστικά προϊόν της απόφασης της να συνεχίσει ούτως ή άλλως και ανεξάρτητα από τη διακοπή της εμπορικής συνεργασίας της με την εναγόμενη 1, τις εμπορικές δραστηριότητές της, και γενικά την παρουσία της στην κυπριακή αγορά. Επέλεξε δε, προτού απευθυνθεί σε τρίτους, να βολιδοσκοπήσει τον εναγόμενο 4 με τον οποίο ήταν ικανοποιημένη και ευχαριστημένη από τη μέχρι τότε συνεργασία τους, τόσο σε προσωπικό όσο και σε επιχειρηματικό επίπεδο, κατά πόσο ενδιαφέρεται να συνεργασθεί μαζί της, πάνω σε συγκεκριμένη βάση, πράγμα το οποίο και έγινε με αποτέλεσμα να συσταθεί από τον εναγόμενο 4 η εναγόμενη 3 εταιρεία και να συνομολογηθεί μεταξύ των δυο εταιρειών η συμφωνία τεκμήριο 49.
Ο εναγόμενος 4, σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της εναγόμενης 1 που έλαβε χώρα στις 5.12.2000, ενημέρωσε το Διοικητικό Συμβούλιο της εναγόμενης 1 για τον διορισμό της εναγόμενης 3 σαν αντιπροσώπων της εναγόμενης 2 στην Κύπρο και διανομέων των προϊόντων της τελευταίας στην κυπριακή αγορά. Παράλληλα πρότεινε στην εναγόμενη 1 την αγορά από την εναγόμενη 3 των περιουσιακών της στοιχείων, άλλων από το ακίνητο της, σε τιμή που θα καθόριζαν οι ελεγκτές της εναγόμενης 1 έτσι ώστε η εναγόμενη 1 να αποκτήσει την απαιτούμενη για εξόφληση των υποχρεώσεων της στην τράπεζα, ρευστότητα. Για τους ίδιους βασικά λόγους, πρότεινε στην εναγόμενη 1 την ενοικίαση του ακινήτου της από την εναγόμενη 3 στη βάση της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου. Και οι δυο προτάσεις της εναγόμενης 3 έγιναν δεκτές από την εναγόμενη 1. Σχετικό είναι το τεκμήριο 56. Σαν αποτέλεσμα η εναγόμενη 1 ανάθεσε στους μέχρι τότε ελεγκτές της όπως προχωρήσουν σε εκτιμήσεις των περιουσιακών της στοιχείων, πλην του ακινήτου, πράγμα το οποίο οι ελεγκτές έκαμαν. Σχετικό είναι το τεκμήριο 57. Η εκτίμηση τόσο της αγοραίας όσο και της ενοικιαστικής αξίας του ακινήτου της εναγόμενης 1 ανατέθηκε από την τελευταία σε δυο διαφορετικούς ανεξάρτητους εκτιμητές ακινήτων. Σχετικά είναι τα τεκμήρια 58 και 59. Σύμφωνα με το τεκμήριο 58 η μέγιστη τιμή διάθεσης του ακινήτου είναι ΛΚ280.000 ενώ η ελάχιστη ΛΚ250.000, η δε ενοικιαστική αξία του ακινήτου σε ΛΚ2.150 τον μήνα. Σύμφωνα με το τεκμήριο 59 η αγοραία αξία του ακινήτου καθορίζεται σε ΛΚ170.000 ενώ η ενοικιαστική του αξία πάνω σε ετήσια βάση σε ΛΚ20.800 το χρόνο. Με συμφωνία που υπεγράφη στις 11.12.2000 μεταξύ της εναγόμενης 1 σαν ιδιοκτήτριας και της εναγόμενης 3 σαν ενοικιαστού, η πρώτη ενοικίασε στη δεύτερη το συγκεκριμένο ακίνητο της για περίοδο 5 ετών, ήτοι από 11.12.2000 μέχρι 10.12.2005 αντί του συνολικού ενοικίου των ΛΚ120.000 προπληρωτέου προκαταβολικά δια μηνιαίων δόσεων εκ ΛΚ2.000 η κάθε μια, ενοίκιο το οποίο βρίσκω ότι αντιπροσωπεύει πλήρως την ενοικιαστική αξία του ακινήτου. Σχετικό είναι το τεκμήριο 60. Επίσης, η εναγόμενη 3 προχώρησε στην μεταφορά του συνόλου του προσωπικού που μέχρι τότε απασχολείτο στην εναγόμενη 1, στην εργοδοσία της, αναγνωρίζοντας ταυτόχρονα όλα τα δικαιώματά του, με αποτέλεσμα ο κίνδυνος να κληθεί η εναγόμενη 1 να καταβάλλει αποζημιώσεις σε οποιοδήποτε μέλος του προσωπικού της, να εκμηδενιστεί. Σχετικά είναι τα τεκμήρια 50 και 51.
Στο σύνολο της δέχομαι επίσης τη μαρτυρία του ΜΥ3 και κάμνω ανάλογα ευρήματα. Πέραν από την καλή εντύπωση που ο ΜΥ3 μου έκαμε σαν μάρτυρας, η μαρτυρία του δεν αμφισβητήθηκε με αντεξέταση.
Έχοντας καταλήξει σε ευρήματα και συμπεράσματα, προχωρώ να εξετάσω τις αντίστοιχες εκδοχές και θέσεις τις οποίες έχω ήδη συνοψίσει πιο πάνω.
1. Ο τερματισμός της συμφωνίας τεκμήριο 10 ήταν παράνομος βάση της νομοθεσίας Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού. (Θέση υπό στοιχείο (Α) πιο πάνω).
Κατ’ αρχή θα πρέπει να επισημάνω και να τονίσω ότι ο ενάγοντας δεν αξιώνει αποζημιώσεις στη βάση του δικαίου των συμβάσεων αλλά στη βάση των προνοιών του άρθρου 6(3) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου 207/89. Ενδεικτική είναι η πιο κάτω δήλωση του ευπαίδευτου συνηγόρου του ενάγοντα με την οποία διευκρινίζονται και ταυτόχρονα καθορίζονται τα πλαίσια των αξιώσεων του ενάγοντα, (σελ. 2 της γραπτής αγόρευσης του κ. Χ”Πέτρου κάτω από την επικεφαλίδα «Κατά πόσο ο τερματισμός της συμφωνίας μεταξύ της εναγόμενης 1 και της εναγόμενης 2 ήταν νόμιμος»).
«Η πλευρά των εναγομένων δικαιολογεί τον τερματισμό της συμφωνίας στη βάση του σχετικού όρου της συμφωνίας που προβλέπει ότι η συμφωνία μπορεί να τερματιστεί με σχετική ειδοποίηση 6 μηνών. Η έκθεση απαίτησης όμως δεν προβάλει τον ισχυρισμό ότι ο τερματισμός ήταν παράνομος στη βάση του δικαίου των συμβάσεων. Η θέση του ενάγοντα είναι ότι με την αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή της συμφωνίας μεταξύ της εναγόμενης 1 και της εναγόμενης 2, η εναγόμενη 2 ουσιαστικά εκμεταλλεύθηκε καταχρηστικά τη σχέση οικονομικής εξάρτησης που είχε η εναγόμενη 1 με την εναγόμενη 2, κατά παράβαση του άρθρου 6(3) του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου 207/89» .
(Η υπογράμμιση είναι του Δικαστηρίου).
Θεωρώ επίσης σκόπιμο, προτού ασχοληθώ με την ουσία της πιο πάνω θέσης του ενάγοντα, να αναφερθώ, στο νομικό πλαίσιο εντός του οποίου εμπίπτει το θέμα της παράγωγης αγωγής (derivative action), όπως είναι η παρούσα αγωγή και γενικά στις αρχές και τον τρόπο που η νομολογία προσεγγίζει το συγκεκριμένο θέμα.
Είναι καλά γνωστός ο κανόνας του Κοινοδικαίου, σύμφωνα με τον οποίο εταιρικά δικαιώματα μέλους εταιρείας είναι δικαιώματα τα οποία κάθε μέλος έχει συμφωνήσει να υπαγάγει στη θέληση της πλειοψηφίας, νοουμένου ότι αυτή η θέληση εκφράζεται, σύμφωνα με το νόμο και το καταστατικό της.
Ισχύει η αρχή της κυριαρχίας της πλειοψηφίας, γνωστή σαν ο κανόνας στην υπόθεση Foss v. Harbottle (πιο πάνω). Ο κανόνας επαναδιατυπώθηκε με σαφήνεια στην υπόθεση Edwards v. Halliwell [1950] 2 All E.R. 1064, ως εξής:
«The rule in Foss v. Harbottle, ας Ι understand it, comes to no more than this. First, the proper plaintiff in an action in respect of a wring alleged to be done to a company or association of persons is prima facie the company or the association of persons itself. Secondly, where the alleged wrong is a transaction which might be made binding on the company or association and on all its members by a simple majority of the members, no individual member of the company is allowed to maintain an action in respect of the matter of the simple reasons that, if a mere majority of the members of the company or association is in favour or what has been done then credit quaestio».
Ο πιο πάνω κανόνας δεν εφαρμόζεται εκεί όπου:
α) Η ισχυριζόμενη αδικοπραξία έγινε καθ΄ υπέρβαση εξουσίας (ultra vires) της εταιρείας, καθότι η πλειοψηφία δεν μπορεί να επικυρώσει τη συναλλαγή.
β) Η συναλλαγή για την οποία υπάρχει παράπονο θα μπορούσε να εγκριθεί μόνο με ειδικό ψήφισμα ή παρόμοιο τρόπο. Σε τέτοια περίπτωση, απλή πλειοψηφία δεν μπορεί να επικυρώσει μια συναλλαγή για την οποία απαιτείται η επίτευξη μεγαλύτερης πλειοψηφίας.
γ) Η ισχυριζόμενη αδικοπραξία επηρεάζει τα προσωπικά δικαιώματα κάποιου μετόχου, και
δ) Η ισχυριζόμενη αδικοπραξία ισοδυναμεί με δόλο και οι αδικοπραγούντες έχουν οι ίδιοι τον έλεγχο της εταιρείας. Σε τέτοια περίπτωση, επιτρέπεται στην παραπονούμενη μειοψηφία μετόχων να καταχωρήσει αγωγή εκ μέρους των ιδίων και όλων των άλλων, διαφορετικά, το παράπονο τους δεν θα έφθανε ποτέ στο Δικαστήριο, αφού οι αδικοπραγούντες, έχοντας τον έλεγχο, δεν θα επέτρεπαν στην εταιρεία να κινήσει την αγωγή.
Σύμφωνα με την κρατούσα γνώμη, ένας μέτοχος δυνατόν να έχει δύο επιλογές αγωγής. Η πρώτη είναι η προσωπική αγωγή εναντίον της εταιρείας για παράβαση από την εταιρεία του ιδρυτικού εγγράφου, δηλαδή των καθηκόντων της εταιρείας έναντι του. Η δεύτερη επιλογή, η οποία είναι γνωστή σαν «παράγωγη αγωγή» (derivative action), είναι διαθέσιμη στον μειοψηφούντα μέτοχος, ο οποίος, στις περιπτώσεις όπου οι αδικοπραγούντες ελέγχουν την εταιρεία, μπορεί να καταχωρήσει αγωγή εκ μέρους της εταιρείας για δόλο (βλ. Gower΄s "Principles of Modern Company Law" 15η έκδ. παρ. 646).
Στο όρο «δόλος» η νομολογία έχει προσδώσει πολύ πλατειά έννοια, η οποία εκτείνεται πέραν από τις στενές παραμέτρους της ενσυνείδητης ανέντιμης συμπεριφοράς. Στην υπόθεση Bulland v. Earle [1902] A.C. 83, λέχθηκε ότι ο συγκεκριμένος όρος περιλαμβάνει τις περιπτώσεις όπου στόχος των επιλήψιμων ενεργειών της πλειοψηφίας είναι ή με άμεσο ή έμμεσο τρόπο οικειοποίηση, για ίδιο όφελος, περιουσιακών στοιχείων ή πλεονεκτημάτων της εταιρείας ή στα οποία δικαιούται το σύνολο των μετόχων. Ενδεικτικό της επί του προκειμένου νομολογιακής θέσης, συνιστά το πιο κάτω απόσπασμα από την απόφαση του δικαστή Templeman στην υπόθεση Daniels and others v. Daniels and others [1978] 2 All E.R. 89:
«If minority shareholders can sue if there is fraud, I see no reason why they cannot sue where the action of the majority and the directors, though without fraud, confers some benefit on those directors and majority shareholders themselves. It would seem to me quite monstrous particularly as fraud is so hard to plead and difficult to prove, if the confines of the exception is Foss v. Harbottle where drawn so narrowly that directors could make a profit out of their negligence ... The principle which may be gleaned from Alexander v. Automatic Telephone Co. [Directors benefiting themselves] from Cook v. Deeks [Directors diverting business in their own favour] and from dicta in Pavlides n. Jensen (directors appropriating assets of the company) is that a majority shareholder who has no other remedy may sue where directors use their powers intentionally or unintentionally, fraudulently or negligently in a manner which benefits themselves at the expense of the company».
Προχωρώ τώρα να εξετάσω την ουσία της πιο πάνω θέσης του ενάγοντα, αφού παραθέσω πρώτα αυτούσιες τις πρόνοιες του άρθρου 6(3) του Ν.207/89 οι οποίες υπενθυμίζω αποτελούν τη νομική βάση της συγκεκριμένης θέσης.
«6(3). Απαγορεύεται η καταχρηστική εκμετάλλευση, από μία ή περισσότερες επιχειρήσεις, της σχέσης οικονομικής εξάρτησης, στην οποία ευρίσκεται προς αυτή ή αυτές μια επιχείρηση, η οποία κατέχει θέση πελάτη, προμηθευτή, παραγωγού, αντιπροσώπου, διανομέα ή εμπορικού συνεργάτη τους ακόμη κι ως προς ένα ορισμένο είδος προϊόντων ή υπηρεσιών και δε διεθέτει ισοδύναμη εναλλακτική λύση. Η καταχρηστική αυτή εκμετάλλευση της σχέσης οικονομικής εξάρτησης μπορεί να συνίσταται ιδίως στην επιβολή αυθαίρετων όρων συναλλαγής, στην εφαρμογή διακριτικής μεταχείρισης, στη διακοπή εμπορικών σχέσεων με ανάληψη ή μεταφορά των δραστηριοτήτων που αναπτύσσονται με τις εν λόγω εμπορικές σχέσεις κατά τρόπο που επηρεάζει ουσιωδώς τον ανταγωνισμό ή στην αιφνίδια και αδικαιολόγητη διακοπή μακροχρόνιων εμπορικών σχέσεων.»
Αυτό που προκύπτει από το πιο πάνω άρθρο είναι ότι, για την υπαγωγή της συγκεκριμένης περίπτωσης στην απαγόρευση των προνοιών του εν λόγω άρθρου, ο ενάγοντας, ο οποίος είναι και το πρόσωπο που φέρει το σχετικό βάρος απόδειξης, θα πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο ότι:
α) στην εμπορική σχέση των εμπλεκομένων πλευρών, στη συγκεκριμένη περίπτωση των εναγομένων 1 και 2, υπήρχε σχέση οικονομικής εξάρτησης της εναγόμενης 1 από την εναγόμενη 2,
β) η εναγόμενη 1 δεν διέθετε εναλλακτική λύση με την έννοια ότι στην εναγόμενη 1 δεν προσφέρονταν καθόλου εναλλακτικές λύσεις ή οι προσφερόμενες συνδέονταν με σοβαρά μειονεκτήματα, δηλαδή δεν μπορούσε να προμηθευτεί τα προϊόντα από άλλη πηγή ή αν μπορούσε, όχι με τους ίδιους αλλά με δυσμενέστερους όρους οι οποίοι θα είχαν ως αποτέλεσμα η εναγόμενη 1 να περιέλθει σε δυσμενή έναντι των ανταγωνιστών της θέση και
γ) η σχέση οικονομικής εξάρτησης της εναγόμενης 1 από την εναγόμενη 2 έτυχε καταχρηστικής εκμετάλλευσης από την εναγόμενη 2, στη βάση στάθμισης των συμφερόντων των δυο εταιρειών.
(Βλέπε επί τούτου το Σύγγραμμα Δίκαιο Ανταγωνισμού Αθέμιτου και Ελεύθερου του Λ. Ε. Κοτσίρη, 4η έκδοση, παρ. 622).
Στην παρούσα υπόθεση το ότι στην εμπορική σχέση των δύο εταιρειών – εναγομένων 1 και 2 – υπήρχε σχέση οικονομικής εξάρτησης της πρώτης από τη δεύτερη, μπορεί με ασφάλεια να συναχθεί από τα ευρήματα στα οποία έχω ήδη καταλήξει τόσο με βάση τα γεγονότα τα οποία συνιστούν κοινό έδαφος όσο και με βάση τα πραγματικά γεγονότα που έχουν προκύψει σαν αποτέλεσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας. Τα υπενθυμίζω:
Η εμπορική συνεργασία των εναγομένων 1 και 2 ήταν μακροχρόνια. Συγκεκριμένα χρονολογείται από τις 16.2.1973 όταν, ουσιαστικά με την ίδρυση της, η εναγόμενη 1 συνήψε με την εναγόμενη 2 τη συμφωνία τεκμήριο 10, δυνάμει των όρων της οποίας η εναγόμενη 2 διόρισε την εναγόμενη 1 αποκλειστικό αντιπρόσωπο και διανομέα των προϊόντων της στην Κύπρο, σε αντικατάσταση της εταιρείας Byron Tengerakis Co. Ltd., μέχρι τότε αντιπροσώπων και διανομέων της, στην οποία κύριος μέτοχος ήταν ο πρώην ενάγοντας 2. Έκτοτε και μέχρι τον τερματισμό από την εναγόμενη 2 με την ειδοποίηση τερματισμού τεκμήριο 41 της συμφωνίας τεκμήριο 10, η εμπορική συνεργασία των δύο εταιρειών ανανεωνόταν πάνω σε ετήσια βάση με τους ίδιους ουσιαστικά όρους.
Στα πλαίσια καλύτερης και πιο αποτελεσματικής προώθησης των εμπορευμάτων της εναγόμενης 2 στην Κυπριακή αγορά και γενικά στα πλαίσια της διεκπεραίωσης των συμβατικών υποχρεώσεων της, η εναγόμενη 1 υιοθέτησε σύστημα εμφιάλωσης και συσκευασίας των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην Κύπρο, σε εργοστάσιο που ίδρυσε για το σκοπό αυτό και για χρόνια λειτουργούσε σε περιοχή της Λευκωσίας. Ακόμα και μετά την αναστολή της λειτουργίας του εργοστασίου και συγκεκριμένα δύο περίπου χρόνια πριν τη διακοπή της εμπορικής συνεργασίας της με την εναγόμενη 2, η εναγόμενη 1 συνέχισε να χρησιμοποιεί τις κτιριακές εγκαταστάσεις του εργοστασίου, σαν αποθηκευτικό χώρο για τα εμπορεύματα της εναγόμενης 2 των οποίων την εισαγωγή στην Κύπρο, η εναγόμενη 1 επανήρχησε. Παράλληλα με την ίδρυση του εργοστασίου, η εναγόμενη 1 ανέπτυξε και λειτουργούσε πλήρες σύστημα διανομής και εμπορίας των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην Κύπρο. Στην πραγματικότητα η εναγόμενη 1 επικέντρωσε και προσάρμοσε το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της στην αντιμετώπιση των αναγκών που η εμπορική συνεργασία της με την εναγόμενη 2 επέβαλλε και που δεν ήταν άλλες από την προώθηση και εμπορία των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην Κυπριακή αγορά, με αποτέλεσμα, όταν η εμπορική συνεργασία των δύο εταιρειών τερματίστηκε από την εναγόμενη 2, η εναγόμενη 1 να μην έχει άλλη επιλογή από του να αναστείλει το σύνολο των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων της γιατί δεν είχε εναλλακτικές λύσεις στις οποίες θα μπορούσε να στραφεί χωρίς να υποστεί σημαντικό οικονομικό κόστος. Η μεταφορά του προσωπικού της εναγόμενης 1 στην εναγόμενη 3 όπως και η εκμίσθωση των υποστατικών της στην εναγόμενη 3 και η ιδιοποίηση του συνόλου των οικονομικών και εμπορικών δραστηριοτήτων της όπως και της πελατείας της, αφαίρεσαν ουσιαστικά από την εναγόμενη 1 κάθε δυνατότητα εξεύρεσης εναλλακτικής λύσης με αποτέλεσμα να καθίσταται αδύνατη η συνέχιση λειτουργίας της. Δεν πρέπει επίσης να μας διαφεύγει ότι τον τερματισμό της εμπορικής συνεργασίας εναγομένων 1 και 2 ακολούθησε ο τερματισμός των τραπεζικών διευκολύνσεων που η τράπεζα παρείχε στην εναγόμενη 1 με όλες τις καταστροφικές για την εμπορική δραστηριοποίηση της εναγόμενης 1, η εν λόγω ενέργεια της τράπεζας συνεπαγόταν.
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω βρίσκω ότι στις εμπορικές σχέσεις των εναγομένων 1 και 2 υπήρχε σχέση οικονομικής εξάρτησης της εναγόμενης 1 από την εναγόμενη 2 μέσα στην έννοια του άρθρου 6(3) του Ν.207/89.
Έχοντας καταλήξει ότι στοιχειοθετείτε η ύπαρξη σχέσης οικονομικής εξάρτησης της εναγόμενης 1 από την εναγόμενη 2 προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο υπήρξε καταχρηστική εκμετάλλευση της εν λόγω σχέσης από την εναγόμενη 2. Για τους πιο κάτω λόγους η απάντηση στο συγκεκριμένο ερώτημα πρέπει να είναι αρνητική.
Σύμφωνα με σχετικά ευρήματα στο οποίο έχω καταλήξει, η εμπορική σχέση των εναγομένων 1 και 2 ήταν μακροχρόνια, τερματίστηκε δε από την εναγόμενη 2 η οποία κάνοντας χρήση του δικαιώματος που της παρείχαν οι πρόνοιες του εδαφίου 10, του τεκμηρίου 10, τερμάτισε την εν λόγω συμφωνία αποστέλλοντας στην εναγόμενη 1 την ειδοποίηση τερματισμού τεκμήριο 41. Παραθέτω αυτούσιες τις πρόνοιες του σχετικού εδαφίου του εν λόγω άρθρου.
«10(α) Subject to the granting of the requisite official permits, the contract comes into force on the 1st of March 1973, and is valid for one year. If it is not terminated within six months before expiry by registered letter or telegram, it is deemed to be prolonged for one year in each case. Whether notice of termination is given in time depends on the date of receipt of the notice».
Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, οι λόγοι για τους οποίους η εναγόμενη 2 τερμάτισε την εμπορική συνεργασία της με την εναγόμενη 1, ήταν εντελώς διαφορετικοί από αυτούς για τους οποίους επέλεξε να διορίσει την εναγόμενη 3 αντιπρόσωπο και διανομέα των προϊόντων της στην Κύπρο. Έχω ήδη αναφερθεί στους συγκεκριμένους λόγους πιο πάνω, γι’ αυτό θεωρώ περιττό να τους επαναλάβω. Περιορίζομαι να υπενθυμίσω το γεγονός ότι η εναγόμενη 2 τερμάτισε τη συμφωνία τεκμήριο 10 μόνο και αφού διαπίστωσε ότι, παρά την κατ’ επανάληψη εκφρασθείσα προς τους μετόχους της εναγόμενης 1 διαφωνία και απαρέσκεια της για την κατάσταση που επικρατούσε στις μεταξύ τους σχέσεις, οι πιθανότητες εξομάλυνσης των μεταξύ τους σχέσεων εξέλειπαν και καμιά νομική ή εμπορική λογική για συνέχιση της εμπορικής συνεργασίας της με την εναγόμενη 1 υφίστατο και ότι η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ των δυο εταιρειών είχε ανεπανόρθωτα υπονομευθεί. Κατά συνέπεια ο τερματισμός της συμφωνίας τεκμήριο 10 και κατ’ ακολουθία της εμπορικής συνεργασίας της εναγόμενης 2 με την εναγόμενη 1, ούτε αιφνίδιος ήταν, ούτε αδικαιολόγητος μέσα στην έννοια του άρθρου 6(3). Αντίθετα, ενόψει των περιστάσεων που είχαν δημιουργηθεί όχι μόνο ήταν δικαιολογημένος αλλά ήταν και αναμενόμενος. Είναι πιστεύω αρκετό να επισημάνω πως η κατάσταση πραγμάτων που επικρατούσε στις σχέσεις των μετόχων της εναγόμενης 1 όχι μόνο ήταν καλά γνωστή στην εναγόμενη 2 αλλά ήταν και τέτοια που στην ουσία δεν επέτρεπε την περαιτέρω συνέχιση της συνεργασίας των δυο εταιρειών.
Ενόψει όλων των πιο πάνω η υπό στοιχείο Α θέση/αξίωση του ενάγοντα, απορρίπτεται.
2. Ο τερματισμός της συμφωνίας τεκμήριο 10 ήταν το αποτέλεσμα της συνομωσίας της εναγόμενης 2 με τους εναγόμενους 3, 4 και 5. (Θέση υπό στοιχείο Β πιο πάνω).
Αναφορικά με το αστικό αδίκημα της παράνομης πρόκλησης άλλου σε παράβαση σύμβασης, σχετικές είναι οι πρόνοιες του άρθρου 34(1) του Κεφ. 149. Τις παραθέτω αυτούσιες:
«34(1) Πρόσωπο το οποίο, για λόγους άλλους από την προώθηση απεργίας ή ανταπεργίας σε σχέση με εργατική διαφορά που δημιουργήθηκε στην εργασία ή τη βιομηχανία στην οποία απασχολούνται οι απεργοί ή ανταπεργοί, εν γνώσει και χωρίς επαρκή δικαιολογία, προκαλεί οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο να παραβεί κατά νόμο δεσμευτική σύμβαση με τρίτο, διαπράττει αστικό αδίκημα κατά του τρίτου».
Στην προκειμένη περίπτωση ο ενάγοντας υποστηρίζει ότι η ακύρωση της συμφωνίας τεκμήριο 10 ήταν το αποτέλεσμα συνομωσίας της εναγόμενης 2 με τις εναγόμενες 3, 4 και 5.
Όπως προκύπτει από τη Νομολογία, εκεί όπου δύο ή περισσότερα πρόσωπα, χωρίς νόμιμη δικαιολογία (lawful justification), συνδυάζονται (combined), με σκοπό, ηθελημένα να προκαλέσουν ζημιά στον ενάγοντα και σαν αποτέλεσμα προκύπτει πραγματική ζημιά, διαπράττεται το αστικό αδίκημα της συνομωσίας.
Για τη διάπραξη του συγκεκριμένου αστικού αδικήματος δεν απαιτείται κατ’ ανάγκη χρήση παράνομου μέσου για σκοπούς επίτευξης του επιδιωκόμενου σκοπού. Αν όμως η ζημιά που έχει προκύψει, προκλήθηκε από τη χρήση τέτοιων μέσων, τότε είναι άνευ σημασίας αν ο επιδιωκόμενος σκοπός ήταν νόμιμος. Είναι αρκετό το γεγονός ότι για επίτευξη του χρησιμοποιήθηκαν παράνομα μέσα. Εκεί όμως που η ζημιά που προκλήθηκε δεν έχει προκύψει από τη χρήση παράνομων μέσων, τότε η νομιμότητα του κύριου και βασικού σκοπού που επιδιώκεται, είναι καθοριστικής σημασίας γιατί, σε μια τέτοια περίπτωση, ενέργειες οι οποίες κατά τα άλλα θα ήταν νόμιμες, ενδεχομένως να καθίστανται παράνομες. (Βλ. Croffer v. Hand-Woven Tweed Co. Ltd v. Veitch (1942) A.C. 435). Στον όρο «παράνομα μέσα», εκτός από ενέργειες που συνιστούν ποινικά αδικήματα, περιλαμβάνονται και ενέργειες που συνιστούν αστικά αδικήματα και ενδεχομένως παράβαση συμφωνίας. Δεν απαιτείται να καταδειχθεί κακοβουλία από πλευράς συνομωτών (malice), η ύπαρξη όμως τέτοιου στοιχείου, δυνατό να αποτελέσει ισχυρή μαρτυρία τείνουσα να αποδείξει ότι η ζημιά προκλήθηκε ηθελημένα. Τέλος, σε αντίθεση με το ποινικό αδίκημα της συνομωσίας, εκείνο που απαιτείται για σκοπούς αστικής ευθύνης, είναι η από πλευράς εναγομένων επιπλέον ενέργεια, η οποία προκαλεί ζημιά.
Για μια λεπτομερή συζήτηση επί του συγκεκριμένου θέματος παραπέμπω στο Σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 16η έκδοση, παρ. 15-21 μέχρι και 15-26.
Στην υπό κρίση περίπτωση έχω ήδη καταλήξει τόσο στη βάση γεγονότων που συνιστούν κοινό έδαφος όσο και στη βάση γεγονότων που προέκυψαν σαν αποτέλεσμα αξιολόγησης της μαρτυρίας, σε σχετικά ευρήματα και συμπεράσματα, τα οποία καταγράφονται πιο πάνω γι’ αυτό θεωρώ περιττό να επαναλάβω οποιοδήποτε από αυτά. Τίποτε ουσιαστικά απ’ ότι έχει τεθεί ενώπιον μου και έχει γίνει δεκτό από το Δικαστήριο δεν οδηγεί στα επί του προκειμένου συμπεράσματα που εισηγείται η πλευρά του ενάγοντα, δηλαδή ότι ο τερματισμός της συμφωνίας τεκμήριο 10 ήταν το αποτέλεσμα συνομωσίας της γερμανικής εταιρείας (εναγόμενη 2) με τους εναγόμενους 3, 4 και 5. Αντίθετα, η απόρριψη της μαρτυρίας του ενάγοντα και ταυτόχρονα η αποδοχή της μαρτυρίας των ΜΥ1 και ΜΥ2 όπως και τα ευρήματα στα οποία κατέληξα με βάση τη μαρτυρία των εν λόγω δυο μαρτύρων υπεράσπισης, σφραγίζουν ουσιαστικά τη μοίρα της υπό στοιχείο Β πιο πάνω θέσης/αξίωσης του ενάγοντα. Είναι πιστεύω αρκετό να παραπέμψω στα ευρήματα μου αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν την εναγόμενη 2 να τερματίσει τη συμφωνία τεκμήριο 10 όπως και στα ευρήματα αναφορικά με τους λόγους που οδήγησαν την τελευταία να συνάψει συμφωνία εμπορικής συνεργασίας με την εναγόμενη 3. Υπενθυμίζω ότι η εναγόμενη 2 οδηγήθηκε αναγκαστικά στον τερματισμό της συμφωνίας τεκμήριο 10, από την κατάσταση πραγμάτων που επικρατούσε στους κόλπους των μετόχων της εναγόμενης 1 λόγω της συμπεριφοράς του πρώην ενάγοντα 2 και του τρόπου που το όλο θέμα τύγχανε χειρισμού από τον ενάγοντα και χωρίς οποιαδήποτε παρέμβαση από οποιοδήποτε από τους υπόλοιπους εναγομένους. Υπενθυμίζω επίσης ότι η επιλογή της εναγόμενης 3 σαν του νέου αντιπροσώπου και διανομέα των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην κυπριακή αγορά, ήταν αποκλειστικά επιλογή της εναγόμενης 2, οι λόγοι δε για τους οποίους η γερμανική εταιρεία οδηγήθηκε στη συγκεκριμένη επιλογή της ήταν εντελώς διαφορετικοί από αυτούς για τους οποίους επέλεξε να τερματίσει τη συμφωνία τεκμήριο 10.
Σαν αποτέλεσμα η υπό στοιχείο Β πιο πάνω θέση/αξίωση του ενάγοντα, απορρίπτεται.
3. Η αποδοχή του τερματισμού της συμφωνίας τεκμήριο 10, συνιστά παράβαση των οφειλόμενων στην εναγόμενη 1 από τους εναγόμενους 4 και 5 καθηκόντων τους (fiduciary duties) ως διευθυντών της εν λόγω εταιρείας.
Για να τεκμηριώσει την επί του προκειμένου θέση του, ο ευπαίδευτος συνήγορος του ενάγοντα παρέπεμψε στη μαρτυρία, συγκεκριμένες πτυχές τις οποίες τόνισε ιδιαίτερα. Συγκεκριμένα ο κ. Χ”Πέτρου υπεστήριξε ότι οι εναγόμενοι 4 και 5 «δεν επέδειξαν εύλογη επιμέλεια και φροντίδα», γιατί:
(α) δεν αποκάλυψαν στους δικηγόρους από τους οποίους ζήτησαν γνωμοδότηση ως προς τα δικαιώματα τα οποία η εναγόμενη 1 ενδεχομένως να είχε σαν αποτέλεσμα του τερματισμού από την εναγόμενη 2 της εμπορικής συνεργασίας της με την τελευταία, «ότι ο τερματισμός της σύμβασης ουσιαστικά θα εξουδετέρωνε την εναγόμενη 1 ως επιχείρηση (going concern) ούτε φαίνεται να αναφέρθηκε στον κύριο Δημητρίαδη ότι η μόνη εργασία της εναγόμενης 1 ήταν αποτέλεσμα της συμφωνίας με την εναγόμενη 2 αλλά ούτε και φαίνεται να απασχόλησαν τον κ. Δημητριάδη (λόγω έλλειψης οδηγιών) το ότι ο τερματισμός ήταν αιφνίδιος και αδικαιολόγητος».
(β) δεν εξάντλησαν όλες τις πιθανότητες που υπήρχαν για να μεταπείσουν τη γερμανική εταιρεία να ανακαλέσει την απόφαση της για τερματισμό της εμπορικής συνεργασίας της με την εναγόμενη 1 ούτε και επέδειξαν τη δέουσα προς επίτευξη του εν λόγω στόχου, επιμέλεια, την οποία, ως διοικητικοί σύμβουλοι της εναγόμενης 1 υπείχαν υποχρέωση να επιδείξουν.
Εξέτασα με προσοχή τα πιο πάνω επιχειρήματα και εισηγήσεις του κ. Χ”Πέτρου. Έχω την άποψη πως δεν βρίσκουν έρεισμα στη μαρτυρία. Ανεξάρτητα όμως τούτου, παρατηρώ τα εξής. Αν οι συνήγοροι στους οποίους αποτάθηκε η εναγόμενη 1 για γνωμοδότηση, δεν είχαν ενώπιον τους το σύνολο των στοιχείων που απαιτούνταν για να γνωμοδοτήσουν επί του ζητήματος για το οποίο τους ζητήθηκε, τότε, εύλογα θα τους ανέμενε ένας να επανέλθουν ζητώντας περαιτέρω στοιχεία, πράγμα όμως που δεν έγινε. Επίσης, αδυνατώ να αντιληφθώ, πώς αναμενόταν η παύση του ενάγοντα από τη θέση που κατείχε ή έστω η αντικατάσταση του, να επενεργούσε τόσο καταλυτικά στο άσχημο κλίμα που επικρατούσε στις τάξεις των μετόχων της εναγόμενης 1, ως η πιο πάνω θέση του κ. Χ”Πέτρου, όταν τα πυρά του πρώην ενάγοντα 2 δεν στρέφονταν εναντίον του ενάγοντα αλλά εναντίον της πλειοψηφίας των μετόχων και ουσιαστικά εναντίον του εναγόμενου 4. Εξάλλου δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η καταχώρηση από τον πρώην ενάγοντα 2 της αίτησης 132/00, η οποία ήταν και η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, έλαβε χώρα δυο τουλάχιστο χρόνια μετά την αποχώρηση του ενάγοντα από τις τάξεις των αξιωματούχων της εταιρείας.
Αντίθετα, το συμπέρασμα που με ασφάλεια μπορεί να εξαχθεί από τα ευρήματα στα οποία έχω ήδη καταλήξει, είναι πως οι εναγόμενοι 4 και 5, στην εκτέλεση των καθηκόντων τους, επέδειξαν τη δέουσα υπό τις περιστάσεις επιμέλεια και ενήργησαν με αποκλειστικό στόχο την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της εναγόμενης 1.
Σαν αποτέλεσμα των πιο πάνω, ούτε η συγκεκριμένη θέση/εισήγηση του ενάγοντα με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται.
4. Η μεταφορά των περιουσιακών στοιχείων της εναγόμενης 1 στην εναγόμενη 3 και ή η σύναψη της συμφωνίας μεταξύ της εναγόμενης 2 και της εναγόμενης 3 αποτελεί παράβαση καθήκοντος των εναγομένων 4 και 5 προς την εναγόμενη 1 ή προς τον ενάγοντα.
Κάτω από τη συγκεκριμένη πτυχή της αξίωσης, ο ενάγοντας αποδίδει στους εναγομένους 4 και 5 έλλειψη καλής πίστης και τους καταλογίζει κακοπιστία στην εκτέλεση των καθηκόντων τους σαν διοικητικών συμβούλων της εναγόμενης 1. «Με την όλη τους συμπεριφορά οι εναγόμενοι 4 και 5 δεν φαίνεται», υποστήριξε ο κ. Χ”Πέτρου «να διερωτήθηκαν εάν το καλώς νοούμενο συμφέρον της εταιρείας ήταν να αποδεχθούν τον τερματισμό της συμφωνίας από την εναγόμενη 2 χωρίς οποιαδήποτε προσπάθεια να την μεταπείσουν, δεν φαίνεται να ασχολήθηκαν», συνέχισε ο κ. Χ”Πέτρου «με το καλώς νοούμενο συμφέρον της εναγόμενης 1 όταν μετέφεραν όλα τα περιουσιακά στοιχεία της στην εναγόμενη 3 και ουσιαστικά καρπώθηκαν τις προσπάθειες δεκαετιών στο κτίσιμο της καλής φήμης και οικονομικής ευρωστίας της εναγόμενης 1 ......... Η σύσταση της εναγόμενης 3 και η ανάληψη από αυτή όλης της επιχείρησης της εναγόμενης 1 βρίσκει» σύμφωνα με τον κ. Χ”Πέτρου «τους εναγόμενους 4 και 5 ένοχους οικειοποίησης της εταιρικής περιουσίας και χρήση πληροφοριών που δεν θα είχαν αλλιώς παρά μόνο εάν ήταν διευθυντές της εναγόμενης 1. Περαιτέρω φαίνεται ότι φρόντισαν ως διευθυντές της εναγόμενης 3 να εισάγουν επιπρόσθετα προϊόντα από την εναγόμενη 2 αλλά αυτά τα προϊόντα δεν μπορούσαν να τα εισάγουν ως διευθυντές της εναγόμενης 1. Ούτε καν προσπάθησαν να πείσουν την εναγόμενη 2 να αλλάξει την απόφαση της για τερματισμό της συμφωνίας προτείνοντας της την εισαγωγή πρόσθετων προϊόντων».
Τα ευρήματα και συμπεράσματα του Δικαστηρίου σφραγίζουν κατά τη γνώμη μου και τη μοίρα της συγκεκριμένης πτυχής των αξιώσεων του ενάγοντα. Θεωρώ περιττό να επαναλάβω τα εν λόγω ευρήματα και συμπεράσματα. Περιορίζομαι να υπενθυμίσω και παράλληλα να επισημάνω το συμπέρασμα στο οποίο κατέληξα με βάση τα ευρήματα μου, ότι ο τρόπος που το όλο ζήτημα έτυχε χειρισμού από τους εναγόμενους 4 και 5 και γενικά η όλη συμπεριφορά και ενέργειες των εναγομένων 4 και 5, κρίθηκαν υπό το φως του συνόλου της μαρτυρίας ότι αποσκοπούσε αποκλειστικά στο συμφέρον της εναγόμενης 1 και προς αυτή την κατεύθυνση αποκλειστικά στόχευαν.
Ενόψει όλων των πιο πάνω, βρίσκω ότι και η συγκεκριμένη πτυχή της αξίωσης δεν μπορεί να πετύχει.
Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η αγωγή δεν μπορεί να πετύχει και συνεπώς θα πρέπει να απορριφθεί.
Παρά την εν λόγω κατάληξη μου, θεωρώ σκόπιμο να ασχοληθώ, κι’ αυτό για να υπάρχει καταγραμμένη η απόφαση του Δικαστηρίου επί όλων των επίδικων θεμάτων που εγείρονται στην παρούσα αγωγή, και με το θέμα των αποζημιώσεων στις οποίες θα δικαιούταν ο ενάγοντας σε περίπτωση που οι αξιώσεις του για αποζημιώσεις θα στέφονταν με επιτυχία. Όπως έχω ήδη αναφέρει, για το συγκεκριμένο επίδικο θέμα, κατέθεσαν ενώπιον μου, για μεν τον ενάγοντα, ο εγκεκριμένος λογιστής Ιωσήφ Χ”Ιωσήφ (ΜΕ2), για δε τους εναγόμενους ο εγκεκριμένος ελεγκτής Γιώργος Στροβολίδης (ΜΥ4). Και οι δυο κλήθηκαν και κατέθεσαν σαν εμπειρογνώμονες σε θέματα εκτίμησης αξίας μετοχικού μεριδίου σε κεφάλαιο εταιρείας περιορισμένης ευθύνης. Αφού έλαβα υπόψη την πείρα και τις γνώσεις τους όπως και τις αρχές που καθορίζουν το πότε ένας μάρτυρας είναι εμπειρογνώμονας μάρτυρας, βρίσκω ότι, τόσο ο ΜΕ2 όσο και ΜΥ4 είναι εμπειρογνώμονες μάρτυρες. Εξάλλου ούτε η εμπειρογνωμοσύνη ούτε τα προσόντα οποιουδήποτε από αυτούς έχουν αμφισβητηθεί. Επομένως η μαρτυρία τους θα προσεγγιστεί και θα αξιολογηθεί με βάση τις αρχές που διέπουν την αξιολόγηση τέτοιων μαρτύρων, (βλ. Νικολάου ν. Σταύρου (1992) 1(Β) ΑΑΔ σελ. 746). Και οι δυο εν λόγω μάρτυρες, στις σχετικές εκθέσεις τους, όπως και στην ενώπιον μου μαρτυρία τους, έκαμαν εκτενή και λεπτομερή αναφορά στις μεθόδους που ακολούθησαν και εφάρμοσαν στη συγκεκριμένη περίπτωση και υπεστήριξαν τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξαν. Εξέτασα με προσοχή τη μαρτυρία τους, πάντα με οδηγό τις σχετικές αρχές που διέπουν το θέμα. Παρατηρώ τα πιο κάτω.
Για την αποτίμηση της αξίας της συμμετοχής του ενάγοντα στην εμπορία των προϊόντων της εναγόμενης 2 από την εναγόμενη 3, ο ΜΕ2 βασίστηκε στην αποτίμηση της συνολικής αξίας της εναγόμενης 3. Ο ΜΕ2 όμως αναφερόμενος στα στοιχεία και στις πληροφορίες που είχε στη διάθεση του και τα οποία χρησιμοποίησε για την αποτίμηση της συνολικής αξίας της εναγόμενης 3, τα χαρακτηρίζει στην έκθεση του «ανεπαρκή» (βλ. σελ. 92 του τεκμηρίου 65). Επίσης για την αποτίμηση της αξίας του μεριδίου του ενάγοντα στην εναγόμενη 1, ο ΜΕ2 βασίστηκε στην αποτίμηση της αξίας της εν λόγω εταιρείας την οποία ο μάρτυρας υπολόγισε με βάση την τρέχουσα αγοραία αξία της ακίνητης περιουσίας της εταιρείας. Όμως ο ΜΕ2 δέχεται ότι «δεν κατέχει τα απαιτούμενα επαγγελματικά προσόντα για να εκτιμήσει την αξία ακινήτων» και μάλιστα εισηγείται «όπως μια τέτοια εκτίμηση πραγματοποιηθεί από επαγγελματίες εκτιμητές ακινήτων», (βλ. σελ. 8 του τεκμηρίου 65). Τέλος στην καταληκτική παράγραφο της έκθεσης του τεκμηρίου 65, ο ΜΕ2 αναφερόμενος στον τρόπο και στις μεθόδους αποτίμησης της αξίας του μεριδίου του ενάγοντα αναφέρει και τα εξής: «Η πιο πάνω αποτίμηση της αξίας του κ. Λαζαρίδη έχει ετοιμαστεί στη βάση των υποθέσεων και της μεθοδολογίας που αναφέρεται στην παρούσα έκθεση. Σημειώνουμε με έμφαση ότι στην αποτίμηση που έγινε δεν χρησιμοποιήθηκαν όλοι οι ορθόδοξοι τρόποι που χρησιμοποιείται από τον επαγγελματικό κλάδο των λογιστών λόγω μη διαθεσίμων πληροφοριών που απαιτούνται για μια τέτοια εργασία». Είναι αλήθεια ότι στην εν λόγω παράγραφο διατυπώνεται η θέση ότι, αν ο μάρτυρας είχε στη διάθεση του όλες τις απαιτούμενες πληροφορίες, τότε, «το πιθανότερο θα οδηγείτο σε μια αυξημένη τελική αξία του μεριδίου του κ. Λαζαρίδη». Πέραν του γεγονότος ότι η θέση αυτή περιορίζεται στα πλαίσια πιθανότητας και όχι βεβαιότητας τουλάχιστον στον βαθμό που απαιτείται σε πολιτικές υποθέσεις, αυτή καθ’ εαυτή η ύπαρξη τέτοιας πιθανότητας δεν τεκμηριώνεται με οποιοδήποτε τρόπο.
Σε αντίθεση με τον ΜΕ2, οι θέσεις του ΜΥ4 είναι σαφείς και καθόλα τεκμηριωμένες. Είναι πιστεύω αρκετό να διεξέλθει ένας τα τεκμήρια 74 και 75 που κατέθεσε ο ΜΥ4 για να διαπιστώσει του λόγου το ασφαλές. Σαν αποτέλεσμα και σε περίπτωση που οι αξιώσεις του ενάγοντα για αποζημιώσεις θα στέφονταν με επιτυχία, το ύψος των εν λόγω αποζημιώσεων υπολογίζεται σε ΛΚ120.000,00 ποσό που αντιπροσωπεύει την εκτίμηση του μεριδίου του ενάγοντα στην αξία της αντιπροσωπείας των προϊόντων της εναγόμενης 2 στην Κύπρο τον Δεκέμβριο του 2000.
Σαν αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, η αγωγή απορρίπτεται με έξοδα υπέρ των εναγομένων και εναντίον του ενάγοντα. Όμως, ενόψει του ότι όλοι οι εναγόμενοι εκπροσωπούνται από τον ίδιο δικηγόρο, υπέρ τους επιδικάζεται μόνο ένα σέτ εξόδων, τα οποία να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ................................................
Α. Πασχαλίδης, Π.Ε.Δ.
ΠΙΣΤΟΝ ΑΝΤΙΓΡΑΦΟ
ΠΡΩΤΟΚΟΛΛΗΤΗΣ
/Σ.Χ.
Subject: Civil / Other Actions / Final Judgment
(Αναφορά: Αγωγή για αποζημιώσεις για παραβίαση της Περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νομοθεσίας ).
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο