Ορφανού ν. Χαραλάμπους κ.α., Αρ. Αγωγής: 202/2012, 3/7/2019

ECLI:CY:EDLEF:2019:A327

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. Πετάση-Κορφιώτη, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 202/2012

 

Μεταξύ:

 

                                                  XXXXX Ορφανού

                                                                                      Ενάγοντα

 

και

 

1.   XXXXX Χαραλάμπους

2.   XXXXX Παπατρύφωνος

                                                                                   Εναγομένων

 

 

Ημερομηνία: 3 Ιουλίου 2019

 

Εμφανίσεις:

Για τον Ενάγοντα: κ. Π. Αγαπητός

Για τους Εναγόμενους 1 και 2: κα. Σ. Θεμιστοκλέους

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η απαίτηση του Ενάγοντα

 

Ο Ενάγοντας είναι αρχιτέκτονας και με την παρούσα αγωγή αξιώνει από τους Εναγομένους, οι οποίοι είναι σύζυγοι, το ποσό των €3.450,00 ως γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και/ή ως συμφωνηθείσα αμοιβή και/ή δυνάμει τιμολογίου ημερομηνίας 7.11.2011 και/ή επί τη βάσει του quantum meruit, πλέον τόκο και έξοδα. Περαιτέρω, με την αγωγή του ο Ενάγοντας αξιώνει την έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου με το οποίο οι Εναγομένοι να εμποδίζονται να αντιγράψουν και/ή χρησιμοποιήσουν για την ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής και/ή την έκδοση άδειας οικοδομής και/ή εκμεταλλευτούν με οποιοδήποτε τρόπο τα αρχιτεκτονικά σχέδια και/ή τις τρισδιάστατες απεικονίσεις, είτε ως έχουν είτε τροποποιώντας αυτά, τα οποία εκπόνησε ο Ενάγοντας και/ή σχεδίασε και/ή κατασκεύασε κατόπιν συμφωνίας ανάθεσης σχεδιασμού και επίβλεψης κατοικίας που συνάφθηκε μεταξύ τους κατά ή περί τον Μάιο του 2011.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης, περί τα μέσα Απριλίου του 2011 οι Εναγόμενοι και/ή η Εναγόμενη 1 αποτάθηκαν στον Ενάγοντα για να του αναθέσουν την μελέτη, σχεδιασμό και επίβλεψη ανέγερσης κατοικίας.  Σε συνάντηση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις αρχές Μαΐου του 2011, οι Εναγόμενοι συμφώνησαν προφορικά με τον Ενάγοντα να τους παρέχει υπηρεσίες μελέτης, σχεδιασμού και επίβλεψης ανέγερσης οικίας και ανέθεσαν σε αυτόν το έργο.

 

Η αμοιβή του Ενάγοντα συμφωνήθηκε στη βάση ποσοστού το οποίο ανερχόταν αρχικά σε 4.3% της συνολικής αξίας του έργου με βάση τα τετραγωνικά μέτρα αυτού, όπως προκύπτει από πίνακα ο οποίος αποτελεί μέρος των όρων και προϋποθέσεων ανάληψης έργων του γραφείου του Ενάγοντα. Ο εν λόγω πίνακας απεστάλη επανειλημμένα στους Εναγόμενους. Η συμφωνηθείσα αμοιβή του Ενάγοντα έγινε αποδεκτή από τους Εναγόμενους και οι λεπτομέρειες και η μέθοδος χρέωσης επεξηγήθηκαν σε αυτούς.

 

Ήταν ρητός όρος της συμφωνίας των μερών ότι οι Εναγόμενοι ανέθεταν στον Ενάγοντα ολόκληρη την μελέτη, σχεδιασμό και επίβλεψη του έργου, καθώς επίσης ότι η πληρωμή της αμοιβής του Ενάγοντα θα γινόταν βάσει του πιο πάνω συμφωνημένου ποσοστού και οι πληρωμές θα διενεργούνταν ανά στάδιο συμπληρωθείσας εργασίας. Η αποδοχή του όρου αυτού ήταν προϋπόθεση προκειμένου ο Ενάγοντας να αναλάβει το έργο, όρο τον οποίο οι Εναγομένοι αποδέχθηκαν ρητά και προχώρησαν στην ανάθεση του έργου σε αυτόν.

 

Με βάση τη συμφωνία ανάθεσης συμφωνήθηκε ότι ο πολιτικός μηχανικός που θα αναλάμβανε τη στατική μελέτη του έργου ήταν ο κ. Νίκος Καλαθάς, ενώ οι Εναγομένοι πρότειναν να διορίσουν γνωστούς τους μελετητές για την ετοιμασία μηχανολογικής και ηλεκτρολογικής μελέτης.

 

Αποτελούσε επίσης όρο της συμφωνίας των μερών ότι ο Ενάγοντας θα δικαιούτο να αναπροσαρμόσει το ποσοστό της αμοιβής του κατά την εξέλιξη του έργου ανάλογα με τη διαφοροποίηση του εμβαδού και/ή των υλικών κατασκευής και/ή της πολυπλοκότητας του έργου. 

 

Σε μεταγενέστερο στάδιο κατά την διάρκεια της μελέτης και του σχεδιασμού του έργου,  ο Ενάγοντας προέβηκε σε αναπροσαρμογή της αμοιβής του σε χαμηλότερη από την συμφωνηθείσα.

 

Μεταξύ των ημερομηνιών 9.5.2011 και 17.10.2011, διεξήχθη σειρά συναντήσεων μεταξύ του Ενάγοντα και των Εναγόμενων κατά τις οποίες ο Ενάγοντας παρουσίαζε την εξέλιξη του έργου σε αυτούς και γινόταν συζήτηση που αφορούσε τυχόν παρατηρήσεις και/ή απορίες που εξέφραζαν οι Εναγόμενοι σχετικά με τα σχέδια και την μελέτη.  Πέραν των συναντήσεων αυτών, ο Ενάγοντας είχε ηλεκτρονική επικοινωνία με τους Εναγόμενους στους οποίους απέστελλε δισδιάστατα και τρισδιάστατα σχέδια τα οποία τροποποιούνταν και/ή συμπληρώνονταν από αυτόν κατόπιν των αποτελεσμάτων των μεταξύ τους συναντήσεων.

 

Με βάση τους όρους της συμφωνίας ανάθεσης του έργου, στις 5.7.2011 η Εναγόμενη 1 κατέβαλε στον Ενάγοντα με προσωπική της επιταγή ίδιας ημερομηνίας, το ποσό των €500 που αντιστοιχούσε στην συμφωνηθείσα προκαταβολή, η οποία αποτελούσε μέρος της ολικής αμοιβής του για τον σχεδιασμό του έργου.

 

Περί την 14.10.2011 ο Ενάγοντας ολοκλήρωσε τα τελικά αρχιτεκτονικά σχέδια, τα οποία παρέδωσε στον πολιτικό μηχανικό, κ. Νίκο Καλαθά προκειμένου αυτός να ετοιμάσει στατική μελέτη του έργου. Όπως είχε συμφωνηθεί μεταξύ του Ενάγοντα και των Εναγόμενων, με βάση την ακολουθητέα διαδικασία, θα έπρεπε να ολοκληρωθούν οι μελέτες (αρχιτεκτονική, στατική, ηλεκτρολογική και μηχανολογική) και τα σχέδια να υποβληθούν στην αρμόδια αρχή για έγκριση και έκδοση σχετικής άδειας οικοδομής.

 

Κατά ή περί την 17.10.2011 πραγματοποιήθηκε συνάντηση μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης 1, κατά την οποία ο Ενάγοντας της παρέδωσε τα τελικά σχέδια, τυπωμένα σε χαρτί μεγέθους Α2, τα οποία αποστάληκαν στους Εναγόμενους και με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.  Μέχρι και την πιο πάνω αναφερόμενη ημερομηνία οι Εναγόμενοι και/ή η Εναγόμενη 1 δεν εξέφρασαν οποιοδήποτε παράπονο είτε αναφορικά με τους όρους της συμφωνίας ανάθεσης, είτε με την ποιότητα των σχεδίων, είτε με το ύψος της συμφωνηθείσας αμοιβής, είτε με τον χρόνο συμπλήρωσης των σχεδίων και έδειχναν καθόλα ικανοποιημένοι με την πορεία των εργασιών.

 

Κατά την εν λόγω συνάντηση μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης 1 στις 17.10.2011 η τελευταία ανέφερε, για πρώτη φορά, ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή  ήταν  υψηλή, αν και πριν από την εν λόγω ημερομηνία ο Ενάγοντας είχε ενημερώσει τους Εναγομένους ότι με βάση τις εργασίες, η συνολική αμοιβή του δεν θα ξεπερνούσε το 4% του συνολικού κόστους του έργου. 

 

Στη συνέχεια και μετά την πιο πάνω αναφορά της Εναγομένης 1, ο Ενάγοντας απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα σε αυτήν με δύο επιλογές χρεώσεων, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν σχετική έκπτωση από μέρους του, ως ένδειξη καλής θέλησης, που είχε ως ακολούθως:

 

i) Η πρώτη επιλογή αφορούσε την συνολική αμοιβή του βάσει ποσοστού 3.8%, δηλαδή 0.5% χαμηλότερα από την αρχικά συμφωνηθείσα αμοιβή και 0.2% χαμηλότερο από την προηγούμενη δέσμευση του να κρατήσει το ποσοστό πιο κάτω από 4%. Η αμοιβή αυτή θα εξαρτάτο από το τελικό συνολικό κόστος του έργου, παρόλο που οι πληρωμές θα γίνονταν ανά στάδιο συμπληρωθείσας εργασίας.

 

ii) Η δεύτερη επιλογή αφορούσε ένα κατ’ αποκοπή ποσό ανεξάρτητα από το τελικό κόστος του έργου και έφερε τιμή ανά συμπληρωθείσα εργασία. Το κατ΄αποκοπή ποσό αντιστοιχούσε σε ποσοστό 3.4% επί της συνολικής αξίας του έργου και αποτελούσε περαιτέρω έκπτωση από μέρους του Ενάγοντα.

 

Μεταξύ των ημερομηνιών 20.10.2011 και 7.11.2011, πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης 1 κατά την διάρκεια των οποίων η Εναγόμενη 1, προσπαθούσε να υπαναχωρήσει από την μεταξύ τους συμφωνία, εφόσον αρνείτο την ύπαρξη συμφωνίας και την εκτελεσθείσα εργασία, προφασιζόμενη ότι η αμοιβή του Ενάγοντα ήταν υπερβολική.

 

Περαιτέρω, η Εναγόμενη 1 ανέφερε στον Ενάγοντα ότι δεν ήταν διατεθειμένη να του καταβάλει κανένα ποσό, και ότι το ποσό της προκαταβολής ήταν αρκετό. 

 

Συνεπεία της πιο πάνω συμπεριφοράς της Εναγόμενης 1, με επιστολή του ημερομηνίας 7.11.2011 προς τους Εναγόμενους, ο Ενάγοντας απαίτησε το μέχρι τότε οφειλόμενο ποσό για την συμπληρωθείσα εργασία, ως οι όροι της συμφωνίας, εκ €3.000 πλέον Φ.Π.Α. εκ 15% επισυνάπτοντας σχετικό τιμολόγιο.

 

Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του Ενάγοντα οι Εναγόμενοι εξακολουθούν να του οφείλουν το πιο πάνω ποσό των €3.000 πλέον Φ.Π.Α., το οποίο και αξιώνει με  την παρούσα αγωγή. 

 

Η Υπεράσπιση των Εναγομένων

 

Στην Έκθεση Υπεράσπισης τους οι Εναγόμενοι προβάλλουν τις ακόλουθες θέσεις:

 

Καταρχήν από την πλευρά του Εναγόμενου 2 εγείρεται προδικαστική ένσταση επί το ότι δεν αποκαλύπτεται αγώγιμο δικαίωμα και/ή απαίτηση εναντίον του αφού ουδεμία συμβατική σχέση είχε με τον Ενάγοντα και ουδέποτε του έδωσε οδηγίες για την ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων.  Ισχυρίζεται δε ότι δεν είναι ο ιδιοκτήτης του οικοπέδου για το οποίο θα ετοιμάζονταν τα αρχιτεκτονικά σχέδια.

 

Ανεξαρτήτως της πιο πάνω προδικαστικής ένστασης, οι Εναγόμενοι παραδέχονται ότι η Εναγόμενη 1 αποτάθηκε στον Ενάγοντα για να του αναθέσει την ετοιμασία αρχιτεκτονικών σχεδίων για την ανέγερση της κατοικίας της, και περαιτέρω ισχυρίζονται ότι σε συνάντηση μεταξύ της Εναγόμενης 1 και του Ενάγοντα περί τον Μάιο του 2011, ο Ενάγοντας ανέλαβε να ετοιμάσει ένα προσχέδιο αρχιτεκτονικού σχεδίου ώστε η Εναγόμενη 1 να αποφασίσει εάν θα προχωρούσε σε συμφωνία με αυτόν για ετοιμασία αρχιτεκτονικού σχεδίου για την ανέγερση της οικίας της και εάν θα αναλάμβανε την επίβλεψη του έργου.

 

Οι Εναγόμενοι αρνούνται τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα και ειδικότερα ότι συμφώνησαν προφορικά και/ή άλλως πως με αυτόν και/ή ότι του ανέθεσαν ολόκληρη την μελέτη, σχεδιασμό και επίβλεψη του έργου, ενώ περαιτέρω αρνούνται ότι υπήρξε οποιαδήποτε συμφωνία με τον Ενάγοντα αναφορικά με την αμοιβή του.  Ισχυρίζονται ότι ουδέποτε παρέλαβαν σχετικό πίνακα με την αμοιβή του Ενάγοντα, όπως επίσης ότι ο Ενάγοντας ουδέποτε επεξήγησε στην Εναγομένη 1 της λεπτομέρειες και την μέθοδο χρέωσης.  Προβάλλουν δε ότι ουδέποτε υπογράφθηκε μεταξύ τους οποιαδήποτε γραπτή συμφωνία ως προβλέπουν οι όροι του ΕΤΕΚ και της Ένωσης Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών.

 

Περαιτέρω, οι  Εναγόμενοι ισχυρίζονται ότι ουδέποτε τους είχε αναφερθεί από τον Ενάγοντα το όνομα του κ. Νίκου Καλαθά και ότι ουδέποτε πρότειναν δικούς τους μελετητές.

 

Αποτελεί θέση των Εναγομένων ότι:

 

α) Ο ίδιος ο Ενάγοντας, με δική του πρωτοβουλία, ζήτησε από τους Εναγόμενους να συναντηθεί μαζί τους για να τους εξηγήσει προφορικά και/ή να τους παρουσιάσει, και μάλιστα χωρίς ανάληψη οποιασδήποτε δέσμευσης από αυτούς, τον τρόπο και τη διαδικασία που ο ίδιος πρότεινε ώστε οι Εναγομένοι να αποδεχτούν να τους αναλάβει ως πελάτες.

 

β) Για τον σκοπό αυτό έγιναν τρείς συναντήσεις, πάντοτε μετά από πρωτοβουλία του ίδιου του Ενάγοντα.

 

γ) Αφού ο Ενάγοντας έκαμε την παρουσίασή του (presentation), οι Εναγόμενοι δεν έμειναν ικανοποιημένοι και έτσι δεν ζήτησαν και/ή δεν συμφώνησαν οτιδήποτε μαζί του αφού αντιλήφθηκαν ότι δεν τους ενέπνεε εμπιστοσύνη καθότι μέχρι εκείνη την ημέρα ήταν οι δεύτεροι του προτιθέμενοι πελάτες του.

 

δ) Στα πλαίσια της ηλεκτρονικής επικοινωνίας που είχαν με τον Ενάγοντα, ο τελευταίος  τους απέστειλε μια κάτοψη οικίας και στη συνέχεια προχώρησε με την αποστολή εναλλακτικών λύσεων (ως τούτες αποτυπώνονταν σε απλά πρόχειρα προσχέδια) με σκοπό να πείσει την Εναγόμενη 1 να του αναθέσει να προχωρήσει με τον σχεδιασμό της οικίας της.

 

ε) Για όλες τις σχετικές συναντήσεις, παρουσιάσεις και αλληλογραφία η Εναγόμενη 1 εξόφλησε τον Ενάγοντα με την πληρωμή του ποσού των €500 και του ανέφερε ότι δεν επιθυμεί να έχει οποιαδήποτε περαιτέρω συνάντηση μαζί του.

 

στ) Οι Εναγόμενοι αρνούνται ότι συμφώνησαν σε οποιαδήποτε πληρωμή προκαταβολής στον Ενάγοντα για τον σχεδιασμό του έργου, ως αυτός ισχυρίζεται, καθώς επίσης αρνούνται ότι παρέλαβαν οποιαδήποτε αρχιτεκτονικά σχέδια.

 

ζ) Η Εναγόμενη 1 ισχυρίζεται ότι λόγω της επιμονής του Ενάγοντα να της παρουσιάσει την πρότασή του, αυτή πράγματι παρέλαβε φωτοτυπίες προσχεδίου της πρότασης για το έργο σε χαρτί μεγέθους Α4, το οποίο δεν ήταν επί κλίμακας, ενώ ποτέ δεν της δόθηκαν τα τελικά σχέδια σε χαρτί μεγέθους Α2.

 

η) Όλες οι παρουσιάσεις του Ενάγοντα γίνονταν μόνο προς την Εναγόμενη 1 η οποία ουδέποτε συμφώνησε και/ή ανέθεσε στον Ενάγοντα το όλο έργο λόγω του ότι αυτός δεν την έπεισε και ήταν ακριβός.  Στην δε προσπάθεια του να πείσει την Εναγόμενη 1 να συμφωνήσει μαζί του, πράγματι πρότεινε δύο επιλογές τιμών τις οποίες η Εναγόμενη 1 ουδέποτε αποδέχτηκε.

 

Οι Εναγομένοι αρνούνται την αξίωση του Ενάγοντα και ζητούν την απόρριψη της αγωγής του. 

 

Στην Απάντηση του στην Υπεράσπιση ο Ενάγοντας ενώνει επίδικα θέματα με τους Εναγομένους και απορρίπτει τους ισχυρισμούς τους και απορρίπτει την προδικαστική ένταση η οποία αφορά στην εμπλοκή του Εναγομένου 2.  Αρνείται και απορρίπτει τις θέσεις των Εναγομένων ως αντιφατικές και ανυπόστατες και προβαλλόμενες προς αποφυγή των υποχρεώσεων τους και επαναλαμβάνει τους ισχυρισμούς του ως αυτοί εκτίθενται στην Έκθεση Απαίτησης.

 

 

 

 

Προσκομισθείσα Μαρτυρία

 

Στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας κατέθεσαν συνολικά τέσσερις  μάρτυρες.  Για την υπόθεση του Ενάγοντα κατέθεσε ο ίδιος ως Μ.Ε. 1 και ο κ XXXXX Καλαθάς ως Μ.Ε. 2, ενώ για την υπεράσπιση κατέθεσε η Εναγόμενη 1 (Μ.Υ. 1) και ο κ XXXXX Άνιφτος (Μ.Υ. 2). 

 

Η μαρτυρία των προσώπων που κατέθεσαν στο Δικαστήριο είναι καταγεγραμμένη στα πρακτικά και δεν χρήζει επανάληψης.  Ακολουθεί κατωτέρω μια σύνοψη των θέσεων που έκαστος εξ αυτών προώθησε κατά την ακροαματική διαδικασία προκειμένου αυτές να γίνει αντιληπτές.

 

Με την μαρτυρία του στο Δικαστήριο ο Ενάγοντας κ XXXXX Ορφανού (Μ.Ε. 1) επανέλαβε στην ουσία τις δικογραφημένες θέσεις του και παρουσίασε τα γεγονότα επί των οποίων στηρίζει την απαίτηση του.  Για τους σκοπούς της μαρτυρίας του υιοθέτησε τη γραπτή του δήλωση (Έγγραφο Α), ενώ προς υποστήριξη των θέσεων του παρουσίασε διάφορα τεκμήρια.  Ειδικότερα, όπως ανέφερε, η Εναγόμενη 1 και η μητέρα της τον προμήθευσαν με κτηματικό (Τεκμήριο 1) και τοπογραφικό σχέδιο (Τεκμήριο 2) του ακινήτου στη βάση του οποίου προχώρησε στην ετοιμασία των διαφόρων αρχιτεκτονικών σχεδίων.  Σε σχέση με την εργασία που εκτέλεσε για το επίδικο έργο, ο μάρτυρας ετοίμασε πίνακα – κατάλογο στον οποίο αποτυπώνονται οι συναντήσεις που είχε με τους Εναγόμενους και οι αριθμοί και τύποι των σχεδίων που ετοίμαζε κατόπιν των συζητήσεων που είχε με αυτούς (Τεκμήριο 3).  Σύμφωνα με τον Ενάγοντα, έγιναν έντεκα περίπου συναντήσεις με τους Εναγόμενους (κάποιες εκ των οποίων με την Εναγομένη 1) και κατόπιν των μεταξύ τους συζητήσεων στα πλαίσια αυτά προέβηκε στην ετοιμασία κατόψεων, τρισδιάστατων μοντέλων, τελικών προσχεδίων και αρχιτεκτονικών σχεδίων καθώς επίσης σε σχεδιασμό των όψεων του κτιρίου και των τόμων σε αυτό.  Σύμφωνα με τα σχέδια που παρουσίασε ως Τεκμήριο 15, τα οποία ήταν τελικά σχέδια, είχαν τοποθετηθεί κολώνες στο κτίριο στη βάση των επισημάνσεων του πολιτικού μηχανικού κ. XXXXX Καλαθά στον οποίο και τα υπέδειξε. 

 

Ο κ Ορφανός παρουσίασε ως Τεκμήριο 5 την επιταγή της Εναγόμενης 1 ημερομηνίας 5.7.2011 για το ποσό των €500, το οποίο σύμφωνα με τον ίδιο αποτελούσε την προκαταβολή για τις υπηρεσίες που θα παρείχε στους Εναγόμενους με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία.

 

Στα πλαίσια της μαρτυρίας του ο κ. Ορφανός κατέθεσε την αλληλογραφία που είχε με τους Εναγομένους και αφορούσε τόσο την αποστολή των σχεδίων που κατά καιρούς ετοιμάστηκαν όσο και τις συζητήσεις που είχε μαζί τους ως προς αυτά (Τεκμήρια 6 - 14).

 

Αναφορικά με το ζήτημα της αμοιβής του ο κ. Ορφανός αναφέρθηκε αρχικά στον πίνακα ο οποίος, ως ισχυρίστηκε, δόθηκε στους Εναγομένους στην συνάντηση της 2 και 3 Μαΐου 2011 μαζί με τον κατάλογο των παρεχόμενων υπηρεσιών αρχιτέκτονα (Τεκμήριο 4), σύμφωνα με τον οποίο η αμοιβή του θα υπολογιζόταν βάσει ποσοστού 4,3% επί του προϋπολογισμού του έργου και του υπολογιζόμενου εμβαδού της κατοικίας.  Ο εν λόγω πίνακας αποστάληκε στους Εναγόμενους και με ηλεκτρονικό μήνυμα του Ενάγοντα ημερομηνίας 3.8.2011 (Τεκμήριο 7), όπου και υπέδειξε ότι η μέγιστη χρέωση του δεν θα ξεπεράσει το 4%.  Σε μεταγενέστερο στάδιο και πιο συγκεκριμένα μετά από τη συνάντηση που είχε με την Εναγομένη 1 στις 17.10.2011, οπότε και η τελευταία του ανέφερε ότι η αμοιβή του ήταν κάπως ψηλή, ο ίδιος, ως ισχυρίστηκε, της παρέδωσε έγγραφο/κατάλογο όπου υπήρχαν δυο επιλογές χρεώσεων (Τεκμήριο 16), και τούτο ως ένδειξη καλής θέλησης και παρόλο που η Εναγομένη 1 είχε αποδεχθεί αρχικά την χρέωση στη βάση ποσοστού 4,3%. 

 

Όπως περαιτέρω ανέφερε ο κ. Ορφανός, παρά το ότι η αμοιβή του μειώθηκε και παρόλο που ο ίδιος προχώρησε σε διάφορες ενέργειες ώστε να ζητηθεί προσφορά για μελέτη και επίβλεψη ηλεκτρολογικών εγκαταστάσεων, στο διάστημα που μεσολάβησε μεταξύ 20.10.2011 – 7.11.2011, στις διάφορες τηλεφωνικές επικοινωνίες που είχε με την Εναγόμενη 1, η τελευταία επαναλάμβανε ότι η αμοιβή του ήταν υπερβολική και ότι μέχρι εκείνο το στάδιο δεν είχε αντιληφθεί ότι η αμοιβή του ποσοστού 4,3% δεν αφορούσε όλους τους μελετητές του έργου.

 

Οι Εναγομένοι εξακολουθούν να του οφείλουν μέχρι σήμερα το ποσό των €3.000 πλέον Φ.Π.Α. το οποίο αφορά την αμοιβή του για την μέχρι τότε συμπληρωθείσα εργασία του.  Όπως εξήγησε ο μάρτυρας, το ποσό αυτό υπολογίστηκε στη βάση της δεύτερης επιλογής υπολογισμού της αμοιβής του σύμφωνα με το Τεκμήριο 16, η οποία κατά τον Ενάγοντα ήταν η αμοιβή που επιλέχθηκε από τους Εναγόμενους, και είχε ως ακολούθως (παρατίθεται αυτούσιο το σχετικό απόσπασμα από το Τεκμήριο 16):

 

«ΑΜΟΙΒΕΣ + ΠΑΡΕΧΟΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΑ

1       ΑΝΑΘΕΣΗ + ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΑΝΑΓΚΩΝ + ΠΟΛΕΟΔΟΜΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ

ΠΡΟΚΑΤΑΒΟΛΗ                                                                                €500

2       ΠΡΟΣΧΕΔΙΑ + ΤΕΛΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ + ΥΠΟΒΟΛΗ ΜΕΛΕΤΗΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣ ΣΥΝΤΟΝΙΣΜΟΣ ΣΧΕΔΙΩΝ + ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΜΕ ΕΜΠΛΕΚΟΜΕΝΟΥΣ ΜΕΛΕΤΗΤΕΣ

ΔΟΣΗ Α                                                                                             €3500

3       ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΙΚΑ ΣΧΕΔΙΑ + ΛΕΠΤΟΜΕΡΕΙΕΣ + ΤΕΧΝΙΚΕΣ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΕΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΕΓΓΡΑΦΩΝ ΓΙΑ ΠΡΟΣΦΟΡΕΣ + ΑΞΙΟΛΟΓΗΣΗ + ΚΑΤΑΚΥΡΩΣΗ

ΔΟΣΗ Β                                                                                              €1500

4       ΕΠΙΒΛΕΨΗ + ΣΥΝΑΝΤΗΣΕΙΣ ΕΡΓΟΤΑΞΙΟΥ + ΕΚΔΟΣΗ ΔΙΑΤΑΚΤΙΚΩΝ

ΔΟΣΗ Γ – 6 ΜΗΝΕΣ                                                                            €2000

ΔΟΣΗ Δ – 12 ΜΗΝΕΣ                                                                          €2000

5       ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΕΙΣ + ΤΕΛΙΚΗ ΠΑΡΑΛΑΒΗ + ΥΠΟΒΟΛΗ ΓΙΑ ΤΕΛΙΚΗ ΕΓΚΡΙΣΗ

ΔΟΣΗ Ε                                                                                              €500

                                                                                                     €10.000»

 

Σε αυτή τη βάση, λοιπόν, και έχοντας υπόψη τις χρεώσεις που εμφαίνονται στο Τεκμήριο 16 σε συνάρτηση με το στάδιο ολοκλήρωσης των προσχεδίων, τελικών σχεδίων, τις συναντήσεις του με τον κ. XXXXX Καλαθά και την αρμόδια λειτουργό των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου Λακατάμειας, από το ποσό των €3.500 που ο Ενάγοντας ανέμενε να λάβει μέχρι το στάδιο υπ. αρ. 2 (ως παρουσιάζεται πιο πάνω), αυτός αφαίρεσε το ποσό των €500 λόγω του ότι δεν είχαν γίνει συναντήσεις με όλους τους μελετητές και τα σχέδια δεν είχαν υποβληθεί για έγκριση και έκδοση άδειας οικοδομής.

 

Ο κ XXXXX Καλαθάς (Μ.Ε.2) είναι ιδιώτης πολιτικός μηχανικός από το 1991.  Όπως ανέφερε, στα πλαίσια της εργασίας του ετοιμάζει μελέτες σε ιδιωτικά και δημόσια έργα και παράλληλα παρέχει υπηρεσίες πολιτικού μηχανικού.

 

Σε σχέση με την παρούσα υπόθεση ανέφερε ότι είχε συνάντηση με τον Ενάγοντα ο οποίος τον επισκέφθηκε προκειμένου να λάβει τις απόψεις του επί των αρχιτεκτονικών  σχεδίων που είχε ετοιμάσει για τους Εναγόμενους.  Πιο συγκεκριμένα, αφού ο κ Ορφανός του υπέδειξε σετ αρχιτεκτονικών σχεδίων οικίας στην περιοχή Στροβόλου ή Λακατάμιας, ο μάρτυρας τον συμβούλευσε αναφορικά με τα μεγέθη κολώνων και δοκαριών, όπως και για τις θέσεις των δοκαριών που θα μπορούσαν να τοποθετηθούν στο κτίριο.  Τα σχέδια που του υποδείχθηκαν δεν ήταν αρχικά προσχέδια, αλλά επρόκειτο για σχέδια τα οποία ήταν σε στάδιο προ της υποβολής αίτησης για έκδοση πολεοδομικής άδειας στα οποία έπρεπε να ενσωματωθούν οι παρατηρήσεις του πολιτικού μηχανικού.

 

Ο μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει κατά πόσον οι εισηγήσεις του πράγματι ενσωματώθηκαν στα σχέδια αφού δεν ξανασυναντήθηκε με τον Ενάγοντα για το σκοπό αυτό.  Όπως, όμως, ανέφερε, δεδομένου ότι λήφθηκαν οι απόψεις του, το Τεκμήριο 15, το οποίο του υποδείχθηκε κατά την ακροαματική διαδικασία, θα μπορούσε να υποβληθεί στην αρμόδια πολεοδομική αρχή για εξασφάλιση σχετικής άδειας.

 

Στα πλαίσια της μαρτυρίας της η Εναγόμενη 1 κα XXXXX Χαραλάμπους ανέφερε ότι ήταν η ιδιοκτήτρια του οικοπέδου που παρουσιάζεται στα Τεκμήρια 1 και 2 και το πρόσωπο που διαχειριζόταν τα ζητήματα που αφορούσαν στον Ενάγοντα.

 

Όπως κατέθεσε στο Δικαστήριο, περί τα μέσα Μαΐου του 2011 μαζί με τον Εναγόμενο 2 επισκέφθηκαν τον Ενάγοντα προκειμένου να συζητήσουν την πιθανότητα ανάθεσης σε αυτόν αρχιτεκτονικής μελέτης για την ανέγερση κατοικίας. Αφού η ίδια έδωσε στον Ενάγοντα κάποιες ιδέες για το πως επιθυμούσε την κατοικία τους, ο Ενάγοντας τους πρότεινε να ετοιμάσει ένα προσχέδιο ώστε οι Εναγόμενοι να αποφασίσουν αν θα προχωρούσαν να του αναθέσουν την εκπόνηση σχεδίων, μελέτης και επίβλεψης έργου ανέγερσης της κατοικίας τους.  Κατά τη διάρκεια της εν λόγω συνάντησης, η Εναγόμενη 1 ρώτησε τον Ενάγοντα αναφορικά με τις χρεώσεις του και αυτός της ζήτησε να μην ανησυχούν και ότι θα «τα βρουν στην πορεία», ενώ τους παρέδωσε διάγραμμα με τις προσφερόμενες υπηρεσίες (δεύτερη σελίδα του Τεκμηρίου 4) και τους εξήγησε ότι στην αμοιβή του θα συμπεριλαμβάνονται και οι αμοιβές των υπόλοιπων εμπλεκόμενων μελετητών.

 

Ο Ενάγοντας της παρέδωσε αρχικά τα σχέδια που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 24, τα οποία δεν ήταν καν προσχέδια, και της ανέφερε ότι για να ετοιμάσει προσχέδια με διάφορα σενάρια για την κατοικία θα έπρεπε να πληρωθεί το ποσό των €500, το οποίο κατέβαλε με επιταγή της ημερομηνίας 5.7.2011 (Τεκμήριο 5). Ο Ενάγοντας ουδέποτε εξέδωσε τιμολόγιο ή της παρέδωσε οποιαδήποτε απόδειξη για την πληρωμή του ποσού αυτού.

 

Λόγω του ότι οι Εναγομένοι δεν είχαν συμφωνήσει στην ανάθεση του έργου στον Ενάγοντα, ο τελευταίος δεν ζήτησε την εκ μέρους της υπογραφή της εξουσιοδότησης που απαιτείται με βάση τους περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμούς.  Αυτός ήταν και ο λόγος που ο Ενάγοντας ζήτησε από την ίδια να του εξασφαλίσει τοπογραφικό σχέδιο του οικοπέδου και κτηματικό σχέδιο, όπως και έπραξε (Τεκμήρια 1 και 2).

 

Με τον Ενάγοντα έγιναν μόνο τρεις συναντήσεις και υπήρξε επικοινωνία μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου ως τα Τεκμήρια 6 – 9 και 11 - 14.

 

Μετά την πληρωμή του ποσού των €500 ο Ενάγοντας τους παρουσίασε τα σχέδια που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 28, τα οποία δεν τους ικανοποίησαν και έτσι δεν συμφώνησαν στην ανάθεση του έργου. Παρόλα αυτά, ο Ενάγοντας συνέχισε να της αποστέλλει σχέδια μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και τούτο στην προσπάθεια του να την πείσει να του αναθέσει το έργο.  Μη γνωρίζοντας τις πραγματικές του προθέσεις, ότι δηλαδή ο Ενάγοντας προσπαθούσε να την δεσμεύσει επικαλούμενος τη σύναψη προφορικής συμφωνίας ανάθεσης, η Εναγόμενη 1 του έδωσε αυτή την ευκαιρία.  Μετά, όμως, την παραλαβή του ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 14.10.2011 (Τεκμήριο 14), η Εναγομένη 1 συνειδητοποίησε ότι ο Ενάγοντας προχωρούσε σε εμπλοκή πολιτικού μηχανικού χωρίς να είχαν καταλήξει σε συμφωνία για ανάθεση του έργου. Έτσι, προχώρησε με την αποστολή του ηλεκτρονικού μηνύματος ημερομηνίας 19.10.2011 (Τεκμήριο 17), με το οποίο απαιτούσε να ενημερωθεί για όλες τις χρεώσεις που μέχρι τότε ο Ενάγοντας απέφευγε να ξεκαθαρίσει.

 

Την 20.10.2011 ο Ενάγοντας της έστειλε μέσω τηλεομοιότυπου τις χρεώσεις του ως το Τεκμήριο 26, οι οποίες διέφεραν από τα όσα τους είχε αναφέρει στην αρχική συνάντηση. Αμέσως η Εναγόμενη 1 του ζήτησε τηλεφωνικώς να σταματήσει να της αποστέλλει μηνύματα και σχέδια, καθότι δεν την έπεισε με την παρουσίαση της δουλείας του και δεν της ενέπνεε εμπιστοσύνη, αφού, μεταξύ άλλων, δεν ενεργούσε σύμφωνα με τους κανονισμούς των αρμοδίων αρχών σε σχέση με την απόσταση από τα σύνορα του όμορου οικοπέδου, και οι χρεώσεις του ήταν αρκετά ψηλές.

 

Ο Ενάγοντας συνέχισε να την ενοχλεί τηλεφωνικώς ζητώντας της να πληρωθεί για τα σχέδια που αποστάληκαν σύμφωνα με τα Τεκμήρια 6, 7, 9, 11, 12 και 14, με την ίδια να του αναφέρει ότι για την παρουσίαση που έκανε είχε πληρωθεί το ποσό των €500.

 

Η Εναγόμενη 1 επανέλαβε ότι ουδέποτε η ίδια ή ο σύζυγος της ανέθεσαν το έργο στον Ενάγοντα, αφενός γιατί η όλη παρουσίαση του δεν τους άφησε ικανοποιημένους αφετέρου γιατί πέραν των γενικών αναφορών στο Τεκμήριο 7 ως προς τις χρεώσεις του, οι ίδιοι δεν γνώριζαν οτιδήποτε σχετικό.  Τα σχέδια που αποτελούν το Τεκμήριο 15  δεν τους είχαν δοθεί από τον Ενάγοντα, ενώ η ίδια τα είδε για πρώτη φορά με την κατάθεσή τους στο Δικαστήριο.  Τα δε σχέδια των Τεκμηρίων 11 και 14 ήταν τα τελικά προσχέδια.  

 

Περαιτέρω, η μάρτυρας υποστήριξε ότι ουδέποτε ανέφερε στον Ενάγοντα ότι θα διόριζε δικούς της μελετητές για σκοπούς ετοιμασίας ηλεκτρολογικής και μηχανολογικής μελέτης και αρνήθηκε ότι συμφώνησε στο διορισμό του κ. XXXXX Καλαθά ως πολιτικού μηχανικού του έργου.

 

Ως Μ.Υ. 2 κατέθεσε ο κ XXXXX Άνιφτος, ο οποίος είναι πολιτικός μηχανικός και έχει εμπειρία στον κλάδο της πολιτικής μηχανικής εδώ και 25 χρόνια. Είναι εγγεγραμμένος στο ETEK ως πολιτικός μηχανικός (αντίγραφο της ετήσιας άδειας άσκησης επαγγέλματος κατατέθηκε ως Τεκμήριο 29).

 

Οι θέσεις που προώθησε στα πλαίσια της μαρτυρίας του μπορούν να συνοψισθούν ως εξής:

 

1.    Προκειμένου ένας αρχιτέκτονας ή πολιτικός μηχανικός να αναλάβει ένα έργο σύμφωνα με τους κανονισμούς του ETEK είναι αναγκαίο να είναι μέλος του ETEK και να έχει σε ισχύ ετήσια άσκηση επαγγέλματος καθώς επίσης κατά την αρχική σύλληψη του έργου θα πρέπει να υπογραφθεί εξουσιοδότηση εντολέα όπου καθορίζεται ο μελετητής του έργου.

2.    Με αναφορά στο κτηματικό σχέδιο που κατατέθηκε ως Τεκμήριο 1, ο μάρτυρας ανέφερε ότι λόγω του ότι υπάρχει ήδη ρυμοτομία, και το οικόπεδο φαίνεται να είναι εγκεκριμένο, υπήρχε δυνατότητα υποβολής αίτησης για εξασφάλιση άδειας οικοδομής χωρίς να είναι αναγκαία η προηγούμενη εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας.

3.            Το Τεκμήριο 15 αποτελεί μόνο μια σειρά αρχιτεκτονικών σχεδίων, πλην, όμως, για την υποβολή αίτησης για έκδοση άδειας οικοδομής χρειάζονται πλήρη αρχιτεκτονικά σχέδια, στα οποία να περιλαμβάνονται κατόψεις, όψεις, τομές και χωροταξικά, η εμβαδομέτρηση, καθώς επίσης κατασκευαστικά σχέδια και στατική μελέτη από πολιτικό μηχανικό. Μαζί με τα έγγραφα αυτά είναι απαραίτητο να υποβληθεί ηλεκτρολογική μελέτη, μηχανολογική μελέτη, μελέτη ενεργειακής απόδοσης, και σχέδια αποχετεύσεων συμπεριλαμβανομένης και της προτεινόμενης σύνδεσης με το κεντρικό αποχετευτικό σύστημα, τα οποία και ελλείπουν από τη δέσμη των εγγράφων που αποτελεί το Τεκμήριο 15 όπου υπάρχουν μόνο οι κατόψεις του ισογείου και ορόφου, οι όψεις της κατοικίας και οι τομές.

4.            Το υπόμνημα που εντοπίζεται στο πάνω δεξίο μέρος των σχεδίων του Τεκμηρίου 15 αντικατοπτρίζει τα υλικά πού θα χρησιμοποιηθούν στην οικοδομή στις κατόψεις και στις όψεις, τα οποία και δεν αποτυπώνονται στο σχέδιο, ενώ κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο για σκοπούς εξέτασης αίτησης για εξασφάλιση άδειας οικοδομής από την αρμόδια αρχή.

5.             Σύμφωνα με τους περί Πολεοδομίας Κανονισμούς του 2011 και το τοπικό σχέδιο που εκδόθηκε από την Πολεοδομία τον Απρίλιο του 2011, το μηχανοστάσιο της κατοικίας θα έπρεπε να βρίσκεται σε ελάχιστη απόσταση 1.80μ. από το σύνορο.  Με βάση τους ίδιους κανονισμούς, η κύρια οικοδομή θα έπρεπε να έχει ελάχιστη απόσταση 3 μέτρων από το όμορο τεμάχιο.  Παρόλα αυτά, στο Τεκμήριο 15 τόσο το λεβητοστάσιο όσο και ο τοίχος της κουζίνας της κύριας οικοδομής εφάπτονται στο σύνορο του τεμαχίου. 

6.            Ως εκ της πείρας του, ανέφερε ότι ένας πολιτικός μηχανικός εμπλέκεται στο στάδιο της ετοιμασίας του τελικού προσχεδίου μεταξύ του πελάτη και του αρχιτέκτονα και σύμφωνα με τους Κανονισμούς του ΕΤΕΚ θα πρέπει να υπογραφθεί σχετική εξουσιοδότηση για την ανάθεση της εργασίας σε αυτόν.

7.            Με βάση τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας το κατασκευαστικό κόστος κατοικίας κατά το 2011 ανερχόταν περί τα €900 ανά τ.μ.

 

Αξιολόγηση Μαρτυρίας και συνακόλουθα ευρήματα του Δικαστηρίου

 

Κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω με κάθε δυνατή προσοχή τους μάρτυρες και είμαι σε θέση να αξιολογήσω την αξιοπιστία και τη μαρτυρία τους προς εξαγωγή των αναγκαίων ευρημάτων. 

 

Στα πλαίσια της αξιολόγησης της αξιοπιστίας των μαρτύρων λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες όπως, μεταξύ άλλων, η ύπαρξη προσωπικού συμφέροντος ή προκατάληψης στην υπόθεση, η σαφήνεια και αμεσότητα των απαντήσεων τους, η ύπαρξη υπερβολών ή ουσιαστικών αντιφάσεων σε αυτές, η λογικοφάνεια και πειστικότητα της εκδοχής που παρουσιάζεται, οι ευκαιρίες που είχαν να γνωρίζουν τα γεγονότα και η εν γένει συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα κτλ (βλέπε μεταξύ άλλων C & A Pelekanos Associates Limited ν. Πελεκάνου (1999) 1 Α.Α.Δ. 1273).  Έχω επίσης κατά νου τις αρχές της νομολογίας που αφορούν το ότι ένας μάρτυρας μπορεί να γίνει πιστευτός μερικώς ή ολικώς, ενώ δεν θεωρείται επιλήψιμη η επιλεκτική αποδοχή μέρους της μαρτυρίας ενός μάρτυρα (βλέπε Kadis v. Nicolaou (1986) 1 CLR 212, Χρίστου ν. Khoreva (2002) 1 Α.Α.Δ. 454), υπό την προϋπόθεση ότι η σχετική επιλογή αιτιολογείται (βλέπε Ομήρου ν. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506).  Περαιτέρω, η αξιολόγηση της μαρτυρίας δεν γίνεται κατά τρόπο μικροσκοπικό (βλέπε Παρλάτα ν. Δημητρίου, ECLI:CY:AD:2014:A339, Πολιτική Έφεση αρ. 387/09, απόφαση ημερομηνίας 21.5.2014), ούτε και περιορίζεται στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά συσχετίζεται, αντιπαραβάλλεται και διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων (βλέπε Στυλιανίδης ν. Χατζηπιέρα (1992) 1 Α.Α.Δ. 1056) και στο σύνολο της μαρτυρίας που παρουσιάζεται από τις δύο πλευρές (σύγγραμμα Ηλιάδη και Σάντη, Το Δίκαιο της Απόδειξης - Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές, στη σελίδα 135).

 

Προτού προχωρήσω στη αξιολόγηση της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου κρίνω ορθό να σημειώσω ότι στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των δυο πλευρών τα επίδικα ζητήματα περιορίζονται στα ακόλουθα:

 

1.    Κατά πόσον υπήρξε συμφωνία μεταξύ των μερών για την ανάθεση του έργου στον Ενάγοντα.

2.    Εάν ναι, κατά πόσον τα μέρη συμφώνησαν την αμοιβή του Ενάγοντα, και σε μια τέτοια περίπτωση ποια ήταν η συμφωνηθείσα αμοιβή. 

3.    Εάν ο Ενάγοντας εκτέλεσε οποιαδήποτε εργασία για λογαριασμό και κατ’ εντολή των Εναγομένων για την οποία δικαιούται συμφωνημένη ή εύλογη αμοιβή.

 

Κρίνω σκόπιμο να επαναλάβω ότι από την Έκθεση Υπεράσπισης, την μαρτυρία που προσκόμισε η υπεράσπιση και την αντεξέταση των μαρτύρων του Ενάγοντα προκύπτει ότι η πλευρά των Εναγομένων δεν αρνείται την ετοιμασία των σχεδίων που παρουσιάστηκαν από τον Ενάγοντα στα πλαίσια της ακροαματικής διαδικασίας, ούτε ότι αυτά αποστάληκαν σε αυτούς (με την εξαίρεση του Τεκμηρίου 15).  Αποτελεί, όμως, θέση της υπεράσπισης ότι:

 

1.    Με την εξαίρεση του Τεκμηρίου 15, όλα τα υπόλοιπα σχέδια που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια αποτελούν προσχέδια και/ή τελικά προσχέδια. Το δε Τεκμήριο 15 ουδέποτε τους δόθηκε και σε κάθε περίπτωση δεν αποτελεί τελικό σχέδιο για σκοπούς υποβολής αίτησης για εξασφάλιση άδειας οικοδομής.

2.    Για την ετοιμασία των σχεδίων που κατατέθηκαν ως Τεκμήριο 28, και της παρουσίασης αυτών, ο Ενάγοντας πληρώθηκε το ποσό των €500.  Όλα τα υπόλοιπα σχέδια ετοιμάστηκαν από τον Ενάγοντα σε μια προσπάθεια του να πείσει τους Εναγομένους να του αναθέσουν το έργο αφού αυτοί δεν συμφώνησαν προς τούτο λόγω του ότι δεν ικανοποιήθηκαν με τα σχέδια του ως το Τεκμήριο 28.

3.    Αφού στάληκαν στους Εναγομένους τα διάφορα σχέδια, οι Εναγομένοι δεν προχώρησαν σε ανάθεση του έργου στον Ενάγοντα λόγω του ότι αυτός δεν τους έπεισε, δεν τους ενέπνεε εμπιστοσύνη και οι χρεώσεις ήταν αρκετές ψηλές.

 

Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι στην Έκθεση Υπεράσπισης δεν εγείρεται ζήτημα παρανομίας ενόψει της μη υπογραφής γραπτής συμφωνίας ανάθεσης σύμφωνα με τους όρους του ΕΤΕΚ.  Ούτε από την Έκθεση Υπεράσπισης δικογραφείται θέση περί πλημμελούς εργασίας από τον Ενάγοντα και ετοιμασίας αρχιτεκτονικών σχεδίων κατά παράβαση των κανονισμών περί πολεοδομίας ως η παράγραφος 8 της γραπτής δήλωσης της Εναγομένης 1 (Έγγραφο Β) που επιχειρήθηκε να τεκμηριωθεί με την μαρτυρία του Μ.Υ.2.  Ό, τι δικογραφείται είναι πως ο Ενάγοντας «δεν έπεισε» την Εναγόμενη 1 και ότι ήταν ακριβός (βλέπε παραγράφους 18(γ) και 27 της Έκθεσης Υπεράσπισης).

 

Σε σχέση με τα τρία επίδικα θέματα (ως προσδιορίστηκαν ανωτέρω), ο μεν Ενάγοντας στηρίχθηκε στη δική του μαρτυρία, η δε υπεράσπιση στη μαρτυρία της Εναγομένης 1, αφού όπως προκύπτει από τη σύνοψη της μαρτυρίας που παρατίθεται πιο πάνω, οι Μ.Ε.2 και Μ.Υ.2 δεν γνώριζαν οτιδήποτε περί της ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ των μερών.

 

Εξετάζοντας τις εκδοχές που προώθησε η κάθε πλευρά, αποδέχομαι αυτήν του Ενάγοντα και απορρίπτω την εκδοχή της υπεράσπισης για τους ακόλουθους λόγους:

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.1 κρίνεται πειστική και συνάδει με τη λογική, ενώ βρίσκεται σε πλήρη συνάρτηση με τις δικογραφημένες θέσεις του αλλά και το περιεχόμενο των τεκμηρίων που κατατέθηκαν στο Δικαστήριο.

 

Αντίθετα, η Εναγομένη δεν έπεισε για την εκδοχή της και δη σε σχέση με τον βασικότερο ισχυρισμό της περί μη ύπαρξης συμφωνίας ανάθεσης του έργου στον Ενάγοντα.

 

Η αλληλογραφία την οποία είχαν τα μέρη (και πιο συγκεκριμένα ο Ενάγοντας και οι Εναγομένοι 1 και 2), το περιεχόμενο αυτής και μεταξύ άλλων οι υποδείξεις της Εναγομένης 1 αναφορικά με την είσοδο της οικίας και λεπτομέρειες των εσωτερικών και εξωτερικών χώρων επιβεβαιώνουν τη θέση του Ενάγοντα περί ύπαρξης συμφωνίας για ανάθεση του έργου σε αυτόν και καταρρίπτουν την περί αντιθέτου θέση της Εναγομένης 1.  Οι συζητήσεις που γίνονταν και ο αριθμός των σχεδίων που αποστάληκαν σίγουρα δεν αποτελούν μέρος ενός αρχικού σταδίου παρουσίασης της αρχικής ιδέας.

 

Η ετοιμασία κατόψεων και όψεων του κτιρίου, οι οποίες κατά καιρούς διαφοροποιούνταν σύμφωνα με υποδείξεις της Εναγομένης 1, η ετοιμασία δισδιάστατων και τρισδιάστατων σχεδίων, αλλά και η εκ μέρους της Εναγομένης 1 αποστολή φωτογραφιών - εισηγήσεων για το εξωτερικό της κατοικίας και τη διαρρύθμιση του χώρου εσωτερικά (διαμόρφωση τζακιού) ουδόλως υποστηρίζουν την θέση της περί ετοιμασίας σχεδίων από την πλευρά του Ενάγοντα ώστε να τους πείσει να του αναθέσουν το έργο.  Εάν η Εναγόμενη 1 ελάμβανε τα σχέδια αυτά υπό αυτές τις συνθήκες γιατί δεν επεσήμανε τούτο στην αλληλογραφία της με τον Ενάγοντα;  Και γιατί αντ’ αυτού είχε επικοινωνία μαζί του για λεπτομέρειες του χώρου εσωτερικά, την είσοδο της οικίας, για την διαμόρφωση του κτιρίου ογκομετρικά, για την εξωτερική του γεωμετρία και για τις απαιτήσεις του Δήμου Λακατάμιας για την τοποθέτηση του μηχανοστασίου κλπ;

 

Τα δε σχέδια που αποστάληκαν στους Εναγομένους και η λεπτομέρεια που εμφαίνεται σε αυτά ουδόλως υποστηρίζουν τη θέση της Εναγόμενης 1 περί ετοιμασίας μόνο προσχεδίων από μέρους του Ενάγοντα, ενώ αξιοσημείωτο είναι ότι  ο Μ.Υ. 2 δεν ανέφερε οτιδήποτε που να υποστηρίζει τη θέση της Εναγομένης 1 επί του προκειμένου, και τούτο παρά την ιδιότητα υπό την οποία αυτός κλήθηκε να καταθέσει.

 

Σε μια προσπάθεια της να πείσει το Δικαστήριο περί μη ανάθεσης του έργου στον Ενάγοντα και από μέρους του ετοιμασία σχεδίων προκειμένου να τους πείσει προς τούτο, ισχυρίστηκε ότι η ίδια αντιλήφθηκε την εμπλοκή του πολιτικού μηχανικού στις 14.10.2011.  Κάτι τέτοιο, όμως δεν μπορεί να ισχύει ενόψει των ξεκάθαρων αναφορών του Ενάγοντα σε αναμονή της θέσης του πολιτικού μηχανικού για τον τρόπο με τον οποίο τυχόν επηρεαζόταν ο στατικός σκελετός της οικίας από την εξωτερική γεωμετρία αυτής (Τεκμήριο 9) και σε συναντήσεις που είχε με αυτόν για το σκελετό της οικοδομής (Τεκμήριο 11).  Επομένως, με τούτο ως δεδομένο, ενισχύεται η θέση του Ενάγοντα περί ανάθεσης του έργου σε αυτόν μιας και η εμπλοκή του πολιτικού μηχανικού δεν θα δικαιολογείται σε αντίθετη περίπτωση.

 

Αναφορικά με τον αριθμό των συναντήσεων που έγιναν αποδέχομαι τη μαρτυρία του Ενάγοντα, σύμφωνα με την οποία έγιναν έντεκα συναντήσεις.  Ο μάρτυρας ήταν σαφής και συγκεκριμένος επί τούτου, σε αντίθεση με την γενική και αόριστη αναφορά της Εναγόμενης 1 περί διενέργειας τριών μόνο συναντήσεων.  Το στοιχείο αυτό σε συνδυασμό με τον αριθμό και το περιεχόμενο των συζητήσεων και επικοινωνιών που προκύπτουν από την αλληλογραφία των μερών καταρρίπτουν τη θέση της Εναγομένης 1 περί ανάθεσης στον Ενάγοντα μόνο μιας πρώτης παρουσίασης της ιδέας του έργου.

 

Σταθερή και σαφής ήταν επίσης η μαρτυρία του Ενάγοντα σε σχέση με την αμοιβή του και τη συμφωνία των μερών ως προς τούτη.  Τα έγγραφα που παρουσίασε στο Δικαστήριο και κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 4, 7 και 16 επιβεβαιώνουν τις θέσεις του, με τρόπο ώστε το Δικαστήριο να ικανοποιείται ως προς την αλήθεια των σχετικών ισχυρισμών του.

 

Αντίθετα δεν αποδέχομαι τη θέση της Εναγομένης 1 περί μη ύπαρξης συμφωνίας ως προς την αμοιβή του Ενάγοντα.  Όπως η ίδια δέχθηκε, ο κατάλογος που αποτελεί μέρος του Τεκμηρίου 4 της είχε δοθεί από την πρώτη κιόλας συνάντηση και της αποστάληκε με ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 3.8.2011, με τρόπο ώστε να μην υποστηρίζεται η θέση της υπεράσπισης περί άγνοιας των χρεώσεων ως η παράγραφος 8 της Έκθεσης Υπεράσπισης[1].  Παρομοίως αξιοσημείωτο είναι το ότι μετά την παράδοση στην Εναγομένη 1 των αναθεωρημένων (μειωμένων) χρεώσεων για την αμοιβή του Ενάγοντα (Τεκμήριο 16), η Εναγομένη 1 ζήτησε (χωρίς να προβάλει οποιαδήποτε ένσταση ή διαφωνία), κατάλογο με όλες τις χρεώσεις για να έχει γενική εικόνα του κόστους, επιβεβαιώνοντας αφενός τη συμβατική σχέση μεταξύ της ίδιας και του Εναγόμενου 2 με τον Ενάγοντα, αφετέρου τη συμφωνία μεταξύ τους ώστε η αμοιβή του Ενάγοντα να υπολογίζεται στη βάση της δεύτερης επιλογής που εμφαίνεται στο Τεκμήριο 16, η οποία ήταν και η μόνη εκ των δυο επιλογών που επέτρεπε ξεχωριστές χρεώσεις ανά στάδιο εκτελεσθείσας εργασίας.

 

Η αμέσως πιο πάνω εκφρασθείσα κρίση του Δικαστηρίου ως προς τη συμβατική σχέση των διαδίκων οδηγεί και στην απόρριψη της έτερης θέσης της Εναγομένης 1 ότι η πληρωμή του ποσού των €500 κάλυπτε όλη την εργασία που διεκπεραίωσε ο Ενάγοντας.  Αν έτσι ήταν τα πράγματα, με ποιά λογική  η Εναγόμενη 1 απέστειλε στις 19.10.2011 ηλεκτρονικό μήνυμα (Τεκμήριο 17) ζητώντας να ενημερωθεί για όλες τις χρεώσεις;

 

 

Σε γενικότερο πλαίσιο και επιπροσθέτως των όσων αναφέρονται πιο πάνω επισημαίνεται ότι ο Ενάγοντας κατέθεσε με σταθερότητα και δεν υπέπεσε σε οποιεσδήποτε αντιφάσεις, σε αντίθεση με την Εναγόμενη 1 η μαρτυρία της οποίας ήταν ασαφής και συγχυσμένη, υπερβολική και συνοδευόμενη από έκδηλη προσπάθεια αποφυγής της ευθύνης των Εναγομένων 1 και 2 έναντι του Ενάγοντα.

 

Η μαρτυρία του Μ.Ε.2 κύριου Νίκου Καλαθά κρίνεται ειλικρινής και ως τέτοια γίνεται αποδεκτή στην ολότητα της. Ο μάρτυρας έπεισε το Δικαστήριο για την αντικειμενικότητά του εφόσον, ως ανέφερε, η επαγγελματική του σχέση με τον Ενάγοντα περιορίστηκε σε συνεργασία τους σε άλλα δυο έργα.

 

Με την μαρτυρία του ο κ Καλαθάς επιβεβαίωσε τις θέσεις του Ενάγοντα περί συναντήσεων τους, αλλά και για τους σκοπούς που έγιναν αυτές, όπως επίσης ότι τα σχέδια του Τεκμηρίου 15 αφορούσαν ένα προχωρημένο στάδιο και δη αυτό αμέσως πριν από την υποβολή της αίτησης για εξασφάλιση πολεοδομικής άδειας. 

 

Η μαρτυρία του Μ.Υ.2 XXXXX Άνιφτου δεν κρίνεται βοηθητική για την υπεράσπιση.  Ο μάρτυρας δεν γνώριζε οτιδήποτε σε σχέση με τις σχέσεις των μερών.  Η μαρτυρία του περιορίστηκε σε ζητήματα που αφορούσαν την ορθότητα και/ή πληρότητα των σχεδίων που ετοιμάστηκαν από τον Ενάγοντα, ζητήματα τα οποία ως υποδεικνύεται ανωτέρω δεν είναι επίδικα στη βάση των δικογραφημένων θέσεων των δυο πλευρών.  Σε κάθε περίπτωση, υπενθυμίζεται ότι ο ίδιος ο Ενάγοντας ανέφερε ότι τα σχέδια που ετοίμασε  (ως τούτα είχαν στο στάδιο της ρήξης των σχέσεων των μερών) δεν ήταν ολοκληρωμένα για σκοπούς υποβολής αίτησης για εξασφάλιση άδειας οικοδομής αφού αναμενόταν η ετοιμασία των διαφόρων μελετών, πράγμα που ο Ενάγοντας προσπάθησε να διευθετήσει μέσω των συναντήσεων του με τον κ. XXXXX Καλαθά και με την αποστολή του Τεκμηρίου 19 σε σχέση με την ετοιμασία της ηλεκτρομηχανολογικής μελέτης.  Όπως επίσης διαφάνηκε από την ίδια τη μαρτυρία του κ. Άνιφτου, τα ζητήματα για τα οποία εξέφρασε απόψεις ως προς την μη συμμόρφωση των σχεδίων με τους σχετικούς Κανονισμούς αφενός δεν προωθούνται δικογραφικά (βλέπε πιο πάνω), αφετέρου τα ζητήματα αυτά (όπως ο ίδιος ο μάρτυρας ανέφερε) μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο διαβουλεύσεων μετά την υποβολή της σχετικής αίτησης στην αρμόδια αρχή, και κατά συνέπεια, επί τούτου η μαρτυρία του Μ.Υ. 2 δεν συγκρούεται με τη μαρτυρία του Ενάγοντα και του Μ.Ε. 2.

 

Ως προς τις θέσεις του κ. Άνιφτου αναφορικά με τις πρόνοιες των Κανονισμών του ΕΤΕΚ σε σχέση με την αναγκαιότητα υπογραφής εξουσιοδότησης και/ή ανάθεσης του έργου, παρατηρώ ότι αποτελούν ζητήματα τα οποία θα εξετάσει καθηκόντως το Δικαστήριο κατωτέρω.

 

Με δεδομένη τη μαρτυρία που έγινε αποδεκτή το Δικαστήριο εξάγει ανάλογα ευρήματα.  Πιο συγκεκριμένα, και χωρίς περιορισμό, αποτελεί εύρημα του Δικαστηρίου ότι περί τις αρχές Μαϊου 2011 οι Εναγόμενοι συμφώνησαν προφορικά με τον Ενάγοντα ώστε να του αναθέσουν την μελέτη, σχεδιασμό και επίβλεψη του έργου οικοδόμησης της οικίας τους στην Λακατάμεια σε οικόπεδο που ανήκε στην Εναγόμενη 1.

 

Παρεμβάλλω στο σημείο αυτό για να σημειώσω ότι το εύρημα του Δικαστηρίου περί ύπαρξης συμφωνίας μεταξύ του Ενάγοντα και των Εναγομένων 1 και 2 (και όχι μόνο της Εναγόμενης 1) προκύπτει από την μαρτυρία του Ενάγοντα, στη βάση της οποίας η ανάθεση της εργασίας έγινε και από τους δυο Εναγόμενους, επί της οποίας και δεν αντεξετάστηκε, αλλά και από την αλληλογραφία που κατατέθηκε στο Δικαστήριο (Τεκμήρια 6, 7, 9, 11, 12 και 14), της οποίας μέρος ήταν και ο Εναγόμενος 2.  Το δε γεγονός ότι η Εναγομένη 1 ήταν η ιδιοκτήτρια του τεμαχίου και ότι ήταν το πρόσωπο που είχε τον χειρισμό του ζητήματος εκ μέρους των Εναγομένων ήταν η Εναγομένη 1 δεν αλλοιώνει την εικόνα.

 

Κατά τη σύναψη της προφορικής συμφωνίας, τα μέρη συμφώνησαν ότι η αμοιβή του Ενάγοντα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες ανερχόταν σε 4,3% της συνολικής αξίας του έργου και ότι οι πληρωμές θα γίνονταν ανά στάδιο συμπληρωθείσας εργασίας.  Στα πλαίσια αυτά ο Ενάγοντας παρέδωσε στους Εναγόμενους σχετικό πίνακα στη βάση του οποίου υπολογίστηκε το ποσοστό των 4,3% καθώς επίσης κατάλογο των παρεχόμενων υπηρεσιών του αρχιτέκτονα.  Στο ίδιο έγγραφο γινόταν αναφορά στους υπόλοιπους μελετητές, η εμπλοκή των οποίων ήταν απαραίτητη για την διεκπεραίωση του έργου (βλέπε Τεκμήριο 4).

 

Μεταξύ των ημερομηνιών 9.5.2011 – 17.10.2011 υπήρξαν έντεκα συναντήσεις μεταξύ του Ενάγοντα και των Εναγομένων κατά τις οποίες ο Ενάγοντας τους παρουσίαζε την εξέλιξη του έργου και γινόταν συζήτηση μεταξύ τους για τις αλλαγές που χρειάζονταν να γίνουν στα σχέδια που ετοίμαζε ο Ενάγοντας σύμφωνα με τις οδηγίες των Εναγομένων.  Οι ημερομηνίες των συναντήσεων και τα σχέδια που ετοιμάστηκαν κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους συνεργασίας παρουσιάζονται στον πίνακα που ετοίμασε ο Ενάγοντας και κατατέθηκε ως Τεκμήριο 3.

 

Τα σχέδια που κατά καιρούς ετοιμάστηκαν από τον Ενάγοντα (προσχέδια και τελικά σχέδια), δισδιάστατα και τρισδιάστατα, αποστάλθηκαν στους Εναγόμενους με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο (βλέπε Τεκμήρια 6, 7, 9, 11, 12 και 14).

 

Στις 5.7.2011 οι Εναγόμενοι κατέβαλαν στον Ενάγοντα το ποσό των €500, το οποίο αντιπροσώπευε την συμφωνηθείσα προκαταβολή.

 

Περί τα μέσα Σεπτεμβρίου 2011 ο Ενάγοντας είχε συνάντηση με την αρμόδια λειτουργό του Δήμου Λακατάμιας αναφορικά με θέματα τα οποία αφορούσαν το έργο, και στη βάση των υποδείξεων της προχώρησε σε ανάλογες προσαρμογές στα σχέδια.  Παράλληλα, ο Ενάγοντας είχε συνάντηση με τον πολιτικό μηχανικό κ XXXXX Καλαθά σχετικά με την στατική μελέτη του κτιρίου, η οποία ήταν αναγκαία για σκοπούς υποβολής των σχεδίων στην αρμόδια αρχή για έγκριση και έκδοση της σχετικής άδειας, αφού ετοιμάζονταν προηγουμένως και οι υπόλοιπες μελέτες που απαιτούνταν για το σκοπό αυτό.

 

Σε συνάντηση που είχε η Εναγόμενη 1 με τον Ενάγοντα στις 17.10.2011, παραδόθηκαν σε αυτήν τα τελικά αρχιτεκτονικά σχέδια (Τεκμήριο 15) στα οποία ενσωματώθηκαν οι εισηγήσεις του Μ.Ε. 2, οπότε η Εναγόμενη 1 ανέφερε στον Ενάγοντα για πρώτη φορά ότι η συμφωνηθείσα αμοιβή του ήταν υψηλή, παρόλο που σε προηγούμενη ημερομηνία ο Ενάγοντας μείωσε τούτη σε 4%.

 

Στη συνέχεια και μετά από την πιο πάνω αναφορά της Εναγομένης 1, και παρά το ότι μέχρι την 17.10.2011 οι Εναγόμενοι δεν εξέφρασαν οποιοδήποτε παράπονο είτε για τα σχέδια είτε για την ποιότητα της εργασίας του Ενάγοντα είτε για την αμοιβή του, ο Ενάγοντας παρέδωσε στην Εναγόμενη 1 κατάλογο (Τεκμήριο 16) με δύο επιλογές χρεώσεων, στις οποίες συμπεριλαμβανόταν σχετική έκπτωση από μέρους του, ως ένδειξη καλής θέλησης, ως ακολούθως:

 

i) Η πρώτη επιλογή αφορούσε την συνολική αμοιβή του βάσει ποσοστού 3.8%, δηλαδή 0.5% χαμηλότερα από την αρχικά συμφωνηθείσα αμοιβή και 0.2% χαμηλότερο από την προηγούμενη δέσμευση του να κρατήσει το ποσοστό πιο κάτω από 4%. Η αμοιβή αυτή θα εξαρτάτο από το τελικό συνολικό κόστος του έργου, παρόλο που οι πληρωμές θα γίνονταν ανά στάδιο συμπληρωθείσας εργασίας.

 

ii) Η δεύτερη επιλογή αφορούσε ένα κατ’ αποκοπή ποσό ανεξάρτητα από το τελικό κόστος του έργου και έφερε τιμή ανά συμπληρωθείσα εργασία. Το κατ’ αποκοπή ποσό αντιστοιχούσε σε ποσοστό 3.4% επί της συνολικής αξίας του έργου και αποτελούσε περαιτέρω έκπτωση από μέρους του Ενάγοντα.

 

Εκείνο που προέκυψε από την εν λόγω συνάντηση ήταν ότι οι διάδικοι είχαν καταλήξει σε κοινή αντίληψη ότι οι χρεώσεις του Ενάγοντα για γίνονταν στη βάση της δεύτερης επιλογής που αποτυπωνόταν στο Τεκμήριο 16, εξ’ ου και στις 19.10.2011 η Εναγόμενη 1 απέστειλε στον Ενάγοντα ηλεκτρονικό μήνυμα με το οποίο ζητούσε από αυτόν κατάλογο με όλες τις χρεώσεις για το σπίτι για να έχει μια «γενική εικόνα του κόστους» (βλέπε Τεκμήριο 17).

 

Με ηλεκτρονικό μήνυμά του ίδιας ημερομηνίας ο Ενάγοντας (Τεκμήριο 18) απάντησε στην Εναγόμενη 1 ότι είχε αποστείλει τα σχέδια στους ηλεκτρολόγους μηχανικούς ως οι οδηγίες των Εναγομένων 1 και 2 ώστε να δοθεί προσφορά από αυτούς (βλέπε Τεκμήριο 19), και την ενημέρωσε ότι μόλις έχει έτοιμο τον κατάλογο με τα ποσά/ποσοστά κάθε μελετητή θα της τον διαβιβάσει.

 

Μεταξύ των ημερομηνιών 20.10.2011 και 7.11.2011 πραγματοποιήθηκαν τηλεφωνικές επικοινωνίες μεταξύ του Ενάγοντα και της Εναγόμενης 1 κατά την διάρκεια των οποίων η τελευταία προσπαθούσε να υπαναχωρήσει από την μεταξύ τους συμφωνία, εφόσον αρνείτο την ύπαρξη συμφωνίας και την εκτελεσθείσα εργασία, προφασιζόμενη ότι η αμοιβή του Ενάγοντα ήταν υπερβολική.

 

Περαιτέρω, η Εναγόμενη 1 ανέφερε στον Ενάγοντα ότι δεν ήταν διατεθειμένη να του καταβάλει οποιοδήποτε ποσό και ότι το ποσό την προκαταβολής ήταν αρκετό. 

 

Με επιστολή του ημερομηνίας 7.11.2011 προς την Εναγόμενη 1 (Τεκμήριο 20) ο Ενάγοντας απαίτησε το ποσό των €3.000 πλέον Φ.Π.Α. εκ 15% επισυνάπτοντας σχετικό τιμολόγιο, το οποίο υπολόγισε αφαιρώντας από το ποσό των €3,500 που αναλογεί στο δεύτερο στάδιο εργασίας (σύμφωνα με την δεύτερη επιλογή του Τεκμηρίου 16) το ποσό των €500 σε σχέση με την εργασία που δεν διεκπεραιώθηκε και αφορά μέρος των συναντήσεων με τους μελετητές του έργου και την υποβολή των σχεδίων για εξασφάλιση άδειας οικοδομής.

 

Παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις του Ενάγοντα οι Εναγόμενοι δεν κατέβαλαν στον Ενάγοντα οποιοδήποτε ποσό.

 

Συμπεράσματα του Δικαστηρίου

 

Όπως είναι καλά γνωστό, στις πολιτικές υποθέσεις, η επιτυχία της αγωγής εξαρτάται από το εάν ο ενάγοντας θα παρουσιάσει επαρκή και αξιόπιστη μαρτυρία με την αναγκαία αποδεικτική βαρύτητα ώστε να ικανοποιήσει το βάρος απόδειξης, που είναι αυτό του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το κριτήριο δεν είναι εάν η θέση ή εκδοχή του διαδίκου που φέρει το βάρος απόδειξης είναι η πιο πιθανή από εκείνη του αντιδίκου του αλλά κατά πόσον ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης ικανοποίησε το Δικαστήριο με επαρκή αποδεικτικά στοιχεία ότι η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή παρά όχι. Αν ο διάδικος που φέρει το βάρος απόδειξης αποτύχει να αποδείξει τη θέση ή την εκδοχή του σε αυτό το επίπεδο, τότε θεωρείται ότι δεν το απέσεισε έστω και αν η θέση ή η εκδοχή του είναι πιο πιθανή από εκείνη του αντίδικου του (βλέπε μεταξύ άλλων Σοφοκλέους ν Κυριάκου (2010) 1 Α.Α.Δ. 665 και Μαρσέλ και Άλλων ν. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2001) 1 A.A.A. 1858, Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Παναγιώτου, ECLI:CY:AD:2018:A71, Πολιτική Έφεση 398/2011, απόφαση ημερομηνίας 12.2.2018 και Δίκαιο της Απόδειξης: Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές των Ηλιάδη και Σάντη στη σελίδα 196).

 

Προτού προχωρήσω να εξετάσω κατά πόσον στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου ο Ενάγοντας απέδειξε την υπόθεση του, κρίνω ορθό να ασχοληθώ με την θέση των Εναγομένων ως προς την μη ύπαρξη γραπτής συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων για την ανάθεση του έργου στον Ενάγοντα παρά την ύπαρξη σχετικής πρόνοιας στους Κανονισμούς του ΕΤΕΚ.

 

Επαναλαμβάνεται ότι στην παράγραφο 12 της Έκθεσης Υπεράσπισης δεν προβάλλεται θέση περί ύπαρξης παρανομίας αλλά το στοιχείο αυτό προωθείται ως υποστηρικτικό τη θέσης των Εναγομένων περί ανυπαρξίας συμφωνίας μεταξύ αυτών και του Ενάγοντα[2]. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό το Δικαστήριο έχει καταλήξει σε εύρημα περί ύπαρξης προφορικής συμφωνίας των μερών.  Ανεξαρτήτως τούτου, όμως, παρατηρώ τα εξής:

 

Κατά την διάρκεια της αντεξέτασης του Ενάγοντα, η κα Θεμιστοκλέους υπέδειξε στον Ενάγοντα ότι σύμφωνα με τον Κανονισμό 4 των περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμών του 1996 είναι απαραίτητη η υπογραφή έγγραφης εξουσιοδότησης από τον εντολέα σε σχέση με την ανάθεση του έργου.  Την ίδια θέση προώθησε, στην ουσία, και ο Μ.Υ. 2.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 32(2)(δ) του περί Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Νόμου 224/90, παρέχεται εξουσία στο Επιμελητήριο να εκδίδει Κανονισμούς οι οποίοι «να ρυθμίζουν την επαγγελματική δεοντολογία των μελών του και να καθορίζουν την έννοια της επονείδιστης, δόλιας ή ασυμβίβαστης προς το επάγγελμα διαγωγής». Στα πλαίσια αυτά το Επιμελητήριο εξέδωσε τους περί Δεοντολογίας των Μελών του Επιστημονικού Τεχνικού Επιμελητηρίου Κύπρου Κανονισμοί του 1996, από την μελέτη των οποίων προκύπτει ότι τούτοι (οι Κανονισμοί) ρυθμίζουν τη δεοντολογία των μελών του Επιμελητηρίου κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους τόσο γενικά όσο και σε σχέση με τους πελάτες τους και με τα άλλα μέλη (Κανονισμοί 3-9) καθώς και τη πειθαρχική διαδικασία σε όλα τα στάδια της και τις ποινές που μπορεί να επιβληθούν σε περίπτωση που κάποιο μέλος κριθεί ένοχο πειθαρχικού παραπτώματος (Κανονισμοί 10-18).

 

Ο Κανονισμός 4 των υπό αναφορά Κανονισμών, ο οποίος φέρει ως πλαγιότιτλο «Σχέσεις με τους εντολείς», προβλέπει στην παράγραφο 2 ότι «Η ανάθεση έργου συντελείται μόνο με την έγγραφη εξουσιοδότηση από τον εντολέα, στην οποία αναφέρεται απαραίτητα και η αμοιβή».

Παράβαση του Κανονισμού 4(2) ενδεχόμενα να αποτελεί, ως φαίνεται από τους υπό αναφορά Κανονισμούς, πειθαρχικό παράπτωμα και σε περίπτωση καταδίκης προσώπου με βάση αυτό μπορεί να του επιβληθεί σύμφωνα με τον Κανονισμό 18 κάποια από τις πειθαρχικές ποινές που προβλέπει το άρθρο 23 του Νόμου 224/90. Πέραν αυτού όμως, ούτε οι υπό αναφορά Κανονισμοί αλλά ούτε και ο Νόμος 224/90, δυνάμει του οποίου αυτοί εκδόθηκαν, προβλέπουν ότι προφορική συμφωνία είναι άκυρη ή μη εκτελεστή αλλά ούτε και εμποδίζουν είτε ρητά είτε εξυπακουόμενα το μέλος το οποίο ανέλαβε και εκτέλεσε, στη βάση προφορικής συμφωνίας, εργασία για κάποιο εντολέα να διεκδικεί αμοιβή. Η ερμηνεία αυτή ενισχύεται από το γεγονός ότι εκεί που ο νομοθέτης ήθελε να προβλέψει για ειδικές κυρώσεις το έπραξε.  Συναφώς σημειώνεται ότι το άρθρο 25 του Νόμου 224/90 όχι μόνο καθιστά ποινικό αδίκημα και τιμωρεί ρητά την άσκηση του επαγγέλματος σε οποιοδήποτε κλάδο μηχανικής επιστήμης από πρόσωπο το οποίο δεν είναι εγγεγραμμένο δυνάμει του Νόμου ή του επιβλήθηκε ποινή αναστολής της άδειας άσκησης επαγγέλματος (βλέπε παράγραφο 4) αλλά και απαγορεύει ρητά στα πρόσωπα αυτά να εισπράξουν οποιαδήποτε αμοιβή για υπηρεσίες που προσέφεραν υπό την ιδιότητα τους ως επιστήμονες μηχανικοί (βλέπε παράγραφο 5).

Εάν, λοιπόν, πρόθεση του Νομοθέτη με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 4(2) ήταν η απαγόρευση είσπραξης αμοιβής και κατ' επέκταση η απαγόρευση προσφυγής στο Δικαστήριο, παρά μόνο κατόπιν σχετικής γραπτής εξουσιοδότησης τότε τούτο θα προβλεπόταν ρητά, όπως και στην περίπτωση του άρθρου 25 που αναφέρεται πιο πάνω.  Παρόλα αυτά τέτοια πρόνοια δεν υπάρχει.

Πέραν των όσων λέχθηκαν ανωτέρω, εξετάζοντας το περιεχόμενο των Κανονισμών, συνάγεται ότι αυτοί θεσπίστηκαν με μοναδικό σκοπό τη ρύθμιση και τον έλεγχο της τήρησης της δεοντολογίας των μελών του Επιμελητηρίου κατά την άσκηση του επαγγέλματος τους και τις σχετικές σε περίπτωση παράβασης της, πειθαρχικής φύσεως, διαδικασίες και κυρώσεις. Δεν φαίνεται πουθενά στο Νόμο 224/90, συμπεριλαμβανομένης της εξουσίας που παρέχει στο Επιμελητήριο να εκδίδει Κανονισμούς, να υπήρχε πρόθεση του Νομοθέτη να επιβάλει συγκεκριμένο τύπο σε συμφωνίες των μελών του Ε.Τ.Ε.Κ. με τους πελάτες τους. Εάν η πρόθεση του νομοθέτη ήταν αυτή θα το έκανε με ρητή νομοθετική πρόνοια, όπως και στην περίπτωση του άρθρου 38(1) του περί Εγγραφής και Ελέγχου Εργοληπτών Οικοδομικών και Τεχνικών Έργων Νόμου 29(Ι)/2001.

Στη βάση, επομένως, των όσων τυγχάνουν καταγραφής αμέσως πιο πάνω, δεν συνάγεται πρόθεση του Νομοθέτη στη περίπτωση που δεν γίνει η έγγραφη εξουσιοδότηση που προβλέπει ο Κανονισμός 4(2) να αποστερήσει από τα μέλη του Ε.Τ.Ε.Κ. το δικαίωμα τους να απαιτήσουν την αμοιβή τους και κατ' επέκταση να προσφύγουν στο Δικαστήριο για υπηρεσίες που πρόσφεραν σε πελάτες τους. Αντίθετη ερμηνεία θα ήταν υπό τις περιστάσεις παράλογη και θα επέφερε μεγάλη αδικία.

Επομένως, η μη υπογραφή έγγραφης εξουσιοδότησης στην προκειμένη περίπτωση, δεν καθιστά τη συμφωνία των μερών άκυρη και άνευ αποτελέσματος, ούτε επηρεάζει την εγκυρότητα της μεταξύ τους προφορικής συμφωνίας.

Με τούτο ως δεδομένο, και έχοντας υπόψη ότι στη βάση των ευρημάτων του Δικαστηρίου παρά την ύπαρξη προφορικής συμφωνίας για ανάθεση του έργου οι Εναγόμενοι υπαναχώρησαν αδικαιολόγητα από αυτήν, χωρίς να εξοφλήσουν τον Ενάγοντα για την μέχρι τότε συμπληρωθείσα εργασία του, κρίνεται ότι αυτός έχει αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό ότι οι Εναγόμενοι με τη συμπεριφορά τους παραβίασαν τη συμφωνία τους με τον Ενάγοντα.

 

Θεραπείες που θα αποδοθούν στον Ενάγοντα

Στη βάση της αμέσως πιο πάνω κρίσης του Δικαστηρίου το μοναδικό ζήτημα που παραμένει να κριθεί είναι οι θεραπείες που θα αποδοθούν στον Ενάγοντα.

Στο δίκαιο των συμβάσεων η συνήθης θεραπεία είναι η επιδίκαση αποζημιώσεων.  Σκοπός των αποζημιώσεων δεν είναι η τιμωρία οποιουδήποτε αλλά η κάλυψη των ζημιών του και η επαναφορά του αναίτιου μέρους στη θέση στην οποία θα βρισκόταν εάν εφαρμοζόταν η σύμβαση όπως είχε συμφωνηθεί (σχετικό είναι και το άρθρο 73 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149[3]).  

Στην προκειμένη περίπτωση ο Ενάγοντας αξιώνει το ποσό των €3,000 πλέον Φ.Π.Α. εκ 15% αναφορικά με την μέχρι την στιγμή της διακοπής της συνεργασίας εκτελεσθείσα εργασίας.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου, μετά την αποστολή του Τεκμηρίου 16, τα μέρη συμφώνησαν όπως η αμοιβή του Ενάγοντα ήταν πληρωτέα στη βάση της δεύτερης επιλογής που αποτυπώνεται στο Τεκμήριο 16 και παρατίθεται αναλυτικά πιο πάνω (βλέπε σελίδα 10 πιο πάνω).

Οι Εναγόμενοι κατέβαλαν το ποσό της προκαταβολής εκ €500, και σύμφωνα με τον Ενάγοντα κατέστη οφειλόμενο και πληρωτέο το μεγαλύτερο μέρος της αμοιβής του για το δεύτερο στάδιο του έργου.  Εξήγησε, μάλιστα, ο Ενάγοντας ότι κατέληξε στο ποσό των €3,000 ως μέρος της αμοιβής του για το στάδιο αυτό που ανερχόταν σε €3,500, έχοντας υπόψη την ολοκλήρωση των προσχεδίων, τελικών σχεδίων, τις συναντήσεις του με τον κ. XXXXX Καλαθά και την αρμόδια λειτουργό των τεχνικών υπηρεσιών του Δήμου Λακατάμιας, και το ότι συνεπεία του τερματισμού της συμφωνίας δεν είχαν γίνει συναντήσεις με όλους τους μελετητές και τα σχέδια δεν υποβλήθηκαν για έγκριση και έκδοση άδειας οικοδομής.

Υπό αυτά τα δεδομένα το Δικαστήριο θα πρέπει να εξετάσει και προσδιορίσει κατά πόσον η αμοιβή που αξιώνει ο Ενάγοντας είναι εύλογη και δικαιολογημένη.

Έχει νομολογηθεί ότι το άρθρο 70[4] του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149 κωδικοποιεί, κατά τρόπο γενικότερο, την αρχή του κοινού δικαίου του quantum meruit που αφορά κατηγορία θεραπείας οιονεί συμβατική (quasi-contractual remedy) που απορρέει από ευθύνη οιονεί συμβατική (quasi-contractual liability) (βλέπε Sekavin S.A. v Ship "Platon Ch." (1987) 1 C.L.R. 297).

Στην υπόθεση Ismini Kyriacou HjiLoizi & Others v Irini Iona (1963) 2 C.L.R. 11, το Ανώτατο Δικαστήριο έθεσε τις προϋποθέσεις θεμελίωσης του δικαιώματος επίκλησης της αρχής του quantum meruit από απαιτητή διάδικο, οι οποίες έχουν ως εξής:

 

(1) η πράξη πρέπει να έχει γίνει νόμιμα,

 

(2) για κάποιο άλλο πρόσωπο,

 

(3) να έχει γίνει από κάποιο πρόσωπο χωρίς πρόθεση να πράξει χαριστικά, και

 

(4) το πρόσωπο για το οποίο έχει γίνει η πράξη να απολαμβάνει το όφελος της.

 

(βλέπε επίσης το σύγγραμμα του Π. Πολυβίου, Το Δίκαιο των Συμβάσεων, Τόμος Β', στη σελίδα 830)

 

Στο σύγγραμμα Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, τόμος 4,  στην παράγραφο 1350 κάτω από την επικεφαλίδα Express or Implied Contract αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

 

«Where no express contract has been entered into as to the terms of the employment of an architect or engineer, the right to remuneration rests on a contract to pay what is reasonable, implied by requesting and accepting the services or by inducing the architect by fraud to perfom them without intending to pay for them.»

 

Επίσης στο σύγγραμμα Pollock & Mulla, Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η έκδοση, στη σελίδα 485 κάτω από τον τίτλο Quantum Meruit αναφέρονται μεταξύ άλλων τα ακόλουθα:

 

«Where a person renders service to another in circumstances showing that it is to be paid for although no particular remuneration has been specified, the law will infer a promise to pay quantum meruit, i.e. a reasonable sum.»

 

 

Είναι φανερό ότι στην προκειμένη περίπτωση ο Ενάγοντας ικανοποιεί όλες τις προϋποθέσεις για σκοπούς επίκλησης της αρχής του quantum meruit, μιας και δεν ολοκληρώθηκαν όλες οι εργασίες που αφορούν στο δεύτερο στάδιο της δεύτερης επιλογής του Τεκμηρίου 16, με τρόπο ώστε η αμοιβή την οποία αξιώνει ο Ενάγοντας να μην μπορεί να θεωρηθεί συμφωνημένη.  Ως εκ τούτου, εκείνο που παραμένει είναι ο υπολογισμός της εύλογης αμοιβής στην οποία δικαιούται.

 

Ως προς τον τρόπο υπολογισμού της εύλογης αμοιβής στα πλαίσια αυτά σχετικά είναι τα λεχθέντα στην Χ''Παναγιώτου ν. Cyprus Airways (Duty Free Shops) Ltd (2009) 1(Α) Α.Α.Δ 173 όπου αναφέρθηκαν τα εξής:

 

«Το δικαστήριο θα πρέπει να καθορίσει, σύμφωνα με τη μαρτυρία, λογική αμοιβή. Κατά τον καθορισμό της αμοιβής για υπηρεσίες μπορεί να ληφθούν υπ' όψιν οι προηγούμενες συνεννοήσεις των μερών (Way v. Latilla [1937] 3 All E.R. 759). Το δικαστήριο θα πρέπει να κάμει ό,τι μπορεί για να καταλήξει σε ποσό το οποίο φαίνεται να είναι εύλογο και για τις δύο πλευρές, σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης (S.O.R.E.L. Ltd v. Nicos Servos (1968) 1 C.L.R. 123)

 

 

 

Ως δε αποφασίστηκε στην υπόθεση Χρ. Μαρνέρος & Σία Λίμιτεδ ν. Χριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ. 743, η πλευρά του ενάγοντα έχει το βάρος να αποδείξει, κατά τρόπο συγκεκριμένο, όχι μόνο τις εργασίες στις οποίες προέβηκε, αλλά και την εύλογη αμοιβή για αυτές:

 

«Όπως ήταν διατυπωμένη η έκθεση απαιτήσεως προέκυπτε σαφώς ότι η απαίτηση της εφεσείουσας ήταν για το υπόλοιπο εύλογης αμοιβής εργατικών και υλικών για το μπογιάτισμα της οικοδομής του εφεσίβλητου. Με την παράθεση δύο τιμολογίων για εργατικά και υλικά, και την αφαίρεση του ποσού που πληρώθηκε σε διάφορες ημερομηνίες από τον εφεσίβλητο, με αποτέλεσμα να παραμένει το υπόλοιπο των £Κ3.710, η εφεσείουσα απλώς συγκεκριμενοποιούσε το ποσό που απαιτούσε να της πληρωθεί ως υπόλοιπο εύλογης αμοιβής.  Με την υπεράσπισή του ο εφεσίβλητος αμφισβητούσε το εύλογο της αμοιβής, όπως την υπολόγιζε η εφεσείουσα, και, διαζευκτικά, ισχυριζόταν ότι τα ποσά που είχε ήδη καταβάλει στην εφεσείουσα υπερκάλυπταν την εύλογη αμοιβή που εδικαιούτο.  Ορθά ο πρωτόδικος Δικαστής θεώρησε ότι το επίδικο ζήτημα ήταν, ελλείψει ειδικής συμφωνίας, ποια ήταν η εύλογη αμοιβή των εργασιών του μπογιατίσματος. Και ορθά αποφάσισε ότι η εφεσείουσα, ενώ είχε το βάρος της απόδειξης, κατά τρόπο συγκεκριμένο, τόσο των εργασιών αυτών όσο και της ανάλογης εύλογης αμοιβής απέτυχε να αποσείσει αυτό το βάρος

 

 

Τίθεται, συνεπώς, προς εξέταση κατά πόσον τα ευρήματα του Δικαστηρίου παρέχουν την βάση για τον υπολογισμό της αξιωμένης αποζημίωσης, ο  καθορισμός της οποίας, πρέπει να σημειωθεί, είναι ζήτημα δικαστικής κρίσης και όχι διακριτικής ευχέρειας (βλ. Lipkin Gorman  Karpnale Ltd [1991] 2 AC 548).

 

Στο σύγγραμμα Keating on Building Contracts, 5η έκδοση, αναφέονται τα ακόλουθα στη σελίδα 80:

 

«Assessment of a reasonable sum. The courts have laid down no rules limiting the way in which a reasonable sum is to be assessed. Where a quantum meruit is recoverable for work done outside a contract, it is wrong to regard the work as though it had been performed to any extent under the contract. The contractor should be paid at a fair commercial rate for the work done. Where a quantum meruit is recoverable for work done pursuant to a void contract, it is wrong in principle to apply the provisions of the void contract to the assessment of the quantum meruit. But it is unclear whether, in determining what is a reasonable sum, it is permissible or relevant to consider the plaintiffs conduct in performing the work and whether by reason of such conduct the defendant has suffered any unnecessary additional costs. Useful evidence in any particular case may include abortive negotiations as to price, a calculation based on the net cost of labour and materials used plus a sum for overheads and profit, measurements of work done and materials supplied, and the opinion of quantity surveyors, experienced builders or other experts as to a reasonable sum. Although expert evidence is often desirable there is no rule of law that it must be given and in its absence the court normally does the best it can on the materials before it to assess a reasonable sum.».  

 

Στην προκειμένη περίπτωση ενώ η εργασία για την οποία ο Ενάγοντας αξιώνει την αμοιβή του προβλέπεται στη συμφωνία, εντούτοις το δεύτερο στάδιο δεν εκτελέστηκε πλήρως ώστε η χρέωση του να θεωρείται συμφωνημένη.  Άρα, κατά τον προσδιορισμό της εύλογης αμοιβής, είναι επιτρεπτό στο Δικαστήριο να ανατρέξει στα συμφωνηθέντα.

 

Έχοντας υπόψη τις πιο πάνω αρχές, θα προχωρήσω, με βάση τα ευρήματα του Δικαστηρίου και την μαρτυρία που έγινε αποδεκτή, να προσδιορίσω το εύλογο τίμημα των εργασιών που εκτέλεσε ο Ενάγοντας καθ’ υπόδειξη και/ή κατ’ εντολή των Εναγομένων.  Και τούτο έχοντας υπόψη ότι με βάση τη νομολογία που έχει παρατεθεί πιο πάνω, το Δικαστήριο θα πρέπει να κάμει ό,τι μπορεί για να καταλήξει σε ποσό το οποίο φαίνεται να είναι εύλογο και για τις δύο πλευρές, σύμφωνα με τις περιστάσεις της υπόθεσης.

 

Έχοντας υπόψη την αποδεκτή μαρτυρία του Ενάγοντα και την εξήγηση που έδωσε ως προς τον τρόπο με τον οποίο κατέληξε στο ποσό που υπολόγισε σε €3,000, επί της οποίας και δεν αντεξετάστηκε, κρίνω ότι το προαναφερθέν ποσό είναι εύλογο και μπορεί να αποδοθεί στον Ενάγοντα για την εργασία που συμπλήρωσε μέχρι τότε στα πλαίσια της συμφωνίας.  Και τούτο γιατί η μόνη εργασία που απέμεινε να εκτελεστεί από τον Ενάγοντα για το στάδιο υπ. αρ. 2 της δεύτερης επιλογής του Τεκμηρίου 16 ήταν μέρος των συναντήσεων με τους εμπλεκομένους μελετητές.  Τα προσχέδια και τελικά σχέδια είχαν ετοιμαστεί και σε εκκρεμότητα παρέμεινε ο συντονισμός από μέρους του Ενάγοντα των εργασιών των μελετητών για σκοπούς υποβολής των σχεδίων για άδεια οικοδομής, ήτοι περιορισμένης έκτασης εργασίας στη βάση των μεταξύ των μερών συμφωνηθέντων και της αμοιβής που συμφωνήθηκε για το υπό κρίση στάδιο.  Ως εκ τούτου, ο Ενάγοντας δικαιούται σε απόφαση για το ποσό των €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α..

 

Ερχόμενη στην αξίωση του Ενάγοντα για έκδοση διατάγματος με το οποίο οι Εναγομένοι να εμποδίζονται να αντιγράψουν και/ή χρησιμοποιήσουν για την ανέγερση οποιασδήποτε οικοδομής και/ή την έκδοση άδειας οικοδομής και/ή εκμεταλλευτούν με οποιοδήποτε τρόπο τα αρχιτεκτονικά σχέδια και/ή τις τρισδιάστατες απεικονίσεις που εκπόνησε και/ή σχεδίασε, κρίνω ότι στη βάση αφενός της μαρτυρίας της Εναγόμενης 1 περί ανέγερσης της κατοικίας των Εναγομένων με τη βοήθεια άλλου αρχιτέκτονα στο διάστημα που μεσολάβησε, και αφετέρου στην απουσία μαρτυρίας που να θέλει τους Εναγόμενους να έχουν χρησιμοποιήσει ή να προτίθενται να χρησιμοποιήσουν τα σχέδια αυτά, εκλείπει η αναγκαιότητα έκδοσης ενός τέτοιου διατάγματος.

 

Τελική Κατάληξη

 

Για όλους τους πιο πάνω λόγους η αγωγή επιτυγχάνει και εκδίδεται απόφαση υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα για το ποσό των €3.000,00 πλέον Φ.Π.Α. Επί του ποσού των €3.000,00 επιδικάζεται νόμιμος τόκος από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής, ήτοι την 11.1.2012, μέχρι εξοφλήσεως.  Δεν επιδικάζεται τόκος επί του Φ.Π.Α. καθότι από τη μαρτυρία που τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν διαφάνηκε ότι ο Φ.Π.Α. καταβλήθηκε από τον Ενάγοντα στην αρμόδια υπηρεσία. 

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα της αγωγής τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Ενάγοντα και εναντίον των Εναγομένων 1 και 2 αλληλέγγυα και κεχωρισμένα όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

( Υπ.) …………………………….

     Γ. Πετάση ‑ Κορφιώτη, Ε.Δ. 

Πιστόν Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής

 

 



[1] «8. Περαιτέρω οι Εναγόμενοι αρνούνται παντελώς ότι παρέλαβαν από τον Ενάγοντα σχετικό πίνακα με συμφωνηθείσα αμοιβή.»

[2] «12. Οι Εναγόμενοι συνεπώς αρνούνται επίσης ότι συμφώνησαν ότι η ανάθεση της πληρωμής της αμοιβής του Ενάγοντα θα γινόταν ανά στάδιο συμπληρωθείσας εργασίας. Οι ισχυρισμοί του Ενάγοντα είναι ανυπόστατοι και ψευδείς καθότι τέτοια συμφωνία η οποία προβλέπει και περιλαμβάνει διάφορους όρους γίνεται γραπτώς σύμφωνα και με τους όρους του ΕΤΕΚ και της Ένωσης Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών, και περιλαμβάνει και προϋποθέτει γραπτή συμφωνία».

 

[3] «73.-(1) Σε περίπτωση παράβασης της σύμβασης, ο συμβαλλόμενος που ζημιώνεται από την εν λόγω παράβαση έχει δικαίωμα αποζημίωσης από τον υπαίτιο αντισυμβαλλόμενο, για τη ζημιά ή απώλεια που υπέστη συνεπεία αυτής, η οποία προέκυψε φυσικά κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων από την εν λόγω παράβαση ή την οποία οι συμβαλλόμενοι γνώριζαν όταν συνήπτετο η σύμβαση, ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράβασης της σύμβασης.Καμιά αποζημίωση δεν καταβάλλεται για απομακρυσμένη και έμμεση απώλεια ή ζημιά που προξενήθηκε συνεπεία παράβασης της σύμβασης.

(2) Το πρόσωπο το οποίο ζημιώνεται από τη μη εκπλήρωση υποχρέωσης που προσομοιάζει με τις συμβατικές, δικαιούται να λάβει από τον υπαίτιο την ίδια αποζημίωση, ωσάν να επρόκειτο για παράβαση σύμβασης.

(3) Κατά τον υπολογισμό της απώλειας ή της ζημιάς που προέκυψε από την παράβαση της σύμβασης, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα μέσα τα οποία υπήρχαν για θεραπεία της δυσχέρειας η οποία προκλήθηκε συνεπεία της μη εκτέλεσης της σύμβασης.»

 

[4] «70. Αν κάποιος πράξει κάτι νόμιμα για λογαριασμό άλλου ή παραδώσει σε αυτόν ο,τιδήποτε, χωρίς πρόθεση να το πράξει χαριστικά, ο τελευταίος εφόσον ήθελε προσποριστεί όφελος, υποχρεούται να αποζημιώσει τον πρώτο σε σχέση με την πράξη που διενεργήθηκε ή να επιστρέψει το πράγμα που παραδόθηκε.».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο