B2KAPITAL CYPRUS LIMITED ν. ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, Αρ. Αγωγής: 6539/2011, 6/4/2020

ECLI:CY:EDLEF:2020:A174

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 6539/2011

 

Μεταξύ:

B2KAPITAL CYPRUS LIMITED

Ενάγουσας

και

 

ΓΕΝΙΚΟΣ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑΣ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εναγόμενου

 

6 Απριλίου, 2020

 

Εμφανίσεις:

Για Ενάγουσα: κ. Π. Γκροζάκης διά Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε.
Για Εναγόμενο: κα Θ. Κουμή δια Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

 

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

 

Με την παρούσα αγωγή η Ενάγουσα αξιώνει εναντίον του Εναγόμενου αποζημιώσεις για ζημιές που ισχυρίζεται ότι υπέστη συνεπεία αμέλειας και/ή συνεπεία παράβασης θέσμιου καθήκοντος.

 

Ο Εναγόμενος αρνείται τις αξιώσεις της Ενάγουσας. Ισχυρίζεται ότι δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε ζημιά έχει υποστεί η Ενάγουσα (την οποία αρνείται). Ισχυρίζεται επίσης ότι η αγωγή είναι πρόωρη, ότι είναι «νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη», ότι η καθυστέρηση με την οποία προωθεί τις αξιώσεις της η Ενάγουσα επενεργεί ώστε να την εμποδίζει να τις διεκδικεί (laches) καθώς και ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας έχει παραγραφεί.

 

Να προσθέσω παρενθετικά ότι στην Υπεράσπιση του Εναγόμενου προβάλλονται ισχυρισμοί για αμέλεια και/ή δόλο τρίτων προσώπων τα οποία επιφυλάσσεται να προσθέσει ως τριτοδιάδικους στην αγωγή. Παρά αυτή την αναφορά στην Υπεράσπιση, κάτι τέτοιο δεν επιδιώχθηκε, συνεπώς οι αντίστοιχοι ισχυρισμοί στην Υπεράσπιση δεν λαμβάνονται υπόψη για σκοπούς του αποτελέσματος.

 

Πριν προχωρήσω να σημειώσω ότι μέρος των γεγονότων γίνεται παραδεκτό από τα δικόγραφα, άλλα γεγονότα κατέστησαν παραδεκτά για τους σκοπούς της διαδικασίας κατά την ακρόαση και κάποια από τα τεκμήρια κατατέθηκαν από κοινού.

 

Η πλευρά της Ενάγουσας παρουσίασε στο Δικαστήριο δύο μάρτυρες. Πρώτη μάρτυρας ήταν η κα XXXXX Ευαγγέλου, διευθύντρια στον Τομέα Ιδιωτών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων της Ενάγουσας και υπεύθυνη για τον χειρισμό της παρούσας υπόθεσης (ΜΕ1). Δεύτερος μάρτυρας ήταν ο κ. XXXXX Δημόπουλος, αγρονόμος-τοπογράφος και εκτιμητής γης (ΜΕ2). Για την πλευρά της Υπεράσπισης έδωσαν μαρτυρία στο Δικαστήριο επίσης δύο πρόσωπα. Ο κ. XXXXX Τσίγκης, λειτουργός του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας (ΜΥ1) και ο κ. XXXXX Σωτηρίου, εκτιμητής ακινήτων και κτηματολογικός λειτουργός του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας (ΜΥ2).

 

Έχω παρακολουθήσει τη μαρτυρία όλων των προσώπων που κατέθεσαν στο Δικαστήριο και έχω μελετήσει το περιεχόμενο όλων των εγγράφων που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια. Έχω επίσης μελετήσει τις εισηγήσεις και επιχειρήματα των συνηγόρων της κάθε πλευράς όπως τα ανέπτυξαν στις τελικές τους αγορεύσεις, καθώς και τη νομολογία στην οποία έχουν παραπέμψει.

 

Παρά την έκταση και όγκο της μαρτυρίας, τα γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και επί των οποίων στηρίζονται οι αξιώσεις της Ενάγουσας αλλά και τα οποία επικαλείται η πλευρά του Εναγόμενου προς υπεράσπιση, είναι ουσιαστικά κοινώς αποδεκτά ή δεν έτυχαν αμφισβήτησης.

 

Οι μάρτυρες που έχει παρουσιάσει η κάθε πλευρά είχαν σκοπό, με τη μαρτυρία τους, να συμπληρώσουν το πλέγμα των γεγονότων που η κάθε πλευρά θεωρούσε σημαντικά. Δεν προωθήθηκαν ασύμφωνες ή αντίθετες εκδοχές σε σχέση με τα γεγονότα. Κάποιες διαφορές στις αξίες που παρουσιάζονται στα ποσά εκτίμησης αξιών ακίνητης περιουσίας δεν κρίνονται ιδιαίτερης σημασίας για σκοπούς διαμόρφωσης της τελικής μου κρίσης επί των επίδικων θεμάτων για λόγους που θα εξηγήσω στη συνέχεια.

 

Επιπρόσθετα, κατά την αντεξέταση των μαρτύρων δεν διέκρινα να αμφισβητείται η αλήθεια της μαρτυρίας τους επί των γεγονότων. Αυτό που επιδιώχθηκε μέσω της αντεξέτασης ήταν να δοθούν διευκρινίσεις σε σχέση με τα γεγονότα και να παρουσιαστούν περαιτέρω λεπτομέρειες και πληροφορίες για τις θέσεις που η κάθε πλευρά επικαλείται ή για τα συμπεράσματα που πρέπει να εξαχθούν από τα γεγονότα και δεδομένα.

 

Να αναφέρω και το εξής. Οι ΜΕ2 και ΜΥ2 κατέθεσαν ως εμπειρογνώμονες για θέματα εκτίμησης ακίνητης περιουσίας. Στα πλαίσια της μαρτυρίας τους εξήγησαν τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα και έχω ικανοποιηθεί ότι διαθέτουν το υπόβαθρο γνώσεων που τους καθιστά εμπειρογνώμονες για τα ζητήματα για τα οποία κατέθεσαν. Εξ άλλου η εμπειρογνωμοσύνη τους δεν έχει αμφισβητηθεί κατά την αντεξέταση τους.

 

Έχοντας παρακολουθήσει όλους τους μάρτυρες που κατέθεσαν και έχοντας εξετάσει το περιεχόμενο και ποιότητα της μαρτυρίας τους, δεν αμφισβητώ ότι όλοι οι μάρτυρες ήταν μάρτυρες της αλήθειας. Θεωρώ ότι προσπάθησαν να διαφωτίσουν το Δικαστήριο σε σχέση με τα γεγονότα, στο βαθμό που τους επέτρεπε η μνήμη τους, η εμπλοκή τους και οι γνώσεις τους. Επομένως, αποδέχομαι τη μαρτυρία τους ως αξιόπιστη.

 

Να σημειώσω παρενθετικά ότι κάποιοι από τους μάρτυρες κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας τους εξέφρασαν απόψεις ή επιχειρήματα επί νομικών ζητημάτων. Δεν έχω λάβει υπόψη αυτό το μέρος της μαρτυρίας τους στην κατάληξη μου επί της αγωγής.

 

Ενόψει των πιο πάνω, στη βάση των γεγονότων που κατέστησαν παραδεκτά, των συγκλίσεων που προκύπτουν από τα δικόγραφα και του μέρους της μαρτυρίας που έγινε αποδεκτό ή δεν αμφισβητήθηκε, παραθέτω συνοπτικά τα ουσιώδη γεγονότα που αφορούν την υπόθεση. Αυτά συνιστούν και τα δικά μου ευρήματα:

 

1        Η Hellenic Bank Public Company Limited είναι δημόσια εταιρεία περιορισμένης ευθύνης εγγεγραμμένη σύμφωνα με τη σχετική νομοθεσία στην Κύπρο και είναι τράπεζα και διεξάγει τραπεζικές εργασίες στην Κύπρο και στο εξωτερικό. Στις 6.6.2005 άλλαξε το όνομα της από Hellenic Βank Limited σε Hellenic Bank Public Company Limited (Παραδεκτό γεγονός).

 

2        Η αγωγή είχε εγερθεί αρχικά από την Hellenic Bank Public Company Limited. Στην πορεία της αγωγής, με σχετική ενδιάμεση διαδικασία, η αρχική ενάγουσα υποκαταστάθηκε από την B2Kapital Cyprus Limited. Η υφιστάμενη Ενάγουσα απέκτησε τα δικαιώματα και υποχρεώσεις που απορρέουν από τις επίδικες συμφωνίες δυνάμει των διατάξεων του περί Αγοραπωλησίας Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφών Θεμάτων Νόμου του 2015 καθώς και σχετικής συμφωνίας ημερομηνίας 29.12.2017 μεταξύ της αρχικής και της υφιστάμενης Ενάγουσας.

 

3        Ο Εναγόμενος ενάγεται ως εκπρόσωπος της Κυπριακής Δημοκρατίας δυνάμει του άρθρου 57 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/1960 (παραδεκτό γεγονός).

 

4        Η κα XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν εγγεγραμμένη ιδιοκτήτρια του ½ μεριδίου στο ακίνητο με αριθμό εγγραφής 9/XXXXX, τεμάχιο XXXXX, Φ/Σχ. 21/62W2, Τμήμα J, ενορία Χρυσελεούσα, στο Δήμο Στροβόλου (στο εξής το «επίδικο ακίνητο»).

 

5        Στις 30.3.1999 ενεγράφη στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας η υποθήκη με αριθμό XXXXX/99 προς όφελος της ΣΠΕ Αγίου Αθανασίου για ποσό ΛΚ45.000 με ενυπόθηκο οφειλέτη την κα XXXXX Θεοφάνη Ππασιά και ενυπόθηκο ακίνητο το όλο συμφέρον αυτής στο επίδικο ακίνητο.

 

6        Στις 28.4.1999 υπογράφτηκε Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου (Τεκμήριο 5) από την XXXXX Θεοφάνη Ππασιά (σύζυγο XXXXX Πλατρίτη) προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας (παραδεκτό γεγονός).

 

7        Η εν λόγω Σύμβαση και Δήλωση Υποθηκεύσεως Ακινήτου, Τεκμήριο 5, αφορούσε την υποθήκευση ½ μεριδίου που κατείχε η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά στο επίδικο ακίνητο. Η εν λόγω υποθήκη ενεγράφη στις 10.5.1999 στο Επαρχιακό Κτηματολόγιο Λευκωσίας και της δόθηκε ο αριθμός XXXXX/1999 (στο εξής η «επίδικη υποθήκη»).

 

8        Η επίδικη υποθήκη εξασφάλιζε υποχρεώσεις μέχρι ποσού Λ.Κ.12.000 πλέον τόκους και έξοδα και αφορούσε πιστωτικές διευκολύνσεις που είχε παραχωρήσει η Ελληνική Τράπεζα προς την εταιρεία J.M.G. Holdings Ltd (παραδεκτό γεγονός). Η XXXXX Θεοφ. Ππασιά και ο σύζυγος της XXXXX Πλατρίτης ήταν συνδεδεμένοι με την εν λόγω εταιρεία. Ως περαιτέρω εξασφάλιση η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά και ο σύζυγος της XXXXX Πλατρίτης είχαν εγγυηθεί προσωπικά και αλληλέγγυα τις υποχρεώσεις της εταιρείας.

 

9        Στις 4.8.2001 υπογράφθηκε από την κυρία XXXXX Θεοφάνη Ππασιά στη Λευκωσία Πωλητήριο Έγγραφο (Τεκμήριο 10) σύμφωνα με το οποίο αυτή πωλούσε ολόκληρο το συμφέρον της στο επίδικο ακίνητο, με αγοραστή τον κ. Θ. Θεμιστοκλέους (παραδεκτό γεγονός). Σύμφωνα με το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 10, η τιμή πώλησης ήταν ΛΚ.75.000.

 

10      Στις 6.8.2001 το πιο πάνω πωλητήριο έγγραφο κατατέθηκε μερίμνη του αγοραστή στο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο Λευκωσίας για τους σκοπούς του περί Πωλήσεως Γης (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου Κεφ. 232 και δόθηκε σε αυτό ο αριθμός ΠΩΕ809/2001. Με την καταχώρηση του πωλητηρίου εγγράφου ενημερώθηκε το μηχανογραφημένο σύστημα το οποίο τηρείτο στο Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας.

 

11      Στις 11.2.2005 η ΣΠΕ Αγίου Αθανασίου εξάλειψε την πρώτη στη σειρά υποθήκη επί του επίδικου ακινήτου με αριθμό XXXXX/99 προς όφελος της (παραδεκτό γεγονός).

 

12      Στις 17.2.2005 έγινε αποδεκτή στο Επαρχιακό Κτηματολογικό γραφείο Λευκωσίας η δήλωση μεταβίβασης με αριθμό Π582/2005 με την οποία η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά μεταβίβασε στον XXXXX Θεμιστοκλέους ολόκληρο το συμφέρον της στο επίδικο ακίνητο για εκπλήρωση των υποχρεώσεων που ανέλαβε με το προαναφερόμενο πωλητήριο έγγραφο ημερομηνίας 6.8.2001 (παραδεκτό γεγονός). Πριν την αποδοχή της δήλωσης μεταβίβασης έγινε έρευνα εμποδίων και διαπιστώθηκε ότι εναντίον του επίδικου ακινήτου δεν ήταν καταχωρημένη στο μηχανογραφημένο σύστημα του Κτηματολογίου η επίδικη υποθήκη. Ενόψει αυτού η δήλωση μεταβίβασης έγινε αποδεκτή ωσάν το επίδικο ακίνητο να ήταν ελεύθερο από εμπράγματα βάρη και αυτό μεταβιβάστηκε στον αγοραστή ελεύθερο βαρών.

 

13      Η επίδικη υποθήκη ήταν αρχικά εγγεγραμμένη στο μητρώο του Κτηματολογίου που τηρείτο χειρόγραφα έναντι του επίδικου ακινήτου (Τεκμήριο 23). Σύμφωνα με τον ΜΥ1 «κατά τη μεταφορά στο [ηλεκτρονικό αρχείο], παρόλο που προϋπήρχε η σημείωση στο σύστημα δεν απορροφήθηκε η Υποθήκη και το κτήμα φαινόταν να είναι ελεύθερο. Κατά τη μεταβίβαση το 2005 το κτήμα μεταβιβάστηκε ως ελεύθερο».

 

14      Το μηχανογραφημένο σύστημα του Κτηματολογίου λειτούργησε στις 21.2.2000. Η επίδικη υποθήκη, παρόλο που σημειώθηκε στο μηχανογραφημένο σύστημα το οποίο ίσχυε τον Απρίλιο του 1999 εν τούτοις «εκ λάθους και/ή λόγω καλόπιστης παράλειψης κατά τη μεταφορά δεδομένων από το Σύστημα εκείνο στο σημερινό Σύστημα δεν έγινε η μεταφορά της Υποθήκης με αρ. XXXXX/1999, με αποτέλεσμα το ακίνητο να φαίνεται ελεύθερο από το εμπράγματο βάρος που δημιουργήθηκε με την εγγραφή της πιο πάνω Υποθήκης με αρ. XXXXX/1999 και να έγινε αποδεκτή δήλωση μεταβίβασης του ακινήτου στον αγοραστή» (Παράγραφος 4(κ) Υπεράσπισης. Σχετική και η μαρτυρία του ΜΥ1).

 

15      Αναφορικά με τον τρόπο που είχε γίνει η μεταφορά από το χειρόγραφο αρχείο στο ηλεκτρονικό, σύμφωνα με τον ΜΥ1 «είχαν γίνει πολλές πιλοτικές δοκιμές με επιτυχία… η 1η υποθήκη πέρασε [στο μηχανογραφημένο σύστημα]. Η [επίδικη υποθήκη] δεν απορροφήθηκε από το σύστημα». Όπως διευκρίνισε, «για την επίδικη υποθήκη αυτή καταχωρήθηκε στο κτηματικό μητρώο (Τεκμήριο 23). Καταχωρήθηκε και στο ηλεκτρονικό σύστημα (Τεκμήριο 24) του data capture. Κατά την τελική μεταφορά όλων των στοιχείων στο σύστημα η [επίδικη υποθήκη] δεν μεταφέρθηκε… Έγινε πιλοτικός έλεγχος σε μεγάλη κλίμακα με θετικότατα αποτελέσματα. Να ελεγχθούν όλα τα εμπράγματα βάρη και στοιχεία ακινήτων είναι αδύνατο. Από τις δοκιμές που έγιναν πριν την τελική λειτουργία του συστήματος είχε καταδειχθεί ότι το σύστημα θα τίθετο σε λειτουργία με άκρως ικανοποιητικά αποτελέσματα. Παρ’ όλα αυτά όπως φάνηκε μετά η [επίδικη υποθήκη] δεν μεταφέρθηκε έναντι του κτήματος».

 

16      Στο μεταξύ στις 25.10.2002 καταχωρήθηκε η αγωγή με αριθμό XXXXX/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού από την Ελληνική Τράπεζα εναντίον της εταιρείας J.M.G. Holdings Ltd και εναντίον, μεταξύ άλλων, της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ως συνεγγυήτριας της ως άνω εταιρείας (Τεκμήριο 6). Οι ενάγοντες αξίωναν, μεταξύ άλλων, εναντίον της XXXXX Θεοφάνη Ππασια διάταγμα του Δικαστηρίου για την εκποίηση της Υποθήκης XXXXX/1999, την πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό του επίδικου ακινήτου και τη διάθεση του προϊόντος αυτής της πώλησης προς ικανοποίηση και/ή έναντι των αξιώσεων της Ελληνικής Τράπεζας.

 

17      Ο XXXXX Πλατρίτης, συνεγγυητής της οφειλέτιδας εταιρείας και σύζυγος της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά, μετοίκησε στο μεταξύ στην Αγγλία. Η Ελληνική Τράπεζα Λτδ είχε εξασφαλίσει διάταγμα για επίδοση της αγωγής XXXXX/2002 εκτός δικαιοδοσίας και επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος δια διπλοσυστημένης επιστολής προς αυτόν όμως η επίδοση δεν κατέστη δυνατό να διενεργηθεί γιατί δεν εντοπίστηκε (Τεκμήριο 9. Σχετική και η μαρτυρία της ΜΕ1).

 

18      Λίγο πριν την εκδίκαση της αγωγής XXXXX/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. η Ελληνική Τράπεζα πληροφορήθηκε ότι ο Εναγόμενος είχε επιτρέψει τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου από την XXXXX Θεοφάνη Ππασιά σε τρίτο πρόσωπο, ελεύθερη από την επίδικη υποθήκη.

 

19      Όταν η Ελληνική Τράπεζα έλαβε γνώση για τη μεταβίβαση του ακινήτου, ελεύθερου από την υποθήκη, εγκατάλειψε το αίτημα για εκποίηση της υποθήκης στην αγωγή XXXXX/2002.

 

20      Στις 20.10.2005 εκδόθηκε στα πλαίσια της αγωγής 7453/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού εκ συμφώνου απόφαση (Τεκμήριο 11) με την οποία η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά διαταζόταν όπως καταβάλει στους Ενάγοντες ΛΚ.19.799,04 με τόκο προς 9% τον χρόνο επί ΛΚ.12.843,75 από 27.6.2005 μέχρι εξοφλήσεως πλέον έξοδα (παραδεκτό γεγονός) (στο εξής το «εξ αποφάσεως χρέος»).

 

21      Μετά την έκδοση της απόφασης στην αγωγή XXXXX/2002, η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά μετοίκησε στην Ελλάδα, σε άγνωστη διεύθυνση.

 

22      Η εταιρεία J.M.G. Holdings Ltd δεν διαθέτει, ούτε διέθετε, ακίνητη περιουσία (Τεκμήριο 7). Από το ηλεκτρονικό σύστημα του Εφόρου Εταιρειών προκύπτει ότι η εταιρεία δεν έχει διαγραφεί από το μητρώο λόγω ένστασης που υποβλήθηκε στη διαγραφή της από πιστωτή (Τεκμήριο 8).

 

23      Η Hellenic Bank Public Company Limited ενέγραψε την απόφαση που εξασφάλισε υπέρ της στην αγωγή XXXXX/2002 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού σε μερίδια ακινήτων στα οποία δικαιούται η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά. Συγκεκριμένα:

 

(α)     Στις 7.8.2008 η απόφαση εγγράφηκε στο σχετικό μητρώο του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας με αριθμό Ε.Β. 1625/2008 στα ακίνητα με αριθμούς εγγραφής XXXXX/Φ/Σχ/28/39, Τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι και XXXXX/Φ/Σχ.28/45, Τεμ. XXXXX, στην Ευρύχου. Σε κάθε ένα εκ των ακινήτων αυτών η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά είναι ιδιοκτήτρια κατά 5/12 μερίδιο. (Τεκμήριο 2)

 

(β)      Στις 21.2.2009 η απόφαση εγγράφηκε στο σχετικό μητρώο του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας με αριθμό Ε.Β. 168/2009 στα ακίνητα με αριθμούς εγγραφής XXXXX/Φ/Σχ. 28/39, Τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι και XXXXX/Φ/Σχ.28/39, Τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι. Σε κάθε ένα εκ των δύο αυτών ακινήτων η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά είναι ιδιοκτήτρια κατά 35/588 μερίδιο. (Τεκμήριο 1)

 

24      Το 2011 η Ελληνική Τράπεζα αιτήθηκε την πώληση των τεσσάρων ακινήτων που επιβαρύνθηκαν με τα ΜΕΜΟ Ε.Β. 168/2009 και 1625/2008. Στις 7.12.2011 η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ενημερώθηκε με επιστολές από τον Επαρχιακό Κτηματολογικό Λειτουργό Λευκωσίας ότι τα πιο πάνω ακίνητα θα πωληθούν δια δημοπρασίας για ικανοποίηση του εξ αποφάσεως χρέους. (Τεκμήρια 3 και 4). Μέχρι σήμερα τα ακίνητα δεν έχουν πωληθεί.

 

25      Για τα πιο πάνω ανταλλάχθηκε αλληλογραφία μεταξύ της Ελληνικής Τράπεζας και του Εναγόμενου (δέσμη, Τεκμήριο 14). Στην αλληλογραφία αυτή περιλαμβάνεται:

 

(α)       Επιστολή της Ελληνικής Τράπεζας προς τον Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογίου Λευκωσίας ημερομηνίας 20.12.2005 την οποία η Τράπεζα ανέφερε ότι «λόγω αμέλειας και/ή λάθους εκ μέρους σας, επετράπη από εσάς η μεταβίβαση του εν λόγω ενυπόθηκου ακινήτου εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεση της Τράπεζας σε 3ο άτομο δηλ. η μεταβίβαση έγινε έως να μην υπήρχε η υποθήκη προς όφελος της Τράπεζας». Στην επιστολή αυτή – καθώς και σε άλλες μεταγενέστερες, η Τράπεζα ζητά «είτε (α) να επαναφέρετε τα πράγματα στην πρότερη τους κατάσταση δηλ. το ακίνητο να ξαναμεταβιβαστεί στην ενυπόθηκο οφειλέτιδα XXXXX Θεοφάνη Ππασιά, βεβαρημένο με την υποθήκη προς όφελος μας χωρίς η τράπεζα να χάσει οποιουσδήποτε τόκους είτε (β) να αποζημιωθεί για το ποσό της υποθήκης πλέον τους τόκους και οποιαδήποτε άλλα έξοδα τυχόν υποστεί γι’ αυτή την υπόθεση».

 

(β)       Επιστολή ημερομηνίας 15.1.2009 με την οποία το Τμήμα Κτηματολογίου και Χωρομετρίας απάντησε στην πιο πάνω επιστολή της Ελληνικής Τράπεζας, μετά από δύο υπενθυμητικές επιστολές της Τράπεζας που είχαν μεσολαβήσει. Στην εν λόγω επιστολή το Κτηματολόγιο αναφέρει ότι το θέμα έχει διαβιβαστεί στο Γενικό Εισαγγελέα για γνωμοδότηση και αναμένεται η απάντηση του.

 

(γ)       Ακολουθεί δεύτερη επιστολή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προς την Τράπεζα ημερομηνίας 20.8.2009. Σε αυτή γίνεται αναφορά στα ΜΕΜΟ που είχαν εγγραφεί επί μεριδίων της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά στα προαναφερόμενα τέσσερα ακίνητα από την Ελληνική Τράπεζα καθώς και ότι «θα ήταν καλύτερα να προχωρήσετε σε διαδικασία εκποίησης των ακινήτων τα οποία επιβαρύνθηκαν με τα ΜΕΜΟ Ε.Β. 1625/2008 και Ε.Β. 168/2009, αφού έχετε ήδη εξασφαλίσει απόφαση του Δικαστηρίου εναντίον της συγκεκριμένης οφειλέτιδας σας, για το οφειλόμενο προς τον ενυπόθηκο δανειστή ποσό. Παράλληλα, διατηρείτε το δικαίωμα σας για λήψη δικαστικών μέτρων εναντίον της Δημοκρατίας για τυχόν ζημιά που έχετε υποστεί εάν και όποτε εσείς κρίνετε σκόπιμο να λάβετε οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα».

 

26      Κανένα ποσό έχει εισπραχθεί μέχρι σήμερα έναντι του εξ αποφάσεως χρέους. Στις 7.5.2019 το υπόλοιπο του εξ αποφάσεως χρέους ανερχόταν στο συνολικό ποσό των €84.434,42, περιλαμβανομένων τόκων μέχρι εκείνη την ημερομηνία, πλέον €8.235,56 σε δικηγορικά έξοδα περιλαμβανομένου του τόκου επί των εξόδων μέχρι εκείνη την ημερομηνία (Τεκμήριο 12).

 

27      Σύμφωνα με τον εκτιμητή του Κτηματολογίου, ΜΥ2:

 

(α)     για το επίδικο ακίνητο, με τις αξίες που ίσχυαν στις 22.11.2005, η αγοραία αξία του ½ μεριδίου που κατείχε η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €182.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €164.000 (Τεκμήριο 25).

 

(β)      επίσης, με τις αξίες που ίσχυαν στις 28.6.2019:

 

(ι)      για το ακίνητο με αρ. τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι, η αγοραία αξία του 5/12 μεριδίου της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €7.300 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €6.600 (Τεκμήριο 27).

 

(ιι)     για το ακίνητο με αρ. τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι, η αγοραία αξία του 35/588 μεριδίου της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €360 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €320 (Τεκμήριο 26).

 

(ιιι)     για το ακίνητο με αρ. τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι, η αγοραία αξία του 35/588 μεριδίου της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €240 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €220 (Τεκμήριο 26).

 

(ιν)     για το ακίνητο με αρ. τεμ. XXXXX, στην Ευρύχου, η αγοραία αξία του 5/12 μεριδίου της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €14.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €12.600 (Τεκμήριο 27).

 

28      Ο ιδιώτης εκτιμητής ακινήτων ΜΕ2:

 

(α)     υιοθετώντας σχετική Έκθεση που είχε ετοιμάσει και την οποία παρουσίασε (Τεκμήριο 20), καταλήγει ότι με τις αξίες που ίσχυαν στις 22.11.2005, η αγοραία αξία του ½ μεριδίου του επίδικου ακινήτου που ανήκε στην XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €219.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €164.000.

 

(β)      συμφώνησε επίσης με την εκτίμηση Τεκμήριο 15 (στην οποία αναφορά γίνεται πιο κάτω) σε σχέση με την αγοραία αξία και αξία καταναγκαστικής πώλησης των ακινήτων με αριθμούς τεμαχίου XXXXX, XXXXX και XXXXX, στο Νικητάρι. Για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής XXXXX, στην Ευρύχου, εξήγησε ότι «η αξία του εν λόγω ακινήτου θα μπορούσε να είναι χαμηλότερη από αυτή που υπέδειξε ο συνάδελφος [στο Τεκμήριο 15]».

 

29      Σύμφωνα με εκτίμηση που εξασφάλισε η Ελληνική Τράπεζα από τους εκτιμητές ακινήτων Αντώνης Λοΐζου & Συνεργάτες σε σχέση με το επίδικο ακίνητο (Τεκμήριο 13), με τις αξίες που ίσχυαν στις 27.2.2009, η αγοραία αξία του ½ μεριδίου που ανήκε στην XXXXX Θεοφάνη Ππασιά στο επίδικο ακίνητο ήταν €380.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €304.000.

 

30      Σύμφωνα με τις δύο εκθέσεις εκτίμησης (Τεκμήριο 15) του εκτιμητικού γραφείου Xenios Stephanou & Associates που εξασφάλισε η Ελληνική Τράπεζα για τα τέσσερα ακίνητα που επιβαρύνθηκαν με τα ΜΕΜΟ Ε.Β. 1625/2008 και 168/2009, με τις αξίες που ίσχυαν στις 5.9.2014:

 

(α)     για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι η αγοραία αξία του 5/12 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €6,500 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €4,800.

 

(β)      για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι, η αγοραία αξία του 35/588 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €320 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €240.

 

(γ)      για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι, η αγοραία αξία του 35/588 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €215 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €165.

 

(δ)      για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, στην Ευρύχου, η αγοραία αξία του 5/12 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €9.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €6,700.

 

31      Σύμφωνα επίσης με την έκθεση εκτίμηση του εκτιμητή XXXXX Κουρουσίδη που εξασφάλισε η Ελληνική Τράπεζα (Τεκμήριο 16), με αξίες που ίσχυαν στις 26.4.2018:

 

(α)     για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, το Νικητάρι, η αγοραία αξία του 5/12 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €3.260.

 

(β)      για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, το Νικητάρι, η αγοραία αξία του 35/588 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €39.

 

(γ)      για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, στο Νικητάρι, η αγοραία αξία του 35/588 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €107.

 

(δ)      για το ακίνητο με αριθμό εγγραφής 0/XXXXX, τεμ. XXXXX, στην Ευρύχου, η αγοραία αξία του 5/12 μεριδίου του οποίου είναι ιδιοκτήτρια η XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν €12.000.

 

Αυτά είναι συνοπτικά τα ουσιαστικά γεγονότα που περιβάλλουν την υπόθεση και τα δεδομένα επί των οποίων πρέπει να βασίσω την απόφαση μου.

 

Στη βάση των πιο πάνω ευρημάτων αναφορικά με τα γεγονότα, παραμένει να εξεταστεί εάν αυτά στοιχειοθετούν, στον απαιτούμενο βαθμό τη βάση αγωγής που η Ενάγουσα επικαλείται και τις θεραπείες που αξιώνει.

 

Θα ξεκινήσω από τους ισχυρισμούς που προβάλλει ο Εναγόμενος στην Υπεράσπιση του.

 

Η πλευρά του Εναγόμενου προβάλλει τη θέση ότι η αγωγή είναι πρόωρη γιατί η Ενάγουσα «δεν αποτάθηκε στον Εναγόμενο και/ή στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας προς διόρθωση του ισχυριζόμενου λάθους σύμφωνα με τα άρθρα 50 και 51 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμο του 1965, Ν 9/1965 ως έχει τροποποιηθεί, σύμφωνα με τα οποία παρέχεται εξουσία στον Εναγόμενο και/ή στον Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας να προβεί στη διόρθωση του ισχυριζόμενου λάθους και/ή παραλείψεως όπως προνοείται σύμφωνα με το άρθρο 61 του Κεφ. 224 – ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) νόμος. Ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι ο μόνος αρμόδιος να προβεί στη διόρθωση του λάθους ή παράλειψης σχετικά με την εγγραφή ακινήτου και υποθήκης σε αυτό είναι σύμφωνα με τη νομολογία και τα άρθρα 50 και 51 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν. 9/1965ως έχει τροποποιηθεί και του άρθρου 61 του Κεφ. 224 – ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος, τα οποία δίνουν το δικαίωμα στο Διευθυντή του Τμήματος Κτηματολογίου και Χωρομετρίας, να αποφασίζει και να υπόκειται η απόφαση του σε έφεση κατά το άρθρο 80 του Κεφ. 224 - ο περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμος».

 

Οι σχετικές διατάξεις των άρθρων 50 και 51 του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965, Ν 9/1965 προβλέπουν τα εξής:

 

50. Οσάκις λόγω λάθους, παραλείψεως, ψευδούς βεβαιώσεως, πλαστοπροσωπίας ή ψευδούς παραστάσεως, καλή τη πίστει γενομένης ή δολίας τοιαύτης, αναφορικώς προς οιονδήποτε των εν τω παρόντι Νόμω αναφερομένων ζητημάτων διενεργηθή η εγγραφή μεταβιβάσεως ή υποθήκης ακινήτου ή η εγγραφή μεταβιβάσεως υποθήκης, ο Διευθυντής δύναται μετά την διαπίστωσιν των αληθών γεγονότων να προβή εις τροποποίησιν ή, κατά τας περιστάσεις, ακύρωσιν της τοιαύτης εγγραφής, ως εάν επρόκειτο περί λάθους ή παραλείψεως ως προνοείται εν άρθρω 61 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου αι διατάξεις δε του ειρημένου άρθρου εφαρμόζονται, τηρουμένων των αναλογιών, επί της τοιαύτης τροποποιήσεως ή ακυρώσεως εγγραφής υπό τας προμνησθείσας περιστάσεις, ως αύται εφαρμόζονται επί της διορθώσεως λαθών ή παραλείψεων…

 

51.-(1) Παν πρόσωπον ούτινος τα νόμιμα συμφέροντα παραβλάπτονται εξ οιασδήποτε διαταγής, γνωστοποιήσεως ή αποφάσεως του Διευθυντού δυνάμει του παρόντος Νόμου, δύναται εντός τριάκοντα ημερών από της κοινοποιήσεως εις αυτόν των άνω να υποβάλη έφεσιν τω Επαρχιακώ Δικαστηρίω επί τούτω αι διατάξεις των άρθρων 80 και 81 του περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Νόμου και των περί Ακινήτου Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμησις) Κανονισμών θα τυγχάνωσι, τηρουμένων των αναλογιών, εφαρμογής επί της τοιαύτης εφέσεως ως και επί εφέσεως ασκηθείσης δυνάμει των διατάξεων του ειρημένου Νόμου…»

 

Η παρούσα περίπτωση δεν εμπίπτει στα πλαίσια του άρθρου 50 του Ν. 9/1965 γιατί δεν αφορά την εγγραφή μεταβιβάσεως ή υποθήκης ακινήτου ή την εγγραφή μεταβιβάσεως υποθήκης ή τροποποίησης ή ακύρωσης εγγραφής.

 

Το άρθρο 51 επίσης δεν τυγχάνει εφαρμογής αφού στην παρούσα περίπτωση δεν είχε ληφθεί οποιαδήποτε σχετική διαταγή, γνωστοποίηση ή απόφαση του Διευθυντή η οποία να γνωστοποιήθηκε στην Ελληνική Τράπεζα.

 

Προχωρώντας, το άρθρο 61 του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή, Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου, Κεφ. 224, αυτό προβλέπει τα εξής:

 

«61.-(1) Ο Διευθυντής δύναται να διορθώσει οποιοδήποτε λάθος ή παράλειψη στο Κτηματικό Μητρώο ή σε οποιοδήποτε βιβλίο ή σχέδιο του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ή σε οποιοδήποτε πιστοποιητικό εγγραφής, και κάθε τέτοιο Μητρώο, βιβλίο, σχέδιο ή πιστοποιητικό εγγραφής που διορθώθηκε με τον τρόπο αυτό έχει την ίδια εγκυρότητα και ισχύ όπως αν το λάθος αυτό ή η παράλειψη αυτή να μην είχε γίνει.

 

(2) Όταν λόγω λάθους, παράλειψης, ψευδούς βεβαίωσης ή ψευδούς παράστασης που έγινε καλή τη πίστει ή δόλια, διενεργηθεί οποιαδήποτε εγγραφή σε οποιοδήποτε βιβλίο Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου, ο Διευθυντής δύναται, μετά την διαπίστωση των αληθινών γεγονότων, να προβεί σε ακύρωση της εγγραφής αυτής καθώς και κάθε πιστοποιητικού που σχετίζεται με την εγγραφή αυτή.

 

(3) Καμιά τροποποίηση, διόρθωση ή ακύρωση δεν διενεργείται δυνάμει των διατάξεων του εδαφίου (1) ή (2) εκτός αν δοθεί από το Διευθυντή προηγούμενη ειδοποίηση τριάντα ημερών σε οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο δυνατό να επηρεάζεται από αυτή, και οποιοδήποτε πρόσωπο δύναται, εντός της περιόδου των τριάντα ημερών από την ημερομηνία κατά την οποία δόθηκε η ειδοποίηση αυτή, να καταχωρήσει ένσταση στο Διευθυντή ο οποίος για τούτο εξετάζει αυτή και δίνει ειδοποίηση για την απόφαση του επί αυτής στον ενιστάμενο.»

 

Από το λεκτικό της πιο πάνω διάταξης, δεν προβλέπει συγκεκριμένη συγκεκριμένη διαδικασία που πρέπει να ακολουθηθεί εντός συγκεκριμένης προθεσμίας, η οποία εφόσον δεν λάβει χώρα τότε αυτό να αποτελεί κώλυμα για έγερση αγωγής στο Δικαστήριο.

 

Εν πάση περιπτώσει, στην παρούσα περίπτωση σημειώνω ότι με την επιστολή της Ελληνικής Τράπεζας προς τον Διευθυντή του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας ημερομηνίας 20.12.2005 και με δύο μεταγενέστερες επιστολές (όλες μέρος της δέσμης Τεκμήριο 14), το λάθος στο μητρώο τίθεται εις γνώση του Εναγόμενου και ένα από τα αιτήματα της Ελληνικής Τράπεζας είναι η επαναφορά των πραγμάτων «στην πρότερη τους κατάσταση δηλ. το ακίνητο να ξαναμεταβιβαστεί στην ενυπόθηκο οφειλέτιδα XXXXX Θεοφάνη Ππασιά, βεβαρημένο με την υποθήκη προς όφελος μας». Καμία επί της ουσίας ανταπόκριση υπήρξε στο αίτημα αυτό από την πλευρά του Κτηματολογίου και ο Διευθυντής δεν ακολούθησε τη διαδικασία του άρθρου 61(3) του Κεφ. 224.

 

Συνεπώς δεν συμφωνώ με το συγκεκριμένο επιχείρημα του Εναγόμενου.

 

Ο Εναγόμενος προβάλλει επίσης τη θέση ότι η όποια αξίωση της Ενάγουσας έχει παραγραφεί.

 

Στην παρούσα περίπτωση, σύμφωνα με τη μαρτυρία της ΜΕ1, η Ελληνική Τράπεζα ενημερώθηκε για τη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου ελεύθερο από την υποθήκη πριν την έναρξη της ακρόασης στην αγωγή XXXXX/2002, στις 20.10.2005. Τότε προέκυψε και το αγώγιμο δικαίωμα.

 

Η βασική νομοθεσία επί του ζητήματος της παραγραφής στο κυπριακό δίκαιο ήταν ο περί Παραγραφής Νόμος, Κεφ. 15, μέχρι την κατάργηση του με τον περί Παραγραφής Αγωγίμων Δικαιωμάτων Νόμο του 2012 (Ν.66(Ι)/2012). Σύμφωνα με τις διατάξεις του Κεφ. 15, εκτός όπου καθορίζετο διαφορετικά, οι περίοδοι παραγραφής για διάφορα αγώγιμα δικαιώματα που προβλέπονταν σε άλλους νόμους, δεν επηρεάζονται.

 

Σύμφωνα με την Έκθεση Απαίτησης, η Ενάγουσα εδράζει την απαίτηση της στη βάση ισχυριζόμενης αμέλειας και ισχυριζόμενης παράβασης θέσμιου καθήκοντος.

 

Σ’ ότι αφορά ισχυριζόμενη αμέλεια (άρθρο 51 Κεφ. 148) ο χρόνος παραγραφής καθορίζεται στο άρθρο 68 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 που τέθηκε σε ισχύ το 1959.

 

Με την ψήφιση του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου του 1964, Ν.57/64ουσιαστικά αναστάληκαν όλοι οι χρόνοι παραγραφής που προβλέπονταν σε οποιαδήποτε νομοθετική διάταξη και που ίσχυαν κατά την ημερομηνία που ο Ν.57/64τέθηκε σε ισχύ, ήτοι από τις 30.10.1964[1]. Συνεπεία αυτού, η ισχύς της περιόδου παραγραφής τόσο του Κεφ. 5 όσο και του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148 αναστάληκε τότε με τον Ν.57/64.

 

Ο Ν.57/64καταργήθηκε από τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο, Ν.110(Ι)/2002που τέθηκε σε ισχύ την 1.6.2005. Συνεπώς, από 1.6.2005 που τέθηκε σε ισχύ ο Ν.110(Ι)/2002, τερματίστηκε κάθε αναστολή της περιόδου παραγραφής αγώγιμου δικαιώματος εκτός αυτών που περιέσωσε ρητά ο Ν.110(Ι)/2002. Οι προθεσμίες του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148 δεν περιλαμβάνονται σε εκείνες που ο Ν.110(Ι)/2002διατήρησε την αναστολή τους και επομένως ενεργοποιήθηκαν.

 

Οι διαδοχικές αναστολές προνοιών του Ν.110(Ι)/2002 που θεσπίστηκαν με τους τροποποιητικούς Ν.60(Ι)/2007, Ν.28(Ι)/2008, Ν.34(Ι)/2008, Ν.16(1)/2009, Ν.20(Ι)/2010και Ν.111(Ι)/2010δεν επηρεάζουν το άρθρο 68 του Κεφ. 148 αφού ρητά προβλέπουν ότι αναστέλλουν την εφαρμογή μόνο του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15.

 

Το άρθρο 68(α) του Κεφ. 148, όπως αυτό ήταν διατυπωμένο το 2005 οπόταν και εγέρθηκε το αγώγιμο δικαίωμα στην παρούσα αγωγή προνοούσε ότι:

 

«Καμία αγωγή δεν εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αν αυτή εγερθεί-

 

(α) εντός δύο ετών αμέσως μετά την πράξη ή παράλειψη για την οποία εγέρθηκε η αγωγή.»

 

Η παράγραφος (α) του άρθρου 68, τροποποιήθηκε με τον περί Αστικών Αδικημάτων (Τροποποιητικό) (Αρ. 2) Νόμο του 2006, Ν.171(Ι)/2006ο οποίος τέθηκε σε ισχύ στις 29.12.2006, μετά δηλαδή από την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος στην παρούσα αγωγή. Με την τροποποίηση αυτή, η αναφορά στο άρθρο 68(α) σε «δύο» χρόνια αντικαταστάθηκε με αναφορά σε «τρία» χρόνια.

 

Ο περί Παραγραφής Αγώγιμων Δικαιωμάτων Νόμος του 2012, Ν.66(Ι)/2012που κατάργησε τον Ν. 110(Ι)/2002, δεν λαμβάνεται υπόψη αφού θεσπίστηκε μετά τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας αγωγής και δεν έχει αναδρομική ισχύ.

 

Εφόσον λοιπόν η ισχυριζόμενη αμέλεια στην οποία η Ενάγουσα εδράζει το αγώγιμο δικαίωμα στην παρούσα αγωγή προέκυψε το αργότερο στις 20.10.2005 (οπόταν και εκδόθηκε η εκ συμφώνου απόφαση στην αγωγή), και με δεδομένες τις πρόνοιες του άρθρου 68(α) του Κεφ. 148 (ως τροποποιήθηκε), αυτό το αγώγιμο δικαίωμα της παραγράφηκε το 2008, δηλαδή μετά την παρέλευση τριών ετών από την έγερση του. Η παρούσα αγωγή καταχωρήθηκε στις 3.10.2011, ήτοι μετά την εκπνοή της περιόδου παραγραφής που καθορίζετο από το άρθρο 68(α) του Κεφ. 148.

 

Ο συνήγορος της Ενάγουσας εισηγήθηκε ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στην παράγραφο (β) του άρθρου 68 του Κεφ. 148 και όχι στην παράγραφο (α). Σύμφωνα με το άρθρο 68(β) του Κεφ. 148:

 

«68. Καμιά αγωγή δεv εγείρεται για αστικό αδίκημα, εκτός αv αυτή εγερθεί-

(β) αv τo αστικό αδίκημα πρoκαλεί vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα, εvτός τριών ετώv από τηv κατάπαυση αυτής»

 

Διαφωνώ ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει στο άρθρο 68(β) του Κεφ. 148. Το αγώγιμο δικαίωμα της Ελληνικής Τράπεζας στο βαθμό που στηρίζεται σε ισχυριζόμενη αμέλεια του Εναγόμενου, είχε πλήρως θεμελιωθεί την ημερομηνία κατά την οποία η Ελληνική Τράπεζα έλαβε γνώση για την μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου ελεύθερου από την επίδικη υποθήκη. Από τις δικογραφημένες θέσεις της Ενάγουσας και ως διακρίνεται από τη μαρτυρία που παρουσίασε, κατά την ημερομηνία εκείνη υφίστατο το ισχυριζόμενο καθήκον επιμέλειας του Εναγόμενου έναντι της Ελληνικής Τράπεζας, είχε συντελεστεί η παράβαση του εν λόγω καθήκοντος και η ισχυριζόμενη ανακτήσιμη ζημιά είχε αποκαλυφθεί.

 

Η θέση της Ενάγουσας ότι η ισχυριζόμενη ζημιά αυξανόταν γιατί στο αξιούμενο ποσό προστίθετο τόκος, δεν επαρκή για να «πρoκαλεί vέα ζημιά κατά εξακoλoύθηση από μέρα σε μέρα» στην έννοια του άρθρου 68(β) του Κεφ. 148. Ο τόκος δεν συνιστά «νέα ζημιά» αλλά συνέχιση της ίδιας ισχυριζόμενης ζημιάς. Προοδευτική ή αυξητική τάση υφιστάμενης ζημιάς δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι γεννά νέο αγώγιμο δικαίωμα. Η παρούσα περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι αντίστοιχη περίπτωση «συνεχούς ή συνεχιζόμενου αστικού αδικήματος» (continuous tort) όπως στην περίπτωση συνεχιζόμενης παράνομης επέμβασης ή οχληρίας.

 

Συγκεφαλαιώνοντας τα πιο πάνω, στο βαθμό που η αγωγή εδράζεται στο αστικό αδίκημα της αμέλειας, κρίνω ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ενάγουσας είχε παραγραφεί κατά την ημερομηνία έγερσης της αγωγής.

 

Η Ενάγουσα όμως, διαζευκτικά προς την αμέλεια, επικαλείται και ως βάση αγωγής το αστικό αδίκημα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος.

 

Η παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος δυνατό να στοιχειοθετήσει το αστικό αδίκημα της παράβασης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος[2]. Πρόκειται για αστικό αδίκημα που διακρίνεται από το αστικό αδίκημα της αμέλειας[3]. Στην Κουππαρής ν Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1(Γ) ΑΑΔ 1780, στη σελ. 1784, το Εφετείο αναφέρει τα εξής για το συγκεκριμένο αδίκημα:

 

«Πρόκειται για αστικό αδίκημα γνωστό στο κοινό δίκαιο το οποίο αποτελεί μέρος του Κυπριακού Δικαίου βάσει του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, του 1960, (Ν. 14/60), η μη ενσωμάτωση του οποίου στον Κώδικα Αστικών Αδικημάτων δεν αποκλείει την εφαρμογή του.»

 

Ο περί Αστικών Αδικημάτων Νόμος, Κεφ. 148 δεν προβλέπει εξαντλητικά το σύνολο των αστικών αδικημάτων (torts) για τα οποία μπορεί να εγερθεί αγωγή στην Κύπρο[4]. Αστικά αδικήματα τα οποία αναγνωρίζονται από το κοινοδίκαιο, και για τα οποία δεν γίνεται πρόβλεψη στο Κεφ. 148, αποτελούν μέρος του κυπριακού δικαίου στη βάση του άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.

 

Η θέση του Εναγόμενου είναι ότι, παρά το ότι η παράβαση θέσμιου καθήκοντος δεν περιλαμβάνεται στα αστικά αδικήματα του Κεφ. 148, το ζήτημα της παραγραφής ρυθμίζεται από το άρθρο 68 του Κεφ. 148 εφόσον συνιστά επίσης αστικό αδίκημα. Η συνήγορος του Εναγόμενου εισηγείται ότι ισχύουν τα ίδια ως την περίπτωση της αμέλειας και, συνεπώς, το εν λόγω αγώγιμο δικαίωμα είχε επίσης παραγραφεί κατά την έγερση της αγωγής.

 

Δεν συμφωνώ με αυτή την ανάλυση.

 

Το Κεφ. 148 αφορά και ρυθμίζει, σύμφωνα με το άρθρο 3(1) του Κεφ. 148 τα αστικά αδικήματα «πoυ απαριθμoύvται πιo κάτω στo Νόμo αυτό». Δεν ρυθμίζει τα όσα αφορούν όλα τα αδικήματα αστικής φύσης. Επειδή το αστικό αδίκημα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος δεν είναι ενσωματωμένο στο Κεφ. 148, κρίνω ότι το ζήτημα της παραγραφής του συγκεκριμένου αγώγιμου δικαιώματος δεν ρυθμίζεται από το άρθρο 68 του Κεφ. 148.

 

Εφόσον το άρθρο 68 του Κεφ. 148 δεν εφαρμόζεται σε σχέση με το αστικό αδίκημα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, και δεν υπάρχει σχετική ρύθμιση σε άλλο ειδικό νόμο, η παραγραφή του συγκεκριμένου αγώγιμου δικαιώματος ρυθμιζόταν από το άρθρο 5 του περί Παραγραφής Νόμου, Κεφ. 15 που προνοούσε τα εξής:

 

«5. No action shall be brought upon, for, or in respect of, any cause of action not expressly provided for in this Law, or expressly exempted from the operation of this Law, after the expiration of six years from the date when such cause of action accrued.»

 

Το Κεφ. 15 αναστάλθηκε με τη ψήφιση του περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμου του 1964 Ν. 57/64, ο οποίος στην ουσία ανέστειλε τους χρόνους παραγραφής που καθορίζονταν σε οποιαδήποτε διάταξη νομοθετικής φύσεως που ίσχυε κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν. 57/64.

 

Στη συνέχεια ο Ν. 57/64τροποποιήθηκε από τον περί Αναστολής της Παραγραφής (Τροποποιητικός) Νόμο του 1982 Ν. 36/82. Με το Νόμο αυτό, η «περίοδος αναστολής» ορίζεται πλέον ως η περίοδος που αρχίζει μεν όπως και πριν, ήτοι στις 21.12.1963, αλλά λήγει τρεις μήνες μετά τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε λόγω της τούρκικης εισβολής.

 

Οι περί Αναστολής της Παραγραφής Νόμοι του 1964 και του 1982 καταργήθηκαν από τον περί Αναστολής του Χρόνου Παραγραφής (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμο του 2002 Ν. 110(Ι)/2002, ο οποίος τέθηκε σε ισχύ την 1.6.2005.

 

Ο Νόμος 110(Ι)/2002 δεν τροποποιήθηκε αφού οι μεταγενέστεροι Νόμοι που θεσπίστηκαν και παρέτειναν την εφαρμογή της αναστολής αφορούν τον περί Παραγραφής Νόμο, Κεφ. 15. Οι Νόμοι αυτοί (βλέπε Ν. 60(Ι)/2007, 28(Ι)/2008, 34(Ι)/2008, 16(Ι)/2009, 20(Ι)/2010, 111(Ι)/2010, Ν.41(I)/2011 και Ν. 159(I)/2011) τροποποίησαν μόνο το Κεφ. 15. Δυνάμει αυτών η αναστολή της παραγραφής για βάσεις αγωγής που καθορίζονται στο Κεφ. 15 συνέχισε για όλο τον ουσιώδη χρόνο της παρούσας υπόθεσης.

 

Συνεπώς, τόσο κατά την έγερση του αγώγιμου δικαιώματος στην παρούσα περίπτωση όσο και κατά τον χρόνο καταχώρησης της παρούσας αγωγής, το Κεφ. 15 και ειδικότερα το άρθρο 5 που καθορίζει την περίοδο παραγραφής για το αστικό αδίκημα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος, τελούσε υπό αναστολή.

 

Για αυτούς τους λόγους καταλήγω ότι το αγώγιμο δικαίωμα της Ελληνικής Τράπεζας για κατ' ισχυρισμό παράβαση θέσμιου καθήκοντος δεν είχε παραγραφεί κατά την έγερση της παρούσας αγωγής.

 

Τέλος σε σχέση με αυτό το ζήτημα, ο συνήγορος της Ενάγουσας εισηγήθηκε στην τελική του αγόρευση ότι η παρούσα περίπτωση εμπίπτει και στις πρόνοιες του άρθρου 3(α) του Κεφ. 15 που προβλέπει ότι:

 

3.-(1) Subject to the provisions of this Law, no action shall be brought upon, for or in respect of-

(a) any bond in customary form or any mortgage, after the expiration of fifteen years from the date on which the cause of action accrued;

 

Διαφωνώ με την εισήγηση αυτή. Η παρούσα αγωγή δεν εγέρθηκε για ή σε σχέση με υποθήκη. Η παρούσα αγωγή εγέρθηκε για τα ισχυριζόμενη αστικά αδικήματα της αμέλειας και της παράβασης θέσμιου καθήκοντος. Επί αυτών των βάσεων επιδιώκεται θεραπεία και όχι στη βάση υποθήκης.

 

Όπως αναφέρω πιο πάνω, θεωρώ ότι το συγκεκριμένο αγώγιμο δικαίωμα εμπίπτει στο πεδίο του άρθρου 5 του Κεφ. 15.

 

Στην Υπεράσπιση περιλαμβάνεται επίσης ο ισχυρισμός ότι η Ενάγουσα εμποδίζεται από το να εγείρει τις διάφορες αξιώσεις της ένεκα της καθυστέρησης που έχει επιδείξει στην έγερση της αγωγής (laches).

 

Η αρχή του laches μπορεί να τύχει εφαρμογής σε περιπτώσεις όπου ενάγοντας διεκδικεί θεραπεία που εκπηγάζει από το δίκαιο της επιείκειας. Είναι απόρροια του δόγματος της επιείκειας που ορίζει ότι «delay defeats equity». Ένας διάδικος ο οποίος δεν διεκδικεί με σπουδή τα δικαιώματα του αλλά επιδεικνύει αδικαιολόγητη καθυστέρηση στη λήψη μέτρων για να τα διασφαλίσει, δεν μπορεί να επικαλεστεί τις αρχές της επιείκειας[5].

 

Η διεκδίκηση αποζημίωσης για παράβαση θέσμιου καθήκοντος δεν είναι θεραπεία η οποία εκπηγάζει από το δίκαιο της επιείκειας. Συνεπώς το αντίστοιχο επιχείρημα δεν μπορεί να επιτύχει.

 

Ούτε και τη καθυστέρηση με την οποία ενήργησε η Ελληνική Τράπεζα θα δικαιολογούσε αποστέρηση του δικαιώματος της για προώθηση της αγωγής. Η Ελληνική Τράπεζα είχε διαμαρτυρηθεί προς τον Εναγόμενο από το 2005 με επιστολή της η οποία απαντήθηκε μόλις το 2009. Στην απάντηση του ο Εναγόμενος εισηγείται την εκποίηση των ΜΕΜΟ που η Ελληνική Τράπεζα είχε εγγράψει επί άλλων ακινήτων της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά. Η Ελληνική Τράπεζα αιτήθηκε την εκποίηση τους το 2011 και παράλληλα καταχώρησε την παρούσα αγωγή. Μέχρι σήμερα τα ακίνητα που βαρύνονται με τα ΜΕΜΟ δεν έχουν εκποιηθεί.

 

Προχωρώ να εξετάσω την ουσία της απαίτησης της Ενάγουσας και τις αξιώσεις που εγείρει επικαλούμενη παράβαση θέσμιου καθήκοντος.

 

Αποφασίζοντας κατά πόσο το συγκεκριμένο αστικό αδίκημα μπορεί να στοιχειοθετηθεί, πρέπει να εξεταστεί η πρόθεση του νομοθέτη σε κάθε περίπτωση[6].

 

Όπως επεξηγήθηκε στην Επίσημος Παραλήπτης ν Γεωργίου Εφρέμ Δημητρίου κ.α. (1997) 1 Α.Α.Δ. 336 στη σελ. 353:.

 

«Είναι γεγονός πως ο νόμος δεν δίδει δικαίωμα έγερσης αγωγής για αποζημιώσεις για κάθε περίπτωση που ένα πρόσωπο υφίσταται ζημιά σαν αποτέλεσμα παράβασης θέσμιου καθήκοντος από άλλο. Όταν ο νόμος επιβάλλει τέτοιο καθήκον σε ένα άτομο, η διακρίβωση κατά πόσο δημιουργείται δικαίωμα αγωγής για αποζημιώσεις εξαρτάται από το κατά πόσο το νομοθέτημα είχε σκοπό να επιβάλει το καθήκον αυτό σαν δημόσιο καθήκον, οπότε το πρόσωπο που υπέστη τη ζημιά δεν έχει δικαίωμα αγωγής ή αν επιπρόσθετα προς το δημόσιο καθήκον υπήρχε πρόθεση να επιβάλει το καθήκον αυτό και προς όφελος του προσώπου που υπέστη τη ζημιά, οπότε δημιουργείται το δικαίωμα στο πρόσωπο αυτό να εγείρει αγωγή για αποζημιώσεις. Το Ανώτατο Δικαστήριο είχε την ευκαιρία να ενδιατρίψει επί του θέματος αυτού μεταξύ άλλων και στην Kythreotis v Constantinou (1984) 1 C.L.R. 811, στην οποία γίνεται αναφορά και, σε σχετικές αγγλικές αποφάσεις. Δεν θα ενδιατρίψουμε άλλο στην ανάλυση του θέματος αυτού, αλλά θα περιοριστούμε να αναφέρουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολούμενο με το θέμα αυτό ορθά έθεσε τα ακόλουθα ερωτήματα προς απάντηση επί του θέματος:

 

"(α) Η αγωγή έχει εγερθεί αναφορικά με το είδος της ζημιάς την οποία το συγκεκριμένο νομοθέτημα είχε πρόθεση να αποτρέψει;

 

(β) Ανήκει ο ενάγων στην τάξη που το νομοθέτημα είχε πρόθεση να προστατεύσει;

 

(γ) Είναι η ειδική θεραπεία που προβλέπεται από το νομοθέτημα αρκετή για την προστασία του ζημιωθέντος;"».

 

Στην προκειμένη περίπτωση σχετικές είναι οι πρόνοιες του περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου 1965, Ν. 9/1965, ο οποίος ρυθμίζει ζητήματα που αφορούν την υποθήκευση ακίνητης ιδιοκτησίας.

 

Σύμφωνα με το άρθρο 16(3) του Ν. 9/1965:

 

«Η εγγραφή υποθήκης γίνεται διά της εγγραφής της τοιαύτης υποθήκης έναντι της εγγραφής του υποθηκευομένου ακινήτου και σημειώσεως επί του πιστοποιητικού εγγραφής του ως είρηται ακινήτου, αφορώσης εις την υποθήκην.»

 

Το άρθρο 23 του Ν. 9/1965 καθορίζει τις συνέπειες επιβάρυνσης ακινήτου με υποθήκη. Το άρθρο 31 ρυθμίζει τα όσα αφορούν μεταβίβαση ακινήτου που υποκείμενου σε υποθήκη. Το άρθρο 31(2) προνοεί ότι:

 

«Οσάκις, στη σύμβαση υποθήκης, υπάρχει απαγορευτική ρήτρα για τη μεταβίβαση της κυριότητας ενυπόθηκου ακινήτου, τότε, για τη μεταβίβαση του ακινήτου αυτού, απαιτείται η έγγραφη συγκατάθεση τόσο του ενυπόθηκου δανειστή όσο και των εγγυητών στη σύμβαση, οπόταν το ακίνητο μεταβιβάζεται επιβαρυμένο με την υποθήκη.»

 

Η σύμβαση υποθήκης στην παρούσα περίπτωση περιελάμβανε τέτοια απαγορευτική ρήτρα (παράγραφος 9, Τεκμηρίου 5). Όμως κατά τη μεταβίβαση δεν τηρήθηκαν οι πιο πάνω υποχρεώσεις από μέρους του Κτηματολογίου.

 

Η απαλλαγή ενός ακινήτου από υποθήκη ρυθμίζεται από το άρθρο 34 του Ν. 9/1965. Η παράγραφος 34(1) προβλέπει ότι η απαλλαγή απαιτεί την έγγραφη συναίνεση του ενυπόθηκου δανειστή. Η διαδικασία καθορίζεται λεπτομερώς και συγκεκριμένα και στην παράγραφο 34(3) παρατίθεται επίσης λεπτομερώς η ακολουθητέα διαδικασία και τα καθήκοντα του αρμόδιο κτηματολογικού λειτουργού.

 

Ο Ν.9/1965παρέχει στον ενυπόθηκο δανειστή ειδικά δικαιώματα σε σχέση με την υποθήκη και επιβάλλει συγκεκριμένα καθήκοντα και υποχρεώσεις στον Διευθυντή προς διασφάλιση των δικαιωμάτων αυτών. Επιδίωξη του νομοθέτη ήταν να διαφυλάξει το δικαίωμα του ενυπόθηκου δανειστή στην υποθήκη και να αποτρέψει την απάλειψη της υποθήκης και τη μεταβίβαση του ενυπόθηκου ακινήτου χωρίς τη συγκατάθεση του ενυπόθηκου δανειστή.

 

Οι υποχρεώσεις αυτές των άρθρων 31 και 34 του Ν. 9/1965 δεν τηρήθηκαν από την πλευρά του Κτηματολογίου. Ο Διευθυντής δεν συμμορφώθηκε με τα αντίστοιχα καθήκοντα του. Κατά πόσο το μητρώο του Κτηματολογίου τηρείτο χειρόγραφα ή ήταν μηχανογραφημένο καμία σημασία έχει. Τα καθήκοντα που επιβάλουν οι συγκεκριμένες διατάξεις του Ν. 9/1965 ήταν ρητές και σαφείς. Συνεπεία της μη συμμόρφωσης του Διευθυντή με τα θέσμια καθήκοντα που επέβαλε ο Νόμος, το επίδικο ακίνητο μεταβιβάστηκε, εν αγνοία του ενυπόθηκου δανειστή, χωρίς τη συγκατάθεση του και ελεύθερο από την επίδικη υποθήκη.

 

Ειδική θεραπεία προς την Ελληνική Τράπεζα για τις παραβάσεις αυτές δεν προβλέπεται από το Νόμο. Τα άρθρα 50 και 51 του Νόμου δεν τυγχάνουν εφαρμογής για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω.

 

Συνεπώς, κρίνω ότι σε αυτή την περίπτωση η Ελληνική Τράπεζα είχε δικαίωμα έγερσης αγωγής και διεκδίκησης αποζημίωσης για τις προαναφερθείσες παραβάσεις νόμιμου καθήκοντος από μέρους των αρμόδιων κρατικών λειτουργών.

 

Η συνήγορος του Εναγόμενου εισηγήθηκε στην τελική της αγόρευση ότι η δικογράφηση της συγκεκριμένη βάσης αγωγής είναι ελαττωματική σε τέτοιο βαθμό ώστε να στερεί από την Ενάγουσα το δικαίωμα προώθησης της.

 

Δέχομαι ότι η δικογράφηση των θέσεων της Ενάγουσας για την ισχυριζόμενη παράβαση νόμιμων καθηκόντων όπως καταγράφονται στην Έκθεση Απαίτησης δεν είναι η καλύτερη δυνατή. Στην υπόθεση Μ. Σ. Ιακωβίδης Λτδ κ.ά. ν Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση 378/2009, ημερομηνίας 10.7.2015 αναφέρθησαν τα εξής για το θέμα:

 

«Η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης νομίμων καθηκόντων αποτελεί, όπως υποδείχθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας ν Κωστάκη κ.ά. (2008) 1 Α.Α.Δ. 432, σελ. 445-446, συγκεκριμένη θεραπεία του Κοινοδικαίου και δεν πρέπει να υπάρχει σύγχυση ή να επικαλύπτεται με την αξίωση αποζημιώσεων για αμέλεια. Αυτό, έστω και αν η ίδια ζημία, η έκταση της ή το ύψος της, δυνατόν να προέλθει είτε από συμπεριφορά που συνάδει με τη συνήθη αμέλεια, είτε με συμπεριφορά που ισοδυναμεί με διάρρηξη νομίμουκαθήκοντος.

 

Κατά ορθή δικογράφηση, τα δύο αυτά αγώγιμα δικαιώματα θα πρέπει να ξεχωρίζονται όπως υποδεικνύει η υπόθεση London Passenger Transport Board v Upson (1949) A.C. 155 και το σύγγραμμα Bullen & Leak: Precedents of Ρleadings 12η έκδ. σελ. 59-60. Τα ίδια αναφέρονται και στην Ελπινίκη Παναγή κ.ά. ν Παναγιώτη Παναγή (2009) 1 Α.Α.Δ. 145, όπου υποδείχθηκε ότι οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας απαιτούν με τη Δ.19 θ.13, την ιδιαίτερη δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν την παραβίαση των νομίμων καθηκόντων, (δέστε και Annual Practice 1958, Order 19 rule 15, σελ. 468-9). Η αναγκαιότητα ορθής και επιμελημένης δικογράφησης έχει βέβαια σημασία ως προς το τι αναμένεται να παρουσιαστεί από τον ενάγοντα προς απόδειξη της υπόθεσης του από πλευράς νομικής τοποθέτησης, ενώ είναι σημαντικό και για τον εναγόμενο να μπορεί να τοποθετηθεί ανάλογα στην υπεράσπιση του.»

 

Η πιο πάνω αρχή υιοθετήθηκε από μεταγενέστερη νομολογία όπως στις υποθέσεις Λέντζας ν. Laos Bros Ltd, Πολιτική Έφεση 140/2011, ημερομηνίας 22.12.2011 και στην πρόσφατη Άριστος Ζαχαροπλάστης ν Κοινοτικό Συμβούλιο Κακοπετριάς, ECLI:CY:AD:2017:A335, Πολιτική Έφεση 330/2011 ημερομηνίας 4.10.2017.

 

Κρίνω όμως ότι η ελαττωματική δικογράφηση στην παρούσα περίπτωση δεν πρέπει να εμποδίσει την Ενάγουσα στην προώθηση των αξιώσεων της. Στην Παπακώστα ν Κοινοτικό Συμβούλιο Χλώρακας, ECLI:CY:AD:2019:A238, Πολιτική Έφεση 214/2013, ημερομηνίας 24.6.2019, αναφέρθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«στην προκειμένη περίπτωση δεν φαίνεται να δημιουργήθηκε οποιοδήποτε πρόβλημα κατά τη διεξαγωγή της ακρόασης πρωτόδικα από τη μη ενδεδειγμένη και ορθή δικογράφηση των λεπτομερειών που αφορούν στην παραβίαση των νομικών καθηκόντων του εφεσίβλητου».

 

Θεωρώ ότι το πιο πάνω σκεπτικό εφαρμόζεται κατ’ αναλογία και στην παρούσα υπόθεση.

 

Όσα περιλαμβάνονται στην παράγραφο 7 και 10 της Έκθεσης Απαίτησης κρίνω ότι επαρκούν ώστε να είχε αντιληφθεί ο Εναγόμενος τους ισχυρισμούς και θέσεις της Ενάγουσας και να απαντήσει.

 

Σε κανένα στάδιο της ακροαματικής διαδικασίας διέκρινα ότι ο Εναγόμενος ήταν σε μειονεκτική θέση ένεκα του τρόπου δικογράφησης της απαίτησης. Δεν διέκρινα επίσης να υπήρξε οποιαδήποτε ασάφεια ή παρερμηνεία των θέσεων της Ενάγουσας. Ο ίδιος ο Εναγόμενος στην Υπεράσπιση του αναφέρεται στις διατάξεις του Ν. 9/1965 και το ζήτημα της δικογράφησης εγείρεται μόνο στην τελική αγόρευση της συνηγόρου του Εναγόμενου.

 

Για αυτούς του λόγους, δεν συμφωνώ με την εισήγηση της συνηγόρου του Εναγόμενου ότι η δικογράφηση της συγκεκριμένης βάσης αγωγής εμποδίζει την Ενάγουσα από το να προωθεί την αξίωση της σε αυτή τη βάση.

 

Ο τρόπος που ενήργησε ο Εναγόμενος κατάργησε ουσιαστικά το δικαίωμα της Ελληνικής Τράπεζας να διεκδικήσει από την XXXXX Θεοφάνη Ππασιά τα οφειλόμενα στη βάση της επίδικης υποθήκης. Εξάλειψε ουσιαστικά το υπέρ της Ελληνικής Τράπεζας εμπράγματο βάρος και το δικαίωμα της Ελληνικής Τράπεζας επί του επίδικου ακινήτου προς ικανοποίηση της οφειλής.

 

Η μαρτυρία στοιχειοθετεί επαρκώς τη θέση της Ενάγουσας ότι υπήρξε παράβαση θέσμιου καθήκοντος από τον Εναγόμενο. Ενόψει αυτού, ακολουθεί ότι η Ενάγουσα δικαιούται να αποζημιωθεί για ζημιά που υπέστη συνεπεία της παράβασης αυτής.

 

Ως γενική αρχή, ζημιά που επιδέχεται αποζημίωσης είναι ζημιά που ακολουθεί ως άμεση και φυσική απόρροια της παράβασης θέσμιου καθήκοντος.

 

Η θεραπεία που αξιώνει η Ενάγουσα με την παρούσα αγωγή είναι όπως επιδικαστεί εναντίον του Εναγόμενου το ποσό του εξ αποφάσεως χρέους. Πρόκειται για το ίδιο ποσό που θα είχε το δικαίωμα να εισπράξει μέσω της εκποίησης της επίδικης υποθήκης.

 

Αναφορικά με την αξία του επίδικου ακινήτου, σχετικές είναι οι εκτιμήσεις Τεκμήρια 13, 20 και 25 καθώς και η μαρτυρία του ΜΥ2.

 

Σύμφωνα με αυτή τη μαρτυρία του ΜΥ2, εκτιμητή του Κτηματολογίου, όπως την εξήγησε κατά τη μαρτυρία του και όπως καταγράφεται στο Τεκμήριο 25, κατά τις 25.11.2005, η αγοραία αξία του ½ μεριδίου της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά στο επίδικο ακίνητο ήταν €182.000 ενώ η αξία καταναγκαστικής πώλησης ήταν €164.000.

 

Ο ΜΕ2 όπως επίσης εξήγησε κατά τη μαρτυρία του και όπως καταγράφεται στο Τεκμήριο 20, κατά την ίδια ημερομηνία τοποθετεί την αγοραία αξία σε €219.000 και την αξία καταναγκαστικής πώλησης σε €164.000.

 

Στην εκτίμηση Τεκμήριο 13 που αφορά τις αξίες που ίσχυαν 27.2.2009, η αγοραία αξία εκτιμάται σε €380.000 ενώ η αξίας καταναγκαστικής πώλησης σε €304.000.

 

Τα πιο πάνω – και ειδικότερα η μαρτυρία του εκτιμητή που παρουσίασε ο Εναγόμενος, ΜΥ2, - καταδεικνύουν ότι με την εκποίηση της υποθήκης, κατά λογική πρόβλεψη και κατά το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το προϊόν πώλησης θα επαρκούσε για την εξόφληση της επίδικης υποθήκης XXXXX/1999. Το υπόλοιπο του χρέους που εξασφαλιζόταν με την επίδικη υποθήκη ήταν, κατά την έκδοση της Δικαστικής απόφασης στην αγωγή 7453/2002, ΛΚ.19.799,04 πλέον τόκος προς 9% επί ποσού ΛΚ.12.843,75 από 27.6.2005.

 

Σημειώνω επίσης ότι η πρώτη υποθήκη XXXXX/1999 είχε ήδη εξαλειφτεί από τον δικαιούχο ενυπόθηκο δανειστή αυτής από 11.2.2005, πολύ πριν την έκδοση της δικαστικής απόφασης στην αγωγή XXXXX/2002 η οποία εκδόθηκε στις 20.10.2005.

 

Υπενθυμίζω περαιτέρω ότι επί του μεριδίου της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν κατατεθειμένο το πωλητήριο έγγραφο Τεκμήριο 10 από 6.8.2001. Η μεταβίβαση δυνάμει αυτού έγινε στις 17.2.2005. Η τιμή αγοράς του μεριδίου της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ήταν ΛΚ.75.000, ποσό που θα εξοφλούσε την οφειλή προς την Ελληνική Τράπεζα η οποία εξασφαλιζόταν με την επίδικη υποθήκη.

 

Αυτές οι διαπιστώσεις με οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει στον απαιτούμενο βαθμό τη ζημιά που έχει υποστεί και το αντίστοιχο ποσό που αξιώνει.

 

Πριν ολοκληρώσω σημειώνω ότι συνιστά επίσης δικογραφημένη θέση του Εναγόμενου ότι «η παρούσα αγωγή αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας διότι το δάνειο των Εναγόντων έχει εξασφαλιστεί με την καταχώρηση της αγωγής XXXXX/2002 στην οποία εκδόθηκε απόφαση ημερομηνίας 20/10/2005 και η οποία έχει καταχωρηθεί και ως εμπράγματο βάρος ήτοι ΜΕΜΟ []και με την παρούσα αγωγή [η Ενάγουσα] επιδιώκει το αυτό αποτέλεσμα».

 

Δεν διακρίνω κατάχρηση ή πρόθεση κατάχρησης από την πλευρά της Ενάγουσας. Η έκδοση της απόφασης στην αγωγή XXXXX/2002 και η εγγραφή της απόφασης εκείνης επί ακίνητης περιουσίας της XXXXX Θεοφάνη Ππασιά με τα Ε.Β. 1625/2008 και Ε.Β. 168/2009 δεν συνιστά «εξασφάλιση του δανείου» που είχε παραχωρηθεί στην εταιρεία J.M.G. Holdings Ltd Κατάχρηση θα διαπιστώνετο εάν η Ενάγουσα είχε εισπράξει το όλο ή μέρος του εξ αποφάσεως χρέους και συνέχιζε να προωθεί και την παρούσα αγωγή με την οποία ζητά αποζημίωση για την ίδια ζημιά. Το δεδομένο είναι ότι κανένα ποσό έχει εισπραχθεί μέχρι σήμερα έναντι του εξ αποφάσεως χρέους και τα ακίνητα που βαρύνονται με ΜΕΜΟ δεν έχουν εκποιηθεί παρά σχετικό αίτημα της Ενάγουσας το οποίο χρονολογείται από 2011.

 

Τέλος, στην Υπεράσπιση του ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι «η αποδοχή της δήλωσης μεταβίβασης απαλλαγμένη εμπράγματου έγινε από το Τμήμα Κτηματολογίου εξ λάθους και/ή από καλόπιστη παράλειψη ενώ η κυρία XXXXX Θεοφάνη Ππασιά και η οφειλέτιδα εταιρεία γνώριζαν και/ή όφειλαν και/ή έπρεπε να γνωρίζουν την ύπαρξη των επιβαρύνσεων τις οποίες απέκρυψαν δολίως και/ή ενεργώντας αμελώς και/ή για επίτευξη ιδίου οφέλους από το οποίο η κυρία XXXXX Θεοφάνη Ππασιά και η εταιρεία J.M.G Holdings Ltd κατέστησαν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι και σε βάρος του Ενάγοντα και σε περίπτωση έκδοσης απόφασης κατά του Εναγόμενου θα καταστούν αδικαιολογήτως πλουσιότεροι και σε βάρος του Εναγόμενου».

 

Όπως αναφέρω στην αρχή της απόφασης μου, η πλευρά του Εναγόμενου δεν έχει προβεί σε διαβήματα για να προσθέσει ως διάδικο στην αγωγή την XXXXX Θεοφάνη Ππασιά ή άλλο πρόσωπο. Δεν μπορώ να προβώ σε ευρήματα αναφορικά με τις προθέσεις ή ενέργειες τρίτου προσώπου, μη διάδικου. Τα γεγονότα που συνθέτουν το υπόβαθρο της παρούσας υπόθεσης που παραθέτω πιο πάνω, δεν επιτρέπουν και δεν οδηγούν στο συμπέρασμα που εισηγείται ο Εναγόμενος με τον πιο πάνω ισχυρισμό της Υπεράσπισης του.

 

Καταλήγω, για τους λόγους που εξηγώ, ότι η Ενάγουσα έχει αποδείξει τη βάση αγωγής της που αφορά παράβαση θέσμιου καθήκοντος καθώς και το ποσό που αξιώνει.

 

Εκδίδεται απόφαση υπέρ τη Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου ως η απαίτηση για ποσό €33.794,50 πλέον τόκο προς 9% ετησίως επί ποσού €21.943,57 από 27.6.2005 μέχρι εξόφλησης.

 

Νοείται ότι με την πληρωμή του ποσού της απόφαση η Ενάγουσα θα μεριμνήσει για την απάλειψη των ΜΕΜΟ Ε.Β.1625/2008 και 168/2009 του Επαρχιακού Κτηματολογικού Γραφείου Λευκωσίας.

 

Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της αγωγής επιδικάζονται υπέρ της Ενάγουσας και εναντίον του Εναγόμενου. Τα επιδικασθέντα έξοδα, να υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και να εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

(Υπ.) ……….……………………….……………….
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Μυλωνάς ν Μυλωνά (Αρ. 2) (2003) 1 Α.Α.Δ.688 και Φεσσά (ανωτέρω).

[2] Halsbury's Laws of England, 4η έκδοση, Τόμος 44(1), παρ. 1360

[3] Μ.Σ. Ιακωβίδης & Σία Λτδ κ.α. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολιτικές Εφέσεις 378/09 και 386/09, ημερομηνίας 10.7.2015

[4] The Universal Advertising and Publishing Agency and others v Panayiotis A. Vouros, Vol. 19 C.L.R. 87

[5] Σχετικές οι Γιωργαλλά ν Χατζηχριστοδούλου (2000) 1 Α.Α.Δ 2060, ΑΤΗΚ ν. Κλεάνθους (2013) 1Α Α.Α.Δ 158, Nelson v. Rye and another (1996) 2 All E.R 186, Fisher v. Brooker 4 All E.R. 789

[6] Perentis v General Constructions Co Ltd a.o. (1981) 1 C.L.R.1, 16 – 17 και Flourentzou v Christodoulou a.o. (1988) 1 C.L.R. 791


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο