Σαββίδη ν. Τουβανά, Αρ. Αγωγής: 805/2020, 19/1/2021

ECLI:CY:EDLEF:2021:A39

ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. Λ. ΛΟΪΖΟΥ, Ε.Δ.

Αρ. Αγωγής: 805/2020

 

ΜΕΤΑΞΥ:

XXXXX Σαββίδη

Ενάγων

και

 

XXXXX (άλλως XXXXX) Τουβανά

Εναγόμενος

 

 

Αίτηση ημερομηνίας 7/05/20 για έκδοση ενδιάμεσων απαγορευτικών διαταγμάτων

 

Ημερομηνία: 19 Ιανουαρίου 2021

 

Εμφανίσεις:

 

Για τον Ενάγοντα – Αιτητή: κ. Φ. Χατζηϊωάννου για Α.Κ. Χατζηϊωάννου & ΣΙΑ.

Για τον Εναγόμενο  – Καθ’ ου η Αίτηση:  κ.  Γ. Πασιάς για Φοίβο, Χρίστο Κληρίδη & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.

 

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

Εισαγωγή:

 

Η αγωγή καταχωρίστηκε στις 7/05/2020 με Κλητήριο Ένταλμα Γενικώς Οπισθογραφημένο. Αξιώνεται η έκδοση διατάγματος εναντίον του Εναγόμενου που να απαγορεύει και/ή εμποδίζει τον εναγόμενο να σταθμεύει δύο (2) οχήματα και μία (1) μοτοσικλέτα χωρίς αριθμούς εγγραφής και οποιοδήποτε άλλο όχημα σε δημόσιο και ιδιωτικό πεζοδρόμιο σε συγκεκριμένη οδό στη Λευκωσία μπροστά στην είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του Ενάγοντα και μπροστά σε συγκεκριμένο κατάστημα ιδιοκτησίας και κατοχής του Ενάγοντα. Ζητείται επίσης η έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει και/ή εμποδίζει τον εναγόμενο να παροτρύνει τρίτα πρόσωπα να σταθμεύουν στους προαναφερθέντες χώρους.

 

Αξιώνεται επίσης η έκδοση διατάγματος που να απαγορεύει στον Εναγόμενο να μετακινεί τα σκυβαλοσάκουλα που τοποθετεί ο Ενάγων έξω από την είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του Ενάγοντα μέσα στην αυλή του Ενάγοντα.

 

            Αξιώνεται επίσης η επιδίκαση ειδικών και/ή γενικών αποζημιώσεων για ζημιές που υφίσταται ο Ενάγων λόγω της συστηματικής στάθμευσης εκ μέρους του Εναγόμενου των οχημάτων του στους προαναφερθέντες χώρους, συμπεριφορά που κατ’ ισχυρισμό συνιστά ιδιωτική οχληρία και/ή παράνομη επέμβαση και/ή αποστέρηση της απόλαυσης και της χρήσης της ιδιοκτησίας του Ενάγοντα.

           

            Αξιώνεται επίσης η επιδίκαση γενικών και/ή εύλογων αποζημιώσεων για παραβίαση των ανθρωπίνων και/ή συνταγματικών δικαιωμάτων, ήτοι του να τυγχάνει σεβασμού η ιδιωτική ζωή του Ενάγοντα.

 

Περαιτέρω, αξιώνεται η επιδίκαση ειδικών και/ή γενικών αποζημιώσεων για παρότρυνση από τον Εναγόμενο τρίτων προσώπων να διαπράττουν ιδιωτική οχληρία και παράνομη επέμβαση δια της παράνομης στάθμευσης οχημάτων στους προαναφερθέντες χώρους. Αξιώνεται τέλος η επιδίκαση τιμωρητικών και/ή παραδειγματικών αποζημιώσεων καθώς και ποσό ύψους €2.000 ως ενδιάμεση οφέλη (mesne profits) και/ή απώλεια ενοικίων καθώς και ποσού ύψους €50 μηνιαίως από την καταχώρηση της αγωγής και για όσο διαρκεί η παράνομη στάθμευση.

 

            Αυθημερόν καταχωρίστηκε από τον Ενάγοντα μονομερώς η υπό κρίση αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων εναντίον του Εναγόμενου (η Αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων). Ζητείται η έκδοση των ακόλουθων διαταγμάτων:

 

«Α.         Διάταγμα Δικαστηρίου απαγορεύων και/ή εμποδίζων τον καθού η αίτηση/εναγόμενο να σταθμεύει παράνομα τα οχήματα κατοχής και/ή ιδιοκτησίας του με αριθμούς εγγραφής XXXXX09, XXXXX97, την μοτοσικλέτα χωρίς αριθμούς εγγραφής και οποιοδήποτε άλλο όχημα στο δημόσιο και ιδιωτικό πεζοδρόμιο ιδιοκτησίας και κατοχής του Ενάγοντα στην οδό XXXXX, XXXXX Λευκωσία μπροστά στην είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του Ενάγοντα και μπροστά στο κατάστημα Αρ.30 ιδιοκτησίας και κατοχής του Ενάγοντα και απαγορεύω στον Εναγόμενο να εμποδίζει την διακινήσει οχημάτων και/ή του Ενάγοντα και/ή επισκεπτών του Ενάγοντα εντός και εκτός του χώρου στάθμευσης, της αυλής και του αποθηκευτικού χώρου από και προς τον δρόμο της οδού Αγίου Ανδρέα και την ορατότητα και θέα της διαφήμισης προς ενοικίαση του καταστήματος Αρ.30 και του ίδιου του καταστήματος κατοχής και ιδιοκτησίας του Ενάγοντα μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό το ως άνω τίτλο και αριθμό της αγωγής.

Β.           Διατάγμα απογορεύων και/ή εμποδίζων τον καθού η αίτηση/εναγόμενο να παροτρύνει και/ή συμβουλεύει και/ή εγκρίνει και/ή συνδράμει και/ή άλλως πως τρίτα πρόσωπα να σταθμεύουν τα οχήματα τους παράνομα στο δημόσιο και/ή ιδιωτικό πεζοδρόμιο ιδιοκτησίας και κατοχής του Ενάγοντα στην οδό XXXXX, XXXXX Λευκωσία μπροστά στη είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του Ενάγοντα και/ή μπροστά στο κατάστημα Αρ.30 που διαφημίζεται προς ενοικίαση ιδιοκτησίας και κατοχής του Ενάγοντα μέχρι την τελική εκδίκαση της υπό το ως άνω τίτλο και αριθμό της αγωγής.»

Η Αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων υποστηρίζεται από την ένορκη δήλωση του Ενάγοντα (στο εξής η Ένορκη Δήλωση Σαββίδη).

 

Το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η χορήγηση οποιασδήποτε θεραπείας στην απουσία της άλλης πλευράς και διέταξε την επίδοση της Αίτησης για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στον Εναγόμενο.

 

Στις 5/06/2020 ο Ενάγων καταχώρησε Έκθεση Απαίτησης. Σε αυτήν παρατίθενται οι λεπτομέρειες της κατ’ ισχυρισμό οχληρίας και/ή παράβασης των εκ του νόμου και σχετικών κανονισμών προβλεπόμενων καθηκόντων του Εναγόμενου και οι λεπτομέρειες των κατ’ ισχυρισμό ζημιών του Ενάγοντα από την ιδιωτική οχληρία και την παράνομη επέμβαση που προκαλείται από τον Εναγόμενο εξαιτίας της κατ’ ισχυρισμό στάθμευσης από την πλευρά του Εναγομένου των οχημάτων και της μοτοσικλέτας του μπροστά στην είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του Ενάγοντα και μπροστά σε συγκεκριμένο κατάστημα ιδιοκτησίας και κατοχής του Ενάγοντα. Η επίδικη στάθμευση λαμβάνει χώρα σύμφωνα με τους δικογραφημένους ισχυρισμούς του Ενάγοντα σε «δημόσιο και ιδιωτικό πεζοδρόμιο ιδιοκτησίας και κατοχής του Ενάγοντα».  

 

Ο Εναγόμενος καταχώρησε Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης στην Αίτηση για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων στις 22/09/2020 (η Ένσταση) που συνοδεύεται από ένορκη δήλωση ίδιας ημερομηνίας του Εναγόμενου (η Ένορκη Δήλωση Τουβανά).

 

Μετά την καταχώρηση της Ένστασης ακολούθησε η καταχώρηση Αίτησης εκ μέρους του Ενάγοντα για χορήγηση άδειας καταχώρισης συμπληρωματικής ένορκης δήλωσης η οποία κατόπιν ακροαματικής διαδικασίας εγκρίθηκε μερικώς. Συγκεκριμένα, επιτράπηκε στον Ενάγοντα να καταχωρήσει με συμπληρωματική ένορκη δήλωση μία βεβαίωση καταγγελίας στην Αστυνομία ημερομηνίας 7/10/2020 εναντίον του Εναγόμενου, η οποία αφορούσε την κατ’ ισχυρισμό παράνομη στάθμευση οχημάτων εκ μέρους του Εναγόμενου καθώς και κατ’ ισχυρισμό ρίψη σκουπιδιών από τον Εναγόμενο.

 

Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση:

 

Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση Σαββίδη, ο Εναγόμενος είναι ιδιοκτήτης συγκροτήματος που αποτελείται από ένα διαμέρισμα στο οποίο διαμένει και τέσσερα καταστήματα. Αναφέρει ότι το διαμέρισμα του έχει δυο εισόδους προς το σκεπασμένο του γκαράζ το οποίο είναι χωρητικότητας δύο αυτοκινήτων. Η μία πρόσβαση με αυτοκίνητο προς το σκεπασμένο γκαράζ είναι από την οδό XXXXX και η άλλη πρόσβαση προς το σκεπασμένο γκαράζ είναι από την οδό XXXXX. Κατά τη θέση του ομνύοντα, ο Εναγόμενος σταθμεύει παράνομα τα οχήματα του μερικώς πάνω στο ιδιωτικό πεζοδρόμιο του Ενάγοντα και μερικώς στο δημόσιο πεζοδρόμιο μπροστά στην είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του. Πρόκειται για την είσοδο που οδηγεί στο σκεπασμένο γκαράζ του από την οδό XXXXX. Επισυνάπτει αριθμό φωτογραφιών που απεικονίζουν οχήματα, μοτοσικλέτα και γενικότερα τον χώρο επί του οποίου σύμφωνα με τη θέση του Ενάγοντα, σταθμεύει ο Εναγόμενος παράνομα.

 

Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση Σαββίδη, 3 μέτρα μπροστά από τα καταστήματα που αποτελούν μέρος του συγκροτήματος που του ανήκει και μπροστά από τις δυο εισόδους που οδηγούν προς το σκεπασμένο γκαράζ του, το πεζοδρόμιο είναι ιδιοκτησίας και κατοχής του ίδιου. Προς τούτο, παραπέμπει στο σχέδιο που συνοδεύει τους τίτλους ιδιοκτησίας τους οποίους έχει επισυνάψει ως Τεκμήριο 1. Παραπέμπει επίσης και σε μία φωτογραφία στην οποία απεικονίζεται μέρος ενός πεζοδρομίου. Ο ομνύων αναφέρει ότι πάνω από το κάγκελο της εισόδου που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του και που βλέπει την οδό XXXXX τοποθέτησε εδώ και χρόνια πινακίδα ότι απαγορεύεται η στάθμευση.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, ο Εναγόμενος διαμένει μαζί με την σύντροφο του στο διπλανό κτίριο του χώρου στάθμευσης και αυλής του διαμερίσματος του στην οδό Αγίου Ανδρέα στον δεύτερο όροφο και στο ισόγειο έχει γραφείο φωτογράφου στο οποίο εργάζεται.

 

Κατά τη θέση του ομνύοντα, ο Εναγόμενος εδώ και τρία χρόνια σταθμεύει συστηματικά παράνομα διάφορα οχήματα πάνω στο «δημόσιο και/ή ιδιωτικό πεζοδρόμιο ιδιοκτησίας και κατοχής» του, όπως ο ίδιος το χαρακτηρίζει, μπροστά στην είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του και μπροστά στο κατάστημα Αρ.30 που διαφημίζει προς ενοικίαση, ιδιοκτησίας και κατοχής του, στην οδό XXXXX στη Λευκωσία.  Κατά τη θέση του ομνύοντα, ο Εναγόμενος σταθμεύει παράνομα μερικώς στο ιδιωτικό του πεζοδρόμιο και μερικώς στο δημόσιο πεζοδρόμιο με αποτέλεσμα να φράσσει και μπλοκάρει την είσοδο και έξοδο οχημάτων στο χώρο στάθμευσης του διαμερίσματος του που βρίσκεται στην οδό XXXXX. Ως αποτέλεσμα των ενεργειών του Εναγόμενου, σύμφωνα με τον ομνύοντα, αυτός δυσκολεύεται να πετάξει τα κλαδεύματα και τα χόρτα του κήπου του αλλά και τα σκύβαλα του σπιτιού του.

 

Περαιτέρω, σύμφωνα πάντα με τη θέση του ομνύοντα, λόγω της στάθμευσης των οχημάτων του Εναγόμενου, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η είσοδος του γκαράζ του για έκτακτες περιπτώσεις, όπως για παράδειγμα πυροσβεστική και ασθενοφόρο και φράσσει επίσης την ορατότητα και θέα στους περαστικούς του καταστήματος που διαφημίζει προς ενοικίαση. Αναφέρεται επίσης σε συνάντηση που είχε με υποψήφιο ενοικιαστή του καταστήματος η ενοικίαση του οποίου δεν προχώρησε επειδή προφανώς, κατά τη θέση του Ενάγοντα, θα έπαιξε δυσμενώς ρόλο το όχημα του Εναγόμενου που ήταν σταθμευμένο μπροστά στο κατάστημα εκείνη την ημέρα.

 

Περαιτέρω, αναφέρεται σε περιστατικό με τρίτο πρόσωπο το οποίο σύμφωνα με τον ομνύοντα, στάθμευε το όχημα του για ένα μήνα μπροστά στο κατάστημα του Ενάγοντα και το οποίο είπε στον Ενάγοντα ότι είναι συνεργάτης του Εναγόμενου και ότι του είχε πει ο Εναγόμενος να σταθμεύει εκεί. Αναφέρει ο ομνύων ότι αφού έκανε παρατήρηση στο τρίτο αυτό πρόσωπο αυτό δεν στάθμευσε ξανά εκεί.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, περί τον Μάρτιο και Απρίλιο του 2020 παρατήρησε και άλλα οχήματα να σταθμεύουν παράνομα και τα οποία, σύμφωνα με τον ίδιο, ανήκαν σε επισκέπτες του Εναγόμενου. Σύμφωνα με τον ομνύοντα, αυτός πιστεύει ότι ο Εναγόμενος παροτρύνει τρίτα πρόσωπα να σταθμεύουν παράνομα.

 

Κατά τον ομνύοντα, εάν δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αφού σύμφωνα με τον ίδιο, είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθεί η αποζημίωση του και εν τω μεταξύ αυτός θα υφίσταται, σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, τις συνέπειες των παράνομων πράξεων του Εναγόμενου.    

Στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρησε ο Ενάγων κατόπιν σχετικής άδειας του Δικαστηρίου αυτός παρουσιάζει μία βεβαίωση καταγγελίας ημερομηνίας 7/10/2020 από τον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας στην οποία καταγράφεται ότι στις 10/09/2019 ο Ενάγων προσήλθε στο συγκεκριμένο αστυνομικό σταθμό αναφέροντας ότι μπροστά στα καταστήματα του σταθμεύουν οχήματα και ότι την προηγούμενη ημέρα είχε σταθμεύσει όχημα με αριθμούς εγγραφής XXXXX09 στο οποίο ο Ενάγων ανύψωσε τους υαλοκαθαριστήρες ως προειδοποίηση για να μην σταθμεύει εκεί. Επίσης ανέφερε ότι την ίδια μέρα βρήκε και τους δικούς του υαλοκαθαριστήρες ανυψωμένους και υποψιάζεται ότι αυτό έγινε από τον ιδιοκτήτη του εν λόγω οχήματος χωρίς όμως να τον δει. Όπως αναφέρεται στην εν λόγω βεβαίωση, επιθυμία του Ενάγοντα ήταν να καταγραφεί το περιστατικό. Αναφέρεται επίσης ότι στις 31/5/2020 προσήλθε εκ νέου ο Ενάγων στον αστυνομικό σταθμό αναφέροντας ότι βρήκε μία σακούλα με σκουπίδια πεταμένη στην αυλή του την οποία είχε βάλει ο ίδιος στο πεζοδρόμιο. Εξέφρασε υποψία εναντίον του γείτονα του ιδιοκτήτη του ως άνω αναφερόμενου οχήματος αλλά δήλωσε ότι δεν τον είδε. Αναφέρεται μάλιστα στην εν λόγω βεβαίωση ότι επικοινώνησε η Αστυνομία με το συγκεκριμένο πρόσωπο ο οποίος αρνήθηκε ότι έκανε κάτι τέτοιο. Καταλήγει η βεβαίωση ότι επιθυμία του Ενάγοντα ήταν και πάλι να καταγραφεί το περιστατικό.

 

Ένσταση - Λόγοι Ένστασης:

 

Ο Εναγόμενος καταχώρησε Ειδοποίηση Πρόθεσης Ένστασης στην υπό κρίση Αίτηση στις 22/9/2020 (στο εξής η Ένσταση). Προβάλλει συνολικά 22 λόγους ένστασης οι οποίοι μπορούν να συνοψισθούν ως ακολούθως:

 

-          Δεν ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν. 14/60.

 

-          Δεν έχει καταδειχθεί το στοιχείο του κατεπείγοντος.

 

-          Η νομική βάση της αίτησης είναι λανθασμένη.

 

-          Τα γεγονότα που υποστηρίζουν την υπό κρίση Αίτηση είναι ψευδή.

 

-          Ο Αιτητής δεν προσήλθε στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια, αποκρύπτοντας ουσιώδη γεγονότα.

 

-          Η υπό κρίση Αίτηση και αγωγή είναι κακόπιστη, καταχρηστική και ενοχλητική.

 

-          Σε περίπτωση έκδοσης των διαταγμάτων ο Εναγόμενος θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά.

 

-          Τα αιτούμενα διατάγματα είναι γενικά και αόριστα με αποτέλεσμα να είναι αδύνατη η παρακολούθηση της εκτέλεσης τους.

 

-          Το ισοζύγιο της ευχέρειας κλίνει υπέρ της απόρριψης της αίτησης.

 

 Η Ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση ίδιας ημερομηνίας του Εναγόμενου, κ. XXXXX Τουβανά (στο εξής η Ένορκη Δήλωση Τουβανά).

 

Η ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Ένσταση:

 

Η εκδοχή του Εναγόμενου όπως προβάλλει μέσα από την Ένορκη Δήλωση Τουβανά, είναι σε συντομία η ακόλουθη:

 

Ο ομνύων αναφέρει ότι είναι ελάχιστες οι φορές που στάθμευσε το όχημα του στο επίδικο σημείο και αυτό έγινε για να ξεφορτώσει τον ακριβό εξοπλισμό που χρησιμοποιεί για την εργασία του, ως επίσης για να ξεφορτώσει πράγματα που αγόρασε για την οικία του, η οποία βρίσκεται δίπλα από την οικία του Ενάγοντα. Αναφέρει επίσης ότι είχε συζητήσει με τον Ενάγοντα για τις περιπτώσεις αυτές και ο Ενάγων του είχε δώσει την συγκατάθεση του. Απορρίπτει ως ψευδή και παραπλανητικό τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι σταθμεύει συστηματικά στον επίδικο χώρο.

 

Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση Τουβανά, καθημερινά σταθμεύουν αρκετά τρίτα πρόσωπα τα οχήματα τους στο πεζοδρόμιο έξω από τα καταστήματα που εμφαίνονται στις φωτογραφίες που παρουσίασε ο Ενάγων καθώς και στο επίδικο σημείο για να εξυπηρετηθούν από το κατάστημα AKIS EXPRESS.

 

Ο ομνύων επίσης αρνείται το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πεζοδρομίου και τα όρια της ιδιοκτησίας του Ενάγοντα και αναφέρει ότι είναι απαραίτητη η μαρτυρία εμπειρογνώμονα για να καταδειχθούν τα όρια. Κατά τη θέση του και σύμφωνα με τη συμβουλή που λαμβάνει από τους δικηγόρους του, το πεζοδρόμιο συνιστά δημόσια οδό, η οποία ανήκει στη Δημοκρατία και προορίζεται για τη διέλευση του κοινού. Αναφέρει όμως ότι ακόμη και σε περίπτωση που μπορούσε ο Ενάγων να αποδείξει το αντίθετο μέσω μαρτυρίας, θα έπρεπε να λάβει μέτρα για περίφραξη ή οριοθέτηση, πράγμα το οποίο ουδέποτε έπραξε.

 

Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση Τουβανά, ο Ενάγων ουδέποτε ασχολήθηκε ούτε τον είδε ποτέ να ασχολείται με το σημείο της εισόδου προς την οικία του από την οδό Αγίου Ανδρέα για τον λόγο ότι δεν χρησιμοποιεί τη συγκεκριμένη είσοδο. Κατά τη θέση του Τουβανά, η είσοδος του Ενάγοντα σαφώς και μπορεί να χρησιμοποιηθεί για έκτακτες περιπτώσεις, ως επίσης η δεύτερη είσοδος που οδηγεί στο ίδιο σημείο της οικίας του.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, ο Ενάγων επιδιώκει, μεταξύ άλλων, την εξασφάλιση αθέμιτου και άδικου οφέλους εναντίον του και ισχυρίζεται αναιτιολόγητα ότι δημιούργησε ή δημιουργεί πρόβλημα στις προσπάθειες του Ενάγοντα να ενοικιάσει το κατάστημα του προβάλλοντας μια κατασκευασμένη, ανυπόστατη και αβάσιμη απαίτηση. Θεωρεί την παρούσα Αγωγή επιπόλαια και ενοχλητική. Σύμφωνα με την Ένορκη Δήλωση Τουβανά, κατά καιρούς ο Ενάγων προκαλεί προβλήματα στην γειτονιά και θεωρεί τον Εναγόμενο ως υπεύθυνο για όποιο όχημα σταθμεύσει στο επίδικο σημείο. Αναφέρει επίσης ότι σε περιπτώσεις που ο Εναγόμενος έχει επισκέψεις είτε από μέλη της οικογένειας του είτε από φίλους του, ο Ενάγων βγαίνει έξω στη γειτονιά, τους φωτογραφίζει και τους ρωτά επιθετικά εάν ο Εναγόμενος τους είπε να σταθμεύουν εκεί.

 

Σύμφωνα με τον ομνύοντα, κάθε φορά που βλέπει σταθμευμένο όχημα στο επίδικο μέρος ο Ενάγων του χτυπά την πόρτα και του υποδεικνύει οχήματα που δεν γνωρίζει και τον απειλεί ότι θα τον καταγγείλει. Αναφέρει επίσης ότι, εξ’ όσον γνωρίζει, ουδεμία επίσημη καταγγελία έχει γίνει μέχρι σήμερα.

 

Σύμφωνα με τη Ένορκη Δήλωση Τουβανά, ο ομνύων δεν προβαίνει σε κάποια ενέργεια που να αποστερεί το δικαίωμα του Αιτητή να απολαμβάνει την ιδιοκτησία του και καμία παρανομία δεν υφίσταται και εν πάση περιπτώσει και να υφίστατο θα έπρεπε να εξεταστεί από την Αστυνομία.

 

Νομική Πτυχή

 

Η έκδοση προσωρινού διατάγματος διέπεται από τις πρόνοιες του άρθρου 32(1) του περί Δικαστηρίων Νόμου, Ν.14/60  το οποίο παρέχει το ουσιαστικό δίκαιο για την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων. Το Άρθρο αυτό παρέχει στο Δικαστήριο ευρεία εξουσία σχετικά με την έκδοση προσωρινών Διαταγμάτων. Το έργο του δικαστηρίου στο στάδιο αυτό είναι περιορισμένο και το Δικαστήριο καλείται να εξετάσει βασικά κατά πόσον ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, ήτοι (α) σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση, (β) πιθανότητα επιτυχίας και (γ) δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εκτός αν δοθεί το διάταγμα. Η κλασική ανάλυση των προϋποθέσεων αυτών έγινε στην υπόθεση Odysseos vPieris Estates Ltd (1982) 1 CLR 557. 

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση προσωρινών διαταγμάτων σύμφωνα με το άρθρο 32 του Ν.14/60 είναι καλά γνωστές και συνοψίσθηκαν, σχετικά πρόσφατα, από το Ανώτατο Δικαστήριο στην Εκδόσεις Αρκτίνος  Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Πολιτική Εφεση Αρ. E7/2018, ημερ. 21.3.2019, καθώς επίσης και στην Κοζάκου κ.α. v. Ν. Νικολάου, Πολιτική Έφεση Αρ. E127/2013, ημερ. 13/6/2019 και Αντώνης και Φούλης Μιχαήλ Λίμιτεδ v Ιωαννίδη, Πολιτική Εφεση Αρ. Ε44/2014, ημερ. 16/7/2019.

 

«Σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση» σημαίνει να αποκαλύπτεται συζητήσιμη υπόθεση με βάση τη δύναμη των δικογράφων.  Όπως εξηγήθηκε περαιτέρω στην Κυριάκου κ.α. ν. Κυριάκου, Πολ. Έφ. Αρ. Ε301/2016, ημερ. 26.9.2017τούτο έχει την έννοια ότι το δικόγραφο αποκαλύπτει αναγνωρισμένο, είτε από το Νόμο (legal right) είτε από το δίκαιο της επιείκειας (equitable right), αγώγιμο δικαίωμα (βλ. Διατάγματα, Γ. Ερωτοκρίτου και Π. Αρτέμη, 1η έκδ., σελ. 55). Όπως αναφέρθηκε στην Resola v. Χρήστου (1998) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1179 με αναφορά στην Odysseos, (ανωτέρω), ο όρος "pleadings" χρησιμοποιείται με την ευρεία του έννοια και όχι ως τεχνικός όρος, εξισούμενος με τις εγγράφους προτάσεις. Ο όρος στα πλαίσια του άρθρου 32 δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι απαιτεί οτιδήποτε πέραν της αποκάλυψης «συζητήσιμης υπόθεσης με βάση τη δύναμη των δικογράφων».[1] Εν τέλει, η εξέταση στο στάδιο αναζήτησης προσωρινού διατάγματος της πρώτης προϋπόθεσης του άρθρου 32 περιορίζεται στη δύναμη των δικογράφων και στα όσα αντικειμενικά προκύπτουν  από αυτά. Το επίπεδο απόδειξης δεν είναι ιδιαίτερα ψηλό, καθώς αναμένεται από τον Ενάγοντα μέσα από τα δικόγραφά του να εγείρει το αγώγιμο δικαίωμά του το οποίο, ως ισχυρίζεται, παραβιάζει η αντίδικη πλευρά.

 

Σε ότι αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32, την πιθανότητα επιτυχίας, το Δικαστήριο προχωρά στην εξέτασή της στην περίπτωση και μόνο όπου έχει ικανοποιηθεί ότι συντρέχει το πρώτο κριτήριο του εν λόγω άρθρου. Η υπόθεση Odysseos (ανωτέρω), ερμηνεύοντας το υπό αναφορά κριτήριο, καθόρισε ότι στο πλαίσιο της νομοθετικής διάταξης του άρθρου 32, δεν θα μπορούσε να είναι οτιδήποτε άλλο εκτός από την αποδεικτική ισχύ της υπόθεσης του Ενάγοντα. Το επίπεδο του αποδεικτικού εμποδίου το οποίο απαιτείται να υπερπηδήσει ο Ενάγων συνίσταται στην τεκμηρίωση «μιας πιθανότητας» επιτυχίας. Κάτι δηλαδή περισσότερο από μια απλή δυνατότητα, αλλά και πολύ λιγότερο από το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, το επίπεδο δηλαδή απόδειξης που απαιτείται για πολιτική αγωγή[2].

 

Το Δικαστήριο, σ' αυτό το στάδιο, κρίνει και αποφασίζει πάνω στην ολότητα του ενώπιον του υλικού χωρίς όμως να καταλήγει σε συμπεράσματα αναφορικά με την πλήρη εξέταση του πραγματικού και νομικού καθεστώτος της υπόθεσης, κάτι το οποίο θα αποτελέσει την κρίση του κατά την εξέταση της ουσίας της υπόθεσης. Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι η διαπίστωση περί του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την έκδοση του διατάγματος. Στο ενδιάμεσο αυτό στάδιο το Δικαστήριο πρέπει να αποφεύγει να καταλήγει σε συμπεράσματα επί σοβαρών και περίπλοκων ζητημάτων που ουσιαστικά θα ισοδυναμούσαν με απόφαση επί της ουσίας της αγωγής.[3]

 Σ΄ αυτά τα πλαίσια και για τους περιορισμένους σκοπούς της διαδικασίας που συνίστανται στη διαπίστωση του κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις του άρθρου 32, όπως ελέχθη στην υπόθεση Σεβαστού ν. Σεβαστού (2002) 1 ΑΑΔ 1980 και υιοθετήθηκε στην υπόθεση Λόρδος ν. Σιακόλας, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε143/2015, ημερομηνίας 23.3.2017:

«. κάποια πρωταρχική, έστω, αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι αναγκαία για να μπορεί το Δικαστήριο να συνεκτιμήσει την αποδεικτική δύναμη της κάθε πλευράς.  Έστω και στην περιορισμένη σφαίρα εξέτασης σε αυτό το πεδίο.»

Η τρίτη προϋπόθεση του άρθρου 32(1) σχετίζεται με τη δυνατότητα απονομής της δικαιοσύνης σε μεταγενέστερο στάδιο. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί[4], η έννοια της δικαιοσύνης δεν συναρτάται με την στενή αντίληψη της υλικής ζημιάς, αλλά με μια πιο ευρεία αντίκρυση της προστασίας των δικαιωμάτων του προσώπου το οποίο επιδιώκει δικαστική θεραπεία. Η αδυναμία στην απονομή πλήρους δικαιοσύνης σε κατοπινό στάδιο συναρτάται από το σύνολο των γεγονότων που περιβάλλουν την υπόθεση. Γενικοί και αόριστοι ισχυρισμοί προς τεκμηρίωση και ικανοποίηση της τρίτης προϋπόθεσης δεν αρκούν, αλλά απαιτείται αιτιολόγηση με σαφή και θετική μαρτυρία.[5]

 

Με δεδομένη την πλήρωση των τριών κριτηρίων του άρθρου 32(1), υπεισέρχεται στην όλη εικόνα το ζήτημα της εξέτασης του πιο σημαντικού ίσως παράγοντα στην έκδοση απαγορευτικών διαταγμάτων, ήτοι, το κατά πόσο είναι «δίκαιον ή πρόσφορον» να εκδώσει το Δικαστήριο το αιτούμενο διάταγμα. Το Δικαστήριο ενεργώντας με βάση τους κανόνες του δικαίου της επιείκειας, διατηρεί σε κάθε περίπτωση την ευχέρεια να αρνηθεί την έκδοση απαγορευτικού διατάγματος, έστω και αν τηρούνται οι τυπικές προϋποθέσεις έκδοσής του. Όπως έχει κατ’ επανάληψη νομολογηθεί, το όλο ζήτημα συνίσταται στον ισοζυγισμό των ιδιαίτερων αναγκών των διαδίκων, υπό το φως πάντοτε των στοιχείων που καλύπτουν την κάθε περίπτωση.[6]  Στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου ο κάθε παράγοντας που καλύπτει την κάθε συγκεκριμένη υπόθεση αποκτά τη δική του σημασία και δυναμική  στη διαμόρφωση του τελικού αποτελέσματος.

 

Ζητούμενο είναι η άσκηση από το Δικαστήριο, κατά τον καλύτερο δυνατό τρόπο, της διακριτικής του εξουσίας, ώστε να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη και να εξαλειφθεί, στο μέτρο του δυνατού, ο κίνδυνος αδικίας στην περίπτωση κατά την οποία φανεί ότι λανθασμένα χορηγήθηκε το παρεμπίπτον διάταγμα. Υποδηλώνει ουσιαστικά, το ενδιαφέρον του δικαστηρίου να ισοζυγίσει τον κίνδυνο αδικίας η οποία θα προκύψει αν φανεί ότι η απόφασή του, που δόθηκε στο ενδιάμεσο στάδιο, ήταν εσφαλμένη.[7] Παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.[8]

 

Εξέταση υπό κρίση Αίτησης:

 

Αντλώντας καθοδήγηση από το πιο πάνω νομοθετικό και νομολογιακό πλαίσιο προχωρώ να εξετάσω κατά πόσο πληρούνται, εν προκειμένω, οι προϋποθέσεις για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Στο σημείο αυτό κρίνω σκόπιμο να αναφέρω ότι κατά το στάδιο της ακρόασης οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των διαδίκων προέβησαν σε εμπεριστατωμένες αγορεύσεις προβάλλοντας τις εκατέρωθεν θέσεις και εισηγήσεις τους. Έχω μελετήσει με προσοχή την επιχειρηματολογία των ευπαίδευτων συνηγόρων των διαδίκων ως αυτή εκτίθεται στις αγορεύσεις τους. Δεν κρίνω σκόπιμο να παραθέσω την επιχειρηματολογία των συνηγόρων των διαδίκων και θα περιοριστώ σε αναφορές στις αγορεύσεις όπου και εάν κριθεί σκόπιμο στη συνέχεια, έχοντας πάντα κατά νου ότι δεν απαιτείται ειδικότερη αναφορά ή πραγμάτευση κάθε επιχειρήματος που προβάλλεται[9].

 

Ενόψει του ότι ο Καθ’ ου η Αίτηση εγείρει στην ένσταση του ότι δεν συνέτρεχε ο δικαιοδοτικός όρος του κατεπείγοντος καθώς και ότι ο Αιτητής δεν αποκάλυψε ουσιώδη γεγονότα στο στάδιο που αιτήθηκε την έκδοση των Διαταγμάτων μονομερώς, το Δικαστήριο οφείλει να εξετάσει τα ζητήματα αυτά κατά προτεραιότητα.

 

Το Στοιχείο του Κατεπείγοντος:

 

Σύμφωνα με τις καλά εμπεδωμένες νομολογιακές αρχές, το επείγον για την παροχή θεραπείας αποτελεί δικαιοδοτικό όρο με αποτέλεσμα τυχόν απουσία του εν λόγω στοιχείου να στερεί το Δικαστήριο από την ανάληψη σχετικής εξουσίας και να επιφέρει την ακύρωσή του προσωρινού διατάγματος που εκδόθηκε μονομερώς, λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας (βλ. Stavros Hotels Apartments Ltd κ.ά. (1994) 1 ΑΑΔ. 836, 841).

 

Συνεπώς, πριν το Δικαστήριο εξετάσει αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις έκδοσης ενός διατάγματος με βάση το Άρθρο 32 του Ν.14/60 θα πρέπει να εξετάσει κατά πόσο είχε δικαιοδοσία να εκδώσει το διάταγμα που έχει εκδώσει μονομερώς πράγμα το οποίο σημαίνει ότι θα πρέπει να είχε καταδειχθεί ενώπιον του το επείγον της έκδοσης ενός τέτοιου διατάγματος. Όπως έχει νομολογηθεί το υπαρκτό του στοιχείου του κατεπείγοντος αποτελεί προϋπόθεση για την επίκληση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Στην υπόθεση Αμβροσιάδου Έλενα και Άλλος ν. Martin Coward και Άλλης, 15 Ιανουαρίου, 2013 (2013) 1 ΑΑΔ 78, τονίσθηκε ότι το κατεπείγον εξετάζεται πρώτο, εφ' όσον αφορά δικαιοδοτικό όρο, και ανεξάρτητα από την ικανοποίηση των ουσιαστικών εκείνων προϋποθέσεων[10].

           

Εν προκειμένω, δεν εκδόθηκε μονομερώς οποιοδήποτε διάταγμα αφού το Δικαστήριο (υπό άλλη σύνθεση) όταν εξέτασε την αίτηση στην απουσία της άλλης πλευράς έκρινε ότι δεν δικαιολογείτο η έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος στην απουσία της άλλης πλευράς και διέταξε την επίδοση της αίτησης. Ζήτημα ύπαρξης ή όχι του στοιχείου του κατεπείγοντος θα μπορούσε να τεθεί εάν οποιοδήποτε διάταγμα εκδιδόταν μονομερώς, πράγμα που δεν έγινε στην υπό εξέταση περίπτωση.

 

            Είναι, συνεπώς, η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι ο σχετικός λόγος ένστασης είναι νομικά και πραγματικά αβάσιμος και ως τέτοιος, απορρίπτεται.

 

Μη αποκάλυψη ουσιωδών γεγονότων:

 

Περαιτέρω, η πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση ισχυρίζεται ότι υπήρξε απόκρυψη ουσιωδών γεγονότων στο στάδιο που ο αιτητής αιτήθηκε την έκδοση των διαταγμάτων μονομερώς.

Όταν ουσιώδη γεγονότα δεν αποκαλύπτονται στο Δικαστήριο στο πλαίσιο μονομερούς Αίτησης το Δικαστήριο μπορεί να ακυρώσει το εκδοθέν διάταγμα έστω και αν οι ουσιαστικές περιστάσεις της υπόθεσης θα δικαιολογούσαν τη χορήγηση της θεραπείας.

Η έκδοση προσωρινού διατάγματος μονομερώς συνιστά εξαιρετικό μέτρο εφόσον παρέχεται κατά παρέκκλιση του κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης που αποκλείει την παροχή θεραπείας χωρίς την παροχή ευκαιρίας στον αντίδικο να ακουστεί.[11]

 

Οι μονομερείς αιτήσεις είναι αιτήσεις υψίστης πίστεως (ubberima fides) εφόσον κρίνονται έξω από το κανονικό πλαίσιο της δίκης και οι κανόνες πρέπει να τηρούνται με αυστηρότητα. Η ύψιστη πίστη η οποία διέπει κάθε μονομερή αίτηση επιβάλλει στους αιτητές να παρουσιάσουν κατά τρόπο ξεκάθαρο το φάσμα του συνόλου των γεγονότων.[12]

 

Το κριτήριο του τι συνιστά ουσιώδες γεγονός είναι αντικειμενικό. Έτσι το καθήκον του Ενάγοντα είναι να αποκαλύψει όλα τα γεγονότα τα οποία εύλογα μπορούσαν να ληφθούν ή θα λαμβάνονταν υπόψη από τον Δικαστή όταν αποφάσιζε κατά πόσο θα εγκρίνει την Αίτηση. Κριτής του τι είναι ουσιώδες, είναι ο Δικαστής ο οποίος έχει ευρεία διακριτική ευχέρεια και δεν διστάζει να ακυρώσει το ήδη εκδοθέν μονομερές διάταγμα, ιδιαίτερα στις περιπτώσεις που διαπιστώνει κακοπιστία και πρόθεση απόκρυψης ή παραπλάνησης του Δικαστηρίου. Οδηγός είναι πάντοτε τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης στο πλαίσιο της αντιδικίας των διαδίκων.

 

Στην παρούσα υπόθεση η μονομερής αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά με οδηγίες του δικαστηρίου. Μετά την επίδοση της στην άλλη πλευρά η μονομερής αίτηση απώλεσε την υπόσταση της μονομερούς αίτησης και μετατράπηκε σε αίτηση δια κλήσεως (Μαρκιτανής ν. Μουτζούρη (2000) 1 Α.Α.Δ. 923 και Κώστας Σμυρνιός (2000) 1 A.A.Δ. 43). Ακολουθεί πως το Δικαστήριο δεν μπορεί υπό τις περιστάσεις να εφαρμόσει τον κανόνα της υποχρέωσης αποκάλυψης όλων των ουσιωδών στοιχείων στην περίπτωση αίτησης δια κλήσεως, αφού η πλευρά του Καθ’ ου η Αίτηση έχει τη δυνατότητα να ακουστεί πριν το Δικαστήριο αποφασίσει κατά πόσο δικαιολογείται ή όχι η έκδοση οποιουδήποτε διατάγματος ώστε να μην μπορεί να τίθεται ζήτημα απόκρυψης γεγονότων τα οποία εύλογα μπορούσαν να ληφθούν ή θα λαμβάνονταν υπόψη από τον Δικαστή όταν αποφάσιζε κατά πόσο θα εγκρίνει την Αίτηση, αφού ακριβώς αυτή η απόφαση μετατέθηκε από το Δικαστήριο χρονικά μετά την χορήγηση δυνατότητας στην άλλη πλευρά να ακουστεί. Είναι κατά την κρίση μου σαφές ότι σύμφωνα με τη νομολογία μας, ο εν λόγω κανόνας εφαρμόζεται μόνο στις μονομερείς αιτήσεις (Βλ. Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597, 601-602, Αναφορικά με την Αίτηση Commerzbank Auslandsbanken Holding A.G. κ. ά v. Adeona Holdings Limited Πολιτική Έφεση αρ. Ε 6/2014 ημερ. 27/2/2015, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-5).

 

Στην υπόθεση Μιχαήλ (αρ. 3) (2012) 1 ΑΑΔ 1943  το Ανώτατο Δικαστήριο με μονομελή σύνθεση ακύρωσε την πρωτόδικη απόφαση επειδή το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα έκρινε ότι η αρχή της πλήρους αποκάλυψης εφαρμοζόταν και στην περίπτωση που η μονομερής αίτηση μετετράπη σε αίτηση διά κλήσεως.

 

Υπό το φως των όσων έχω εξηγήσει ανωτέρω, ο λόγος ένστασης περί απόκρυψης ουσιωδών γεγονότων απορρίπτεται.

 

Εξέταση 1ης και 2ης προϋπόθεσης:

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την 1η προϋπόθεση, κατά πόσο δηλαδή υπάρχει σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση στην παρούσα υπόθεση. Προκύπτει από το περιεχόμενο της Έκθεσης Απαίτησης  καθώς επίσης και της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση ότι η αγωγή του Αιτητή, βασίζεται στα αστικά αδικήματα της παράνομης επέμβασης και ιδιωτικής οχληρίας ως αυτά έχουν κωδικοποιηθεί στα άρθρα 43 και 46 αντίστοιχα του Περί Αστικών Δικαιωμάτων Νόμου, Κεφ. 148. Τα εν λόγω αστικά αδικήματα, σύμφωνα πάντα με τη δικογραφημένη θέση του Ενάγοντα, συντελούνται μέσω της στάθμευσης εκ μέρους του Εναγόμενου ή και με την παρότρυνση του Εναγόμενου οχημάτων και μοτοσικλέτας μερικώς πάνω στο ιδιωτικό πεζοδρόμιο του Ενάγοντα και μερικώς στο δημόσιο πεζοδρόμιο μπροστά στην είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών του διαμερίσματος του και μπροστά από συγκεκριμένο κατάστημα ιδιοκτησίας του Ενάγοντα.

 

Από την Έκθεση Απαίτησης και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση προκύπτει ότι, για τους περιορισμένους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας, εγείρεται σοβαρό ζήτημα προς εκδίκαση και ως εκ τούτου πληρούται η πρώτη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου.

 

Στο σημείο αυτό, κρίνω σκόπιμο να αναφέρω και τα ακόλουθα: Στην Έκθεση Απαίτησης, δικογραφείται επίσης κατ’ ισχυρισμό παράβαση των εκ του νόμου και σχετικών κανονισμών προβλεπόμενων καθηκόντων του Εναγόμενου, ως επιπρόσθετη βάση αγωγής. Παρατηρώ ότι δεν έχει εξειδικευτεί  με συγκεκριμένη αναφορά σε οποιοδήποτε άρθρο οποιουδήποτε Νόμου το κατ’ ισχυρισμό θεσμοθετημένο καθήκον και  υποχρέωση του Εναγόμενου το οποίο έχει κατ’ ισχυρισμό παραβιασθεί ούτε έχει επεξηγηθεί, πως, αυτή η φερόμενη παραβίαση θεσμοθετημένου καθήκοντος προσδίδει στον Αιτητή αγώγιμο δικαίωμα. Στο σύγγραμμα Bullen and Leake and Jacob's Precedents of Pleadings, 12η έκδοσησελ. 516, κάτω από τον τίτλο Actions based on Breach of Statutory Duty αναφέρονται τα εξής:

 

"If a plaintiff's cause of action, depends on a statute, he must plead all facts necessary to bring him within that statute (Seear v. Lawson (1880) 16 Ch. D.121; Read v. Brown (1889) 22 Q.B.D. 128); accordingly, in every claim based upon a breach of any provision of the Factories Act 1961, or of any regulation or order made there under, all facts necessary to bring the case within the particular provision relied on must be pleaded, and the breach must be alleged by reference to the particular provision in question which must be specifically referred to or identified...."

 

Η ως άνω υποχρέωση ξεπροβάλλει εντονότερη και επιτακτική όταν επιζητείται θεραπεία εκ των προτέρων και έξω από τα πλαίσια της κανονικής ακροαματικής διαδικασίας. Έτσι και αλλιώς και παραβίαση θεσμοθετημένου καθήκοντος να υπήρχε - που εδώ ούτε έχει προσδιοριστεί, ούτε έχει καταδειχθεί - θα ήταν αμφίβολο αν τούτο θα προσέδιδε αγώγιμο δικαίωμα στον Αιτητή. Μόνο αν ο νομοθέτης έχει πρόθεση να προσδώσει  αγώγιμο δικαίωμα, αναγνωρίζεται τέτοιο από το Δικαστήριο  (βλ. Hussein and another vThe Estate of the deceased Chrysostomos Christodoulou V20 1 CLR 23). Αν τούτο δεν αναφέρεται ρητά στον Νόμο, είναι θέμα ερμηνείας από το Δικαστήριο (Peristeronopighi Transport Co Ltd v. Toumazos Toumazou (1970) 1 CLR 196).

 

Στην προκείμενη περίπτωση, για τους σκοπούς της υπό κρίση Αίτησης και με βάση τα ενώπιόν μου στοιχεία, δεν προκύπτει να υφίσταται τέτοιο αγώγιμο δικαίωμα εναντίον του Εναγόμενου με τρόπο ώστε να ικανοποιείται η πρώτη προϋπόθεση. Αυτό σε συνάρτηση πάντα με τη βάση αγωγής που στηρίζεται σε κατ’ ισχυρισμό παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος. Δεν ισχύει βεβαίως το ίδιο σε σχέση με τις λοιπές βάσεις αγωγής για τις οποίες έχω αναφερθεί ανωτέρω και για τις οποίες έχω ικανοποιηθεί ότι πληρούται η πρώτη προϋπόθεση.

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω το κατά πόσο πληρούται η δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου, ήτοι κατά πόσο έχει καταδειχθεί ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Για την κατάδειξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας θα πρέπει να προκύπτουν από την ένορκη δήλωση του Αιτητή συγκεκριμένα γεγονότα, τα οποία  να παρέχουν ενδείξεις περί της ύπαρξης του ουσιαστικού δικαιώματος. Η έρευνα, όμως, του Δικαστηρίου αναφορικά με τη διακρίβωση της συνδρομής της δεύτερης προϋπόθεσης, θα πρέπει να σταματά στο σημείο όπου επιτρέπεται η διαπίστωση της ύπαρξης ή ανυπαρξίας της ορατής πιθανότητας επιτυχίας, για τους περιορισμένους πάντα σκοπούς της παρούσας διαδικασίας.

 

Σε ότι αφορά το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης αυτό έχει ως κύριο σκοπό την προστασία του δικαιώματος κατοχής ακίνητης περιουσίας έναντι παντός προσώπου που επεμβαίνει παράνομα σ' αυτή περιλαμβανομένου και του ιδιοκτήτη. (βλ. Χαράλαμπος  Β. Χάμπου κ.α. ν. Christoforou & Avraam (Catering  Services) Ltd, 22 Απριλίου, 2008, (2008) 1 ΑΑΔ 524, Adamou v. Christofi (1974) 1 C.L.R 100). Συστατικό στοιχείο του αδικήματος είναι η εκ μέρους του ενάγοντα νόμιμη κατοχή του χώρου επί του οποίου γίνεται η παράνομη επέμβαση. Η απόδειξη ιδιοκτησίας αποτελεί εκ πρώτης όψεως απόδειξη κατοχής, εκτός αν προκύπτει από μαρτυρία ότι την κατοχή την έχει άλλος (βλ. Κώστας Γλυκύς v. Ιεράς Μονής Μαχαιρά, 28 Απριλίου 1999 (1999) 1 ΑΑΔ 654).

 

Εν προκειμένω, ο Ενάγων αναφέρει ότι η επίδικη στάθμευση γίνεται σε πεζοδρόμιο, μέρος του οποίου είναι δημόσιο και μέρος αυτού ιδιωτικό. Ουσιαστικά βασίζεται στο ιδιωτικό, κατά τον ίδιο, μέρος του πεζοδρομίου για να θεμελιώσει το αγώγιμο δικαίωμα του περί παράνομης επέμβασης σε αυτό. Μάλιστα, σύμφωνα με τον ίδιο, η έκταση του ιδιωτικού πεζοδρομίου είναι 3 μέτρα μπροστά από τα καταστήματα που του ανήκουν και μπροστά από τις δύο εισόδους που οδηγούν στο σκεπασμένο γκαράζ του. Ο Εναγόμενος αρνείται το γεγονός αυτό και αναφέρει ότι σύμφωνα με τη συμβουλή που λαμβάνει από τους δικηγόρους του, τα πεζοδρόμια είναι δημόσια αλλά ότι σε περίπτωση που είναι ιδιωτικό θα έπρεπε να παρουσιαστεί μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Διαπιστώνω ότι στους τίτλους ιδιοκτησίας που έχει παρουσιάσει ο Ενάγων δεν φαίνεται να γίνεται οποιαδήποτε ρητή αναφορά στο ιδιωτικό πεζοδρόμιο στο οποίο αναφέρεται ο Ενάγων. Παρά ταύτα, δεν μπορώ να παραγνωρίσω για τους σκοπούς της παρούσας διαδικασίας τη θέση την οποία προβάλλει ενόρκως ο Ενάγων ότι είναι ιδιοκτήτης μέρους του πεζοδρομίου στο οποίο γίνεται η επίδικη στάθμευση το οποίο έχει της ως άνω αναφερόμενη έκταση. Καθίσταται εμφανές ότι το ιδιοκτησιακό καθεστώς του πεζοδρομίου είναι ένα από τα ζητήματα το οποίο το Δικαστήριο θα κληθεί να αποφασίσει κατά τη δίκη όταν θα έχει την ευκαιρία  το Δικαστήριο στο πλαίσιο της ζωντανής ατμόσφαιρας της δίκης όπου θα προσκομίσει η κάθε πλευρά τη μαρτυρία της, μέσα από τη διαδικασία της αξιολόγησης του μαρτυρικού υλικού, να μπορέσει να δεχτεί μαρτυρία και να απορρίψει άλλη προκειμένου να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα ή συμπεράσματα.

 

Συνεπώς, είναι η κρίση και η κατάληξη του Δικαστηρίου, χωρίς το Δικαστήριο να αξιολογεί επί αντικρουόμενων εκδοχών και να προβαίνει σε ευρήματα επί της ουσίας της διαφοράς, ότι τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου σε σχέση με το αστικό αδίκημα της παράνομης επέμβασης είναι αρκετά για να ικανοποιήσουν τη δεύτερη προϋπόθεση του άρθρου 32.

 

            Το ζήτημα όμως δεν τελειώνει εδώ αφού ο Ενάγων βασίζεται επίσης και στο αστικό αδίκημα της ιδιωτικής οχληρίας. Από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου προκύπτει ότι η ιδιωτική οχληρία συνίσταται σε παράνομη επέμβαση στη χρήση ή απόλαυση ακίνητης ιδιοκτησίας κάποιου προσώπου ή κάποιου δικαιώματος επί ή σε σχέση μ' αυτή (βλ. Medcon Construction Ltd v. Νίκος Ευαγγέλου (1997) 1(ΑΑ.Α.Δ 565). 

 

Έχω διεξέλθει του περιεχομένου των ενόρκων δηλώσεων που καταχωρίστηκαν από αμφότερες τις πλευρές. Οι δύο πλευρές παρουσιάζουν εκ διαμέτρου αντίθετες εκδοχές σε σχέση με το ζήτημα της στάθμευσης οχημάτων στους επίδικους χώρους. Η πλευρά του Εναγόμενου φαίνεται να παραδέχεται ότι πράγματι ελάχιστες φορές στάθμευσε το όχημα του στο επίδικο σημείο και αυτό έγινε για να ξεφορτώσει τον ακριβό εξοπλισμό που χρησιμοποιεί για την εργασία του, ως επίσης για να ξεφορτώσει πράγματα που αγόρασε για την οικία του, η οποία βρίσκεται δίπλα από την οικία του Ενάγοντα. Τονίζει όμως ότι είχε συζητήσει με τον Ενάγοντα για τις περιπτώσεις αυτές και ο Ενάγων του είχε δώσει την συγκατάθεση του. Απορρίπτει ως ψευδή και παραπλανητικό τον ισχυρισμό του Αιτητή ότι σταθμεύει συστηματικά στον επίδικο χώρο. Ο Ενάγων με κατηγορηματικό τρόπο ισχυρίζεται ότι όσα οχήματα σταθμεύουν στον επίδικο χώρο είναι οχήματα του Εναγόμενου και συγγενικών του προσώπων ή επισκεπτών του Εναγόμενου τα οποία ο ίδιος παροτρύνει να σταθμεύουν. Η συμπεριφορά αυτή, σύμφωνα με τον Ενάγοντα έχει ως αποτέλεσμα να φράσσει τη μία από τις δύο εισόδους που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης του διαμερίσματος του, να δυσκολεύεται να πετάξει τα κλαδέματα και τα χόρτα του κήπου του, τα σκύβαλα του σπιτιού του και φράσσει επίσης την ορατότητα του καταστήματος του που διαθέτει για ενοικίαση. Από την άλλη, ο Εναγόμενος ισχυρίζεται ότι καθημερινά σταθμεύουν αρκετά τρίτα πρόσωπα στους επίδικους χώρους για να εξυπηρετηθούν από το κατάστημα ταχυμεταφορών που βρίσκεται εκεί.

 

Εάν λαμβάνει χώρα η κατ’ ισχυρισμό συστηματική στάθμευσης και εάν τούτη δημιουργεί οχληρία ή παράνομη επέμβαση, τούτο είναι ζήτημα γεγονότων που θα εξεταστούν κατά την δίκη και σε αυτό το πρώιμο στάδιο της διαδικασίας, έχοντας ενώπιον μου τα πιο πάνω και χωρίς να αγνοώ το μαρτυρικό υλικό στο σύνολο του, το οποίο, επαναλαμβάνω, προσεγγίζω μόνο για σκοπούς έκδοσης προσωρινών θεραπειών-συντηρητικών μέτρων, βρίσκω ότι ο Ενάγων έχει ικανοποιήσει και την δεύτερη προϋπόθεση, δηλαδή την ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας.

 

Εξέταση 3ης προϋπόθεσης:

 

Προχωρώ τώρα να εξετάσω την τρίτη προϋπόθεση, ήτοι το κατά πόσο θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο εκτός αν δοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Σε ότι αφορά την τρίτη προϋπόθεση, στην υπόθεση  Aνδρέου Aντώνης ν. Colossos Signs Ltd (Aρ. 2), (2008) 1 Α.Α.Δ. 626 επισημάνθηκε ότι δεν είναι αρκετή οποιαδήποτε γενική και αόριστη αναφορά ώστε να ικανοποιηθεί το κριτήριο της ανεπανόρθωτης ζημιάς. Θα πρέπει να δίδονται λεπτομέρειες και επεξηγήσεις που να υποστηρίζουν ότι ο αιτητής θα υποστεί ανεπανόρθωτη ζημιά και ο Αιτητής να αιτιολογεί τον πιο πάνω ισχυρισμό με τρόπο ώστε να ικανοποιεί το Δικαστήριο να προχωρήσει στην έκδοση διατάγματος.

 

Ανατρέχοντας στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση παρατηρώ ότι ο Ενάγων αναφέρει τα ακόλουθα στην παράγραφο 28 (Δ) σε σχέση με το ζήτημα της ανεπανόρθωτης βλάβης:

 

«Αν δεν εκδοθεί το διάταγμα θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο αφού είναι πολύ δύσκολο να υπολογισθεί η αποζημίωση μου και εντωμεταξύ εγώ θα υφίσταμαι τις συνέπειες των παρανόμων πράξεων του Εναγόμενου και θα υποστώ ανεπανόρθωτη ζημιά.»

 

            Σχετικές με το ζήτημα αυτό είναι, κατά την κρίση μου, και οι ακόλουθες αναφορές του Ενάγοντα που συναρτώνται με τις συνέπειες της κατ’ ισχυρισμό παράνομης στάθμευσης οχημάτων εκ μέρους του Εναγόμενου:

 

«15.       Επειδή σταθμεύει συστηματικά μπροστά από την είσοδο που οδηγεί στο χώρο στάθμευσης, αυλής και αποθηκών μου φράσσει και μπλοκάρει την είσοδο και έξοδο οχημάτων στο χώρο στάθμευσης του διαμερίσματος μου που βρίσκεται στην οδό Αγίου Ανδρέα.

 

16.       Πολλές φορές δυσκολεύομαι να πετάξω τα κλαδεύματα και τα χόρτα του κήπου μου αλλά και τα σκύβαλα του σπιτιού μου τα οποία τα αφήνω σε σκυβαλοσακούλα στην οδό Αγίου Ανδρέου λόγω του ότι στην μπροστινή είσοδο της αυλής είναι σταθμευμένο το όχημα κατοχής του Εναγόμενου.»

 

18.       Δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η είσοδος του γκαράζ μου για έκτακτες περιπτώσεις π.χ. πυροσβεστική, ασθενοφόρο κτλπ.

 

19.       Επιπρόσθετα ο Εναγόμενος πολλές φορές σταθμεύει μπροστά στο κατάστημα Αρ.30 που διαφημίζω ότι είναι προς ενοικίαση φράσοντας την ορατότητα και την θέα στους περαστικούς. (βλ. Τεκμήριο 9).  Η οδός XXXXX είναι πολυσύχναστος δρόμος.

 

26.       ... Επίσης λόγω των παράνομων πράξεων του επεμβαίνει δυσμενώς στις πιθανότητες ενοικίασης του καταστήματος μου στην XXXXX Αρ.30, XXXXX Λευκωσία.»

 

Ταυτόχρονα, ο Ενάγων ευθαρσώς δηλώνει στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την υπό κρίση Αίτηση ότι το διαμέρισμα του έχει δύο εισόδους προς το σκεπασμένο του γκαράζ λέγοντας ότι η μία πρόσβαση με το αυτοκίνητο είναι από την οδό XXXXX και η άλλη πρόσβαση είναι από την οδό XXXXX (πρόκειται για την οδό για την οποία επιδιώκεται η έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων). Δεν υπάρχει εισήγηση ότι λόγω της κατ’ ισχυρισμό παράνομης στάθμευσης οχημάτων μπροστά σε μία από τις δύο εισόδους του προς καλυμμένο χώρο στάθμευσης του αυτός αδυνατεί να έχει πρόσβαση στο διαμέρισμα του ή ότι παγιδεύεται στο χώρο στάθμευσης από τον οποίο να μην μπορεί να εξέλθει. Ούτε και αναφέρεται ότι για τυχόν έκτακτες περιπτώσεις δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί η άλλη είσοδος του Ενάγοντα. Ούτε αναφέρεται ότι αδυνατεί ή εμποδίζεται να πετάξει τα κλαδεύματα και τα χόρτα του κήπου του ή τα σκύβαλα του σπιτιού του με τρόπο ώστε αυτά να χρειάζεται να παραμένουν εντός της αυλής του. Αυτό το οποίο αναφέρει είναι ότι «πολλές φορές» και άρα όχι κάθε φορά, δυσκολεύεται να προβεί στις πιο πάνω ενέργειες.

 

Είναι πολύ σημαντικό να λεχθεί ότι σε σχέση με την κατ’ ισχυρισμό επέμβαση στις δυνατότητες ενοικίασης του καταστήματος του, ο ίδιος ο Ενάγων έχει στην έκθεση απαίτησης καθορίσει τη ζημιά που υπόκειται στο ποσό των €2000 ως ενδιάμεσα οφέλη και/ή απώλεια ενοικίων και/ή αποζημιώσεις.

 

Περαιτέρω, ενώ αξιώνει γενικές αποζημιώσεις για τις ζημιές που υφίσταται λόγω της κατ’ ισχυρισμό παράνομης στάθμευσης οχημάτων, αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ενάγων αξιώνει στο αιτητικό Ζ της Έκθεσης Απαίτησης το ποσό των €50 μηνιαίως από την καταχώριση της αγωγής και για όσο διαρκεί η κατ’ ισχυρισμό παράνομη στάθμευση, επιπρόσθετα από το ποσό των €2000 το οποίο αξιώνει υπό τη μορφή της απώλειας ενοικίων. Προκύπτει ουσιαστικά ότι ο ίδιος ο Ενάγων υπολόγισε και μάλιστα σε μηνιαία βάση το ύψος της ζημιάς που υφίσταται ένεκα της κατ’ ισχυρισμό παράνομης στάθμευσης και το οποίο μάλιστα αξιώνει από την καταχώρηση της αγωγής και ενόσω διαρκεί η κατ’ ισχυρισμό παράνομη στάθμευση, καθιστώντας έτσι τη χρηματική αποζημίωση επαρκής θεραπεία στο μεταγενέστερο στάδιο της κανονικής δίκης.   

 

Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου ως αυτά έχουν αναλυθεί ανωτέρω, είναι η κρίση και κατάληξη του Δικαστηρίου ότι η εισήγηση εκ μέρους του Αιτητή ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποδοθεί δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο εκτός εάν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα παρέμεινε γενική και αόριστη, χωρίς να υποστηριχθεί από σαφή και θετική προς τούτο μαρτυρία. Δεν έχει τεθεί υπόψη του δικαστηρίου οποιοδήποτε στοιχείο που να ενισχύει στην υπό συζήτηση περίπτωση την ως άνω θέση περί πρόκλησης ανεπανόρθωτης ζημιάς σε περίπτωση που δεν εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Επιπρόσθετα, δεν έχουν τεθεί τέτοια στοιχεία και δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποστηρίζουν τη θέση ότι  η κατ’ ισχυρισμό επέμβαση στην εύλογη χρήση και απόλαυση της ιδιοκτησίας του Ενάγοντα μέσω της κατ’ ισχυρισμό παράνομης στάθμευσης είναι τέτοιας έκτασης και μορφής που να θέτει σοβαρά και ουσιώδη προσκόμματα στην απόλαυση της ακίνητης ιδιοκτησίας  του Ενάγοντα τα οποία δεν θα μπορούσαν να τύχουν χρηματικής αποτίμησης στο πλαίσιο της εκδίκασης της αγωγής. Αυτό άλλωστε, επιβεβαιώνεται και από το γεγονός ότι σύμφωνα με τον ίδιο τον Ενάγοντα, η κατ’ ισχυρισμό παράνομη στάθμευση λαμβάνει χώρα εδώ και τρία (3) χρόνια χωρίς αφενός ο Ενάγων να έχει ζητήσει την προστασία του Δικαστηρίου νωρίτερα και αφετέρου, χωρίς να εξηγεί γιατί δεν το είχε πράξει μέχρι και την καταχώρηση της παρούσας αγωγής. Δεν αναφέρει για παράδειγμα ότι υπήρξε κορύφωση στην κατ’ ισχυρισμό παράνομης συμπεριφοράς του Εναγόμενου που να τον οδήγησε να αναζητήσει τώρα την προστασία του Δικαστηρίου και όχι νωρίτερα. Θα αναμενόταν ότι σε περίπτωση που η κατ’ ισχυρισμό παράνομη στάθμευση είχε τέτοια έκταση και έθετε σοβαρά και ουσιώδη προσκόμματα στην απόλαυση της ακίνητης ιδιοκτησίας του Ενάγοντα, αυτός να αναζητούσε την προστασία του Δικαστηρίου νωρίτερα. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ενάγων δεν ισχυρίζεται ότι θα είναι αδύνατο να υπολογισθεί τυχόν αποζημίωση που θα δικαιούται σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής του παρά μόνο ότι θα είναι δύσκολο αυτή να υπολογισθεί. Καθίσταται σαφές από τις νομολογιακές αρχές που έχουν αναλυθεί ανωτέρω ότι δεν μπορεί να τίθεται ζήτημα ικανοποίησης της τρίτης προϋπόθεσης όταν είναι ευχερής ο υπολογισμός της όποιας ζημιάς και η αποτίμηση της σε χρήμα παρά την όποια δυσκολία στον υπολογισμό της, αφού σε μία τέτοια περίπτωση το Δικαστήριο θα είναι σε θέση να αποδώσει δικαιοσύνη.

 

Περαιτέρω, είναι σημαντικό να τονιστεί ότι ο αιτητής δεν έχει προβάλει οποιοδήποτε ισχυρισμό περί αφερεγγυότητας του Εναγομένου ούτως ώστε να τεκμηριώνεται ότι σε περίπτωση αξίωσης από τον αιτητή αποζημιώσεων εναντίον του, θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να αποζημιωθεί. Από την άλλη, ο Εναγόμενος ρητά δηλώνει ότι είναι φερέγγυο πρόσωπο και θα είναι σε θέση να αποζημιώσει τον Ενάγοντα σε περίπτωση επιτυχίας της αγωγής του.

 

Τίποτε δεν έχει τεθεί υπόψη του δικαστηρίου, ικανό να πείσει ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση δεν θα ήταν δυνατό η όποια ζημιά να αποτιμηθεί σε  χρήμα ή έστω ότι δεν θα είναι δυνατός και ευχερής ο υπολογισμός της. Άλλωστε, ο ίδιος ο Ενάγων έχει προβεί σε τέτοιους υπολογισμούς αξιώνοντας συγκεκριμένα ποσά ως ειδικές ζημιές στο παρακλητικό της Έκθεσης Απαίτησης του.

 

          Τα πιο πάνω, σε συνδυασμό θεωρούμενα με το γεγονός ότι δεν έχει τεθεί οτιδήποτε υπόψη του δικαστηρίου από την πλευρά του Αιτητή σε σχέση με την οικονομική κατάσταση και φερεγγυότητα του καθ' ου η αίτηση και την τυχόν αδυναμία του να αποζημιώσει τον ενάγοντα σε περίπτωση που κληθεί προς τούτο, δεν επιτρέπουν την υιοθέτηση της θέσης πως η μη έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων θα προκαλέσει στον ενάγοντα ανεπανόρθωτη ζημιά, με την έννοια που αποδίδεται στον όρο σε περιπτώσεις ως η υπό συζήτηση.

 

Συνεπώς, είναι η κατάληξη του Δικαστηρίου ότι  δεν ικανοποιείται η τρίτη προϋπόθεση. 

 

Ισοζύγιο Ευχέρειας

 

Με δεδομένη την κατάληξη του δικαστηρίου ότι δεν ικανοποιούνται, σωρευτικά, οι ως άνω τρεις θεμελιακές προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγμάτων ως τα αιτούμενα, παρέλκει η αναγκαιότητα απασχόλησης του Δικαστηρίου με το ευρύτερο ζήτημα του αν τελικά, υπό τις περιστάσεις πάντα που περιβάλλουν την υπό συζήτηση περίπτωση, θα ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα. Παρά ταύτα, κρίνω σκόπιμο για σκοπούς πληρότητας της απόφασης μου να εξετάσω και το ζήτημα αυτό.

 

 Όπως προκύπτει από τις καλά εμπεδωμένες νομολογιακές αρχές ως αυτές έχουν αναλυθεί ανωτέρω, στην όλη πορεία εντοπισμού ενός δίκαιου ισοζυγίου, οι παράγοντες που επιδρούν στη διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου δεν μπορούν να τύχουν εξαντλητικής απαρίθμησης με αποτέλεσμα τέτοιοι παράγοντες να είναι, μεταξύ άλλων, οι διαβλεπόμενες επιπτώσεις από την έκδοση ή μη του παρεμπίπτοντος διατάγματος στο πρόσωπο των διαδίκων ή ακόμη και σε τρίτα πρόσωπα, η ίδια η συμπεριφορά των διαδίκων, η καθυστέρηση προσφυγής προς αναζήτηση θεραπείας προσωρινού διατάγματος, αλλά και τα ιδιαίτερα περιστατικά της κάθε υπόθεσης, δεδομένου ότι η άσκηση της υπό αναφορά διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου εδράζεται στις αρχές του δικαίου της επιείκειας.

 

Στην προκείμενη περίπτωση παρατηρώ ότι ζητείται η έκδοση διατάγματος δια του οποίου να απαγορεύεται η στάθμευση οποιουδήποτε οχήματος πέραν των οχημάτων για τα οποία παρατίθενται συγκεκριμένοι αριθμοί εγγραφής και τα οποία ανήκουν κατ’ ισχυρισμό στον Εναγόμενο. Τυχόν έκδοση ενός τέτοιου διατάγματος εναντίον του Εναγόμενου, θα τον έθετε σε μια επικίνδυνα αδιέξοδη κατάσταση πραγμάτων, αφού λαμβανομένης υπόψη και της φύσης του μέρους της περιουσίας επί της οποίας λαμβάνει χώρα η κατ’ ισχυρισμό στάθμευση (δημόσιο πεζοδρόμιο), ο Εναγόμενος θα βρισκόταν υπό τη δαμόκλειο σπάθη της παρακοής διατάγματος κάθε φορά που οποιοδήποτε όχημα στάθμευε επί του πεζοδρομίου κάτι που θα δημιουργούσε ενδεχομένως άδικες και αχρείαστες περιπλοκές. Με άλλα λόγια, θα ήταν πρακτικά πολύ δύσκολο να παρακολουθηθεί η εφαρμογή ενός τέτοιου διατάγματος και πολύ περισσότερο να ασκηθούν μέτρα σε τυχόν αίτηση για παρακοή. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με το διατακτικό Β της υπό κρίση Αίτησης όπου ζητείται να απαγορευθεί στον Αιτητή να παροτρύνει τρίτα πρόσωπα να σταθμεύουν στους επίδικους χώρους χωρίς όμως να εξειδικεύονται με οποιοδήποτε τρόπο τα πρόσωπα αυτά έστω υπό μορφή κατηγοριών, με τρόπο ώστε αυτός να τίθεται και πάλι σε μία αδιέξοδη κατάσταση πραγμάτων κάθε φορά που οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο σταθμεύσει στους επίδικους χώρους. (βλ. Σύγγραμμα Διατάγματα Injunctions, Π. Αρτέμη και Γ. Ερωτοκρίτου, 2016. σελ. 63-70 και Χριστοφής Κουνούνα ν. C. & A. Simos Ltd (2002) 1Β Α.Α.Δ 1361)

 

            Δεν μπορεί επίσης να παραγνωριστεί κατά την εξέταση του κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα και η αδράνεια του Αιτητή να αναζητήσει θεραπεία αφού η κατ’ ισχυρισμό παράνομη συμπεριφορά λαμβάνει χώρα εδώ και τρία (3) χρόνια σύμφωνα πάντα με τον ίδιο, χωρίς να δίδεται καμία απολύτως εξήγηση για την αδράνεια του να αναζητήσει θεραπεία. Περαιτέρω, αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι ενώ σύμφωνα με τον Ενάγοντα, αυτή η κατ’ ισχυρισμό παράνομη συμπεριφορά λαμβάνει χώρα εδώ και 3 χρόνια, στην Αστυνομία φαίνεται να είχε αποταθεί μόλις περί τα τέλη του 2019, χωρίς και πάλι να δίδει οποιαδήποτε εξήγηση για την αδράνεια του. Επιπρόσθετα, εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι δεν προκύπτει από τη βεβαίωση καταγγελίας που ο ίδιος προσκόμισε ότι αυτός προέβη σε επίσημη καταγγελία της κατ’ ισχυρισμό παράνομης συμπεριφοράς παρά μόνο επιθυμία του ήταν να καταγραφεί απλώς το περιστατικό. Θα αναμενόταν από τον ίδιο να είχε αποταθεί προ πολλού στην Αστυνομία προκειμένου να καταγγείλει τα όσα καταλογίζει στον Εναγόμενο και μάλιστα να έπραττε αυτό κάθε φορά που ερχόταν στην αντίληψη του η κατ’ ισχυρισμό παράνομη συμπεριφορά ώστε να δημιουργήσει εκείνες τις συνθήκες κινητοποίησης των αρμόδιων αρχών.  

 

            Περαιτέρω, άμεση συνάρτηση με το υπό εξέταση ζήτημα έχει επίσης και η φύση της θεραπείας που επιδιώκεται με την υπό κρίση Αίτηση η οποία είναι ουσιαστικά ταυτόσημη με τις θεραπείες που ζητούνται με την αγωγή. Στην Χάρης Σταυράκης κ.α. ν.Δήμος Λευκωσίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 68/2013,   ημερομηνίας 24/3/2015 λέχθηκαν χαρακτηριστικά τα ακόλουθα:

 

«Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι όπου το αίτημα για έκδοση προσωρινών διαταγμάτων είναι ταυτόσημο με τα αιτούμενα διατάγματα της αγωγής και τυχόν έκδοση τους επιφέρει ουσιαστικά και τον τερματισμό διαφοράς μεταξύ των διαδίκων ή του ενδιαφέροντος τους να συνεχίσουν με την ταχύτατη εκδίκαση της αγωγής, όπως προνοούν οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας, σε συνάρτηση πάντοτε με το ισοζύγιο της ευχέρειας, δεν πρέπει να παραχωρούνται (Άκης (Μεταφορές Δεμάτων Εξπρές) Λτδ ν. C. Koukkouris Trading Co Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ. 149).  Αυτό, χωρίς να παραγνωρίζεται η δυνατότητα του Δικαστηρίου να παραχωρήσει προσωρινά διατάγματα ταυτόσημα με τις αγωγής σε κατάλληλη περίπτωση.  Εξουσία, που σε κάθε περίπτωση, πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ και εκεί όπου η ανάγκη και η φύση της υπόθεσης επιβάλλει.»

 

Πιο πρόσφατα στην Penderhill Holdings Limited κ.α. ν. Ιωάννη Κλουκίνα, Πολιτικές Εφέσεις Αρ. 319/11 και 320/11, 13/1/2014 διευκρινίστηκε ότι:

   

«Το ζήτημα πάντοτε εξετάζεται ως προς τα γεγονότα της κάθε υπόθεσης και αποτελεί ζήτημα ειδικών περιστάσεων. Επίσης είναι ορθό ότι δεν χορηγείται ουσιαστική θεραπεία από το ενδιάμεσο αυτό στάδιο, και κάτω από τον μανδύα της αίτησης για προσωρινό μέτρο (Michael v. Brevinos (1969) 1 C.L.R. 578). Το ανεπιθύμητο όμως δεν εξισούται με απαγόρευση.  Δεν υπάρχει άκαμπτος κανόνας αποκλεισμού της θεραπείας ενδιαμέσως, αν αυτή ορθά και δίκαια ζητείται, επειδή και η αγωγή ουσιαστικά επιδιώκει το ίδιο πράγμα.  Κατ΄ αρχάς η ενδιάμεση θεραπεία παραμένει ενδιάμεση και αναθεωρήσιμη ανά πάσα στιγμή αν θεωρηθεί ότι οι περιστάσεις έχουν διαφοροποιηθεί προς τροποποίηση ή ακόμη και ακύρωση του εκδοθέντος διατάγματος.  Πρόσθετα, ενώ το εκδοθέν διάταγμα παραχωρείται ως λύση επείγουσας και παρεμπίπτουσας μορφής, οι ίδιες οι θεραπείες που ζητούνται με το κλητήριο, εάν επιτύχουν, χορηγούνται τελεσίδικα και στο διηνεκές, (Zena Company Ltd v.. Demenian Catering Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. 304/2008, ημερ. 21.10.2011).  Εξαρτάται πάντοτε από την κρίση του Δικαστηρίου, αναλόγως των περιστάσεων (Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α. (ανωτέρω)).»

 

Καθίσταται λοιπόν σαφές ότι το Δικαστήριο έχει εξουσία να εκδίδει στην κατάλληλη περίπτωση προσωρινά διατάγματα ταυτόσημα με τις θεραπείες που αξιώνονται στην αγωγή, εξουσία που θα πρέπει να ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ και εκεί όπου η ανάγκη και η φύση της υπόθεσης επιβάλλει. Είναι η κρίση του Δικαστηρίου, υπό το φως των όσων έχουν τεθεί ενώπιον του, ότι η παρούσα δεν συνιστά τέτοια κατάλληλη περίπτωση. Και εξηγώ: Εν προκειμένω, θα πρέπει να υπομνησθεί ότι το αντικείμενο της παρούσας υπόθεσης δεν υπερβαίνει τις €3.000 και η παρούσα υπόθεση φέρει επί του κλητηρίου εντάλματος ανάλογη ένδειξη με αποτέλεσμα να έχει τοποθετηθεί από το Πρωτοκολλητείο στον κατάλογο υποθέσεων «Ταχείας Εκδίκασης» σύμφωνα με τις πρόνοιες της νέας διαταγής 30 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας. Ως άλλωστε προκύπτει και από το ίδιο το λεκτικό της ένδειξης αυτής ως επίσης και τη διαδικασία που προνοείται στη νέα διαταγή 30, ενεργοποιείται ένας μηχανισμός που επιτρέπει στο Δικαστήριο την ουσιαστική αποπεράτωση της υπόθεσης σε πολύ σύντομο χρόνο. Όπως έχει νομολογηθεί, το κύριο έρεισμα για την παροχή προσωρινής θεραπείας είναι η αντικειμενική αδυναμία της άμεσης διεξαγωγής της δίκης (βλ. LouisVuitton v. Δερμοσάκ Λτδ. κ.ά. (1992) 1 Α.Α.Δ. 1453). Δεν εμποδίζεται βέβαια ο Ενάγων να αξιώνει την έκδοση ενός προσωρινού διατάγματος επειδή ο ίδιος επέλεξε να κατατάξει την υπόθεση του σε υπόθεση «ταχείας εκδίκασης» στις περιπτώσεις όπου τα πράγματα είναι τόσο επείγοντα και πιεστικά[13] που δικαιολογούν τη χορήγηση ενός προσωρινού διατάγματος. Στις περιπτώσεις όμως υποθέσεων ταχείας εκδίκασης όπου ζητούνται υπό μορφή προσωρινού διατάγματος ταυτόσημες με την αγωγή θεραπείες και κρίνεται από το Δικαστήριο ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο επείγοντα και πιεστικά που να δικαιολογούν την χορήγηση θεραπείας μονομερώς, είναι η κρίση του Δικαστηρίου ότι η επιμονή στην προώθηση της αίτησης αντί η επιδίωξη ουσιαστικής αποπεράτωσης της «ταχείας εκδίκασης» υπόθεσης σε σύντομο χρονικό διάστημα, είναι ένας σημαντικός παράγοντας ο οποίος θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από το Δικαστήριο κατά την εξέταση του κατά πόσο είναι δίκαιο και πρόσφορο να χορηγηθούν προσωρινά διατάγματα για ταυτόσημες με την αγωγή θεραπείες ιδιαίτερα, αν αναλογιστεί κανείς τον χρόνο που μεσολαβεί μέχρι την εκδίκαση μίας τέτοιας αίτησης. Εν προκειμένω, ο χρόνος που μεσολάβησε από την καταχώρηση της αγωγής μέχρι την εκδίκαση της υπό κρίση Αίτησης στο πλαίσιο της οποίας λήφθηκαν και ενδιάμεσα διαβήματα για καταχώρηση συμπληρωματικών ενόρκων δηλώσεων (ήτοι χρονικό διάστημα οκτώ (8) μήνες) θα μπορούσε να αναλωθεί στην ουσιαστική αποπεράτωση αυτής της «ταχείας εκδίκασης» υπόθεσης.   

 

Για όλους τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω ανωτέρω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης θα ήταν δίκαιο και πρόσφορο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα.

 

Κατάληξη:

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των παραπάνω η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

Όσον αφορά τα έξοδα δεν βλέπω κανένα λόγο να αποκλίνω από το γενικό κανόνα ότι αυτά ακολουθούν το αποτέλεσμα εκτός αν υπάρχει καλός λόγος για έκδοση διαφορετικής διαταγής και, συνεπώς, αυτά επιδικάζονται σε βάρος του Ενάγοντα/Αιτητή και προς όφελος του Εναγόμενου/Καθ' ου η Αίτηση όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, να καταβληθούν δε στο τέλος της δίκης.   

 

(Υπ.)......................................

    Μ. Λ. Λοΐζου, Ε.Δ.

Πιστό Αντίγραφο

Πρωτοκολλητής



[1] Parico Aluminium Designs Ltd v. Muskita Aluminium Co Ltd κ.α(2002) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2015.

[2] Κυτάλα κ.ά. ν. Χρυσάνθου κ.ά(1996) 1 Α.Α.Δ. 253.

[3] Jonitexo LtdvAdidas (1984) 1 C.L.R. 263 και Γρηγορίου κ.ά. ν. Χριστοφόρου κ.ά(1995) 1 Α.Α.Δ. 248, Milton Investment Co Ltd κ.ά. v. Dryden Group Ltd, Πολ. Έφ. αρ. 424/11, ημ. 27.3.14

[4] Κυρίσαββα κ.ά. v. Κίζη (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1245,   Zena Company Ltd vDemenian Catering Ltd (2011) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1848 και Παπαστράτης ν. Πιερίδης (1979) 1 C.L.R. 231.

[5] Loucas Panayiotou Estates ltd κ.α v. Hellenic Bank Public Company Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε203/2013, ημερ. 11/09/2019, Ανδρέου - νColossos Signs Ltd (Aρ.2) (2008) 1 Α.Α.Δ. 626Penderhill Holdings Ltd κ.α. - νAmbramchyk κ.αECLI:CY:AD:2014:A21, Πολιτική Έφεση Αρ. 319/11 κ.α. ημερ. 13/1/2014)

[6] Καλογήρου ν. C.C.F Credit Capital Finance Ltd (2005) 1 A.A.Δ. 1237, ΖηντίληςΑνδρέου (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ.1603, Ιπποδρομιακή Αρχή Κύπρου v. Πασχάλης Χατζηβασίλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 152

[7] Bacardi & Co Ltd v. Vinco Ltd  (1996) 1 (B) A.A.Δ.  788, 795

[8] Εκδόσεις Αρκτίνος  Λτδ κ.ά. ν. xxx Λοϊζίδου, Πολιτική Εφεση Αρ. E7/2018, ημερ. 21.3.2019

[9] βλ. Θεμιστοκλέους ν. Δημοκρατίας ECLI:CY:AD:2019:B4, ECLI:CY:AD:2019:B4, Ποιν. Έφ. Αρ. 176/2018, ημερομηνίας 11.01.2019 και Οδυσσέα ν. Αστυνομίας (1999) 2 Α.Α.Δ. 490.

[10] βλ. επίσης Resola (Cyprus) Ltd v. Xρίστου (1998) 1 A.A.Δ. 598, Τhe Timberland Co of USA v. Evans and Sons Ltd κ.ά. (1997) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1179, Zein κ.ά. ν. Παράσχος Καμπανελλάς Λτδ (2000) 1 Α.Α.Δ. 606). 

[11] Louis Vuitton v. Δέρμ οσ α κ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1453, 1463.

[12]Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co. Ltd (1996) 1 Α.Α.Δ. 597, 601-602, Αναφορικά με την Αίτηση Commerzbank Auslandbanken Holding A.G. κ. ά v. Adeona Holdings Limited Πολιτική Έφεση αρ. Ε 6/2014 ημερ. 27/2/2015, Γρηγορίου ν. Χριστοφόρου (1995) 1 Α.Α.Δ. 248, 264-5


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο