ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Ενώπιον: Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Αρ. Αίτησης: 1/2021
Αναφορικά με τον περί Εταιρειών Νόμο Κεφ. 113
και
Αναφορικά με την Cyprus Popular Bank Public Co Ltd
26 Νοεμβρίου, 2024
Εμφανίσεις:
Για Αιτητές: κ. Νεοφύτου για Νεοφύτου και Νεοφύτου Δ.Ε.Π.Ε.
Για Καθ’ ης η Αίτηση: κα Ντιζέ για Γεωργιάδης & Πελίδης Δ.Ε.Π.Ε.
ΑΠΟΦΑΣΗ
στην αίτηση των (1) Χαράλαμπου Τσιακκή και (2) Σταυρούλας Σολωμού (στο εξής οι «Αιτητές») ημερομηνίας 25.10.2023 για άδεια συνέχισης της αγωγής υπ’ αριθμό 3215/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας
Οι Αιτητές είναι ενάγοντες στην αγωγή υπ’ αριθμό 3125/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με εναγόμενους την (1) Cyprus Pοpular Bank Public Co Ltd (στο εξής η «Λαϊκή Τράπεζα»), (2) την Λαϊκή Τράπεζα δια του ειδικού διαχειριστή και/ή ειδικής διαχειρίστριας αυτής, (3) την Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ και (4) την Κεντρική Τράπεζα της Κύπρου.
Μέσω της αγωγής, οι Αιτητές (εκεί ενάγοντες) εγείρουν αριθμό αξιώσεων που αφορούν την απόκτηση αξιογράφων της Λαϊκής Τράπεζας συνολικής αξίας €110.000 το 2009. Στην Αίτηση επισυνάπτεται αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος. Όπως φαίνεται από το δικόγραφο, η θέση των Αιτητών είναι ότι η απόκτηση των αξιογράφων ήταν αποτέλεσμα δόλου, ψευδών παραστάσεων και απάτης από λειτουργούς της Λαϊκής Τράπεζας.
Ο Αιτητής 1, στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, αναφέρει ότι ενώ η αγωγή εκκρεμούσε προς εκδίκαση, η Λαϊκή Τράπεζα τέθηκε σε εκκαθάριση. Εξηγεί ότι ο λόγος που ζητούν άδεια για συνέχιση της αγωγής είναι διότι «ως προκύπτει από την φύση των επίδικων γεγονότων και θεμάτων η έκδοση των εξαιτούμενων θεραπειών είναι αναγκαία για την πλήρη διεκπεραίωση όλων των επίδικων θεμάτων στην ως άνω αναφερόμενη αγωγή αλλά και δίκαιη και εύλογη υπό τις περιστάσεις.»
Αυτά αναφορικά με την Αίτηση.
Ο εκκαθαριστής της Λαϊκής Τράπεζας ενίσταται να δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής. Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση εξωτερικού συνεργάτη του εκκαθαριστή της Λαϊκής Τράπεζας.
Η πλευρά του εκκαθαριστή υποστηρίζει ότι οι Αιτητές δεν έχουν δείξει ότι διαθέτουν συζητήσιμη υπόθεση ώστε να τους δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής ενώ οι αξιώσεις εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας μπορούν και πρέπει να προωθηθούν μέσω της διαδικασίας επαλήθευσης και δεν είναι αναγκαία η συνέχιση της αγωγής.
Αυτή είναι, συνοπτικά η μαρτυρία που παρουσιάστηκε σε σχέση με την Αίτηση και ένσταση.
Κατά την ακρόαση της Αίτησης, οι δύο πλευρές παρουσίασαν γραπτές αγορεύσεις τις οποίες έχω μελετήσει. Έχω επίσης μελετήσει τη νομολογία και πηγές στις οποίες παραπέμπουν.
Προχωρώ στην εξέταση της ουσίας του αιτήματος.
Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113:
«Όταν έχει εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης ή έχει διοριστεί προσωρινός εκκαθαριστής, καμμιά αγωγή ή διαδικασία συνεχίζεται ή αρχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου και με τέτοιους όρους που το Δικαστήριο δυνατό να επιβάλει.»
Ο σκοπός αυτής της διάταξης επεξηγείται στο ακόλουθο απόσπασμα από το σύγγραμμα The Principles of Company Law, Robert Pennington, 1959 edition, σελ. 524. To απόσπασμα αυτό αφορά το section 231 του Companies Act 1948 που είναι αντίστοιχο του άρθρου 220 του περί Εταιρειών Νόμου Κεφ. 113. Αναφέρονται τα εξής:
«When a winding up order is made, or a provisional liquidator is appointed, no action or proceeding against the company may be commenced or continued in any court without leave of the Companies Court. The purpose of this is to ensure that all claims against the company which can be determined by the cheap, summary procedure available in a winding up are not made the subject of extensive litigation. But the court will always give a plaintiff leave to proceed against a company if he has a prima facie case and his claim could not be dealt with in the winding up, or the remedy he seeks could not be given him therein.»
Δηλαδή, από την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, όλες οι αξιώσεις εναντίον της υπό εκκαθάριση εταιρείας που μπορούν να τύχουν χειρισμού μέσω της ανέξοδης και συνοπτικής διαδικασίας της επαλήθευσης, πρέπει να προωθούνται με αυτή τη διαδικασία αντί μέσω αντιδικίας στο Δικαστήριο. Για αυτό το λόγο καμία αγωγή ξεκινά ή συνεχίζει εναντίον της εταιρείας εκτός μετά από άδεια του Δικαστηρίου. Για να δοθεί άδεια για συνέχιση μιας αγωγής μετά την έκδοση διατάγματος εκκαθάρισης, κατά κανόνα ο αιτητής πρέπει να ικανοποιήσει το Δικαστήριο (α) ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση εναντίον της εταιρείας αλλά και (β) ότι η απαίτηση του δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης.
Με βάση αυτές τις αρχές πρέπει να αποφασιστεί κατά πόσο στην προκείμενη περίπτωση είναι ορθό και δίκαιο να δοθεί άδεια στους Αιτητές να συνεχίσουν την αγωγή εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.
Όπως επισήμανα πιο πάνω, μέσω της Αίτησης οι Αιτητές έχουν παρουσιάσει αντίγραφο του κλητηρίου εντάλματος της αγωγής. Στην ένορκη δήλωση του Αιτητή 1 που συνοδεύει την Αίτηση, πέραν της παραπομπής στο κλητήριο ένταλμα, δεν παραθέτει λεπτομέρειες για τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται οι αξιώσεις τους εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας. Δηλαδή δεν έχω ενώπιον μου στοιχεία σε σχέση με το πως συντελέστηκε ο ισχυριζόμενος δόλος, απάτη, ψευδείς παραστάσεις, πότε, από ποια πρόσωπα, με ποιο τρόπο. Ούτε στοιχεία για συγκεκριμένη οικονομική ζημιά πέραν των αναφορών στο ποσό που πληρώθηκε για απόκτηση των αξιογράφων. Συνεπώς, υπάρχει αυτό το κενό για τα γεγονότα στα οποία εδράζονται οι δικογραφημένες θέσεις και αξιώσεις. Αυτό καθιστά εξαιρετικά δύσκολο να εξαχθούν συμπεράσματα ως προς την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εναντίον της Λαϊκής.
Η μόνη, ουσιαστικά, πηγή πληροφοριών από τους Αιτητές είναι οι δικογραφημένες θέσεις και αξιώσεις που περιλαμβάνονται στο κλητήριο ένταλμα.
Οι αξιώσεις της αγωγής που αφορούν τη Λαϊκή Τράπεζα είναι, ουσιαστικά, οι εξής:
(α) Διάταγμα που να τερματίζει τη συμφωνία απόκτησης των αξιογράφων ως δόλου, απάτης, ψευδών παραστάσεων.
(β) Διάταγμα με το οποίο να «ακυρώνεται η μετατροπή τους … σε μηδενικής αξίας έγγραφα σήμερα».
(γ) Αποζημιώσεις για τις ζημιές που υπέστησαν ως ιδιοκτήτες των αξιογράφων, ως αποτέλεσμα των προθέσεων και ενεργειών που αποδίδουν στη Λαϊκή Τράπεζα και για παραβάσεις της κείμενης νομοθεσίας.
(δ) Διάταγμα που να διατάσσει την επιστροφή του ποσού των €110.000 που πληρώθηκε για απόκτηση των αξιογράφων πλέον τόκο.
(ε) Τιμωρητικές αποζημιώσεις.
Επανέρχομαι στις προϋποθέσεις για χορήγηση άδειας για συνέχιση της αγωγής.
Πρώτα, ο αιτητής πρέπει να δείξει ότι διαθέτει εκ πρώτης όψεως προοπτική επιτυχίας στις αξιώσεις που εγείρει. Αν και δεν εντόπισα σαφή καθοδήγηση από τη νομολογία, έχω την άποψη ότι η έννοια της «εκ πρώτης όψεως υπόθεσης» περιλαμβάνει κάτι περισσότερο από απλούς ισχυρισμούς. Πρέπει να παρουσιαστεί κάποια μαρτυρία που να δείχνει ότι ο αιτητής διαθέτει ένα συζητήσιμο υπόβαθρο για τις διεκδικήσεις του. Στην παρούσα περίπτωση, χωρίς μαρτυρία που να εξηγεί που εδράζονται οι αξιώσεις των Αιτητών είναι αδύνατο να εξεταστεί κατά πόσο υπάρχει, εκ πρώτης όψεως, πιθανότητα επιτυχίας στην αγωγή. Συνεπώς, δεν είναι εφικτό να διαπιστωθεί κατά πόσο αυτή η προϋπόθεση για χορήγηση άδειας πληρείται.
Όμως σημαντικότερο, θεωρώ, είναι το εξής. Από την παράθεση των αξιώσεων της αγωγής προκύπτει ότι η ουσιαστική θεραπεία που επιδιώκουν οι Αιτητές (εκεί ενάγοντες) είναι η επιστροφή του ποσού που πληρώθηκε για την απόκτηση των αξιογράφων, πλέον τόκους. Εφόσον πρόκειται για εκκαθαρισμένη, ουσιαστικά, απαίτηση τότε δεν διακρίνω γιατί η αξίωση αυτή δεν μπορεί να τύχει χειρισμού στα πλαίσια της εκκαθάρισης, μέσω επαλήθευσης. Κατ’ επέκταση, δεν διακρίνω γιατί είναι απαραίτητο να δοθεί άδεια για συνέχιση της αγωγής αναφορικά με αυτή την αξίωση.
Εφόσον εκδοθεί διάταγμα εκκαθάρισης μιας εταιρείας, ο βασικότερος κανόνας της εκκαθάρισης είναι η αρχή της ίσης μεταχείρισης πιστωτών της ίδιας τάξης (the pari passu principle). Η έκδοση ή όχι δικαστικής απόφασης εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας για πληρωμή οποιουδήποτε ποσού δεν επηρεάζει την σειρά προτεραιότητας στην εκκαθάριση. Συνεπώς, κανένα όφελος θα προκύψει εάν οι Αιτητές εξασφαλίσουν δικαστική απόφαση για το χρέος τους εφόσον είναι επαληθεύσιμο.
Δεν παραγνωρίζω ότι με την αγωγή εγείρονται και άλλες αξιώσεις που αφορούν δηλωτικές αποφάσεις και αξιώσεις για τιμωρητικές και άλλες αποζημιώσεις. Πέραν του ότι μαρτυρία που να τις υποστηρίζει δεν παρουσιάστηκε, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι επιβάλλεται να δοθεί άδεια να συνεχιστεί η αγωγή σε σχέση με αυτές τις αξιώσεις. Οι υπόλοιπες θεραπείες που προωθούνται εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας, στο βαθμό που μπορώ να διακρίνω από το δικόγραφο, είναι επικουρικές της κυρίως θεραπείας για επιστροφή του ποσού αγοράς των αξιογράφων. Σε ότι αφορά τις υπόλοιπες αξιώσεις δεν έχω ικανοποιηθεί ότι είναι τέτοιας, ουσιαστικής, φύσης ώστε να δοθεί άδεια να συνεχίσουν να προωθούνται εναντίον μιας εταιρείας υπό εκκαθάριση.
Εάν δοθεί τέτοια άδεια, αναπόφευκτα, θα προκληθούν έξοδα για την υπεράσπιση της αγωγής. Τα έξοδα αυτά θα πληρωθούν από την περιουσία της Λαϊκής Τράπεζας στην οποία προσμένουν οι πιστωτές. Ενόψει του ότι οι αξιώσεις αυτές δεν συνιστούν τη βασική θεραπεία, ενόψει της έλλειψης μαρτυρίας (και συνακόλουθης αδυναμίας εκτίμησης των πιθανοτήτων επιτυχίας) αλλά και ζυγίζοντας το συμφέρον του συνόλου των μη εξασφαλισμένων πιστωτών της Λαϊκής Τράπεζας, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι δικαιολογείται να χορηγηθεί άδεια για συνέχιση ώστε να προωθηθούν οι εν λόγω αξιώσεις.
Καταληκτικά, έχοντας εξετάσει όλα τα ενώπιον μου στοιχεία και δεδομένα, καταλήγω ότι στην προκείμενη περίπτωση δεν θα ήταν ορθό να χορηγηθεί η αιτούμενη άδεια συνέχισης της αγωγής 3215/2015 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της Λαϊκής Τράπεζας.
Συνεπώς, η Αίτηση απορρίπτεται.
Ακολουθώντας το αποτέλεσμα, τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται εναντίον των Αιτητών και υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
(Υπ.) ……………………………………….…………..
Γ. Κυθραιώτου-Θεοδώρου, Π.Ε.Δ.
Πιστό Αντίγραφο
Πρωτοκολλητής
cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο